ΠΟΛ. 1052/5-2-2002 Κοινοποίηση διοικητικής κωδικοποίησης των διατάξεων του φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας (ΦΜΑΠ)
ΥΠΟΙΚ 1010659/49/0013/ΠΟΛ. 1052/5.2.2002 Κοινοποίηση διοικητικής κωδικοποίησης των διατάξεων του φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας (Φ.Μ.Α.Π.)
Το Υπουργείο Οικονομικών συνεχίζει την προσπάθεια για διαρκή, ασφαλή και πλήρη ενημέρωση των φοροτεχνικών υπαλλήλων, με σκοπό την ομοιόμορφη της φορολογικής νομοθεσίας, αλλά και την ασφαλέστερη εκπλήρωση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους.
Ηδη, εκτός από τις κωδικοποιήσεις, οι οποίες έχουν ολοκληρωθεί με τη διαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 76 του Συντάγματος (κώδικες φόρου προστιθέμενης αξίας, κληρονομιών - δωρεών κ.τ.λ.) οι υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών ασχολούνται με τη διοικητική κωδικοποίηση φορολογικών νομοθετημάτων, όπως του ν. 1078/1980 (απαλλαγή από το φόρο κατά την απόκτηση πρώτης κατοικίας) που ήδη σας έχει κοινοποιηθεί με την εγκύκλιο 1097658/779/Γ.Δ./ΠΟΛ. 1243/22-10-2001 κ.α. Μέρος αυτής της εργασίας αποτελεί η διοικητική κωδικοποίηση των διατάξεων του φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας (Φ.Μ.Α.Π.), δηλαδή των άρθρων 21 - 35 και 40 του ν. 2579/1997, ενημερωμένες μέχρι το ν. 2948/2001 (ΦΕΚ 46Α).
Η εργασία αυτή κρίθηκε απαραίτητη, για να γνωστοποιηθούν όχι μόνο οι κωδικοποιημένες διατάξεις αυτής της φορολογίας, αλλά και τα νέα ποσά, εκφρασμένα σε ευρώ, της φορολογικής κλίμακας και των απαλλαγών από την επιβολή φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας (Φ.Μ.Α.Π.), που ισχύουν το έτος 2002. Επίσης, τα αντίστοιχα δραχμικά μεγέθη, που προϊσχυσαν, καθώς και οι συναφείς, αλλά και οι ειδικές διατάξεις, που προβλέπουν την επιβολή κυρώσεων για τη μη κανονική εκπλήρωση των οικείων φορολογικών υποχρεώσεων.
Σας κοινοποιούμε ικανό αριθμό αντιτύπων αυτής της εργασίας, για ενημέρωση και ομοιόμορφη εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας. Παρακαλούμε να δοθεί από ένα αντίτυπο του παρόντος σε κάθε ένα υπάλληλο που υπηρετεί στα Τμήματα Κεφαλαίου, Ελέγχου, και Εισοδήματος.
Νόμος 2459/1997
Αρθρα 21 - 35
ΑΡΘΡΟ 21
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΦΟΡΟΥ
1. Από το οικονομικό έτος 1997 και για κάθε επόμενο έτος επιβάλλεται φόρος στη μεγάλη ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στην Ελλάδα. Σε φόρο υποβάλλεται η συνολική αξία της περιουσίας που ανήκει σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο και αποτελείται από ακίνητα που βρίσκονται στην Ελλάδα ή εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά εκτός της υποθήκης.
2. Η ακίνητη περιουσία των ανήλικων άγαμων τέκνων προστίθεται κατά ίσα μέρη στην ακίνητη περιουσία του πατέρα και της μητέρας, εφόσον αυτοί ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνα ή μόνο στην περιουσία του γονέα που ασκεί τη γονική μέριμνα.
Κατ εξαίρεση δεν υπολογίζεται στην περιουσία των γονέων η ακίνητη περιουσία των ανήλικων άγαμων τέκνων, που περιέρχεται σε αυτά από κληρονομιά, κληροδοσία ή δωρεά αιτία θανάτου.
Για την επιβολή του φόρου η έννοια του ακινήτου και των εμπραγμάτων δικαιωμάτων λαμβάνεται κατά τον Αστικό Κώδικα.
ΑΡΘΡΟ 22
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΦΟΡΟΥ
1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια, κατοικία ή την έδρα του, φορολογείται για την ακίνητη περιουσία του, που βρίσκεται στην Ελλάδα την πρώτη Ιανουαρίου του έτους φορολογίας.
Στα επίδικα ακίνητα υπόχρεος σε φόρο είναι ο νομέας του.
Το ίδιο ισχύει και για αυτούς που νέμονται ακίνητα χωρίς νόμιμο τίτλο
Αν ακίνητο εκνικηθεί με τελεσίδικη απόφαση, ο νομέας του, για το φόρο που κατέβαλε, έχει δικαίωμα αναγωγής κατά του κυρίου, που οριστικά αναγνωρίστηκε.
Ειδικά για τα ακίνητα για τα οποία έχει συναφθεί σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, υπόχρεος σε φόρο είναι ο μισθωτής τους, για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση. (1)
2. Υπόχρεος σε φόρο είναι:
α) Στην περίπτωση της παραγράφου 2 του προηγούμενου άρθρου ο πατέρας ή η μητέρα για τη περιουσία των ανήλικων άγαμων τέκνων.
Η περιουσία της συζύγου φορολογείται χωριστά.
β) Ο κηδεμόνας για την ακίνητη περιουσία σχολάζουσας κληρονομίας.
γ) Ο οικοπεδούχος για την αξία του οικοπέδου σε περίπτωση ανέγερσης πολυκατοικίας με αντιπαροχή, μέχρι να μεταβιβαστούν τα διαμερίσματα σε τρίτο ή στον εργολάβο, κατά το αμάχητο τεκμήριο της περίπτωσης στ της παραγράφου 1 του επόμενου άρθρου.
ΑΡΘΡΟ 23
ΑΠΑΛΛΑΓΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΦΟΡΟ
Απαλλάσσονται από το φόρο:
α) Οι γεωργικές ή κτηνοτροφικές εκτάσεις τις οποίες αυτοκαλλιεργεί ή εκμεταλλεύεται ο κατά κύριο επάγγελμα γεωργός ή κτηνοτρόφος.
β) Οι δασικές εκτάσεις.
γ) Τα δικαιώματα μεταλλειοκτησίας και η εξόρυξη ορυκτών ή λίθων.
δ) Τα κτίσματα των ακινήτων και τα λοιπά συστατικά του εδάφους, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα μηχανήματα και γενικά οι κατασκευές, που είναι συνδεδεμένες στέρεα με το έδαφος και τα οποία ιδιοχρησιμοποιούνται για τη παραγωγή ή την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας από βιομηχανικές, μεταλλευτικές, λατομικές, βιοτεχνικές, εμπορικές, γεωργικές, κτηνοτροφικές, ξενοδοχειακές και επαγγελματικές γενικά επιχειρήσεις, καθώς και τα κτίσματα των ακινήτων που ιδιοχρησιμοποιούνται από νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και κοινωφελή ιδρύματα.
Εξαιρούνται τα κτίσματα των επιχειρήσεων των οποίων το αντικείμενο των εργασιών τους είναι η εκμετάλλευση των ακινήτων τους.
Επίσης τα ανωτέρω ισχύουν και για τα ακίνητα, που ιδιοχρησιμοποιούνται από τις πιο πάνω επιχειρήσεις για την παραγωγή ή την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας και εισφέρθηκαν σε αυτές κατά χρήση.
ε) Οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις οποιασδήποτε μορφής, για το 50% της αξίας των γηπέδων, που τους ανήκουν κατά κυριότητα και τα χρησιμοποιούν για τουριστική εκμετάλλευση και στα οποία έχουν κατασκευασθεί έργα που εξυπηρετούν τις λειτουργικές ανάγκες αυτών, όπως το κυρίως κτίριο του ξενοδοχείου και λοιποί χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων, χώροι αθλοπαιδιών κ.λπ.
Η αυτή απαλλαγή ισχύει και για τα γήπεδα των ακινήτων, που είναι εκμισθωμένα σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και το μίσθωμά τους υπολογίζεται σε ποσοστό στις εισπράξεις τους.
Επίσης τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια οποιασδήποτε βαθμίδας εκπαίδευσης και κατάρτισης για το πενήντα τοις εκατό (50%) της αξίας των γηπέδων τους, στα οποία έχουν κατασκευαστεί έργα που εξυπηρετούν τις λειτουργικές ανάγκες του εκπαιδευτηρίου όπως το κυρίως κτίριο, χώροι αθλοπαιδιών, στάθμευσης αυτοκινήτων και λοιποί χώροι.
στ) Τα κτίσματα της οικοδομής που ανεγείρεται, για μια επταετία από την έκδοση της οικοδομικής άδειας και εφόσον κατά τη διάρκεια της επταετίας αυτής τα κτίσματα δεν έχουν εκμισθωθεί ή χρησιμοποιηθεί κατά οποιονδήποτε τρόπο.
