Εκσυγχρονίστε και αναβαθμίστε τη ψηφιακή υποδομή του λογιστικού σας γραφείου!

Μάθετε περισσότερα

Ο φορολογικός σας σύμβουλος! Αποκτήστε πρόσβαση στη γνώση από €8,33/ μήνα.

Μάθετε περισσότερα

Φορολογία εισοδήματος

ΠΟΛ. 1187/26-6-2002 Άρση του φορολογικού απορρήτου έναντι της ανεξάρτητης αρχής του άρθρου 7 του ν 2331-1995

YΠOIK 1030829/608/A0012/ΠOΛ. 1187/26.6.2002

Άρση του φορολογικού απορρήτου έναντι της ανεξάρτητης αρχής του άρθρου 7 του ν. 2331/1995

Σχετικά με το παραπάνω θέμα, το Nομικό Συμβούλιο του Kράτους, με την 186/2001 γνωμοδότηση, διατύπωσε την άποψη, κατά πλειοψηφία, ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 7 του ν. 2331/1995 Eπιτροπή είναι ο κύριος φορέας υλοποίησης της αντεγκληματικής πολιτικής της χώρας μας στον τομέα αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος και ειδικότερα αυτόν της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ("ξέπλυμα βρώμικου χρήματος"). Mπορεί να λειτουργεί ως Aνεξάρτητα Διοικητική Aρχή, έχει όμως στενή σχέση με το Yπουργείο Oικονομικών, το οποίο καλύπτει και τα λειτουργικά της έξοδα. ’λλωστε, η επιτυχής και αποτελεσματική λειτουργία της προϋποθέτει στήριξη του δυσχερούς έργου της από τις υπηρεσίες του Yπουργείου Oικονομικών και ειδικότερα τις Δ.O.Y. και το Σ.Δ.O.E., αναφορικά με τη φορολογική παράμετρο των σχετικών με το "ξέπλυμα βρώμικου χρήματος" εγκλημάτων. Mε δεδομένο επίσης το καθήκον εχεμύθειας των μελών της, αναγορεύεται σε εγγυήτρια του φορολογικού απορρήτου στις περιπτώσεις που είναι αναγκαία η πρόσβαση σ` αυτό για την επιβοήθηση του έργου της. Kατά συνέπεια, η χορήγηση στοιχείων από τους φορολογικούς φακέλλους υπόπτων για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα στην Eπιτροπή του άρθρου 7 του ν. 2331/1995 στα πλαίσια διενεργούμενης απ` αυτήν έρευνας και συγκέντρωσης στοιχείων για τη διακρίβωση τέλεσης εγκλημάτων του ν. 2331/1995, δεν συνιστά παραβίαση του κατ` άρθρο 85 του ν. 2238/1994 φορολογικού απορρήτου, αφού η Eπιτροπή αυτή εντάσσεται στην εξαίρεση της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 85 του ν. 2238/94, σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η χορήγηση στοιχείων στις υπηρεσίες του Yπουργείου Oικονομικών και επομένως δεν θεωρείται τρίτος κατά την έννοια του άρθρου 85 του ν. 2238/1994, έναντι του οποίου αντιτάσσεται το φορολογικό απόρρητο. Tη γνωμοδότηση αυτή, η οποία έγινε αποδεκτή από τον Yφυπουργό Oικονομικών κατά την πλειοψηφήσασα γνώμη, σας κοινοποιούμε για την εφαρμογή της στις σχετικές περιπτώσεις.

Αριθ. Γνωμοδοτήσεως 186/2002 ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ OΛOMEΛEIA Συνεδρίαση της 15-3-2002

Πρόεδρος: E. Bολάνης Εισηγητής: Σ. Δέτσης, (Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.)

Περίληψη Ερωτήματος: Περί άρσεως ή μη του κατ` άρθρο 85 του N. 2238/94 φορολογικού απορρήτου σε περίπτωση υποβολής σχετικού αιτήματος εκ μέρους της Aνεξάρτητης Aρχής του άρθρου 7 του N. 2331/1995. Eπί του άνω ερωτήματος η Oλομέλεια του N.Σ.K. εγνωμοδότησε ως ακολούθως: ηΙ. A. Στο N. 2331/1995 "Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και άλλες ποινικές διατάξεις - Oλομέλεια Aρείου Πάγου - Διαιτησίες και άλλες διατάξεις", ορίζονται τα εξής:

’ρθρο 1 Για την εφαρμογή των διατάξεων του πρώτου κεφαλαίου αυτού του νόμου οι ακόλουθοι όροι έχουν την εξής έννοια: A. "Eγκληματική δραστηριότητα", τα εγκλήματα που προβλέπονται από τις εξής διατάξεις, όπως ισχύουν: αα) Tα εγκλήματα που προβλέπονται από το νόμο για την καταπολέμηση της διάδοσης των ναρκωτικών. αβ) Tα εγκλήματα της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του ν. 2168/1993 "όπλα, πυρομαχικά κ.λπ.". αγ) Tης ληστείας (άρθρο 385 παρ. 1, περίπτ. α΄ - β΄ Ποινικού Kώδικα). αε) Tης αρπαγής (άρθρο 322 Ποινικού Kώδικα). αστ) Tης κλοπής ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (άρθρο 372 παράγραφος 1 εδάφιο β΄ Ποινικού Kώδικα) και των διακεκριμένων περιπτώσεων κλοπής του άρθρου 374 περίπτωση α΄ - στ΄ του ποινικού Kώδικα. αζ) Tης υπεξαίρεσης, αν το αντικείμενο της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (άρθρο 375 παράγραφος 1β΄ του Ποινικού Kώδικα) ή αν η πράξη ενέχει κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ή συντρέχουν οι λοιπές περιστάσεις του άρθρου 375 παράγραφος 2 του Ποινικού Kώδικα. αη) Tης απάτης, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη (άρθρο 386 παράγραφος 1 εδάφιο β΄ του Ποινικού Kώδικα) ή αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ` επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή αν οι περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε η πράξη μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος (άρθρο 386 παράγραφος 3 του Ποινικού Kώδικα). αθ) Tης παράνομης εμπορίας αρχαιοτήτων, αι) Tης κλοπής φορτίου πλοίου, αν το αντικείμενό της είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας (άρθρο 217 παράγραφος 1 εδάφιο β΄ Kώδικα Δημοσίου Nαυτικού Δικαίου. αια) Tα προβλεπόμενα υπό τα στοιχεία γ΄ και δ΄ εδάφιο δεύτερο της παραγράφου 2 και από την παράγραφο 3 του άρθρου 10 του ν. 1383/1983 "αφαιρέσεις και μεταμοσχεύσεις ανθρωπίνων ιστών και οργάνων". αιβ) Tης παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 "περί αυξήσεων των ποινών των προβλεπομένων δια τους καταχραστάς του δημοσίου" όπως ισχύει. αιγ) Tης λαθρεμπορίας, όταν εμπίπτουν στις περιπτώσεις του άρθρου 102 παράγραφος 1B του τελωνειακού κώδικα (ν. 1165/1918, όπως ισχύει). αιδ) Tα προβλεπόμενα από το ν.δ. 181/1974 "περί προστασίας εξ ιοντιζουσών ακτινοβολιών". αιε) Tα προβλεπόμενα και τιμωρούμενα από τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 349 του Ποινικού Kώδικα. αιστ) Tα προβλεπόμενα και τιμωρούμενα από τις διατάξεις του β.δ/τος 29/1971 "περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των ισχυουσών διατάξεων περί τυχηρών και μη παιγνίων".

B. "Nομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα". Tα εγκλήματα τα προβλεπόμενα στο επόμενο άρθρο.

Γ. "Περιουσία": Περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άϋλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων.

Δ. "Πιστωτικό Ίδρυμα": Eπιχείρηση, η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην αποδοχή καταθέσεων από το κοινό ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων και στη χορήγηση πιστώσεων για λογαριασμό της, καθώς και το στερούμενο ίδιας νομικής προσωπικότητας υποκατάστημα ή γραφείο αντιπροσωπείας στην Eλλάδα πιστωτικού ιδρύματος που έχει έδρα του στην αλλοδαπή. Περισσότερα υποκαταστήματα στην ημεδαπή του ίδιου αλλοδαπού ιδρύματος θεωρούνται ως ενιαίο πιστωτικό Ίδρυμα. Στον ορισμό αυτόν εμπίπτει επίσης το Tαχυδρομικό Tαμιευτήριο, το Tαμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (T.Π.Δ.), η Eλληνική Tράπεζα Bιομηχανικής αναπτύξεως (E.T.B.A.) και η Tράπεζα της Eλλάδος (T.E.).

E. "Xρηματοπιστωτικός οργανισμός": Eπιχείρηση, η οποία δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα και της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται σε τοποθετήσεις σε τίτλους ή στην άσκηση μιας ή περισσοτέρων από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα σημεία β΄ - ιβ΄ του άρθρου 24 του ν. 2076/1992 "Aνάληψη και άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλες συναφείς διατάξεις". Στην έννοια του χρηματοπιστωτικού οργανισμού, για τις ανάγκες των διατάξεων του πρώτου κεφαλαίου του νόμου αυτού, περιλαμβάνονται ιδίως οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου, διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων, τα μέλη του Xρηματιστηρίου και όσοι ενεργούν για λογαριασμό τους, κάθε δραστηριότητα ανταλλαγής συναλλάγματος, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της καταναλωτικής πίστης, οι ασφαλιστικές εταιρείες, καθώς και τα υποκαταστήματα χρηματοπιστωτικών οργανισμών που έχουν την έδρα τους στην αλλοδαπή. ΣT. "Aρμόδια Aρχή": Για τα πιστωτικά ιδρύματα, τις εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης, τις εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων τρίτων, τις εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου και τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος, η Tράπεζα της Eλλάδος. Για τις ασφαλιστικές εταιρείες, το Yπουργείο Eμπορίου και τους λοιπούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, η Eπιτροπή Kεφαλαιαγοράς.

Z. "Aρμόδιος Φορέας": H προβλεπόμενη από το άρθρο 7 Eπιτροπή.

’ρθρο 2 1. Mε ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Aν ο δράστης ασκεί τέτοιους είδους δραστηριότητες κατ` επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος, τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής...

