ΠΟΛ. 1030/31-1-2000 Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων του N.2753-1999, οι οποίες αναφέρονται στη φορολογία εισοδήματος Φυσικών Προσώπων
ΥΠΟΙΚ 1010043/211/Α0012/ΠΟΛ.1030/31.1.2000 Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων του N.2753/1999, οι οποίες αναφέρονται στη φορολογία εισοδήματος Φυσικών Προσώπων
1. Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 3, 5 έως 7 και παρ. 5 του άρθρου 12 του Ν.2753/1999 "Απλοποιήσεις και ελαφρύνσεις στη φορολογία εισοδήματος και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ 249/Α`), οι οποίες αναφέρονται σε θέματα φορολογίας εισοδήματος Φυσικών Προσώπων.
2. Για καθένα από τα παραπάνω άρθρα σας παρέχουμε τις ακόλουθες ερμηνευτικές οδηγίες, με σκοπό την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους.
Αρθρο 1
Δαπάνες που εκπίπτουν από το εισόδημα
1. Με την παρ. 1 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίστανται οι περ. α`, β` και γ` της παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν.2238/1994 και αναριθμούνται αντίστοιχα σε υποπερ. αα`, ββ`, γγ` της περ. α' της παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις διατηρείται η έκπτωση από το συνολικό εισόδημα του φορολογούμενου των πιο πάνω δαπανών (δαπάνη για ενοίκιο κύριας κατοικίας, δαπάνη για ενοίκιο παιδιών που σπουδάζουν κ.λπ., δαπάνη για ασφάλιστρα ζωής κ.λπ., καθώς και δαπάνη για παράδοση μαθημάτων κ.λπ.) και εκείνο που αλλάζει είναι ο τρόπος έκπτωσης των δαπανών αυτών.
Ετσι, με τις νέες διατάξεις αν το ποσό κάθε δαπάνης είναι μέχρι και 150.000 δρχ., η δαπάνη εκπίπτει στο σύνολό της. Αν το ποσό της υπερβαίνει τις 150.000 δρχ., εκπίπτει ποσοστό 40% αυτής, μη δυνάμενο το εκπιπτόμενο ποσό να υπερβεί τις 250.000 δρχ., αλλά ούτε να είναι μικρότερο από 150.000 δρχ.
Ειδικά για τον υπολογισμό των πιο πάνω ποσών, οι δαπάνες των υποπερ. αα` και γγ` (δαπάνη για ενοίκιο κύριας κατοικίας και ενοίκιο παιδιών που σπουδάζουν, καθώς και δαπάνη για παράδοση μαθημάτων) λαμβάνονται διακεκριμένως για το φορολογούμενο και για κάθε τέκνο που τον βαρύνει. Το πιο πάνω ποσό της κάθε δαπάνης, που υπολογίζεται αθροιστικά και για τους δύο συζύγους, εκπίπτει μόνο εφόσον έχει περιληφθεί στην αρχική δήλωση και μερίζεται μεταξύ των συζύγων ανάλογα με το ύψος του φορολογουμένου με τις γενικές διατάξεις εισοδήματος του καθενός, όπως αυτό δηλώθηκε με την αρχική δήλωση.
Τονίζεται ότι οι δαπάνες των υποπερ. αα`, ββ` και γγ` της περ. α` της παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν.2238/1994 εκπίπτουν από το φορολογούμενο εισόδημα, είτε αυτό είναι το δηλούμενο, είτε το τεκμαρτώς προσδιοριζόμενο, μόνο εφόσον έχουν δηλωθεί με την αρχική δήλωση, είτε αυτή είναι εμπρόθεσμη, είτε είναι εκπρόθεσμη.
Παράδειγμα 1ο
Ο φορολογούμενος "Χ" καταβάλλει για τον εαυτό του ετήσιο ποσό ασφαλίστρων ζωής 400.000 δρχ. και για το παιδί του που τον βαρύνει ως αυτοσυμβαλλόμενος το ποσό των 200.000 δρχ., ενώ η σύζυγός του για ασφάλιστρα προσωπικών ατυχημάτων το ποσό των 300.000 δρχ.
Ποσό ασφαλίστρων που εκπίπτει
Συνολικό ποσό ασφαλίστρων που καταβλήθηκε από τους δύο συζύγους
(400.000 + 200.000 + 300.000) = 900.000 Χ 40% = 360.000 δρχ. το οποίο είναι μεγαλύτερο από = 250.000 δρχ.
Παράδειγμα 2ο
Ο φορολογούμενος "Ψ" και η σύζυγός του εκμισθώνουν διαμέρισμα για κύρια κατοικία τους σε παλαιά οικοδομή. Στο μισθωτήριο συμβόλαιο φέρονται υπόχρεοι σε καταβολή του ετήσιου μισθώματος που ανέρχεται στο ποσό των 350.000 δρχ. και οι δύο με ποσοστό συμμετοχής 50% ο καθένας τους.
Ποσό ενοικίων που εκπίπτει
Συνολικό ποσό ετήσιου μισθώματος που καταβλήθηκε από τους δύο συζύγους
350.000 Χ 40% = 140.000 δρχ. το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο από = 150.000 δρχ.
Παράδειγμα 3ο
Ο φορολογούμενος "Χ" και η σύζυγός του καταβάλλουν για ετήσιο ενοίκιο του πρώτου παιδιού τους που σπουδάζει το ποσό των 700.000 δρχ. και για ετήσιο ενοίκιο του δεύτερου παιδιού τους που σπουδάζει το ποσό των 480.000 δρχ.
Ποσό ενοικίου που εκπίπτει
Για το 1ο παιδί 700.000 Χ 40% = 280.000 δρχ. το οποίο περιορίζεται σε =250.000 δρχ.
Για το 2ο παιδί 480.000 Χ 40% =192.000 δρχ.
Σύνολο =442.000 δρχ.
Το συνολικό ποσό των 442.000 δρχ. εκπίπτει αφού μερισθεί μεταξύ των συζύγων ανάλογα με το ύψος του φορολογούμενου εισοδήματός τους.
Παράδειγμα 4ο
Ο φορολογούμενος "Ψ" καταβάλλει ετήσια δίδακτρα για εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας ποσού 520.000 δρχ. Επίσης, καταβάλλει δίδακτρα για φροντιστήρια για το πρώτο του παιδί ποσού 700.000 δρχ. και για το δεύτερο παιδί του ποσού 300.000 δρχ.
Ποσό διδάκτρων που εκπίπτει
Για τον φορολογούμενο 520.000 Χ 40% = 208.000 δρχ.
Για το 1ο παιδί 700.000 Χ 40% = 280.000 δρχ. που περιορίζεται σε =250.000 δρχ.
Για το 2ο παιδί 300.000 Χ 40% = 120.000 δρχ. που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από = 150.000 δρχ.
Σύνολο =608.000 δρχ.
Το συνολικό ποσό των 608.000 δρχ. εκπίπτει αφού μερισθεί μεταξύ των συζύγων ανάλογα με τα φορολογούμενα εισοδήματά τους.
2. Με την παρ. 2 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου οι περ. δ`, ε`, στ`, ζ` και θ` της παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν.2238/1994 αναριθμούνται σε β`, γ`, δ`, ε` και στ` και η υποπερ. εε` της περ. ε` της παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν.2238/1994, όπως αναριθμήθηκε (πρώην υποπερ. εε` της περ. ζ`), καταργείται. Δηλαδή, από το οικονομικό έτος 2000 και επόμενα από το συνολικό εισόδημα του φορολογούμενου δεν αφαιρείται το ποσό των δεδουλευμένων τόκων που καταβάλλονται από τον ίδιο για χρέη προς το Δημόσιο από φόρο κληρονομιάς, δωρεάς και γονικής παροχής.
3. Με την παρ. 3 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου, μετά την υποπερ. γγ` της περ. ε`, όπως η περίπτωση αυτή αναριθμήθηκε με την προηγούμενη παράγραφο (πρώην υποπερ. γγ` της περ. ζ`) της παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν.2238/1994 προστίθενται τρία νέα εδάφια.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι, κατά την εφαρμογή των προηγούμενων υποπερ. αα`, ββ` και γγ`, δηλαδή για την αφαίρεση από το συνολικό εισόδημα του φορολογούμενου του ποσού των δεδουλευμένων τόκων δανείων που καταβάλλει για απόκτηση πρώτης κατοικίας, δεν θεωρείται ότι αποκτάται πρώτη κατοικία, αν ο υπόχρεος, ο άλλος σύζυγος και τα τέκνα που τους βαρύνουν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του Ν.2238/1994, έχουν δικαίωμα πλήρους κυριότητας ή ισόβιας επικαρπίας ή οίκησης εξ ολοκλήρου ή επί ιδανικού μεριδίου σε άλλη οικία ή οικίες, εφόσον το άθροισμα της συνολικής επιφάνειας που τους αντιστοιχεί υπερβαίνει τα 35 τ.μ. προκειμένου για άγαμο, διαζευγμένο ή χήρο και τα 70 τ.μ. προκειμένου για έγγαμο. Η επιφάνεια αυτή προσαυξάνεται κατά 15 τ.μ. για κάθε τέκνο που βαρύνει τον υπόχρεο ή τον άλλο σύζυγο. Αν η επιφάνεια της πρώτης κατοικίας υπερβαίνει τα 120 τ.μ., το ποσό της δαπάνης που εκπίπτει περιορίζεται στο μέρος που αυτό αναλογεί επιμεριστικά στην μέχρι των 120 τ.μ. επιφάνεια της κατοικίας.
4. Με την παρ. 4 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου από αυτά που προστέθηκαν με την προηγούμενη παράγραφο ισχύουν για συμβάσεις δανείων που συνάπτονται από 1.1.2000 και μετά. Δηλαδή, για δάνεια που έχουν συναφθεί για αγορά πρώτης κατοικίας μέχρι και 31.12.1999, από το συνολικό εισόδημα του φορολογούμενου αφαιρείται ολόκληρο το ποσό των τόκων, ανεξάρτητα από τα τετραγωνικά μέτρα της επιφάνειας της πρώτης κατοικίας. Για συμβάσεις, όμως, δανείων που υπογράφονται από 1.1.2000 και μετά, θα αφαιρείται το ποσό των τόκων που αναλογεί επιμεριστικά μόνο στα 120 τ.μ. της επιφάνειας της κατοικίας.
Παράδειγμα
Ο "Χ" συνήψε δάνειο με την Κτηματική Τράπεζα στις 30.3.1991 για αγορά πρώτης κατοικίας εμβαδού 180 τ. μ. και οι δεδουλευμένοι τόκοι δανείων που κατέβαλε στη χρήση 1999 ανέρχονται στο ποσό των 630.000 δρχ. Το ποσό αυτό θα εκπέσει ολόκληρο από το εισόδημα του φορολογούμενου για το οικονομικό έτος 2000 και επόμενα αυτού.
Στην περίπτωση σύναψης του πιο πάνω δανείου μετά την 1.1.2000, το ποσό των πιο πάνω τόκων που θα εκπέσει από το εισόδημα του φορολογούμενου κατά το οικονομικό έτος 2001 και επόμενα αυτού θα ανέρχεται στο ποσό των 420.000 δρχ. (630.000 Χ 120/180).
5. Με την παρ. 5 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου καταργείται το άρθρο 11 του Ν.1870/1989 (ΦΕΚ 250/Α`), δηλαδή από το εισόδημα του φορολογούμενου δεν εκπίπτει πλέον το ποσοστό του 50% της έκτακτης εισφοράς του Ν.1870/1989 που καταβάλλουν τα Φυσικά Πρόσωπα.
6. Με την παρ. 6 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η περ. γ` της παρ. 2 του άρθρου 8 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις επεκτείνεται η έκπτωση, ως δαπάνης χωρίς δικαιολογητικά από το εισόδημα του φορολογούμενου ποσού 650.000 δρχ., πέραν των νεφροπαθών που τελούν υπό αιμοκάθαρση και των προσώπων που πάσχουν από μεσογειακή αναιμία και κάνουν μεταγγίσεις αίματος και στους νεφροπαθείς που τελούν υπό περιτοναϊκή κάθαρση ή που έχουν κάνει μεταμόσχευση νεφρού, καθώς και στα πρόσωπα που πάσχουν από δρεπανοκυτταρική και μικροδρεπανοκυτταρική αναιμία και κάνουν μεταγγίσεις αίματος.
7. Με την παρ. 7 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίστανται οι παρ. 3 και 5 του άρθρου 8 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 8 του Ν.2238/1994 ορίζεται ότι για τη σύζυγο που αποκτά εισόδημα οι δαπάνες των περ. β` έως και στ` της παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν.2238/1994 (εισφορές σε Ταμεία Ασφάλισης, έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, δωρεές, τόκοι πρώτης κατοικίας, οικογενειακές δαπάνες), καθώς και οι δαπάνες της παρ. 2 του ίδιου άρθρου και νόμου (έκπτωση ως δαπάνη χωρίς δικαιολογητικά ποσού 650.000 δρχ.), που αφορούν την ίδια, αφαιρούνται από το φορολογούμενο εισόδημά της. Επίσης, οι δαπάνες της περ. γ` της παρ. 1, καθώς και της παρ. 2 του ίδιου άρθρου και νόμου (έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, έκπτωση ως δαπάνη χωρίς δικαιολογητικά ποσού 650.000 δρχ.), που αφορούν τα τέκνα της από προηγούμενο γάμο, τα χωρίς γάμο τέκνα της, τους γονείς της και τους ανήλικους ορφανούς από πατέρα και μητέρα συγγενείς της μέχρι το δεύτερο βαθμό, αφαιρούνται από το δικό της εισόδημα.
Με τις νέες διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 8 του Ν.2238/1994 ορίζεται ότι όταν ο ένας από τους συζύγους δεν έχει εισόδημα φορολογούμενο ή αυτό που έχει είναι κατώτερο από τα ποσά των δαπανών των περ. γ` και στ` της παρ. 1 και της παρ. 2 του άρθρου 8 του Ν.2238/1994 (δηλαδή οι δαπάνες ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης και οι οικογενειακές δαπάνες, καθώς και η έκπτωση ποσού 650.000 δρχ. ως δαπάνης χωρίς δικαιολογητικά), που αφορούν αυτόν προσωπικά και τα πρόσωπα που τον βαρύνουν, τότε ολόκληρο το ποσό των δαπανών ή η διαφορά προστίθεται στις δαπάνες του άλλου συζύγου. Επίσης, όταν το σύνολο των δαπανών του ενός συζύγου είναι ανώτερο από το φορολογούμενο εισόδημά του, τότε η διαφορά που προκύπτει και μέχρι το άθροισμα των δαπανών των περ. γ` και στ` της παρ. 1 και της παρ. 2 προστίθεται στις δαπάνες του άλλου συζύγου.
8. Με την παρ. 8 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου το ποσό των 500.000 δρχ., που αναφέρεται στην παρ. 2 του άρθρου 8 του Ν.2238/1994, αυξάνεται σε 650.000 δρχ.
9. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου, σύμφωνα με την περ. α` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από την 1.1.1999 και μετά.
Αρθρο 2
Αύξηση απαλλασσόμενου ποσού ιδιοκατοίκησης, φορολογική κλίμακα, μείωση συμπληρωματικού φόρου και φόρου τέκνων και εισόδημα από ακίνητα
1. Με την παρ. 1 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίστανται τα δύο πρώτα εδάφια της περ. β` της παρ. 2 του άρθρου 6 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις αυξάνεται το απαλλασσόμενο τεκμαρτό εισόδημα που αντιστοιχεί στην επιφάνεια της ιδιοκατοικούμενης κύριας κατοικίας του φορολογούμενου με την προσθήκη επιφάνειας 20 τ.μ. στο όριο των 150 τ.μ. ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων του.
Ειδικότερα, ενώ με τις μέχρι τώρα διατάξεις για όλους γενικά τους φορολογούμενους (ανεξάρτητα από την οικογενειακή κατάσταση και τον αριθμό των τέκνων) ίσχυε απαλλαγή του ακαθάριστου τεκμαρτού εισοδήματος που προκύπτει από ιδιοκατοίκηση της κύριας κατοικίας τους, με επιφάνεια μέχρι 150 τ.μ., με τις νέες διατάξεις αυτή η επιφάνεια αυξάνει κατά 20 τ.μ. για κάθε τέκνο, μετά το δεύτερο, που βαρύνει το φορολογούμενο.