Μετά τη πάροδο της επταετίας από τη χορήγηση της οικοδομικής άδειας ή από την εκμίσθωση ή τη χρησιμοποίησή τους με οποιονδήποτε τρόπο πριν από την πάροδο της επταετίας τα διαμερίσματα πολυκατοικίας, που ανεγείρονται και δεν έχουν πουληθεί, τα οποία συμφωνήθηκε να μεταβιβασθούν στον εργολάβο ή σε τρίτα πρόσωπα που αυτός θα υποδείξει, για την εφαρμογή του παρόντος νόμου, θεωρούνται, κατά αμάχητο τεκμήριο, ότι έχουν μεταβιβασθεί στον εργολάβο μαζί με το ποσοστό του οικοπέδου που τους αναλογεί.
Σε περίπτωση που ο εργολάβος υποσχέθηκε με συμβολαιογραφικό προσύμφωνο τη μεταβίβαση διαμερίσματος σε τρίτο πρόσωπο, το διαμέρισμα αυτό για την εφαρμογή του παρόντος νόμου θεωρείται, κατά αμάχητο τεκμήριο, ότι μεταβιβάσθηκε στον αγοραστή μαζί με το ποσοστό του οικοπέδου που αναλογεί, από την παράδοσή του σε αυτόν, η οποία αποδεικνύεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο που καταρτίζεται μέσα σε ένα δίμηνο από την παράδοση.
ζ) Τα ακίνητα που φορολογούνται ως κληρονομιαία, για τα οποία ο φόρος είναι καταβλητέος σε μηνιαίες δόσεις, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών. Το χρονικό αυτό διάστημα αρχίζει από το επόμενο έτος εκείνου, μέσα στο οποίο γεννήθηκε η φορολογική υποχρέωση από την αιτία θανάτου κτήση.(1)
η) Τα γήπεδα, κτίρια και εγκαταστάσεις, που ανήκουν σε ανάδοχους φορείς προγραμμάτων ενεργού πολεοδομίας και βρίσκονται σε περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί ή θα χαρακτηριστούν κατά τις κείμενες διατάξεις ως Ζώνες Ενεργού Πολεοδομίας κατά τη διάρκεια εκτέλεσης των προγραμμάτων, σύμφωνα με τις σχετικές συμβάσεις ανάθεσης, εκτός αν προηγουμένως εκμισθωθούν ή χρησιμοποιηθούν κατά οποιονδήποτε τρόπο.
θ) Το Ελληνικό Δημόσιο, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι αποκεντρωμένες δημόσιες υπηρεσίες, που λειτουργούν ως ειδικά ταμεία, οι δήμοι, οι κοινότητες, η νομαρχιακή αυτοδιοίκηση και οι δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις, καθώς και οι Τοπικές Ενώσεις Δήμων και Κοινοτήτων (Τ.Ε.Δ.Κ.) και η Κεντρική `Ενωση Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδας (Κ.Ε.Δ.Κ.Ε).
ι) Τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και οι Γεωργικές Σχολές.
ια) Οι δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί στο μετοχικό κεφάλαιο των οποίων συμμετέχει το Δημόσιο με ποσοστό 50% και άνω.
ιβ) Το Ιερό Κοινό του Πανάγιου Τάφου, η Ιερή Μονή του όρους Σινά και το `Αγιο `Ορος.
ιγ) Οι κατά το άρθρο 13 παράγραφος 2 του Συντάγματος γνωστές θρησκείες και τα δόγματα με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 35 του παρόντος νόμου.(1)
ιδ) Τα σωματεία, οι ενώσεις ή ομοσπονδίες, που έχουν νόμιμα συσταθεί και αναγνωρισθεί από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού και οι ανώνυμες εταιρείες ποδοσφαίρου, για τα ακίνητα και τις εγκαταστάσεις, που τους ανήκουν και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την πραγματοποίηση των αθλητικών τους δραστηριοτήτων.
Ταμεία και Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης
ιε) Τα κάθε είδους ταμεία ή οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης.
ιστ) Τα γήπεδα και τα κτίρια, που ανήκουν κατά πλήρη κυριότητα στην Ε.Τ.Β.Α. ή ΒΙ.Π. Ε.Τ.Β.Α. και βρίσκονται μέσα στις βιομηχανικές περιοχές.
ιζ) Τα ξένα κράτη, για τα ακίνητα που ανήκουν σε αυτά και τα οποία χρησιμοποιούνται για την εγκατάσταση των πρεσβειών και προξενείων αυτών, με τον όρο της αμοιβαιότητας.
ιη) Οι ξένοι πρεσβευτές και λοιποί διπλωματικοί αντιπρόσωποι και πράκτορες, με τον όρο της αμοιβαιότητας.
ιθ) Οι πρόξενοι και προξενικοί πράκτορες, καθώς και το κατώτερο προσωπικό των ξένων πρεσβειών και προξενείων, με τον όρο της αμοιβαιότητας και εφόσον έχουν την ιθαγένεια του κράτους που αντιπροσωπεύουν και δεν ασκούν εμπόριο ή βιομηχανία ή δεν είναι διευθυντές επιχειρήσεων στην Ελλάδα και με την επιφύλαξη των όρων των διεθνών συμβάσεων.
κ) Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, για τα ακίνητα που ιδιοχρησιμοποιούν.
κα) Η Τράπεζα της Ελλάδος, η Αρχαιολογική Εταιρεία και το Εθνικό νδρυμα Υποδοχής και Αποκατάστασης Αποδήμων και Παλιννοστούντων Ομογενών Ελλήνων.
κβ) Οι Τουριστικές Επιχειρήσεις Ελλάδος ΞΕΝΙΑ Α.Ε. για όσο χρονικό διάστημα οι μετοχές της εταιρείας βρίσκονται εξ ολοκλήρου στα χέρια του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού.
Το 50% της αξίας των ακινήτων που έχουν δεσμευθεί από την αρχαιολογική υπηρεσία
κγ) Το πενήντα τοις εκατό (50%) της αξίας των ακινήτων που έχουν δεσμευθεί από την αρχαιολογική υπηρεσία και των ακινήτων μεγάλης ιστορικής αξίας, όπως αυτά χαρακτηρίζονται με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται μετά από πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού.
κδ) Κτίσματα τα οποία έχουν κηρυχθεί απαλλοτριωτέα, καθώς και κτίσματα για τα οποία έχει εκδοθεί άδεια κατεδάφισης ή πρωτόκολλο κατεδάφισης.
Επίσης απαλλάσσεται το πενήντα τοις εκατό (50%) της αξίας των γηπέδων που τελούν υπό αναγκαστική απαλλοτρίωση. (1)
κε) Τα ακίνητα που παραχωρούνται κατά χρήση χωρίς αντάλλαγμα στο Ελληνικό Δημόσιο.
κστ) Οι επιχειρήσεις που έχουν τεθεί υπό το καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης του ν. 2000/ 1991 (ΦΕΚ 206 Α) όπως ισχύει. (2)
κζ) Τα νομικά πρόσωπα ως δικαιούχοι κάθε μορφής δουλείας ή ασκούντα τα παραπάνω δικαιώματα σε ακίνητα κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου ή του Ε.Ο.Τ. που έχουν αποκτήσει είτε κατόπιν μεταβίβασης είτε κατόπιν οποιουδήποτε τύπου παραχώρησης με σύμβαση, οποιασδήποτε μορφής ή με ειδικές διατάξεις νόμων.(1)
κη) Τα γήπεδα, κτίρια και εγκαταστάσεις που ανήκουν σε τράπεζες και θυγατρικές τους εταιρείες, είτε αυτά ιδιοχρησιμοποιούνται είτε είναι μισθωμένα και για τα οποία έχει αρχίσει η διαδικασία ένταξής τους σε ζώνες ενεργού πολεοδομίας με απόφαση του αρμοδίου οργάνου κατά τις διατάξεις των νόμων 1337/1983 (ΦΕΚ 33 Α) και 2508/1997 (ΦΕΚ 124 Α). (2)
ΑΡΘΡΟ 24
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΑΞΙΑΣ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
1. Για τον υπολογισμό του φόρου λαμβάνεται υπόψη η αξία που έχουν τα ακίνητα και τα εμπράγματα σε αυτά δικαιώματα κατά τη 1η Ιανουαρίου του έτους που φορολογούνται, για το προσδιορισμό της οποίας εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του α.ν. 1521/1950 και οι διατάξεις του άρθρου 41 και 41Α του ν. 1249/1982, όπως ισχύουν.
2. Σε περίπτωση διαχωρισμού της επικαρπίας από την κυριότητα, η αξία της επικαρπίας προσδιορίζεται σε ποσοστό της αξίας της πλήρους κυριότητας με εφαρμογή των σχετικών για την εκτίμηση της αξίας της επικαρπίας διατάξεων του ν.δ/τος 118/1973, όπως ισχύει. Η αξία της ψιλής κυριότητας βρίσκεται αν από την αξία της πλήρους κυριότητας αφαιρεθεί η αξία της επικαρπίας.
Η οίκηση, καθώς και οποιαδήποτε άλλη δουλεία, που παρέχει εξουσία χρήσης, εξομοιώνονται προς την επικαρπία. Επίσης με τον επικαρπωτή εξομοιώνεται ο κύριος που είναι υποχρεωμένος να αποκαταστήσει την περιουσία σε άλλον.