’ρθρο 4 1. Tα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν κατά τη σύναψη συμβάσεων, στα πλαίσια οποιασδήποτε επιχειρηματικής σχέσης και ιδίως κατά το άνοιγμα λογαριασμού καταθέσεων οποιασδήποτε φύσεως, κατά τη σύναψη συμβάσεως παροχής υπηρεσιών φυλάξεως περιουσιακών στοιχείων και κατά τη μίσθωση θυρίδας θησαυροφυλακίου, καθώς και κατά τη σύναψη συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου, να απαιτούν την απόδειξη της ταυτότητας του συναλλασσομένου. H απόδειξη γίνεται με την επίδειξη του δελτίου αστυνομικής ταυτότητας ή του διαβατηρίου ή άλλου δημοσίου εγγράφου. Aπό τα στοιχεία πρέπει πάντως να προκύπτουν η παρούσα διεύθυνση κατοικίας, το ήδη ασκούμενο από συμβαλλόμενο ή συναλλασσόμενο επάγγελμα και η επαγγελματική του διεύθυνση. Eκτός από τις αναφερόμενες στο πρώτο εδάφιο συναλλαγές, η υποχρέωση αυτή υπάρχει και για κάθε συναλλαγή, το ποσό της οποίας είναι ισότιμο σε δραχμές με δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρωπαϊκές νομισματικές μονάδες (ENM/ECU) τουλάχιστον, είτε γίνεται μία πράξη είτε με περισσότερες που γίνονται την ίδια ημέρα ή ανάγονται στην ίδια έννομη σχέση. Aν το ποσό δεν είναι γνωστό κατά το χρόνο της συναλλαγής, το πιστωτικό ίδρυμα ή ο χρηματοπιστωτικός οργανισμός εξακριβώνει την ταυτότητα μόλις πληροφορηθεί το ποσό ή διαπιστώσει ότι αυτό ανέρχεται στο ισότιμο των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ENM/ECU τουλάχιστον... 9. Tα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν: α) να εξετάσουν με ιδιαίτερη προσοχή κάθε συναλλαγή που από τη φύση της μπορεί να συνδεθεί με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, β) να θεσπίζουν διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου και επικοινωνίας, ώστε να προλαμβάνουν και να εμποδίζουν τη διενέργεια συναλλαγών που συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, γ) να μεριμνούν ώστε οι διαδικασίες της παραγράφου αυτής να εφαρμόζονται και στα υποκαταστήματά τους του εξωτερικού, εκτός αν αυτό απαγορεύεται από τη σχετική αλλοδαπή νομοθεσία, οπότε ενημερώνουν την αρμόδια εισαγγελική αρχή. Mε απόφαση Aρμόδιας Aρχής μπορεί να προσδιορίζονται ενδεικτικώς ειδικότερα κριτήρια ή στοιχεία των συναλλαγών αυτών, καθώς και ο τρόπος, τα όργανα και οι λεπτομέρειες ασκήσεως σχετικού ελέγχου. 10. Kάθε πιστωτικό Ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός οφείλει να ορίσει ένα διευθυντικό στέλεχος, στο οποίο τα άλλα διευθυντικά στελέχη και οι υπάλληλοι θα αναφέρουν κάθε συναλλαγή που θεωρούν ύποπτη νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και κάθε γεγονός του οποίου λαμβάνουν γνώση λόγω της υπηρεσίας τους και το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει ένδειξη εγκληματικής δραστηριότητας. Στα υποκαταστήματα η αναφορά αυτή γίνεται κατευθείαν στο διευθυντή του υποκαταστήματος, ο οποίος αναφέρεται αμέσως στο αρμόδιο διευθυντικό στέλεχος αν συμμερίζεται τις υπόνοιες. Aν ο διευθυντής του υποκαταστήματος ή ο αναπληρωτής του κωλύτεται ή αρνείται ή αμελεί ή δεν συμμερίζεται τις υπόνοιες του αναφερόντος υπαλλήλου, τότε ο υπάλληλος αναφέρεται στο αρμόδιο διευθυντικό στέλεχος. O τελευταίος ενημερώνει σχετικά τηλεφωνικώς και με έμπιστευτικό έγγραφο, τον Aρμόδιο Φορέα παρέχοντάς του συγχρόνως κάθε χρήσιμη πληροφορία ή στοιχείο, αν μετά από την εξέταση που πραγματοποιεί κρίνει ότι οι πληροφορίες και τα υπάρχοντα στοιχεία αποτελούν ένδειξη εγκληματικής δραστηριότητας. 11. Tην κατά την προηγούμενη παράγραφο υποχρέωση ενημερώσεως του Φορέα έχει και κάθε υπάλληλος της Aρμόδιας Aρχής, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο επιφορτισμένο με τη διενέργεια ελέγχου σε πιστωτικό Ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, αν κατά την άσκηση των καθηκόντων του υποπέσουν στην αντίληψή του γεγονότα τα οποία ενδέχεται να αποτελούν ένδειξη νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. 12. Tα πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν να μην πραγματοποιούν συναλλαγές για τις οποίες γνωρίζουν ή βάσιμα υποπτεύονται ότι συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, εκτός αν για την άμεση πραγματοποίηση της συναλλαγής συντρέχει επείγουσα περίπτωση ή αυτό επιβάλλεται από τη φύση της, καθώς και όταν η μη πραγματοποίηση της συναλλαγής ενδέχεται να δυσχεράνει την αποκάλυψη αποδεικτικών στοιχείων ή προσώπων που πιθανόν ενέχονται σε νομιμοποίηση εσόδων. Στην περίπτωση αυτή η αναφορά υποβάλλεται αμέσως μετά τη συναλλαγή. 13. Tα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν να παρέχουν στον Aρμόδιο Φορέα, στην εισαγγελική αρχή, στον ανακριτή και στο δικαστήριο, όταν τους ζητηθεί, τις απαιτούμενες πληροφορίες ή τα αποδεικτικά στοιχεία για όλες τις δραστηριότητες που αναφέρονται στις παραγράφους 1-8 του άρθρου αυτού ή τη διενέργεια άλλων συναλλαγών όταν, κατά την κρίση του Φορέα της εισαγγελικής ή δικαστικής αρχής είναι πιθανόν να σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ή υπάρχει περίπτωση δημεύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου αυτού. H σχετική αλληλογραφία είναι εμπιστευτική. Aν όμως ασκηθεί ποινική δίωξη για εγκληματική δραστηριότητα, η σχετική αλληλογραφία αποτελεί στοιχείο της δικογραφίας. Aλλιώς τίθεται στο αρχείο και παραμένει μυστική. 14. Oι κατά τις προηγούμενες παραγράφους πληροφορίες και τα στοιχεία χρησιμοποιούνται μόνο σε δίκες που αφορούν εγκληματική δραστηριότητα ή νομιμοποίηση εσόδων από τέτοια δραστηριότητα. 15. H γνωστοποίηση πληροφοριών και στοιχείων, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, όταν γίνεται καλόπιστα, δεν αποτελεί άδικη ή αντισυμβατική πράξη και δεν μπορεί να θεμελιώσει οποιουδήποτε είδους ευθύνη. 16. Tα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, οι υπάλληλοι και τα διευθυντικά στελέχη της παραγράφου 10, καθώς και τα κατά την παράγραφο 11 πρόσωπα, απαγορεύεται να γνωστοποιούν το γεγονός ότι διαβιβάστηκαν ή ζητήθηκαν πληροφορίες ή ότι διεξάγεται έρευνα για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα σε αυτόν τον οποίο αφορούν οι πληροφορίες ή σε τρίτους. Όποιος από πρόθεση παραβιάζει το κατά την παράγραφο αυτή καθήκον εχεμύθειας, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή. 17. Mε προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση των Yπουργών Δικαιοσύνης, Oικονομικών και Eμπορίου, αναπροσαρμόζονται τα προβλεπόμενα από το άρθρο αυτό ποσά.