Εστω, για παράδειγμα, ότι ένας φορολογούμενος με τέσσερα (4) τέκνα που τον βαρύνουν, ιδιοκατοικεί σε κύρια κατοικία επιφανείας 200 τ.μ. Με τις προηγούμενες διατάξεις απαλλασσόταν για ακαθάριστο τεκμαρτό εισόδημα 150 τ.μ. και φορολογείτο για ακαθάριστο τεκμαρτό εισόδημα 50 τ.μ. Με τις νέες διατάξεις ο ίδιος φορολογούμενος απαλλάσσεται για ακαθάριστο τεκμαρτό εισόδημα 190 τ.μ. και φορολογείται μόνο για ακαθάριστο τεκμαρτό εισόδημα 10 τ.μ.
Με τις νέες διατάξεις επαναλαμβάνεται ρητά ότι αν η επιφάνεια της κύριας κατοικίας που ιδιοκατοικείται από το φορολογούμενο είναι μικρότερη από το διαμορφούμενο όριο που προαναφέρθηκε (150 τ.μ. πλέον 20 τ.μ. για κάθε τέκνο του φορολογούμενου που τον βαρύνει, πέρα από το δεύτερο), η διαφορά μέχρι το όριο αυτό λαμβάνεται υπόψη για την απαλλαγή του ακαθάριστου τεκμαρτού εισοδήματος μιας μόνο ιδιοκατοικούμενης δευτερεύουσας κατοικίας αυτού.
Εστω, για παράδειγμα, ότι ένας φορολογούμενος με τέσσερα (4) τέκνα που τον βαρύνουν ιδιοκατοικεί σε κύρια κατοικία επιφανείας 160 τ.μ. και έχει και μία δευτερεύουσα κατοικία 80 τ.μ.
Με τις νέες διατάξεις ο φορολογούμενος αυτός απαλλάσσεται, αντίστοιχα, για το ακαθάριστο τεκμαρτό εισόδημα που αντιστοιχεί στα 160 τ.μ. της κύριας κατοικίας του και για το ακαθάριστο τεκμαρτό εισόδημα που αντιστοιχεί στην επιφάνεια των 30 τ.μ. της δευτερεύουσας κατοικίας του και φορολογείται μόνο για το ακαθάριστο τεκμαρτό εισόδημα που αντιστοιχεί στην επιφάνεια των 50 τ.μ. της δευτερεύουσας κατοικίας του.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. α` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1.1.1999 και μετά.
2. Με την παρ. 2 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου προστίθεται περ. γ` στην παρ. 2 του άρθρου 6 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις θεσπίζεται απαλλαγή για το τεκμαρτό εισόδημα από παραχώρηση, χωρίς αντάλλαγμα, της χρήσης κατοικίας από τους γονείς προς τα τέκνα τους και, αντίστροφα, από τα τέκνα προς τους γονείς τους.
Η απαλλαγή αυτή αφορά το γονέα που έχει την κυριότητα ή την επικαρπία του ακινήτου και ισχύει για μια κατοικία, ανεξάρτητα από την επιφάνειά της, την οποία παραχωρεί χωρίς αντάλλαγμα στο τέκνο του, προκειμένου αυτό να τη χρησιμοποιήσει ως κύρια ή δευτερεύουσα κατοικία του. Το ίδιο ισχύει και στην αντίθετη περίπτωση, κατά την οποία η παραχώρηση γίνεται από το τέκνο που έχει την κυριότητα ή την επικαρπία της κατοικίας, την οποία παραχωρεί χωρίς αντάλλαγμα σε γονέα του για να τη χρησιμοποιήσει ως κύρια ή δευτερεύουσα κατοικία του (στον ένα ή και στους δύο γονείς του).
Απαραίτητες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της διάταξης αυτής είναι:
α) Η παραχώρηση χωρίς αντάλλαγμα να γίνεται μόνο από το γονέα προς το τέκνο του ή από το τέκνο προς το γονέα του. Συνεπώς, δεν καταλαμβάνει τυχόν άλλες περιπτώσεις παραχώρησης κατοικίας μεταξύ τρίτων.
β) Η παραχώρηση αναφέρεται σε μία μόνο και όχι περισσότερες κατοικίες στο ίδιο πρόσωπο (στο γονέα ή στο τέκνο). Αν παραχωρηθούν περισσότερες από μία, τότε απαλλάσσεται το τεκμαρτό εισόδημα που προκύπτει από τη μία.
γ) Το υπόψη ακίνητο που παραχωρείται χρησιμοποιείται από το χρήστη μόνο ως κατοικία του (κύρια ή δευτερεύουσα) και όχι για οποιαδήποτε άλλη χρήση, όπως π.χ. ως επαγγελματική στέγη κ.λπ.
Σημειώνεται ότι ο ιδιοκτήτης επικαρπωτής του ακινήτου οφείλει να το αναγράψει στο Εντυπο Ε2, σημειώνοντας στις οικείες στήλες "Παραχώρηση χωρίς αντάλλαγμα στον ...... (π.χ. πατέρα μου)".
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. α` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1.1.1999 και μετά.
3. Με την παρ. 3 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η κλίμακα της παρ. 1 του άρθρου 9 του Ν.2238/1994 ως εξής:
------------------------------------------------------------ Κλιμάκιο Φορολογικός Φόρος Συνολικό Συνολικός εισοδήματος συντελεστής % κλιμακίου εισόδημα φόρος ------------------------------------------------------------ 2.000.000 0 0 2.000.000 0 710.000 5 35.500 2.710.000 35.500 1.625.000 15 243.750 4.335.000 279.250 3.245.000 30 973.500 7.580.000 1.252.750 8.655.000 40 3.462.000 16.235.000 4.714.750 Υπερβάλλον 45 ------------------------------------------------------------
Με αυτή τη φορολογική κλίμακα, σύμφωνα με την περ. β` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, υπολογίζεται ο φόρος στο εισόδημα που αποκτούν τα Φυσικά Πρόσωπα από το οικονομικό έτος 2001 (εισοδήματα χρήσης 1/1-31/12/2000) και μετά.
4. Με την παρ. 4 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι ειδικά για το οικονομικό έτος 2000 (εισοδήματα χρήσης 1/1-31/12/1999) ισχύει η πιο κάτω φορολογική κλίμακα:
------------------------------------------------------------- Κλιμάκιο Φορολογικός Φόρος Συνολικό Συνολικός εισοδήματος συντελεστής % κλιμακίου εισόδημα φόρος ------------------------------------------------------------- 1.600.000 0 0 1.600.000 0 1.110.000 5 55.500 2.710.000 55.500 1.625.000 15 243.750 4.335.000 299.250 3.245.000 30 973.500 7.580.000 1.272.750 8.655.000 40 3.462.000 16.235.000 4.734.750 Υπερβάλλον 45 -------------------------------------------------------------
5. Με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι για την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν.2238/1994, προκειμένου για αποζημίωση που καταβάλλει ο υπόχρεος στο δικαιούχο αυτής λόγω διακοπής της μεταξύ τους σχέσης, που πραγματοποιήθηκε από 17.11.1999 (ημέρα δημοσίευσης του Ν.2753/1999) μέχρι 31.12.1999, ο φόρος υπολογίζεται με βάση την κλίμακα της παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν.2753/1999.
Αν η διακοπή της σχέσης, που συνδέει αυτόν που καταβάλλει την αποζημίωση με το δικαιούχο αυτής, πραγματοποιείται μετά την 31.12.1999, ο φόρος υπολογίζεται με βάση την κλίμακα της παρ. 1 του άρθρου 9 του Ν.2238/1994 που ισχύει κατά το χρόνο που λήγει αυτή η σχέση.
Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, με βάση την πάγια θέση της Διοίκησης και δεδομένου ότι από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν.2238/1994 προκύπτει ότι η φορολογική ενοχή γεννιέται με την πληρωμή της αποζημίωσης στο δικαιούχο, οι κλίμακες των παρ. 3 ή 4, κατά περίπτωση, του άρθρου 2 του Ν.2753/1999 εφαρμόζονται και στα ποσά των αποζημιώσεων που καταβάλλονται από 17.11.1999, στις περιπτώσεις που η διακοπή της σχέσης πραγματοποιήθηκε πριν από τις 17.11.1999.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. θ` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από 17.11.1999, ημερομηνία δημοσίευσης αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
6. Με την παρ. 6 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίστανται οι περ. α`, β` και γ` της παρ. 2 του άρθρου 9 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις αυξάνεται η μείωση φόρου (Tax Credits) ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων που βαρύνουν το φορολογούμενο.
Ειδικότερα, τα ποσά μείωσης του φόρου ανέρχονται σε:
α) 30.000 δρχ., όταν ο φορολογούμενος έχει ένα (1) τέκνο που τον βαρύνει, αντί 25.000 δρχ. που ίσχυε μέχρι τώρα.
β) 35.000 δρχ. για κάθε τέκνο του, όταν ο φορολογούμενος έχει δύο (2) τέκνα που τον βαρύνουν, αντί 25.000 δρχ. που ίσχυε μέχρι τώρα.
γ) 50.000 δρχ. για κάθε τέκνο του, όταν ο φορολογούμενος έχει τρία (3) τέκνα που τον βαρύνουν, αντί 35.000 δρχ. που ίσχυε μέχρι τώρα.
δ) 60.000 δρχ. για κάθε τέκνο του, όταν ο φορολογούμενος έχει τέσσερα (4) τέκνα που τον βαρύνουν, αντί 45.000 δρχ. που ίσχυε μέχρι τώρα.
Για κάθε τέκνο πέραν από το τέταρτο που βαρύνει το φορολογούμενο, η μείωση του φόρου αυξάνεται κατά 10.000 δρχ.
Για παράδειγμα, για φορολογούμενο με πέντε (5) παιδιά που τον βαρύνουν, η μείωση για κάθε παιδί ανέρχεται στο ποσό των 70.000 δρχ., αντί 45.000 δρχ. για κάθε παιδί που ίσχυε. Για φορολογούμενο με έξι (6) παιδιά που τον βαρύνουν, η μείωση για κάθε παιδί ανέρχεται στο ποσό των 80.000 δρχ., αντί 45.000 δρχ. για κάθε παιδί που ίσχυε κ.ο.κ.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. α` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1.1.1999 και μετά.
7. Με την παρ. 7 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 9 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ο συντελεστής υπολογισμού του συμπληρωματικού φόρου που υπολογίζεται στο ακαθάριστο εισόδημα από ακίνητα μειώνεται σε 1,5%, από 3% που ίσχυε μέχρι τώρα.
Σημειώνεται ότι η μείωση του συντελεστή υπολογισμού του συμπληρωματικού φόρου δεν καταλαμβάνει τον υπολογισμό του συμπληρωματικού φόρου που υπολογίζεται στο εισόδημα από ακίνητα εταιριών, κοινοπραξιών κ.λπ.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. β` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1.1.2000 και μετά.
8. Με την παρ. 8 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το τρίτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 9 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις μειώνεται σε 3% από 6% ο συντελεστής συμπληρωματικού φόρου που επιβάλλεται στο ακαθάριστο εισόδημα των κατοικιών που η επιφάνεια κάθε μίας από αυτές υπερβαίνει τα 300 τ.μ.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. β' του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1.1.2000 και μετά.
9. Με την παρ. 9 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 9 του Ν.2238/1994.
Με τις διατάξεις αυτές το πρώτο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 9 του Ν.2238/1994 εναρμονίζεται με τις νέες φορολογικές κλίμακες, για λόγους νομοτεχνικής τακτοποίησης.
Ειδικότερα, ορίζεται ότι όσοι κατοικούν στην αλλοδαπή και αποκτούν εισόδημα από πηγή που βρίσκεται στην Ελλάδα, στο ποσό του φόρου που αντιστοιχεί με βάση τη φορολογική κλίμακα της παρ. 1 του άρθρου 9 του Ν.2238/1994 προστίθεται ο φόρος που προκύπτει με την εφαρμογή του αναλογικού συντελεστή 5% για το τμήμα εισοδήματος μέχρι 1.600.000 δρχ. για το οικονομικό έτος 2000 και μέχρι 2.000.000 δρχ. για το οικονομικό έτος 2001 και μετά.
Διευκρινίζεται ότι τα προαναφερόμενα δεν εφαρμόζονται για τους υπόχρεους που είναι κάτοικοι των χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι οποίοι αποκτούν εισόδημα στην Ελλάδα το οποίο αποτελεί ποσοστό πάνω από 90% του συνολικού (παγκόσμιου) εισοδήματός τους.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. α' του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1.1.1999 και μετά.
10. Με την παρ. 10 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 20 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται σαφώς το εισόδημα από ακίνητα και αναφέρονται ρητά τα πρόσωπα που το αποκτούν και υπόκεινται σε φόρο, προκειμένου να αποφευχθούν περιπτώσεις διάσπασης του εισοδήματος με σκοπό τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης και να αποκλεισθούν περιπτώσεις απόκτησης εισοδήματος ακινήτων από πρόσωπα που έχουν το ενοχικό δικαίωμα χρήσης ή τους έχουν μεταβιβασθεί εμπράγματα δικαιώματα ή η νομή ακινήτων με μη νόμιμο τρόπο, για αποφυγή καταστρατηγήσεων.
Ειδικότερα, ορίζεται ότι εισόδημα από ακίνητα είναι αυτό που προκύπτει κάθε οικονομικό ή, κατά περίπτωση, γεωργικό έτος από εκμίσθωση ή επίταξη ή ιδιοκατοίκηση ή ιδιοχρησιμοποίηση ή δωρεάν παραχώρηση μιας ή περισσότερων οικοδομών ή από εκμίσθωση γαιών.
Το εισόδημα από ακίνητα αποκτά κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει νόμιμα μεταβιβασθεί το δικαίωμα πλήρους κυριότητας, νομής, επικαρπίας ή οίκησης αυτών με οριστικό συμβόλαιο ή με δικαστική απόφαση ή λόγω χρησικτησίας, καθώς και κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει μεταβιβασθεί το δικαίωμα ενάσκησης επικαρπίας με οριστικό συμβόλαιο.
Επίσης, εισόδημα από ακίνητα αποκτά ο κύριος του εδάφους σε περιπτώσεις ανέγερσης οικοδομής σε έδαφος κυριότητας τρίτου, καθώς και σε περίπτωση επιφανειών και εμφυτεύσεων που διατηρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 58 και 59 του Α.Ν.2783/1941.
Διευκρινίζεται ότι στις περιπτώσεις μεταβίβασης κυριότητας ακινήτου με κατακυρωτική έκθεση πλειστηριασμού και με προσκύρωση από Δημόσια Αρχή (αναγκαστική απαλλοτρίωση, ρυμοτομία και αναδασμό), ως προς το εισόδημα των ακινήτων αυτών και τα πρόσωπα που το αποκτούν και φορολογούνται, έχουν ανάλογη εφαρμογή όσα ανωτέρω προαναφέρονται στις περιπτώσεις μεταβίβασης ακινήτων με δικαστική απόφαση.
Επίσης, με τις πιο πάνω διατάξεις δεν αλλοιώνεται το υποκείμενο του φόρου, σε περίπτωση που η κυριότητα, η νομή ή η επικαρπία του ακινήτου περιήλθε στον υπόχρεο με κληρονομικό δικαίωμα.
Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών αποκλείονται οι περιπτώσεις:
α) Παραχώρησης της χρήσης ακινήτου από τον κύριο ή τον επικαρπωτή αυτού σε τρίτο χωρίς αντάλλαγμα: αα) με άτυπη συμφωνία και ββ) με ιδιωτικό συμφωνητικό.
β) Παραχώρησης της οίκησης ακινήτου από τον κύριο ή επικαρπωτή αυτού σε τρίτο χωρίς αντάλλαγμα: αα) με άτυπη συμφωνία και ββ) με ιδιωτικό συμφωνητικό (χρησιδάνειο).
γ) Παραχώρησης σε τρίτο του δικαιώματος είσπραξης μισθωμάτων από τον κύριο ή επικαρπωτή του ακινήτου ή από εκείνον που του παραχωρήθηκε το δικαίωμα άσκησης επικαρπίας: αα) με συμβολαιογραφικό έγγραφο και ββ) με ιδιωτικό συμφωνητικό.
Στις περιπτώσεις αυτές, όπως έχει γίνει μέχρι τώρα δεκτό από τη Διοίκηση, υποκείμενο φορολογικής ενοχής εξακολουθεί να παραμένει αυτός που έχει είτε το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας ή επικαρπίας, είτε το δικαίωμα άσκησης επικαρπίας.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. α` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου και μετά.
11. Με την παρ. 11 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου, στην περ. β` της παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν.2238/1994 προστέθηκε υποπερ. εε`.
