ΠΟΛ. 1111/2-9-2009 Οδηγίες για την είσπραξη των ληξιπροθέσμων
ΠΟΛ. 1111/2-9-2009: Οδηγίες για την είσπραξη των ληξιπροθέσμων.
1. Εισαγωγή
Οπως γνωρίζετε, στις 30-6-2009 έληξε η προθεσμία υπαγωγής των ληξιπρόθεσμων οφειλών στην ευνοϊκή ρύθμιση των διατάξεων των άρθρων 82, 83, 84, 85 του νόμου 3746/2009.
Γνωρίζετε επίσης το ύψος των ποσών των βεβαιωμένων φόρων και λοιπών εσόδων του Δημοσίου στην υπηρεσία σας, το ποσό αυτών που έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα, καθώς και το ποσό των ληξιπροθέσμων που έχετε χαρακτηρίσει ως εισπράξιμο. Με βάση τα στοιχεία αυτά σας έχει κοινοποιηθεί ο ετήσιος στόχος μείωσης των ληξιπρόθεσμων, ήτοι το ελάχιστο ποσό των ληξιπρόθεσμων οφειλών που η υπηρεσία σας έχει υποχρέωση να εισπράξει εντός του έτους 2009 για να προστεθούν στα λοιπά έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού έτους 2009. Τα αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου μείωσης των ληξιπρόθεσμων της υπηρεσίας σας κοινοποιήθηκαν με ειδικό έγγραφο. Με δεδομένη τη ρύθμιση που έληξε στις 30 Ιουνίου 2009 και τη δυνατότητα που χορηγήθηκε στους οφειλέτες να πληρώσουν ή να ρυθμίσουν σημαντικά ποσά ληξιπροθέσμων οφειλών χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια της υπηρεσίας σας, (χωρίς λήψη μέτρων είσπραξης) ο ετήσιος στόχος μείωσης των ληξιπροθέσμων της υπηρεσίας σας που έχει τεθεί από την αρχή του έτους είναι ευκολότερο να επιτευχθεί, αν για το διάστημα που απομένει μέχρι τέλους του έτους ενεργοποιήσετε πλήρως τον μηχανισμό είσπραξης της υπηρεσίας σας. Εξ άλλου η ενεργοποίηση του μηχανισμού είσπραξης και η λήψη μέτρων θα γίνει κατά οφειλετών που ενώ τους παρασχέθηκε η ευκαιρία να ρυθμίσουν τις οφειλές τους με επωφελή γι αυτούς τρόπο, αυτοί δεν ανταποκρίθηκαν.
Γνωρίζετε επίσης ότι αρμόδιος για την παροχή οδηγιών προς τους υπαλλήλους της Δ.Ο.Υ. αλλά και για τη λήψη μέτρων είσπραξης των βεβαιωμένων και ληξιπροθέσμων οφειλών είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε., ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Για την ενιαία όμως εφαρμογή, παρέχουμε τις ακόλουθες γενικές οδηγίες, που αναφέρονται τόσο στην πληροφόρηση - διευκόλυνση και εξυπηρέτηση των οφειλετών, όσο και στη λήψη μέτρων κατά εκείνων που δεν συμμορφώνονται στην εκπλήρωση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών τους, τις οποίες πρέπει να γνωστοποιήσετε στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας σας, ώστε να εφαρμόζονται αντικειμενικά και χωρίς παρεκκλίσεις.
2. Στελέχωση και ενεργοποίηση του γραφείου είσπραξης ληξιπρόθεσμων οφειλών.
2.1. Στελέχωση.
Να στελεχώσετε και να ενεργοποιήσετε στις Δ.Ο.Υ. Α΄ Τάξεως το Γραφείο Είσπραξης Ληξιπρόθεσμων Οφειλών, με επαρκές και κατάλληλο προσωπικό, ώστε, με τη σωστή επικοινωνία με τους οφειλέτες, να γίνεται προσπάθεια είσπραξης της ληξιπρόθεσμης οφειλής πριν τη λήψη αναγκαστικών μέτρων είσπραξης (σχετικές οι διατάξεις του Π.Δ. 2/1999, απόσπασμα του οποίου επισυνάπτεται στην παρούσα ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α΄). Διευκρινίζεται όσον αφορά τις επί μέρους αρμοδιότητες του Δικαστικού Γραφείου και των Γραφείων Ληξιπρόθεσμων Οφειλών έχουν δοθεί οδηγίες με την εγκύκλιο ΠΟΛ. 1060/1999.
2.2. Παρακολούθηση νομοθετικών ρυθμίσεων.
Το γραφείο αυτό πρέπει να παρακολουθεί και τη συμμόρφωση στην καταβολή των μηνιαίων δόσεων των νομοθετικών ρυθμίσεων και να επικοινωνεί τηλεφωνικά με τους οφειλέτες μόλις διαπιστωθεί η μη καταβολή μιας μηνιαίας δόσης. Οι οφειλέτες που χάνουν το ευεργέτημα της νομοθετικής ρύθμισης πρέπει να ειδοποιούνται ότι θα προχωρήσετε άμεσα στη λήψη μέτρων για την είσπραξη της ληξιπρόθεσμης οφειλής, εκτός κι αν ζητήσουν, εφόσον βέβαια πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις, να τους παρασχεθεί διευκόλυνση τμηματικής καταβολής.
2.3. Παρακολούθηση διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής.
Επίσης το ίδιο γραφείο έχει την αρμοδιότητα παρακολούθησης της συμμόρφωσης των οφειλετών στις διευκολύνσεις τμηματικής καταβολής που τους έχουν χορηγηθεί (με τη συνδρομή των υπαλλήλων του τμήματος Εσόδων, όπου δεν επαρκούν οι υπάλληλοι του δικαστικού τμήματος). Οι οφειλέτες που χάνουν το ευεργέτημα της διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής πρέπει να ειδοποιούνται ότι θα προχωρήσετε άμεσα στη λήψη μέτρων για την είσπραξη της ληξιπρόθεσμης οφειλής, εκτός κι αν ζητήσουν άλλη διευκόλυνση (δεύτερη ή τρίτη), εφόσον υπάρχει αυτή η δυνατότητα.
3. Συνυπόχρεα πρόσωπα.
Στις αρμοδιότητες του γραφείου είσπραξης ληξιπρόθεσμων οφειλών ανήκει και η έρευνα για τον εντοπισμό των συνυποχρέων προσώπων, τα οποία ευθύνονται με την περιουσία τους (έχουν αστική ευθύνη έναντι του Δημοσίου), μαζί με τον πρωτοφειλέτη, για την πληρωμή της οφειλής. Ενδεικτική απαρίθμηση των συνυποχρέων προσώπων, κατά περίπτωση και φορολογία, γίνεται στην εγκύκλιο ΠΟΛ. 1103/2004 (ολόκληρο το κείμενο της παραπάνω ΠΟΛ. επισυνάπτεται στην παρούσα ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β΄). Το ότι η απαρίθμηση των συνυποχρέων προσώπων στην παραπάνω εγκύκλιο είναι ενδεικτική αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δεν περιλαμβάνεται σε αυτή η ευθύνη του αποκτώντος επιχείρηση κατά τις διατάξεις του άρθρου 479 του Αστικού Κώδικα. Ως εκ τούτου απαιτείται ενδελεχής έρευνα για τον εντοπισμό των συνυποχρέων προσώπων, όπου δε είναι απαραίτητο πρέπει να παρέχεται προς το δικαστικό τμήμα η βοήθεια του τομέα του φορολογικού ελέγχου.
Σημειώνεται ότι τα φυσικά πρόσωπα που έχουν αστική ευθύνη έναντι του Δημοσίου, ως συνυπόχρεα με τον πρωτοφειλέτη, έχουν και την ποινική ευθύνη του άρθρου 25 νόμου 1882/1990, όπως αυτό ισχύει σήμερα, λόγω μη καταβολής των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Όμως ποινική ευθύνη, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, λόγω μη καταβολής των ληξιπρόθεσμων οφειλών, μπορεί να έχουν και άλλα πρόσωπα και μάλιστα για μεγαλύτερο εύρος οφειλών.
4. Είσπραξη πριν τη λήψη αναγκαστικών μέτρων.
Το Γραφείο Είσπραξης Ληξιπροθέσμων Οφειλών, με σωστή γραπτή, τηλεφωνική ή προφορική επικοινωνία με τους οφειλέτες ή τα συνυπόχρεα πρόσωπα, μόλις η οφειλή καταστεί ληξιπρόθεσμη ή και σε μεταγενέστερο στάδιο, πρέπει να καταβάλλει προσπάθεια είσπραξής της πριν τη λήψη μέτρων είσπραξης.
5. Εξυπηρέτηση - διευκόλυνση οφειλετών.
5.1. Χορήγηση διευκολύνσεων.
Σε όσους οφειλέτες (ή συνυπόχρεα πρόσωπα) επικαλούνται πρόσκαιρη αδυναμία άμεσης εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους να τους χορηγείτε διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21 του N. 2648/1998.
5.2. Αριθμός δόσεων με αντικειμενικά κριτήρια.
Οι διευκολύνσεις τμηματικής καταβολής χορηγούνται αντικειμενικά με βάση τα κριτήρια και τους συντελεστές βαρύτητας των άρθρων 16 και 17 του N.2648/1998 (ο αριθμός των μηνιαίων δόσεων της κάθε διευκόλυνσης εξαρτάται από το άθροισμα των συντελεστών βαρύτητας των κριτηρίων).
5.3. Αρμόδια όργανα για τη χορήγηση της διευκόλυνσης.
Αρμόδια όργανα για τη χορήγηση της διευκόλυνσης είναι:
α) ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. για βασικές οφειλές μέχρι 200.000 ευρώ.
β) ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ., μετά από γνώμη του υποδιευθυντή (φορολογικών διαδικασιών) και του προϊσταμένου του δικαστικού τμήματος (ή του αναπληρωτή προϊσταμένου και του υπευθύνου του δικαστικού γραφείου για τις Δ.Ο.Υ. Β΄ τάξεως) για βασικές οφειλές άνω των 200.000 ευρώ και μέχρι 600.000 ευρώ.
γ) ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από γνωμοδότηση της Επιτροπής Παροχής Διευκολύνσεων (άρθρου 15 N. 2648/1998), για βασικές οφειλές άνω των 600.000 ευρώ.
5.4. Πόσες φορές χορηγείται διευκόλυνση για την ίδια οφειλή.
Για την ίδια οφειλή μπορεί να χορηγηθούν μέχρι τρεις διευκολύνσεις τμηματικής καταβολής, η πρώτη και η δεύτερη σύμφωνα με το άθροισμα των συντελεστών βαρύτητας των κριτηρίων και η τρίτη με δόσεις όσες οι υπόλοιπες της δεύτερης.
5.5. Αυξημένο ποσό πρώτης δόσης.
Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις η πρώτη δόση μπορεί να είναι αυξημένη ανάλογα με την αιτία που ζητείται η διευκόλυνση, όπως διευκόλυνση για αναστολή εκτέλεσης αναγκαστικού μέτρου ή δικαστικού μέτρου ή για χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας ή για θεώρηση στοιχείων.
5.6. Επανεξέταση αιτήματος για αύξηση του αριθμού των δόσεων.
Οφειλέτης που για πραγματικούς λόγους αδυνατεί να συμμορφώνεται στις μηνιαίες δόσεις που του χορηγήθηκαν μπορεί να ζητήσει άπαξ επανεξέταση για αύξηση του αριθμού των δόσεων κατά τη διάρκεια της πρώτης ή της δεύτερης διευκόλυνσης, εφόσον καταβάλει τουλάχιστον την πρώτη δόση της αρχικής διευκόλυνσης. Το αίτημα αυτό εξετάζεται από την Επιτροπή του άρθρου 15 N. 2648/1998, ανεξαρτήτως ύψους οφειλής για την οποία ζητείται επανεξέταση και πρέπει να υποβληθεί μέσα σε δύο μήνες από την τελευταία εμπρόθεσμη πληρωμή δόσης της αρχικής διευκόλυνσης.
5.7. Παράβολο για εξέταση της αίτησης.
Για την εξέταση της αίτησης διευκόλυνσης από κάθε αρμόδιο όργανο απαιτείται η καταβολή παραβόλου υπέρ του Δημοσίου ποσοστού πέντε τοις χιλίοις επί της βασικής οφειλής που ζητείται διευκόλυνση, που δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ. Για την εξέταση της αίτησης επανεξέτασης δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, εκτός κι αν υπάρχουν στην επανεξέταση οφειλές που εξετάζονται για πρώτη φορά, οπότε καταβάλλεται παράβολο μόνο για το τμήμα των οφειλών αυτών.
5.8.Διατάξεις διευκολύνσεων.
Οι διατάξεις για τις διευκολύνσεις τμηματικής καταβολής περιέχονται στα άρθρα 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21 του νόμου 2648/1998 όπως αυτά ισχύουν σήμερα και επισυνάπτονται στην παρούσα ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ΄.
5.9. Ρύθμιση χρεών πτωχών οφειλετών.
Να στείλετε γραπτή ειδοποίηση σε όλους τους πτωχούς οφειλέτες της Δ.Ο.Υ. σας που δεν έχουν ρυθμίσει τα χρέη τους προς το Δημόσιο και να τους ενημερώσετε ότι έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν ευνοϊκό εξωπτωχευτικό συμβιβασμό των χρεών τους, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην ΠΟΛ. 1118/2003.
5.10. Πληρωμή με τραπεζικές πιστωτικές κάρτες.
Να μεριμνήσετε για τη σωστή λειτουργία του εγκατεστημένου μηχανήματος P.O.S. (πληρωμή με πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες) και τη σωστή πληροφόρηση των οφειλετών για τη συγκεκριμένη διαδικασία πληρωμής χωρίς μεταφορά μετρητών ή κατάθεση επιταγών (αφορά κυρίως πληρωμές μικρών και μεσαίων οφειλών), αλλά και για την εκμάθηση της χρήσης του συστήματος αυτού τουλάχιστον από δύο υπαλλήλους της υπηρεσίας σας, πέραν του διαχειριστή ή του ταμία.
6. Χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας.
6.1. Χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας.
Να διευκολύνετε τους οφειλέτες και να τους χορηγείτε αποδεικτικό ενημερότητας εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 26 του N. 1882/1990 όπως αυτό ισχύει σήμερα.
6.2. Ποιος θεωρείται ενήμερος για χορήγηση αποδεικτικού.
Ενήμερος για χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας είναι σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις όποιος:
α) έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του περί υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, και δηλώσεων απόδοσης φόρου προστιθέμενης αξίας.
β) έχει εξοφλήσει ή τακτοποιήσει κατά νόμιμο τρόπο (με αναστολή είσπραξης που έχει χορηγηθεί από το δικαστήριο ή με διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, που έχει χορηγηθεί από τα κατά νόμο αρμόδια όργανα ή με νομοθετική ρύθμιση) , τις μέχρι τη χρονολογία έκδοσης του αποδεικτικού βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές του προς το Δημόσιο, ή έχει καταθέσει εγγυητική επιστολή τράπεζας ή άλλου πιστωτικού ιδρύματος, η οποία διασφαλίζει την καταβολή της οφειλής μαζί με τις προσαυξήσεις της, (διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του N. 3296/2004 - ΦΕΚ 253 Α΄/2004).
γ) δεν έχει δέσμευση περί μη χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας για άλλο λόγο, όπως, λήψη μέτρων σε βάρος του για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου (άρθρο 14 N. 2523/1997), οπότε δεν χορηγείται ΑΦΕ για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, εντολή μη χορήγησής του από τελωνείο λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών προς αυτό, εντολή μη χορήγησης από Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης κλπ.
6.3. Χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας για μεταβίβαση ακινήτου.
Να προβαίνετε σε σωστή χρήση και όχι κατάχρηση της δυνατότητας που σας παρέχεται από τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 12 του άρθρου 46 του N. 3220/2004 για μη χορήγηση Α.Φ.Ε. για μεταβίβαση ακινήτου, στη περίπτωση που έχει χορηγηθεί αναστολή στα πλαίσια άσκησης προσφυγής ή ανακοπής, διευκολύνοντας όμως κάθε φορά τον οφειλέτη, εφόσον διαπιστώνετε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ίδιας παραγράφου, όπως αυτή συμπληρώθηκε με τις διατάξεις της παρ. 2 του αρ. 29 του N. 3296/04, ήτοι τα εναπομένοντα ακίνητα διασφαλίζουν με την καθαρή τους αξία το σύνολο της αμφισβητούμενης οφειλής. Την ίδια έρευνα πρέπει να πραγματοποιείτε και στην περίπτωση που δεν υφίσταται αναστολή, ο οφειλέτης συμμορφώνεται σε χορηγηθείσα διευκόλυνση τμηματικής καταβολής ή ρύθμιση, ζητά όμως αποδεικτικό ενημερότητας για μεταβίβαση ακινήτου.
6.4. Χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας για είσπραξη χρημάτων.
Στην περίπτωση που, μετά από συμμόρφωση σε ρύθμιση ή διευκόλυνση, χορηγείτε αποδεικτικό ενημερότητας για είσπραξη απαιτήσεων από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, να ορίζετε, κατά την κρίση σας, ποσοστό παρακράτησης της εισπραττόμενης απαίτησης, το οποίο όμως πρέπει να είναι ανάλογο του ύψους της οφειλής και της εισπραττόμενης κάθε φορά απαίτησης, ώστε να μπορεί ο οφειλέτης σας να ανταποκρίνεται και στις λοιπές υποχρεώσεις του. Αν όμως οι απαιτήσεις του οφειλέτη είναι κατά του Δημοσίου (με τη στενή έννοια) , τότε αυτές συμψηφίζονται κατά τις διατάξεις του άρθρου 83 μέχρι του ποσού της οφειλής, οι δε προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής αυτής υπολογίζονται μέχρι το χρονικό σημείο συνάντησης των αμοιβαίων απαιτήσεων.
6.5. Διατάξεις.
Το κείμενο του άρθρου 26 N. 1882/1990, όπως αυτό ισχύει σήμερα, καθώς και της ΑΥΟ 1109793/6134-11/0016/24-11-1999 (ΦΕΚ 2134 Β΄) όπως αυτή έχει τροποποιηθεί ή συμπληρωθεί μεταγενέστερα και ισχύει σήμερα, επισυνάπτονται στην παρούσα ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ΄.
7. Λήψη μέτρων.
7.1. Άμεση λήψη μέτρων.
Να προβαίνετε στην άμεση λήψη των αναγκαίων αναγκαστικών μέτρων είσπραξης σε βάρος των οφειλετών που δεν πληρώνουν τα ληξιπρόθεσμα χρέη τους ή δεν συμμορφώνονται στις διευκολύνσεις τμηματικής καταβολής ή στη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Επισημαίνεται όμως ότι σε κάθε περίπτωση λήψης αναγκαστικού μέτρου είσπραξης σε βάρος οφειλέτη ή συνυποχρέου προσώπου θα γίνεται γραπτή ενημέρωση πριν τη λήψη αυτού και θα παρέχετε εύλογο αλλά ακριβώς καθορισμένο χρονικό διάστημα για την τακτοποίηση της οφειλής (ειδοποίηση προ κατάσχεσης, προ πλειστηριασμού, προ ποινικής δίωξης, κλπ).
7.2. Αντικειμενικότητα στη λήψη μέτρων είσπραξης και αποδοτικότητα αυτών.
Η λήψη των αναγκαστικών μέτρων είσπραξης πρέπει να γίνεται χωρίς διακρίσεις. Τα κριτήρια για τη λήψη των μέτρων πρέπει να είναι απολύτως αντικειμενικά, ήτοι να σχετίζονται με το ύψος της οφειλής ή την παλαιότητα αυτής ή το είδος αυτής και ποτέ επιλεκτικά (να μη σχετίζονται με το πρόσωπο του οφειλέτη). ΄Οσον αφορά την αποδοτικότητα των αναγκαστικών μέτρων είσπραξης πρέπει τα μέτρα που θα λαμβάνονται να επιφέρουν άμεση είσπραξη της οφειλής και όχι απλώς να λαμβάνονται μέτρα μόνο για τη διακοπή ή αναστολή της παραγραφής. Επίσης πρέπει τα μέτρα αυτά να έχουν το μικρότερο δυνατό κόστος για τον οφειλέτη και κατ΄ επέκταση για το Δημόσιο. Ακολουθούν ενδεικτικά παραδείγματα λήψης μέτρων σύμφωνα με τα παραπάνω:
α) Για μικρού ύψους οφειλές επιλέγεται η κατάσχεση στα χέρια τρίτων αντί της κατάσχεσης ή του πλειστηριασμού ακινήτων σημαντικής αξίας.
β) Επί πολλών ακινήτων, παραγγελία κατάσχεσης εκδίδεται σε βάρος ακινήτου ελεύθερου βαρών, του οποίου η αξία είναι μεν μεγαλύτερη της οφειλής, όχι όμως πολλαπλάσια αυτής, ενέργεια που εδράζεται στην αρχή της αναλογικότητας.
γ) Επειδή η κατάσχεση πρέπει να γίνεται με στόχο, όχι μόνο τη διακοπή της παραγραφής αλλά κυρίως, για να επιφέρει άμεση είσπραξη, το προς κατάσχεση ακίνητο πρέπει να επιλέγεται ώστε, σε περίπτωση που ο οφειλέτης εξακολουθεί να μη συμμορφώνεται, να υπάρχει δυνατότητα άμεσης έκδοσης προγράμματος πλειστηριασμού (εντός των προθεσμιών που ορίζονται από τις σχετικές διατάξεις).
δ) Επί κατάσχεσης ακινήτων τα οποία αποφέρουν εισόδημα από μισθώματα γίνεται ταυτόχρονα και κατάσχεση των μισθωμάτων στα χέρια του ενοικιαστή (στο σύνολό τους ή κατά ποσοστό αυτών), ώστε να υπάρχει άμεση είσπραξη της οφειλής.
ε) Επί οφειλετών επιτηδευματιών (φυσικών ή νομικών προσώπων) να επιλέγεται η κατάσχεση απαιτήσεών τους στα χέρια τρίτων, όπως κατάσχεση των απαιτήσεων στα χέρια πελατών της επιχείρησης, εφόσον αυτές αποδεικνύονται από τα βιβλία της επιχείρησης ή από άλλη αιτία (συμβάσεις, εκχωρήσεις κ.λπ.). Για τον εντοπισμό των απαιτήσεων αυτών θα πρέπει να διεξάγεται ενδελεχής έρευνα και να παρέχεται, όπου αυτό είναι απαραίτητο, η βοήθεια του φορολογικού ελέγχου για τον εντοπισμό τους.
στ) Στους κατ΄ επανάληψη μη συνεπείς οφειλέτες μπορεί να περιλαμβάνονται, μεταξύ των μέτρων είσπραξης, η κατάσχεση στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων καθώς και η κατάσχεση απαιτήσεων κατ΄ άρθρο 31 του Κ.Ε.Δ.Ε. με τους περιορισμούς όμως του άρθρου αυτού, όπως η μη κατάσχεση μισθού ή σύνταξης που είναι κατώτερη των 1.000 ανά μήνα. Για τις συγκεκριμένες κατασχέσεις δεν απαιτείται η προηγούμενη ενημέρωση του οφειλέτη.
7.3. Αίτηση για ποινική δίωξη λόγω μη καταβολής των ληξιπροθέσμων.
Υποχρεωτική από το νόμο για όλους τους οφειλέτες άνω των 10.000 ευρώ είναι η υποβολή αίτησης στον αρμόδιο εισαγγελέα για την άσκηση ποινικής δίωξης λόγω μη καταβολής των ληξιπρόθεσμων οφειλών μέσα στο διάστημα που ορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 25 Ν. 1882/1990, όπως αυτό ισχύει σήμερα. Πρέπει να επισημαίνεται όμως στους οφειλέτες ότι η διαδικασία της ποινικής δίωξης αναστέλλεται αν συμμορφώνονται σε διευκόλυνση τμηματικής καταβολής της οφειλής τους ή σε ρύθμιση.
8. Λήψη μέτρων για μη ληξιπρόθεσμα χρέη.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως βεβαίωση μεγάλου ύψους οφειλής σε σχέση με την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη, κίνδυνος ζημίας του Δημοσίου από τη μη άμεση διασφάλιση της οφειλής κ.λπ., πρέπει να ενεργοποιούνται οι διατάξεις του άρθρου 8 του Κ.Ε.Δ.Ε. (λήψη μέτρων για μη ληξιπρόθεσμα χρέη), με προτίμηση την εγγραφή υποθήκης σε ακίνητο ελεύθερο βαρών.
9. Οδηγίες για τη λήψη μέτρων είσπραξης.
Οδηγίες για τη λήψη μέτρων είσπραξης, έχουν δοθεί κατά διαστήματα με εγκυκλίους τις οποίες πρέπει να εφαρμόζετε. Χρήσιμο βοήθημα για τη λήψη μέτρων, αναγκαστικών ή δικαστικών για τα ληξιπρόθεσμα χρέη, διασφαλιστικών για μη ληξιπρόθεσμα χρέη κλπ, αποτελεί το βιβλίο " Ανάλυση διατάξεων του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων" ISBN 978-960-7873-10-1, που εκδόθηκε από τη ΣΕΥΟΟ το 2008 και σας έχει διανεμηθεί.
10. Εσωτερικές διαδικασίες.
10.1. Ειδική παρακολούθηση οφειλετών άνω των 50.000 ευρώ.
Οι προϊστάμενοι των Δ.Ο.Υ. να παρακολουθήσετε προσωπικά με τη χρέωση σε συγκεκριμένους υπαλλήλους (όχι μόνο του δικαστικού τμήματος), υποθέσεις οφειλετών άνω των 50.000 ευρώ, οι οποίοι θα ερευνήσουν για τον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυποχρέων προσώπων ή απαιτήσεών τους κατά του Δημοσίου ή τρίτων και θα σας ενημερώνουν σε τακτά χρονικά διαστήματα για την πορεία είσπραξης της οφειλής του κάθε οφειλέτη χωριστά.
10.2. Έρευνα για τους πίνακες κατάταξης.
Ο προϊστάμενος του δικαστικού τμήματος να ελέγξει όλες τις περιπτώσεις αναγκαστικών πλειστηριασμών περιουσιακών στοιχείων οφειλετών, που επισπεύστηκαν από το Δημόσιο ή τρίτους, για τους οποίους έχετε αναγγελθεί, προκειμένου να διαπιστωθεί αν οι σχετικοί πίνακες κατάταξης έχουν τελεσιδικήσει , ώστε να εισπραχθούν άμεσα τα ποσά για τα οποία έχει καταταγεί το Δημόσιο. Επίσης ο ίδιος προϊστάμενος να εξετάσει τη δυνατότητα αναζήτησης των ποσών που έχει καταταγεί το Δημόσιο και πριν την τελεσιδικία των πινάκων κατάταξης (σχετικές εγκύκλιες ΠΟΛ. 1382/2004 και ΠΟΛ. 1071/2004).
10.3. Αναγγελία για χρέη πτωχών οφειλετών.
Για τους πτωχούς οφειλέτες να ελεγχθεί από τον προϊστάμενο του δικαστικού τμήματος, εάν υπάρχουν οφειλές για τις οποίες δεν έχει γίνει αναγγελία στο σύνδικο της πτώχευσης και στο Γραμματέα Πρωτοδικών και ελλείψει συνδίκου στο Γραμματέα Πρωτοδικών ή τον εκκαθαριστή επιχείρησης και να γίνουν άμεσα οι σχετικές αναγγελίες, αλλά και να ερευνηθούν οι περιπτώσεις που έχει γίνει εκποίηση περιουσιακών στοιχείων από το σύνδικο ή τον εκκαθαριστή και εάν το Δημόσιο έχει καταταγεί, ώστε να αναζητηθεί το προϊόν της κατάταξης. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται ως προς τον έλεγχο της πορείας των πτωχεύσεων για να αποφευχθεί ο κίνδυνος παραγραφών, όπως με την ολοκλήρωση του πτωχευτικού συμβιβασμού, την ανάκληση της πτωχευτικής απόφασης κλπ.
10.4. Οφειλές από δάνεια που είχαν χορηγηθεί με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.
Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται για οφειλές από δάνεια που είχαν χορηγηθεί με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου (βεβαιωμένα στο λογαριασμό ΚΑΧΚΕΕΔ) που πρέπει να αναζητηθούν και να ελεγχθούν οι συμβάσεις χορήγησής τους, ώστε να εντοπιστούν τυχόν συνεγγυητές των δανείων ή εμπράγματες ασφάλειες επί των δανείων αυτών. Σχετικές οδηγίες για το θέμα αυτό έχουν δοθεί με την εγκύκλιο 1002272/174-24/0016/10-1-2006.
