Grant Thornton Φοροδοξίες, 22.10.2023
Γνωρίζετε ότι...
Συντελεστής ΦΠΑ 6% στη φόρτιση ηλεκτρικών οχημάτων αλλά και στις συνοδευτικές υπηρεσίες.
Με εγκύκλιο διευκρινίζεται ότι η ενιαία πράξη που πραγματοποιείται από τον φορέα εκμετάλλευσης των υποδομών φόρτισης, ή/και τον πάροχο υπηρεσιών ηλεκτροκίνησης με αποδέκτη τον πελάτη-οδηγό και περιλαμβάνει οπωσδήποτε την φόρτιση ηλεκτρικού οχήματος συνιστά για σκοπούς ΦΠΑ παράδοση ηλεκτρικής ενέργειας και εφαρμόζεται συντελεστής ΦΠΑ 6%. Η ΑΑΔΕ λαμβάνοντας υπόψη την νομολογία του Δικαστηρίου της Ε.Ε., έκρινε ότι στη διαδικασία επαναφόρτισης, η φόρτιση με ηλεκτρική ενέργεια είναι το κύριο στοιχείο της συναλλαγής και οι λοιπές παρεχόμενες υπηρεσίες έχουν απλώς ως σκοπό τη διευκόλυνση της πρόσβασης και της λειτουργίας της ίδιας της φόρτισης. Ο ίδιος συντελεστής ΦΠΑ, 6%, εφαρμόζεται και στην περίπτωση κατά την οποία ο φορέας εκμετάλλευσης υποδομών φόρτισης παραδίδει ηλεκτρική ενέργεια και παρεπόμενες υπηρεσίες στον πάροχο υπηρεσιών ηλεκτροκίνησης ο οποίος με την σειρά του προμηθεύει την εν λόγω ηλεκτρική ενέργεια με παρεπόμενες υπηρεσίες στον πελάτη-οδηγό του ηλεκτρικού οχήματος (Ε.2060/2023).
Το κρίσιμο ζήτημα σχετικά με το χρονικό σημείο κατά το οποίο εκκινεί ο υπολογισμός της πενταετούς παραγραφής των τελών χαρτοσήμου αποσαφήνισε το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Το Δημόσιο με αναίρεσή του επί καταλογισμού τελών χαρτοσήμου κατόπιν ελέγχου σε δάνειο μεταξύ συνδεδεμένων εταιριών, ο οποίος σε πρώτο βαθμό είχε κριθεί ως παραγεγραμμένος, αμφισβήτησε την πενταετή περίοδο παραγραφής. Με την αναίρεσή του αιτήθηκε να εφαρμοσθεί η εικοσαετής παραγραφή κατ’αναλογία των διατάξεων του αστικού κώδικα, άλλως, εφόσον γίνει δεκτή η πενταετής προθεσμία, επεδίωξε τη μετάθεση της αφετηρίας υπολογισμού της. Συγκεκριμένα, προέβαλε ως ισχυρισμό σχετικά πως οι λογιστικές εγγραφές στα βιβλία των εμπορικών επιχειρήσεων οριστικοποιούνται κατά το κλείσιμο του ισολογισμού, το οποίο, όσον αφορά τις ανώνυμες εταιρίες, διενεργείται εντός τεσσάρων μηνών από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου. Κατ’ επέκταση, η προθεσμία παραγραφής για τον καταλογισμό των μη καταβληθέντων τελών χαρτοσήμου εκκινεί από το τέλος του έτους που έπεται εκείνου της διαχειριστικής περιόδου κατά την οποία έγιναν οι οικείες εγγραφές στα βιβλία, γεγονός που θα οδηγούσε σε λήξη της παραγραφής κατά ένα έτος αργότερα. Ωστόσο, το ΣτΕ έκρινε μη νόμιμο τον ισχυρισμό περί εικοσαετούς παραγραφής και επεσήμανε ότι η υποχρέωση καταβολής των τελών χαρτοσήμου καθίσταται ληξιπρόθεσμη με την παρέλευση του πρώτου δεκαπενθημέρου του μήνα που έπεται της εγγραφής της σχετικής πράξης στα λογιστικά βιβλία του υπόχρεου. Συνεπώς, η προθεσμία της πενταετούς παραγραφής για τον καταλογισμό των οφειλόμενων τελών εκκινεί από το τέλος του έτους εντός του οποίου επήλθε το ληξιπρόθεσμο της οφειλής, ενώ ή αναίρεση του Δημοσίου κρίθηκε εν προκειμένω απορριπτέα (ΣτΕ 67/2023).