ΑΡΘΡΟ 25
ΕΚΠΤΩΣΕΙΣ - ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΟ ΟΡΙΟ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΟΥ
1. Από τη συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας, που βρίσκεται κατά τη διαδικασία του προηγούμενου άρθρου, αφαιρούνται τα χρέη που υπάρχουν την πρώτη Ιανουαρίου του έτους φορολογίας, για τα οποία έχει εγγραφεί υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης στα ακίνητα, εφόσον τα χρέη αυτά προέρχονται από δάνεια που χορηγήθηκαν από το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ή τράπεζες και αποδεδειγμένα χρησιμοποιήθηκαν για ανέγερση, επέκταση ή επισκευή γενικά κτισμάτων που ανήκουν στον υπόχρεο και φορολογούνται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο. Οι τόκοι των δανείων αυτών δεν αφαιρούνται.
2. Από τη συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας, μετά την αφαίρεση των χρεών που ορίζονται στην παράγραφο 1, παραμένει αφορολόγητο ποσό διακοσίων σαράντα τριών χιλιάδων εξακοσίων (243.600) ευρώ για τα φυσικά και τα νομικά πρόσωπα. Δεν φορολογούνται οι σύζυγοι, αν η συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας και των δύο είναι τετρακόσιες ογδόντα επτά χιλιάδες διακόσια (487.200) ευρώ. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά εξήντα μία χιλιάδες εξακόσια πενήντα (61.650) ευρώ για καθένα από τα δυο πρώτα ανήλικα παιδιά τους και κατά εβδομήντα τρεις χιλιάδες τετρακόσια (73.400) ευρώ για καθένα από τα επόμενα ανήλικα παιδιά τους. Σε περίπτωση θανάτου ή διαζυγίου, το αφορολόγητο ποσό του επιζώντος ή διαζευγμένου συζύγου προσαυξάνεται κατά εξήντα μία χιλιάδες εξακόσια πενήντα (61.650) ευρώ για καθένα από τα δύο πρώτα ανήλικα παιδιά του, και κατά εβδομήντα τρεις χιλιάδες τετρακόσια (73.400) ευρώ για καθένα από τα επόμενα ανήλικα παιδιά του, των οποίων έχει τη γονική μέριμνα. Για τα ημεδαπά και τα ξένα με τον όρο της αμοιβαιότητας νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που επιδιώκουν αποδεδειγμένα σκοπούς κοινωφελείς, θρησκευτικούς, φιλανθρωπικούς, και εκπαιδευτικούς, καθώς και για τα ημεδαπά κοινωφελή ιδρύματα, το αφορολόγητο ποσό ορίζεται σε εξακόσιες επτά χιλιάδες τετρακόσια ενενήντα (607.490) ευρώ.
Μετά τον υπολογισμό των παραπάνω αφορολογήτων ορίων, το υπόλοιπο υποβάλλεται σε φόρο:
α) Για τα φυσικά πρόσωπα σύμφωνα με την ακόλουθη κλίμακα:
Κλιμάκιο | Φορολογικοί συντελεστές κατά κλιμάκιο | Ποσό φόρου κατά κλιμάκιο | Σύνολο φορολογητέας περιουσίας | Σύνολο φόρου |
% | ||||
--------- | ---------------- | ------------ | ---------------- | ------------------ |
146.750,00 | 0,3 | 440,25 | 146.750,00 | 440,25 |
146.750,00 | 0,4 | 587 | 293.500,00 | 1.027,25 |
146.750,00 | 0,5 | 733,75 | 440.250,00 | 1.761,00 |
293.500,00 | 0,6 | 1.761,00 | 733.750,00 | 3.522,00 |
293.500,00 | 0,7 | 2.054,50 | 1.027.250,00 | 5.576,50 |
υπερβάλλον | 0,8 |
β) Για τα νομικά πρόσωπα με πάγιο συντελεστή 0,7%. Ειδικά για τα νομικά πρόσωπα του δευτέρου εδαφίου αυτής της παραγράφου ο πάγιος συντελεστής ορίζεται σε 0,35%.
ΑΡΘΡΟ 26
ΥΠΟΧΡΕΟΙ ΣΕ ΔΗΛΩΣΗ
1. Ο υπόχρεος σε φόρο και σε περίπτωση ανικανότητάς του ο νόμιμος αντιπρόσωπος είναι υποχρεωμένος να δηλώσει την ακίνητη περιουσία που του ανήκει και φορολογείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
Κατά τη διάρκεια του γάμου οι σύζυγοι μπορούν να υποβάλλουν κοινή δήλωση, για την ακίνητη περιουσία, την οποία συνυπογράφουν.
2. Αν ο υπόχρεος σε δήλωση πεθάνει ή κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης, τη δήλωση είναι υποχρεωμένοι να υποβάλλουν οι κληρονόμοι του ή ο σύνδικος της πτώχευσης αντίστοιχα.
3. Σε περίπτωση σχολάζουσας κληρονομιάς, μεσεγγύησης ή περιουσίας, που βρίσκεται κάτω από αναγκαστική διαχείριση υπόχρεος για υποβολή της δήλωσης είναι κατά περίπτωση ο κηδεμόνας ή μεσεγγυούχος ή ο προσωρινός διαχειριστής.
Σε περίπτωση κληρονομιαίας περιουσίας που τελεί υπό εκκαθάριση, η οποία έχει καταληφθεί υπέρ νομικών προσώπων με τον όρο της εκτέλεσης κοινωφελών ή φιλανθρωπικών έργων ή υπέρ φυσικών προσώπων, υπόχρεος για την υποβολή δήλωσης είναι ο εκτελεστής διαθήκης για το διάστημα που τη διαχειρίζεται και τη διοικεί.
4. Για τα νομικά πρόσωπα υπόχρεοι σε δήλωση είναι οι νόμιμοι εκπρόσωποί τους.
5. Υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης είναι:
α) Τα φυσικά πρόσωπα, που η αξία της ακίνητης περιουσίας τους υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων σαράντα τριών χιλιάδων εξακοσίων (243.600) ευρώ. Σε περίπτωση συζύγων η αξία της περιουσίας και των δύο υπερβαίνει το ποσό των τετρακοσίων ογδόντα επτά χιλιάδων διακόσιων (487.200) ευρώ. (2)
β) Ολα τα νομικά πρόσωπα. Κατ` εξαίρεση, τα νομικά πρόσωπα που δεν έχουν στην κυριότητά τους ακίνητα ή εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά εκτός υποθήκης και έχουν υποβάλει μια τουλάχιστον φορά δήλωση Φ.Μ.Α.Π., δεν υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης, εκτός αν μεταβληθεί η περιουσιακή τους κατάσταση. (3)
γ) Καθένας που καλείται με έγγραφο από τον προϊστάμενο δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας.
6. Επιτρέπεται η υποβολή δήλωσης και από μη υπόχρεο σε φόρο, καθώς και δήλωση με επιφύλαξη.
ΑΡΘΡΟ 27
ΑΡΜΟΔΙΟΣ ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ
1. Για την παραλαβή των δηλώσεων και τη βεβαίωση του φόρου αρμόδιος είναι ο προϊστάμενος δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, που είναι αρμόδιος για τη φορολογία εισοδήματος. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών μπορεί κάθε φορά να τροποποιείται η αρμοδιότητα που ορίζεται από το προηγούμενο εδάφιο.
2. Η δήλωση υποβάλλεται σε δύο αντίτυπα στον αρμόδιο για τη φορολογία εισοδήματος προϊστάμενο δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται από τις διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος.
3. Σε περίπτωση θανάτου του υπόχρεου, η προθεσμία για υποβολή της δήλωσης ορίζεται εξάμηνη και αρχίζει από το θάνατο του υπόχρεου, για τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους και από τη δημοσίευση της διαθήκης, για τους κληρονόμους από διαθήκη.
4. Η προθεσμία για υποβολή της δήλωσης για τους νόμιμους αντιπροσώπους, τους κηδεμόνες σχολάζουσας κληρονομίας, τους μεσεγγυούχους, τους προσωρινούς διαχειριστές και τους σύνδικους πτωχεύσεων είναι εξάμηνη, από τότε που έλαβαν γνώση του διορισμού τους.
5. Οι πιο πάνω προθεσμίες υπολογίζονται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα.
6. Για το τρόπο υποβολής της δήλωσης εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 68 του ν.δ. 118/1973
7. Η δήλωση συντάσσεται σε έντυπο που χορηγείται δωρεάν από την υπηρεσία. Ο τύπος, το περιεχόμενο, καθώς και τα έγγραφα που επισυνάπτονται σε αυτά καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.
8. Καταργήθηκε.
ΑΡΘΡΟ 28
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΒΕΒΑΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ - ΑΤΕΛΕΙΕΣ
1. Για την καταχώρηση των δηλώσεων, που υποβάλλονται, την έκδοση των πράξεων επιβολής του φόρου την επίδοση των προσκλήσεων, των πράξεων και των υπολοίπων εγγράφων, την εξώδικη λύση των διαφορών, το απόρρητο των φορολογικών στοιχείων και γενικά τη διαδικασία βεβαίωσης του φόρου εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις για την επιβολή του φόρου εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, όπως ισχύουν, εκτός από τις περιπτώσεις που με τα άρθρα 21 ως 35 του παρόντος ορίζεται διαφορετικά.
2. Για την έκπτωση του Δημοσίου από το δικαίωμα του να κοινοποιήσει πράξη επιβολής του φόρου και προστίμου εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 102 του ν.δ. 118/1973.