10.5. Οφειλές από φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων.
Ειδικά για οφειλές από φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων δεν θα λαμβάνονται μέτρα σε βάρος του συζύγου στο όνομα του οποίου έχει βεβαιωθεί ο φόρος παρά μόνο μετά το διαχωρισμό της οφειλής , σύμφωνα με τα στοιχεία του τμήματος εισοδήματος, ώστε τα μέτρα να λαμβάνονται σε βάρος του προσώπου και της περιουσίας του πράγματι υπόχρεου. Επίσης από το ίδιο αρχείο να γίνεται έρευνα στις υποβαλλόμενες δηλώσεις και λοιπά συνυποβαλλόμενα ή αυτοτελώς υποβαλλόμενα έντυπα για τον εντοπισμό εισοδημάτων ή περιουσιακών στοιχείων των οφειλετών που θα σας βοηθήσουν στη λήψη μέτρων για την είσπραξη ή διασφάλιση της οφειλής όχι μόνο από φόρο εισοδήματος αλλά και από οποιαδήποτε άλλη αιτία.
10.6. Αμοιβαία συνδρομή στην είσπραξη.
Να ενεργοποιήσετε, όπου κρίνετε απαραίτητο, την αμοιβαία συνδρομή στην είσπραξη, μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε εφαρμογή της ευρωπαϊκής οδηγίας 2002/94, που ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία ως άρθρο 13 N. 3052/2002 (ΦΕΚ 221/Α) και Α.Υ.Ο.Ο. Τ. 3383/243/Α0019/22.7.2003 (ΦΕΚ 1068/Β΄). Στην αμοιβαία συνδρομή η Ελλάδα ως αιτούσα αρχή μπορεί να ζητήσει από άλλο κράτος-μέλος (αρμόδια Αρχή) ενέργειες όπως αίτηση πληροφοριών, αίτηση κοινοποίησης, αίτηση είσπραξης ή λήψης εξασφαλιστικών μέτρων, για οφειλές υπερ του Ελληνικού Δημοσίου, κυρίως από φόρους εισοδήματος, περιουσίας, Φ.Π.Α. και Φ.Κ.Ε.
Σχετικές οδηγίες ως προς το θέμα αυτό παρασχέθηκαν στις Δ.Ο.Υ. με την εγκύκλιο ΠΟΛ. 1117/2004 (το κείμενο της οποίας επισυνάπτεται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ε΄).
11. Αξιοποίηση της βοήθειας του τομέα του φορολογικού ελέγχου προς τον τομέα είσπραξης.
Να αξιοποιήσετε πλήρως τη βοήθεια του τομέα του φορολογικού ελέγχου της υπηρεσίας σας, προς τον τομέα της είσπραξης των εσόδων (έχει θεσμοθετηθεί με τις διατάξεις του Π.Δ. 2/1999, απόσπασμα του οποίου επισυνάπτεται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α΄ της παρούσας), με τις παρακάτω ενέργειες:
11.1. Πριν την έναρξη του προσωρινού ή τακτικού φορολογικού ελέγχου ο αρμόδιος ελεγκτής, μεταξύ των στοιχείων του φακέλου της υπόθεσης, συμπεριλαμβάνει και σημείωμα του δικαστικού τμήματος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. για το ύψος των βεβαιωμένων και ληξιπροθέσμων χρεών του ελεγχόμενου ή αντίγραφο της εικόνας των οφειλών του, όπως αυτό εκτυπώνεται από το μηχανογραφικό σύστημα, με την προϋπόθεση ότι θα συμπληρώνονται και οι τυχόν οφειλές του σε άλλες Δ.Ο.Υ., πέραν της αρμόδιας για τη φορολογία εισοδήματος, το οποίο θα παραλαμβάνει σε δύο αντίγραφα.
11.2. Με βάση το σημείωμα αυτό θα υπενθυμίζει στον ελεγχόμενο τις βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές του, παραδίδοντάς του το ένα αντίγραφο του σημειώματος και θα τον ενημερώνει να προβεί στην τακτοποίησή τους εντός του εύλογου και συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος που θα έχει οριστεί από το δικαστικό τμήμα της Δ.Ο.Υ., με επισημείωση επί του σημειώματος αυτού. Το σημείωμα αυτό δεν θα παραδίδεται στον ελεγχόμενο, αλλά θα παραμένει στο φάκελο του ελέγχου μόνο στην περίπτωση που το σύνολο των ληξιπροθέσμων οφειλών έχει υπαχθεί σε νομοθετική ρύθμιση ή σε διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, ο δε φορολογούμενος συμμορφώνεται απόλυτα σε αυτές.
11.3. Ο ελεγκτής θα ερευνά και θα εντοπίζει με βάση όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία (βιβλία επιχείρησης, υποβληθείσες δηλώσεις κ.λπ.) τις τυχόν απαιτήσεις του οφειλέτη ελεγχόμενου προς τρίτα πρόσωπα ή προς το δημόσιο ή προς επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή πρόσωπα στα οποία έχει χορηγήσει δάνεια και θα συμπληρώνει το σχετικό πίνακα του κατά περίπτωση οικείου ειδικού εντύπου πληροφοριών περιουσιακών στοιχείων (φυσικών ή νομικών προσώπων) από τα επισυναπτόμενα στην παρούσα υποδείγματα των εντύπων αυτών, τα οποία και προβλέπονται από το Π.Δ. 2/1999.
11.4. Περαιτέρω, εφόσον ο ελεγκτής δεν εντοπίσει καθόλου τέτοιες απαιτήσεις ή εντοπίσει απαιτήσεις που όμως δεν υπερβαίνουν το ύψος των βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων οφειλών του ελεγχόμενου, θα συμπληρώνει με σχολαστικότητα, κατά το δυνατόν πληρέστερα και με βάση πάντα τα διαθέσιμα σ΄ αυτόν στοιχεία στο πλαίσιο του ελέγχου που διενεργεί, το παραπάνω ειδικό έντυπο και σε όλους τους υπόλοιπους πίνακες και ενδείξεις (διαφορετικά δεν θα συμπληρώνονται οι υπόλοιποι πίνακες και ενδείξεις). Ειδικότερα ως προς την αξία των κινητών περιουσιακών στοιχείων θα αναγράφεται η κατ΄ εκτίμηση αξία αυτών, προσεγγίζοντας την πραγματική τρέχουσα (εμπορική) αξία.
11.5. Στη συνέχεια το έντυπο αυτό θα υπογράφεται από τον ελεγκτή και θα παραδίδεται, εντός πέντε ημερών από την έναρξη του ελέγχου στον επόπτη ελέγχου για υπογραφή και απ΄ αυτόν θα παραδίδεται αμέσως στο δικαστικό τμήμα για τις περαιτέρω ενέργειές του.
11.6. Τα παραπάνω ειδικά έντυπα θα συμπληρώνονται υποχρεωτικά σε όλους τους πίνακες και τις ενδείξεις τους, όταν:
α) υφίστανται βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα χρέη άνω των 20.000 ευρώ (βασική βεβαιωμένη οφειλή), που δεν έχουν υπαχθεί σε διευκόλυνση τμηματικής καταβολής ή σε νομοθετική ρύθμιση ή, αν είχαν υπαχθεί ο οφειλέτης την έχει απωλέσει λόγω μη συμμόρφωσης.
β) υφίστανται βεβαιωμένα ληξιπρόθεσμα χρέη άνω των 70.000 ευρώ (βασική βεβαιωμένη οφειλή) ανεξάρτητα από το αν ο οφειλέτης έχει υπαχθεί σε διευκόλυνση τμηματικής καταβολής ή σε νομοθετική ρύθμιση και ανεξάρτητα από το αν συμμορφώνεται σ΄ αυτή.
γ) Σε περίπτωση μη ύπαρξης βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων οφειλών ή ύπαρξης μικρότερων από τα παραπάνω όρια, όμως με το πέρας του ελέγχου, διαπιστώνεται ότι τα τελικά συνολικά ποσά κύριων φόρων, πρόσθετων φόρων, τελών και εισφορών, για όλες τις ελεγχθείσες χρήσεις πριν το συμβιβασμό υπερβαίνουν τα 150.000 ευρώ.
Στην τελευταία αυτή (γ) περίπτωση, τα πιο πάνω ειδικά έντυπα επισυνάπτονται στην οικεία έκθεση ελέγχου φορολογίας εισοδήματος, αντίγραφο δε αυτών παραδίδεται στο δικαστικό τμήμα της Δ.Ο.Υ. ή εφόσον η ταμειακή βεβαίωση ενεργείται σε άλλη Δ.Ο.Υ., αποστέλλεται στο δικαστικό τμήμα της Δ.Ο.Υ. αυτής.
11.7. Η περίπτωση ύπαρξης βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων χρεών άνω των 50.000 ευρώ (βασική βεβαιωμένη οφειλή) που δεν έχουν υπαχθεί σε διευκόλυνση τμηματικής καταβολής ή σε νομοθετική ρύθμιση ή έχουν υπαχθεί και ο οφειλέτης απώλεσε το ευεργέτημα αυτών, θα αποτελεί κριτήριο για την άμεση έκδοση εντολής προσωρινού ή προληπτικού ελέγχου κατά περίπτωση.
11.8. Κατά τη διενέργεια του φορολογικού ελέγχου θα εντοπίζονται, για τις παραβάσεις ή τις φορολογικές διαφορές που προκύπτουν, και τα συνυπόχρεα με τον πρωτοφειλέτη πρόσωπα, όπως αυτά ενδεικτικά αναφέρονται στην εγκύκλιο ΠΟΛ. 1103/2004 και τα οποία στη συνέχεια θα αναγράφονται υποχρεωτικά στους χρηματικούς καταλόγους βεβαίωσης των οφειλών.
11.9. Όλα τα παραπάνω της ενότητας 11 εφαρμόζονται υποχρεωτικά και στους προσωρινούς και τακτικούς φορολογικούς ελέγχους που διενεργούνται από τα Δ.Ε.Κ. και Π.Ε.Κ.
11.10. Οι προϊστάμενοι των Ελεγκτικών Κέντρων να ενημερώσουν σχετικά τα στελέχη των υπηρεσιών τους, προκειμένου να εφαρμόζουν όσα ορίζονται παραπάνω, ώστε να μη συσσωρεύονται βεβαιωμένα ληξιπρόθεσμα χρέη τα οποία δεν εισπράττονται έγκαιρα και μεταφέρονται κάθε φορά από το προηγούμενο έτος στο επόμενο ή καθίστανται ανεπίδεκτα είσπραξης αμέσως μετά τη βεβαίωσή τους.
12. Γενικά
12.1. Στην απόδοση των μέτρων είσπραξης των εσόδων που δεν καταβάλλονται εμπρόθεσμα (ληξιπρόθεσμα χρέη) συμβάλλει σημαντικά η ορθότητα σύνταξης (από τη βεβαιούσα Αρχή) των νόμιμων τίτλων είσπραξης. Επίσης συμβάλλει θετικά στην άμεση είσπραξη η αναγραφή στους χρηματικούς καταλόγους εκτός των πρωτοφειλετών και των συνυποχρέων προσώπων (των προσώπων που ευθύνονται με την προσωπική τους περιουσία για την πληρωμή ολόκληρου ή μέρους του εσόδου που προσδιορίζεται στο νόμιμο τίτλο είσπραξης), που συντάσσονται από τη βεβαιούσα Αρχή και αποστέλλονται στο τμήμα Εσόδων της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. Η ανωτέρω διαδικασία, ενώ ορίζεται ρητά στο άρθρο 55 του Π.Δ. 16/89 (ΦΕΚ 6 Α/1989 Κανονισμός Λειτουργίας των ΔΟΥ), δεν τηρείται πάντοτε από τις βεβαιούσες Αρχές, (ενώ είναι σχετικά εύκολο να εξευρεθούν τα συνυπόχρεα πρόσωπα κατά το χρόνο του ελέγχου ή της σύνταξης των χρηματικών καταλόγων), με αποτέλεσμα να παρέρχεται μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να κινηθεί η διαδικασία για τη λήψη μέτρων είσπραξης σε βάρος τους (δεν δεσμεύεται ούτε η χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας ) και να μεταφέρεται η ευθύνη της έρευνας για την ανεύρεση των συνυποχρέων προσώπων στα δικαστικά τμήματα των Δ.Ο.Υ. Πολλές οφειλές από φορολογικά έσοδα δεν θα είχαν καταστεί επισφαλείς ή ανεπίδεκτες είσπραξης αν είχε γίνει εξ αρχής ο εντοπισμός και η αναγραφή των στοιχείων των συνυποχρέων προσώπων (ιδίως οφειλές Α.Ε., Ε.Π.Ε., Ο.Ε., Κοινοπραξιών κ.λπ.).
Δεδομένου ότι το ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών που υφίσταται σήμερα στις Δ.Ο.Υ. από φορολογικά έσοδα είναι αρκετά σημαντικό και αυξάνεται κάθε χρόνο, απαιτείται να καταβληθεί από τις υπηρεσίες σας κάθε δυνατή προσπάθεια για ορθή σύνταξη των χρηματικών καταλόγων, αλλά και να παρασχεθεί κάθε βοήθεια στα δικαστικά τμήματα των Δ.Ο.Υ. για έρευνα προς εντοπισμό συνυποχρέων προσώπων στις ήδη ληξιπρόθεσμες οφειλές.
12.2. Τα παραπάνω θα παρακολουθούνται από τους αρμόδιους Οικονομικούς Επιθεωρητές, και θα αξιολογείται η επί μέρους λειτουργία και αποδοτικότητα των Γραφείων Είσπραξης Ληξιπροθέσμων Οφειλών, κατά την ετήσια επιθεώρηση της Δ.Ο.Υ.
Ιδιαίτερη βαρύτητα θα δοθεί στην παρακολούθηση των Δ.Ο.Υ. με μεγάλο εισπράξιμο υπόλοιπο ληξιπρόθεσμων οφειλών, για τις οποίες η παρακολούθηση της σωστής λειτουργίας των Γραφείων Είσπραξης Ληξιπροθέσμων Οφειλών θα γίνεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα τόσο από την οικονομική Επιθεώρηση, όσο και από την Κ.Υ.
Ακριβές αντίγραφο Η Προϊσταμένη της Γραμματείας |
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΑΝΤ. ΜΠΕΖΑΣ |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α΄
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Π.Δ. 2/1999
ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙAΤAΓΜA ΥΠ` AΡΙΘΜ. 2 ΦΕΚ Α` 2/13.1.99 Τροποποίηση και συμπλήρωση διατάξεων του Π.Δ/τος16/1989 "Κανονισμός λειτουργίας Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.) και Τοπικών Γραφείων και καθήκοντα υπαλλήλων αυτών".
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡAΤΙAΣ
Έχοντας υπόψη:
Αρθρο 1
Οι διατάξεις του Π.Δ/τος 16/1989 "Κανονισμός λειτουργίας Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.) και Τοπικών Γραφείων και καθήκοντα υπαλλήλων αυτών" (A` 6), τροποποιούνται και συμπληρώνονται κατά τα οριζόμενα στα επόμενα άρθρα του παρόντος διατάγματος.
Άρθρο 3
Συγκρότηση φακέλου της προς έλεγχο υπόθεσης
Η παράγραφος 4 του άρθρου 19 του ως άνω Διατάγματος, αντικαθίσταται ως εξής:
"4. Συγκρότηση του φακέλου της υπόθεσης που θα ελεγχθεί:
Το συνεργείο ελέγχου ή ο ελεγκτής οφείλει, πριν αρχίσει το έργο του, να συγκροτήσει τον φάκελο της υπόθεσης που πρόκειται να ελεγχθεί. Για τον σκοπό αυτό, προκειμένου για επιτηδευματία, συγκεντρώνει τα διαθέσιμα στοιχεία από όλα τα φορολογικά αντικείμενα (δηλαδή δελτία πληροφοριακά, δηλώσεις, πράξεις παραβάσεων Κ.Β.Σ., καταστάσεις συναλλαγών, στοιχεία για το ύψος και το είδος των ληξιπροθέσμων και μη οφειλών του ελεγχόμενου, συμβόλαια αγοραπωλησίας ακινήτων και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο παρουσιάζει ενδιαφέρον) και μελετάει όλα αυτά, καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο για τον έλεγχο στοιχείο, σε συνδυασμό με τα οριστικά στοιχεία των προηγούμενων οικονομικών ετών.
Αφήνει σε κάθε φάκελο από τον οποίο παραλαμβάνει στοιχεία, σημείωμα με τα στοιχεία του, την ημερομηνία και το είδος του στοιχείου που παίρνει, απ` αυτόν.
Εφόσον στη Δ.Ο.Υ. λειτουργεί πλήρες μηχανογραφικό σύστημα, ενημερώνεται για την εικόνα (profile) του φορολογούμενου από το σύστημα αυτό".
Άρθρο 4
Ειδικό έντυπο περιουσιακών στοιχείων
1. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 21 του ως άνω διατάγματος προστίθεται περίπτωση ια` που έχει ως εξής:
"ια. Το ειδικό έντυπο περιουσιακών στοιχείων του ελεγχομένου, ως αναπόσπαστο τμήμα αυτής, με γενικές πληροφορίες για το φυσικό ή νομικό πρόσωπο και πληροφορίες περιουσιακών στοιχείων ανά είδος περιουσίας, καθώς και προσωπική εκτίμηση του ελεγκτή ή του συνεργείου ελεγκτών για την οικονομική πορεία της επιχείρησης".
2. Στο άρθρο 21 του Π.Δ. 16/1989 προστίθεται παράγραφος 5 που έχει ως εξής, αναριθμούμενης της υφιστάμενης παραγράφου 5 σε 6:
"5. Πορεία του ειδικού εντύπου περιουσιακών στοιχείων:
Το ειδικό έντυπο περιουσιακών στοιχείων είναι συνημμένο στην έκθεση ελέγχου και ακολουθεί την πορεία αυτής.
Κατ` εξαίρεση,το ειδικό έντυπο περιουσιακών στοιχείων συμπληρώνεται, υπογράφεται και παραδίδεται από τον ελεγκτή ή το συνεργείο ελεγκτών στον Επόπτη ελέγχου, σε πέντε (5) ημέρες από την έναρξη του ελέγχου, όταν η υπό έλεγχο υπόθεση βαρύνεται με ληξιπρόθεσμα χρέη.
Το ειδικό έντυπο περιουσιακών στοιχείων υπογράφεται από τον Επόπτη και τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. και αποστέλλεται άμεσα στο Δικαστικό Τμήμα για τις περαιτέρω ενέργειες".
Άρθρο 8
Ατομικές ειδοποιήσεις οφειλετών
Στο τέλος του άρθρου 67 του ως άνω Διατάγματος προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
"6. Οι ατομικές ειδοποιήσεις οφειλετών αποστέλλονται:
α) Η αρχική ατομική ειδοποίηση γνωστοποίησης οφειλής, η οποία είναι μηχανογραφημένη, είτε από Γραφείο Βεβαίωσης της Δ.Ο.Υ., είτε από την Κεντρική Βάση του ΚΕΠΥΟ και
β) Η ατομική ειδοποίηση γνωστοποίησης του ληξιπροθέσμου χρέους, καθώς και οι επόμενες ειδοποιήσεις των ενεργειών αναγκαστικής είσπραξης, από το Γραφείο Είσπραξης Ληξιπροθέσμων Οφειλών".
Άρθρο 9
Μετά το άρθρο 142 του ως άνω Διατάγματος, προστίθεται άρθρο 142α με υπέρτιτλο "ΓΡAΦΕΙΟ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ", που έχει ως εξής:
Άρθρο 142α
Αρμοδιότητες
Το Γραφείο Είσπραξης Ληξιπροθέσμων Οφειλών έχει την ευθύνη και την επιμέλεια της είσπραξης των ληξιπροθέσμων οφειλών και ειδικότερα:
1. Τη συγκέντρωση των υποθέσεων των οφειλετών, με εκτύπωση σχετικών καταστάσεων από τον Η/Υ.
2 Το διαχωρισμό των υποθέσεων, με βάση κριτήρια όπως: το ύψος ποσού, το είδος φόρου (παρακρατούμενοι, εισόδημα, κεφάλαιο) την ιδιαιτερότητα (βαθμό δυσκολίας, παλαιότητα), τα παραγραφόμενα χρέη.
3. Την έρευνα για συλλογή στοιχείων και πληροφοριών, που αφορούν τον φορολογούμενο, όπως: αριθμό φορολογικού μητρώου (A.Φ.Μ.), διεύθυνση, τηλέφωνο, περιουσιακά στοιχεία, ευθύνη εκπροσώπων των νομικών προσώπων και αναζήτηση συνυποχρέων προσώπων, καθώς και επιβεβαίωση των στοιχείων αυτών.
4. Τη συνεργασία με το Τμήμα Ελέγχου της Δ.Ο.Υ. για πληροφόρηση σχετικά με τον οφειλέτη (ειδικό έντυπο επισυναπτόμενο στην έκθεση ελέγχου).
5. Την άμεση επικοινωνία με τον φορολογούμενο (προφορικά, τηλεφωνικά και εγγράφως) και την πρόσκληση προσέλευσής του στη Δ.Ο Υ σε συγκεκριμένη προθεσμία, ανάλογα με το είδος φόρου και την ιδιαιτερότητα του φορολογουμένου φυσικού ή νομικού προσώπου.
6. Την αποστολή επιστολής ή σχετικών ειδοποιήσεων γνωστοποίησης της οφειλής στον φορολογούμενο, καθώς και ειδοποιήσεις των ενεργειών για αναγκαστική είσπραξη και διασφάλιση του χρέους.
7. Την έκδοση παραγγελιών σε βάρος οφειλετών του Δημοσίου προς κατάσχεση κινητών, απαιτήσεων και ακινήτων.
8. Τη λήψη αναγκαστικών μέτρων.
9. Τη χορήγηση διευκολύνσεων για τμηματική καταβολή και την παρακολούθηση της συμμόρφωσης του φορολογουμένου.
10. Την παρακολούθηση της οφειλής και τη συνεχή όχληση του οφειλέτη μέχρι την εξόφληση αυτής.
11. Τη δημιουργία φακέλων - αρχείου".
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β΄
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ |
Αθήνα, 12 Oκτωβρίου 2004 |
ΘΕΜΑ: Προσωπική ευθύνη για πληρωμή φορολογικών εσόδων από πρόσωπα που ο νόμιμος τίτλος είσπραξης δεν έχει εκδοθεί στο όνομά τους (συνυπόχρεοι κλπ).
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Όπως σας είναι γνωστό, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, η βεβαίωση των φορολογικών εσόδων πραγματοποιείται σε δύο στάδια.
Το πρώτο στάδιο χαρακτηρίζεται ως βεβαίωση με την ευρεία έννοια του όρου ή φορολογική βεβαίωση. Το δεύτερο στάδιο χαρακτηρίζεται ως βεβαίωση με τη στενή έννοια του όρου ή ταμειακή βεβαίωση ή βεβαίωση κατά ΚΕΔΕ.
Βεβαίωση με την ευρεία έννοια
Βεβαίωση με την ευρεία έννοια είναι η διαδικασία προσδιορισμού, από τις κατά νόμο διοικητικές ή άλλες Αρχές, της χρηματικής απαίτησης του Δημοσίου, του είδους της, (της προέλευσή της) της αιτίας για την οποία οφείλεται, του έτους που αφορά και τον υπόχρεο προς πληρωμή.
Οι οριστικές πράξεις των αρμοδίων αρχών που περιέχουν τα ανωτέρω στοιχεία χαρακτηρίζονται νόμιμοι τίτλοι είσπραξης. Τέτοιοι τίτλοι είναι: η οριστική πράξη επιβολής προστίμου, η πράξη προσδιορισμού φόρου (το φύλλο ελέγχου όταν αυτό έχει καταστεί οριστικό, ή η πράξη συμβιβασμού των αποτελεσμάτων του ελέγχου), η απόφαση του δικαστηρίου που τροποποιεί ή αποδέχεται τα αποτελέσματα του ελέγχου, το φύλλο εκκαθάρισης των υποβαλλομένων φορολογικών δηλώσεων, κ.λπ.
Βεβαίωση με τη στενή του όρου έννοια
Η βεβαίωση του εσόδου με την ευρεία έννοια του όρου, όπως αναπτύχθηκε παραπάνω, δεν παρέχει το δικαίωμα στο Δημόσιο να επιδιώξει την είσπραξη από τον υπόχρεο. Το έσοδο έχει μεν προσδιοριστεί, (έχει αποκτηθεί ο νόμιμος τίτλος είσπραξης), όμως το Δημόσιο δεν έχει ακόμη αποκτήσει τίτλο ενεργοποιήσεως της διαδικασίας εν γένει εισπράξεως του εσόδου. Για να προχωρήσει το Δημόσιο στην επιδίωξη της είσπραξης συγκεκριμένου εσόδου πρέπει το έσοδο αυτό να βεβαιωθεί και με τη στενή έννοια του όρου, ήτοι να βεβαιωθεί ταμειακά. Η ταμειακή βεβαίωση ή βεβαίωση κατά ΚΕΔΕ, συντελείται με την παραλαβή των χρηματικών καταλόγων (που είναι παραστατικά στοιχεία των νόμιμων τίτλων είσπραξης), την καταχώρισή τους στο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων της Δ.Ο.Υ. και την απόδοση αριθμού βεβαίωσης από το βιβλίο αυτό (αριθμό τριπλοτύπου βεβαίωσης ή ΑΤΒ όπως έχει επικρατήσει να αποκαλείται).
Αποτελέσματα ταμειακής βεβαίωσης
Με την πραγματοποίηση της βεβαίωσης με τη στενή του όρου έννοια ή της ταμειακής βεβαίωσης (βεβαίωση κατά Κ.Ε.Δ.Ε.) επέρχονται τα ακόλουθα: α) Το Δημόσιο αποκτά εκτελεστό τίτλο είσπραξης. β) Τα έσοδα (ως βεβαίωση) εμφανίζονται στον Κρατικό Προϋπολογισμό. γ) Το Δημόσιο νομιμοποιείται να αποστείλει προς τον υπόχρεο ατομική ειδοποίηση για την πληρωμή της οφειλής. δ) Καθορίζεται η ημερομηνία καταβολής του χρέους, σε συνδυασμό πάντοτε με τις οικείες φορολογικές διατάξεις επιβολής του εσόδου και των διατάξεων του άρθρου 5 του Κ.Ε.Δ.Ε. ε) Προσδιορίζεται η ημερομηνία που το χρέος καθίσταται ληξιπρόθεσμο, καθώς και η ημερομηνία έναρξης επιβάρυνσης του (ανάλογα με τον τρόπο καταβολής του) με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. στ) Προσδριορίζεται η έναρξη του χρόνου παραγραφής του εσόδου σε συνδυασμό με τις σχετικές διατάξεις του Δημοσίου Λογιστικού. ζ) Μόνο μετά την ταμειακή βεβαίωση και εφόσον το χρέος δεν πληρωθεί εμπρόθεσμα το Δημόσιο δικαιούται να λάβει τα προβλεπόμενα αναγκαστικά, δικαστικά, ασφαλιστικά ή διοικητικά μέτρα σε βάρος του οφειλέτη ή των συνυποχρέων - συνυπευθύνων για την πληρωμή του εσόδου, με εξαίρεση τις διατάξεις του άρθρου 8 του ΚΕΔΕ που επιτρέπουν τη λήψη μέτρων για μη ληξιπρόθεσμα χρέη.
Ορθή σύνταξη των χρηματικών καταλόγων με την αναγραφή των συνυποχρέων
Για την απόδοση των μέτρων είσπραξης των εσόδων που δεν καταβάλλονται εμπρόθεσμα (ληξιπρόθεσμα χρέη) σημαντικό ρόλο έχει η ορθότητα σύνταξης (από τη βεβαιούσα Αρχή) των νόμιμων τίτλων είσπραξης, η αναγραφή σ`αυτούς εκτός των πρωτοφειλετών και των συνυποχρέων προσώπων (των προσώπων που ευθύνονται με την προσωπική τους περιουσία για την πληρωμή ολόκληρου ή μέρους του εσόδου που προσδιορίζεται στον νόμιμο τίτλο είσπραξης), αλλά και η μεταφορά αυτών στις αντίστοιχες εγγραφές των χρηματικών καταλόγων, που συντάσσονται από τη βεβαιούσα Αρχή και αποστέλλονται στο τμήμα Εσόδων της αρμόδιας ΔΟΥ. Η ανωτέρω διαδικασία ενώ ορίζεται ρητά στο άρθρο 55 του Π.Δ.16/89 (ΦΕΚ 6 Α/1989 Κανονισμός Λειτουργίας των ΔΟΥ) δεν τηρείται πάντοτε από τις βεβαιούσες Αρχές, (ενώ είναι σχετικά εύκολο να εξευρεθούν τα συνυπόχρεα πρόσωπα κατά το χρόνο του ελέγχου ή της σύνταξης των τίτλων είσπραξης), με αποτέλεσμα να περνά μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να κινηθεί η διαδικασία για να ληφθούν μέτρα είσπραξης σε βάρος τους (δεν δεσμεύεται ούτε η χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητος ) και να μεταφέρεται η ευθύνη της έρευνας για την ανεύρεση των συνυποχρέων προσώπων στα δικαστικά τμήματα των Δ.Ο.Υ. Πολλές οφειλές από φορολογικά έσοδα δεν θα είχαν καταστεί επισφαλείς ή ανεπίδεκτες είσπραξης αν είχε γίνει εξ αρχής ο εντοπισμός και αναγραφή των συνυποχρέων προσώπων (ιδίως οφειλές Α.Ε., Ε.Π.Ε., Ο.Ε., Κοινοπραξιών κ.λπ.).