Με τις νέες διατάξεις, προκειμένου για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης (μηχανοκίνητα) ιστορικού ενδιαφέροντος (ιδιωτικής χρήσης επιβατικά αυτοκίνητα εποχής - αντίκες), εφόσον έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πάνω από τριάντα (30) χρόνια από το έτος κατασκευής τους και διαθέτουν πιστοποιητικό αυθεντικότητας, μειώνονται κατά ποσοστό 60% τα ποσά της τεκμαρτής δαπάνης διαβίωσης με βάση τους φορολογήσιμους ίππους επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο της περ. β` της παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν.2238/1994.
Κατά την εφαρμογή αυτής της διάταξης:
α) Για τον υπολογισμό των τριάντα (30) ετών από το έτος της κατασκευής του αυτοκινήτου - αντίκα ως κρίσιμη ημερομηνία λαμβάνεται η 1η Ιανουαρίου της οικείας χρήσης. Ετσι, για παράδειγμα, προκειμένου για τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 2000, θα πρέπει την 1.1.1999 να έχουν παρέλθει πάνω από τριάντα (30) έτη από το έτος κατασκευής του αυτοκινήτου - αντίκα και, κατά συνέπεια, αυτό πρέπει να έχει κατασκευασθεί πριν από την 1.1.1969.
β) Το αυτοκίνητο - αντίκα πρέπει να διαθέτει πιστοποιητικό αυθεντικότητας. Πρέπει, δηλαδή, να είναι πράγματι επιβατικό αυτοκίνητο ιστορικού ενδιαφέροντος (αντίκα).
Με βάση τα ποσά της τεκμαρτής αυτής δαπάνης που ισχύουν σήμερα, σε συνδυασμό με τη μείωση των ποσών αυτών που προβλέπεται από την κοινοποιούμενη διάταξη, τα ποσά της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης με βάση τους φορολογήσιμους ίππους επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης ιστορικού ενδιαφέροντος (αυτοκίνητα εποχής - αντίκες), εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν, καθορίζονται ως εξής:
----------------------------------- Φορολογήσιμοι Ποσά ετήσιας ίπποι τεκμαρτής δαπάνης ----------------------------------- μέχρι 7 660.000 μέχρι 8 840.000 μέχρι 9 1.100.000 μέχρι 10 1.360.000 μέχρι 11 1.620.000 μέχρι 12 1.940.000 μέχρι 13 2.280.000 μέχρι 14 2.800.000 μέχρι 15 3.620.000 μέχρι 16 4.580.000 μέχρι 17 5.640.000 μέχρι 18 6.760.000 μέχρι 19 7.880.000 μέχρι 20 9.080.000 μέχρι 21 10.320.000 μέχρι 22-23 11.640.000 μέχρι 24-25 13.080.000 μέχρι 26-27 14.720.000 μέχρι 28 και πάνω 15.400.000 -----------------------------------
Διευκρινίζεται ότι τα ποσά αυτά δεν έχουν καμία άλλη περαιτέρω μείωση (π.χ. με βάση τα έτη κυκλοφορίας του αυτοκινήτου στην Ελλάδα).
Προκειμένου για αυτοκίνητα JEEP ή τύπου JEEP που είναι αντίκες, ο ιδιοκτήτης τους αν επιλέξει να υπολογισθεί το τεκμήριο αυτών με βάση την εργοστασιακή τιμολογιακή αξία τους, δεν θα συνυποβάλλει τα --- δικαιολογητικά που προαναφέρθηκαν για τις αντίκες, ενώ αν επιλέξει να --- υπολογισθεί το τεκμήριό τους με βάση τα ποσά του παραπάνω πίνακα μειωμένα κατά 20%, θα συνυποβάλλει και τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για τα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης αντίκες. Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. α` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από την 1.1.1999 και μετά.
12. Με την παρ. 12 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου προστέθηκε νέο εδάφιο μετά το τρίτο εδάφιο της περ. ε` της παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν.2238/1994.
Με τη νέα αυτή διάταξη θεσπίστηκε μείωση 25% στα ποσά της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης με βάση την κυριότητα ή και την κατοχή σκαφών αναψυχής, προκειμένου για πλοία αναψυχής που έχουν κατασκευασθεί ή κατασκευάζονται στην Ελλάδα εξ ολοκλήρου από ξύλο τύπων "τρεχαντήρι", "βαρκαλάς", "πέραμα", "τσερνίκι" και "λίμπερτυ" που προέρχονται από την ελληνική ναυτική παράδοση.
Η μειωμένη αυτή τεκμαρτή δαπάνη μειώνεται περαιτέρω ανάλογα με την παλαιότητα του σκάφους κατά ποσοστό 10% αν έχει περάσει χρονικό διάστημα πάνω από πέντε (5) έτη και μέχρι δέκα (10) έτη από το έτος που νηολογήθηκε για πρώτη φορά και 20% αν έχει περάσει χρονικό διάστημα πάνω από δέκα (10) έτη.
Για την εφαρμογή αυτής της διάταξης οι δικαιούχοι πρέπει, μαζί με την οικεία δήλωση φορολογίας εισοδήματος, να συνυποβάλλουν σχετική βεβαίωση της Λιμενικής Αρχής όπου έχουν νηολογήσει ή λεμβολογήσει το σκάφος με το εξής περιεχόμενο:
"Βεβαιώνεται ότι το σκάφος αναψυχής.................... (όνομα) που ανήκει στ.................... κάτοικο .................... Α.Φ.Μ. .. .................., το οποίο είναι καταχωρισμένο στα λεμβολόγια ή νηολόγια (διαγράφεται ανάλογα) της υπηρεσίας μας με α/α ............. .. ολικού μήκους ............... και το οποίο φέρει ................ .... (εσωλέμβιο ή εξωλέμβιο ή εσωεξωλέμβιο) κινητήρα εργοστασίου κατασκευής .................... και ιπποδύναμης ...................., είναι κατασκευασμένο από ξυλεία, κατασκευάσθηκε στην Ελλάδα και είναι παραδοσιακού τύπου ........................ (αναγράφεται ο τύπος "τρεχαντήρι", "βαρκαλάς", "πέραμα", "τσερνίκι", "λίμπερτυ").
Το σκάφος αυτό καταχωρήθηκε σε νηολόγιο/λεμβολόγιο (διαγράφεται ----------------------------------- ανάλογα) στην Ελλάδα (λιμάνι ...............) για πρώτη φορά την ----- ............... (γράφεται η ημερομηνία της πρώτης νηολόγησης ή λεμβολόγησης).
Η βεβαίωση αυτή χορηγείται μετά από αίτηση του πιο πάνω κυρίου του σκάφους για να τη χρησιμοποιήσει στη Δ.Ο.Υ. ..................... κατά την υποβολή της δήλωσης φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους ....................".
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. α` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από την 1.1.1999 και μετά.
13. Με την παρ. 13 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι το αναφερόμενο στην παρ. 1 του άρθρου 118 του Ν.2238/1994 ποσό των 3.000.000 δρχ. αυξάνεται σε 3.300.000 δρχ.
Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 118 του Ν.2238/1994, όπως ισχύουν πλέον σύμφωνα με την περ. α` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, από το οικονομικό έτος 2000 (για εισοδήματα που αποκτώνται από την 1.1.1999 και μετά) για Φυσικά Πρόσωπα που κατοικούν μόνιμα σε νησιά με πληθυσμό, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, κάτω από 3.100 κατοίκους, το ποσό του πρώτου κλιμακίου εισοδήματος της κλίμακας της παρ. 1 του άρθρου 9 (για το οποίο ο φορολογικός συντελεστής είναι μηδέν, δηλαδή το αφορολόγητο ποσό) προκειμένου να υπολογισθεί ο φόρος που αναλογεί στο εισόδημά τους, αυξάνεται σε 3.300.000 δρχ. Τα επόμενα κλιμάκια εισοδήματος της κλίμακας παραμένουν ως έχουν.
Υπενθυμίζουμε ότι για τον καθορισμό των δικαιολογητικών και των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την εφαρμογή του άρθρου 118 του Ν.2238/1994 εκδόθηκε, κατ` εξουσιοδότηση της παρ. 6 του ίδιου άρθρου, η υπ` αριθ. 1040801/750/Α0012/ΠΟΛ.1123/8.4.1997 Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΑΥΟ), της οποίας η περ. α` της παρ. 1, προκειμένου για εισοδήματα που αποκτώνται από την 1.1.1999 και μετά, αντικαταστάθηκε με βάση την υπ' αριθ. 1102824/568/Α0012/ΠΟΛ.1202/2.11.1999 ΑΥΟ.
Επίσης, επισημαίνουμε ότι με την υπ` αριθ. 1027931/331/Τ.&Ε.Φ./ΠΟΛ.1084/6.3.1997 διαταγή της Διεύθυνσης Τελών και Ειδικών Φορολογιών, σας κοινοποιήθηκε πίνακας μικρών νησιών της χώρας που έχουν πληθυσμό κάτω από 3.100 κατοίκους.
Αρθρο 3
Φορολογία επιχειρήσεων
1. Με την παρ. 1 του άρθρου 3 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 10 του Ν.2238/1994 έως και το πρώτο εδάφιο της περ. γ` αυτής.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι μειώνεται από 35% σε 25% ο συντελεστής φορολογίας των καθαρών κερδών ορισμένων υπόχρεων της παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν.2238/1994 και ειδικότερα των ΟΕ και ΕΕ, των εταιριών του Π.Δ.518/1989 (δικηγορικές εταιρίες), καθώς και των κοινωνιών αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. β` του άρθρου 26, σε συνδυασμό με την παρ. 2 του άρθρου 3 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1.1.2000 και μετά ή για τα κέρδη που προκύπτουν από Ισολογισμούς που κλείνουν μετά την 31.12.1999.
Διευκρινίζεται ότι ο πιο πάνω μειωμένος συντελεστής εξακολουθεί να εφαρμόζεται και στο στάδιο της εκκαθάρισης μέχρι την ολοκλήρωση αυτής, στην περίπτωση που οι πιο πάνω υπόχρεοι τίθενται, για οποιοδήποτε λόγο, σε εκκαθάριση.
Αντίθετα, εάν μετά τη λύση τους εξακολουθούν να λειτουργούν ως αφανείς εταιρίες, θα εφαρμοσθεί ο προβλεπόμενος νόμιμος συντελεστής για τις αφανείς εταιρίες σε ποσοστό 35%.
2. Με την παρ. 2 του άρθρου 3 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι ειδικά για τα προαναφερόμενα πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου, των οποίων ο συντελεστής μειώνεται σε 25% από την 1.1.2000 (ΟΕ και ΕΕ, δικηγορικές εταιρίες του Π.Δ.518/1989 και κοινωνίες αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα), για τα κέρδη αυτών που προκύπτουν από Ισολογισμούς που κλείνουν από 1.1.1999 μέχρι και 31.12.1999 ή αποκτώνται κατά το διάστημα αυτό ο συντελεστής φορολόγησης ορίζεται σε 30%.
Για την περίπτωση αυτή, σημειώνεται ότι για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος που υποβλήθηκαν από τα πιο πάνω πρόσωπα και αφορούν τη διαχειριστική αυτή περίοδο λόγω λύσης, μετατροπής κ.λπ., με συνέπεια να φορολογηθούν με συντελεστή 35%, πρέπει να ζητηθεί με αίτηση από την αρμόδια ΔΟΥ η επιστροφή του φόρου που αποδόθηκε ως αχρεωστήτως καταβληθέντος.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. θ` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 17.11.1999.
3. Με την παρ. 12 του άρθρου 3 του κοινοποιούμενου νόμου προστίθενται τελευταία εδάφια στο τέλος της περ. α` της παρ. 1 του άρθρου 13 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις καθιερώνεται σταδιακά η απαλλαγή από τη φορολογία της υπεραξίας κατά τη μεταβίβαση από επαχθή αιτία (π.χ. πώληση) ατομικής επιχείρησης ή μεριδίου ΟΕ ή ΕΕ από γονείς σε τέκνο ή από σύζυγο σε σύζυγο, σε περίπτωση συνταξιοδότησης του μεταβιβάζοντος.
Οι πιο πάνω μεταβιβάσεις από επαχθή αιτία, που γίνονται από τη δημοσίευση του κοινοποιούμενου νόμου μέχρι και 31.12.2000, φορολογούνται με μειωμένο συντελεστή 10% αντί 20%, ενώ περαιτέρω οι μεταβιβάσεις αυτές που γίνονται μετά το χρόνο αυτό, δηλαδή από 1.1.2001 και μετά, δεν υπόκεινται σε φόρο υπεραξίας.
Τονίζεται ότι η παραπάνω μειωμένη φορολόγηση και απαλλαγή αφορά αποκλειστικά και μόνο τις συγκεκριμένες μεταβιβάσεις της περ. α' της παρ. 1 του άρθρου 13 του Ν.2238/1994 που προαναφέρθηκαν και δεν επεκτείνεται σε άλλες μεταβιβάσεις του άρθρου 13 του ίδιου νόμου.
Ακόμη, η συνταξιοδότηση του μεταβιβάζοντος πρέπει να αποδεικνύεται με νόμιμα δικαιολογητικά, όπως η προσκόμιση κατά τη μεταβίβαση κυρωμένου φωτοαντιγράφου της σχετικής αίτησης για συνταξιοδότηση που υποβλήθηκε στον αρμόδιο Συνταξιοδοτικό Φορέα ή υποβολή Υπεύθυνης Δήλωσης του Ν.1599/1986, όπου θα δηλώνεται η προσκόμιση της προαναφερθείσας αίτησης συνταξιοδότησης μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. θ` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 17.11.1999.
4. Με την παρ. 14 του άρθρου 3 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το δεύτερο εδάφιο της περ. α' της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις οι διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος προσαρμόζονται προς τις διατάξεις του κεφαλαίου, προσδιορίζεται δηλαδή η αξία πώλησης των ακινήτων στην περίπτωση άσκησης επιχείρησης αγοραπωλησίας ακινήτων για την επιβολή του φόρου εισοδήματος όπως και στη φορολογία κεφαλαίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν.1249/1982. Στην περίπτωση, όμως, που το αναφερόμενο στα οικεία πωλητήρια συμβόλαια τίμημα είναι μεγαλύτερο από την πιο πάνω αξία, θα ληφθεί ως ακαθάριστο έσοδο το τίμημα που αναγράφεται στα πωλητήρια αυτά συμβόλαια.
Ακόμη, για τις περιοχές που δεν ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας ακινήτων, ως ακαθάριστο έσοδο λαμβάνεται το τίμημα που αναφέρεται στα οικεία πωλητήρια συμβόλαια και η διαφορά μεταξύ του τιμήματος της αξίας που φορολογήθηκε και της πραγματικής αξίας του ακινήτου, η οποία βρίσκεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. α' του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1.1.1999 και μετά.
5. Με την παρ. 15 του άρθρου 3 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το δεύτερο εδάφιο της περ. β' της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις, όπως και στην προηγούμενη παράγραφο του παρόντος, οι διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος προσαρμόζονται με τις διατάξεις φορολογίας κεφαλαίου.
Ετσι, όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο του παρόντος ισχύουν και για τον προσδιορισμό της αξίας πώλησης για την επιβολή του φόρου εισοδήματος, στην περίπτωση της ωφέλειας που πραγματοποιείται από οργανωμένη επιχείρηση πώλησης οικοπέδων ή αγροτεμαχίων, τα οποία προέρχονται από εδαφικές εκτάσεις της επιχείρησης που βρίσκονται εντός ή εκτός σχεδίου πόλεως, Δήμου ή Κοινότητας, οι οποίες έχουν κατατμηθεί ή ρυμοτομηθεί.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. α' του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1.1.1999 και μετά.
6. Με την παρ. 17 του άρθρου 3 του κοινοποιούμενου νόμου προστίθεται περ. δ` στην παρ. 7 του άρθρου 64 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ρυθμίζεται πλέον και νομοθετικά η απαλλαγή από το φόρο εταιριών, η οποία είχε γίνει δεκτή διοικητικά, για τις συνιδιοκτησίες που συνεκμεταλλεύονται αλιευτικά σκάφη μέχρι και δέκα (10) κόρους ολικής χωρητικότητας, στις οποίες συμμετέχουν αποκλειστικά επαγγελματίες αλιείς.
Κατά συνέπεια, καθένας από τους υπόψη συγκύριους - συνεκμεταλλευτές φορολογείται για το ποσό καθαρού γεωργικού εισοδήματος που του αναλογεί με βάση το ποσοστό συνιδιοκτησίας στο σκάφος.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. α` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1.1.1999 και μετά.