ΑΡΘΡΟ 29
ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΦΟΡΟΥ
1. Ο φόρος που αναλογεί με βάση τη δήλωση καταβάλλεται σε τρεις (3) ίσες διμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται με την υποβολή της εμπρόθεσμης δήλωσης, οι δε υπόλοιπες την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα των διμήνων που ακολουθούν.
Δήλωση που υποβάλλεται χωρίς την ταυτόχρονη καταβολή της πρώτης δόσης, θεωρείται απαράδεκτη και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα.
Κατ` εξαίρεση ο φόρος που αναλογεί στις δηλώσεις έτους 1997 καταβάλλεται σε δύο (2) ίσες διμηνιαίες δόσεις, εκ των οποίων η πρώτη καταβάλλεται τη τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου από τη βεβαίωση του φόρου μήνα.
2. Ο κύριος φόρος που οφείλεται με βάση οποιονδήποτε άλλο τίτλο, ο πρόσθετος φόρος και το πρόστιμο καταβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος
3. Αν ο υπόχρεος καταβάλει εφάπαξ όλα τα ποσά που βεβαιώθηκαν σε βάρος του, με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση, μέσα στη προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης, εκπίπτει ποσοστό δυόμισι τοις εκατό (2,5%). (4)
4. Αν ασκηθεί εμπρόθεσμη προσφυγή κατά πράξης επιβολής φόρου, που προβλέπεται από τα άρθρα του παρόντος, βεβαιώνεται αμέσως ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του αμφισβητούμενου με την πράξη κύριου και προσθέτου φόρου. (5)
Το ποσό που βεβαιώνεται εισπράττεται μέσα στον επόμενο από την βεβαίωση μήνα και συμψηφίζεται με το φόρο και το πρόσθετο που θα καθοριστούν με βάση την απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου και το ποσό που τυχόν βεβαιώθηκε επιπλέον εκπίπτεται ή επιστρέφεται κατά περίπτωση.
ΑΡΘΡΟ 30
ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΦΟΡΟΙ
Οι παράγραφοι 1 έως και 6 του άρθρου 30 καταργήθηκε με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α/11-9-1997) Από την ισχύ του 11-9-1997 οι πρόσθετοι φόροι και τα πρόστιμα διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 4 αυτού του νόμου που παρατίθενται στο Κεφάλαιο των Συναφών Διατάξεων.
Οι παράγραφοι 7 και 8 του άρθρου 30 του ν. 2459/1997 εξακολουθούν να ισχύουν.
5. Σε περίπτωση ανακρίβειας όσων δηλώθηκαν και παράλειψης δήλωσης άλλων, οι πρόσθετοι φόροι ανακρίβειας και παράλειψης υπολογίζονται επιμεριστικά χωρίς να εξετάζεται αν υπάρχει ή οχι δόλος ή αμέλεια του υπόχρεου σε φόρο ή σε δήλωση.
6. Οι πρόσθετοι φόροι ανακρίβειας ή παράλειψης υποβολής δήλωσης καθορίζονται και επιβάλλονται με τη πράξη του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. που καταλογίζει το φόρο.
ΑΡΘΡΟ 31
ΕΥΘΥΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΚΑΤΟΧΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΑΠΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΥΘΥΝΕΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΝ ΣΕ ΦΟΡΟ
1. Οι κατόπιν σύμβασης τελευταίοι κάτοχοι των ακινήτων ευθύνονται σε ολόκληρο, μαζί με τους υπόχρεους, για την πληρωμή του φόρου που τα βαρύνει που βεβαιώθηκε με βάση το τίτλο που αποκτήθηκε για τον υπόχρεο και ο οποίος ισχύει και για τον τελευταίο κάτοχο, όσον αφορά τη δίωξή του για την είσπραξη του φόρου. Στην περίπτωση αυτή, οι τελευταίοι κάτοχοι έχουν δικαίωμα να ασκήσουν τα δικαιώματα του υπόχρεου μόνο ως προς την ακύρωση ή τροποποίηση των οριστικών πράξεων του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, ακόμη και μετά τη πάροδο της νόμιμης προθεσμίας, οπωσδήποτε όμως μέσα σε ένα έτος από την έγγραφη ειδοποίησή τους για πληρωμή από τη δημόσια οικονομική υπηρεσία.
2. Ο φόρος που βαρύνει το κατεχόμενο ακίνητο υπολογίζεται με επιμερισμό του ολικού φόρου που αναλογεί στο σύνολο της ακίνητης περιουσίας προς την αξία του ακινήτου αυτού. Ο επιμερισμός αυτός γίνεται από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας.
3. Οι νόμιμοι αντιπρόσωποι των υπόχρεων σε φόρο, καθώς και οι κηδεμόνες σχολάζουσας κληρονομίας, ευθύνονται είς ολόκληρο, μαζί με τους υπόχρεους, για τη πληρωμή των προσθέτων φόρων, που γεννήθηκαν και οφείλονται από δικές τους πράξεις ή παραλείψεις.
ΑΡΘΡΟ 32
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΩΝ
1. Απαγορεύεται να συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο, με το οποίο μεταβιβάζεται με αντάλλαγμα ή με χαριστική αιτία η κυριότητα ενός ακινήτου ή μεταβιβάζονται ή δημιουργούνται εμπράγματα δικαιώματα σε αυτό, αν δεν επισυναφθεί από το συμβολαιογράφο στο συμβόλαιο που συντάσσει, πιστοποιητικό του αρμόδιου προϊστάμενου Δ.Ο.Υ., ότι αυτός που μεταβιβάζει το ακίνητο υπέβαλε δήλωση για την ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στην Ελλάδα κατά τη 1η Ιανουαρίου του έτους που γίνεται η μεταβίβαση του ακινήτου και ότι καταβλήθηκε ο φόρος ο οποίος επιμεριστικά αναλογεί στην αξία του ακινήτου που μεταβιβάζεται. Ο φόρος αυτός, σε περίπτωση που υποβάλλεται μερική δήλωση πριν από την προθεσμία που προβλέπεται από το άρθρο 27 του παρόντος νόμου, υπολογίζεται με τον ανώτερο συντελεστή που ισχύει κάθε φορά. Στην περίπτωση αυτή, ο φόρος που καταβλήθηκε και αναλογεί στο ακίνητο που μεταβιβάζεται ή στο εμπράγματο σε αυτό δικαίωμα συμψηφίζεται στο φόρο ο οποίος αναλογεί με βάση τη δήλωση και εκείνος που καταβλήθηκε τυχόν επιπλέον επιστρέφεται.
2. Αν αυτός που μεταβιβάζει δεν έχει υποχρέωση να υποβάλλει δήλωση φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας, αντί του πιστοποιητικού του προηγούμενου εδαφίου υποβάλλει στον αρμόδιο προϊστάμενο δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας υπεύθυνη δήλωση, στην οποία θα βεβαιώνεται ότι δεν έχει υποχρέωση να υποβάλλει δήλωση Φ.Μ.Α.Π. Η δήλωση αυτή υποβάλλεται σε δυο αντίτυπα από τα οποία το ένα επιστρέφεται θεωρημένο στο μεταβιβάζοντα.
3. Το πιστοποιητικό ή η υπεύθυνη δήλωση κατά περίπτωση μνημονεύεται στο σχετικό συμβόλαιο.
4. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για το περιεχόμενο του πιστοποιητικού και την υποβολή της υπεύθυνης δήλωσης και την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
ΑΡΘΡΟ 33
ΚΥΡΩΣΕΙΣ
Το άρθρο 33 που ίσχυε σύμφωνα με την περίπτωση της παραγράφου 5 του άρθρου 25 του ν. 2523/1997 καταργήθηκε με την παράγραφο 11 του άρθρου 13 του ν. 2753/1999. Τονίζεται ότι με την 1119236/681/Α0013/ΠΟΛ. 1256/21-12-1999 εγκύκλιο διευκρινίστηκε ότι, μετά την 17-11-1999 δεν επιβάλλεται το πρόστιμο του άρθρου 33 για οποιαδήποτε πράξη εκδίδεται, ανεξάρτητα από το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης. Από της ισχύος του νόμου αυτού (17-11-1999) τα πρόστιμα διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 4 .
Το άρθρο που αντικαταστάθηκε είχε ως εξής:
ΑΡΘΡΟ 33
ΚΥΡΩΣΕΙΣ
"1. Σε πρόστιμο μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές που δε μπορεί να υπερβεί το διπλάσιο του φόρου υπόκειται:
α) Ο υπόχρεος σε δήλωση ή σε φόρο, ο οποίος δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 21 έως 35 του παρόντος, ανεξάρτητα από την επιβολή προσθέτου φόρου που μπορεί να προβλέπεται και
β) καθένας ο οποίος είναι υποχρεωμένος με βάση τις διατάξεις των άρθρων 21 ως και 35 του παρόντος ή ο οποίος καλείται από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας να δώσει στοιχεία ή πληροφορίες ή να παράσχει υπηρεσίες για την εξακρίβωση της φορολογητέας ύλης ή να τηρήσει, κατά την ενέργεια πράξεων του επαγγέλματος ή του λειτουργήματος που ασκεί, όρους και διατυπώσεις που ορίζονται από τις ίδιες διατάξεις και αρνείται οπωσδήποτε ή παραλείπει να το πράξει.