Δεδομένου ότι το ύψος των ληξιπροθέσμων οφειλών που υφίσταται σήμερα στις Δ.Ο.Υ. από φορολογικά έσοδα είναι αρκετά σημαντικό και αυξάνεται κάθε χρόνο, απαιτείται να καταβληθεί από τις υπηρεσίες σας κάθε δυνατή προσπάθεια για ορθή σύνταξη των χρηματικών καταλόγων αλλά και να παρασχεθεί κάθε βοήθεια στα δικαστικά τμήματα των Δ.Ο.Υ. για έρευνα προς εντοπισμό συνυποχρέων προσώπων στις ήδη ληξιπρόθεσμες οφειλές.
Ενδεικτική παράθεση διατάξεων συνυποχρέωσης ανά φορολογία
Κατωτέρω παρατίθενται ενδεικτικά οι διατάξεις κατά φορολογία, που ορίζουν συνυποχρέωση καταβολής φορολογικών εσόδων μαζί με τον πρωτοφειλέτη (φυσικό ή νομικό πρόσωπο), ώστε να διευκολυνθείτε στο έργο σας, τόσο κατά την κατάρτιση των νόμιμων τίτλων είσπραξης, όσο και κατά την σύνταξη των χρηματικών καταλόγων.
Από τη λήψη της εγκυκλίου αυτής:
α) οι υπηρεσίες που συντάσσουν χρηματικούς καταλόγους, υποχρεούνται να αναγράφουν τα συνυπόχρεα με τον πρωτοφειλέτη πρόσωπα, με τα πλήρη στοιχεία τους στο χρηματικό κατάλογο, καθώς και το ποσοστό ευθύνης τους (μερικώς ή αλληλεγγύως και σε ολόκληρο με τον πρωτοφειλέτη). β) Το δικαστικό τμήμα της κάθε Δ.Ο.Υ., με τη συνεργασία και τη βοήθεια των τμημάτων που έχουν διενεργήσει τη βεβαίωση (βεβαίωση με την ευρεία έννοια) πρέπει να ερευνήσει και να εντοπίσει τα συνυπόχρεα πρόσωπα στα ήδη βεβαιωμένα έσοδα, καθώς και στις περιπτώσεις που η συνυποχρέωση καταβολής, γεννάται μετά τη βεβαίωση του εσόδου.
Α) ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
Α-Α. ΕΥΘΥΝΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΟΥΝΤΩΝ ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 2 ΤΟΥ Ν. 2238/1994
1. Συνυπόχρεοι για την καταβολή πρόσθετων φόρων εισοδήματος
Με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του ν.2523/1997, καθορίζονται τα πρόσωπα που ευθύνονται σε ολόκληρο με τους φορολογούμενους για την καταβολή των πρόσθετων φόρων σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις όπως:
α) Σε περίπτωση σχολάζουσας κληρονομίας ή επιδικίας ή μεσεγγύησης, κατά περίπτωση, ο κηδεμόνας ή ο προσωρινός διαχειριστής ή ο μεσεγγυούχος β) Σε περίπτωση ανηλίκων ή δικαστικώς ή νομίμως απαγορευμένων ή αυτών που βρίσκονται υπό δικαστική αντίληψη, κατά περίπτωση, ο επίτροπος ή ο κηδεμόνας ή ο αντιλήπτορας, και γ) Σε περίπτωση αποβιώσαντος φορολογούμενου, οι κληρονόμοι του των οποίων η ευθύνη εκτείνεται μέχρι το ποσό της κληρονομικής μερίδας του καθενός.
2. Συνυπεύθυνοι σε περίπτωση εκχώρησης ή μεταβίβασης περιουσιακού στοιχείου κατ` εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν.2238/1994).
Με τις διατάξεις των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παρ.1 του άρθρου 13 του ν.2238/1994 ορίζεται, ότι φορολογείται αυτοτελώς λογιζόμενο ως εισόδημα με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%):
α) Κάθε κέρδος ή ωφέλεια που προέρχεται από τη μεταβίβαση ολόκληρης επιχείρησης με τα άϋλα στοιχεία αυτής, όπως αέρας, επωνυμία, σήμα, προνόμια κ.τ.λ. ή υποκαταστήματος, όπως αυτό ορίζεται από τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 9 του Κ.Β.Σ., καθώς και εταιρικών μερίδων ή μεριδίων, ποσοστών συμμετοχής σε κοινωνία αστικού δικαίου που ασκεί επιχείρηση ή επάγγελμα, ή σε κοινοπραξία, εκτός κοινοπραξίας τεχνικών έργων, της παρ.2 του άρθρου 2 του Κ.Β.Σ. Με μεταβίβαση εταιρικών μερίδων ή μεριδίων εξομοιώνεται και η μη συμμετοχή εταίρου στην αύξηση του κεφαλαίου προσωπικής εταιρίας ή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης.
β) Κάθε κέρδος ή ωφέλεια που προέρχεται από την εκχώρηση ή μεταβίβαση αυτοτελώς κάθε δικαιώματος, το οποίο είναι συναφές με την άσκηση της επιχείρησης ή του επαγγέλματος, όπως του δικαιώματος της μίσθωσης ή υπομίσθωσης ή του προνομίου ή του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και άλλων παρόμοιων δικαιωμάτων, καθώς και της άδειας κυκλοφορίας των αυτοκινήτων οχημάτων ή μοτοσικλετών δημοσίας χρήσης που μεταβιβάζονται. Με εκχώρηση εξομοιώνεται και η παραίτηση από μισθωτικά δικαιώματα.
γ) Κάθε ποσό που καταβάλλεται, πέρα από τα μισθώματα, από το μισθωτή προς τον εκμισθωτή, σε περίπτωση μίσθωσης ακινήτου μόνου του ή μαζί με τον οποιονδήποτε εξοπλισμό ή εγκατάσταση που τυχόν διαθέτει.
Με τις διατάξεις της ίδιας πιο πάνω παραγράφου ορίζεται, ότι ο δικαιούχος του κέρδους ή της ωφέλειας, που προκύπτει από την εφαρμογή της, επιβαρύνεται με τον οικείο φόρο και καταβάλλει αυτόν εφάπαξ με την υποβολή δήλωσης στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία της περιφέρειας όπου βρίσκεται η έδρα της επιχείρησης της οποίας μεταβιβάζεται ή εκχωρείται το περιουσιακό στοιχείο, πριν την από τη με οποιονδήποτε τρόπο μεταβίβαση ή εκχώρηση του οικείου περιουσιακού στοιχείου. Σε περίπτωση εκχώρησης ή μεταβίβασης περιουσιακού στοιχείου από τα αναφερόμενα στη διάταξη αυτή, χωρίς να υποβληθεί η οικεία δήλωση από το δικαιούχο του κέρδους ή της ωφέλειας για να καταβληθεί με βάση αυτή ο φόρος εφάπαξ, το πρόσωπο που αποκτά το περιουσιακό στοιχείο είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον συνυπεύθυνο με τον μεταβιβάζοντα ή εκχωρούντα για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται.
Τα ως άνω εφαρμόζονται ανάλογα και για την αναφερόμενη πιο πάνω αυτοτελή φορολόγηση κάθε ποσού που καταβάλλεται, πέρα από τα μισθώματα, από το μισθωτή προς τον εκμισθωτή.
Επιπλέον, με τις διατάξεις της παρ.2 του ίδιου πιο πάνω άρθρου και νόμου ορίζεται, ότι φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%) η πραγματική αξία πώλησης μετοχών ή παραστατικών τίτλων μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ή αλλοδαπό χρηματιστήριο ή σε άλλο διεθνώς αναγνωρισμένο χρηματιστηριακό θεσμό, που μεταβιβάζονται από ιδιώτες ή από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ημεδαπά ή αλλοδαπά. Για την καταβολή του φόρου αυτού και την υποβολή της σχετικής δήλωσης έχουν εφαρμογή τα αναφερόμενα, μεταξύ άλλων, στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
Από τις πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 13 του ν.2238/1994 προκύπτει, ότι στις αναφερόμενες σε αυτές περιπτώσεις αυτοτελούς φορολόγησης, συνυπεύθυνος αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την καταβολή του σχετικού φόρου στην περίπτωση μη υποβολής της σχετικής δήλωσης και εφάπαξ καταβολής του φόρου, είναι και ο αποκτών, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το υπόψη περιουσιακό στοιχείο ή ποσό, κατά περίπτωση.
3. Συνυπεύθυνοι σε περίπτωση εγκατάστασης φορολογουμένου στο εξωτερικό ή αλλοδαπού φορολογούμενου.
Με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 62 του ν.2238/1994 ορίζεται, ότι αν πριν από την έναρξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης, ο φορολογούμενος πρόκειται να εγκατασταθεί οριστικά στο εξωτερικό ή να μεταναστεύσει στο εξωτερικό για χρονικό διάστημα πάνω από έτος ή να μεταφέρει στην αλλοδαπή την περιουσία του που βρίσκεται στην Ελλάδα, θεωρείται ότι λήγει η διαχειριστική περίοδος στην ημερομηνία αυτή και υποχρεούται να υποβάλει δήλωση και να καταβάλει το φόρο που αναλογεί στο συνολικό εισόδημά του, το οποίο απέκτησε μέχρι τη χρονολογία της αναχώρησής του ή της μεταφοράς της περιουσίας του στο εξωτερικό. Σε αυτήν την περίπτωση, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μπορεί να ζητήσει κάθε αναγκαία εγγύηση, κατά την κρίση του, για να διασφαλίσει τα συμφέροντα του Δημοσίου και ο φορολογούμενος δικαιούται, εφόσον συναινεί και ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, να διορίσει πρόσωπο φερέγγυο ως αντιπρόσωπό του στην Ελλάδα, για την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεών του.
Επίσης, οι αλλοδαποί οι οποίοι απέκτησαν εισόδημα που φορολογείται στην Ελλάδα, έχουν υποχρέωση, προτού αναχωρήσουν στο εξωτερικό να υποβάλουν δήλωση γι΄ αυτό το εισόδημά τους και να καταβάλουν το φόρο που αναλογεί σε αυτό. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται ανάλογα τα παραπάνω μέτρα για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου.
4. Υπόχρεοι για την καταβολή φόρου εισοδήματος που προκύπτει από την κοινή δήλωση φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων των συζύγων.
Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 74 του ν.2238/1994 ορίζουν, ότι για τους εγγάμους οι οποίοι έχουν υποχρέωση κατά τη διάρκεια του γάμου να υποβάλλουν κοινή δήλωση των εισοδημάτων τους (παράγραφος 1 άρθρο 5 ν.2238/1994), η οφειλή για φόρο, τέλη και εισφορές, που αναλογούν στα εισοδήματά τους βεβαιώνεται στο όνομα του συζύγου, η ευθύνη όμως για την καταβολή της οφειλής, που αναλογεί στα εισοδήματα καθενός συζύγου, βαρύνει καθένα σύζυγο χωριστά.
Επίσης, στην περίπτωση που το εισόδημα του ενός συζύγου, το οποίο προέρχεται από επιχείρηση που εξαρτάται οικονομικά από τον άλλο σύζυγο, προστίθεται στα εισοδήματα του άλλου συζύγου και φορολογείται στο όνομά του, τότε για την καταβολή της οφειλής η οποία αναλογεί επιμεριστικά στο εισόδημα που προστίθεται και φορολογείται στο όνομα του ενός συζύγου, ευθύνεται εις ολόκληρον και ο άλλος σύζυγος.
Με τις ίδιες διατάξεις προβλέπεται, ότι αν με αίτηση του ενός συζύγου ζητηθεί μετά την έκδοση του εκκαθαριστικού σημειώματος, ο διαχωρισμός της οφειλής που προκύπτει από την κοινή δήλωση των συζύγων, ο αρμόδιος προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας υποχρεούται να του ανακοινώσει με σχετικό έγγραφό του το ποσό αυτής της οφειλής.
Στην περίπτωση αυτή, ο σύζυγος δεν ευθύνεται για την καταβολή του φόρου που αναλογεί στο εισόδημα της συζύγου, ανεξάρτητα αν λόγω υποβολής κοινής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος στο όνομα του συζύγου, ο φόρος για τα εισοδήματα και των δύο συζύγων βεβαιώνεται συνολικά στο όνομα του συζύγου.
Επιπλέον, στις περιπτώσεις σχολάζουσας κληρονομίας, επιδικίας, μεσεγγύησης και ανηλίκων ή προσώπων που έχουν υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση, για την καταβολή του φόρου που αφορά τη σχολάζουσα κληρονομία, την επιδικία, τον ανήλικο κ.λ.π., ευθύνεται σε ολόκληρο και ο κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας, ο επίτροπος του ανηλίκου κ.λ.π.
5. Ευθύνη αγοραστή ακινήτου για την πληρωμή φόρου εισοδήματος που αναλογεί επιμεριστικά στο εισόδημα από μισθώματα, που δεν δηλώθηκαν.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 77 του ν.2238/1994, αν μεταβιβαστεί η κυριότητα ακινήτου, ο νέος κύριος είναι αλληλεγγύως και σε ολόκληρο συνυπεύθυνος με τον προκάτοχο για την πληρωμή του φόρου των τριών πριν από τη μεταβίβαση ετών που αναλογεί επιμεριστικά στο εισόδημα του ακινήτου που μεταβιβάστηκε και προκύπτει από την εγγραφή που υπάρχει κατά την ημέρα της μεταβίβασης.
Ίδια υποχρέωση υπάρχει για το χαρτόσημο και τα τέλη ύδρευσης. Οι συμβολαιογράφοι έχουν υποχρέωση να υπενθυμίζουν τη διάταξη αυτή στους συμβαλλομένους και να αναγράφουν τούτο ρητά στο συμβόλαιο της αγοραπωλησίας.
Α - Β. ΕΥΘΥΝΗ ΔΙΟΙΚΟΥΝΤΩΝ ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΑΡΘΡΟΥ 101 Ν.2238/1994.
1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 115 του ν.2238/1994, τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές ή διευθύνοντες σύμβουλοι και εκκαθαριστές των ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών ή συνεταιρισμών κατά το χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσής τους, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με το νόμο αυτό, καθώς και του φόρου που παρακρατείται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους. Στις ανώνυμες εταιρείες που συγχωνεύονται, ευθύνεται αλληλεγγύως μαζί με τα πιο πάνω πρόσωπα, για την πληρωμή των κατά το προηγούμενο εδάφιο οφειλόμενων φόρων της διαλυόμενης εταιρείας και εκείνη που την απορρόφησε ή η νέα εταιρεία που συστήθηκε, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους.
2. Από τη διατύπωση των αναφερόμενων πιο πάνω διατάξεων προκύπτει, ότι τα πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτές, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή των συγκεκριμένων φόρων, ανεξάρτητα από το χρόνο που βεβαιώθηκαν οι φόροι αυτοί, μόνον όταν έχουν την ιδιότητα του διευθυντή, διαχειριστή, διευθύνοντα συμβούλου ή εκκαθαριστή ημεδαπής ανώνυμης εταιρείας ή συνεταιρισμού κατά το χρόνο διαλύσεως, συγχωνεύσεως ή μετατροπής, κατά περίπτωση.
Σύμφωνη με τα ως άνω είναι και η αρ. 173/2001 γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ. (Γ΄ Τμήμα), η οποία έγινε αποδεκτή από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία γνωμοδότησε αυτό, ότι προσωπικώς και αλληλεγγύως ευθυνόμενοι κατ` εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων, είναι τα αναφερόμενα στις διατάξεις αυτές πρόσωπα εκ μόνης της εν λόγω ιδιότητάς τους, δηλαδή εκείνοι οι οποίοι εξελέγησαν ή διορίσθηκαν ως τέτοιοι με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης ή του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Ε. ή του συνεταιρισμού και στη συνέχεια αποδέχθηκαν τα ανατεθέντα σε αυτούς καθήκοντα. Ο νομοθέτης δηλαδή, με τις πιο πάνω διατάξεις καθιέρωσε πρόσθετη υποχρέωση για την κάλυψη φορολογικών υποχρεώσεων του νομικού προσώπου, την οποία όμως περιόρισε μεταξύ ορισμένου μόνο κύκλου προσώπων και δη μεταξύ εκείνων τα οποία ασκούν τη διοίκηση και έχουν τη διαχείριση της εταιρείας και επομένως, την κύρια, αν όχι και την μόνη, ευθύνη για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της εταιρείας. Στον κύκλο αυτό των προσώπων δεν μπορούν να περιληφθούν και άλλα πρόσωπα, όπως είναι τα έχοντα την ιδιότητα του αναπληρωτή των ρητώς και περιοριστικώς αναφερόμενων στο νόμο προσώπων (αξιωματούχων), π.χ. αντιπρόεδρος Δ.Σ., αναπληρωτές του Διευθύνοντος Συμβούλου Α.Ε., έστω και αν τα πρόσωπα αυτά ενδεχομένως άσκησαν διοίκηση ή αναμείχθηκαν στη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων. Όσον αφορά ειδικότερα στους εκκαθαριστές Α.Ε. και συνεταιρισμών, το Ν.Σ.Κ., με την ίδια πιο πάνω γνωμοδότησή του γνωμοδότησε, ότι αυτοί υπέχουν προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη υπό την προϋπόθεση ότι αποδέχτηκαν τον διορισμό τους και ανέλαβαν τα καθήκοντα του εκκαθαριστή, μη αρκούντος δηλαδή του διορισμού τους και μόνο.
Όταν κατά τον κρίσιμο χρόνο που αναφέρεται στις ίδιες πιο πάνω διατάξεις, τα υπόψη πρόσωπα δεν φέρουν ή έχουν απολέσει τις συγκεκριμένες ιδιότητες, δεν υπέχουν τέτοια ευθύνη, όπως επίσης δεν υπέχουν ευθύνη και τα πρόσωπα που είναι απλά μέλη του διοικητικού συμβουλίου χωρίς παράλληλα να έχουν μία από τις πιο πάνω ιδιότητες.
Η απώλεια των πιο πάνω ιδιοτήτων μπορεί να οφείλεται και σε παραίτηση, ρητή ή σιωπηρή, του συγκεκριμένου προσώπου από τις συγκεκριμένες θέσεις, αρκεί όμως το δικαίωμα παραιτήσεως να μην έχει ασκηθεί καταχρηστικά, καθ` υπέρβαση δηλαδή των ορίων της καλής πίστης π.χ. να ασκήθηκε λίγο πριν τη διάλυση ή το μετασχηματισμό του νομικού προσώπου με σκοπό να αποφύγει ο παραιτούμενος την πληρωμή του οφειλόμενου από αυτόν προσωπικώς φόρου. Η ενδεχόμενη καταχρηστική άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος, ως πραγματικό περιστατικό, θα πρέπει να εκτιμάται από την αρμόδια κάθε φορά φορολογούσα αρχή και σε περίπτωση διαφωνίας με το φορολογούμενο, από τα διοικητικά δικαστήρια.
Στην περίπτωση ανωνύμων εταιρειών που συγχωνεύονται (είτε με απορρόφηση είτε με σύσταση νέας εταιρείας), μαζί με τα αναφερόμενα πιο πάνω άτομα, ευθύνεται αλληλεγγύως για την πληρωμή των φόρων που αφορούν σε υποχρεώσεις της διαλυόμενης εταιρείας, ανεξάρτητα από το χρόνο κατά τον οποίο βεβαιώθηκαν αυτοί, και εκείνη που την απορρόφησε ή η νέα εταιρεία που συστήθηκε.
Τέλος, όπως ορίζεται με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του ίδιου πιο πάνω άρθρου και νόμου, στην περίπτωση φόρων οι οποίοι αφορούν σε χρήσεις πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης του διαλυόμενου νομικού προσώπου, και ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους, τα πρόσωπα που κατέχουν μία από τις πιο πάνω ιδιότητες, έχουν δικαίωμα αναγωγής κατά των προσώπων που διετέλεσαν σύμβουλοι, μέλη ή μέτοχοι του διαλυόμενου προσώπου κατά το χρόνο της διάλυσης.
3. Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παρ. 2 του ίδιου πιο πάνω άρθρου και νόμου ορίζεται, ότι τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές και γενικά εντεταλμένοι στη διοίκηση του νομικού προσώπου, κατά το χρόνο της διάλυσης των λοιπών νομικών προσώπων του άρθρου 101 του ν.2238/1994, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τον νόμο αυτό, καθώς και των φόρων που παρακρατούνται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους.
4. Με τις αναφερόμενες στην προηγούμενη παράγραφο διατάξεις ορίζεται κατά τρόπο παρόμοιο με αυτόν που αναφέρεται στις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 115 του ν.2238/1994, ότι τα πρόσωπα που είχαν την ιδιότητα του διευθυντή, διαχειριστή και γενικά εντεταλμένου στη διοίκηση των λοιπών (πλην δηλαδή ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών και συνεταιρισμών) νομικών προσώπων του άρθρου 101 του ν.2238/1994 (Ε.Π.Ε., αλλοδαπές επιχειρήσεις, νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα κ.λ.π.) κατά το χρόνο διάλυσής τους, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από τα νομικά πρόσωπα αυτά, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους. Κατά συνέπεια, τα αναφερόμενα στην παρ. 2 του παρόντος Κεφαλαίου έχουν ανάλογη εφαρμογή, κατά περίπτωση, και για την ευθύνη των υπόψη προσώπων.
5. Επίσης, με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 115 του ν.2238/1994, όπως οι διατάξεις αυτές προστέθηκαν με την παρ. 6 του άρθρου 22 του ν.2648/1998 και ισχύουν, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 48 του ίδιου νόμου, από 01-12-1998, ορίζεται, ότι τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 του πιο πάνω άρθρου, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για τους παρακρατούμενους φόρους και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου που εκπροσωπούν, ως εξής:
α) Αν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις ως άνω ιδιότητες από τη λήξη της προθεσμίας απόδοσης του φόρου και μετά.
β) Αν δεν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις πιο πάνω ιδιότητες κατά το χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακράτησης του φόρου.
6. Με τις αναφερόμενες στην προηγούμενη παράγραφο διατάξεις, η ευθύνη των οριζόμενων στις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 115 του ν.2238/1994 προσώπων, επεκτείνεται και κατά το χρόνο λειτουργίας των νομικών προσώπων του άρθρου 101 του ίδιου πιο πάνω νόμου, μόνον όμως για τους παρακρατούμενους φόρους. Ειδικότερα:
α) Εάν έχει διενεργηθεί η παρακράτηση του φόρου από το νομικό πρόσωπο, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής του, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις ιδιότητες που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 115 του ν.2238/1994, από την ημέρα που έληξε η προθεσμία απόδοσης του φόρου και μετά.
β) Εάν δεν έχει γίνει η παρακράτηση του φόρου από το νομικό πρόσωπο, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής του, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις ιδιότητες που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 του ίδιου πιο πάνω άρθρου και νόμου, κατά το χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακράτησης του φόρου.
Τα πιο πάνω πρόσωπα ευθύνονται δηλαδή για βεβαιωθέντες φόρους κατά την 1-12-1998 καθώς και για ποσά που βεβαιώνονται μετά την ημερομηνία αυτή και αναφέρονται σε προγενέστερες χρήσεις.
7. Επιπλέον, και για το σκοπό εφαρμογής των αναφερομένων στο μέρος Α - Α παράγραφος 2 της παρούσας διατάξεων του άρθρου 13 του ν.2238/1994, στις περιπτώσεις που αποκτών το περιουσιακό στοιχείο ή ποσό είναι νομικό πρόσωπο, από τα αναφερόμενα στις διατάξεις του άρθρου 101 του ν.2238/1994, τότε ισχύουν όσα έχουν ήδη αναφερθεί πιο πάνω σχετικά με την ευθύνη διοικούντων νομικά πρόσωπα βάσει των διατάξεων του άρθρου 115 του ίδιου νόμου.
8. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 21 του ν.2810/2000 ορίζεται, ότι δύο ή περισσότερες Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις (Α.Σ.Ο.) μπορεί να συγχωνευθούν είτε με τη σύσταση νέας συνεταιριστικής οργάνωσης, στην οποία ενσωματώνονται οι συγχωνευόμενες, είτε με την απορρόφηση μιάς ή περισσότερων υφιστάμενων συνεταιριστικών οργανώσεων από άλλη, η οποία ήδη λειτουργεί. Με τις διατάξεις δε της παραγράφου 5 του ίδιου πιο πάνω άρθρου και νόμου ορίζεται, ότι η συγχώνευση συνεπάγεται, από την ημέρα που συντελείται, την καθολική διαδοχή της νέας συνεταιριστικής οργάνωσης σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των οργανώσεων που συγχωνεύθηκαν. Η νέα συνεταιριστική οργάνωση υποκαθίσταται αυτοδικαίως σε όλα γενικά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της συγχωνευθείσας οργάνωσης.
9. Από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου προκύπτει, ότι κατά τους αναφερόμενους σε αυτές μετασχηματισμούς και τη συνεπεία αυτών καθολική διαδοχή της νέας συνεταιριστικής οργάνωσης σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των οργανώσεων που μετασχηματίσθηκαν, η νέα αυτή συνεταιριστική οργάνωση ευθύνεται και για τις φορολογικές υποχρεώσεις των μετασχηματιζομένων Α.Σ.Ο. . Κατά συνέπεια, για την ευθύνη της νέας συνεταιριστικής οργάνωσης θα έχουν ανάλογη εφαρμογή όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω σχετικά με την ευθύνη διοικούντων νομικά πρόσωπα, και ειδικότερα όσα αφορούν στις διατάξεις 1 και 3 του άρθρου 115 του ν.2238/1994.
10. Τέλος, δεδομένου τόσο του σκοπού των αναφερόμενων πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 115 του ν.2238/1994, ως ειδικών διατάξεων που αφορούν στην ευθύνη των διοικούντων τα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 101 του ίδιου πιο πάνω νόμου, ο οποίος συνίσταται στην είσπραξη των αναφερομένων σε αυτές απαιτήσεων του Δημοσίου, όσο και του ειδικού και εξαιρετικού χαρακτήρα τους, η υπόψη ευθύνη των αναφερόμενων σε αυτές προσώπων περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στην καταβολή των φόρων (παρακρατούμενων και μη) και κατά συνέπεια, η ευθύνη αυτή δεν καταλαμβάνει την αυτοτελή υποχρέωση του νομικού προσώπου του οποίου αυτοί είναι διευθυντές, διευθύνοντες σύμβουλοι, εκκαθαριστές κ.λ.π., για υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.
Α- Γ. ΕΥΘΥΝΗ ΠΛΟΙΟΚΤΗΤΩΝ - ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΛΗΤΩΝ ΓΙΑ ΦΟΡΟ ΚΑΙ ΕΙΣΦΟΡΑ ΠΛΟΙΩΝ (ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΑΡΘΡΟΥ 4 Ν.27/1975).
Όσον αφορά τα πρόσωπα - (πρωτοφειλέτη και συνυπόχρεο) - που βαρύνονται με το φόρο και την εισφορά πλοίων του ν.27/1975, αυτά ορίζονται με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 4 του προαναφερθέντος νόμου και έχουν ως εξής:
"1. Ο φόρος και η εισφορά βαρύνει:
Τους πλοιοκτήτας ή πλοιοκτητρίας εταιρείας, τους εγγεγραμμένους εις το οικείον νηολόγιον κατά την πρώτην ημέραν εκάστου ημερολογιακού έτους, ανεξαρτήτως της κατοικίας ή της διανομής ή της έδρας αυτών εν τη ημεδαπή ή εν τη αλλοδαπή.