Τη φορολογική μεταχείριση των μεικτοποιημένων τόκων δανείου έχει αποσαφηνίσει η φορολογική διοίκηση με εγκύκλιό της.
Πιο συγκεκριμένα, η ΑΑΔΕ έχει διευκρινίσει ότι το ποσό του τόκου που προκύπτει κατόπιν «μεικτοποίησης» (tax gross-up) τυγχάνει ενιαίας φορολόγησης ως σύνολο. Ως μεικτοποίηση νοείται η συμφωνία μεταξύ των μερών ότι ο δανειολήπτης θα καταβάλλει στο δανειστή το ποσό του συμφωνηθέντος τόκου καθαρό, ήτοι το ποσό που εν τέλει θα λαμβάνει ο δανειστής δε θα έχει μειωθεί κατά το ποσό που αντιστοιχεί στον παρακρατούμενο φόρο. Επί της ουσίας, η συμφωνία της μεικτοποίησης συνεπάγεται την αύξηση του πληρωτέου τόκου κατά το ποσό του αποδοτέου φόρου. Με εγκύκλιό της, η Διοίκηση διευκρίνισε ότι ο παρακρατούμενος φόρος επί του τόκου θα υπολογίζεται επί του συνόλου του ποσού του τόκου όπως αυτό έχει προσαυξηθεί κατόπιν της μεικτοποίησης. Ταυτόχρονα, το σύνολο του προσαυξημένου τόκου θα εκπίπτει ως δαπάνη, μειώνοντας αντίστοιχα τη φορολογική βάση της δανειολήπτριας εταιρίας. Σημειώνεται ότι η ανωτέρω φορολογική μεταχείριση αφορά τους τόκους κοινών εντόκων δανείων αλλά και ομολογιακών δανείων (Ε. 2183/2019).
Μη εναρμονισμένη με την ευρωπαϊκή νομοθεσία παραμένει η διάταξη για τη μείωση της βάσης επιβολής του ΦΠΑ σε περίπτωση ολικής ή μερικής μη αποπληρωμής του τιμήματος, τέσσερα έτη μετά τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του ΣτΕ.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη του ελληνικού Κώδικα ΦΠΑ, οι επιχειρήσεις δικαιούνται να μειώσουν το ποσό επί του οποίου υπολογίζεται ο φόρος μόνο σε περίπτωση που η απαίτησή τους καταστεί οριστικά ή μερικά ανείσπρακτη λόγω θέσεως επιχείρησης σε ειδική εκκαθάριση των άρθρων 46 και 46α του Ν.1892/1990. Ωστόσο, η εν λόγω διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης έχει πια καταργηθεί. Επιπλέον, με την απόφαση 355/2019 του ΣτΕ κρίθηκε, στο πλαίσιο πρότυπης δίκης, ότι η παραπάνω διάταξη αντιβαίνει στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς το δικαίωμα αυτό πρέπει να παρέχεται στις επιχειρήσεις σε κάθε περίπτωση υπαγωγής του αντισυμβαλλομένου σε συλλογικές διαδικασίες αφερεγγυότητας στο πλαίσιο των οποίων διαγράφονται απαιτήσεις, όπως είναι η πτώχευση και η εξυγίανση. Ωστόσο, παρά τη δημοσίευση της εν λόγω απόφασης από τις αρχές του 2019 και ενώ έχει ήδη εκδοθεί σημαντικός αριθμός σχετικών αποφάσεων από τα διοικητικά δικαστήρια και από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, η επίμαχη διάταξη δεν έχει τροποποιηθεί. Έτσι, προκειμένου να ασκήσουν το δικαίωμά τους, οι φορολογούμενοι αναγκάζονται κατά κανόνα να προσφεύγουν δικαστικά, με αποτέλεσμα την αδικαιολόγητη συμφόρηση των διοικητικών δικαστηρίων, ενώ, σε κάθε περίπτωση, η ασάφεια που υπάρχει αναφορικά με τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης δεν προάγουν την ασφάλεια δικαίου και την εμπέδωση της εμπιστοσύνης των διοικούμενων στη φορολογική διοίκηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!