Το πρόστιμο επιβάλλεται σε βάρος εκείνου που έκανε τις παραβάσεις του προηγούμενου εδαφίου με αιτιολογημένη πράξη του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. Σε περίπτωση που οι παραβάσεις γίνονται από ομόρρυθμες, ετερόρρυθμες, περιορισμένης ευθύνης, ανώνυμες εταιρείες, συνεταιρισμούς και λοιπά νομικά πρόσωπα, το πρόστιμο επιβάλλεται σε βάρος της εταιρείας, του συνεταιρισμού ή του νομικού προσώπου. Για την έκδοση της πράξης επιβολής του προστίμου, την επίδοσή της, την άσκηση της προσφυγής και των ενδίκων μέσων και γενικά τη διαδικασία της βεβαίωσης αυτού εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις επιβολής προστίμου που ισχύουν στη φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 των άρθρων 30 και 31 και του άρθρου 40 του ν. 820/1978 περί λήψεως μέτρων δια τη περιστολή της φοροδιαφυγής και άλλων τινών συναφών διατάξεων έχουν εφαρμογή και στη φορολογία ακίνητης περιουσίας.
3. Οι ποινές που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 43 του ν 820/1978 εφαρμόζονται και στους παραβάτες των διατάξεων των άρθρων του παρόντος."
ΑΡΘΡΟ 34
ΜΗ ΕΠΙΒΟΛΗ ΦΟΡΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΡΙΤΩΝ - ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1. Κανένας άλλος φόρος, τέλος δικαίωμα ή εισφορά για λογαριασμό του Δημοσίου ή τρίτου δεν βεβαιώνεται μαζί με το φόρο που επιβάλλεται με τα άρθρα του παρόντος.
2. Ο φόρος που επιβάλλεται με τα άρθρα του παρόντος δεν εκπίπτεται, όταν γίνεται υπολογισμός του φορολογητέου εισοδήματος των φυσικών και νομικών προσώπων.
3. Ο Υπουργός Οικονομικών με αποφάσεις του, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως:
α) προσδιορίζει, εγκρίνει και δίνει εντολές για κάθε δαπάνη που είναι αναγκαία για την εκτέλεση και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων του παρόντος, η οποία καταλογίζεται στα έξοδα βεβαίωσης των άμεσων φόρων, όπου από τις διατάξεις που ισχύουν δεν ορίζεται διαφορετικά.
β) διατάζει τη διενέργεια γενικής απογραφής των ακινήτων που υπόκεινται στη φορολογία της ακίνητης περιουσίας.
γ) καθορίζει όσα αφορούν την εκτέλεση των διατάξεων των άρθρων του παρόντος και γενικά κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή τους.
ΑΡΘΡΟ 35
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
1. Ο φόρος στη μεγάλη ακίνητη περιουσία που ορίζεται από τα άρθρα του παρόντος επιβάλλεται και στα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα μειονοτικά νομικά πρόσωπα που βρίσκονται στην Ελλάδα και προβλέπονται από τη Συνθήκη της Λωζάνης της 24ης Ιουλίου 1923, η οποία κυρώθηκε με νομοθετικό διάταγμα της 25ης Αυγούστου 1923.
2. Τα νομικά πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου απαλλάσσονται από το φόρο της μεγάλης ακίνητης περιουσίας, με τον όρο της απαλλαγής με αμοιβαιότητα των αντίστοιχων ελληνορθόδοξων μειονοτικών νομικών προσώπων.
ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α`/11-9-1997)
Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία
Από την ισχύ του 11-9-1997 οι πρόσθετοι φόροι και τα πρόστιμα διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 4 αυτού του νόμου που παρατίθενται κατωτέρω:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α`
ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΦΟΡΟΙ
Αρθρο 1
Πρόσθετοι φόροι
1. Αν ο κατά τη φορολογική νομοθεσία υπόχρεος να υποβάλει δήλωση και ανεξάρτητα από την πρόθεσή του να αποφύγει ή όχι την πληρωμή φόρου:
α) υποβάλει εκπρόθεσμη δήλωση, υπόκειται σε πρόσθετο φόρο που ορίζεται σε ποσοστό ενάμισι τοις εκατό (1,5%) επί του οφειλόμενου με τη δήλωση φόρου, για κάθε μήνα καθυστέρησης,
β) υποβάλει ανακριβή δήλωση, υπόκειται σε πρόσθετο φόρο που ορίζεται σε ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) επί του φόρου την πληρωμή του οποίου θα απέφευγε λόγω της ανακρίβειας, για κάθε μήνα καθυστέρησης,
γ) δεν υποβάλει δήλωση, υπόκειται σε πρόσθετο φόρο που ορίζεται σε ποσοστό τριάμισι τοις εκατό (3,5%) επί του φόρου την πληρωμή του οποίου θα απέφευγε λόγω μη υποβολής δήλωσης, για κάθε μήνα καθυστέρησης.
2. ..
3. ..
4. Ανακριβής δήλωση θεωρείται η δήλωση στην οποία μεταξύ του φόρου που προκύπτει με βάση τα όσα δηλώθηκαν με αυτή και του φόρου που καταλογίζεται υφίσταται διαφορά, ανεξάρτητα από την αιτία στην οποία οφείλεται αυτή.
..
Στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων και στο φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας δεν θεωρείται ανακρίβεια της δήλωσης όταν η διαφορά μεταξύ της αξίας που δηλώθηκε και αυτής που προσδιορίστηκε με βάση το σύστημα των συγκριτικών στοιχείων δεν υπερβαίνει το είκοσι τοις εκατό (20%). Σε περίπτωση ανακρίβειας των περιγραφικών στοιχείων των ακινήτων στη φορολογία κεφαλαίου γενικά και ανεξάρτητα από το σύστημα προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας αυτών, η δήλωση θεωρείται πάντοτε ανακριβής και επιβάλλεται πρόσθετος φόρος έστω και αν η διαφορά φόρου δεν υπερβαίνει το είκοσι τοις εκατό (20%).
5. Οταν έχει υποβληθεί εκπρόθεσμη συμπληρωματική δήλωση, ως φόρος που προκύπτει με τη δήλωση θεωρείται το συνολικό ποσό φόρου αρχικής και συμπληρωματικής δήλωσης. Σε περίπτωση καταλογισμού ποσού φόρου μετά από έλεγχο, ο πρόσθετος φόρος ανακρίβειας επιβάλλεται στη διαφορά του φόρου μεταξύ του ποσού που προκύπτει με την αρχική συν τη συμπληρωματική δήλωση και του ποσού του φόρου που από έλεγχο καταλογίζεται.
6. Σε περίπτωση μερικής διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, για τον προσδιορισμό της ανακρίβειας επί της τυχόν επιπλέον διαφοράς που προσδιορίζεται από το δικαστήριο, λαμβάνεται υπόψη η διαφορά μεταξύ του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογητέα ύλη που προσδιορίσθηκε από το δικαστήριο και του φόρου που αναλογεί στη φορολογητέα ύλη που προέκυψε από τη μερική διοικητική επίλυση της διαφοράς.
7. Στη φορολογία κεφαλαίου ως παράλειψη υποβολής δήλωσης θεωρείται η μη αναγραφή περιουσιακών στοιχείων στη δήλωση που υποβλήθηκε, καθώς και η σύμβαση δωρεάς που με το συμβόλαιο χαρακτηρίσθηκε εικονικά ως αγοραπωλησία. Στην περίπτωση αυτή ο πρόσθετος φόρος υπολογίζεται επί της διαφοράς του φόρου τον οποίο ζημιώθηκε το Δημόσιο λόγω της εικονικότητας. Σε ανακρίβεια δηλωθέντων και παράλειψη δήλωσης άλλων περιουσιακών στοιχείων οι πρόσθετοι φόροι ανακρίβειας και παράλειψής υποβολής της δήλωσης υπολογίζονται επιμεριστικά.
8. Πρόσθετος φόρος δεν επιβάλλεται εφόσον ο φορολογούμενος:
α) ακολούθησε τις εγκυκλίους του Υπουργείου των Οικονομικών ή έγγραφες θέσεις της αρμόδιας φορολογικής αρχής αναφορικά με τη φορολογική του υποχρέωση. Ο φορολογούμενος πάντως δεν μπορεί να επικαλεσθεί τις άνω εγκυκλίους ή έγγραφα, εφόσον δόθηκε από το Σ.τ.Ε. αντίθετη ερμηνεία στις σχετικές διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας. Στην τελευταία περίπτωση η φορολογική αρχή επιβάλλει πρόσθετο φόρο μετά την ανάκληση των πιο πάνω εγκυκλίων ή εγγράφων και β)
Αρθρο 2
Χρόνος υπολογισμού των πρόσθετων φόρων - Διοικητική επίλυση της διαφοράς
1. Τα ποσοστά πρόσθετων φόρων, που ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο υπολογίζονται κατ` αρχήν μέχρι την έκδοση της οικείας καταλογιστικής πράξης του φόρου.
2. Οταν εκδοθεί απόφαση του διοικητικού πρωτοδικείου ενεργείται, με βάση τα όσα έχουν γίνει δεκτά από την πρωτόδικη απόφαση, νέα εκκαθάριση του οφειλόμενου κύριου και πρόσθετου φόρου με χρονικό σημείο αφετηρίας υπολογισμού του πρόσθετου φόρου την επόμενη ημέρα εκείνης κατά την οποία έληξε η προθεσμία υποβολής της φορολογικής δήλωσης. Η αυτή διαδικασία ακολουθείται και με βάση τα όσα έχουν γίνει δεκτά με την εφετειακή απόφαση ή την απόφαση του Σ.τ.Ε. ή την απόφαση, που εκδίδεται μετά από αναίρεση.