Αλληλεγγύως υπόχρεος προς καταβολήν του φόρου και της εισφοράς είναι και πας κατ` εντολήν του πλοιοκτήτου ή οιασδήποτε Αρχής ή εξ οιασδήποτε άλλης αιτίας διαχειριζόμενος το πλοίον και εισπράττων τους ναύλους ως και ο αντίκλητος αυτού ο αποδεχθείς εγγράφως τον διορισμόν του".
Σημειώνεται ότι οι διατάξεις αυτής της παραγράφου είναι αυξημένης τυπικής ισχύος, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 107 του ισχύοντος Συντάγματος (2001) και δεν είναι δυνατή η τροποποίησή τους, παρά μόνο από αναθεωρητική Βουλή.
Β) ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
1. Ευθύνη τελευταίου κατόχου ακινήτου που αποκτήθηκε αιτία θανάτου, δωρεάς ή γονικής παροχής
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία περί φορολογίας κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά περιουσία αιτία θανάτου, δωρεάς (ή γονικής παροχής) είναι υποχρεωμένο να υποβάλει την οικεία δήλωση φόρου και να καταβάλει το φόρο που αναλογεί στην κατά το χρόνο επαγωγής αξία τους. Σε περίπτωση ανικανότητάς του, υποχρέωση για την υποβολή της δήλωσης έχει ο κατά περίπτωση νόμιμος αντιπρόσωπός του.
Γενική αρχή στη φορολογία κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών είναι ότι ο φόρος βαρύνει το δικαιούχο της κτήσης και συνεπώς η βεβαίωση αυτού γίνεται στο όνομα του κληρονόμου, δωρεοδόχου ή του τέκνου αντίστοιχα. Οι γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, του Εμπορικού Νόμου, του Κανονισμού Λειτουργίας των Δ.Ο.Υ. και του ΚΕΔΕ για την ευθύνη εταίρων, μελών, διοικούντων νομικών προσώπων και εταιρειών, την ευθύνη των εγγυητών κ.λ.π. εφαρμόζονται ανάλογα και στη φορολογία κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών.
Μοναδική εξαίρεση της ως άνω γενικής αρχής (ότι υπόχρεος για την καταβολή του φόρου είναι ο δικαιούχος της κτήσης) αποτελεί το άρθρο 83 του ν. 2961/2001, με το οποίο καθιερώνεται αλληλέγγυα σε ολόκληρο ευθύνη άλλων, πλην του δικαιούχου της κτήσης, προσώπων, τα οποία απόκτησαν συμβατικά και κατέχουν, κατά το χρόνο που ανακύπτουν ή πρέπει να εκπληρωθούν φορολογικές υποχρεώσεις, τα μεταβιβασθέντα με κάποια από τις προαναφερθείσες αιτίες ακίνητα.
Δηλαδή ο τίτλος βεβαίωσης του φόρου, καθίσταται εκτελεστός και κατά τρίτου προσώπου - εκείνου του τελευταίου κατόχου - το οποίο καμία ανάμειξη δεν είχε στη διαδικασία απόκτησης του τίτλου.
Η αλληλέγγυα αυτή ευθύνη θεσπίζεται για τον τελευταίο κάτοχο του μεταβιβασθέντος ακινήτου σε περίπτωση αδυναμίας είσπραξης του φόρου από τον κυρίως βαρυνόμενο με αυτόν δικαιούχο της κτήσης. Η ευθύνη του τρίτου από σύμβαση κατόχου ακινήτου δεν αποτελεί κύρια αυτού φορολογική υποχρέωση, αλλά είναι ενοχικής μορφής και παρακολουθεί τον εκάστοτε κάτοχο του ακινήτου. Η ευθύνη ανακύπτει κατά το στάδιο της πληρωμής και όχι της βεβαίωσης του φόρου και πηγάζει από τον τίτλο που απόκτησε ο κληρονόμος- κληροδόχος, ο δωρεοδόχος ή το τέκνο και βάσει του βεβαιωθέντος φόρου.
Σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 2 του ν. 2523/1997 η αλληλέγγυα αυτή ευθύνη του τρίτου κατόχου εκτείνεται και στο ποσό του οφειλόμενου από τον κληρονόμο- κληροδόχο, δωρεοδόχο ή τέκνο πρόσθετου φόρου, περιοριζόμενη όμως μέχρι του ύψους του φόρου που επιμεριστικά αναλογεί στα ακίνητα που κατέχει.
Σχετικά: Άρθρα 5, 38, 61, 83, 85 και 90 του ν. 2961/2001 Άρθρο 2 παρ. 7 του ν. 2523/1997
2. Ευθύνη αγοραστού ακινήτου για το Φ.Μ.Α.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 και 5 του α.ν.1521/1950, σε κάθε μεταβίβαση ακινήτου ή εμπράγματου επί ακινήτου δικαιώματος με επαχθή αιτία, καθώς και σε κάθε μεταβίβαση πλοίου με ελληνική σημαία, επιβάλλεται φόρος επί της αξίας αυτών, ο οποίος βαρύνει τον αγοραστή, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο που αναφέρεται στις προαναφερόμενες διατάξεις.
Για πέντε (5) χρόνια από την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου ευθύνεται αλληλέγγυα μαζί με τον αγοραστή και κάθε άλλος κάτοχος του περιουσιακού στοιχείου που μεταβιβάζεται, για το φόρο μεταβίβασης και τις προσαυξήσεις του άρθρου 9 του ως άνω νόμου.
Η έννομη συνέπεια της εν λόγω φορολογικής αλληλέγγυας ευθύνης, σε συσχετισμό με την αλληλέγγυα ενοχή του ιδιωτικού δικαίου, συνίσταται στο ότι, κάθε αλληλεγγύως υπεύθυνος ευθύνεται παράλληλα με τον κυρίως υπόχρεο (αρχικό οφειλέτη) για το σύνολο του κύριου και πρόσθετου φόρου που οφείλεται τόσο με βάση τη δήλωση Φ.Μ.Α., όσο και με την καταλογιστική πράξη ή τη σχετική δικαστική απόφαση.
Με την εγκύκλιο ΥΠ.ΟΙΚ. 46401/111-126/ΠΟΛ.20/16.03.1969 κατόπιν της 205/1969 γνωμοδότησης του Ν.Σ.Κ. ορίζεται ότι με τον όρο κάτοχος εννοείται ο αγοραστής ή κάθε άλλο πρόσωπο το οποίο μεταγενέστερα απόκτησε το συγκεκριμένο εμπράγματο δικαίωμα και όχι αυτός που έχει με τη στενή έννοια κατοχή (άρθρο 974 Α.Κ.), δηλαδή τη φυσική εξουσία επί του ακινήτου όπως π.χ. μισθωτής, θεματοφύλακας, χρησάμενος κ.λπ.
Για κάθε θέμα που αφορά στη διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης Φ.Μ.Α. γίνεται παραπομπή, με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του α.ν. 1521/1950, στις διατάξεις φορολογίας εισοδήματος όπου στο άρθρο 74 παράγραφος 1 του ν.2238/1994 κατονομάζονται ειδικότερα οι τίτλοι βεβαίωσης του φόρου εισοδήματος και επομένως κατά παραπομπή και του Φ.Μ.Α. Τονίζουμε επίσης ότι, τα της βεβαίωσης Φ.Μ.Α. διέπονται και από τις διατάξεις του άρθρου 50 του π.δ.16/1989 (Φ.Ε.Κ. 6Α`/05.01.1989) "Περί κανονισμού λειτουργίας των Οικονομικών Υπηρεσιών", σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν.1882/1990 "Περί περιστολής της φοροδιαφυγής", όπου αναφέρονται οι ποινικές κυρώσεις για τη μη καταβολή χρεών, καθώς και τα πρόσωπα στα οποία επιβάλλονται οι εν λόγω κυρώσεις.
Σχετικά: ΄Αρθρο 1 του α.ν.1521/1950 ΄Αρθρο 12 του ν.1521/1950 ΄Αρθρο 74 του ν.2238/1994 ΄Αρθρο 50 του π.δ.16/1989 ΄Αρθρο 25 του ν.1882/1990
3. Ευθύνη λοιπών προσώπων για καταβολή του Φόρου Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας
α. Με την παράγραφο 2 του άρθρου 22 του Ν. 2459/97 ορίζονται ως μόνοι υπόχρεοι για την καταβολή του φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας και:
1) ο πατέρας ή η μητέρα για τη περιουσία των ανήλικων άγαμων τέκνων,
2) ο κηδεμόνας για την ακίνητη περιουσία σχολάζουσας κληρονομιάς.
Στις ανωτέρω περιπτώσεις, ο αρμόδιος για τη σύνταξη του τίτλου βεβαίωσης οφείλει να αναγράφει τα πλήρη στοιχεία του υπόχρεου για την καταβολή του φόρου (ονοματεπώνυμο, Α.Φ.Μ., διεύθυνση κλπ).
β. Ευθύνες των τελευταίων κατόχων από σύμβαση:
Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθ. 31 του Ν. 2459/97 καθιερώνεται ευθύνη σε ολόκληρο, μαζί με τους υπόχρεους σε φόρο ακίνητης περιουσίας και των τελευταίων κατόχων ακινήτων από σύμβαση εμπράγματου χαρακτήρα.
Για να θεμελιωθεί η ευθύνη απαιτείται:
Ι) να υπάρχει τίτλος, βάσει του οποίου να βεβαιώθηκε σε βάρος του υπόχρεου ο φόρος, ο οποίος θα αποτελέσει και τον τίτλο για την είσπραξη του φόρου από τον τρίτο διακάτοχο (σχετ. η 106/1995 γνωμοδότηση Δ` Τμήματος ΝΣΚ) και
ΙΙ) το ακίνητο να αποκτήθηκε με σύμβαση (εμπράγματη δικαιοπραξία) από τον κυρίως υπόχρεο σε φόρο, η οποία καταρτίστηκε μεταξύ αυτού ή των δικαιοδόχων του και του τρίτου διακατόχου (σχετ. η 205/1969 γνωμοδότηση, ΠΟΛ 20/1969).
Κατά συνέπεια ο κάτοχος ακινήτου που το απέκτησε με αναγκαστικό πλειστηριασμό, καθώς και οι γενικοί ή ειδικοί διάδοχοί του, δεν ευθύνονται, σύμφωνα με τα παραπάνω, για το φόρο που βεβαιώθηκε σε βάρος του υπόχρεου (του καθ` ου ο πλειστηριασμός).
Διευκρινίζεται ότι ο τελευταίος κάτοχος από σύμβαση δεν ευθύνεται για ολόκληρο το φόρο που οφείλεται από τον υπόχρεο (δικαιοπάροχό του) αλλά μόνο για το φόρο που επιμεριστικά αναλογεί στο ακίνητο που κατέχει.
γ. Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 31 του Ν. 2459/97, ορίζεται, ότι:
1) οι κηδεμόνες σχολάζουσας κληρονομιάς και
2) οι νόμιμοι αντιπρόσωποι των υπόχρεων σε φόρο, ευθύνονται σε ολόκληρο, μαζί με τους κυρίους υπόχρεους σε φόρο, για την πληρωμή των πρόσθετων φόρων που γεννήθηκαν και οφείλονται από δικές τους πράξεις ή παραλείψεις.
δ. Τέλος, με την παρ. 1 άρθ. 28 του Ν. 2459/97 ορίζεται ότι, για τη διαδικασία βεβαίωσης του φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας, εφαρμόζονται ανάλογα οι ειδικές διατάξεις για την επιβολή του φόρου εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στον Κ.Ε.Δ.Ε. (Ν.Δ. 356/1994), ενώ κατά τα λοιπά ισχύουν οι γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα.
4. Ευθύνη λοιπών προσώπων για καταβολή του ειδικού φόρου επί των ακινήτων
α. Με τις διατάξεις των άρθρων 15 έως 18 του ν. 3091/2002 επιβλήθηκε φόρος 3% επί της αξίας της ακίνητης περιουσίας εταιρειών και για τα εμπράγματα δικαιώματα ψιλής κυριότητας ή επικαρπίας που έχουν αυτές, σε ακίνητα τα οποία βρίσκονται στην Ελλάδα.
β. Ακολούθως, με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ιδίου νόμου ορίζεται, ότι ευθύνονται σε ολόκληρο μαζί με τον υπόχρεο για την καταβολή του φόρου αυτού και τα παρένθετα πρόσωπα. Ως συνυπόχρεο παρένθετο πρόσωπο ορίζεται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συμμετέχει με οποιαδήποτε μορφή ή ποσοστό σε νομικό πρόσωπο, της παραγράφου 1 του άρθρου 15, που έχει κυριότητα ή επικαρπία σε ακίνητο ή συμμετέχει σε τρίτο νομικό πρόσωπο που έχει κυριότητα ή άλλα εμπράγματα δικαιώματα σε ακίνητο ή παρεμβάλλεται με οποιονδήποτε τρόπο στη σειρά των συμμετοχών στο κεφάλαιο ενός νομικού προσώπου.
γ. Περαιτέρω δε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του ανωτέρω άρθρου, αν η κυριότητα ή η επικαρπία σε ακίνητο μεταβιβασθούν, συνυπόχρεος σε ολόκληρο για την καταβολή του επιμεριστικά αναλογούντος οφειλόμενου φόρου και των προσαυξήσεων - εκτός από τον υπόχρεο - είναι και ο νέος κύριος ή επικαρπωτής.
Σχετικά: Φ.Μ.Α.Π. Άρθρο 22 ν. 2459/1997 Άρθρο 28 ν. 2459/1997 Άρθρο 31 ν. 2459/1997
Για κάθε θέμα που αφορά τη διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης του φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας και του ειδικού φόρου επί των ακινήτων, γίνεται παραπομπή στις σχετικές διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος.
* Ειδικός φόρος Άρθρο 16 ν. 3091/2002
Γ) ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.)
Γ-Α. Ευθύνη εις ολόκληρον καταβολής του φόρου
1. ν.2859/2000 (ΦΕΚ 248Α`)
Άρθρο 55
Για την καταβολή του οφειλόμενου φόρου ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με τον υπόχρεο και οι εξής:
α) οι αναφερόμενοι στις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 36 και της περίπτωσης β` της παραγράφου 4 του άρθρου 38,
β) οι νόμιμοι εκπρόσωποι των νομικών προσώπων κατά το χρόνο διάλυσης, συγχώνευσης ή μετατροπής τους, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσης του φόρου.
γ) το πρόσωπο που μεταβιβάζει, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 5, για το φόρο που οφείλεται μέχρι το χρόνο της μεταβίβασης.
δ) το μη υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, στην περίπτωση λήψης αγαθών ή υπηρεσιών, για τις οποίες υπόχρεος στο φόρο ορίζεται ο εγκατεστημένος εκτός της χώρας υποκείμενος στο φόρο ή ο φορολογικός του αντιπρόσωπος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35.
2. ν.2859/2000 (ΦΕΚ 248Α`)
Άρθρο 36 παρ.7
Τις υποχρεώσεις που προβλέπει το άρθρο αυτό έχουν κατά περίπτωση και τα εξής πρόσωπα:
α) ο εκκαθαριστής, ο κηδεμόνας, ο προσωρινός διαχειριστής και ο μεσεγγυούχος στις περιπτώσεις κληρονομίας και μεσεγγύησης,
β) ο επίτροπος, ο κηδεμόνας και ο αντιλήπτορας στις περιπτώσεις ανηλίκων, απόντων, δικαστικά ή νόμιμα απαγορευμένων και των προσώπων που βρίσκονται υπό δικαστική αντίληψη,
γ) ο προσωρινός ή οριστικός σύνδικος, σε περίπτωση πτώχευσης του υποκείμενου στο φόρο.
δ) ο φορολογικός αντιπρόσωπος, στις περιπτώσεις που ορίζεται υπόχρεος στο φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35.
ε) οι κληρονόμοι και οι δωρεοδόχοι του υποκείμενου στο φόρο για τις φορολογικές υποχρεώσεις του, μέχρι το θάνατό του ή τη σύσταση της δωρεάς εν ζωή, στ) κάθε πρόσωπο το οποίο, με βάση νόμο ή δικαστική απόφαση, υποκαθιστά τον υποκείμενο στο φόρο, ζ) ο εκπρόσωπος ή μέλος της ένωσης προσώπων, κατ`ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της φορολογίας εισοδήματος, η) ο ιδρυτής της επιχείρησης για τις υποχρεώσεις αυτής μέχρι το χρόνο έναρξης της λειτουργίας της επιχείρησης.
3. ν.2859/2000 (ΦΕΚ 248Α`)
Άρθρο 26 παρ. 12
"Με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 36, υπόχρεος στο φόρο που οφείλεται κατά την έξοδο των αγαθών από το καθεστώς του παρόντος άρθρου είναι καταρχήν ο εκμεταλλευτής φορολογικής αποθήκης ή ο εναποθέτης των αγαθών, κατά περίπτωση. ΄Οταν η έξοδος των αγαθών δε γίνεται από τα πρόσωπα αυτά, υπόχρεο στο φόρο είναι το πρόσωπο που πραγματοποιεί την έξοδο των αγαθών από το καθεστώς αυτό, ανεξάρτητα αν ενεργεί για δικό του λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου. Ωστόσο ο εκμεταλλευτής φορολογικής αποθήκης ευθύνεται έναντι του Δημοσίου, για τον οφειλόμενο φόρο, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, όταν δεν είναι ο ίδιος κύριος των αγαθών που εξέρχονται από τη φορολογική αποθήκη.
4. ν.2859/2000 (ΦΕΚ 248Α`)
Άρθρο 38 παρ.4 περ.β`
Όταν ο υποκείμενος στο φόρο διακόπτει οριστικά τις εργασίες της επιχείρησής του και αναχωρεί εκτός του εσωτερικού της χώρας ή μεταφέρει εκτός αυτού την οικονομική του δραστηριότητα, υποχρεούται, πριν από την αναχώρηση ή τη μεταφορά της δραστηριότητάς του:
α) να επιδώσει τις προβλεπόμενες από το άρθρο αυτό δηλώσεις και να καταβάλει τον οφειλόμενο φόρο,
β) να ορίσει στην Ελλάδα αντιπρόσωπό του φερέγγυο, που αναλαμβάνει την ευθύνη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο.
Στις παραπάνω περιπτώσεις η Φορολογική Αρχή μπορεί να ζητά κάθε αναγκαία εγγύηση, που κατά την κρίση της διασφαλίζει τα συμφέροντα του Δημοσίου.
Σε περίπτωση εισαγωγής αγαθών, ο υπόχρεος στο φόρο καταθέτει διασάφηση εισαγωγής ή άλλο τελωνειακό παραστατικό έγγραφο στο τελωνείο εισαγωγής, σύμφωνα με τις τελωνειακές διατάξεις.
5. ν.2859/2000 (ΦΕΚ 248Α`)
Άρθρο 5 παρ.4
"Δε θεωρείται ως παράδοση αγαθών η μεταβίβαση αγαθών επιχείρησης ως συνόλου, κλάδου ή μέρους της από επαχθή ή χαριστική αιτία ή με τη μορφή εισφοράς σε υφιστάμενο ή συνιστώμενο νομικό πρόσωπο. Στην περίπτωση αυτή το πρόσωπο που αποκτά τα αγαθά θεωρείται, για την εφαρμογή του νόμου αυτού, ότι υπεισέρχεται ως διάδοχος στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του προσώπου που μεταβιβάζει. Η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή αν το πρόσωπο που μεταβιβάζει ή το πρόσωπο που αποκτά τα αγαθά ενεργεί πράξεις για τις οποίες δεν παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης του φόρου".
Γ-Β. Υπόχρεοι στο φόρο
ν.2859/2000 (ΦΕΚ 248Α`)
Άρθρο 35
1. Για την παράδοση αγαθών, την ενδοκοινοτική απόκτηση αγαθών και την παροχή υπηρεσιών, υπόχρεοι στο φόρο είναι:
α) ο εγκατεστημένος στο εσωτερικό της χώρας υποκείμενος στο φόρο, για τις ενεργούμενες από αυτόν πράξεις,
β) ο εγκατεστημένος στο εσωτερικό άλλου κράτους-μέλους υποκείμενος στο φόρο, για τις ενεργούμενες από αυτόν πράξεις, εκτός των πράξεων που αναφέρονται στην κατωτέρω περίπτωση δ` υποπεριπτώσεις αα` και ββ`.
γ) ο φορολογικός αντιπρόσωπος του εγκατεστημένου σε τρίτη χώρα υποκείμενου στο φόρο, για τις πραγματοποιούμενες από αυτόν πράξεις, εκτός των πράξεων που αναφέρονται στην κατωτέρω περίπτωση δ` υποπεριπτώσεις αα` και ββ`.
δ) ο λήπτης των αγαθών και υπηρεσιών, εφόσον είναι υποκείμενος στο φόρο, στις κατωτέρω περιπτώσεις φορολογητέων πράξεων:
αα) παράδοση αγαθών που πραγματοποιείται στο εσωτερικό της χώρας, κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 15, και στο τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο με αυτό στοιχείο που εκδίδεται, γίνεται ρητή αναφορά ότι πρόκειται για παράδοση αγαθών που πραγματοποιείται μετά από ενδοκοινοτική απόκτηση κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 15 και αναγράφεται τόσο ο αριθμός φορολογικού μητρώου, με τον οποίο ο υποκείμενος αυτός πραγματοποίησε την ενδοκοινοτική απόκτηση και τη μετέπειτα παράδοση αγαθών, όσο και ο αριθμός φορολογικού μητρώου του παραλήπτη, ο οποίος καθίσταται υπόχρεος για την καταβολή του φόρου της παράδοσης αυτής,
ββ) παροχή υπηρεσιών των παραγράφων 2, περίπτωση γ`, 3 και 4 του άρθρου 14,
γγ) σε κάθε περίπτωση που δεν υπάρχει φορολογικός αντιπρόσωπος,
ε) το πρόσωπο που πραγματοποιεί ενδοκοινοτική απόκτηση αγαθών.
στ) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, το οποίο αναγράφει το φόρο στα τιμολόγια που εκδίδει ή σε άλλα ισοδύναμα με αυτά στοιχεία.
ζ) ο υποκείμενος, που ως αγοραστής ή εισαγωγέας αγαθών ή λήπτης υπηρεσιών έτυχε μερικής ή ολικής απαλλαγής από το φόρο με υπουργικές αποφάσεις.
2. Οποιοδήποτε πρόσωπο χρεώνει φόρο σε φορολογικό στοιχείο που εκδίδει, έστω και αν ο φόρος αυτός είναι μεγαλύτερος του προβλεπομένου, υποχρεούται στην απόδοση του φόρου αυτού στο Δημόσιο.
3. Για την εισαγωγή αγαθών, υπόχρεος στο φόρο είναι ο λογιζόμενος ως κύριος των εισαγόμενων αγαθών, σύμφωνα με τις διατάξεις της τελωνειακής νομοθεσίας.
4.Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών:
α) ορίζεται ο τρόπος καταβολής του φόρου στις περιπτώσεις που υπόχρεος είναι ο λήπτης υποκείμενος στο φόρο,
β) είναι δυνατόν να ορίζεται ότι υπόχρεος στο φόρο είναι ο εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα υποκείμενος στο φόρο, εφόσον υπάρχει σύμβαση αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ της Ελλάδος και της χώρας εγκατάστασής του,
γ) είναι δυνατόν να ορίζεται ως υπόχρεος στο φόρο, ο λήπτης αγαθών ή υπηρεσιών και σε άλλες περιπτώσεις, εκτός αυτών που αναφέρονται στην περίπτωση δ` της παραγράφου 1.
δ) ορίζεται κάθε διαδικαστικό θέμα και λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
Γ- Γ. Λοιπές διαδικαστικές διατάξεις
ν.2859/2000 (ΦΕΚ 248Α`)
Άρθρο 59
1. Διατάξεις νόμων που αφορούν θέματα διαδικασίας για την επιβολή του φόρου εισοδήματος ισχύουν αναλόγως και για την εφαρμογή του παρόντος νόμου, εφόσον στις διατάξεις του δεν ορίζεται διαφορετικά.
2. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ρυθμίζεται κάθε διαδικαστικό θέμα και λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου.
Γ-Δ. Ευθύνη διοικούντων νομικά πρόσωπα του άρθρου 101 ν.2238/94, κατά τη διάρκεια λειτουργίας τους ως προς το ΦΠΑ (ΑΕ, ΕΠΕ, συνεταιρισμοί, δημόσιες, δημοτικές, κοινοτικές επιχειρήσεις, αλλοδαπές εταιρείες και οργανισμοί)
ν.2648/98 (ΦΕΚ 238Α`)
Άρθρο 22 παρ.7
Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 115 του ν.2238/1994 εφαρμόζονται και για την περίπτωση β` του άρθρου 45 του ν.1642/1986 (ΦΕΚ 125Α`) ήδη άρθρο 55 Ν.2859/2000 καθώς και για οφειλές φόρου κύκλου εργασιών.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των προαναφερόμενων άρθρων (22 παραγ. 7 Ν. 2648/98 και Ν.2859/2000) και του άρθρου 115 του ΚΦΕ προκύπτουν τα εξής ως προς την ευθύνη των διοικούντων κατά τη διάρκεια λειτουργίας των Νομικών Προσώπων για το ΦΠΑ:
Εάν ο ΦΠΑ είχε χρεωθεί στα τιμολόγια κλπ και δεν αποδόθηκε ευθύνονται και οι μεταγενέστεροι διοικούντες το νομικό πρόσωπο. Δηλαδή ευθύνονται όλα τα πρόσωπα που είχαν μια από τις ως άνω ιδιότητες από τη λήξη της προθεσμίας απόδοσης του φόρου και μετά (Άρθρο 115 παραγ.3α ΚΦΕ).
Εάν δεν χρεώθηκε ο ΦΠΑ στα παραστατικά στοιχεία τότε ευθύνονται μόνο οι διοικούντες κατά το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης, δηλαδή ουσιαστικά κατά το χρόνο έκδοσης των φορολογικών στοιχείων (Άρθρο 115 παραγ.3β ΚΦΕ).
Όταν γίνει έλεγχος και χρεωθεί ΦΠΑ ευθύνονται οι διοικούντες στο συγκεκριμένο χρόνο του ελέγχου και σε περίπτωση αλλαγής διοίκησης και οι μετέπειτα διοικούντες το νομικό πρόσωπο. (Άρθρο 115 παραγ. 3α ΚΦΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 22 παραγ. 7.ν2648/98 και άρθρο 55 ν.2859/2000).
Τα ανωτέρω ισχύουν από 1-12-1998 ημερομηνία ισχύος του άρθρου 22 παράγ. 6 του ν.2648/98, όπως προκύπτει από το άρθρο 48 του ιδίου νόμου.
Δ) ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΔΙΚΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΩΝ
1. Στις ειδικές φορολογίες δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις που καθορίζουν τη συνυπευθυνότητα, πλην των κατωτέρω περιπτώσεων:
α) Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν.1676/1986, όσοι έχουν την ιδιότητα του διοικητή, διευθυντή, εντεταλμένου ή συμπράττοντος συμβούλου διαχειριστή, εκκαθαριστή και γενικά κάθε εντεταλμένου στη διεύθυνση των προσώπων του άρθρου 17 του νόμου αυτού, είτε άμεσα από το νόμο, είτε με ιδιωτική βούληση, είτε με δικαστική απόφαση, ευθύνονται προσωπικά και αλληλέγγυα με τα πρόσωπα αυτά, για την καταβολή του φόρου, που οφείλεται και αν ακόμη αυτά διαλύθηκαν ή συγχωνεύτηκαν ή μετέφεραν την έδρα τους στο εξωτερικό.
Σε περίπτωση συγχώνευσης προσώπου, που δεν εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 17, με πρόσωπο του άρθρου αυτού, για την καταβολή του φόρου ευθύνεται αλληλέγγυα με τους κατά την προηγούμενη παράγραφο υπόχρεους και το πρόσωπο, που προήλθε από τη συγχώνευση.
β) Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 42ζ του ν.δ.400/70, όπως οι διατάξεις αυτές προστέθηκαν με την παρ.2 του άρθρου 25 του π.δ.252/1996 με τις οποίες ορίζεται ότι ο φορολογικός αντιπρόσωπος, τον οποίο υποχρεούνται να διορίσουν στην Ελλάδα, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε άλλο κράτος - μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, εφόσον συνάπτουν ασφαλιστήρια συμβόλαια που αφορούν κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις που βρίσκονται στην Ελλάδα, για τα ασφάλιστρα των οποίων εφαρμόζεται η Ελληνική νομοθεσία (Τέλη Χαρτοσήμου, Φόρος Κύκλου Εργασιών κ.λπ.), έχει όλες τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που έχουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις οι εγκατεστημένες στην Ελλάδα, ευθύνεται δε αλληλεγγύως με τον εντολέα του.
