Grant Thornton Φοροδοξίες, 19.04.2025
Γνωρίζετε ότι...
Έχει ευθύνη η εταιρία που προέκυψε από μετατροπή υποκαταστήματος αλλοδαπής κατά τον ν. 2166/1993 για προϋφιστάμενες φορολογικές οφειλές.
Το ΣτΕ κλήθηκε να κρίνει μία υπόθεση μετατροπής υποκαταστήματος αλλοδαπής εταιρίας σε ΑΕ με τις ευνοϊκές φορολογικές διατάξεις του ν. 2166/1993, για το κατά πόσο η νέα εταιρία υπεισέρχεται αυτοδικαίως στις φορολογικές υποχρεώσεις του υποκαταστήματος. Η αλλοδαπή εταιρία διατηρούσε υποκατάστημα στην Ελλάδα, το οποίο το 1997 μετατράπηκε σε ΑΕ με εισφορά του ενεργητικού και παθητικού του. Οι αρχές θεώρησαν τη νέα εταιρία αστικώς συνυπεύθυνη για παλαιές τελωνειακές και φορολογικές οφειλές του υποκαταστήματος που αφορούσαν παραβάσεις του αρχικού υποκαταστήματος, ύψους 300.000 ευρώ. Το Εφετείο απέρριψε αυτή την ευθύνη, όμως το ΣτΕ έκρινε ότι κατά τον ν. 2166/1993, η νέα εταιρία υπεισέρχεται αυτοδικαίως σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών, του μετατρεπόμενου υποκαταστήματος. Συνεπώς, μπορεί νομίμως να θεωρηθεί συνυπεύθυνη η εταιρία που έχει προέλθει από τη μετατροπή για φορολογικές παραβάσεις, ανεξαρτήτως του τι προβλέπει το καταστατικό ή αν υφίσταται ακόμα η αλλοδαπή εταιρία. Έτσι, έκανε δεκτή την αίτηση του Δημοσίου και ανέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο για νέα κρίση (ΣτΕ 700/2022).
Το Διοικητικό Δικαστήριο δεν δύναται να κάνει δεκτή την επιβολή διοικητικής κύρωσης «ποινικού» χαρακτήρα εφόσον έχει ήδη εκδοθεί αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου για την ίδια φορολογική παράβαση.
Στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, θεμελιώνεται η αρχή ne bis in idem, με αμιγώς ποινικό περιεχόμενο, σύμφωνα με την οποία δεν δύναται το ίδιο πρόσωπο να καταδικαστεί από ποινικό δικαστήριο του ίδιου Κράτους για την ίδια παράβαση για την οποία έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου του Κράτους αυτού. Περαιτέρω, η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης διεύρυνε την εφαρμογή της θεμελιώδους απαγόρευσης και σε διοικητικές κυρώσεις οι οποίες, μεταξύ άλλων, λόγω του είδους και της βαρύτητάς τους έχουν «ποινικό» χαρακτήρα. Στο πλαίσιο αυτό, το Συμβούλιο της Επικρατείας, σε σχετική υπόθεση ενώπιον του, έκρινε επιβληθέν πρόστιμο λόγω λήψης εικονικού τιμολογίου, ως «ποινικής» φύσεως διοικητική κύρωση, εν όψει του ύψους αυτού. Με το ανωτέρω επιχείρημα, και με δεδομένη την ύπαρξη αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου για τη συγκεκριμένη φορολογική παράβαση, η οποία και προσκομίσθηκε στο πλαίσιο της διοικητικής δίκης, το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάνθηκε υπέρ της ενεργοποίησης της θεμελιώδους αρχής ne bis in idem με αποτέλεσμα τη δέσμευση του Διοικητικού Δικαστηρίου από την αθωωτική απόφαση και την απόρριψη του επιβληθέντος προστίμου (ΣτΕ 1411/2022).
Δεν επιβάλλονται σε μέλη Διοικητικού Συμβουλίου διασφαλιστικά μέτρα για φορολογικές οφειλές της εταιρίας αν τα μέλη δεν ασκούσαν καθήκοντα διοίκησης.
Εν προκειμένω το Δημόσιο επέβαλλε σε φορολογούμενη, Αντιπρόεδρο ΔΣ ανώνυμης εταιρίας, διασφαλιστικά μέτρα που μπορούν να επιβληθούν σε μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου για φορολογικές οφειλές της Εταιρίες. Το Εφετείο ωστόσο, ακύρωσε την πράξη της Φορολογικής Αρχής καθώς η φορολογούμενη αν και Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου κατά την περίοδο που προέκυψε η φορολογική υποχρέωση της Εταιρίας, δεν είχε διοικητικά καθήκοντα. Συγκεκριμένα, την αποκλειστική αρμοδιότητα σχετικά με τις φορολογικές υποθέσεις ασκούσε ο Πρόεδρος, ενώ η συνυπογραφή της Αντιπροέδρου απαιτούνταν μόνο σε ορισμένα θέματα τα οποία δεν σχετίζονταν με τις φορολογικές υποχρεώσεις της Εταιρίας. Την θέση αυτή του Εφετείου επιβεβαίωσε το ΣτΕ απορρίπτοντας την αίτηση αναιρέσεως του Δημοσίου (ΣτΕ 598/2022).
Για την εφαρμογή του τεκμηρίου εισοδήματος κρίσιμος είναι ο χρόνος καταβολής της πραγματικής δαπάνης και όχι της απόκτησης της κυριότητας.
Ειδικότερα, το ΣτΕ εξέτασε αίτηση φορολογούμενου στον οποίο καταλογίστηκε τεκμαρτό εισόδημα λόγω αγοράς ακινήτων. Ο έλεγχος βασίστηκε στην αντικειμενική αξία των ακινήτων κατά το έτος σύνταξης των οριστικών συμβολαίων, θεωρώντας την ως δαπάνη του συγκεκριμένου έτους. Ωστόσο, ο φορολογούμενος ισχυρίστηκε ότι το τίμημα είχε εξοφληθεί πλήρως κατά τα προηγούμενα έτη, με βάση συμβολαιογραφικά προσύμφωνα, και δεν καταβλήθηκε ποσό κατά τη σύνταξη των οριστικών συμβολαίων. Το ΣτΕ έκρινε ότι για την εφαρμογή του τεκμηρίου εισοδήματος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η χρονική στιγμή της πραγματικής δαπάνης και όχι ο χρόνος απόκτησης κυριότητας, δηλαδή ο χρόνος καταβολής του τιμήματος και όχι της υπογραφής του τελικού συμβολαίου. Έτσι, η αξία του ακινήτου δεν μπορεί να φορολογηθεί ως τεκμαρτό εισόδημα αν η δαπάνη δεν έγινε στο επίμαχο έτος. Τέλος, το ΣτΕ ακύρωσε την πράξη επιβολής κύριου φόρου και διέταξε την επιστροφή τυχόν καταβληθέντος φόρου (ΣτΕ 1421/2022).
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!