3. Οταν δεν υποβληθεί φορολογική δήλωση χρονικό σημείο αφετηρίας υπολογισμού του πρόσθετου φόρου είναι η επόμενη ημέρα της ημερομηνίας κατά την οποία έληξε για το φορολογούμενο η κατά νόμο προθεσμία υποβολής της δήλωσής του.
4. Τα ποσοστά πρόσθετων φόρων σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να υπερβούν:
α) το διακόσια τοις εκατό (200%) για την υποβολή της εκπρόθεσμης δήλωσης και
β) το τριακόσια τοις εκατό (300%) για την υποβολή ανακριβούς δήλωσης ή μη υποβολή δήλωσης, του φόρου την πληρωμή του οποίου θα απέφευγε ο υπόχρεος.
5. ..
6. Ο πρόσθετος φόρος λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της δήλωσης επιβάλλεται και συνβεβαιώνεται με το φόρο της δήλωσης, ενώ στις περιπτώσεις της ανακριβούς ή μη υποβολής δήλωσης επιβάλλεται με την καταλογιστική πράξη του φόρου. Εξαιρετικά, ο πρόσθετος φόρος λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της δήλωσης επιβάλλεται με καταλογιστική πράξη της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας στις περιπτώσεις που η δήλωση δεν υποβάλλεται σε δημόσια οικονομική υπηρεσία, ή άλλη αρχή αρμόδια για την επιβολή πρόσθετου φόρου.
7. Για την καταβολή των πρόσθετων φόρων ευθύνονται εις ολόκληρον με τους φορολογουμένους και: α) οι υπόχρεοι των περιπτώσεων α` και β` της παραγράφου 3 του άρθρου 61 του ν. 2238/1994, β) οι κληρονόμοι του φορολογουμένου των οποίων η ευθύνη εκτείνεται μέχρι το ποσό της μερίδας καθενός, γ) τα πρόσωπα του άρθρου 28 του ν. 1642/1986 και δ) τα πρόσωπα της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του α.ν.1521/1950 (ΦΕΚ 245 Α`), του άρθρου 83 του ν.δ. 118/1973 και της παραγράφου 2 του άρθρου 22 του ν. 2459/1997 (ΦΕΚ 17 Α`).
8.`Οταν η διαφορά λυθεί με δικαστικό συμβιβασμό ή ολικά ή μερικά με διοικητική επίλυση, ο επιπλέον πρόσθετος φόρος υπολογίζεται για το ποσό του φόρου μέχρι το χρονικό σημείο της υπογραφής της συμβιβαστικής ή διοικητικής επίλυσης της διαφοράς και ο πρόσθετος φόρος που προκύπτει συνολικά περιορίζεται στα τρία πέμπτα (3/5) αυτού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β`
ΠΡΟΣΤΙΜΑ
Αρθρο 4
Πρόστιμα
1. Τα πρόσωπα που παραβαίνουν τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από την κείμενη φορολογική νομοθεσία υπόκεινται για κάθε παράβαση σε πρόστιμο που ορίζεται από εκατόν δέκα επτά (117) ευρώ μέχρι χίλια εκατόν εβδομήντα (1.170) ευρώ. (1) Το πρόστιμο αυτό επιβάλλεται στις περιπτώσεις που δεν προβλέπεται η επιβολή πρόσθετου φόρου ή δεν προκύπτει ποσό φόρου για καταβολή. Ειδικά όποιος κατέχει και χρησιμοποιεί αριθμούς φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.) περισσότερους από έναν ή αναγράφει στα φορολογικά του στοιχεία καθώς και στις φορολογικές του δηλώσεις αριθμό φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.) που ανήκει σε άλλο πρόσωπο ή που δεν έχει χορηγηθεί σε αυτόν υπόκειται σε πρόστιμο που ορίζεται σε ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες (1.500.000) δραχμές. Από 1-1-2002 το ανωτέρω ποσό ορίζεται σε ευρώ και στρογγυλοποιούμενο διαμορφώνεται σε 4.400 ευρώ. (2) Δεν επιβάλλεται το πρόστιμο του πρώτου εδαφίου επί ανακριβείας της δήλωσης, εφόσον το ύψος της προκύπτουσας διαφοράς κύριου και συμπληρωματικού φόρου, τέλους ή εισφοράς ανέρχεται μέχρι του ποσού για το οποίο αμελείται η βεβαίωση κατά τις κείμενες διατάξεις. (3)
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα πρόστιμα του άρθρου αυτού.
ν. 2961/2001 (ΦΕΚ 266/22-11-2001)
Κύρωση του Κώδικα Διατάξεων Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών Προικών και Κερδών από Λαχεία
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β`
ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ - ΑΠΟΡΡΗΤΟ - ΑΤΕΛΕΙΕΣ
’ρθρο 102
Παραγραφή δικαιώματος επιβολής φόρου και προστίμου -------------------------------------------------------------
1. Το Δημόσιο εκπίπτει του δικαιώματος του για τη κοινοποίηση πράξης επιβολής φόρου και προστίμου προκειμένου:
α) για ανακριβή δήλωση, μετά από την πάροδο δεκαετίας από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο υποβλήθηκε η δήλωση,
β) για παράληψη δήλωσης ολόκληρης ή μέρους της περιουσίας που αποκτήθηκε ή εικονικότητας του συμβολαίου, μετά δεκαπενταετία, από το τέλος του έτους, μέσα στο οποίο έληξε η προθεσμία για υποβολή της δήλωσης ή έχει συνταχθεί το προσβαλλόμενο για εικονικότητα συμβόλαιο,
γ) για επιβολή προστίμου, μετά δεκαετία από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο έχει συντελεσθεί η παράβαση.
2. Προκειμένου για κληρονομιαία στοιχεία που δεν δηλώθηκαν, μετά την πάροδο της δεκαπενταετίας, που ορίζεται στην περίπτωση β` της προηγούμενης παραγράφου και μέσα στην επόμενη δεκαπενταετία και πάντως όχι πέρα από το χρόνο που κατά την παράγραφο 5 του άρθρου αυτού το δικαίωμα του Δημοσίου θεωρείται ότι έχει παραγραφεί, δεν μπορεί να χορηγηθούν, τα πιστοποιητικά για τα οποία ορίζουν τα άρθρα 105 έως και 115, χωρίς να υποβληθεί δήλωση και να καταβληθεί ο φόρος που αναλογεί.
Σε περίπτωση ανακρίβειας της δήλωσης αυτής έχει εφαρμογή η περίπτωση α` της προηγούμενης παραγράφου, ως προς την κοινοποίηση πράξης.
3. Επιτρέπεται η κοινοποίηση πράξης του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και μετά τη λήξη της δεκαετούς ή δεκαπενταετούς προθεσμίας, που ορίζεται από τις παραγράφους 1 και 2, κατά τις ακόλουθες μόνο περιπτώσεις:
α) αν η πράξη της φορολογικής αρχής που κοινοποιήθηκε εμπρόθεσμα ακυρωθεί για οποιονδήποτε μη ουσιαστικό λόγο. Στη περίπτωση αυτή το δικαίωμα του Δημοσίου διατηρείται ακόμα και αν από αυτή την ακύρωση προκύψει φορολογική υποχρέωση τρίτου προσώπου που δεν έχει υπαχθεί σε φορολογία.
β) αν η βεβαίωση του φόρου ή του προστίμου ακυρωθεί με δικαστική απόφαση, για τυπικό ελάττωμα του τίτλου, στον οποίο αυτή στηρίχτηκε
γ) αν έχει υποβληθεί δήλωση του υποχρέου κατά το τελευταίο έτος της δεκαετούς ή δεκαπενταετούς προθεσμίας ή αν η φορολογική υποχρέωση προκύπτει από απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου, που εκδόθηκε μέσα στο ίδιο έτος
δ) αν ο υπάλληλος που έκανε τον έλεγχο ή ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας με βάση την έκθεση του οποίου καταρτίσθηκε η αρχική πράξη, τιμωρήθηκε πειθαρχικά με αμετάκλητη απόφαση του αρμοδίου οργάνου για βαριά αμέλεια ή δόλο κατά τον έλεγχο αυτόν
4. Στις περιπτώσεις των εδαφίων α, β και γ της προηγουμένης παραγράφου, η κοινοποίηση πράξης του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μπορεί να γίνει μέσα σε ένα έτος από την ακύρωση της προγενέστερης πράξης ή από την έκδοση της απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου ή από την υποβολή της δήλωσης του υποχρέου, ενώ στην περίπτωση του εδαφίου δ, μέσα σε ένα έτος από την αμετάκλητη σχετική απόφαση.
5. Το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή και είσπραξη των φόρων, που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος, σε υποθέσεις για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε μέχρι και την 31-12-1984, έχει παραγραφεί. Στις υποθέσεις αυτές δεν απαιτείται το πιστοποιητικό του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, που προβλέπεται από τα άρθρα 105 έως και 112. Αντί γι` αυτό, μπορεί να προσκομίζεται:
α) για τις κτήσεις αιτία θανάτου, ληξιαρχική πράξη θανάτου, από την οποία να προκύπτει ότι ο θάνατος του κληρονομουμένου ή δωρητή αιτία θανάτου επήλθε μέχρι και την 31-12-1984, καθώς και υπεύθυνη δήλωση του υποχρέου ότι δεν συντρέχει περίπτωση μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης.