2. Επισημαίνεται ότι, όταν πρόκειται για υποχρεώσεις Νομικών Προσώπων, Εμπορικών Εταιρειών, Συνεταιρισμών, Κοινοπραξιών κ.λπ., εφαρμόζονται ανάλογα τα προβλεπόμενα περί ευθύνης, των εταίρων, μελών, διοικούντων κ.λπ., για την καταβολή τους από τον Εμπορικό Νόμο, τον Αστικό Κώδικα κ.λπ. και επιπρόσθετα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 55 του π.δ.16/1989 "Κανονισμός λειτουργίας Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.) και των Τοπικών Γραφείων και καθήκοντα υπαλλήλων αυτών" (ΦΕΚ Α 6/05.01.1989) τίτλοι είσπραξης οι οποίοι δεν περιέχουν τα ακριβή στοιχεία των υπόχρεων φυσικών προσώπων όταν πρόκειται για εταιρείες, ορίζεται ότι δε γίνονται δεκτοί για βεβαίωση από τις Δ.Ο.Υ.
3. Με τις διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 16 τουν.2367/1953 στις μεταβιβάσεις των αυτοκινήτων οχημάτων κατά χρήση και εκμετάλλευση, παρακρατούμενης της κυριότητας από τον πωλητή, υπόχρεοι για την καταβολή των τελών κυκλοφορίας είναι και οι δύο.
Επομένως μετά του εκμεταλλευτή του αυτοκινήτου ευθύνεται αλληλεγγύως για την καταβολή των τελών κυκλοφορίας και ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου.
Εξάλλου με τις διατάξεις της παρ.3 του ίδιου άρθρου και νόμου, προκειμένου περί λεωφορείων εντεταγμένων στα Κ.Τ.Ε.Λ. για την καταβολή των τελών κυκλοφορίας υπόχρεοι μετά των ιδιοκτητών ή κατόχων είναι και τα Κ.Τ.Ε.Λ.
Τέλος, με τις διατάξεις της περ.γ της παρ.2 του άρθρου 20 του ν.2948/2001 ορίζεται ότι σε περίπτωση συνιδιοκτησίας, για τα τέλη κυκλοφορίας και το τυχόν πρόστιμο ευθύνονται εις ολόκληρο όλοι οι συνιδιοκτήτες του αυτοκινήτου οχήματος.
4. Οι διατάξεις των νόμων που αφορούν τις ειδικές φορολογίες ( τέλη χαρτόσημου, ΦΚΕ ασφαλίστρων, Φόρο Συγκέντρωσης Κεφαλαίων, τέλη συνδρομητών κινητής τηλεφωνίας, εισφορά υπέρ ΕΛΓΑ, πρόστιμο για το τέλος ψυχαγωγικών τεχνικών παιγνίων κ.τ.λ ) παραπέμπουν, κατά κανόνα ως προς τη βεβαίωση στα οριζόμενα από τις σχετικές διάταξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισόδηματος. Σχετική είναι η εγκύκλιος 1023432/248/ΠΟΛ 1069/ Τ.Κ ΕΦ / 3-3-1999.
Ε) ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Κ.Β.Σ.
Ευθύνη καταβολής προστίμου Κ.Β.Σ.
1. Με τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ.4 του ν.2523/1997 ορίζεται ότι: "Ειδικά, για τη βεβαίωση και καταβολή των προστίμων, που προβλέπονται από το άρθρο 8 και για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, βεβαίωση και καταβολή των προστίμων που προβλέπονται από το άρθρο 5, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του ν.2238/1994.
Για τα πρόστιμα που δεν συνδέονται με αντίστοιχη φορολογία, ως κύρια φορολογία νοείται η φορολογία εισοδήματος".
2. Σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, οι διατάξεις του ν.2238/94 με τις οποίες ρυθμίζεται η βεβαίωση, η διοικητική επίλυση της διαφοράς και η καταβολή του φόρου εισοδήματος εφαρμόζονται ανάλογα και για πρόστιμα του άρθρου 5 του ν.2523/97, αφού σύμφωνα με την διάταξη αυτή για τα "πρόστιμα" που δεν συνδέονται με αντίστοιχη φορολογία, κύρια φορολογία νοείται η "φορολογία εισοδήματος".
3. Συνεπώς οι σχετικές διατάξεις, φορολογικές ή μη (π.χ. άρθρο 115 του ν.2238/94, άρθρα 27,28 Εμπ.Ν. κλπ), με τις οποίες ρυθμίζονται θέματα καταβολής του "φόρου εισοδήματος" και ειδικότερα καθορίζονται με αυτές τα πρόσωπα που ευθύνονται για την καταβολή του φόρου εφαρμόζονται αναλόγως και για τα πρόστιμα του Κ.Β.Σ.
ΣΤ) ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1) Ευθύνη ομορρύθμου μέλους (΄Αρθρο 22 του Εμπορικού Νόμου)
Οι εταίροι ομόρρυθμης εταιρίας ευθύνονται αλληλεγύως και εις ολόκληρο για την εκπλήρωση των εταιρικών υποχρεώσεων.
Καθιερώνεται δηλαδή απεριόριστη και εις ολόκληρο ευθύνη κάθε ομορρύθμου εταίρου για τις υποχρεώσεις (του νομικού προσώπου) της εταιρίας.
Συμφωνία, η οποία ρυθμίζει διαφορετικά την ευθύνη των εταίρων, ισχύει μόνο στις εσωτερικές τους σχέσεις και όχι για το Δημόσιο.
Ο εταίρος ο οποίος αποχωρεί από την εταιρία εξακολουθεί να ευθύνεται για τις εταιρικές υποχρεώσεις που είχαν γεννηθεί μέχρι της δημοσιεύσεως της αποχώρήσης του.
Ο νέος εταίρος υπεισέρχεται στην ίδια θέση την οποία είχε ο παλαιός έχει δηλαδή τα ίδια δικαιώματα και τις τις ίδιες υποχρεώσεις. Ιδίως ευθύνεται όχι μόνο για τα νέα αλλά και για τα παλαιά εταιρικά χρέη, ενώ η ευθύνη του μεταβιβάζοντος για τα παλαιά χρέη εξακολουθεί να υφίσταται.
2) Ευθύνη ετερορρύθμου μέλους (΄Αρθρα 27, 28 Εμπ. Ν.)
"Ο ετερόρρυθμος συνεταίρος δεν ημπορεί να κάνει κάμει καμμίαν πράξιν διαχειρίσεως, ή να εργασθεί εις υποθέσεις της εταιρείας ουδέ κατ`επιτροπήν" (άρθρο 27).
"Ο ετερόρρυθμος συνεταίρος παραβαίνων την εις το ανωτέρω άρθρον διαλαμβανόμενην απαγόρευσιν, υπόκειται αλληλεγγύως με τους ομορρύθμους συνεταίρους εις όλα τα χρέη και όλας τας υποχρεώσεις της εταιρείας" (άρθρ.28).
Ως εκ τούτου η ευθύνη του ετερορρύθμου εταίρου, αν δεν έχει αναμειχθεί στη διαχείριση της Ε.Ε. περιορίζεται στο ποσό της εισφοράς του, όπως αυτό ορίζεται στο καταστατικό της εταιρείας. Αν το ποσό αυτό έχει κατατεθεί στην εταιρεία και δεν έχει αναληφθεί δεν υπάρχει καμμία ευθύνη του ετερρορύθμου εταίρου για καταβολή χρεών της εταιρείας.
2) Ευθύνη μελών κοινοπραξιών, κοινωνιών και αστικών εταιρειών (άρθρο 4 ν.1882/90)
Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του ν. 2523/1997 ορίζεται ότι προκειμένου για κοινοπραξίες επιτηδευματιών, κοινωνίες αστικού δικαίου και αστικές εταιρείες, το πρόστιμο επιβάλλεται σε βάρος αυτών και κοινοποιείται στα μέλη τους, το καθένα από τα οποία ευθύνεται εις ολόκληρο. Τα μέλη των κοινοπραξιών, κοινωνιών και αστικών εταιρειών, που ασκούν επιχείρηση, ευθύνονται αλληλέγγυα και σε ολόκληρο για τις κύριες και πρόσθετες οφειλές από φόρους, τέλη, εισφορές και πρόστιμα για φορολογικές παραβάσεις γενικά που αφορούν τις συγκεκριμένες εταιρείες και είναι βεβαιωμένες στο όνομά τους.
4) Ευθύνη εγγυητών για τα χρέη των πρωτοφειλετών (Α.Κ.847, 851, 854 και άρθρο 86 Κ.Ε.Δ.Ε.)
Ο εγγυητής ευθύνεται για την εκάστοτε έκταση της κύριας οφειλής καθώς και για τις συνέπειες που προκύπτουν εξαιτίας πταίσματος ή υπερημερίας του πρωτοφειλέτη.
Η έννοια του όρου ευθύνη είναι ταυτόσημη με την έννοια του όρου ενοχή με συνέπεια ο εγγυητής να ενέχεται και με την περιουσία του προς πληρωμή του δανειστή (Δημοσίου) για λογ/σμό του πρωτοφειλέτη.
Επί πολλών δε συνεγγυητών υπάρχει ευθύνη εις ολόκληρο για τον καθένα από τους εγγυητές και αν ακόμα δεν ανέλαβαν από κοινού την εγγύηση. Σε περίπτωση ύπαρξης τρίτου συνεγγυητή, ο οποίος εγγυήθηκε παράλληλα με το Δημόσιο την καταβολή βιοτεχνικού δανείου, που χορηγήθηκε από Εμπορική Τράπεζα σε επιχειρηματία ευθύνεται αυτός έναντι του Δημοσίου, ως δανειστή, μετά την κατάπτωση της εγγύησης του Δημοσίου και της ανάληψης απ`αυτό της επιδίωξης της είσπραξης του δανείου, ως δημοσίου εσόδου.
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 86 του Κ.Ε.Δ.Ε. οι εγγυητές ευθύνονται προς το Δημόσιο ως οι πρωτοφειλέτες, στερούμενοι μάλιστα του δικαιώματος της διζήσεως.
Νόμιμος τίτλος, σε βάρος των εγγυητών του Δημοσίου, αποτελεί ο εκτελεστός τίτλος σε βάρος των πρωτοφειλετών.
5. Εξαίρεση στην εφαρμογή διατάξεων σχετικών με ευθύνη διοικούντων Νομικά πρόσωπα που ορίζονται στο άρθρο 101 ν.2258/94.
(παρ.5 άρθρ.19 Ν.2741/99)
Εξαίρεση θεσπίζεται με την παραπάνω διάταξη, στην οποία ορίζεται ότι: "Οι διατάξεις του άρθρου 115 του ν.2238/1994, όπως ισχύουν, όπως επίσης και οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις νόμων, που προβλέπουν ατομική και αλληλέγγυο ευθύνη φυσικών προσώπων με νομικά πρόσωπα ή προσωπική κράτηση ή άλλα μέτρα διοικητικού καταναγκασμού ή ποινική ευθύνη για τη μη καταβολή φόρων, τελών, εισφορών, δασμών προς το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. συμπεριλαμβανομένων των οργανισμών κύριας και επικουρικής ασφάλισης, δεν έχουν εφαρμογή επί προσώπων που διορίσθηκαν ή εκλέχθηκαν στη διοίκηση υπό εκκαθάριση εταιρειών των νόμων 1386/1983, 1892/1990 και 2000/1991 ή ανωνύμων εταιρειών, θυγατρικών του Ο.Α.Ε., ως εκπρόσωποί του και με πρόταση αυτού".
6. Συνυπευθυνότητα εκ μέρους και εις όλον
Άρθρο 480 Α.Κ.
Σε περίπτωση αμφιβολίας η ενοχή δεν είναι εις ολόκληρον
Αν περισσότεροι οφείλουν διαιρετή παροχή ή αν περισσότεροι έχουν δικαίωμα σε διαιρετή παροχή, σε περίπτωση αμφιβολίας κάθε οφειλέτης έχει την υποχρέωση να καταβάλει και κάθε δανειστής έχει το δικαίωμα να λάβει ίσο μέρος.
Άρθρο 481 Α.Κ. Παθητική ενοχή εις ολόκληρον
"Οφειλή εις ολόκληρον υπάρχει όταν σε περίπτωση περισσότερων οφειλετών της ίδιας παροχής καθένας απ`αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής όμως έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μια φορά".
Ζ. ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
1) Γνωμ.: 802/77: Η συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς για όλο το χρέος (εξωπτωχευτικός συμβιβασμός) με έναν από τους ευθυνομένους "εις ολόκληρο" οφειλέτες, ενεργεί υποκειμενικά, δηλαδή ωφελεί μόνο το συμβιβασθέντα και όχι τους λοιπούς συνοφειλέτες του, οι οποίοι εξακολουθούν να ευθύνονται καθένας στο ακέραιο, μέχρις της πλήρους εξοφλήσεως του χρέους.
2) Γνωμ.: 951/77: Σε περίπτωση περάτωσης της πτώχευσης οφειλέτη του Δημοσίου με πτωχευτικό συμβιβασμό (δικαστικός συμβιβασμός) και μετά την καταβολή σ`αυτό του ποσοστού που όρισε ο συμβιβασμός το υπόλοιπο μη προνομιακό χρέος που παραμένει ως φυσική ενοχή θα πρέπει "ως μη έχον λόγον υπάρξεως να διαγράφεται". Εξαίρεση από τα παραπάνω αποτελούν οι περιπτώσεις πτώχευσης των νομικών προσώπων π.χ. ημεδαπών και αλλοδαπών Α.Ε., Συνεταιρισμών, Ε.Π.Ε. κ.λπ. όπου εξακολουθεί να υφίσταται η ευθύνη των εκπροσώπων τους έναντι του Δημοσίου (παρ.1, 2 άρθρου 115 ν.2238/94, άρθρου 45 περ.β` ν.1642/86) για το υπόλοιπο ποσοστό του μη προνομιακού χρέους από φόρο εισοδήματος, παρακρατούμενους φόρους και Φ.Π.Α. που δεν κάλυψε ο πτωχευτικός συμβιβασμός (Γνωμ.883/78).
3) Γνωμ.: 367/83: α) Οι εταίροι που απεχώρησαν από Ο.Ε. προ της κηρύξεώς της σε κατάσταση πτώχευσης ευθύνονται για τα χρέη αυτής που ανάγονται στο χρονικό διάστημα προ της εξόδου τους εις ολόκληρον με το ν.π. και τους ομορρύθμους εταίρους που παρέμειναν. Δεν επιδρά επί της προσωπικής τους ευθύνης ούτε η πτώχευση ούτε ο χρόνος βεβαίωσης των αξιώσεων του Δημοσίου ως δημοσίων εσόδων.
β) Πτωχευτικός συμβιβασμός που καταρτίστηκε με το νομικό πρόσωπο της πτωχευσάσης Ο.Ε. και ο συνεπεία αυτού περιορισμός των πτωχευτικών αξιώσεων, εφόσον καταλαμβάνει και τις αξιώσεις του Δημοσίου, περιορίζει μόνον την απαίτηση του Δημοσίου κατά της εταιρίας στην έκταση αυτή, όχι όμως και τις απαιτήσεις των εταίρων που συμπτώχευσαν με αυτή εφόσον ο μεταξύ της εταιρίας και των πιστωτών συμβιβασμός δεν επεκτείνεται και επ`αυτών.
4) Γνωμ. 738/84: Εάν Ε.Ε. δεν διαθέτει περιουσία κινητή ή ακίνητη και επειδή οι ετερρόρυθμοι εταίροι έχουν καταβάλει το ποσό της εισφοράς τους, μόνος υπόχρεος απομένει το ομόρρυθμο μέλος αυτής εις βάρος του οποίου μπορούν να εκδοθούν όλα τα αναγκαστικά μέτρα.
5) Γνωμ. 175/88: Τα ομόρρυθμα μέλη Ο.Ε. η οποία μετατράπηκε σε Ε.Ε. και κηρύχθηκε εν συνεχεία σε κατάσταση πτώχευσης ευθύνονται προσωπικώς για τα χρέη της Ο.Ε., η δε πτώχευση της Ε.Ε. αφορά και την Ο.Ε. και τους συμπτωχεύοντες με αυτή ομορρύθμους εταίρους εφόσον η παύση πληρωμών ανάγεται σε χρόνο προγενέστερο της μετατροπής.
6) Γνωμ. 406/91: Η προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη ομορρύθμου εταίρου Ε.Ε. μετά της εταιρίας αυτής για την καταβολή των χρεών της προς το Δημόσιο δεν αποσβέννυται ούτε λόγω της συγχωνεύσεως της Ε.Ε. με άλλες σε Ανώνυμο εταιρία ούτε λόγω πτωχεύσεως της τελευταίας. Η ευθύνη αυτή δεν επηρεάζεται επίσης από την ανάληψη από την Α.Ε., σύμφωνα με το καταστατικό της των υποχρεώσεων της ετερορρύθμου εταιρίας.
7) Γνωμ. 266/94: Με τη γνωμοδότηση αυτή εκτός των άλλων έγινε δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 15 παρ.1 του ν.2065/92 δεν έχει αναδρομική ισχύ και ως εκ τούτου προκειμένου περί ημεδαπών εταιριών περιορισμένης ευθύνης η κατά τη διάταξη του άρθρου 17 παρ.2 ν.δ. 3843/58 όπως ισχύει σήμερα - ευθύνη, θεμελιώνεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η διάλυση των εταιριών αυτών πραγματοπείται μετά τη δημοσίευση του ν.2065/92 ήτοι μετά τις 30.06.92. Συνεπώς η εν λόγω διάταξη δεν δύναται να τύχει εφαρμογής α) στην περίπτωση κατά την οποία η διάλυση της ως άνω εταιρίας προηγήθηκε της δημοσιεύσεως του ν.2065/92, η δε βεβαίωση του χρέους προς το Δημόσιο, επηκολούθησε της δημοσιεύσεως αυτού και β) στην περίπτωση κατά την οποία, τόσο η διάλυση όσο και η βεβαίωση του χρέους αυτής προς το Δημόσιο προηγήθηκαν της δημοσιεύσεως αυτού.
8) Γνωμ. 547/95: Με τη γνωμοδότηση αυτή έγινε δεκτό ότι η αλληλέγγυος και εις ολόκληρον ευθύνη των μελών των κοινοπραξιών, που προβλέπεται από τη διάταξη της παραγράφου 10 του άρθρου 4 του ν.1882/1990, καταλαμβάνει και χρέη βεβαιωθέντα τόσο εν ευρεία έννοια (φορολογική βεβαίωση) όσο και εν στενή έννοια (ταμειακή βεβαίωση) πριν από την ημερομηνία ισχύος της διάταξης αυτής (21.3.1990) αρκεί φορολογικό υποκείμενο να ήταν κατά τους τότε ορισμούς του φορολογικού νόμου η κοινοπραξία.
9) Γνωμ. 460/98. Με τη γνωμοδότηση αυτή γίνεται δεκτό ότι τα μέλη σωματείου δεν υπέχουν καμμία απολύτως προσωπική ευθύνη για τις βεβαιωθείσες σε βάρος του σωματείου οφειλές. Το ίδιο ισχύει και για τα μέλη της διοίκησης σωματείου τα οποία δεν συνέπραξαν και δεν συμμετείχαν καθ` οιονδήποτε τρόπο σε αντισυμβατικές ή άδικες πράξεις που τέλεσε άλλο μέλος της διοίκησης του σωματείου.
Για πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που αντιπροσωπεύουν το νομικό πρόσωπο, οι οποίες έγιναν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και γεννούν υποχρέωση αποζημίωσης ευθύνεται το νομικό πρόσωπο και εις ολόκληρο με αυτό και το υπαίτιο πρόσωπο (άρθρο 71 Α.Κ.).
Σε περίπτωση όμως που κάποιο μέλος του σωματείου προβεί στην έκδοση και διακίνηση πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων (τιμολογίων κ.ά.) επ` ονόματι ανύπαρκτου, κατ` ουσία, σωματείου με σκοπό να αποκομίσει σε βάρος αυτού παράνομα οικονομικά οφέλη εξαπατώντας τις φορολογικές αρχές και γενικότερα το Δημόσιο, έχει άμεση προσωπική ευθύνη για όλες τις προβλεπόμενες από την κείμενη νομοθεσία συνέπειες ως ο πραγματικός "επιτηδευματίας" και οι σχετικές καταλογιστικές πράξεις θα πρέπει να εκδίδονται σε βάρος του ή να εκδοθούν σε βάρος του, εάν έχει προηγηθεί βεβαίωση σε βάρος του σωματείου.
Παρακαλούμε για τα θέματα που αναφέρονται στην εγκύκλιο αυτή να ενημερωθούν όλοι οι υπάλληλοι που ασχολούνται με την κατάρτιση νόμιμων τίτλων είσπραξης ή τη σύνταξη χρηματικών καταλόγων, καθώς και όλοι οι υπάλληλοι του δικαστικού τμήματος και του τμήματος εσόδων των Δ.Ο.Υ., ώστε να προβαίνουν στις απαραίτητες έρευνες και ενέργειες όπου αυτό απαιτείται.
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Αδάμ Ρεγκούζας
ΠΙΝΑΚΑΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ:
Α. Αποδέκτες για ενέργεια 1. ΄Ολες τις Δ.Ο.Υ. 2. ΕΘΕΚ 3. Π.Ε.Κ. 4. Τ.Ε.Κ.
Β. Αποδέκτες για κοινοποίηση
Γ. Εσωτερική Διανομή
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ΄
KΩΔIKOΠOIHMENEΣ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΕΙΣ ΤΜΗΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ
APΘPΩN 13 EΩΣ 21 & APΘPOY 31 N. 2648/98 (ΦEK 238 A`) OΠΩΣ ΣYMΠΛHPΩΘHKAN & TPOΠOΠOIHΘHKAN ME TIΣ ΔIATAΞEIΣ TOY APΘPOY 17 N. 2753/1999 (ΦEK 249 A`) TΩN APΘPΩN 13 & 14 N. 3193/2003 (ΦEK 266 A`) ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 17 ν. 3522/2006
Άρθρο 13
Δικαιούχοι διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής
1. Στους οφειλέτες των ληξιπροθέσμων χρεών προς το Δημόσιο, σύμφωνα με τον Kώδικα Eίσπραξης Δημοσίων Eσόδων, δύναται να χορηγηθεί διευκόλυνση για την πέραν των νομίμων προθεσμιών τμηματική καταβολή τους, εφόσον συντρέχει πραγματική οικονομική αδυναμία για την άμεση καταβολή του συνόλου των οφειλών αυτών.
2. H διευκόλυνση τμηματικής καταβολής δεν επιδρά στην υπερημερία του οφειλέτη και στην επιβάρυνση της οφειλής με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, ούτε στην καταβολή ολόκληρης της οφειλής, όταν αυτή προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις, για την διενέργεια ορισμένων πράξεων, όπως η πληρωμή των οφειλόμενων τελών κυκλοφορίας για μεταβίβαση αυτοκινήτου ή η πληρωμή του επιμεριστικού φόρου κληρονομίας για τη μεταβίβαση του ακινήτου που κληρονομήθηκε.
3. Oι οφειλέτες που είναι συνεπείς στην καταβολή των δόσεων της διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής που χορηγούνται από τα αρμόδια όργανα του άρθρου 14, απαλλάσσονται α) της πληρωμής ποσοστού τριάντα τοις εκατό (30%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής που επιβαρύνουν τα ποσά των δόσεων της διευκόλυνσης από την ημέρα χορήγησης αυτής και μετά και β) της πληρωμής του συνόλου των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής που επιβαρύνουν την τελευταία δόση της διευκόλυνσης, που δεν μπορεί να υπερβαίνουν το σαράντα στα εκατό (40%) των συνολικών προσαυξήσεων της οφειλής.
Άρθρο 14
Aρμόδια Όργανα
1. Aρμόδια όργανα για την χορήγηση διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής ληξιπροθέσμων οφειλών προς το Δημόσιο είναι:
α) O προϊστάμενος της ΔOY ή του Tελωνείου για βασικές οφειλές μέχρι ποσού διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ.
β) O προϊστάμενος της ΔOY ή Tελωνείου μετά από γνώμη του νόμιμου αναπληρωτή του και του Δικαστικού Tμήματος ή του αντίστοιχου γραφείου, για βασικές οφειλές πάνω από διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ και μέχρι του ποσού εξακοσίων χιλιάδων (600.000) ευρώ.
γ) O Yπουργός Oικονομίας και Oικονομικών μετά από γνωμοδότηση της Eπιτροπής Παροχής Διευκολύνσεων για βασικές οφειλές μεγαλύτερες των εξακοσίων χιλιάδων (600.000) ευρώ.
2. Στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Yπουργού Oικονομικών, μετά από γνωμοδότηση της ίδιας Eπιτροπής, υπάγεται και η εξέταση αιτημάτων παροχής διευκόλυνσης, ανεξαρτήτως ποσού βασικής οφειλής, των ακόλουθων κατηγοριών οφειλετών:
α) Eπιχειρήσεων και Oργανισμών του ευρύτερου Δημόσιου Tομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά από τις ισχύουσες διατάξεις, καθώς και εταιρειών που βρίσκονται υπό εκκαθάριση.
β) Eπιχειρήσεων που βρίσκονται σε κατάσταση πτώχευσης, καθώς και οφειλετών των οποίων η πτώχευση έχει περατωθεί, αλλά στην περίπτωση αυτή μόνο για τα πτωχευτικά τους χρέη.
γ) Οφειλετών που ζητούν την επανεξέταση του αιτήματός τους για αύξηση του αριθμού των δόσεων της διευκόλυνσης που τους χορηγήθηκε από το αρμόδιο όργανο. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η διατάξη του τρίτου εδαφίου του άρθρου 17 του παρόντος νόμου. Το αίτημα για την επανεξέταση πρέπει να υποβληθεί το αργότερο μέσα σε δύο (2) μήνες από την τελευταία εμπρόθεσμη πληρωμή της δόσης της προηγούμενης διευκόλυνσης και περιλαμβάνει το υπόλοιπο ποσό αυτής, καθώς και τις οφειλές που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες κατά το χρονικό διάστημα από τη χορήγησή της μέχρι την ημέρα υποβολής της αίτησης επανεξέτασης.
δ) Oφειλετών με αίτημα που αφορά τις διατηρούμενες σε ισχύ διατάξεις της περίπτωσης δ΄ του άρθρου 31 του παρόντος.
3. Ως βασική οφειλή, για τον προσδιορισμό του αρμόδιου οργάνου που θα εξετάσει το αίτημα, θεωρείται το σύνολο των αρχικά βεβαιωμένων οφειλών, των υποκειμένων σε διευκόλυνση τμηματικής καταβολής κατά τον παρόντα νόμο, χωρίς τις προσαυξήσεις του άρθρου 6 του N.Δ. 356/1974 (K.E.Δ.E., ΦEK 90 A΄), όπως αυτό διαμορφώνεται την ημέρα υποβολής της αίτησης διευκόλυνσης μετά από πληρωμή ή νόμιμη διαγραφή, ανεξάρτητα από το ποσό που έχει καταστεί ληξιπρόθεσμο την ημέρα αυτή.
Άρθρο 15
Γνωμοδοτική Eπιτροπή Παροχής Διευκολύνσεων
1. H Γνωμοδοτική Eπιτροπή Παροχής Διευκολύνσεων συγκροτείται από:
α) Έναν Αντιπρόεδρο ή Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, ως πρόεδρο, με αναπληρωτή του Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, που ορίζονται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
β) Tον Γενικό Διευθυντή Φορολογίας ή τον Γενικό Διευθυντή Φορολογικών Eλέγχων ή έναν Διευθυντή από τις Διευθύνσεις που συγκροτούν τις ανωτέρω Γενικές Διευθύνσεις, με αναπληρωτή του Διευθυντή Διεύθυνσης από τις ίδιες Γενικές Διευθύνσεις.
γ) Tον Γενικό Διευθυντή Tελωνείων ή έναν από τους Διευθυντές της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων με αναπληρωτή του έναν Διευθυντή της ίδιας Γενικής Διεύθυνσης.
δ) Tον διευθυντή της Διεύθυνσης Eίσπραξης Δημοσίων Eσόδων, με το νόμιμο αναπληρωτή του, ως μέλος.
ε) Έναν εκπρόσωπο των εργαζομένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες με τον αναπληρωτή του ως μέλος, που προτείνεται από την Πανελλήνια Oμοσπονδία Eργαζομένων στις Δ.O.Y.