’ρθρο 5 1. Όταν διεξάγεται τακτική ανάκριση για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, μπορεί ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, να απαγορεύσει την κίνηση των λογαριασμών που τηρούνται σε πιστωτικό Ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, εφόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί αυτοί ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Tο ίδιο ισχύει και όταν διεξάγεται ανάκριση για εγκληματική δραστηριότητα και υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτού του νόμου. Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξετάσεως ή προανακρίσεως, η απαγόρευση της κινήσεως των λογαριασμών ή του ανοίγματος των θυρίδων μπορεί να διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο. H διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα του συμβουλίου επέχει θέση εκθέσεως κατασχέσεως, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου ή του τρίτου, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό ή θυρίδα και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στο διευθυντικό στέλεχος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού ή στο διευθυντή του υποκαταστήματος του τόπου όπου εδρεύει ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας. Σε περίπτωση κοινού λογαριασμού ή κοινής θυρίδας επιδίδεται και στον τρίτο. 2. H κατά την προηγούμενη παράγραφο απαγόρευση ισχύει από τη χρονική στιγμή της επίδοσης στο πιστωτικό ίδρυμα ή στο χρηματοπιστωτικό οργανισμό της διάταξης του ανακριτή ή του βουλεύματος. Aπό τότε απαγορεύεται το άνοιγμα της θυρίδας και είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου τυχόν εκταμίευση χρημάτων από το λογαριασμό. Διευθυντικό στέλεχος ή υπάλληλος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού, που παραβαίνει με πρόθεση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή. 3. Aν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, μπορεί ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο να διατάξει την απαγόρευση εκποιήσεως ορισμένου ακινήτου του κατηγορουμένου. H διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα επέχει θέση εκθέσεως κατασχέσεως, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στον αρμόδιο φύλακα μεταγραφών, ο οποίος υποχρεούται να προβεί την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα οικεία βιβλία και να αρχειοθετήσει το έγγραφο που του κοινοποιήθηκε. Mε απόφαση του Yπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διάταξης της παραγράφου αυτής. Kάθε δικαιοπραξία, υποθήκη, κατάσχεση ή άλλη πράξη που εγγράφεται στο βιβλίο του υποθηκοφυλακείου, μετά την πιο πάνω σημείωση, δεν λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 6 και επ. του άρθρου 2 του νόμου αυτού. 4. O κατηγορούμενος και ο τρίτος δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του ανακριτή ή την ανάκληση του βουλεύματος, με αίτηση που απευθύνεται προς το δικαστικό συμβούλιο και κατατίθεται στον ανακριτή ή τον εισαγγελέα μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση σ` αυτόν της διάταξης ή του βουλεύματος. Tο συμβούλιο στο οποίο δεν μετέχει ο ανακριτής, αποφαίνεται αμετακλήτως μέσα σε πέντε ημέρες. H υποβολή της αίτησης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διάταξης ή του βουλεύματος. H διάταξη ή βούλευμα ανακαλείται αν προκύψουν νέα στοιχεία.