β) για τις δωρεές εν ζωή, γονικές παροχές και προίκες, αντίγραφο του οικείου συμβολαίου που συντάχθηκε μέχρι και την 31-12-1984 η βεβαίωση του συμβολαιογράφου που συνέταξε το συμβόλαιο, ότι τούτο συντάχθηκε μέχρι και την 31-12-1984 και δεν συντρέχει περίπτωση μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης.
6. Σε περίπτωση απαγγελίας με τελεσίδικη δικαστική απόφαση της ακυρότητας ατομικής ειδοποίησης ή πράξης διοικητικής εκτέλεσης, για λόγους που ανάγονται στο νόμιμο τίτλο, το δικαίωμα του Δημοσίου για έκδοση νέας πράξης προσδιορισμού της σχετικής φορολογικής υποχρέωσης, σε καμία περίπτωση δεν θεωρείται ότι αποσβέσθηκε λόγω παραγραφής, πριν από την παρέλευση έτους από την κοινοποίηση με δικαστικό επιμελητή στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία της πιο πάνω τελεσίδικης απόφασης.
7. Με την επιφύλαξη της ισχύος της προηγούμενης παραγράφου, βεβαιωμένα έσοδα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες, στα οποία αφορά η άνω ακυρότητα, διαγράφονται από την αρχή που τα βεβαίωσε, με βάση την τελεσίδικη απόφαση που περιέρχεται σε αυτή με οποιονδήποτε τρόπο. Η ίδια αρχή προβαίνει στις νόμιμες ενέργειες για την απόκτηση νόμιμου τίτλο.
8. Αξίωση επιστροφής καταβληθέντος τμήματος ή ολόκληρης οφειλής πριν από την κατά την προηγούμενη παράγραφο διαγραφή, ασκείται μετά τη γένεση νέου νόμιμου τίτλου βεβαίωσης.
ΟΡΙΟ ΒΕΒΑΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΦΟΡΟΥ
Σύμφωνα με τη παράγραφο 87 του άρθρου 9 του ν. 2948/2001 Κυκλοφορία τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ και φορολογικές ρυθμίσεις για την εισαγωγή του ευρώ το όριο για τη βεβαίωση είναι:
3. Δεν βεβαιώνεται το ποσό που τελικώς οφείλεται με βάση οποιονδήποτε νόμιμο τίτλο, εφόσον τούτο δεν υπερβαίνει τα 27 ευρώ, αθροιστικά λαμβανόμενο για το φορολογούμενο και τη σύζυγό του.
και ισχύει από 1-1-2002.
ΟΡΙΟ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΤΟΥ ΦΟΡΟΥ
Σύμφωνα με την παράγραφο 2του άρθρου 1 της 1106485/6220/0016/27-11-2001 ΠΟΛ. 1275 Α.Υ.Ο. ορίζεται ότι από 1-1-2002 πιστωτικό υπόλοιπο, προερχόμενο από οποιαδήποτε αιτία, εφόσον δεν υπερβαίνει τα 3 ευρώ δεν επιστρέφεται.
Μέχρι την εφαρμογή της αποκλειστικής χρήσης του νομίσματος ευρώ (1-1-2002) δεν επιστρέφονταν πιστωτικό υπόλοιπο μέχρι ποσού 1.000 δραχμών.
ΥΠOΥΡΓΙΚΕΣ ΑΠOΦΑΣΕΙΣ
Α.Υ.Ο. 1027054/129/ΠΟΛ. 1066/Β0013/24-2-1998
Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 32 του ν. 2459/1997 (ΦΕΚ 17Α/18-2-1997) που προβλέπουν τις υποχρεώσεις των συμβολαιογράφων κατά τη σύνταξη συμβολαίων για τη μεταβίβαση ακινήτων με αντάλλαγμα ή με χαριστική αιτία ή τη δημιουργία εμπραγμάτων σε ακίνητα δικαιωμάτων
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Εχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του άρθρου 27 του ν. 2459/1997 (ΦΕΚ 17 Α/18-2-1997) όπως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 14 του ν. 2579/1998 (ΦΕΚ 31Α/17-2- 1998)
2. Τις διατάξεις του άρθρου 32 και της περ. γ της παρ. 3 του άρθρου 34 του ν. 2459/1997 (ΦΕΚ 17 Α/18-2-1997)
3. Την αριθμ. 1107147/1239/0006Α/4-10-1996 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών Ανάθεση αρμοδιοτήτων Υπουργού Οικονομικών στους Υφυπουργούς Οικονομικών. (ΦΕΚ 922Β/7-10-1996).
4. Την ανάγκη εξυπηρέτησης των πολιτών στις συναλλαγές μετά την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού
5. Το γεγονός ότι δεν δημιουργείται δαπάνη για τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
Αποφασίζουμε
Αρθρο 1
1. Oι συμβολαιογράφοι, κατά την κατάρτιση συμβολαιογραφικού εγγράφου με το οποίο μεταβιβάζεται με αντάλλαγμα ή με χαριστική αιτία η κυριότητα ενός ακινήτου ή μεταβιβάζονται ή δημιουργούνται εμπράγματα δικαιώματα σ` αυτό, υποχρεούνται να επισυνάψουν στο συμβόλαιο πιστοποιητικό του Προϊσταμένου της αρμόδιας ΔOY, στο οποίο να βεβαιώνεται ότι αυτός που μεταβιβάζει το ακίνητο ή δημιουργεί το εμπράγματο δικαίωμα σ` αυτό υπέβαλε δήλωση για την ακίνητη περιουσία του που βρίσκεται στην Ελλάδα κατά την 1η Ιανουαρίου του έτους που γίνεται η μεταβίβαση του ακινήτου και ότι κατέβαλε ολόκληρο το ποσό του φόρου, το οποίο αναλογεί επιμεριστικά στην αξία του ακινήτου που μεταβιβάζεται ή ότι δεν οφείλει φόρο.
Αν πριν από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης, που προβλέπεται από το άρθρο 27 του ν. 2459/1997, πρόκειται να μεταβιβασθεί ακίνητο ή να συσταθεί εμπράγματο δικαίωμα σ` αυτό, ο υπόχρεος για να πάρει από τον αρμόδιο Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. το οικείο πιστοποιητικό, πρέπει να υποβάλει μερική δήλωση, με την οποία να δηλώνει το ακίνητο αυτό και να καταβάλει ολόκληρο το φόρο, που υπολογίζεται με τον ανώτερο συντελεστή που ισχύει. Ο φόρος αυτός συμψηφίζεται στο φόρο που θα προκύψει με την υποβολή της τελικής δήλωσης και το ποσό αυτό που τυχόν καταβλήθηκε τυχόν επιπλέον επιστρέφεται. Ο τύπος και το περιεχόμενο του πιστοποιητικού έχει ως το συνημμένο υπόδειγμα.
2. Αν η μεταβίβαση που γίνεται από φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν έχει υποχρέωση να υποβάλει δήλωση Φ.Μ.Α.Π., αντί του πιστοποιητικού της προηγούμενης παραγράφου, υποβάλλει στον αρμόδιο για τη φορολογία εισοδήματος προϊστάμενο δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, υπεύθυνη δήλωση, στην οποία θα βεβαιώνεται ότι δεν έχει υποχρέωση να υποβάλει δήλωση Φ.Μ.Α.Π.
Η δήλωση αυτή υποβάλλεται σε δύο αντίτυπα από τα οποία το ένα επιστρέφεται θεωρημένο στο μεταβιβάζοντα για την επισύναψή της στο σχετικό συμβόλαιο.
Ο τύπος και το περιεχόμενο της υπεύθυνης δήλωσης έχει ως το συνημμένο υπόδειγμα.
Αρθρο 2
1. κατά τη σύνταξη συμβολαίου στην περίπτωση του τρίτου εδαφίου της περ. στ` του άρθρου 23 του ν. 2459/1997, υπόχρεοι για το πιστοποιητικό της παρ. 1 ή για την υποβολή της υπεύθυνης δήλωσης της παρ. 2, του άρθρου 32 του ίδιου ως άνω νόμου, είναι ο αγοραστής που αναφέρεται στο προσύμφωνο και ο εργολάβος.
2. Για την κατάρτιση οριστικού συμβολαίου με αυτοσύμβαση, σε εκτέλεση προσυμφώνου που έχει συνταχθεί πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου (18.2.1997) και δεν περιείχε εξουσιοδότηση στον αγοραστή να υποβάλει δήλωση ΦMAΠ, αρκεί η προσκόμιση στο συμβολαιογράφο κυρωμένου αντιγράφου του προσυμφώνου.
3. Αυτός που αποδέχεται αγοραπωλησία ακινήτου, μετά από τελεσίδικη δικαστική απόφαση, με την οποία καταδικάστηκε κάποιος σε δήλωση βουλήσεως, πρέπει, πριν από την αποδοχή, να υποβάλει κυρωμένο αντίγραφο της απόφασης αυτής στον προϊστάμενο της ΔOY που είναι αρμόδιος για τη φορολογία της ακίνητης περιουσίας του υποχρέου και αν δεν τον γνωρίζει, στον προϊστάμενο ΔOY της κατοικίας του (που αναγράφεται στην αγωγή του), ο οποίος θα του χορηγήσει βεβαίωση προκειμένου να επισυναφθεί από το συμβολαιογράφο στην πράξη αποδοχής που θα καταρτίσει.