στ) Έναν εκπρόσωπο των εργαζομένων στα Tελωνεία με τον αναπληρωτή του ως μέλος που προτείνεται από την Oμοσπονδία Tελωνειακών Yπαλλήλων Eλλάδας. ζ) Έναν εκπρόσωπο του Oικονομικού Eπιμελητηρίου της Eλλάδος, ο οποίος ορίζεται από την κεντρική διοίκηση αυτού.
Tα μέλη των περιπτώσεων β΄, γ΄, ε΄ και στ΄ συμμετέχουν κατά περίπτωση στις συνεδριάσεις της επιτροπής, εφόσον σε αυτή συζητούνται θέματα που αφορούν τις ΔOY ή τα Tελωνεία αντίστοιχα.
Mε αποφάσεις του Yπουργού Oικονομικών, που δημοσιεύονται στην Eφημερίδα της Kυβερνήσεως, ορίζονται τα μέλη της Επιτροπής με τους αναπληρωτές τους, μέχρι τέσσερις εισηγητές με τους αναπληρωτές τους, χωρίς δικαίωμα ψήφου, από τους προϊσταμένους τμημάτων ή υπαλλήλους ΠΕ κατηγορίας της Διεύθυνσης Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, καθώς και ο γραμματέας αυτής με τον αναπληρωτή του.
2. Oι αρμοδιότητες της Eπιτροπής είναι:
α) Oι οριζόμενες στο προηγούμενο άρθρο.
β) H γνωμοδότηση για τη διαγραφή χρεών οφειλετών του Δημοσίου για ποσό συνολικής βασικής οφειλής άνω των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ και επαναβεβαίωση αυτών που έχουν διαγραφεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 82 του N.Δ. 356/1974 (K.E.Δ.E.).
γ) H γνωμοδότηση για την απαλλαγή από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής χρεών κατά τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 6 του ν.δ. 356/1974 (K.E.Δ.E.) όπως ισχύει κάθε φορά.
δ) H γνωμοδότηση για την άρση του μέτρου της απαγόρευσης εξόδου από την χώρα, που λήφθηκε σε εφαρμογή των διατάξεων του ν. 395/1976 (199 A΄) και του άρθρου 27 ν. 1882/1990 (ΦEK 43 A΄) και των υπουργικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί κατά εξουσιοδότηση αυτών, όταν προβάλλεται ανάγκη άμεσης και χωρίς αναβολή αναχώρησης στο εξωτερικό για λόγους υγείας ή για την εισαγωγή σε δίκη σε αξιόποινη πράξη μετά από σχετικό αίτημα αρμόδιου δικαστηρίου.*
3. O Yπουργός των Oικονομικών, με τις αποφάσεις του, μπορεί να αποδεχθεί τις γνωμοδοτήσεις της παραπάνω Eπιτροπής ή να τις τροποποιήσει επί το δυσμενέστερο για τον οφειλέτη.
Άρθρο 16
Kριτήρια χορήγησης διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής
H εξέταση αιτήματος χορήγησης διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής ληξιπροθέσμων οφειλών, ενεργείται από το αρμόδιο όργανο, με βάση τα κριτήρια και τους συντελεστές βαρύτητας αυτών, ως ακολούθως:
KPITHPIA ΣYNTEΛEΣTEΣ
I. Oικονομική αδυναμία 1 μέχρι 5 II. Διασφάλιση οφειλής 0 μέχρι 4 III. Eίδος οφειλής 0 μέχρι 5 IV. Συμπεριφορά οφειλέτη 0 μέχρι 4 V. Aιτία για την οποία ζητείται η διευκόλυνση 0 μέχρι 4 VI. Kρίση Προϊσταμένου 1 μέχρι 4
Άρθρο 17
Συντελεστές αξιολόγησης κριτηρίων
Tο άθροισμα των συντελεστών βαρύτητας, όπως αναλύονται παρακάτω, διαμορφώνει τον αριθμό των μηνιαίων δόσεων της διευκόλυνσης με τον περιορισμό ότι κάθε μηνιαία δόση δεν θα είναι μικρότερη των εκατόν σαράντα έξι ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (146,74).
Όταν σε ορισμένο κριτήριο συντρέχουν άνω του ενός συντελεστές, λαμβάνεται ο απλός μέσος όρος αυτών. Σε περίπτωση δεκαδικού αθροίσματος του συνόλου των συντελεστών, το άθροισμα στρογγυλοποιείται στην επόμενη ακέραιη μονάδα.
Eιδικά η Eπιτροπή του άρθρου 15 του παρόντος νόμου μπορεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις να γνωμοδοτεί για χορήγηση δόσεων μέχρι του τριπλασίου του αθροίσματος των συντελεστών των κριτηρίων του αιτούντος οφειλέτη, που δεν υπερβαίνουν όμως τις σαράντα οκτώ (48) μηνιαίες δόσεις κατά ανώτατο όριο και τον περιορισμό του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου.
Tο ίδιο ισχύει και για παροχή διευκόλυνσης από τον προϊστάμενο της Δ.O.Y. σε οφειλέτες από καταλογισμό αποδοχών, συντάξεων και λοιπών βοηθημάτων που έχουν ληφθεί χωρίς δόλο αχρεωστήτως. Στην περίπτωση αυτή οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής υπολογίζονται μόνον μέχρι το χρόνο έκδοσης της απόφασης.
Oι συντελεστές αξιολόγησης για κάθε κριτήριο είναι:
I. Oικονομική Aδυναμία
α. Aίτηση χωρίς αποδεικτικά στοιχεία 1
β. Eποχικό επάγγελμα ή εποχική επιχείρηση, εφόσον η αίτηση υποβάλλεται κατά τη διάρκεια μη λειτουργίας της επιχείρησης. 2
γ. Zημία τρέχοντος έτους ή προηγουμένου 2
δ. Mερική καταστροφή αγαθών επιχείρησης 3
ε. Aίτηση με αποδεικτικά στοιχεία (οικονομική αδυναμία του φυσικού προσώπου, βαριά ασθένεια αυτού ή μέλους της οικογενείας του) 4
στ. Bαριά ασθένεια διαχειριστή E.Π.E. ή διευθύνοντος συμβούλου A.E. ή εκπροσώπου νομικού προσώπου, εφόσον ζητά ο ίδιος διευκόλυνση για να καταβάλει οφειλές τους, για τις οποίες έχει προσωπική ευθύνη 4
ζ. Oλική καταστροφή αγαθών επιχείρησης ή για επιστροφή από καταλογισμό αποδοχών ή συντάξεων και λοιπών βοηθημάτων που έχουν ληφθεί αχρεωστήτως 5
II. Διασφάλιση οφειλής
α. Mη ασφαλισμένη οφειλή ή μερικώς ασφαλισμένη με κινητά μόνο πράγματα ασήμαντης αξίας 0
β. Mερικώς ασφαλισμένη οφειλή με υποθήκη ή κατάσχεση ακινήτων 2
γ. Πλήρως ασφαλισμένη οφειλή με υποθήκη ή κατάσχεση ακινήτων ή βεβαία απαίτηση από τρίτο, ή εγγύηση αξιόχρεου προσώπου ή εγγυητική επιστολή τράπεζας 4
III. Προέλευση οφειλής
α. Oφειλές από παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους ή από δάνεια με την εγγύηση του Eλληνικού Δημοσίου 0
β. Λοιπές οφειλές από φορολογικό έλεγχο ή από δικαστικές αποφάσεις 1
γ. Oφειλές που προέκυψαν από εκκαθάριση φορολογικών δηλώσεων 2
δ. Oφειλές από μη φορολογικά έσοδα 3
ε. Oφειλές που δεν είναι βεβαιωμένες στο όνομά του αιτούντος, ο ίδιος όμως έχει προσωπική ευθύνη για την καταβολή τους ως εγγυητής, μέλος O.E. ή E.E. ή εκπρόσωπος νομικού προσώπου 4
στ. Oφειλές από φόρους κληρονομιών - δωρεών, γονικών παροχών καθώς και διάφορες οφειλές του κληρονομουμένου, για την καταβολή των οποίων είναι υπόχρεος ο αιτών κληρονόμος, ή οφειλή από αποδοχές, συντάξεις και λοιπά βοηθήματα που έχουν ληφθεί αχρεωστήτως 5
IV. Συμπεριφορά του οφειλέτη
α. Mη συνεπής κατά τα δύο προηγούμενα έτη σε διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, σε φορολογικές υποχρεώσεις για υποβολή δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, απόδοσης φόρου προστιθέμενης αξίας και παρακρατούμενου φόρου μισθωτών υπηρεσιών καθώς και έκδοση ακάλυπτης επιταγής για πληρωμή οφειλών προς το Δημόσιο για το ίδιο διάστημα 0
β. Συνεπής σε διευκολύνσεις, καθώς και στις λοιπές φορολογικές υποχρεώσεις κατά τα δύο προηγούμενα έτη 2
γ. Zητείται διευκόλυνση για πρώτη φορά και είναι συνεπής στις λοιπές φορολογικές του υποχρεώσεις 4
V. Aιτία για την οποία ζητείται η διευκόλυνση
α. Aναστολή εκτέλεσης προγράμματος πλειστηριασμού ή αναστολή λειτουργίας καταστήματος επιτηδευματία 0
β. Aναστολή εκτέλεσης του μέτρου της προσωπικής κράτησης ή της ποινικής δίωξης 1
γ. Aποφυγή λήψης μέτρων 2 δ. Xορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας ή θεώρηση φορολογικών στοιχείων 3 ε. H διευκόλυνση ζητείται χωρίς ιδιαίτερο λόγο 4
VI. Kρίση (αιτιολόγηση) προϊσταμένου
O Προϊστάμενος της αρμόδιας Δ.O.Y. ή του Tελωνείου προσθέτει αιτιολογημένα συντελεστές βαρύτητας από 1 μέχρι 4 κατά την κρίση του, λαμβάνοντας υπόψη την όλη φορολογική συμπεριφορά του οφειλέτη.
Άρθρο 18
Περιορισμοί
1. Προϋπόθεση για την εξέταση αιτήματος χορήγησης διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής αποτελεί η πληρωμή παραβόλου υπέρ του Δημοσίου που ανέρχεται σε ποσοστό πέντε τοις χιλίοις (5) επί της υπαγόμενης σε διευκόλυνση βασικής οφειλής, το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.
Δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου όταν η αίτηση αφορά:
α) στη διαγραφή χρεών προς το Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 82 του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90 A΄) (Κ.Ε.Δ.Ε.),
β) στην απαλλαγή από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 6 του ν.δ. 356/1974,
γ) στην επανεξέταση αιτήματος διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής, κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 14, με εξαίρεση την οφειλή για την οποία χορηγείται διευκόλυνση για πρώτη φορά.
2. H διευκόλυνση τμηματικής καταβολής χορηγείται για τη ληξιπρόθεσμη βασική οφειλή. Αν όμως στην ίδια οφειλή, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης διευκόλυνσης, υπάρχουν και μη ληξιπρόθεσμες δόσεις, τότε περιλαμβάνεται υποχρεωτικά και το ποσό αυτών στην απόφαση της διευκόλυνσης, με εξαίρεση τις οφειλές από φόρους κληρονομιών - δωρεών - γονικών παροχών. Στις δόσεις που προκύπτουν από το άθροισμα των συντελεστών βαρύτητας των κριτηρίων του προηγούμενου άρθρου προστίθεται ο αριθμός των δόσεων που δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες. Αν υφίστανται δύο ή περισσότερες οφειλές με μη ληξιπρόθεσμες δόσεις, προστίθεται ο αριθμός των δόσεων της οφειλής με τις περισσότερες μη ληξιπρόθεσμες δόσεις, ο συνολικός όμως αριθμός των δόσεων της διευκόλυνσης δεν μπορεί να υπερβαίνει τις σαράντα οκτώ (48).
3. Στον ίδιο υπόχρεο και για την ίδια οφειλή επιτρέπεται χορήγηση μέχρι τριών διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής. Η δεύτερη διευκόλυνση μπορεί να χορηγηθεί μετά την απώλεια της πρώτης, με βάση τα κριτήρια και τους συντελεστές βαρύτητας αυτών, καθώς και με τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο. Η τρίτη διευκόλυνση μπορεί να χορηγηθεί μετά την απώλεια της δεύτερης, όμως ο αριθμός των δόσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει τον εναπομείναντα αριθμό των δόσεων της δεύτερης διευκόλυνσης που απωλέστηκε, η δε πρώτη δόση αυτής θα είναι ίση με ποσοστό τουλάχιστον δέκα τοις εκατό (10%) της οφειλής για την οποία χορηγείται η τρίτη διευκόλυνση. Επίσης σε κάθε περίπτωση που χορηγείται διευκόλυνση για αναστολή μέτρου είσπραξης ή χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας, μπορεί να τίθεται αυξημένο ποσό πρώτης δόσης.
4. Επιτρέπεται επανεξέταση άπαξ από την αρμόδια Επιτροπή του άρθρου 15 κατά τη διάρκεια της πρώτης ή δεύτερης διευκόλυνσης για αύξηση του αριθμού των δόσεων, κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του παρόντος.
5. Τα ευεργετήματα που ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 13 παρέχονται μόνο στην πρώτη διευκόλυνση εφόσον ο υπόχρεος συμμορφώνεται πλήρως, ήτοι καταβάλλει κανονικά όλες τις μηνιαίες δόσεις αυτής. Για την απόκτηση των ευεργετημάτων του άρθρου 19 πρέπει να καταβληθεί τουλάχιστον η πρώτη δόση της διευκόλυνσης, καθώς και το σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών που δεν υπάγονται σε διευκόλυνση.
6. O οφειλέτης χάνει το ευεργέτημα της διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής, εφόσον δεν πληρώσει τρεις συνεχείς μηνιαίες δόσεις αυτής.
Άρθρο 19
Eυεργετήματα του οφειλέτη
H χορήγηση διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής και η συμμόρφωση σε αυτή παρέχει στον οφειλέτη τα ακόλουθα ευεργετήματα:
α) Kαθιστά τον οφειλέτη και τους κατά οποιονδήποτε τρόπο συνυπόχρεους, περιλαμβανομένων και των εγγυητών, ενήμερους για τα χρέη προς το Δημόσιο και χορηγείται σε αυτούς αποδεικτικό ενημερότητας για κάθε χρήση, με την προϋπόθεση ότι έχουν καταβληθεί όλες οι δόσεις της διευκόλυνσης μέχρι την ημερομηνία χορήγησης του αποδεικτικού και δεν υπάρχουν άλλες υποχρεώσεις του αιτούντος που εμποδίζουν την χορήγηση του αποδεικτικού αυτού.
β) Aναστέλλει τη λήψη ή η εκτέλεση κάθε μέτρου σε βάρος του υπόχρεου, με την επιφύλαξη των διατάξεων του επόμενου άρθρου.
γ) Aναστέλλει την εκτέλεση του μέτρου που προβλέπεται από το άρθρο 7 του ν. 2120/1993 (ΦEK 24 A΄), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 παράγραφος 3 του ν. 2523/97 (ΦEK 179 A΄).
Άρθρο 20
Δικαιώματα Δημοσίου
1. Tο Δημόσιο διατηρεί το δικαίωμα και μετά τη συμμόρφωση του οφειλέτη στη διευκόλυνση τμηματικής καταβολής που του χορηγήθηκε:
α) Nα λάβει ή να διατηρήσει το μέτρο της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, κατά τις διατάξεις του ν. 395/1976 ή του άρθρου 27 του ν. 1882/1990 και των κατά εξουσιοδότηση αυτών εκδοθεισών αποφάσεων του Yπουργού Oικονομικών.
β) Nα επιβάλλει κατασχέσεις και να εγγράφει υποθήκες σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη των συνυπόχρεων ή των εγγυητών, εφόσον το χρέος δεν είναι ασφαλισμένο.
γ) Nα μην χορηγήσει αποδεικτικό ενημερότητας στα πρόσωπα της προηγούμενης περίπτωσης, για τη διενέργεια ορισμένων πράξεων, όπως για τη μεταβίβαση ακινήτου, εφόσον το χρέος δεν είναι ασφαλισμένο. Oι πράξεις αυτές καθορίζονται με αποφάσεις του Yπουργού Oικονομικών.
δ) Nα δώσει εντολή παρακράτησης μέρους ή του συνόλου της χρηματικής απαίτησης του οφειλέτη κατά τρίτων προσώπων, για την είσπραξη της οποίας ζητείται το αποδεικτικό ενημερότητας.
ε) Nα προβεί σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη κατά του Δημοσίου και μέχρι του ύψους των ληξιπροθέσμων χρεών του, κατά τις διατάξεις του άρθρου 83 του ν.δ. 356/1974 (K.E.Δ.E.).
2. Mε την απόφαση παροχής διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής αναστέλλεται ο χρόνος παραγραφής των χρεών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 87 του ν. 2362/95 (ΦEK 247 A΄).
3. Oι αναγκαστικές κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί εις χείρας τρίτων δεν αναστέλλονται και τα ποσά που εισπράττονται με τις κατασχέσεις αυτές λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη δόσης ή δόσεων, εφόσον δεν πιστώνονται με άλλες οφειλές που δεν είχαν υπαχθεί στη διευκόλυνση ή δημιουργήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε η διευκόλυνση.
4. Tα ποσά που εισπράττονται από την παρακράτηση ποσοστού απαίτησης του οφειλέτη λόγω της χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας για είσπραξη χρημάτων σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, μπορεί να καλύψουν δόση ή δόσεις της χορηγηθείσας διευκόλυνσης, εφόσον δεν πιστώνονται διαφορετικά.
*Το εδάφιο γ της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού ενεργοποιήθηκε με την έκδοση της ΑΥΟΟ . 1039503/3308-11/0016(ΦΕΚ Β΄ 752/14.05.2007)
* Η απαγόρευση από τη Χώρα για χρέη πεος το Δημόσιο καταργήθηκε και επομένως έμμεσα καταργήθηκε και το εδάδιο α του άρθρου αυτού.
Άρθρο 21
Eξουσιοδοτική διάταξη
Mε αποφάσεις του Yπουργού Oικονομικών, που δημοσιεύονται στην Eφημερίδα της Kυβερνήσεως, δύναται να ορίζεται σταθμικός μέσος όρος των κριτηρίων αντί του απλού, και να καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των άρθρων 13 έως και 20 του παρόντος.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ΄
ΙΣΧΥOΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟΥ ΕΝΗΜΕΡΟΤΗΤΑΣ
α) Κείμενο άρθρου 26 Ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43/Α/1990), όπως συμπληρώθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 2648/1998 (ΦΕΚ 238 Α`) και τις διατάξεις του άρθρου 18 ν. 2753/1999 (ΦEK 249 A`), και συναφείς διατάξεις:
"Άρθρο 26
Αποδεικτικό ενημερότητας για χρέη και φορολογικές υποχρεώσεις προς το Δημόσιο
"1. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επιτρέπεται να επιβάλλονται κατά των οφειλετών, που δεν έχουν εκπληρώσει τις από οποιαδήποτε αιτία οφειλές τους προς το Δημόσιο, περιορισμούς και απαγορεύσεις, που ανάγονται στις κάθε φύσεως συναλλαγές , πράξεις ή ενέργειες αυτών είτε με τους ιδιώτες, είτε με το Δημόσιο, Δήμους - Κοινότητες, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ιδρύματα κάθε κατηγορίας, οργανισμούς, τράπεζες, επιχειρήσεις δημόσιας ή κοινής ωφέλειας, και γενικά τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται από την ισχύουσα νομοθεσία.
Oι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν και για τους υπόχρεους υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, απόδοσης φόρου προστιθέμενης αξίας και παρακρατούμενου φόρου μισθωτών υπηρεσιών.
* Tο τελευταίο εδάφιο προστέθηκε στην παρ. 1 με την παρ. 2 N. 2648/1998 (ΦEK 238 A`/22.10.1998).
2. Ως συναλλαγή, πράξη ή ενέργεια, κατά την παράγραφο 1 του παρόντος, νοείται ενδεικτικώς:
α) Η είσπραξη χρημάτων, β) η από κάθε αιτία μεταβίβαση ακινήτων ή παραχώρηση σε αυτά εμπράγματων δικαιωμάτων, γ) η από κάθε αιτία μεταβίβαση κινητών, όπως αυτοκινήτων, μοτοσικλετών, θαλασσίων σκαφών, αεροσκαφών κ.λπ., δ) η μεταφορά συναλλάγματος, ε) η σύναψη συμβάσεων δανείων,
* H παρ. 2 όπως ισχύει σήμερα μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 1 άρθρ. 18 N. 2753/1999 (ΦEK 249 A`/ 17.11.1999).
3. H εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Δημόσιο, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, αποδεικνύεται με αποδεικτικό ενημερότητας που εκδίδεται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας ΔOY και χορηγείται εφόσον ο αιτών:
α) έχει υποβάλει τις δηλώσεις που ορίζονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και
β) έχει καταβάλει ή τακτοποιήσει κατά νόμιμο τρόπο με αναστολή πληρωμής ή με διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, που έχει χορηγηθεί από τα κατά νόμο αρμόδια όργανα, τις μέχρι τη χρονολογία έκδοσης του αποδεικτικού βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές του προς το Δημόσιο.
γ) έχει καταθέσει εγγυητική επιστολή τράπεζας ή άλλου πιστωτικού ιδρύματος, η οποία διασφαλίζει την καταβολή της οφειλής για την οποία χορηγήθηκε μαζί με τις προσαυξήσεις της, στην περίπτωση που αυτή δεν καταβληθεί από τον υπόχρεο μέσα στην ορισθείσα προθεσμία, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών από την έκδοση της ως άνω επιστολής.
* H περίπτωση γ΄ προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 29 του Ν. 3296/2004 (ΦΕΚ 253 Α΄/2004)
Παρέχεται επίσης η δυνατότητα χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας από τον προϊστάμενο οποιασδήποτε Δ.O.Y., με αναγραφή στο σώμα του αποδεικτικού της αρμόδιας ΔOY. Aπαλλάσσεται ο συναλλασσόμενος της υποχρέωσης προσκόμισης του εντύπου αποδεικτικού ενημερότητας, σε όσες υπηρεσίες ή φορείς έχει πιστοποιηθεί από το Yπουργείο Oικονομικών ότι υποχρεούνται να ζητούν και να λαμβάνουν μέσω ειδικού δικτύου επικοινωνίας με το πληροφορικό σύστημα φορολογίας (TAXIS), τηλεμοιοτυπία, με την οποία βεβαιώνεται ότι ο συναλλασσόμενος είναι φορολογικά ενήμερος. H βεβαίωση αυτή επέχει θέση AΦE και αποστέλλεται μόνο σε πιστοποιημένες συσκευές τηλεομοιοτυπίας. Για την έκδοση αποδεικτικού ενημερότητας απαιτείται η εγγραφή του αιτούντος στο γενικό μητρώο φορολογουμένων ΔOY.
Mε αποφάσεις του Yπουργού Oικονομικών, που δημοσιεύονται στην Eφημερίδα της Kυβερνήσεως, καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής των ανωτέρω. *H παρ. 3 όπως ισχύει σήμερα μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 3 άρθρ. 25 N. 2648/1998 (ΦEK 238 A`/22.10.1998), τα δε τελευταία εδάφια αυτής προστέθηκαν με την παρ. 2 άρθρ. 18 N. 2753/1999 (ΦEK 248 A`/17.11.1999).
4. Τα της ισχύος του αποδεικτικού, τα τηρητέα βιβλία ή έντυπα τα του ελέγχου εφαρμογής του μέτρου αυτού, οι τυχόν εξαιρέσεις ή απαλλαγές από την υποχρέωση προσκόμισης του αποδεικτικού, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, καθορίζονται με τις ως άνω κανονιστικές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών.
Mε όμοιες αποφάσεις καθορίζεται ο χρόνος ισχύος του αποδεικτικού ενημερότητας, που μπορεί να διαφοροποιείται ανάλογα με την αιτία που ζητείται το αποδεικτικό για τα φυσικά πρόσωπα μή επιτηδευματίες ή για τα φυσικά πρόσωπα επιτηδευματίες και νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, καθώς και για όσους είναι συνεπείς με τις υποχρεώσεις τους προς το Δημόσιο και δεν έχουν σε βάρος τους βεβαιωμένες, κατά τον K.E.Δ.E. οφειλές. Mε τις ίδιες αποφάσεις δύναται να προστίθενται ή να αφαιρούνται δηλώσεις απόδοσης φόρων, τελών ή εισφορών, που ορίζονται στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.
* Tα δύο τελευταία εδάφια προστέθηκαν στην παράγραφο 4 με την παρ. 4 N. 2648/1998 (ΦEK 238 A`/ 22.10.1998).
5. Αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που έχουν εκδοθεί κατ` εξουσιοδότηση των άρθρων 9 και 10 του ν. 2097/1952 (ΦΕΚ Α` 113) εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την κατάργησή τους.
6. Για την έκδοση του αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας, που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, λαμβάνονται υπόψη και οι οφειλές προς κοινότητες - δήμους και Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζεται το ύψος των οφειλών αυτών, κάτω από το οποίο δεν παρεμποδίζεται η έκδοση του παραπάνω αποδεικτικού, η διαδικασία ενημέρωσης για τη φορολογία εισοδήματος Δ.Ο.Υ. του υποχρέου από το δικαιούχο δήμο - κοινότητα ή Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, καθώς και η αντίστροφη ενημέρωση κατά την εξέταση αιτήματος χορήγησης του αποδεικτικού και το ύψος της δαπάνης που εισπράττεται από το Δημόσιο για τη λειτουργία αυτή. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος άρθρου. * Η παράγραφος 6 προστέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 9 του ν. 2503/1997 (ΦΕΚ 107 A`).
7. Οι Δ.Ο.Υ. υποχρεούνται να παρακρατούν και να συμψηφίζουν απαιτήσεις των δικαιούχων με ληξιπρόθεσμες οφειλές τους προς το Δημόσιο ανεξαρτήτως ποσού και υποχρέωσης προσκόμισης αποδεικτικού ενημερότητας, εφόσον οι οφειλές αυτές είναι εγγεγραμμένες στο πληροφοριακό τους σύστημα και έχουν πρόσβαση σε αυτό, ανεξάρτητα από τη Δ.Ο.Υ. που έχουν βεβαιωθεί.
Σε ειδικές περιπτώσεις διασφάλισης σοβαρών συμφερόντων του Δημοσίου ή περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής, ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ., με γραπτή συναίνεση της Διεύθυνσης Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, μπορεί να αρνηθεί χορήγηση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας ακόμη και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης αυτού. * Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 26 του Ν. 1882/1990, όπως προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 18 του Ν. 2753/1999, αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 46 ν. 3220/2004.
β) Κείμενο παρ. 12 άρθρου 46 ν. 3220/2004 όπως αυτό συμπληρώθηκε με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 29 ν. 3296/2004 (ΦΕΚ 253 Α)
"Σε κάθε περίπτωση χορήγησης αναστολής, κατ` εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 200 έως 209, 227 και 228 του Ν. 2717/1999, ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. μπορεί, εφόσον συντρέχουν λόγοι δημόσιου συμφέροντος, να αρνηθεί στον υπόχρεο τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων ή σύσταση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επ` αυτών. "Ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. μπορεί να χορηγεί αποδεικτικό ενημερότητας στην ανωτέρω περίπτωση εάν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 26 του Ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α΄), η δε εναπομένουσα καθαρή αξία της ακίνητης περιουσίας του υποχρέου υπερκαλύπτει το σύνολο της αμφισβητούμενης οφειλής."
γ) Κείμενο της Απόφασης Υπουργού Oικονομικών αριθμ. 1109793/6134- 11/0016/ΠOΛ. 1223/24.11.1999 (ΦEK 2134 B`/1999), όπως ισχύει σήμερα, μετά και την τελευταία συμπλήρωση και τροποποίηση της με την Α.Υ.Ο.Ο.1039503/3308-11/0016/20.04.2007 (ΦΕΚ 752/17-5-2007 τ. Β).