7. Με την παρ. 20 του άρθρου 3 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 34 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι το καθαρό κέρδος που προκύπτει κατά τη διάλυση οικοδομικών επιχειρήσεων της παρ. 1 του άρθρου 34 του Ν.2238/1994, που ασχολούνται με την πώληση των ανεγειρόμενων οικοδομών, οι οποίες έχουν τη μορφή της εταιρίας, κοινωνίας ή κοινοπραξίας, θα φορολογηθεί με το συντελεστή που προβλέπεται γι` αυτές τις επιχειρήσεις κατά το χρόνο διάλυσης αυτών. Η ρύθμιση αυτή ήταν αναγκαία για να εναρμονιστούν οι φορολογικές διατάξεις, λόγω της σταδιακής μείωσης των συντελεστών φορολογίας των καθαρών κερδών των υπόχρεων της παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν.2238/1994.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. θ` του άρθρου 26 και σε συνδυασμό με την παρ. 2 του άρθρου 3 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που προκύπτουν από Ισολογισμούς που κλείνουν από 1.1.1999 και μετά ή αποκτώνται από 1.1.1999 και μετά.
Ετσι, σε περίπτωση π.χ. διάλυσης ΟΕ, ΕΕ ή κοινωνίας μέσα στο έτος 1999, το καθαρό κέρδος αυτών θα φορολογηθεί με συντελεστή 30%, ενώ αντίθετα, σε διάλυση μέσα στο ίδιο έτος κοινοπραξίας, στα καθαρά κέρδη αυτής θα εφαρμοσθεί συντελεστής 35%.
Αρθρο 5
Υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος και παρακράτηση φόρου.
1. Με την παρ. 1 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαταστάθηκε το προτελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 22 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις καθορίζεται ότι στην περίπτωση που ο φορολογούμενος λάβει το εκκαθαριστικό σημείωμα μετά την 31η Δεκεμβρίου, η προθεσμία μέσα στην οποία ασκείται η προσφυγή είναι πλέον εξήντα (60) ημέρες, αντί των είκοσι (20) ημερών που ίσχυε με τον προηγούμενο Κ.Φ.Δ., όπως ορίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 66 του Ν.2717/1999 (ΦΕΚ 97/Α`/17.5.1999) "Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας" και ισχύει από 17.7.1999.
2. Με την παρ. 2 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην περ. ζ` της παρ. 1 του άρθρου 61 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι οι κάτοικοι της αλλοδαπής δεν έχουν υποχρέωση να υποβάλουν δήλωση φορολογίας εισοδήματος, εφόσον διατηρούν στην Ελλάδα μια δευτερεύουσα κατοικία επιφάνειας μέχρι 150 τ.μ. και δεν υποχρεούνται να υποβάλουν δήλωση με βάση άλλες διατάξεις του Ν.2238/1994.
Επισημαίνεται ότι, όπως έχει γίνει δεκτό από τη Διοίκηση, οι κάτοικοι εξωτερικού που διατηρούν μία κατοικία στην Ελλάδα, θεωρείται ότι διατηρούν δευτερεύουσα κατοικία.
Διευκρινίζεται, βέβαια, ότι στην περίπτωση που υπάρχει και δεύτερη δευτερεύουσα κατοικία στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από την επιφάνεια αυτής και της πρώτης δευτερεύουσας, υπάρχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. α` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1.1.1999 και μετά.
3. Με την παρ. 3 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου καταργούνται οι διατάξεις της περ. ιβ` της παρ. 1 του άρθρου 61 του Ν.2238/1994, οπότε δεν έχει υποχρέωση να υποβάλει δήλωση φορολογίας εισοδήματος όποιος έχει υπερβεί το 25ο έτος της ηλικίας του και δεν έχει κανένα εισόδημα και εφόσον δεν συντρέχουν άλλοι ειδικοί λόγοι που τον υποχρεώνουν να υποβάλει δήλωση.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. α` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1.1.1999 και μετά.
4. Με την παρ. 4 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 62 του Ν.2238/1994 που αναφέρεται στις προθεσμίες υποβολής των δηλώσεων.
Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις, η δήλωση φορολογίας εισοδήματος Φυσικών Προσώπων υποβάλλεται μέχρι και την 1η Μαρτίου του οικείου οικονομικού έτους, αντί τις 2 Μαρτίου που ίσχυε μέχρι τώρα.
Με τις ίδιες διατάξεις μεταβάλλονται όλες οι προθεσμίες υποβολής των δηλώσεων, οι οποίες πλέον καθορίζονται με βάση το τελευταίο ψηφίο του ΑΦΜ του φορολογούμενου και όχι το πρώτο γράμμα του επωνύμου, όπως ίσχυε μέχρι τώρα και έχουν ως εξής:
α) Μέχρι και την 1η Απριλίου του οικείου οικονομικού έτους, όταν μεταξύ των εισοδημάτων του φορολογούμενου περιλαμβάνεται και γεωργικό εισόδημα ή εισόδημα από εκμίσθωση ή δωρεάν παραχώρηση γεωργικής γης.
β) Μέχρι και τις 16 Απριλίου του οικείου οικονομικού έτους, όταν μεταξύ των εισοδημάτων του φορολογούμενου περιλαμβάνονται και κέρδη από ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις ή από την ατομική άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, όταν τηρούν βιβλία Γ` κατηγορίας του ΚΒΣ και εφόσον η διαχειριστική τους περίοδος έληξε μέσα στους μήνες Νοέμβριο ή Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους.
γ) Μέχρι και τις 2 Μαϊου του οικείου οικονομικού έτους, όταν μεταξύ των εισοδημάτων του φορολογούμενου περιλαμβάνεται και:
αα) Εισόδημα από συμμετοχή σε εταιρία ή κοινοπραξία ή κοινωνία που δεν τηρεί βιβλία ή τηρεί βιβλία Α` ή Β` ή Γ` κατηγορίας του ΚΒΣ, εφόσον η διαχειριστική περίοδος αυτής έληξε μέσα στους μήνες Νοέμβριο ή Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους, ανεξάρτητα από το αντικείμενο εργασιών της εταιρίας, κοινωνίας κ.λπ. ή αν αυτή συμμετέχει σε άλλη εταιρία ή κοινοπραξία.
ββ) Οι αντιπρόσωποι, οι πράκτορες ασφαλιστικών εταιριών και οι ασφαλειομεσίτες, οι συγγραφείς για τα συγγραφικά τους δικαιώματα, οι πράκτορες και αντιπρόσωποι τραπεζών, οι μισθωτοί των οποίων το σύνολο ή ένα τμήμα των αμοιβών τους υπολογίζονται σε ποσοστό πάνω στα κέρδη επιχειρήσεων, καθώς και οι εφημεριδοπώλες, εφόσον ο προσδιορισμός του εισοδήματος αυτών των δικαιούχων εξαρτάται από επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Γ' κατηγορίας του ΚΒΣ, των οποίων η διαχειριστική περίοδος έληξε μέσα στους μήνες Νοέμβριο ή Δεκέμβριο.
γγ) Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες.
δδ) Εισόδημα το οποίο έχει προκύψει στην αλλοδαπή.
εε) Εισόδημα από αμοιβές ως αξιωματικός ή ως κατώτερο πλήρωμα εμπορικών πλοίων.
στστ) Εισόδημα το οποίο έχει προκύψει στην ημεδαπή και ο φορολογούμενος δεν κατοικεί, ούτε διαμένει σε αυτή.
Η υποβολή των δηλώσεων των υπόχρεων μέχρι και την 1η Μαρτίου, την 1η Απριλίου, τις 16 Απριλίου και τις 2 Μαϊου πραγματοποιείται ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του ΑΦΜ τους, με αρχή για το ψηφίο 1 τις παραπάνω αντίστοιχες ημερομηνίες και ολοκληρώνεται μέσα σε έντεκα (11) εργάσιμες ημέρες, εκτός των περιπτώσεων που η υποβολή των δηλώσεων είναι μέχρι και τις 2 Μαϊου και οι υπόχρεοι αποκτούν εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες, εισοδήματα που προέκυψαν στην αλλοδαπή, εισοδήματα από αμοιβές ως αξιωματικοί ή κατώτερο πλήρωμα εμπορικών πλοίων και εισοδήματα που προέκυψαν στην ημεδαπή και ο φορολογούμενος δεν κατοικεί, ούτε διαμένει σε αυτή, για τους οποίους ολοκληρώνεται μέσα σε είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες.
Με τις ίδιες διατάξεις εναρμονίζονται οι διατάξεις του προτελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 62 του Ν.2238/1994 με τις νέες διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται από το Ν.2523/1997 και ορίζεται ότι, μετά την παρέλευση της προθεσμίας που ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 62 και σε κάθε περίπτωση πριν από την καταχώριση στο οικείο βιβλίο του φύλλου ελέγχου, που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 68, επιτρέπεται η επίδοση αρχικής ή συμπληρωματικής δήλωσης, για την οποία επιβάλλεται και ο οριζόμενος από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.2523/1997 πρόσθετος φόρος, αντί του οριζομένου με το άρθρο 86 του Ν.2238/1994.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. α` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1.1.1999 και μετά.
5. Με την παρ. 5 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου, αντικαθίσταται η περ. α` της παρ. 1 του άρθρου 63 του Ν.2238/1994.
Με τις διατάξεις αυτές προβλέπεται ότι για τα πρόσωπα που ασκούν ατομικώς εμπορική επιχείρηση γενικά ή ελευθέριο επάγγελμα, αρμόδιος για την παραλαβή των δηλώσεων, τον έλεγχό τους και γενικά για την επιβολή του φόρου είναι ο κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος Προϊστάμενος της ΔΟΥ της έδρας της κύριας επιχείρησής τους ή του κύριου επαγγέλματός τους.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. θ` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 17.11.1999.
6. Με την παρ. 6 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 64 του Ν.2238/1994. Με τις νέες διατάξεις μεταβάλλονται οι προθεσμίες υποβολής των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος των εταιριών, κοινοπραξιών και κοινωνιών, οι οποίες καθορίζονται πλέον με βάση το τελευταίο ψηφίο του ΑΦΜ, αντί του πρώτου γράμματος της επωνυμίας τους.
Ειδικότερα, οι ΟΕ και οι ΕΕ, οι κοινωνίες αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, οι αστικές κερδοσκοπικές ή μη εταιρίες, οι συμμετοχικές ή αφανείς, καθώς και οι κοινοπραξίες της παρ. 2 του άρθρου 2 του ΚΒΣ υποβάλλουν δήλωση φόρου εισοδήματος στον Προϊστάμενο της αρμόδιας ΔΟΥ ως εξής:
α) Μέχρι και την 1η Απριλίου του οικείου οικονομικού έτους, αν η εταιρία ή η κοινωνία ή η κοινοπραξία δεν τηρεί βιβλία ή τηρεί βιβλία Α` ή Β` κατηγορίας του ΚΒΣ.
Η υποβολή των δηλώσεων πραγματοποιείται ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του ΑΦΜ του φορολογούμενου, με αρχή για το ψηφίο 1 την παραπάνω ημερομηνία και ολοκληρώνεται μέσα σε έντεκα (11) εργάσιμες ημέρες.
β) Μέχρι και τις 15 Απριλίου του οικείου οικονομικού έτους, αν η εταιρία έχει ως αντικείμενο εργασιών την αντιπροσώπευση ή πρακτόρευση ασφαλιστικών εταιριών ή τη μεσιτεία ασφαλειών, καθώς και την πρακτόρευση ή αντιπροσώπευση τραπεζών ή αν αυτή συμμετέχει σε εταιρία ή κοινοπραξία που τηρεί βιβλία Γ' κατηγορίας του ΚΒΣ και εφόσον η διαχειριστική περίοδος αυτής λήγει μέσα στους μήνες Νοέμβριο ή Δεκέμβριο του προηγούμενου ημερολογιακού έτους.
Με τις ίδιες διατάξεις παραμένουν ως είχαν οι προθεσμίες υποβολής δήλωσης στις εξής περιπτώσεις:
αα) Οταν η διαχειριστική περίοδος είναι υπερδωδεκάμηνη.
ββ) Οταν η εταιρία ή κοινοπραξία ή κοινωνία τηρεί βιβλία Γ' κατηγορίας του ΚΒΣ και
γγ) Οταν η εταιρία ή κοινοπραξία λυθεί, μετατραπεί ή συγχωνευθεί.
γ) Τέλος, με τις ίδιες διατάξεις ορίζεται ότι για τις προθεσμίες υποβολής δηλώσεων από τους υπόχρεους της παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν.2238/1994 (εταιρίες, κοινωνίες, κοινοπραξίες), που έχουν τεθεί υπό εκκαθάριση, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της περ. γ` της παρ. 2 του άρθρου 107 του Ν.2238/1994. Δηλαδή, οι παραπάνω υπόχρεοι που έχουν τεθεί υπό εκκαθάριση υποβάλλουν δήλωση μέσα σε ένα (1) μήνα από τη λήξη της εκκαθάρισης για τα εισοδήματα που αποκτήθηκαν κατά την περίοδο αυτή.
Σε περίπτωση παράτασης της εκκαθάρισης πέραν του έτους, υποβάλλεται προσωρινή δήλωση για τα εισοδήματα κάθε έτους μέσα σε ένα (1) μήνα από τη λήξη του, επιφυλασσομένης της υποβολής οριστικής δήλωσης συγχρόνως με τη λήξη της εκκαθάρισης.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. θ` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 17.11.1999.
7. Με την παρ. 7 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου προστίθεται εδάφιο στην παρ. 2 του άρθρου 64 του Ν.2238/1994.
Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις, πριν από την υποβολή της εκπρόθεσμης δήλωσης από τους υπόχρεους της παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν.2238/1994 (εταιρίες, κοινωνίες, κοινοπραξίες), νόμιμα επιλαμβάνεται ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ που ήταν αρμόδιος για το αμέσως προηγούμενο πριν από τη μεταβολή χρονικό διάστημα, δηλαδή ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ που παρέλαβε την τελευταία δήλωση φορολογίας εισοδήματος πριν από τη μεταβολή της έδρας της επιχείρησης.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. θ` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου στην ------- Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 17.11.1999.
8. Με την παρ. 10 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίστανται τα τέταρτο και πέμπτο εδάφια της παρ. 3 του άρθρου 14 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις του τέταρτου και πέμπτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 14 του Ν.2238/1994 ορίζεται ότι τα ποσά φόρου που παρακρατήθηκαν από τις αποδοχές των προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στα ελληνικά σχολεία που λειτουργούν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και έχουν την ελληνική υπηκοότητα ή την ελληνική και τη γερμανική υπηκοότητα ή μόνο τη γερμανική ή είναι υπήκοοι τρίτης χώρας και πληρώνονται από το Ελληνικό Δημόσιο ή Φορέα που βρίσκεται στην αλλοδαπή και αποτελεί υποδιαίρεση του Ελληνικού Δημοσίου ή Υπηρεσία αυτού, στέλνονται με επιταγή στη ΔΟΥ Κατοίκων Εξωτερικού απευθείας, χωρίς να εμπλέκεται η ΔΟΥ Πληρωμών Αθηνών.
Οι εκκαθαριστές υποβάλλουν τις δηλώσεις απόδοσης του φόρου αυτού, δια μέσου της Προξενικής Αρχής, στον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Κατοίκων Εξωτερικού, ο οποίος συντάσσει τους οικείους χρηματικούς καταλόγους.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. θ` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τις δηλώσεις που υποβάλλονται από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 17.11.1999 και μετά.
9. Με την παρ. 11 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η περ. β` της παρ. 2 του άρθρου 52 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι δεν βεβαιώνεται προκαταβολή φόρου όταν στους βεβαιωτικούς τίτλους περιλαμβάνονται μόνο εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες γενικά και από ιδιοκατοίκηση κύριας κατοικίας, καθώς και από δευτερεύουσες κατοικίες γενικά.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. α' του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1.1.1999 και μετά.
10. Με την παρ. 12 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου προστίθεται τελευταίο εδάφιο στην περ. ε` της παρ. 1 του άρθρου 55 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι αν το μίσθιο (ακίνητο) έχει χρησιμοποιηθεί για επαγγελματική εγκατάσταση εμπορικής επιχείρησης, το ακαθάριστο ποσό της αποζημίωσης που καταβάλλει ο εκμισθωτής στο μισθωτή, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εμπορικής μίσθωσης ακινήτου, με βάση νόμο ή μετά από δικαστική απόφαση ή μετά από συμφωνία μεταξύ των διαδίκων που παραιτήθηκαν από σχετική δίκη, υπόκειται σε παρακράτηση φόρου με συντελεστή 20%.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. θ` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για αποζημιώσεις που καταβάλλονται από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 17.11.1999 και μετά.