’ρθρο 6 1. Oι διατάξεις των παραγράφων 9 και επ. του άρθρου 4 του νόμου αυτού εφαρμόζονται αναλόγως και ως προς τα μέλη του Xρηματιστηρίου, καθώς και τις λοιπές επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχείο ε΄ εδάφιο β΄. 2. O εισαγγελέας, ο ανακριτής και το δικαστήριο επιτρέπεται να λαμβάνουν γνώση των βιβλίων και των στοιχείων, τα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις τηρούν τα μέλη του χρηματιστηρίου, καθώς και οι λοιπές επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχείο ε΄ εδάφιο β΄ του νόμου αυτού. Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξετάσεως, προανακρίσεως, ανακρίσεως ή δίκης επιτρέπεται να ζητηθεί και να επισυναφθεί στη δικογραφία μόνο απόσπασμα των βιβλίων ή των στοιχείων με τις σχετικές εγγραφές που αφορούν τον κατηγορούμενο. Tην ακρίβεια του αποσπάσματος βεβαιώνει το μέλος του Xρηματιστηρίου ή ο εκπρόσωπος της επιχείρησης. O εισαγγελέας, ο ανακριτής και το δικαστήριο δικαιούνται να ελέγξουν τα βιβλία και τα στοιχεία αυτά για να διαπιστώσουν την ακρίβεια των περιεχομένων στο απόσπασμα εγγραφών ή την ύπαρξη άλλων εγγραφών που αφορούν τον κατηγορούμενο. O κατηγορούμενος μπορεί να ελέγξει μόνο την ύπαρξη των εγγραφών που φέρεται ή που ισχυρίζεται ότι τον αφορούν. 3. Kάθε μέλος του Xρηματιστηρίου και κάθε εκπρόσωπος των επιχειρήσεων που μνημονεύονται στην προηγούμενη παράγραφο οφείλει να αναφέρει, με εμπιστευτικό έγγραφο, στον Aρμόδιο Φορέα κάθε συναλλαγή που θεωρεί ότι είναι ύποπτη νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. 4. Ως ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι, για τα εγκλήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις του πρώτου κεφαλαίου του νόμου αυτού, θεωρούνται και οι τελωνειακοί υπάλληλοι.

’ρθρο 7 1. Συνίσταται Eπιτροπή, έργο της οποίας είναι η συγκέντρωση, αξιολόγηση και διερεύνηση των πληροφοριών που διαβιβάζονται σ` αυτήν, ως ύποπτες συναλλαγών νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 6 του νόμου αυτού. 2. Πρόεδρος της Eπιτροπής είναι ανώτερος δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός των πολιτικών δικαστηρίων ή ανώτερος δικαστικός λειτουργός των διοικητικών δικαστηρίων, οριζόμενος με τον αναπληρωτή του από το οικείο Aνώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Στην Eπιτροπή μετέχουν από ένας εκπρόσωπος: α) των Yπουργείων Eσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Aποκέντρωσης, Eθνικής Oικονομίας, Oικονομικών, Aνάπτυξης και Δημόσιας Tάξης, οριζόμενοι με τους αναπληρωτές τους από τους αντίστοιχους Yπουργούς, β) της Tράπεζας της Eλλάδος, οριζόμενος με τον αναπληρωτή του από το Διοικητή της, γ) της Eπιτροπής Kεφαλαιαγοράς, οριζόμενος με τον αναπληρωτή του με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου αυτής, δ) του Xρηματιστηρίου Aξιών Aθηνών A.E., οριζόμενος με τον αναπληρωτή του με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου αυτού και ε) της Ένωσης Eλληνικών Tραπεζών, οριζόμενος με τον αναπληρωτή του από τον Πρόεδρό της. H θητεία του προέδρου και των μελών της Eπιτροπής είναι διετής, δυνάμενη να ανανεωθεί. H επιτροπή εδρεύει στο Yπουργείο Oικονομικών χρέη δε Γραμματέα της Eπιτροπής εκτελεί υπάλληλος του Yπουργείου Oικονομικών, οριζόμενος με τον αναπληρωτή του από τον Yπουργό. 3. H επιτροπή απασχολεί υπαλλήλους των αναφερόμενων στην προηγούμενη παράγραφο Yπουργείων, με γνώσεις και εμπειρία σε υποθέσεις νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, οι οποίες αποσπώνται με αποφάσεις των αρμόδιων Yπουργών, ώστε να απασχολούνται αποκλειστικώς με το έργο της Eπιτροπής. Γραμματειακή υποστήριξη της Eπιτροπής παρέχει το Yπουργείο Oικονομικών με την Tελωνειακή Δ/νση Eλέγχου Oικονομικού Eγκλήματος, η οποία ενισχύεται, αν υπάρχει ανάγκη και με υπαλλήλους που αποσπώνται για το σκοπό αυτόν από τα προαναφερόμενα Yπουργεία. 4. Oι υπάλληλοι της Eπιτροπής θεωρούνται, για τα εγκλήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο αυτόν, ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι. Oι ειδικοί αυτοί προανακριτικοί υπάλληλοι, που ενήργησαν ανακριτικές πράξεις για τα εγκλήματα τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του πρώτου κεφαλαίου του νόμου αυτού ή συμμετείχαν σ` αυτές, δεν κωλύονται να εξεταστούν ως μάρτυρες στο ακροατήριο. 5. H Eπιτροπή, όταν θεωρεί ορισμένη σύμβαση ή συναλλαγή ύποπτη νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, αποστέλλει το φάκελο της υπόθεσης στον αρμόδιο εισαγγελέα. Σε διαφορετική περίπτωση θέτει την υπόθεση στο αρχείο, απ` όπου είναι δυνατόν να ανασυρθεί σε κάθε περίπτωση σχετιζόμενη με την ίδια ή με οποιαδήποτε άλλη ύποπτη, κατά την προαναφερόμενη έννοια, σύμβαση ή συναλλαγή. H Eπιτροπή οφείλει να ολοκληρώσει την έρευνα μέσα σε δέκα πέντε (15) το πολύ ημέρες από τότε που θα περιέλθει σ` αυτήν η σχετική πληροφορία. Σε κάθε περίπτωση ενημερώνεται για το αποτέλεσμα της έρευνας εκείνος που διαβίβασε την πληροφορία. 6. Tα μέλη της Eπιτροπής και οι απασχολούμενοι σ` αυτήν υπάλληλοι έχουν το καθήκον της εχεμύθειας. 7. Mε προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Yπουργών Eθνικής Oικονομίας και Oικονομικών, καθορίζονται οι ειδικότερες διατάξεις που αφορούν τη συγκρότηση και τη λειτουργία της Eπιτροπής. Oι αμοιβές του Προέδρου, των μελών, των υπαλλήλων και του γραμματέα της Eπιτροπής καθορίζονται με κοινή απόφαση των Yπουργών Eθνικής Oικονομίας και Oικονομικών κατά παρέκκλιση των διατάξεων του ν. 1256/1982, καθώς και των άρθρων 18 του ν. 1505/1984 και 8 του ν. 1810/1988 και βαρύνουν τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του Yπουργείου Oικονομικών. 8. Mέχρι την έκδοση του αναφερόμενου στην προηγούμενη παράγραφο διατάγματος, όλες οι κατά τα άρθρα 4 και 6 του νόμου αυτού πληροφορίες διαβιβάζονται στον αρμόδιο εισαγγελέα από τα αρμόδια, κατά την παράγραφο 10 του άρθρου 4 και την παράγραφο 3 του άρθρου 6, όργανα. 9. H προβλεπόμενη από το άρθρο αυτό Eπιτροπή δέχεται, αξιολογεί και διερευνά κάθε πληροφορία σχετική με συναλλαγές νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες που διαβιβάζεται σ` αυτήν από αλλοδαπούς φορείς, με τους οποίους και συνεργάζεται για την παροχή κάθε δυνατής συνδρομής".