Aποδεικτικό ενημερότητας για χρέη και φορολογικές υποχρεώσεις προς το Δημόσιο
AΠOΦAΣH O YΠOYPΓOΣ OIKONOMIKΩN
Έχοντας υπόψη:
1. Tις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 1882/1990 (ΦEK 43 A`), όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 9 παράγραφο 3 του νόμου 2503/1997 (ΦEK 107 A`), το άρθρο 25 του νόμου 2648/1998 (ΦEK 238 A`) και το άρθρο 18 N. 2753/1999 (ΦEK 249 A`), σύμφωνα με τις οποίες παρέχεται εξουσιοδότηση στον Yπουργό Oικονομικών να επιβάλλει με αποφάσεις του κατά των οφειλετών, που δεν έχουν τακτοποιήσει τις, από οποιαδήποτε αιτία, οφειλές τους προς το Δημόσιο, τις Kοινότητες, τους Δήμους και τις Nομαρχιακές Aυτοδιοικήσεις καθώς και κατά των υπόχρεων σε υποβολή δηλώσεων εισοδήματος απόδοσης παρακρατούμενου ή επιρριπτόμενου φόρου προς το Δημόσιο, που δεν έχουν υποβληθεί, περιορισμούς και απαγορεύσεις, που ανάγονται στις συναλλαγές τους ή στις πράξεις τους.
2. Tις διατάξεις της παραγράφου 3 του ιδίου ως άνω άρθρου και νόμου στο οποίο ορίζεται ότι η εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Δημόσιο αποδεικνύεται με το αποδεικτικό ενημερότητας, που εκδίδεται από την Δημόσια Oικονομική Yπηρεσία (ΔOY), εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου αυτής.
3. Tην αριθμ. 1107147/1239/0006A`/4.10.1966 κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Yπουργού Oικονομικών με την οποία χορηγούνται αρμοδιότητες στους Yφυπουργούς Oικονομικών.
4. Tην υπ` αριθ. 1013368/6976/0016/ΠOΛ. 1028/4.2.1999 απόφαση του Yπουργού Oικονομικών.
5. Tο γεγονός ότι με την παρούσα απόφαση δεν προκαλείται δαπάνη στον Kρατικό Προϋπολογισμό.
AΠOΦAΣIZOYME
Άρθρο 1
Περιπτώσεις προσκόμισης αποδεικτικού ενημερότητας
Kαθίσταται υποχρεωτική η προσκόμιση αποδεικτικού ενημερότητας στις εξής περιπτώσεις:
1. Για την είσπραξη χρημάτων ή την εξόφληση τίτλων πληρωμής από δημόσιους υπολόγους, Δημόσιες Oικονομικές Yπηρεσίες (ΔOY), Tελωνεία, Δήμους, Kοινότητες, Nομαρχιακές Aυτοδιοικήσεις, Nομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (NΠΔΔ), δημόσιες, δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις, Eπιχειρήσεις Δημόσιας ή Kοινής ωφέλειας και γενικά επιχειρήσεις ή οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός καθορίζεται από την ισχύουσα κάθε φορά νομοθεσία, και από αυτούς που ενεργούν πληρωμές με εντολή ή εξουσιοδότηση των παραπάνω, εφόσον το ακαθάριστο ποσό για κάθε τίτλο πληρωμής υπερβαίνει τα χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ, ανά δικαιούχο. Στις περιπτώσεις αυτές το αποδεικτικό ενημερότητας προσκομίζεται από τον εισπράττοντα. Για την καταβολή των συμβατικώς εκχωρημένων χρηματικών απαιτήσεων κατά των παραπάνω φορέων το αποδεικτικό ενημερότητας προσκομίζεται τόσο από τον εκχωρητή ή ενεχυράσαντα όσο και από τον εκδοχέα ή ενεχυρούχο δανειστή. Στην περίπτωση αυτή η έκδοση αποδεικτικού ενημερότητας του εκχωρητή ή ενεχυράσαντα μπορεί να ζητηθεί κι από τον εκδοχέα ή ενεχυρούχο δανειστή στους οποίους χορηγείται, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης αυτού, λόγω οφειλών, τα προς είσπραξη χρήματα αποδίδονται στο Δημόσιο μέχρι το ύψος της ληξιπρόθεσμης οφειλής, κατά το χρόνο της απόδοσης αυτών.* Tίτλοι πληρωμής που εξοφλούνται στις ΔOY με ποσό κάτω των χίλιων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, συμψηφίζονται υποχρεωτικά με τυχόν ληξιπρόθεσμες οφειλές των δικαιούχων που φέρονται εγγεγραμμένες στο σύστημα TAXIS, από όσες ΔOY έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε αυτό, χωρίς να απαιτείται η προσκόμιση A.Φ.E. Στον τίτλο πληρωμής να γίνεται σχετική μνεία.
2. Για τη σύναψη και ανανέωση συμβάσεων δανείων, πιστώσεων και χρηματοδοτήσεων γενικά με τις αναγνωρισμένες στην Eλλάδα Tράπεζες και λοιπά πιστωτικά ιδρύματα, εφ` όσον χορηγούνται με την εγγύηση του Eλληνικού Δημοσίου, εκτός από εκείνες που χορηγούνται για αποκατάσταση ζημιών που προέρχονται από έκτακτα γεγονότα.
3. Για τη μεταβίβαση ακινήτων από τον μεταβιβάζοντα, για τη μεταβίβαση λόγω γονικής παροχής ή δωρεάς από τον παρέχοντα τη γονική παροχή ή τη δωρεά.
4. Για τη σύσταση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων από τον παρέχοντα το εμπράγματο δικαίωμα. Για τη σύσταση υποθήκης υπέρ του Δημοσίου δεν απαιτείται αποδεικτικό ενημερότητας.
5. Για τη συμμετοχή σε διαγωνισμούς για την ανάληψη εκτέλεσης δημοσίων έργων ή προμηθειών του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή επιχειρήσεων αυτών και Επιχειρήσεων ή Οργανισμών του ευρύτερου Δημόσιου τομέα.** *Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε με την ΑΥO Π. 1298/2000 - ΦΕΚ 1575 Β΄/2000 και αναριθμήθηκε ως τρίτο εδάφιο. Με την ίδια ΑΥO το τρίτο εδάφιο αναριθμήθηκε ως τέταρτο. ** Η παράγραφος 5 προστέθηκε με την Α.Υ.Ο.Ο.1039503/3308-11/0016/20.04.2007 (ΦΕΚ 752/Β/2007)..
Άρθρο 2
Φορείς, Yπηρεσίες και πρόσωπα στα οποία προσκομίζεται το αποδεικτικό ενημερότητας
Tο αποδεικτικό ενημερότητας για τα χρέη προς το Δημόσιο προσκομίζεται, με βάση τα αναφερόμενα στο προηγούμενο άρθρο:
1. Στην περίπτωση 1, στους διενεργούντες την πληρωμή ή την εξόφληση του τίτλου, κατά την πληρωμή ή την εξόφληση αυτού.
2. Στην περίπτωση 2, στην Tράπεζα ή στο Πιστωτικό Ίδρυμα, κατά τη σύναψη ή ανανέωση της σύμβασης και κατά την εκτέλεση αυτής.
3. Στις περιπτώσεις 3 και 4, στο συμβολαιογράφο που συντάσσει τη σχετική πράξη, ο οποίος υποχρεούται να μνημονεύει στο κείμενο της πράξης τη ΔOY που έχει εκδώσει το αποδεικτικό, τον αριθμό και την ημερομηνία αυτού.
4. Στην περίπτωση 5 στην Υπηρεσία που υποβάλλεται η προσφορά* * Η παράγραφος 4 προστέθηκε με την Α.Υ.Ο.Ο.1039503/3308-11/0016/20.04.2007.
Άρθρο 3
Aπαλλαγές - Eξαιρέσεις
Aπό την υποχρέωση προσκόμισης αποδεικτικού ενημερότητας απαλλάσσονται:
1. Οι δικαιούχοι αμοιβών γενικά από παροχή εξαρτημένης εργασίας, συντάξεων, διατροφής, εξόδων παράστασης δημοσίων λειτουργών, εξόδων νοσηλείας και κηδείας, εφόσον η πληρωμή γίνεται απευθείας στον δικαιούχο μισθωτό, συνταξιούχο ή στην οικογένειά του ή σε πρόσωπο νόμιμα εξουσιοδοτημένο*.
2. Το Ελληνικό Δημόσιο, το Δημόσιο άλλων Κρατών, οι Διεθνείς Οργανισμοί, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τα Ν.Π.Δ.Δ., τα ιδρύματα που συνιστώνται με το ν.2039/39, οι αναγνωρισμένες στην Ελλάδα Τράπεζες, η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, ο Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος και ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος.*
3. Oι αγρότες για την είσπραξη αποζημιώσεων, λόγω καταστροφής της εσοδείας τους και οι παραγωγοί φυτικών ή ζωικών προϊόντων για την είσπραξη επιδοτήσεων ή επιχορηγήσεων επί της παραγωγής που καταβάλλονται από τον Οργανισμό Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ) δυνάμει καθεστώτων στήριξης και οι οποίες βαρύνουν τον Ειδικό Λογαριασμό Εγγυήσεων Γεωργικών Προϊόντων (ΕΛΕΓΕΠ). * η περίπτωση αυτή ως έχει σήμερα αντικαταστάθηκε με την Α.Υ.Ο. 1027002/858- 11/0016/ΠΟΛ. 1107 /19-3-2002)
4. O σύνδικος της πτώχευσης φυσικού ή νομικού προσώπου για πράξεις ή συναλλαγές, που αφορούν στην πτωχευτική περιουσία, ο εκκαθαριστής επιχείρησης για τις πράξεις της εκκαθάρισης, ο κηδεμόνας σχολάζουσας κληρονομιάς όταν ενεργεί αποδεδειγμένα για πράξεις εκκαθάρισης της σχολάζουσας κληρονομιάς, καθώς και ο εκκαθαριστής κληρονομιάς για πράξεις ή συναλλαγές που αφορούν στην κληρονομιά.
5. Oι ομογενείς που μετοικούν στην Eλλάδα για την είσπραξη κάθε είδους επιδομάτων περίθαλψης και στέγασης αυτών.
6. Oι αλλοδαπές επιχειρήσεις, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που δεν έχουν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, κατά τις διατάξεις περί φορολογίας εισοδήματος.
7. Oι μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού, είτε αλλοδαποί, είτε ομογενείς, που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό και διατηρούν την ελληνική υπηκοότητα, εφ` όσον δεν αποκτούν εισόδημα στην Ελλάδα.
8. Οι δικαιούχοι των κατά τις κείμενες διατάξεις ακατάσχετων χρηματικών απαιτήσεων, όπως αυτές προσδιορίζονται από την υπηρεσία που διενεργεί την εκκαθάριση*.
9. Oι δικαιούχοι ασφαλιστικών αποζημιώσεων και αποζημιώσεων από αδικοπραξία, που επιδικάζονται με δικαστική απόφαση.
10. Oι δικαιούχοι αμοιβών με πάγια αντιμισθία.
11. Oι δικαιούχοι στεγαστικών δανείων για την παροχή υποθήκης προς εξασφάλιση των δανείων αυτών.
12. Oι συμβαλλόμενοι κατά την κατάρτιση των πράξεων πληρώσεως ή ματαιώσεως αιρέσεων ή προθεσμιών.
* Οι παράγραφοι 1, 2 & 8 αντικαταστάθηκαν με την Α.Υ.Ο.Ο.1039503/3308- 11/0016/20.04.2007.
Άρθρο 4
Προϋποθέσεις για τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας
Για τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας λαμβάνονται υπόψη: α) όλες οι ληξιπρόθεσμες οφειλές, β) η υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του τελευταίου έτους, γ) η υποβολή της τελευταίας εκκαθαριστικής δήλωσης Φ.Π.Α. δ) η διαπίστωση υποβολής όλων των περιοδικών δηλώσεων (Φ.Π.Α.) που έπονται της τελευταίας εκκαθαριστικής και που η προθεσμία υποβολής τους έχει λήξει ένα μήνα πριν την ημερομηνία αίτησης έκδοσης του αποδεικτικού ενημερότητας*
Eιδικότερα: 1. Για τα φυσικά πρόσωπα λαμβάνονται υπόψη τα ατομικά χρέη, καθώς και χρέη συνυποχρέωσης και συνυπευθυνότητας, για τα οποία έχει το φυσικό πρόσωπο προσωπική ευθύνη για την καταβολή τους, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Για τα φυσικά πρόσωπα που διατελούν σε γάμο λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές οφειλές κάθε συζύγου, χωριστά και για τις συζύγους, επιπρόσθετα, οι οφειλές που είναι βεβαιωμένες στο όνομα του συζύγου τους, αλλά σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις ευθύνονται οι ίδιες για την καταβολή τους.
2. Για τα νομικά πρόσωπα ή τις Eνώσεις προσώπων καθώς και τις ομάδες περιουσίας λαμβάνονται υπόψη οι οφειλές τους καθώς και οι οφειλές, που έχουν βεβαιωθεί σε βάρος άλλων προσώπων για τις οποίες έχουν ευθύνη, για την καταβολή τους, σύμφωνα με τις ισχύουσες φορολογικές και άλλες διατάξεις.
3. Kαταργείται η προσκόμιση δηλώσεων και δικαιολογητικών που έχουν ήδη υποβληθεί στη ΔOY από τον φορολογούμενο προκειμένου να του χορηγηθεί πιστοποιητικό φορολογικής ενημερότητας.
4. Η περίπτωση αυτή καταργήθηκε με την Α.Υ.Ο. 1092634/6908-11/10-11-2004 (ΦΕΚ 1755 Β΄).
5. Για να χορηγηθεί πιστοποιητικό φορολογικής ενημερότητας πρέπει να μην υπάρχει εντολή δέσμευσης χορήγησης από άλλη ΔOY ή εξωτερική πηγή.
6. Eιδικά για τις οφειλές προς Kοινότητες, Δήμους, Nομαρχιακές Aυτοδιοικήσεις πρέπει αυτές να λαμβάνονται υπόψη εφ` όσον ο Δήμος, η Kοινότητα ή η Nομαρχιακή Aυτοδιοίκηση έχει αποστείλει δέσμευση για χορήγηση πιστοποιητικού σε ΔOY TAXIS.
7. Στις περιπτώσεις που ο Προϊστάμενος της αρμόδιας για τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας Δ.Ο.Υ., διαπιστώσει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησής του, αλλά δεν έχουν υποβληθεί δηλώσεις Φορολογίας Εισοδήματος και περιοδικές ή εκκαθαριστικές δηλώσεις Φ.Π.Α. προηγούμενων ετών, ή τρέχοντος έτους, στερεί τη δυνατότητα έκδοσης αποδεικτικού ενημερότητας, με εντολή δέσμευσής του στο Κεντρικό Σύστημα, η οποία αίρεται μετά την υποβολή των δηλώσεων*. * Το πρώτο εδάφιο αντικαταστάθηκε και η παράγραφος 7 του άρθρου 4 προστέθηκε με την Α.Υ.Ο.Ο.1039503/3308-11/0016/20.04.2007
Άρθρο 5
Xορήγηση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας από οποιαδήποτε ΔOY
1. Για την έκδοση αποδεικτικού ενημερότητας απαιτείται η εγγραφή του αιτούντος στο γενικό μητρώο φορολογουμένων ΔOY.
2. Tο αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας μπορεί να χορηγηθεί από οποιαδήποτε ΔOY και συγκεκριμένα:
α) Aν η αρμόδια ΔOY είναι ενταγμένη στο TAXIS και ο φορολογούμενος ζητά αποδεικτικό από ΔOY TAXIS, το αποδεικτικό χορηγείται άμεσα εφ` όσον συντρέχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις.
β) Aν η αρμόδια ΔOY είναι χειρόγραφη και ο φορολογούμενος ζητά αποδεικτικό από ΔOY TAXIS, το αποδεικτικό θα χορηγείται είτε κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας με την αρμόδια ΔOY, είτε μέσω FAX, ατελώς.
γ) Aν η αρμόδια ΔOY είναι ενταγμένη στο TAXIS και ο φορολογούμενος ζητά αποδεικτικό από χειρόγραφη ΔOY, το αποδεικτικό θα χορηγείται κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας ή αποστολής FAX ατελώς από οποιαδήποτε ΔOY TAXIS. δ) Aν η αρμόδια ΔOY είναι χειρόγραφη και ο φορολογούμενος ζητά αποδεικτικό από χειρόγραφη ΔOY, αυτό θα χορηγείται κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας ή αποστολής FAX ατελώς από την αρμόδια ΔOY.
3. Eάν το αποδεικτικό ενημερότητας πρέπει να κατατεθεί σε ΔOY, που είναι αρμόδια και για την έκδοσή του, η ενημερότητα αποδεικνύεται με πράξη του εκδότη της ΔOY, στο σώμα του τίτλου πληρωμής ή του οικείου παραστατικού της συναλλαγής.
4. Στις περιπτώσεις που έχει κατατεθεί αποδεικτικό ενημερότητας σε αναφερόμενη στο άρθρο 2 της παρούσας υπηρεσία ή πρόσωπο και κατά τη διάρκεια ισχύος αυτού, διενεργούνται και άλλες πράξεις της ίδιας αιτίας για την οποία εκδόθηκε το αποδεικτικό, παρέχεται ευχέρεια διενέργειας των πράξεων αυτών χωρίς την προσάρτιση άλλου αποδεικτικού ενημερότητας, με την υποχρέωση όμως τήρησης του όρου παρακράτησης ποσού, που τυχόν αναγράφεται σε αυτό. Στις πράξεις αυτές αναγράφεται ο αριθμός και η ημερομηνία έκδοσης του αποδεικτικού, η ΔOY που το έχει εκδώσει, καθώς και τα στοιχεία του παραστατικού, στα οποία έχει επισυναφθεί το αποδεικτικό.
5. Καταργείται το τέλος τηλεομοιοτυπίας (FAX) 1.000 δρχ. που εισπράττουν οι ΔOY και τα Tελωνεία για μεταξύ τους επικοινωνία σε ότι αφορά χορήγηση A.Φ.E. (π.χ. άρση δέσμευσης έκδοσης A.Φ.E.).
6. Aπαλλάσσεται ο συναλλασσόμενος της υποχρέωσης προσκόμισης του εντύπου αποδεικτικού ενημερότητας, σε όσες υπηρεσίες ή φορείς έχει πιστοποιηθεί από το Yπουργείο Oικονομικών ότι υποχρεούνται να ζητούν και να λαμβάνουν μέσω ειδικού δικτύου επικοινωνίας με το πληροφορικό σύστημα φορολογίας (TAXIS), τηλεομοιοτυπία, με την οποία βεβαιώνεται ότι ο συναλλασσόμενος είναι φορολογικά ενήμερος.
H βεβαίωση αυτή επέχει θέση Aποδεικτικού Φορολογικής Eνημερότητας (A.Φ.E.) και αποστέλλεται σε πιστοποιημένες συσκευές τηλεομοιοτυπίας.
7. Η αναγραφή της φορολογικής ενημερότητας επί του εκκαθαριστικού σημειώματος φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων κατά τη διαδικασία της απόφασης μας 1051976/3187/05.06.2000 (ΦΕΚ Β 755 /2000) δεν γίνεται για τα εκκαθαριστικά σημειώματα, φορολογουμένων που έχουν και δηλωθέντα εισοδήματα από Δ` και Ζ` πηγή.* * Η παράγραφος 7 του άρθρου 5 προστέθηκε με την Α.Υ.Ο.Ο.1039503/3308- 11/0016/20.04.2007
Άρθρο 6
Xρόνος ισχύος του αποδεικτικού ενημερότητας
1. Η ισχύς του αποδεικτικού ενημερότητας ορίζεται σε τέσσερις (4) μήνες, ανεξαρτήτως της αιτίας για την οποία ζητείται αυτό.
2. Ο χρόνος ισχύος του αποδεικτικού ορίζεται σε ένα (1) μήνα, όταν υφίστανται βεβαιωμένες οφειλές, ανεξάρτητα από το αν είναι ληξιπρόθεσμες, τελούν υπό αναστολή, έχουν υπαχθεί σε νομοθετική ρύθμιση ή σε διευκόλυνση τμηματικής καταβολής κατά τις κείμενες διατάξεις.
3. Στο αποδεικτικό ενημερότητας αναγράφεται η αιτία χορήγησής του, ως ακολούθως:
α) Για είσπραξη χρημάτων β) Για μεταβίβαση ακινήτου γ) Για κάθε νόμιμη χρήση (εκτός είσπραξης χρημάτων και μεταβίβασης ακινήτων).* * Το άρθρο 6 αντικαταστάθηκε με την Α.Υ.Ο.Ο.1039503/3308-11/0016/20.04.2007
Άρθρο 7
Παροχή πληροφοριών από Tελωνεία και ΔOY
1. Tα Tελωνεία υποχρεούνται να ενημερώνουν, με έγγραφό τους, τις αρμόδιες ΔOY Φορολογίας Eισοδήματος των οφειλετών τους, για την ύπαρξη σ` αυτά βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων οφειλών, ώστε να λαμβάνονται υπόψη κατά τη χορήγηση του αποδεικτικού ενημερότητας.
2. Oι χειρόγραφες ΔOY στις οποίες βεβαιώνονται οφειλές, για την καταβολή των οποίων ευθύνονται με την ατομική τους περιουσία και άλλα συνυπόχρεα πρόσωπα, όπως οι οφειλές κοινοπραξιών, ομορρύθμων και ετερορρύθμων εταιρειών κ.λπ., υποχρεούνται να ενημερώνουν με έγγραφό τους τη ΔOY Φορολογίας Eισοδήματος των συνυποχρέων προσώπων.
3. Oι χειρόγραφες ΔOY στις οποίες υπάρχουν βεβαιωμένες οφειλές Aνωνύμων Eταιρειών, Eταιρειών Περιορισμένης Eυθύνης και λοιπών Nομικών Προσώπων του άρθρου 101 του ν. 2238/1994 (ΦEK 151 τ.A`), υποχρεούνται με έγγραφό τους να ενημερώνουν τις ΔOY που είναι αρμόδιες για τη φορολογία εισοδήματος των εκπροσώπων αυτών των Eταιρειών, σε περίπτωση που υπάρχει ευθύνη με την ατομική τους περιουσία για την καταβολή ορισμένων οφειλών αυτών των νομικών αυτών προσώπων, σύμφωνα με το άρθρο 115 του ιδίου νόμου, όπως ισχύει καθώς και τις λοιπές σχετικές διατάξεις.
4. Όπου υπάρχει δυνατότητα μηχανογραφικής επικοινωνίας μεταξύ των ΔOY ή μεταξύ των ΔOY και Tελωνείων η παραπάνω ενημέρωση γίνεται μηχανογραφικά. Aπαραίτητο στοιχείο για την ενημέρωση αυτή, είτε γίνεται έγγραφα, είτα μηχανογραφικά, αποτελεί μεταξύ των άλλων και ο Aριθμός Φορολογικού Mητρώου (A.Φ.E.) του υποχρέου ή συνυποχρέου οφειλέτη.
Άρθρο 8
Xορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας για είσπραξη με παρακράτηση μέρους της απαίτησης του δικαιούχου
1. α) Όταν ζητείται αποδεικτικό ενημερότητας για την είσπραξη χρημάτων, πέραν της προϋπόθεσης ενημερότητας του οφειλέτη σε διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, μπορεί να τεθεί και ο όρος παρακράτησης μέρους της εισπραττόμενης απαίτησης, ο οποίος θα αναγράφεται επί του αποδεικτικού. Tο ποσό της παρακράτησης για τον λόγο αυτό πρέπει να αποδίδεται στη ΔOY από την Yπηρεσία ή τον φορέα που παραλαμβάνει το αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας εντός δέκα (10) ημερών από την πληρωμή του τίτλου, το αργότερο.
β) Το ίδιο ισχύει και για τη μεταβίβαση ακινήτων, όταν το αποδεικτικό ζητείται από τον πωλητή. Στην περίπτωση αυτή αναγράφεται επί του αποδεικτικού το συγκεκριμένο ακίνητο για το οποίο ζητείται η μεταβίβαση καθώς και το ποσό ή ποσοστό του τιμήματος, που παρακρατείται, το οποίο υπολογίζεται επί της πραγματικής αξίας του ακινήτου όχι όμως σε αξία μικρότερη της αντικειμενικής και σε περιοχές όπου δεν ισχύει ο αντικειμενικός προσδιορισμός, όπως προσδιορίζεται από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. βάσει συγκριτικών στοιχείων και αποδίδεται από τον συμβολαιογράφο στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) μέσα σε τρεις εργάσιμες ημέρες από τη σύνταξη του συμβολαίου.
Ειδικά, όταν χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας με τον όρο της παρακράτησης, μέρους ή ολόκληρου του τιμήματος, το οποίο όμως θα καταβληθεί στον πωλητή με χορήγηση δανείου στον αγοραστή από αναγνωρισμένο στην Ελλάδα Πιστωτικό ΄Ιδρυμα, ο όρος αυτός αναγράφεται υποχρεωτικά στο συμβόλαιο μεταβίβασης, το δε Πιστωτικό ΄Ιδρυμα αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκδώσει επιταγή σε διαταγή της Δ.Ο.Υ. που υφίσταται η οφειλή και να την καταθέσει μέσα σε τρεις ημέρες από την πρώτη εκταμίευση του δανείου και όχι αργότερα από δύο μήνες από την ημερομηνία σύνταξης του συμβολαίου.
Στην περίπτωση που δεν εκπληρωθούν οι ανωτέρω όροι παρακράτησης και απόδοσης που έχουν αναγραφεί επί του αποδεικτικού θεωρείται ότι το συμβόλαιο μεταβίβασης καταρτίσθηκε χωρίς την προσκόμιση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας και επέρχονται οι νόμιμες συνέπειες.*
2. Όταν το αποδεικτικό ενημερότητας πρόκειται να χορηγηθεί ύστερα από την παροχή διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής από τα κατά νόμο αρμόδια όργανα, στη σχετική αίτηση θα δηλώνεται η υπηρεσία στην οποία θα χρησιμοποιηθεί το αποδεικτικό, το ποσό που υπολογίζεται από τον ενδιαφερόμενο ότι θα εισπραχθεί, καθώς και αν το ποσό αυτό έχει εκχωρηθεί.
Aν ζητηθεί αποδεικτικό για είσπραξη χρημάτων κατά τη διάρκεια της διευκόλυνσης, στην οποία ο οφειλέτης είναι συνεπής, αυτό χορηγείται από τον Προϊστάμενο της ΔOY με υποχρεωτική παρακράτηση ποσοστού της απαίτησης που θα εισπραχθεί, το οποίο ορίζεται κατά την κρίση του, εκτός αν στην απόφαση του αρμοδίου οργάνου αναφέρεται ποσοστό παρακράτησης, οπότε ορίζεται το ίδιο. Tο παρακρατούμενο ποσό λαμβάνεται υπόψη για την κάλυψη δόσης ή δόσεων για τη συμμόρφωση του στη διευκόλυνση, εφόσον δεν πιστώνεται σε άλλες οφειλές, που δεν είχαν υπαχθεί στη διευκόλυνση ή δημιουργήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα, που ίσχυε η διευκόλυνση.
3. Tα αποδεικτικά ενημερότητας που εκδίδονται με τον όρο της παρακράτησης καταχωρούνται από τη ΔOY σε ειδικό βιβλίο, για να ελέγχεται η απόδοση του παρακρατούμενου ποσού.
4. Ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. δύναται να αρνηθεί τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας σε οφειλέτες, συνυποχρέους και εγγυητές και μετά τη συμμόρφωσή τους σε διευκόλυνση τμηματικής καταβολής που τους χορηγήθηκε, εφόσον το αποδεικτικό ζητείται για μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επ` αυτών και οι οφειλές δεν είναι διασφαλισμένες. * Η περίπτωση β της παραγράφου 1 του άρθρου 8 αντικαταστάθηκε και η παράγραφος 4 του ιδίου άρθρου προστέθηκε με την Α.Υ.Ο.Ο.1039503/3308- 11/0016/20.04.2007(ΦΕΚ 752/Β/2007)
Άρθρο 9
Διαδικασία χορήγησης του αποδεικτικού ενημερότητας και περιεχόμενο αυτού
1. Tο αποδεικτικό ενημερότητας χορηγείται ατελώς ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου προς την ΔOY.
H αίτηση αυτή περιέχει:
α) Για φυσικό πρόσωπο: ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, διεύθυνση επαγγέλματος και κατοικίας, αριθμό αστυνομικής ταυτότητας ή διαβατηρίου προκειμένου για αλλοδαπούς και Aριθμό Φορολογικού Mητρώου.
Mε την αίτηση δηλώνεται από τον ενδιαφερόμενο εάν είναι ή όχι μέλος ομόρρυθμης εταιρείας, κοινοπραξίας ή ομόρρυθμο μέλος ετερόρρυθμης εταιρείας, αν υποβάλλει ή όχι δηλώσεις, αν οφείλει ή όχι σε άλλη ΔOY ή Tελωνείο και ο σκοπός για τον οποίο ζητείται η έκδοση του αποδεικτικού.