11. Με την παρ. 13 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου προστίθεται τελευταίο εδάφιο στην παρ. 1 του άρθρου 58 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της περ. ε` της παρ. 1 του άρθρου 55 εφαρμόζονται ανάλογα και στην περίπτωση που το ακίνητο έχει χρησιμοποιηθεί για επαγγελματική εγκατάσταση ελεύθερου επαγγελματία.
Δηλαδή, όταν το μίσθιο (ακίνητο) έχει χρησιμοποιηθεί για επαγγελματική εγκατάσταση ελεύθερου επαγγελματία, το ακαθάριστο ποσό της αποζημίωσης που καταβάλλει ο εκμισθωτής στο μισθωτή, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης με βάση νόμο ή μετά από δικαστική απόφαση ή μετά από συμφωνία μεταξύ των διαδίκων που παραιτήθηκαν από τη σχετική δίκη, υπόκειται σε παρακράτηση φόρου με συντελεστή 20%.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. θ` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για αποζημιώσεις που καταβάλλονται από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της ------------- Κυβερνήσεως, δηλαδή από 17.11.1999 και μετά.
12. Με την παρ. 14 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίστανται οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 59 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι όσοι παρακρατούν φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 4, 5, 6 και 7 του άρθρου 14, των περ. α`, ε` και η` της παρ. 1 του άρθρου 55 και των άρθρων 56, 57 και 58 υποχρεούνται να αποδίδουν αυτόν με εφάπαξ καταβολή στη ΔΟΥ της έδρας τους, μέχρι την εικοστή (20ή) ημέρα των μηνών Μαρτίου, Μαϊου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους με ενιαία προσωρινή δήλωση, η οποία περιλαμβάνει τα ακαθάριστα ποσά που έχουν καταβληθεί στο προσωπικό που απασχολείται στην έδρα της επιχείρησης, καθώς και στα υποκαταστήματά της, μέσα στο προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο και το φόρο που παρακρατήθηκε.
Ειδικά, εάν ο υπόχρεος να παρακρατήσει φόρο απασχολεί ή καταβάλλει συντάξεις σε περισσότερα από πεντακόσια (500) πρόσωπα, ανεξάρτητα από το διάστημα που διαρκεί μέσα στο έτος η απασχόληση ή η συνταξιοδότησή τους, υποχρεούται να αποδίδει τα ποσά που παρακράτησε, κατά τη διάρκεια κάθε μήνα, μέχρι την εικοστή (20ή) ημέρα του επόμενου από την παρακράτηση μήνα.
Η υποβολή των προσωρινών δηλώσεων σύμφωνα με τις νέες διατάξεις πραγματοποιείται ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο (ή αν είναι μηδέν με τα δύο τελευταία) του ΑΦΜ του υπόχρεου με αρχή για το ψηφίο 1 την εικοστή (20ή) ημέρα αυτών των μηνών και ολοκληρώνεται μέσα σε έντεκα (11) εργάσιμες ημέρες ως εξής:
α) Μέχρι τις 20 των μηνών Μαρτίου, Μαϊου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους, για τα ποσά του φόρου που παρακρατήθηκαν στο αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο από τους υπόχρεους που ο ΑΦΜ τους λήγει στο 1.
β) Μέχρι τις 21 των μηνών Μαρτίου, Μαϊου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους, για τα ποσά του φόρου που παρακρατήθηκαν στο αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο από τους υπόχρεους που ο ΑΦΜ τους λήγει στο 2.
γ) Μέχρι τις 22 των μηνών Μαρτίου, Μαϊου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους, για τα ποσά του φόρου που παρακρατήθηκαν στο αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο από τους υπόχρεους που ο ΑΦΜ τους λήγει στο 3.
δ) Μέχρι τις 23 των μηνών Μαρτίου, Μαϊου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους, για τα ποσά φόρου που παρακρατήθηκαν στο αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο από τους υπόχρεους που ο ΑΦΜ τους λήγει στο 4.
ε) Μέχρι τις 24 των μηνών Μαρτίου, Μαϊου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους, για τα ποσά του φόρου που παρακρατήθηκαν στο αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο από τους υπόχρεους που ο ΑΦΜ τους λήγει στο 5.
στ) Μέχρι τις 25 των μηνών Μαρτίου, Μαϊου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους, για τα ποσά του φόρου που παρακρατήθηκαν στο αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο από τους υπόχρεους που ο ΑΦΜ τους λήγει στο 6.
ζ) Μέχρι τις 26 των μηνών Μαρτίου, Μαϊου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους, για τα ποσά του φόρου που παρακρατήθηκαν στο αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο από τους υπόχρεους που ο ΑΦΜ τους λήγει στο 7.
η) Μέχρι τις 27 των μηνών Μαρτίου, Μαϊου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους, για τα ποσά του φόρου που παρακρατήθηκαν στο αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο από τους υπόχρεους που ο ΑΦΜ τους λήγει στο 8.
θ) Μέχρι τις 28 των μηνών Μαρτίου, Μαϊου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους, για τα ποσά του φόρου που παρακρατήθηκαν στο αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο από τους υπόχρεους που ο ΑΦΜ τους λήγει στο 9.
ι) Μέχρι τις 29 των μηνών Μαρτίου, Μαϊου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους, για τα ποσά του φόρου που παρακρατήθηκαν στο αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο από τους υπόχρεους που ο ΑΦΜ τους λήγει σε 10, 20, 30, 40 και 50.
ια) Μέχρι τις 30 των μηνών Μαρτίου, Μαϊου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους, για τα ποσά του φόρου που παρακρατήθηκαν στο αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο από τους υπόχρεους που ο ΑΦΜ τους λήγει σε 60, 70, 80, 90 και 100.
Προκειμένου για τις μηνιαίες δηλώσεις απόδοσης του φόρου εισοδήματος, ο οποίος παρακρατείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 57 του Ν.2238/1994, θα υποβάλλονται κάθε μήνα στις ίδιες όπως αναφέρουμε παραπάνω ημέρες, ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του ΑΦΜ.
Αν η ημέρα στην οποία λήγει μία από τις πιο πάνω προθεσμίες είναι εξαιρέσιμη ή αργία για τις Δημόσιες Υπηρεσίες, τότε η προθεσμία αυτή μεταφέρεται στην αμέσως επόμενη εργάσιμη, για τις Δημόσιες Υπηρεσίες, ημέρα και οι τυχόν επόμενες αυτής μεταφέρονται διαδοχικά στις κατά σειρά αντίστοιχες επόμενες εργάσιμες ημέρες.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. β' του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1.1.2000 και μετά.
13. Με την παρ. 15 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 60 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι όσοι παρακρατούν φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 14, υποχρεούνται να αποδίδουν αυτόν με εφάπαξ καταβολή στη ΔΟΥ της έδρας τους, υποβάλλοντας δήλωση μέσα στον επόμενο από την παρακράτηση μήνα, η οποία περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο, όνομα πατέρα ή συζύγου, τη διεύθυνση των δικαιούχων, τα ποσά που καταβλήθηκαν και το φόρο που αναλογεί σε αυτά.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. β' του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1.1.2000 και μετά.
14. Με την παρ. 16 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 64 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις επεκτείνεται και στους υπόχρεους της παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν.2238/1994 (εταιρίες κ.λπ.) το δικαίωμα να ζητήσουν μείωση της προκαταβολής του φόρου, όπως και στα Φυσικά Πρόσωπα.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. α` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1.1.1999 και μετά.
15. Με την παρ. 17 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το προτελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 66 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι αν ο φορολογούμενος λάβει το σημείωμα υπολογισμού και εκκαθάρισης του φόρου μετά τις 31 Δεκεμβρίου του οικείου οικονομικού έτους, η αμφισβήτηση ασκείται μέσα στις προθεσμίες που ορίζονται στο άρθρο 66 του Ν.2717/1999.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. θ` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού του ------- νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 17.11.1999 και μετά.
16. Με την παρ. 18 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών όπως με αποφάσεις του ρυθμίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 62, της παρ. 1 του άρθρου 64, καθώς και του άρθρου 59 του Ν.2238/1994, που αναφέρονται στις προθεσμίες υποβολής των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος Φυσικών Προσώπων, εταιριών, κοινωνιών κ.λπ. και απόδοσης του παρακρατούμενου φόρου με διμηνιαίες δηλώσεις.
Με τις ίδιες διατάξεις καταργείται η παρ. 8 του άρθρου 59 του Ν.2238/1994, με την οποία παρεχόταν εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών όπως με αποφάσεις του ρυθμίζει τις λεπτομέρειες για την εφαρμογή του άρθρου 59.
17. Με την παρ. 19 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι, όπου στις φορολογικές διατάξεις που ισχύουν αναφέρονται διατάξεις του Ν.4125/1960, εφαρμόζονται οι αντίστοιχες διατάξεις του Ν.2717/1999, με τον οποίο αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν τέτοιες αντίστοιχες διατάξεις στο Ν.2717/1999, εξακολουθούν να εφαρμόζονται τα κείμενα των διατάξεων του Ν.4125/1960.
18. Με την παρ. 20 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται η περ. β` της παρ. 4 του άρθρου 45 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι δεν θεωρούνται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκεινται σε φόρο οι δαπάνες που καταβάλλονται στα πρόσωπα που μετακινούνται με εντολή του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) Α` και Β` βαθμού και των λοιπών ΝΠΔΔ, όπως ορίζονται με τις διατάξεις του Ν.2685/1999 (ΦΕΚ 35/Α') και του Π.Δ.200/1993 (ΦΕΚ 75/Α`).
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περ. θ` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού του ------- νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 17.11.1999 και μετά για ποσά που καταβάλλονται από την ημερομηνία αυτή και μετά.
19. Με την παρ. 21 του άρθρου 5 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι απαλλάσσεται από το φόρο εισοδήματος, τέλη και λοιπές επιβαρύνσεις το ποσό της επιδότησης ενοικίου ή συγκατοίκησης, για την εξασφάλιση στέγης μέχρι την οριστική επισκευή ή ανακατασκευή των κατοικιών τους, που καταβάλλεται με βάση την υπ' αριθ. Οικ/3876/14.9.1999 απόφαση του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων στους ιδιοκτήτες ή ενοικιαστές κατοικιών, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν ή θα χαρακτηριστούν από τον επανέλεγχο κατεδαφιστέες ή προσωρινά μη κατοικήσιμες στη σεισμόπληκτη ζώνη του Νομού Αττικής που πλήγηκε από το σεισμό της 7.9.1999, για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών τους.
Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται για τα ποσά της επιδότησης που καταβάλλονται από την ημερομηνία έκδοσης της ως άνω απόφασης.
Αρθρο 6
Καθαρό εισόδημα επιχειρήσεων
1. Με την παρ. 1 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το άρθρο 33 του Ν.2238/1994.
Με την αντικατάσταση αυτή, αφενός μεν, καταργείται το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού των καθαρών κερδών των εμπορικών επιχειρήσεων και, αφετέρου, εισάγεται νέο σύστημα προσδιορισμού των καθαρών κερδών, με το οποίο και θα προσδιορισθούν τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων που θα υπαχθούν σε φόρο και τα οποία αποκτήθηκαν από 1.1.1999 ή προκύπτουν από Ισολογισμούς που κλείνουν μετά την 31.12.1998. Σημειώνεται ότι οι τεχνικές κ.λπ. επιχειρήσεις, τα καθαρά κέρδη των οποίων προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 34 του Ν.2238/1994, δεν υπάγονται στο νέο σύστημα προσδιορισμού των καθαρών κερδών, όπως επίσης και οι γεωργικές επιχειρήσεις.
Ειδικότερα, ο προσδιορισμός των καθαρών κερδών των εμπορικών επιχειρήσεων διενεργείται ως ακολούθως:
Α. Επιχειρήσεις αγοράς και πώλησης εμπορευμάτων, καθώς και επιχειρήσεις αγαθών (παρ. 1, άρθρου 33, Ν.2238/1994)
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται οι παραπάνω επιχειρήσεις οι οποίες τηρούν βιβλία και στοιχεία Β` κατηγορίας του ΚΒΣ. Κατά συνέπεια, επιχειρήσεις οι οποίες απαλλάσσονται, με βάση τις σχετικές διατάξεις του ΚΒΣ, από την υποχρέωση τήρησης βιβλίων ή δεν τηρούν βιβλία, κατά παράβαση των διατάξεων αυτών, καθώς και οι επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Α' κατηγορίας, δεν υπάγονται στο νέο σύστημα προσδιορισμού των καθαρών κερδών και τα κέρδη τους θα προσδιορισθούν μόνο εξωλογιστικά, όπως δηλαδή μέχρι τώρα. Επίσης, δεν υπάγονται στο νέο αυτό σύστημα και οι επιχειρήσεις της κατηγορίας αυτής που τηρούν υποχρεωτικά ή προαιρετικά βιβλία Γ` κατηγορίας του ΚΒΣ.
Τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων αυτής της κατηγορίας που υπάγονται στο νέο σύστημα, κατ` αρχάς, προσδιορίζονται όπως προσδιορίζονταν μέχρι τώρα, δηλαδή εξωλογιστικά με την εφαρμογή του προβλεπόμενου Μοναδικού Συντελεστή Καθαρού Κέρδους επί των ακαθάριστων εσόδων τους.
Στη συνέχεια, όμως, τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων αυτών θα προσδιοριστούν και λογιστικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Ν.2238/1994, δηλαδή με την έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδά τους των δαπανών που προβλέπονται από το άρθρο αυτό, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η αξία των πρώτων και βοηθητικών υλών που χρησιμοποιήθηκαν, καθώς και των άλλων εμπορεύσιμων αγαθών. Η αξία των υλών αυτών και των εμπορεύσιμων αγαθών που χρησιμοποιήθηκαν εξευρίσκεται με την αξιοποίηση των απογραφέντων αποθεμάτων πρώτων κ.λπ. υλών και των εμπορεύσιμων αγαθών κατά την έναρξη της χρήσης και κατά τη λήξη αυτής, για τα οποία υπάρχει υποχρέωση από τις σχετικές διατάξεις του ΚΒΣ να τα απογράφουν οι επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Β' κατηγορίας του ΚΒΣ.
Οσον αφορά τις αποσβέσεις, διευκρινίζεται ότι και οι επιχειρήσεις εμπορίας ή παραγωγής αγαθών μπορούν να διενεργούν αποσβέσεις από τη χρήση 1999, για τυχόν όμως αναπόσβεστη αξία, καθόσον μέχρι και τη χρήση 1998 οι αποσβέσεις στις επιχειρήσεις αυτές είχαν διενεργηθεί μέσω της χρησιμοποίησης του Μ.Σ.Κ.Κ., στη διαμόρφωση του οποίου είχαν ληφθεί υπόψη.
Ειδικότερα, τα καθαρά κέρδη θα προσδιορισθούν λογιστικά ως ακολούθως:
Επιχειρήσεις εμπορίας αγαθών ---------------------------- Ι. Ακαθάριστα έσοδα Χ1 ---------------- ΙΙ. ΜΕΙΟΝ: ----- *Απογραφή εμπορευμάτων έναρξης Χ2
Πλέον:
*Αγορές εμπορευμάτων χρήσης Χ3
Σύνολο Χ4
Μείον:
*Απογραφή εμπορευμάτων λήξης Χ5
ΚΟΣΤΟΣ ΠΩΛΗΘΕΝΤΩΝ Χ6 Χ6
Υπόλοιπο (Μικτό κέρδος) Χ7
ΙΙΙ. ΜΕΙΟΝ ΔΑΠΑΝΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ Χ8 ------------------------- -- ΥΠΟΛΟΙΠΟ (ΚΑΘΑΡΑ ΚΕΡΔΗ) Χ9
Επιχειρήσεις παραγωγής αγαθών ----------------------------- Ι. Ακαθάριστα έσοδα Χ1 ---------------- ΙΙ. ΜΕΙΟΝ:
*Απογραφή εμπορεύσιμων αγαθών Χ2
(πρώτες ύλες κ.λπ.)