Τα πιο πάνω εφαρμόζονται ανάλογα και στην περίπτωση που καταρτίζεται περίληψη έκθεσης πλειστηριασμού, όπου ο υπερθεματιστής υποβάλλει κυρωμένο αντίγραφο της κατακυρωτικής έκθεσης στον προϊστάμενο ΔOY που είναι αρμόδιος για την φορολογία της ακίνητης περιουσίας του υποχρέου σε δήλωση.
Αν, στις ανωτέρω περιπτώσεις, ο υπόχρεος σε δήλωση είναι άγνωστης διαμονής, τα αντίγραφα της κατακυρωτικής έκθεσης ή της καταδικαστικής απόφασης, κατά περίπτωση, υποβάλλονται στον προϊστάμενο της ΔOY που είναι αρμόδιος για την παραλαβή της οικείας δήλωσης μεταβίβασης, ο οποίος χορηγεί τη σχετική βεβαίωση. Σε περίπτωση δε που η αρμόδια ΔOY δεν έχει μηχανογραφηθεί αποστέλλει τα πιο πάνω αντίγραφα στην πλησιέστερη στο νομό μηχανογραφημένη ΔOY για έλεγχο.
4. Ολα όσα αναφέρονται ανωτέρω εφαρμόζονται ανάλογα και στις περιπτώσεις που το μεταβιβαστικό συμβόλαιο συντάσσεται στην αλλοδαπή ενώπιον της ελληνικής προξενικής Αρχής.
Αρθρο 3
Από την έκδοση της παρούσας παύει να ισχύει η αριθ. 1022582/100/B0013/24.2.97 απόφαση του Υπουργού Oικονομικών.
Αρθρο 4
H παρούσα απόφαση να δημοσιευθεί στην εφημερίδα της Kυβερνήσεως
Α.Υ.Ο. 1079501/373/0013/ΠΟΛ. 1204/27-8-2001
Τύπος και περιεχόμενο της δήλωσης του Φόρου Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας, έτους 2002 φυσικών και νομικών προσώπων και δικαιολογητικά που συνυποβάλλονται με αυτήν
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Εχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 27 του ν. 2459/1997 (ΦΕΚ 17 Α/18-2-1997) Κατάργηση φορολογικών απαλλαγών και άλλες διατάξεις.
2. Την αριθμ. 1067780/82/Γ0013/9-6-1994 ΠΟΛ 1149 Απόφαση Υπουργού Οικονομικών, όπως ισχύει (ΦΕΚ 549 Β).
3. Την αριθμ. 1129485/479/Γ0013/3-12-1996 ΠΟΛ. 1310 Απόφαση Υπουργού Οικονομικών.
4. Την αριθμ. 1079551/105/Γ0013/11-7-1994 ΠΟΛ. 1173 Απόφαση Υπουργού Οικονομικών Τύπος και περιεχόμενο φύλλων υπολογισμού φορολογητέας αξίας ακινήτων.
5. Την αριθμ. 1129487/480/Γ0013/3-12-1996 ΠΟΛ. 1311 Απόφαση Υπουργού Οικονομικών Τύπος και περιεχόμενο φύλλων υπολογισμού φορολογητέας αξίας ακινήτων.
6. Την αριθμ. 1108284/384/Γ0013/25-2-1995 ΠΟΛ. 1241 Απόφαση Υπουργού Οικονομικών.
7. Την αριθμ. 1107357/5686/ΔΤΥ ΠΟΛ. 1220/16-11-1999 Απόφαση Υπουργού Οικονομικών.
8. Την αριθμ. 1121210/6271/ΔΤΥ ΠΟΛ. 1266/27-12-1999 Απόφαση Υπουργού Οικονομικών.
9. Την Κοινή Απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών αριθμ. 1039386/441/Α0006/21-4-2000 (Φ.Ε.Κ. 571Β 21-4-2000), με την οποία εκχωρούνται αρμοδιότητες στους Υφυπουργούς Οικονομικών.
10. Το γεγονός ότι με την παρούσα απόφαση δεν προκαλείται δαπάνη στον Κρατικό Προϋπολογισμό.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ
1. Για το οικονομικό έτος 2002 ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης Φόρου Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας, τόσο των φυσικών όσο και των νομικών προσώπων, έχουν ως το υπόδειγμα, που επισυνάπτεται ως παράρτημα της απόφασης αυτής.
2. Η δήλωση αυτή, θα υποβάλλεται σε ένα αντίτυπο και θα συνοδεύεται, κατά περίπτωση, με τα εξής δικαιολογητικά:
α) Αποδεικτικά έγγραφα της αντιπροσώπευσης ή πληρεξουσιότητας, όταν η δήλωση υποβάλλεται από αντιπρόσωπο ή πληρεξούσιο του υπόχρεου.
β) Πιστοποιητικό της αρμόδιας δημοτικής ή κοινοτικής αρχής, που να αποδεικνύει την ηλικία του επικαρπωτή, όταν δηλώνονται ακίνητα στα οποία ο φορολογούμενος έχει ισόβια ή αορίστου χρόνου επικαρπία ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα που εξομοιώνεται με την επικαρπία ή έχει ψιλή κυριότητα. Αντί του ως άνω πιστοποιητικού είναι δυνατή η προσκόμιση επικυρωμένου φωτοαντίγραφου της αστυνομικής ταυτότητας.
Δεν απαιτείται πιστοποιητικό όταν το εμπράγματο δικαίωμα είναι ορισμένου χρόνου.
γ) Οταν η δήλωση υποβάλλεται από τους κληρονόμους του υπόχρεου:
Αντίγραφο της διαθήκης -στην περίπτωση της εκ διαθήκης διαδοχής- και πιστοποιητικό του Γραμματέα Πρωτοδικών, ότι δεν δημοσιεύθηκε νεώτερη διαθήκη.
Πιστοποιητικό της αρμόδιας δημοτικής ή κοινοτικής αρχής, για το είδος και το βαθμό συγγένειάς τους με τον κληρονομούμενο ή κληρονομητήριο, στην περίπτωση της εξ αδιαθέτου διαδοχής.
δ) Οταν συντρέχει κατά το νόμο περίπτωση έκπτωσης ενυπόθηκου δανείου, βεβαίωση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου ή του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων ή Τράπεζας για το δάνειο αυτό, μαζί με φωτοαντίγραφο του συμβολαίου παροχής υποθήκης.
ε) Οταν συντρέχει κατά το νόμο περίπτωση απαλλαγής της αξίας γεωργικής ή κτηνοτροφικής ή δασικής έκτασης, βεβαίωση της αρμόδιας Διεύθυνσης Γεωργίας ή του Δασαρχείου, ότι η έκταση που δηλώνεται είναι γεωργική ή κτηνοτροφική ή δασική, κατά περίπτωση.
στ) Για την απόδειξη της ιδιότητας του κατά κύριο επάγγελμα αγρότη, απαιτείται η προσκόμιση βεβαίωσης από τη Διεύθυνση Ανάπτυξης της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης (άρθρο 2 της αρ. πρωτ. 337410/10-7-1998 Κ.Υ.Α. Υπουργών Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομικών και Γεωργίας).
Αν μέχρι τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης οι βεβαιώσεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εκδοθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες, η δήλωση υποβάλλεται χωρίς τις βεβαιώσεις αυτές, οι οποίες προσκομίζονται αμέσως μετά τη χορήγησή τους.
3. Η δήλωση Φόρου Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας έτους 2002 φυσικών και νομικών προσώπων, δεν απαιτείται να συνοδεύεται από τα φύλλα υπολογισμού της αξίας ακινήτων (έντυπα 1 - 5, Κ1 - Κ9 και ΑΑ. ΓΗΣ). (1)
4. Η δήλωση της παραγράφου 1 της απόφασης αυτής καθώς και τα φύλλα υπολογισμού της αξίας (1-5, Κ1-Κ9 και Αντικειμενικής Αξίας Γης), είναι δυνατόν να υποβληθούν σε φύλλο που έχει εκτυπωθεί σε απλό μηχανογραφικό χαρτί. Σε κάθε περίπτωση όμως, θα πρέπει να περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία που περιέχονται στη δήλωση της παραγράφου 1 και στα οικεία φύλλα.
Για οποιαδήποτε ανακρίβεια ή παράλειψη των ανωτέρω στοιχείων, επιβάλλονται οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 4 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179Α) κυρώσεις.
5. Σε περίπτωση που η αξία της ακίνητης περιουσίας που δηλώνεται πριν από κάθε μείωση της, που προβλέπεται από το νόμο, είναι μικρότερη από το αφορολόγητο όριο, δεν είναι αναγκαία η συνυποβολή με τη δήλωση οποιουδήποτε πιστοποιητικού.
6. Ο προϊστάμενος Δ.Ο.Υ., μπορεί να ζητήσει την προσκόμιση και οποιουδήποτε άλλου αποδεικτικού στοιχείου, όταν κατά τον έλεγχο της δήλωσης το κρίνει απαραίτητο.
7. Η δήλωση υποβάλλεται μόνο σε ΕΥΡΩ και τα ποσά θα αναγράφονται με δύο δεκαδικά ψηφία.
8. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!