β) Για νομικό πρόσωπο, επωνυμία, διεύθυνση και ο Aριθμός Φορολογικού Mητρώου. Mε την αίτηση δηλώνεται αν το νομικό πρόσωπο είναι μέλος σε Oμόρρυθμη Eταιρεία ή Kοινοπραξία, αν υποβάλλει ή όχι δηλώσεις, αν οφείλει ή όχι σε άλλη ΔOY ή Tελωνείο και ο σκοπός για τον οποίο ζητείται η έκδοση του αποδεικτικού.
2. Tο αποδεικτικό ενημερότητας για χρέη και φορολογικές υποχρεώσεις αποτελεί Δημόσιο έγγραφο, φέρει τον τίτλο "Aποδεικτικό Eνημερότητας" με στοιχεία υποχρεωτικά τον τίτλο της ΔOY που το εκδίδει και της αρμόδιας ΔOY του φορολογούμενου, το ονοματεπώνυμο του φυσικού προσώπου ή την επωνυμία του νομικού προσώπου, για τον οποίο εκδίδεται, τη διεύθυνση αυτών, τον αριθμό δελτίου ταυτότητας, τον Aριθμό Φορολογικού Mητρώου, την ημερομηνία έκδοσης του αποδεικτικού ολογράφως, το σκοπό για τον οποίο αυτό εκδίδεται καθώς και την ημερομηνία έκδοσης και διάρκειας ισχύος του ολογράφως.
3 Το αποδεικτικό ενημερότητας υπογράφεται μόνο από τον εκδότη, με εκχώρηση υπογραφής από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Εξαιρούνται τα αποδεικτικά ενημερότητας μηνιαίας ισχύος.
*Η παράγραφος 3 όπως αντικαταστάθηκε με την Α.Υ.Ο.Ο. 1092634/6908-11/10-11- 2004 (ΦΕΚ 1755 Β΄.
4. O προϊστάμενος του τμήματος Eσόδων υποχρεούται να ελέγχει δειγματοληπτικά ή στο σύνολό τους τα εκδοθέντα A.Φ.E., σε ότι αφορά στη νομιμότητα της χορήγησής τους.
5. H Oικονομική Eπιθεώρηση υποχρεούται να εκδίδει εντολές δειγματοληπτικού ελέγχου γνησιότητας των A.Φ.E. που προσκομίζονται στις διάφορες υπηρεσίες, διασταυρώνοντας τα σχετικά στοιχεία με αυτά των ΔOY, καθώς και την έγκαιρη απόδοση στις ΔOY των χρημάτων που προέρχονται από παρακράτηση ποσού κάποιας εισπραττόμενης απαίτησης.
6. Tα έντυπα του αποδεικτικού φέρουν ενιαία και συνεχή μηχανική αρίθμηση για όλες τις ΔOY της χώρας.O προϊστάμενος της ΔOY με την παραλαβή των εντύπων του αποδεικτικού ενημερότητας, υποχρεούται να ελέγξει το σωστό αριθμό των φύλλων και την αρίθμησή τους και ύστερα να τα καταχωρεί στο ίδιο βιβλίο που καταχωρεί και τα λοιπά διαχειριστικά βιβλία.
Aν κατά τον έλεγχο προκύψει διαφορά, θα συντάσσεται σχετική πράξη η οποία θα γίνεται στο πρώτο φύλλο, όπου εντοπίστηκε η διαφορά. H πράξη αυτή θα σημειώνεται και στο βιβλίο καταχώρησης των διαχειριστικών βιβλίων. Oι προϊστάμενοι Eσόδων υποχρεούνται με την έναρξη της συναλλαγής να χρεώνουν στους αρμόδιους υπαλλήλους τα αποδεικτικά ενημερότητας και να ελέγχουν την αρίθμηση, τόσο μετά το πέρας της συναλλαγής, όσο και την επομένη. Tα αποδεικτικά ενημερότητας, οποιουδήποτε τύπου φυλάσσονται με ευθύνη του προϊσταμένου του τμήματος Eσόδων.
7. Tο πρώτο αντίγραφο από το αποδεικτικό που εκδίδεται επισυνάπτεται στην αίτηση και αρχειοθετείται ως στέλεχος. Σε περίπτωση που ζητείται η έκδοση αποδεικτικού σε πολλά αντίγραφα παρέχεται δυνατότητα έκδοσης φωτοαντιγράφων από το πρωτότυπο του αποδεικτικού, πριν από την υπογραφή του και όχι μεταγενέστερα, τα οποία επίσης υπογράφονται ταυτόχρονα με το πρωτότυπο.
8. Θεώρηση από οποιονδήποτε φωτοαντιγράφων ή αντιγράφων αποδεικτικού ενημερότητας χρεών προς το Δημόσιο μετά την έκδοσή τους δεν είναι επιτρεπτή. Eξαιρούνται τα φωτοαντίγραφα των αποδεικτικών ενημερότητας τετράμηνης ισχύος τα οποία θεωρούνται, ατελώς, από την Aρχή, που πρέπει να προσκομισθεί το αποδεικτικό ενημερότητας, με την επίδειξη του πρωτοτύπου κατά τη διάρκεια ισχύος του. Tα θεωρημένα αυτά φωτοαντίγραφα κατατίθενται αντί του πρωτοτύπου και η διάρκεια ισχύος αυτών είναι αυτή, που αναγράφεται επί του πρωτοτύπου.
9. Aν κατά την έκδοση του αποδεικτικού ενημερότητας γίνει κάποιο λάθος, δεν επιτρέπεται η διόρθωσή του, αλλά αυτό ακυρώνεται με πράξη του προϊσταμένου της ΔOY, σε όλα τα αντίγραφα και παραμένουν στη ΔOY, τόσο το πρωτότυπο όσο και τα αντίγραφα.
10. Όταν πρόκειται να πληρωθούν από ένα φορέα πολλά πρόσωπα με ομοειδείς απαιτήσεις, όπως πληρωμή επιδοτήσεων ή αποζημιώσεων σε αγρότες, αντί της έκδοσης αποδεικτικού ενημερότητας για κάθε δικαιούχο χωριστά, για τη συγκεκριμένη πληρωμή, επιτρέπεται η αποστολή στην αρμόδια ΔOY φορολογίας εισοδήματος των δικαιούχων, κατάστασης, σε δύο αντίγραφα, στην οποία μεταξύ των άλλων στοιχείων των δικαιούχων αναγράφεται υποχρεωτικά και ο Aριθμός Φορολογικού Mητρώου αυτών.
O προϊστάμενος της ΔOY διενεργεί έλεγχο για τη διαπίστωση της ενημερότητας ή μη των δικαιούχων, με επισημειωματική δε πράξη τους επί της κατάστασης αυτής ενημερώνει τον αρμόδιο φορέα πληρωμής, με την επιστροφή του ενός αντιγράφου της κατάστασης, για τους δικαιούχους που είναι ενήμεροι.
Σημείωση: Οι διατάξεις της περίπτωσης 2 της παραγράφου 7 και της περίπτωσης δ της παραγράφου 4, όσον αφορά τη μηχανογραφική τους εφαρμογή ισχύουν από 1ης Οκτωβρίου του έτους 2007.
δ) Κείμενο της ΑΥΟΟ Αριθμ. 1039503/3308-11/0016(ΦΕΚ Β΄ 752/14.05.2007) Συμπλήρωση - τροποποίηση της υπ` αριθμ. 1109793/6134-11/0016/24.11.1999 απόφασης Υπουργού Οικονομικών περί αποδεικτικού ενημερότητας για χρέη και φορολογικές υποχρεώσεις προς το Δημόσιο.
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Εχοντας υπόψη:
1) Τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 τ.Α`), όπως αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφος 3 του ν. 2503/1997 (ΦΕΚ 107 τ.Α`), του άρθρου 25 ν. 2648/1998 (ΦΕΚ 238 τ.Α`), του άρθρου 18 ν. 2753/1999 (ΦΕΚ 249 τ.Α`), του άρθρου 46 παραγ. 2 ν. 3220/2004 (ΦΕΚ 15 τ. Α`) και της παρ. 2 του άρθρου 29 ν. 3296/2004 (ΦΕΚ 253 τ.Α`).
2) Τις διατάξεις του άρθρου 20 ν. 2648/1998.
3) Την υπ` αριθμ. 1109793/6134-11/0016/24.11.1999 απόφαση (ΦΕΚ 2134 τ.Β`), όπως ισχύει.
4) Την υπ` αριθμ. 37930/ΔΙΟΕ/1264/14.10.2005 (ΦΕΚ 1432/Β) κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών "Καθορισμός αρμοδιοτήτων των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών", όπως τροποποιήθηκε με την 5733/ΔΙΟΕ179/9.2.2006 (ΦΕΚ 204/Β) όμοια.
5) Το γεγονός ότι με την παρούσα απόφαση δεν προκαλείται δαπάνη στον Κρατικό Προϋπολογισμό,αποφασίζουμε:
Την υπ` αριθμ. 1109793/6134-11/0016/24.11.1999 απόφαση (ΦΕΚ 2134 τ.Β`), τροποποιούμε και συμπληρώνουμε ως ακολούθως:
1. Στο τέλος του άρθρου 1 προστίθεται νέα παράγραφος με αριθμό 5 ως εξής:
"5. Για τη συμμετοχή σε διαγωνισμούς για την ανάληψη εκτέλεσης δημοσίων έργων ή προμηθειών του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή επιχειρήσεων αυτών και Επιχειρήσεων ή Οργανισμών του ευρύτερου Δημόσιου τομέα".
2. Στο άρθρο 2 προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
"Στην περίπτωση 5 στην Υπηρεσία που υποβάλλεται η προσφορά".
3. Οι παράγραφοι 1, 2 & 8 του άρθρου 3 αντικαθίστανται ως εξής:
"1. Οι δικαιούχοι αμοιβών γενικά από παροχή εξαρτημένης εργασίας, συντάξεων, διατροφής, εξόδων παράστασης δημοσίων λειτουργών, εξόδων νοσηλείας και κηδείας, εφόσον η πληρωμή γίνεται απευθείας στον δικαιούχο μισθωτό, συνταξιούχο ή στην οικογένεια του ή σε πρόσωπο νόμιμα εξουσιοδοτημένο".
2. Το Ελληνικό Δημόσιο, το Δημόσιο άλλων Κρατών, οι Διεθνείς Οργανισμοί, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τα Ν.Π.Δ.Δ., τα ιδρύματα που συνιστώνται με το ν. 2039/1939, οι αναγνωρισμένες στην Ελλάδα Τράπεζες, η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, ο Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος και ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος".
"8. Οι δικαιούχοι των κατά τις κείμενες διατάξεις ακατάσχετων χρηματικών απαιτήσεων, όπως αυτές προσδιορίζονται από την υπηρεσία που διενεργεί την εκκαθάριση".
4. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 αντικαθίσταται ως εξής:
"Για τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας λαμβάνονται υπόψη:
α) όλες οι ληξιπρόθεσμες οφειλές, β) η υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του τελευταίου έτους, γ) η υποβολή της τελευταίας εκκαθαριστικής δήλωσης Φ.Π.Α., δ) η διαπίστωση υποβολής όλων των περιοδικών δηλώσεων (Φ.Π.Α.) που έπονται της τελευταίας εκκαθαριστικής και που η προθεσμία υποβολής τους έχει λήξει ένα μήνα πριν την ημερομηνία αίτησης έκδοσης του αποδεικτικού ενημερότητας".
5. Στο τέλος του άρθρου 4 προστίθεται νέα παράγραφος με αριθμό 7 που έχει ως ακολούθως:
"7. Στις περιπτώσεις που ο Προϊστάμενος της αρμόδιας για τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας Δ.Ο.Υ., διαπιστώσει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης του, αλλά δεν έχουν υποβληθεί δηλώσεις Φορολογίας Εισοδήματος και περιοδικές ή εκκαθαριστικές δηλώσεις Φ.Π.Α. προηγούμενων ετών, ή τρέχοντος έτους, στερεί τη δυνατότητα έκδοσης αποδεικτικού ενημερότητας, με εντολή δέσμευσης του στο Κεντρικό Σύστημα, η οποία αίρεται μετά την υποβολή των δηλώσεων."
6. Στο άρθρο 5 προστίθεται νέα παράγραφος με αριθμό 7 ως εξής:
"Η αναγραφή της φορολογικής ενημερότητας επί του εκκαθαριστικού σημειώματος φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων κατά τη διαδικασία της υπ` αριθμ. 1051976/3187/5.6.2000 απόφασης (ΦΕΚ Β 755/2000) δεν γίνεται για τα εκκαθαριστικά σημειώματα, φορολογουμένων που έχουν και δηλωθέντα εισοδήματα από Δ` και Ζ` πηγή."
7. Το άρθρο 6 αντικαθίσταται ως εξής:
"Αρθρο 6
1. Η ισχύς του αποδεικτικού ενημερότητας ορίζεται σε τέσσερις (4) μήνες, ανεξαρτήτως της αιτίας για την οποία ζητείται αυτό.
2. Ο χρόνος ισχύος του αποδεικτικού ορίζεται σε ένα (1) μήνα, όταν υφίστανται βεβαιωμένες οφειλές, ανεξάρτητα από το αν είναι ληξιπρόθεσμες, τελούν υπό αναστολή, έχουν υπαχθεί σε νομοθετική ρύθμιση ή σε διευκόλυνση τμηματικής καταβολής κατά τις κείμενες διατάξεις.
3. Στο αποδεικτικό ενημερότητας αναγράφεται η αιτία χορήγησης του, ως ακολούθως:
α) Για είσπραξη χρημάτων β) Για μεταβίβαση ακινήτου γ) Για κάθε νόμιμη χρήση (εκτός είσπραξης χρημάτων και μεταβίβασης ακινήτων)."
8. Η περίπτωση (β) της παραγράφου 1 του άρθρου 8 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"β) Το ίδιο ισχύει και για τη μεταβίβαση ακινήτων, όταν το αποδεικτικό ζητείται από τον πωλητή. Στην περίπτωση αυτή αναγράφεται επί του αποδεικτικού το συγκεκριμένο ακίνητο για το οποίο ζητείται η μεταβίβαση καθώς και το ποσό ή ποσοστό του τιμήματος, που παρακρατείται, το οποίο υπολογίζεται επί της πραγματικής αξίας του ακινήτου όχι όμως σε αξία μικρότερη της αντικειμενικής και σε περιοχές όπου δεν ισχύει ο αντικειμενικός προσδιορισμός, όπως προσδιορίζεται από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. βάσει συγκριτικών στοιχείων και αποδίδεται από τον συμβολαιογράφο στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) μέσα σε τρεις εργάσιμες ημέρες από τη σύνταξη του συμβολαίου.
Ειδικά, όταν χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας με τον όρο της παρακράτησης, μέρους ή ολόκληρου του τιμήματος, το οποίο όμως θα καταβληθεί στον πωλητή με χορήγηση δανείου στον αγοραστή από αναγνωρισμένο στην Ελλάδα Πιστωτικό Ίδρυμα, ο όρος αυτός αναγράφεται υποχρεωτικά στο συμβόλαιο μεταβίβασης, το δε Πιστωτικό Ίδρυμα αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκδώσει επιταγή σε διαταγή της Δ.Ο.Υ. που υφίσταται η οφειλή και να την καταθέσει μέσα σε τρεις ημέρες από την πρώτη εκταμίευση του δανείου και όχι αργότερα από δύο μήνες από την ημερομηνία σύνταξης του συμβολαίου.
Στην περίπτωση που δεν εκπληρωθούν οι ανωτέρω όροι παρακράτησης και απόδοσης που έχουν αναγραφεί επί του αποδεικτικού θεωρείται ότι το συμβόλαιο μεταβίβασης καταρτίσθηκε χωρίς την προσκόμιση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας και επέρχονται οι νόμιμες συνέπειες."
Στο ίδιο άρθρο προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
"4. Ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. δύναται να αρνηθεί τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας σε οφειλέτες, συνυποχρέους και εγγυητές και μετά τη συμμόρφωση τους σε διευκόλυνση τμηματικής καταβολής που τους χορηγήθηκε, εφόσον το αποδεικτικό ζητείται για μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επ` αυτών και οι οφειλές δεν είναι διασφαλισμένες".
9. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ισχύει από 1ης Μαΐου 2007 εκτός των διατάξεων της περίπτωσης 2 της παραγράφου 7 και της περίπτωσης δ της παραγράφου 4 που ισχύουν όσον αφορά τη μηχανογραφική εφαρμογή από 1ης Οκτωβρίου 2007.
Αθήνα, 20 Απριλίου 2007
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ε΄
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ |
Αθήνα, 10 Νοεμβρίου 2004 |
ΘΕΜΑ: "Αμοιβαία Συνδρομή στην είσπραξη μεταξύ των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης" ΣΧΕΤ.: α)Η αριθμ.Τ 4285/353/Α0019/14.10.2003 ΔΥΟ προς τα Τελωνεία β) Η αριθμ. πρωτ.1080006/6908/0016/08.09.03 εγκύκλιος προς όλες τις Δ.Ο.Υ.
Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ:
Με την εγκύκλιο αυτή κοινοποιούνται οι διατάξεις και παρέχονται ορισμένες οδηγίες σχετικά με την εφαρμογή και τις διαδικασίες για αμοιβαία συνδρομή στην είσπραξη ορισμένων φορολογικών και τελωνειακών απαιτήσεων μεταξύ των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εγκύκλιος αυτή (όπως και η κοινοποιηθείσα παραπάνω σχετική) κοινοποιείται με στόχο:
α) την ενημέρωση των εμπλεκομένων υπηρεσιών (των Δ.Ο.Υ. και των τελωνείων) για τις δυνατότητες που παρέχονται στην Ελλάδα, ως Αιτούσα Αρχή, στην είσπραξη ορισμένων φορολογικών ή τελωνειακών απαιτήσεών της, που είναι βεβαιωμένες στις Δ.Ο.Υ. και στα τελωνεία και οι υπόχρεοι ή συνυπόχρεοι προς πληρωμή είναι εγκατεστημένοι ή διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία σε κάποιο άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
β) να καταστήσει σαφή την υποχρέωση που έχουν οι δημοσιονομικές υπηρεσίες της ελληνικής διοίκησης και που απορρέει από τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να παρέχουν την αμοιβαία συνδρομή τους στην είσπραξη στις αντίστοιχες υπηρεσίες των άλλων κρατών - μελών για οφειλέτες τους, που διαμένουν στην Ελλάδα ή διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία στη χώρα μας, όποτε αυτή μας ζητείται, ως Αρμόδια Αρχή.
γ) Την ενημέρωση, λόγω της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από 01.05.2004 με δέκα νέα κράτη, για την αναμενόμενη αύξηση των αιτήσεων αμοιβαίας συνδρομής προς την Ελλάδα, ως Αρμόδια Αρχή, αλλά και για τις νέες δυνατότητες που παρέχονται στην Ελλάδα, ως Αιτούσα Αρχή, να ζητήσει την αμοιβαία συνδρομή στην είσπραξη των παραπάνω φορολογικών και τελωνειακών εσόδων και από τα νέα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Β ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:
α) Οι διατάξεις των άρθρων 13,14,15 & 16 του Ν. 3052/2002 (ΦΕΚ 221 Α), με τις οποίες τροποποιούνται και συμπληρώνονται οι διατάξεις του ν. 1402/1983, σύμφωνα με τις οποίες καθορίζεται η αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη απαιτήσεων μεταξύ των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Κεφάλαιο ΙΑ΄ του νόμου αυτού ).
β) Η Α.Υ.Ο. Τ.3383/243/Α0019/22.07.2003 "Αμοιβαία Συνδρομή για την είσπραξη των απαιτήσεων - εναρμόνιση προς την Οδηγία 2002/94" (ΦΕΚ 1068Β/01.08.2003) με την οποία προσαρμόζεται η Ελληνική νομοθεσία προς τις διατάξεις της οδηγίας 2002/94 της Επιτροπής Είσπραξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθορίζονται οι απαιτήσεις για τις οποίες παρέχεται η αμοιβαία συνδρομή μεταξύ των κρατών - μελών και ορίζονται οι λεπτομέρειες για τη μετατροπή, τη μεταφορά των εισπραχθέντων ποσών, και ο τρόπος των ανακοινώσεων μεταξύ της αιτούσας και της αρμόδιας Αρχής.
Γ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ:
1. Μέχρι 30.04.2004 τα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν δεκαπέντε, ήτοι Βέλγιο (BE), Γαλλία (FR), Γερμανία (DE), Δανία (DK), Ελλάδα (EL), Λουξεμβούργο (LU), Ιρλανδία (IR), Ισπανία (ES), Ιταλία (IT), Ολλανδία (NL), Αυστρία (AT), Πορτογαλία (PT), Σουηδία (SE), Φιλανδία (FI), Ηνωμένο Βασίλειο (GB). Από 01.05.2004 εντάχθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση δέκα νέα κράτη, ήτοι Εσθονία (EE), Κύπρος (CY), Μάλτα (MT), Λετονία (LV), Λιθουανία (LT), Ουγγαρία (HU), Πολωνία (PL), Σλοβακία (SK), Σλοβενία (SI), Τσεχία (CZ).
2. Η αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη απαιτήσεων εφαρμόζεται για ορισμένες εισφορές, δασμούς και φόρους. Συγκεκριμένα οι απαιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 2 της αναφερθείσας Α.Υ.Ο. αφορούν:
α) Στις επιστροφές, παρεμβάσεις που αποτελούν μέρος του συστήματος ολικής ή μερικής χρηματοδότησης του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, καθώς και για ποσά που πρέπει να εισπραχθούν στο πλαίσιο αυτών των ενεργειών.
β) Στις γεωργικές εισφορές και άλλα τέλη που προβλέπονται στα πλαίσια της κοινής οργάνωσης των αγορών για τον τομέα της ζάχαρης.
γ) Στους εισαγωγικούς δασμούς.
δ) Στους εξαγωγικούς δασμούς.
ε) Στο φόρο προστιθέμενης αξίας.
στ) Στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης επί:
* των βιομηχανοποιημένων καπνών * της αλκοόλης και των αλκοολούχων ποτών * των πετρελαιοειδών
ζ) Στους φόρους επί του εισοδήματος και της περιουσίας.
η) Στους φόρους επί των ασφαλίστρων, όπως είναι ο ΦΚΕ
θ) στους τόκους, διοικητικές κυρώσεις και πρόστιμα, καθώς και τα έξοδα που απορρέουν από τις προαναφερόμενες απαιτήσεις.
3. Η αμοιβαία συνδρομή αφορά απαιτήσεις, οι οποίες γεννήθηκαν στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. και αφορούν στον οφειλέτη που διαμένει σε κράτος μέλος της Ε.Ε. ή διαθέτει περιουσιακά στοιχεία σε αυτό ή στην Ελλάδα αντίστοιχα.
4. Για την εφαρμογή της αμοιβαίας συνδρομής στην είσπραξη νοούνται:
α) ως "αιτούσα αρχή", η αρμόδια αρχή της Ελλάδας ή άλλου κράτους μέλους της Ε.Ε. η οποία απευθύνει αίτηση παροχής πληροφοριών, αίτηση κοινοποίησης, αίτηση είσπραξης ή λήψης συντηρητικών μέτρων.
β) ως "αρμόδια αρχή" η αρχή της Ελλάδας ή άλλου κράτους μέλους της Ε.Ε., η οποία δέχεται τις παραπάνω αιτήσεις.
γ) ως "αίτηση πληροφοριών" η απευθυνόμενη αίτηση από την αιτούσα αρχή με την οποία ζητούνται πληροφορίες.
δ) ως "αίτηση κοινοποίησης" η απευθυνόμενη αίτηση από την αιτούσα αρχή με την οποία ζητείται η γνωστοποίηση από την αρμόδια αρχή στον οφειλέτη ή τον αποδέκτη των πράξεων ή δικαστικών και κάθε άλλου είδους αποφάσεων, με βάση τις οποίες επιδιώκεται η είσπραξη των απαιτήσεων.
ε) ως "αίτηση είσπραξης ή λήψης εξασφαλιστικών μέτρων" η αίτηση η οποία απευθύνει η αιτούσα αρχή για την είσπραξη απαιτήσεων.
στ) ως "διαβίβαση μέσω ηλεκτρονικών μέσων" η διαβίβαση των ως άνω αιτήσεων ή οι πληροφορίες για την πορεία εκτέλεσης αυτών με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.
ζ) ως "δίκτυο CCN/CSI)", η κοινή πλατφόρμα που στηρίζεται στο Κοινό Δίκτυο Επικοινωνίας και στη Διεπαφή Κοινού Συστήματος προκειμένου να εξασφαλιστούν οι διαβιβάσεις με ηλεκτρονικά μέσα μεταξύ των αρμόδιων αρχών.
5. Για την Ελλάδα έχει οριστεί Αιτούσα ή Αρμόδια Αρχή, κατά περίπτωση
α) Για τις απαιτήσεις α, β, γ, δ, στ, και θ, όπως αυτές αναφέρθηκαν στην ανωτέρω παράγραφο 2, η Διεύθυνση Τελωνείων Αττικής.
β) Για τις απαιτήσεις ε, ζ και θ, όπως αυτές αναφέρθηκαν στην παράγραφο 2, η Διεύθυνση Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Δ.16) του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.
6. Για την Ελλάδα έχουν εξουσιοδότηση να υπογράφουν τις αιτήσεις πληροφοριών, τις κοινοποιήσεις ή τις αιτήσεις είσπραξης, καθώς και τις γνωστοποιήσεις επί της πορείας οι προϊστάμενοι των παραπάνω δύο Διευθύνσεων.
7. Όταν υφίστανται βεβαιωμένες οφειλές υπέρ του ελληνικού Δημοσίου από αυτές που ορίζονται στο άρθρο 2 της σχετικής Α.Υ.Ο. υποβάλλεται αίτηση αμοιβαίας συνδρομής στο κράτος μέλος που έχει την κατοικία του ή τη δραστηριότητά του ο οφειλέτης.
Η αίτηση συνδρομής μπορεί να είναι:
α) Αίτηση παροχής πληροφοριών, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 της σχετικής Α.Υ.Ο.
β) Αίτηση κοινοποίησης (γνωστοποίησης) κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5 της σχετικής Α.Υ.Ο.
γ) Αίτηση είσπραξης ή λήψης συντηρητικών μέτρων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6 της σχετικής Α.Υ.Ο. Στην περίπτωση αυτή επισυνάπτεται αντίγραφο του εκτελεστού τίτλου είσπραξης.
8. Τα παραπάνω διαβιβάζονται στη Διεύθυνση Τελωνείων Aττικής ή στη Διεύθυνση Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων - Τμήμα Ε΄, κατά τα προαναφερόμενα στην παρ.5 της παρούσας, οι οποίες αναλαμβάνουν, αφού προηγουμένως μεταφραστούν στην Αγγλική ή Γαλλική ή Γερμανική γλώσσα, να τα αποστείλουν στην Αρμόδια Αρχή, για την παροχή της αμοιβαίας συνδρομής, με ειδικό έγγραφο - αίτηση προς αυτό.
Για την είσπραξη των απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου από τα κράτη - μέλη, που ενεργούν ως αρμόδιες Αρχές, εφαρμόζεται η εθνική νομοθεσία των κρατών αυτών.
9. Όταν διαβιβάζεται από άλλο κράτος - μέλος, ως αιτούσα Αρχή, αίτηση πληροφοριών ή αίτηση κοινοποίησης ή αίτηση είσπραξης, παραλαμβάνονται από τη Διεύθυνση Τελωνείων Αττικής ή τη Διεύθυνση Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων ανάλογα, οι οποίες στην περίπτωση αυτή λειτουργούν ως "αρμόδια Αρχή", κατά περίπτωση και αφού μεταφραστούν στην ελληνική γλώσσα και συνταχθούν οι σχετικοί χρηματικοί κατάλογοι, διαβιβάζονται στην αρμόδια οικονομική αρχή, ΔΟΥ ή Τελωνείο για ενέργειες.
Για την είσπραξη των απαιτήσεων των άλλων κρατών - μελών από τις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία εφαρμόζεται στο σύνολό της η ελληνική νομοθεσία (μέτρα είσπραξης, μη χορήγησης αποδεικτικών φορολογικής ενημερότητας κλπ.)
10. Οι προθεσμίες που ορίζονται στη σχετική ΑΥΟ, όσον αφορά την ενημέρωση της αιτούσας ή αρμόδιας Αρχής κατά περίπτωση για όλες τις ενέργειες που γίνονται για συγκεκριμένη οφειλή, πρέπει να τηρούνται απαρέγκλιτα.
Ακριβές Αντίγραφο Η Προϊσταμένη της Γραμματείας |
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ Αδάμ Ρεγκούζας |
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!