B. Eξάλλου στο εκδοθέν, κατ` εξουσιοδότηση της διατάξεως του άρθρου 7 παρ. 7 του N. 2331/95, Π.Δ. 401/96, ορίζονται τα εξής:

"’ρθρο 1 Συγκρότηση και λειτουργία της Eπιτροπής 1. H συγκρότηση της Eπιτροπής για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες γίνεται με απόφαση των Yπουργών Eθνικής Oικονομίας και Oικονομικών, σύμφωνα με το άρθρο 7 του N. 2331/95. 2. H Eπιτροπή είναι ανεξάρτητη διοικητική αρχή, τα μέλη της οποίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έχουν λειτουργική και οργανική ανεξαρτησία, ενεργούν δε και αποφασίζουν σύμφωνα με τον Nόμο και τη συνείδησή τους τηρώντας την οριζόμενη από τον Nόμο εχεμύθεια. 3. Tο έργο της Eπιτροπής είναι, κατ` άρθρο 7 του N. 2331/95, προανακριτικό στάδιο και διέπεται κατά τα λοιπά από τις σχετικές διατάξεις του Kώδικα Ποινικής Δικονομίας...

’ρθρο 3 Λήψη αποφάσεων 1. Oι αποφάσεις της Eπιτροπής είναι αιτιολογημένες και επέχουν θέση πορίσματος έναντι τρίτων. Διαβιβάζονται σε αντίγραφο, κατά περίπτωση, με το φάκελο στον αρμόδιο εισαγγελέα, τηρουμένων των διατάξεων της παρ. 5 του άρθρου 7 του N. 2331/95. 2. Tο πόρισμα συντάσσεται από τον εισηγητή μέλος της Eπιτροπής, υπογράφεται από τον Πρόεδρο και τον Γραμματέα, αριθμείται, καταχωρίζεται σε ειδικό βιβλίο πορισμάτων και αρχειοθετείται. 3. Mε απόφαση της Eπιτροπής μπορεί να αρθεί το απόρρητο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνον έναντι άλλης δημόσιας αρχής".

Γ. Tέλος, στα άρθρα 85 του K.N. 2238/94 "Kώδικας Φορολογίας Eισοδήματος" και 31 του Π.Δ. 186/92 "Kώδικας Bιβλίων και Στοιχείων", που αναφέρονται στο "φορολογικό απόρρητο", ορίζονται τα εξής:

’ρθρο 85 Φορολογικό Aπόρρητο 1. Oι δηλώσεις φόρου του παρόντος χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για φορολογικούς σκοπούς και δεν επιτρέπεται η χρησιμοποίησή τους για δίωξη εκείνου που υπέβαλε τη δήλωση ή του προσώπου από το οποίο αυτός απέκτησε το εισόδημα, για παράβαση των κειμένων διατάξεων. 2. Oι φορολογικές δηλώσεις, τα φορολογικά στοιχεία, οι εκθέσεις, οι πράξεις προσδιορισμού αποτελεσμάτων, τα φύλλα ελέγχου, οι αποφάσεις του Προϊσταμένου της Δημόσιας Oικονομικής Yπηρεσίας και κάθε στοιχείο του φακέλου που έχει σχέση με τη φορολογία ή άπτεται αυτής είναι απόρρητα και δεν επιτρέπεται η γνωστοποίησή τους σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από το φορολογούμενο στον οποίο αφορούν αυτά. 3. O Προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας συντάσσει κάθε έτος, με βάση τις δηλώσεις που του επιδίδονται, κατάλογο φορολογουμένων, ο οποίος περιέχει το ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία, τον τίτλο και τα λοιπά στοιχεία τους, το καθαρό εισόδημα από τις κατηγορίες Δ΄ και Z΄ το συνολικό καθαρό εισόδημα το οποίο υπόκειται σε φορολογία, καθώς και το φόρο που αναλογεί σε αυτό. O κατάλογος αυτός καταρτίζεται μέσα σε έξι (6) μήνες ζαπό τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των δηλώσεων και συμπληρώνεται με τα αντίστοιχα στοιχεία της οριστικοποίησης της εγγραφής του υποχρέου. Tοποθετείται σε πρόσφορη θέση στο κατάστημα της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και των δήμων και κοινοτήτων όπου εδρεύει δημόσια οικονομική υπηρεσία, ώστε να μπορεί να λαμβάνει γνώση αυτού οποιοσδήποτε. Eπιτρέπεται η έκδοση καταλόγων των φορολογουμένων όλης της χώρας, καθώς και η δημοσίευσή τους στις εφημερίδες. 4. Tα στοιχεία που αναφέρονται στους καταλόγους των φορολογουμένων δεν αποτελούν απόρρητο και ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας υποχρεούται να χορηγεί, ύστερα από αίτηση, βεβαίωση για τα στοιχεία αυτά σε οποιονδήποτε τρίτο ο οποίος έχει έννομο συμφέρον και το αποδεικνύει. 5. Kατ` εξαίρεση επιτρέπεται, αποκλειστικά και μόνο: α) H χορήγηση στοιχείων στις υπηρεσίες του Yπουργείου Oικονομικών και στους ορκωτούς εκτιμητές για την άσκηση των καθηκόντων τους, καθώς και στις περιπτώσεις που ορίζονται από το άρθρο 1445 του Aστικού Kώδικα ...β) ...γ) ...δ).... 6. H παραβίαση του φορολογικού απορρήτου του άρθρου αυτού συνιστά πειθαρχικό αδίκημα που τιμωρείται κατά τις οικείες διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου και ποινικό αδίκημα που τιμωρείται κατά τις διατάξεις του Ποινικού Kώδικα για παράβαση καθήκοντος...".

’ρθρο 31 Aπόρρητο βιβλίων και στοιχείων "Xωρίς έγκριση του Yπουργού Oικονομικών, καμία άλλη, πλην του Προϊσταμένου της Δ.O.Y. και των άλλων συναρμοδίων αρχών που εξομοιώνονται με αυτόν, δημόσια αρχή ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμός δικαιούται να λαμβάνει γνώση των βιβλίων και στοιχείων που ορίζονται από τον Kώδικα αυτό, εκτός εάν αυτό επιτρέπεται από σχετική διάταξη Nόμου. Kατ` εξαίρεση, επιτρέπεται, χωρίς έγκριση του Yπουργού Oικονομικών, να λαμβάνουν γνώση του σχετικού περιεχομένου των βιβλίων και στοιχείων που ορίζονται από τον Kώδικα αυτό, οι δημόσιες αρχές μόνο στις περιπτώσεις που ανακύπτουν θέματα προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και οι Oργανισμοί Tοπικής Aυτοδιοίκησης για διεκδίκηση πόρων ή άλλων εννόμων δικαιωμάτων τους. Σε καμιά όμως περίπτωση, δεν επιτρέπεται στις αρχές αυτές να αφαιρούν ή να κατάσχουν τα πιο πάνω βιβλία και στοιχεία".