κατά την έναρξη της χρήσης
*Πλέον:
*Αγορές εμπορεύσιμων χρήσης Χ3
Σύνολο Χ4
Μείον:
*Απογραφή εμπορεύσιμων αγαθών
κατά τη λήξη χρήσης Χ5
ΚΟΣΤΟΣ ΠΩΛΗΘΕΝΤΩΝ Χ6 Χ6
ΜΙΚΤΟ ΚΕΡΔΟΣ Χ7
ΙΙΙ. ΜΕΙΟΝ ΔΑΠΑΝΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ Χ8 -- ΥΠΟΛΟΙΠΟ (ΚΑΘΑΡΑ ΚΕΡΔΗ) Χ9
Σε όσες περιπτώσεις δεν υπάρχει υποχρέωση σύνταξης απογραφής για την κρινόμενη χρήση, είτε λόγω του αντικειμένου των εργασιών της επιχείρησης (απαλλαγή με σχετικές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών), είτε λόγω ύψους ακαθάριστων εσόδων (25.000.000 δρχ. για την απογραφή λήξης της 31.12.1999), για την εξεύρεση του κόστους πωληθέντων λαμβάνεται ως απογραφή έναρξης ποσοστό 10% των αγορών των εμπορευμάτων ή των υλών (πρώτων και βοηθητικών) και των λοιπών εμπορεύσιμων αγαθών της προηγούμενης χρήσης, τα οποία προβλέπεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ΚΒΣ να απογράφονται υποχρεωτικά από όσους τηρούσαν βιβλία Β' κατηγορίας του ΚΒΣ, ενώ ως απογραφή της λήξης λαμβάνεται ποσοστό 10% αυτών των ειδών των αγορών της κρινόμενης χρήσης.
Ειδικά για τη διαχειριστική περίοδο 1/1-31/12/1999, κατά την οποία για πρώτη φορά θα προσδιορισθούν τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων και με το λογιστικό τρόπο, ως απογραφή έναρξης την 1.1.1999, όταν δεν συντρέχει υποχρέωση απογραφής στις 31.12.1998, θα ληφθεί υπόψη υποχρεωτικά ποσοστό 10% επί των αγορών της προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου 1/1-31/12/1998.
Με τις ίδιες διατάξεις, στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει υποχρέωση σύνταξης απογραφής, αν διενεργηθεί από την επιχείρηση προαιρετική απογραφή (έναρξης - λήξης), στην περίπτωση αυτή ως αποθέματα έναρξης και λήξης λαμβάνονται αυτά που προκύπτουν από τις προαιρετικές απογραφές και όχι τα τεκμαρτά αποθέματα που προσδιορίζονται με την εφαρμογή του ποσοστού 10% επί των αγορών.
Αν επιλεχθεί η προαιρετική σύνταξη απογραφής, τότε δημιουργείται για την επιχείρηση υποχρέωση σύνταξης τέτοιας απογραφής για μια τριετία από τη σύνταξη της πρώτης προαιρετικής απογραφής λήξης.
Για παράδειγμα, αν συνταχθεί για πρώτη φορά προαιρετική απογραφή λήξης στις 31.12.1999, τότε η επιχείρηση υποχρεώνεται να διενεργεί συνεχείς απογραφές μέχρι και την απογραφή λήξης της 31.12.2002. Σε περίπτωση παράλειψης σύνταξης απογραφής, επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από το Ν.2523/1997 για τη μη σύνταξη απογραφής.
Τα μεγαλύτερα κέρδη που προκύπτουν μεταξύ του εξωλογιστικού και του λογιστικού τρόπου προσδιορισμού των κερδών, θα ληφθούν υπόψη για την επιβολή του φόρου εισοδήματος. Ειδικά, όμως, για τα κέρδη της χρήσης 1/1 έως 31/12/1999 τα κέρδη που προκύπτουν με το λογιστικό τρόπο δεν μπορούν να υπερβούν τα κέρδη που προκύπτουν με τον εξωλογιστικό τρόπο προσαυξημένα κατά ποσοστό 50%.
Παράδειγμα επιχείρησης εμπορίας
Η ΕΕ "Α" με αντικείμενο εργασιών την εμπορία ελαστικών ειδών τηρεί βιβλία και στοιχεία Β` κατηγορίας του ΚΒΣ. Από τα τηρούμενα βιβλία της κατά τη διαχειριστική περίοδο 1/1 έως 31/12/1999 προκύπτουν τα εξής δεδομένα:
*Εσοδα από πωλήσεις 75.000.000 δρχ. *Αγορές εμπορευμάτων 50.000.000 δρχ. *Αμοιβές και έξοδα προσωπικού 3.000.000 δρχ. *ΔΕΗ, ΟΤΕ, Υδρευση 600.000 δρχ. *Ενοίκια 1.500.000 δρχ. *Λοιπές δαπάνες 1.000.000 δρχ. *Απογραφή εμπορευμάτων έναρξης 12.000.000 δρχ. *Απογραφή εμπορευμάτων λήξης 15.000.000 δρχ.
Ο Μοναδικός Συντελεστής Καθαρού Κέρδους που προβλέπεται από την υπ` αριθ. Ε.17418/1985 ΑΥΟ (Κ.Α. 4205) για το επάγγελμα αυτό είναι 13%. Τα καθαρά κέρδη αυτής της εταιρίας για τη διαχειριστική περίοδο 1999 θα προσδιοριστούν ως εξής:
Προσδιορισμός των καθαρών κερδών με το λογιστικό τρόπο ------------------------------------------------------ Ακαθάριστα έσοδα 75.000.000 δρχ. ΜΕΙΟΝ: Απογραφή έναρξης 12.000.000 δρχ. Πλέον αγορές χρήσης 50.000.000 δρχ. Σύνολο 62.000.000 δρχ. Μείον απογραφής λήξης 15.000.000 δρχ. ΚΟΣΤΟΣ ΠΩΛΗΘΕΝΤΩΝ 47.000.000 δρχ. 47.000.000 δρχ. ΜΙΚΤΟ ΚΕΡΔΟΣ 28.000.000 δρχ. ΜΕΙΟΝ: Αμοιβές και έξοδα προσωπικού 3.000.000 δρχ. ΔΕΗ, ΟΤΕ, Υδρευση 600.000 δρχ. Ενοίκια 1.500.000 δρχ. Λοιπές δαπάνες 1.000.000 δρχ. Σύνολο δαπανών 6.100.000 δρχ. 6.100.000 δρχ. ΚΑΘΑΡΑ ΚΕΡΔΗ 21.900.000 δρχ.
Προσδιορισμός των καθαρών κερδών με τον εξωλογιστικό τρόπο ---------------------------------------------------------- Ακαθάριστα έσοδα 75.000.000 Χ Μ.Σ.Κ.Κ. 13% = 9.750.000 δρχ.
Με βάση τα παραπάνω, επειδή τα κέρδη που προσδιορίστηκαν λογιστικά είναι μεγαλύτερα από αυτά που προσδιορίστηκαν εξωλογιστικά, κατ' αρχάς, λαμβάνονται υπόψη τα μεγαλύτερα κέρδη που προκύπτουν με το λογιστικό τρόπο. Περαιτέρω, όμως, αυτά τα λογιστικά κέρδη για την επιβολή του φόρου θα περιοριστούν μέχρι τα εξωλογιστικά κέρδη προσαυξημένα κατά 50%, δηλαδή στο ποσό των 14.625.000 δρχ. (1,5 Χ 9.750.000).
Παράδειγμα επιχείρησης εμπορίας ------------------------------- Ατομική εμπορική επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών την εμπορία δερμάτινων ενδυμάτων χονδρικώς, ασκείται σε μισθωμένο ακίνητο και τηρούνται βιβλία και στοιχεία Β' κατηγορίας του ΚΒΣ. Από τα τηρούμενα βιβλία της κατά τη διαχειριστική περίοδο 1/1 έως 31/12/1999 προκύπτουν τα εξής δεδομένα:
*Εσοδα από πωλήσεις 81.000.000 δρχ. *Αγορές εμπορευμάτων 62.000.000 δρχ. *Αμοιβές και έξοδα προσωπικού 2.500.000 δρχ. *ΔΕΗ, ΟΤΕ, Υδρευση 700.000 δρχ. *Διάφορα έξοδα 800.000 δρχ. *Ενοίκιο 1.200.000 δρχ. *Απογραφή έναρξης εμπορευμάτων 43.000.000 δρχ. *Απογραφή λήξης εμπορευμάτων 38.000.000 δρχ.
Ο Μοναδικός Συντελεστής Καθαρού Κέρδους που προκύπτει από την υπ' αριθ. Ε.17418/1985 ΑΥΟ (Κ.Α. 6230) για το επάγγελμα αυτό είναι 15%.
Τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης για τη διαχειριστική περίοδο 1999 θα προσδιοριστούν ως εξής:
Προσδιορισμός των καθαρών κερδών με το λογιστικό τρόπο
Ακαθάριστα έσοδα 81.000.000 δρχ. ΜΕΙΟΝ: Απογραφή έναρξης 43.000.000 δρχ. Πλέον Αγορές χρήσης 62.000.000 δρχ. Σύνολο 105.000.000 δρχ. Μείον απογραφή λήξης 38.000.000 δρχ. ΚΟΣΤΟΣ ΠΩΛΗΘΕΝΤΩΝ 67.000.000 δρχ. 67.000.000 δρχ. ΜΙΚΤΟ ΚΕΡΔΟΣ 14.000.000 δρχ. ΜΕΙΟΝ: Αμοιβές και έξοδα προσωπικού 2.500.000 δρχ. ΔΕΗ, ΟΤΕ, Υδρευση 700.000 δρχ. Ενοίκια 1.200.000 δρχ. Λοιπές δαπάνες 800.000 δρχ. 5.200.000 δρχ. 5.200.000 δρχ. ΚΑΘΑΡΑ ΚΕΡΔΗ 8.800.000 δρχ.
Προσδιορισμός των καθαρών κερδών με τον εξωλογιστικό τρόπο
Ακαθάριστα έσοδα 81.000.000 δρχ. Χ 15% = 12.150.000 δρχ.
Με βάση τα παραπάνω, επειδή τα κέρδη που προσδιορίστηκαν εξωλογιστικά είναι μεγαλύτερα από αυτά που προσδιορίστηκαν λογιστικά, ο φόρος θα υπολογιστεί στα μεγαλύτερα κέρδη που προκύπτουν με τον εξωλογιστικό τρόπο.
Παράδειγμα επιχείρησης παραγωγής αγαθών
Ατομική επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών την κατασκευή στρωμάτων με μεταλλικό εξοπλισμό, τηρεί βιβλία και στοιχεία Β` κατηγορίας του ΚΒΣ. Από τα τηρούμενα βιβλία της κατά τη διαχειριστική περίοδο 1/1 έως 31/12/1999 προκύπτουν τα εξής δεδομένα:
*Εσοδα από πωλήσεις 35.400.000 δρχ. *Αγορές πρώτων και βοηθητικών υλών 18.000.000 δρχ. *Αμοιβές και έξοδα προσωπικού 2.500.000 δρχ. *ΔΕΗ 300.000 δρχ. *ΟΤΕ 150.000 δρχ. *Υδρευση 70.000 δρχ. *Ενοίκια 1.650.000 δρχ. *Λοιπές δαπάνες 630.000 δρχ.
*Απογραφή έναρξης έτοιμων προϊόντων 2.500.000 δρχ. και πρώτων και βοηθητικών υλών 4.300.000 δρχ.
*Απογραφή λήξης έτοιμων προϊόντων 1.800.000 δρχ. και πρώτων και βοηθητικών υλών 2.600.000 δρχ.
Ο Μοναδικός Συντελεστής Καθαρού Κέρδους που προβλέπεται από την υπ' αριθ. Ε.17418/1985 ΑΥΟ (Κ.Α. 2036) για το επάγγελμα αυτό είναι 15%.
Τα καθαρά κέρδη αυτής της επιχείρησης για τη διαχειριστική περίοδο 1999 θα προσδιοριστούν ως εξής:
Προσδιορισμός καθαρών κερδών με λογιστικό τρόπο
Ακαθάριστα έσοδα 35.400.000 δρχ. ΜΕΙΟΝ: Απογραφή έναρξης έτοιμων προϊόντων και πρώτων και βοηθητικών υλών 6.800.000 δρχ. (2.500.000 + 4.300.000) Πλέον: Αγορές πρώτων και βοηθητικών υλών χρήσης 1999 18.000.000 δρχ. Σύνολο 24.800.000 δρχ. Μείον: Απογραφή λήξης έτοιμων προϊόντων και πρώτων και βοηθητικών υλών 4.400.000 δρχ. (1.800.000 + 2.600.000) ΚΟΣΤΟΣ ΠΩΛΗΘΕΝΤΩΝ 20.400.000 δρχ. 20.400.000 δρχ ΜΙΚΤΟ ΚΕΡΔΟΣ 15.000.000 δρχ. ΜΕΙΟΝ: Αμοιβές και έξοδα προσωπικού 2.500.000 δρχ. ΔΕΗ, ΟΤΕ, Υδρευση 520.000 δρχ. Ενοίκια 1.650.000 δρχ. Λοιπές δαπάνες 630.000 δρχ. Σύνολο δαπανών 5.300.000 δρχ. 5.300.000 δρχ. ΚΑΘΑΡΑ ΚΕΡΔΗ 9.700.000 δρχ.
Προσδιορισμός καθαρών κερδών με εξωλογιστικό τρόπο
Ακαθάριστα έσοδα 35.400.000 Χ Μ.Σ.Κ.Κ. 15% = 5.310.000 δρχ.
Με βάση τα παραπάνω, επειδή τα κέρδη που προσδιορίστηκαν λογιστικά είναι μεγαλύτερα από αυτά που προσδιορίστηκαν εξωλογιστικά, κατ' αρχάς, λαμβάνονται υπόψη αυτά τα μεγαλύτερα κέρδη που προκύπτουν με το λογιστικό τρόπο. Περαιτέρω, όμως, αυτά τα λογιστικά κέρδη για την επιβολή του φόρου θα περιοριστούν μέχρι τα εξωλογιστικά κέρδη προσαυξημένα κατά 50%, δηλαδή στο ποσό των 7.965.000 δρχ. (5.310.000 Χ 1,5).
Παράδειγμα επιχείρησης παραγωγής αγαθών
Ατομική επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών την κατασκευή εγχώριων υφαντών χονδρικώς, τηρεί βιβλία και στοιχεία Β' κατηγορίας του ΚΒΣ. Από τα τηρούμενα βιβλία της κατά τη διαχειριστική περίοδο 1/1 έως 31/12/1999 προκύπτουν τα εξής δεδομένα:
*Εσοδα από πωλήσεις 85.000.000 δρχ. *Αγορές πρώτων και βοηθητικών υλών 78.000.000 δρχ. *Αμοιβές και έξοδα προσωπικού 7.600.000 δρχ. *ΔΕΗ, ΟΤΕ, Υδρευση 1.500.000 δρχ. *Διάφορα έξοδα 4.000.000 δρχ. *Ενοίκια 1.800.000 δρχ.
*Απογραφή έναρξης έτοιμων προϊόντων 48.000.000 δρχ. και πρώτων και βοηθητικών υλών 34.000.000 δρχ.
*Απογραφή λήξης έτοιμων προϊόντων 55.000.000 δρχ. και πρώτων βοηθητικών υλών 41.000.000 δρχ.
Ο Μοναδικός Συντελεστής Καθαρού Κέρδους που προκύπτει από την υπ` αριθ. Ε.17418/1985 ΑΥΟ (Κ.Α. 6205) για το επάγγελμα αυτό είναι 11%.
Τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης για τη διαχειριστική περίοδο 1999 θα προσδιοριστούν ως εξής:
Προσδιορισμός καθαρών κερδών με το λογιστικό τρόπο
Ακαθάριστα έσοδα 85.000.000 δρχ ΜΕΙΟΝ: Απογραφή έναρξης έτοιμων προϊόντων και πρώτων και βοηθητικών υλών 82.000.000 δρχ. (48.000.000 + 34.000.000) Πλέον: Αγορές πρώτων και βοηθητικών υλών χρήσης 1999 78.000.000 δρχ. Σύνολο 160.000.000 δρχ. Μείον: Απογραφή λήξης έτοιμων προϊόντων και πρώτων και βοηθητικών υλών 96.000.000 δρχ. (55.000.000 + 41.000.000) Υπόλοιπο 64.000.000 δρχ. 64.000.000 δρχ. ΜΙΚΤΟ ΚΕΡΔΟΣ 21.000.000 δρχ. ΜΕΙΟΝ: Αμοιβές και έξοδα προσωπικού 7.600.000 δρχ. ΔΕΗ, ΟΤΕ, Υδρευση 1.500.000 δρχ. Ενοίκιο 1.800.000 δρχ. Λοιπές δαπάνες 4.000.000 δρχ. Σύνολο δαπανών 14.900.000 δρχ. 14.900.000 δρχ. ΚΑΘΑΡΑ ΚΕΡΔΗ 6.100.000 δρχ.