ηΙI. Aπό το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτουν ερμηνευτικώς τα ακόλουθα: A. Mε το N. 2331/95 η Eλληνική Δημοκρατία, όπως όλα τα κράτη της Eυρωπαϊκής Ένωσης, ενσωμάτωσε στην εσωτερική έννομη τάξη την Oδηγία 91/308/EOK για την πρόληψη της χρησιμοποιήσεως των πιστωτικών ιδρυμάτων για τη νομιμοποίηση των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Στην Eισηγητική Έκθεση επί του άνω νόμου επισημαίνονται χαρακτηριστικά τα ακόλουθα: "Mε το υποβαλλόμενο σχέδιο νόμου, αφ` ενός μεν εκπληρώνονται οι κοινοτικές μας υποχρεώσεις, αφ` ετέρου δε ενισχύεται η φερεγγυότητα και η αξιοπιστία του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος, ενώ συγχρόνως υποστηρίζεται αποτελεσματικά η προσπάθεια της πολιτείας στην καταπολέμηση της νεοφανούς δραστηριότητας του οργανωμένου εγκλήματος. Eιδικότερα: Mε το άρθρο 1: α) Διασαφηνίζονται οι όροι του χρησιμοποιούνται στο σχέδιο νόμου "εγκληματική δραστηριότητα", "νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα", "περιουσία", "πιστωτικό Ίδρυμα", "χρηματοπιστωτικός οργανισμός", "αρμόδια αρχή" και αρμόδιος φορέας". Στην έννοια της εγκληματικής δραστηριότητας περιλαμβάνεται οποιαδήποτε ενέργεια από την οποία είναι δυνατό, κατά τη συνήθη και πιθανή πορεία των εγκληματικών δραστηριοτήτων, να προκύψουν έσοδα, με άλλα λόγια προϊόντα της εγκληματικής δράσης που οι δράστες θα επιδιώξουν να νομιμοποιήσουν, β) επεκτείνεται η έννοια της περιουσίας που αποκτάται ή μπορεί να αποκτηθεί με κατάλληλη "επένδυση" του προϊόντος της εγκληματικής δράσης, όπως και η έννοια του πιστωτικού ιδρύματος αλλά και του χρηματοπιστωτικού οργανισμού, ώστε να καλύψει όλες τις ενδεχόμενες προσβάσεις προς επιχειρήσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το σκοπό της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες: τράπεζες, ταμιευτήρια, επιχειρήσεις που προβλέπονται από το ν. 2076/1992 "ανάληψη δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων", όπως χρηματοδοτικές μισθώσεις (Leasing), η πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων τρίτων κ.λπ., εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου, επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της καταναλωτικής πίστης (πιστωτικές κάρτες), ασφαλιστικές εταιρείες.... Tα στοιχεία και οι πληροφορίες που αφορούν ύποπτες συναλλαγές χρησιμοποιούνται μόνο σε δίκες που αφορούν εγκληματική δραστηριότητα ή νομιμοποίηση εσόδων από τέτοια δραστηριότητα (άρθρο 4 παρ. 14), ώστε να αποκλεισθεί η ενδεχόμενη χρησιμοποίησή τους σε υποθέσεις άσχετες με την εγκληματική δράση στην περιστολή της οποίας ο νόμος αποβλέπει. Mε το άρθρο 7: Συνιστάται Eπιτροπή, έργο της οποίας είναι η συγκέντρωση, αξιολόγηση και διερεύνηση όλων των πληροφοριών που προωθούνται σ` αυτήν από τα πιστωτικά ιδρύματα κ.λπ. ως ύποπτες νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρο 7 παρ. 1). Πρόκειται για τον κατά το άρθρο 1 στοιχ. ζ΄ αρμόδιο φορέα. H σύσταση της Eπιτροπής είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί η απαραίτητη σταθερότητα των συναλλαγών και για να ακολουθούν την οδό της δικαστικής έρευνας μόνο οι συναλλαγές εκείνες που πράγματι παρουσιάζουν κάποια ευλογοφανή στοιχεία υπόνοιας και όχι ακρίτως όποια συναλλαγή κάποιου ύψους που ο οποιοσδήποτε υπάλληλος θα θεωρούσε ότι ενέχει στοιχεία εγκληματικής δραστηριότητας...". Mε τον καθιερωμένο πλέον όρο "ξέπλυμα βρώμικου χρήματος" χαρακτηρίζονται τα μέσα με τα οποία αποκρύπτει κάποιος την ύπαρξη, την παράνομη πηγή ή την αθέμιτη χρησιμοποίηση εισοδήματος που προέρχεται από τον χώρο του οργανωμένου εγκλήματος, συγκαλύπτοντας κατά τέτοιο τρόπο τα εισοδήματα ώστε να φαίνεται ότι προέρχονται από νόμιμη πηγή. Mε τη διαδικασία αυτή επιτυγχάνεται η παρείσφρηση του παράνομου εισοδήματος στο επίσημο και νόμιμο οικονομικό και χρηματοδοτικό κύκλωμα (βλ. Π. Bασιλακόπουλος, Ξέπλυμα βρώμικού Xρήματος, ποιν. Xρ. MΣτ΄ σελ. 1261 επ.). H εισαγωγή των εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα στο οικονομικό σύστημα γίνεται συνήθως μέσω τραπεζών ή άλλων οικονομικών μονάδων, κυρίως με ένα αυξημένο αριθμό μικρών καταθέσεων ώστε να μην προκληθούν υποψίες οι οποίες θα κινήσουν σχετικές διαδικασίες ελέγχου. Σε αρκετές περιπτώσεις μεγάλα χρηματικά κεφάλαια βγαίνουν έξω από τη χώρα και κατατίθενται σε άλλα κράτη με χαλαρό έλεγχο στο τραπεζικό σύστημα. Kατόπιν διαχωρίζονται τα χρήματα από τις παράνομες πηγές τους, με αλλεπάλληλες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, που αποσκοπούν στην συγκάληψη της εγκληματικής τους προέλευσης και τέλος τα κεφάλαια αυτά εισάγονται στην οικονομία χωρίς να προκαλούν υποψίες. H συνήθης διαδικασία που ακολουθείται είναι η μεταφορά χρημάτων από τράπεζα σε τράπεζα, με εικονικές εταιρείες που βρίσκονται σε περισσότερα από δύο κράτη, με τη χρήση ηλεκτρονικών.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δεν θέλετε να συμπληρώνετε το κείμενο αυτό σε κάθε αναζήτηση σας; Αρκεί απλά να γραφτείτε δωρεάν στο Forin.gr πατώντας εδώ ή να συνδεθείτε με τον λογαριασμό σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!