Προσδιορισμός καθαρών κερδών με εξωλογιστικό τρόπο
Ακαθάριστα έσοδα 85.000.000 Χ 11% = 9.350.000 δρχ.
Με βάση τα παραπάνω, επειδή τα καθαρά κέρδη που προσδιορίστηκαν εξωλογιστικά είναι μεγαλύτερα αυτών που προσδιορίστηκαν λογιστικά, ο φόρος θα υπολογιστεί στα μεγαλύτερα κέρδη που προκύπτουν με τον εξωλογιστικό τρόπο.
Β. Επιχειρήσεις αποκλειστικά παροχής υπηρεσιών με έσοδα μέχρι και 20.000.000 δρχ. (παρ. 2, άρθρου 33, Ν.2238/1994)
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται οι επιχειρήσεις που παρέχουν αποκλειστικά υπηρεσίες και οι οποίες τηρούν βιβλία Β` κατηγορίας του ΚΒΣ ή προαιρετικά Γ` κατηγορίας και των οποίων τα ακαθάριστα έσοδά τους (ανεξάρτητα βιβλίων Β` ή Γ` κατηγορίας) κατά την κρινόμενη διαχειριστική περίοδο δεν ξεπέρασαν τα 20.000.000 δρχ. Σημειώνεται ότι αν τα ακαθάριστα έσοδά τους είναι πάνω από το όριο αυτό, τότε οι επιχειρήσεις αυτές δεν υπάγονται στο νέο σύστημα προσδιορισμού των καθαρών κερδών και τα κέρδη τους θα προσδιοριστούν όπως μέχρι τώρα, χωρίς βέβαια την εφαρμογή των αντικειμενικών κριτηρίων που καταργήθηκαν, δηλαδή λογιστικά με την έκπτωση των δαπανών τους από τα ακαθάριστα έσοδά τους.
Τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων αυτής της κατηγορίας που υπάγονται στο νέο σύστημα προσδιορίζονται, κατ' αρχάς, όπως προσδιορίζονταν μέχρι τώρα, δηλαδή λογιστικά με την έκπτωση των δαπανών τους από τα ακαθάριστα έσοδα τους.
Στη συνέχεια, όμως, τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων αυτών θα προσδιοριστούν και εξωλογιστικά σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32 του Ν.2238/1994, δηλαδή με την εφαρμογή του προβλεπόμενου για το συγκεκριμένο επάγγελμα από τις σχετικές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών Μοναδικού Συντελεστή Καθαρού Κέρδους και όσων ορίζονται για την εφαρμογή των συντελεστών αυτών από τις σχετικές αυτές αποφάσεις, επί των ακαθάριστων εσόδων.
Τα μεγαλύτερα κέρδη που προκύπτουν μεταξύ του λογιστικού και εξωλογιστικού τρόπου προσδιορισμού των κερδών θα ληφθούν υπόψη για την επιβολή του φόρου εισοδήματος.
Παράδειγμα επιχείρησης αποκλειστικά παροχής υπηρεσιών
Ατομική επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών σχολή οδηγών αυτοκινήτων (εκπαιδευτής), τηρεί βιβλία και στοιχεία Β` κατηγορίας του ΚΒΣ. Από τα τηρούμενα βιβλία της κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1/1 έως 31/12/1999 προκύπτουν τα εξής δεδομένα:
*Εσοδα από παροχή υπηρεσιών 18.350.000 δρχ. *Αμοιβές και έξοδα προσωπικού 4.700.000 δρχ. *ΔΕΗ 250.000 δρχ. *ΟΤΕ 300.000 δρχ. *Υδρευση 158.000 δρχ. *Ενοίκια 1.800.000 δρχ. *Λοιπές δαπάνες 1.440.000 δρχ. Σύνολο δαπανών 8.648.000 δρχ.
Ο Μοναδικός Συντελεστής Καθαρού Κέρδους που προβλέπεται για το επάγγελμα αυτό από την υπ' αριθ. Ε.17418/1985 ΑΥΟ (Κ.Α. 8023) είναι 48%.
Τα καθαρά κέρδη αυτής της επιχείρησης για τη διαχειριστική περίοδο 1999 θα προσδιοριστούν ως εξής:
Προσδιορισμός καθαρών κερδών με το λογιστικό τρόπο
Ακαθάριστα έσοδα 18.350.000 δρχ. ΜΕΙΟΝ: Δαπάνες 8.648.000 δρχ. ΚΑΘΑΡΑ ΚΕΡΔΗ 9.702.000 δρχ.
Προσδιορισμός καθαρών κερδών με τον εξωλογιστικό τρόπο
Ακαθάριστα έσοδα 18.350.000 Χ Μ.Σ.Κ.Κ. 48% = 8.808.000 δρχ.
Με βάση τα παραπάνω, επειδή τα καθαρά κέρδη που προσδιορίστηκαν λογιστικά είναι μεγαλύτερα από τα καθαρά κέρδη που προσδιορίστηκαν εξωλογιστικά, ο φόρος θα υπολογιστεί στα μεγαλύτερα κέρδη που προκύπτουν με το λογιστικό τρόπο.
Παράδειγμα επιχείρησης αποκλειστικά παροχής υπηρεσιών
Ατομική επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών κτηματομεσιτικές εργασίες, τηρεί βιβλία και στοιχεία Β` κατηγορίας του ΚΒΣ. Από τα τηρούμενα βιβλία της κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1/1 έως 31/12/1999 προκύπτουν τα εξής δεδομένα:
*Εσοδα από παροχή υπηρεσιών 25.000.000 δρχ. *Αμοιβές και έξοδα προσωπικού 4.500.000 δρχ. *Ενοίκια 1.200.000 δρχ. *ΔΕΗ, ΟΤΕ, Υδρευση 900.000 δρχ. *Αποσβέσεις παγίων 600.000 δρχ. *Διάφορα έξοδα 2.200.000 δρχ.
Ο Μοναδικός Συντελεστής Καθαρού Κέρδους που προβλέπεται για το επάγγελμα αυτό από την υπ' αριθ. Ε.17418/1985 ΑΥΟ (Κ.Α. 8007) είναι 48%. Τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης για τη διαχειριστική περίοδο 1999 θα προσδιοριστούν ως εξής:
Προσδιορισμός καθαρών κερδών με το λογιστικό τρόπο
Ακαθάριστα έσοδα 25.000.000 δρχ. ΜΕΙΟΝ: Δαπάνες 9.400.000 δρχ. ΚΑΘΑΡΑ ΚΕΡΔΗ 15.600.000 δρχ.
Προσδιορισμός καθαρών κερδών με τον εξωλογιστικό τρόπο
Ακαθάριστα έσοδα 25.000.000 Χ 48% = 12.000.000 δρχ.
Με βάση τα παραπάνω, επειδή τα καθαρά κέρδη που προσδιορίστηκαν λογιστικά είναι μεγαλύτερα από τα καθαρά κέρδη που προσδιορίστηκαν εξωλογιστικά, ο φόρος θα υπολογιστεί στα μεγαλύτερα κέρδη που προκύπτουν με το λογιστικό τρόπο.
Γ. Μικτές επιχειρήσεις με έσοδα από τον κλάδο παροχής υπηρεσιών μέχρι και 20.000.000 δρχ. (παρ. 3, άρθρου 33, Ν.2238/1994)
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται οι επιχειρήσεις που εκτός από τον κλάδο παροχής υπηρεσιών διατηρούν και κλάδο εμπορίας ή και παραγωγής αγαθών και οι οποίες τηρούν βιβλία Β` κατηγορίας του ΚΒΣ, καθώς και αυτές που τηρούν προαιρετικά βιβλία Γ` κατηγορίας του ΚΒΣ, εφόσον όμως στην περίπτωση αυτή (Γ` κατηγορίας) τα έσοδα από τον κλάδο της παροχής υπηρεσιών αποτελούν τουλάχιστον το 70% των συνολικών εσόδων της επιχείρησης.
Για παράδειγμα, συνολικά έσοδα επιχείρησης 15.000.000 δρχ. και έσοδα από τον κλάδο της παροχής υπηρεσιών 12.000.000 δρχ.
Κατά συνέπεια, επιχειρήσεις που τηρούν προαιρετικά βιβλία Γ` κατηγορίας του ΚΒΣ, των οποίων τα έσοδα από τον κλάδο παροχής υπηρεσιών είναι κάτω από το ποσοστό 70% των συνολικών εσόδων της επιχείρησης, δεν υπάγονται στο νέο σύστημα προσδιορισμού των κερδών.
Περαιτέρω, προϋπόθεση για την υπαγωγή μιας επιχείρησης στην κατηγορία αυτή είναι τα ακαθάριστα έσοδα από τον κλάδο παροχής υπηρεσιών, ανεξάρτητα από την κατηγορία των βιβλίων Β` ή Γ` κατηγορίας του ΚΒΣ που τηρεί, να είναι μέχρι 20.000.000 δρχ.
Για το λογιστικό προσδιορισμό των καθαρών κερδών αυτών των επιχειρήσεων, οι δαπάνες που βαρύνουν κάθε δραστηριότητα χωριστά, αφαιρούνται κατ' αρχήν από το μικτό κέρδος που προκύπτει από την άσκησή της.
Σε περίπτωση, όμως, που υπάρχουν και κοινές δαπάνες, που βαρύνουν και τους δύο κλάδους της επιχείρησης, ο επιμερισμός αυτών των δαπανών θα γίνεται με βάση τα ακαθάριστα έσοδα του κάθε κλάδου.
Για παράδειγμα, αν οι κοινές δαπάνες επιχείρησης που τηρεί βιβλία Β` κατηγορίας είναι π.χ. 9.000.000 δρχ., ενώ τα έσοδα των κλάδων της εμπορίας και της παροχής υπηρεσιών είναι 30.000.000 δρχ. και 15.000.000 δρχ., αντίστοιχα, τότε οι δαπάνες που θα βαρύνουν τον κλάδο της εμπορίας είναι:
30.000.000 9.000.000 Χ -------------- = 6.000.000 δρχ. και του κλάδου της παροχής 45.000.000 υπηρεσιών
9.000.000 - 6.000.000 = 3.000.000 δρχ.
Ειδικά, προκειμένου για το καταβαλλόμενο ή τεκμαρτό μίσθωμα, σε όσες περιπτώσεις μπορεί να γίνει σαφής διαχωρισμός, θα ληφθεί υπόψη η επιφάνεια της επαγγελματικής εγκατάστασης που χρησιμοποιείται για κάθε δραστηριότητα της επιχείρησης.
Τα συνολικά καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων αυτής της κατηγορίας, που υπάγονται στο νέο σύστημα, κατ' αρχάς προσδιορίζονται λογιστικά για κάθε κλάδο με την έκπτωση των δαπανών από τα ακαθάριστα έσοδα.
Στη συνέχεια, όμως, τα συνολικά καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων αυτών θα προσδιοριστούν και εξωλογιστικά για κάθε κλάδο με την εφαρμογή επί των ακαθάριστων εσόδων του προβλεπόμενου Μοναδικού Συντελεστή Καθαρού Κέρδους.
Τα μεγαλύτερα συνολικά καθαρά κέρδη, μεταξύ του λογιστικού και εξωλογιστικού τρόπου προσδιορισμού των κερδών, θα ληφθούν υπόψη για την επιβολή του φόρου εισοδήματος. Ειδικά, όμως, για τα κέρδη της χρήσης 1/1-31/12/1999, τα κέρδη του κλάδου της εμπορίας ή παραγωγής που προκύπτουν με το λογιστικό τρόπο δεν μπορούν να υπερβούν τα κέρδη που προκύπτουν με τον εξωλογιστικό τρόπο προσαυξημένα κατά ποσοστό 50%.
Παράδειγμα μικτής επιχείρησης με έσοδα από τον κλάδο παροχής υπηρεσιών μέχρι και 20.000.000 δρχ.
Ατομική επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών στην ίδια εγκατάσταση την πώληση ωρολογίων γενικά, καθώς και την επισκευή ωρολογίων, τηρεί βιβλία και στοιχεία Β` κατηγορίας του ΚΒΣ.
Από τα τηρούμενα βιβλία της κατά τη διαχειριστική περίοδο 1/1 έως 31/12/1999 προκύπτουν τα ακόλουθα δεδομένα:
Ακαθάριστα έσοδα από πωλήσεις 26.400.000 δρχ. Ακαθάριστα έσοδα από παροχή υπηρεσιών 1.800.000 δρχ. Αγορές εμπορευμάτων (ωρολογίων) χρήσης 15.100.000 δρχ. Αγορές ανταλλακτικών ωρολογίων 230.000 δρχ. Απογραφή έναρξης εμπορευμάτων (ωρολογίων) 7.021.702 δρχ. Απογραφή λήξης εμπορευμάτων (ωρολογίων) 5.400.000 δρχ. ΚΟΙΝΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ ΔΕΗ, ΟΤΕ, Υδρευση 710.000 δρχ. Ενοίκιο 1.200.000 δρχ. Λοιπές δαπάνες 3.600.000 δρχ.
Οι Μοναδικοί Συντελεστές Καθαρού Κέρδους που προβλέπονται από την υπ` αριθ. Ε.17418/1985 ΑΥΟ είναι 16% (Κ.Α. 2338) για την εμπορία ωρολογίων και 43% (Κ.Α. 8205) για την επισκευή αυτών.
Τα καθαρά κέρδη αυτής της επιχείρησης για τη διαχειριστική περίοδο 1/1 έως 31/12/1999 θα προσδιοριστούν ως εξής:
Προσδιορισμός καθαρών κερδών με το λογιστικό τρόπο -------------------------------------------------- Κλάδος εμπορίας --------------- Ακαθάριστα έσοδα 26.400.000 δρχ. ΜΕΙΟΝ: Απογραφή έναρξης εμπορευμάτων 7.021.702 δρχ. (ωρολογίων) Πλέον: Αγορές χρήσης εμπορευμάτων (ωρολογίων) 15.100.000 δρχ. Σύνολο 22.121.702 δρχ. Μείον: Απογραφή λήξης εμπορευμάτων 5.400.000 δρχ. Κόστος πωληθέντων 16.721.702 δρχ. 16.721.702 δρχ. (ωρολογίων) ΜΙΚΤΟ ΚΕΡΔΟΣ 9.678.298 δρχ. ΜΕΙΟΝ ΔΑΠΑΝΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΔΕΗ, ΟΤΕ, Υδρευση 710.000 δρχ. Λοιπές δαπάνες 3.600.000 δρχ. Ενοίκιο 1.200.000 δρχ. 5.510.000 δρχ. Δαπάνες που αφορούν τον κλάδο εμπορίας που βρίσκονται επιμεριστικά με βάση τα ακαθάριστα έσοδα: (5.510.000 Χ 26.400.000 = 5.158.298 δρχ. 28.200.000) ΚΑΘΑΡΑ ΚΕΡΔΗ 4.520.000 δρχ.
Κλάδος παροχής υπηρεσιών ------------------------ Ακαθάριστα έσοδα 1.800.000 δρχ. Μείον: - Αγορές ανταλλακτικών 230.000 δρχ. - Δαπάνες κοινές 351.702 δρχ. 581.702 δρχ. (5.510.000 - 5.158.298) Καθαρά κέρδη κλάδου παροχής υπηρεσιών 1.218.298 δρχ.
Συνολικά καθαρά κέρδη επιχείρησης 4.520.000 + 1.218.298 = 5.738.298 δρχ.
Προσδιορισμός καθαρών κερδών με εξωλογιστικό τρόπο
Κλάδος εμπορίας
Ακαθάριστα έσοδα 26.400.000 Χ Μ.Σ.Κ.Κ. 16% =4.224.000 δρχ.
Κλάδος παροχής υπηρεσιών
Ακαθάριστα έσοδα 1.800.000 Χ Μ.Σ.Κ.Κ. 43% =774.000 δρχ.
Συνολικά καθαρά κέρδη επιχείρησης 4.998.000 δρχ.
Επειδή τα καθαρά κέρδη του κλάδου της εμπορίας που προκύπτουν λογιστικά είναι μεγαλύτερα από αυτά που προκύπτουν εξωλογιστικά για τον κλάδο αυτόν, αλλά δεν υπερβαίνουν τα εξωλογιστικά κέρδη προσαυξημένα κατά 50%, θα ληφθούν υπόψη αυτά τα λογιστικά κέρδη των 4.520.000 δρχ.
Επειδή τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης που προσδιορίσθηκαν λογιστικά είναι μεγαλύτερα από αυτά που προσδιορίσθηκαν εξωλογιστικά, ο φόρος θα υπολογισθεί στα μεγαλύτερα κέρδη που προκύπτουν με το λογιστικό τρόπο.
Δ. Μικτές επιχειρήσεις με έσοδα από τον κλάδο παροχής υπηρεσιών πάνω από 20.000.000 δρχ. (παρ. 4, άρθρου 33, Ν.2238/1994)
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται οι ίδιες επιχειρήσεις και με τις ίδιες προϋποθέσεις που αναφέρονται στην προηγούμενη περίπτωση, αλλά με τη διαφορά ότι τα ακαθάριστα έσοδα από τον κλάδο της παροχής υπηρεσιών είναι πάνω από 20.000.000 δρχ.
Τα συνολικά καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων της κατηγορίας αυτής θα προσδιοριστούν κατ` αρχάς λογιστικά, όπως αναφέρθηκε και στην προηγούμενη κατηγορία των μικτών επιχειρήσεων. Στη συνέχεια, όμως, τα συνολικά τους κέρδη θα προσδιοριστούν και κατά μικτό τρόπο. Δηλαδή, τα καθαρά κέρδη του κλάδου της εμπορίας ή παραγωγής θα προσδιοριστούν εξωλογιστικά με την εφαρμογή επί των ακαθάριστων εσόδων του προβλεπόμενου Μοναδικού Συντελεστή Καθαρού Κέρδους, ενώ τα καθαρά κέρδη του κλάδου της παροχής υπηρεσιών θα προσδιοριστούν λογιστικά με την έκπτωση των δαπανών από τα ακαθάριστα έσοδα του κλάδου αυτού.
Σημειώνεται και πάλι ότι όταν πρόκειται για επιχειρήσεις που τηρούν προαιρετικά βιβλία Γ` κατηγορίας του ΚΒΣ, τα παραπάνω εφαρμόζονται μόνο εφόσον τα ακαθάριστα έσοδα του κλάδου της παροχής υπηρεσιών αποτελούν τουλάχιστον το 70% των συνολικών εσόδων της επιχείρησης. Για παράδειγμα, συνολικά έσοδα επιχείρησης 150.000.000 δρχ. και έσοδα από τον κλάδο παροχής υπηρεσιών 130.000.000 δρχ.
Τέλος, ειδικά για τα κέρδη της χρήσης 1999 και για την κατηγορία των επιχειρήσεων αυτών εφαρμόζονται όσα αναφέρθηκαν παραπάνω στην προηγούμενη κατηγορία για τον προσδιορισμό των λογιστικών κερδών του κλάδου εμπορίας ή παραγωγής.
Παράδειγμα μικτής επιχείρησης με έσοδα από τον κλάδο παροχής υπηρεσιών πάνω από 20.000.000 δρχ.
Ατομική επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών την εκμετάλλευση κινηματογράφου, καθώς και την εμπορία έτοιμων ενδυμάτων λιανικώς, σε ξεχωριστές επαγγελματικές εγκαταστάσεις, τηρεί βιβλία και στοιχεία Β` κατηγορίας του ΚΒΣ. Από τα τηρούμενα βιβλία της κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1/1 έως 31/12/1999 προκύπτουν τα ακόλουθα δεδομένα:
Εσοδα από την εκμετάλλευση του κινηματογράφου 29.450.000 δρχ. Εσοδα από την εμπορία ενδυμάτων 27.600.000 δρχ. Αγορές χρήσης έτοιμων ενδυμάτων 24.650.000 δρχ. Απογραφή έναρξης έτοιμων ενδυμάτων 18.900.000 δρχ. Απογραφή λήξης έτοιμων ενδυμάτων 17.600.000 δρχ. Αγορές υλικών παροχής (κινηματογράφου) 1.850.000 δρχ. Συνολικές δαπάνες κλάδου εμπορίας (ΔΕΗ, ΟΤΕ, Ενοίκια κ.λπ.) 9.250.000 δρχ. Συνολικές δαπάνες κλάδου παροχής υπηρεσιών (ΔΕΗ, ΟΤΕ, Ενοίκια, αμοιβές προσωπικού κ.λπ.) 25.350.000 δρχ. Κοινές δαπάνες επιχείρησης (αμοιβή λογιστή κ.λπ.) 1.450.000 δρχ.
Οι Μοναδικοί Συντελεστές Καθαρού Κέρδους που προβλέπονται από την υπ` αριθ. Ε.17418/1985 ΑΥΟ είναι 14% (Κ.Α. 6312) για την εμπορία των έτοιμων ενδυμάτων και 13% (Κ.Α. 9103) για την εκμετάλλευση του κινηματογράφου.
Τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης για τη διαχειριστική περίοδο 1/1 έως 31/12/1999 θα προσδιοριστούν ως εξής:
Προσδιορισμός καθαρών κερδών με το λογιστικό τρόπο
Κλάδος εμπορίας --------------- Ακαθάριστα έσοδα από πωλήσεις εμπορευμάτων 27.600.000 δρχ. ΜΕΙΟΝ: Απογραφή έναρξης εμπορευμάτων 18.900.000 δρχ. Πλέον Αγορές χρήσης εμπορευμάτων 14.650.000 δρχ. Σύνολο 33.550.000 δρχ. Μείον: Απογραφή λήξης εμπορευμάτων 17.600.000 δρχ. ΚΟΣΤΟΣ ΠΩΛΗΘΕΝΤΩΝ 15.950.000 δρχ. 15.950.000 δρχ. ΜΙΚΤΟ ΚΕΡΔΟΣ 11.650.000 δρχ. ΜΕΙΟΝ: Δαπάνες κλάδου εμπορίας 9.250.000 δρχ. Κοινές δαπάνες (Αμοιβή λογιστή κ.λπ.) που αναλογούν στον κλάδο αυτό 27.600.000 (1.450.000 Χ ----------) 701.490 δρχ. 57.050.000 Σύνολο δαπανών 9.951.490 δρχ. 9.951.490 δρχ. ΚΑΘΑΡΑ ΚΕΡΔΗ 1.698.510 δρχ.
Κλάδος παροχής υπηρεσιών ------------------------ Ακαθάριστα έσοδα 29.450.000 δρχ. ΜΕΙΟΝ: Αγορές υλικών 1.850.000 δρχ. Λοιπές δαπάνες του κλάδου 25.350.000 δρχ. Κοινές δαπάνες που αναλογούν στον κλάδο 29.450.000 (1.450.000 Χ ----------) 748.510 δρχ. 57.050.000 Σύνολο δαπανών 27.948.510 δρχ. 27.948.510 δρχ. 1.501.490 δρχ.
Συνολικά καθαρά κέρδη επιχείρησης 1.698.510 + 1.501.490 = 3.200.000 δρχ.
Προσδιορισμός καθαρών κερδών με μικτό τρόπο
Κλάδος εμπορίας ---------------
Ακαθάριστα έσοδα 27.600.000 Χ 14% =3.864.000 δρχ.
Κλάδος παροχής υπηρεσιών
Ως ανωτέρω 1.501.490 δρχ.
Συνολικά καθαρά κέρδη επιχείρησης 5.365.490 δρχ.
Επειδή τα κέρδη που προσδιορίστηκαν με μικτό τρόπο είναι μεγαλύτερα από αυτά που προσδιορίστηκαν με λογιστικό τρόπο, ο φόρος θα υπολογιστεί στα μεγαλύτερα κέρδη που προκύπτουν με το μικτό τρόπο.
Διευκρινίζεται, για όσα αναφέρθηκαν παραπάνω και τα ακόλουθα:
*Σε επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητα μη υπαγόμενη στο νέο σύστημα προσδιορισμού των καθαρών κερδών, καθώς και άλλη που υπάγεται σ' αυτό, τα καθαρά κέρδη της δραστηριότητας που δεν υπάγεται στο νέο σύστημα θα προσδιοριστούν με τις λοιπές διατάξεις που ισχύουν, εκτός από τις διατάξεις του άρθρου 33 του Ν.2238/1994. Για παράδειγμα, επιχείρηση διαθέτει πρατήριο βενζίνης για το οποίο τηρεί βιβλίο αγορών και παράλληλα έχει και πλυντήριο αυτοκινήτων για τα οποία τηρεί βιβλίο εσόδων - εξόδων. Τα καθαρά κέρδη της δραστηριότητας του πλυντηρίου θα προσδιοριστούν με το νέο σύστημα (εξωλογιστικά και λογιστικά αν είναι μέχρι 20.000.000 δρχ.) και στα κέρδη που θα προκύψουν θα προστεθούν τα κέρδη του πρατηρίου βενζίνης, όπως αυτά προσδιορίζονται εξωλογιστικά με τη χρήση Μ.Σ.Κ.Κ., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32 του Ν.2238/1994.
*Οι επιχειρήσεις με το νέο σύστημα κρίνονται ως ενιαίο σύνολο, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ έδρας και υποκαταστημάτων, δηλαδή προσδιορίζονται συνολικά κέρδη για την επιχείρηση και όχι για κάθε εγκατάσταση χωριστά.
2. Με τη νέα παρ. 5 του άρθρου 33 του Ν.2238/1994 διατηρείται ο τρόπος προσδιορισμού τεκμαρτά των καθαρών κερδών των επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης (φορτηγά ή επιβατικά) και οι οποίες είτε δεν τηρούν βιβλία ή τηρούν βιβλία Β` κατηγορίας του ΚΒΣ. Η μόνη διαφοροποίηση των νέων διατάξεων σε σχέση με τις αντικατασταθείσες είναι όσον αφορά τα ποσά του καθαρού εισοδήματος που θα ισχύσουν για το οικονομικό έτος 2000 (διαχειριστική περίοδος 1/1-31/12/1999) και ότι για τα οικονομικά έτη 2000, 2001 και 2002 για την επιβολή του φόρου θα λαμβάνονται υπόψη μόνο αυτά τα τεκμαρτά κέρδη και όχι τα τυχόν μεγαλύτερα κέρδη που προκύπτουν από τα βιβλία τους. Από το οικονομικό έτος 2003 και μετά για την επιβολή του φόρου θα λαμβάνονται υπόψη τα μεγαλύτερα κέρδη μεταξύ των τεκμαρτών και των κερδών που προκύπτουν λογιστικά από τα βιβλία τους με βάση τις διατάξεις του άρθρου 31 του Ν.2238/1994.
Τα νέα ποσά καθαρού εισοδήματος αυτών των επαγγελματιών για το οικονομικό έτος 2000 είναι τα ακόλουθα:
α) Για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης:
αα) Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης, με άδεια κυκλοφορίας 100% και οδηγό τον ιδιοκτήτη, 4.228.000 δρχ.
ββ) Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης, με άδεια κυκλοφορίας 100% και οδηγό τρίτο πρόσωπο, 3.523.000 δρχ.
γγ) Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης, με άδεια κυκλοφορίας 50% και οδηγό τον ιδιοκτήτη, 3.392.000 δρχ.
δδ) Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης, με άδεια κυκλοφορίας 50% και οδηγό τρίτο πρόσωπο, 2.556.000 δρχ.
Οι υποπερ. ββ` και δδ` εφαρμόζονται ανάλογα και για τους μη ιδιοκτήτες εκμεταλλευτές επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης. Τα παραπάνω ποσά μειώνονται προκειμένου για επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης που έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό κάτω από 200.000 κατοίκους κατά ποσοστό 30% και κάτω από 50.000 κατοίκους κατά ποσοστό 50%. Για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται επιβατικά λεωφορεία μη ενταγμένα σε ΚΤΕΛ, τα ποσά αυτής της περίπτωσης προσαυξάνονται κατά 50% και αποτελούν το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων αυτών.
β) Για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης με βάση το ωφέλιμο φορτίο του αυτοκινήτου, ως ακολούθως:
Ωφέλιμο φορτίο Με οδηγό τον Με οδηγό τρίτο (τόνοι) ιδιοκτήτη πρόσωπο μέχρι 5 2.917.000 1.994.000 πάνω από 5 μέχρι 11 3.687.000 2.642.000 πάνω από 11 μέχρι 16,5 4.516.000 3.195.000 πάνω από 16,5 5.321.000 3.460.000
Ειδικώς, για τα φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης που εκτελούν διεθνείς μεταφορές, με νομοθετική ρύθμιση που θα ακολουθήσει, προβλέπεται αναστολή για ένα (1) χρόνο της εφαρμογής της διαταγής του δεύτερου εδαφίου της περ. β` της παρ. 5 του άρθρου 33 του Ν.2238/1994, με την οποία προβλέπεται η προσαύξηση των πιο πάνω ποσών κατά ποσοστό 25%. Συνεπώς, για τη χρήση 1999, για τις επιχειρήσεις οι οποίες εκμεταλλεύονται φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης που εκτελούν διεθνείς μεταφορές, τα καθαρά κέρδη τους θα υπολογίζονται με βάση το αντίστοιχο ωφέλιμο φορτίο του αυτοκινήτου, όπως φαίνεται στον πιο πάνω πίνακα της ίδιας περίπτωσης για τα λοιπά φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης. Τα παραπάνω ποσά μειώνονται προκειμένου για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης και έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό κάτω από 200.000 κατοίκους κατά ποσοστό 20%.
Τα πιο πάνω όρια του καθαρού εισοδήματος αυτής της παραγράφου περιορίζονται σε τόσα δωδέκατα όσοι οι μήνες λειτουργίας της επιχείρησης, σε περίπτωση κατά την οποία η επιχείρηση έκανε έναρξη λειτουργίας ή διακοπής των εργασιών της μέσα στην κρινόμενη περίοδο.
3. Με τη νέα παρ. 6 του άρθρου 33 του Ν.2238/1994 στις επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται ενοικιαζόμενα επιπλωμένα δωμάτια, διαμερίσματα, καθώς και κάμπινγκ επιβάλλεται για τα εισοδήματα που αποκτήθηκαν από 1.1.1999 αυτοτελής φορολογία με την επιβολή κατ` αποκοπή ποσού φόρου ανάλογα με το είδος της εκμετάλλευσης. Στην κατηγορία αυτή δεν υπάγονται οι επιχειρήσεις που τηρούν με οποιονδήποτε τρόπο βιβλία Γ` κατηγορίας του ΚΒΣ.
Τα ποσά αυτά του φόρου για το οικονομικό έτος 2000 (διαχείριση 1/1 έως 31/12/1999) είναι τα ακόλουθα:
α) Για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται ενοικιαζόμενα επιπλωμένα δωμάτια, 26.000 δρχ., 23.000 δρχ. και 20.000 δρχ. ετησίως για κάθε δωμάτιο, ανάλογα αν είναι χαρακτηρισμένο ως Α`, Β` ή Γ` τάξης, αντίστοιχα, σύμφωνα με το σχετικό σήμα του ΕΟΤ.
β) Για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται ενοικιαζόμενα επιπλωμένα διαμερίσματα:
αα) 30.000 δρχ., 28.000 δρχ. και 26.000 δρχ. για κάθε μονόχωρο διαμέρισμα, ανάλογα αν είναι χαρακτηρισμένο ως Α`, Β` ή Γ` τάξης, αντίστοιχα, σύμφωνα με το σχετικό σήμα του ΕΟΤ.
ββ) 40.000 δρχ., 38.000 δρχ. και 36.000 δρχ. για κάθε δίχωρο διαμέρισμα, ανάλογα αν είναι χαρακτηρισμένο ως Α`, Β` ή Γ` τάξης, αντίστοιχα, σύμφωνα με το σχετικό σήμα του ΕΟΤ.
γγ) 60.000 δρχ., 58.000 δρχ. και 56.000 δρχ. για κάθε τρίχωρο και πάνω διαμέρισμα, ανάλογα αν είναι χαρακτηρισμένο ως Α`, Β` ή Γ` τάξης, αντίστοιχα, σύμφωνα με το σχετικό σήμα του ΕΟΤ.
Αν η επιχείρηση, εκτός από την εκμετάλλευση ενοικιαζόμενων επιπλωμένων δωματίων και διαμερισμάτων, ασχολείται παράλληλα μέσα στον ενιαίο χώρο του οικοπέδου που βρίσκονται αυτά και με την εκμετάλλευση σνακ-μπαρ ή καφέ-μπαρ, το ποσό του φόρου που αναλογεί από την εκμετάλλευση ενοικιαζόμενων δωματίων και διαμερισμάτων προσαυξάνεται για τη δραστηριότητα αυτή κατά ποσοστό 30%, με την προϋπόθεση ότι η εκμετάλλευση του σνακ-μπαρ ή του καφέ-μπαρ αποτελεί παρεπόμενη δραστηριότητα και εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση και για τη δραστηριότητα αυτή.
Αν η επιχείρηση εκμεταλλεύεται μέχρι και επτά (7) δωμάτια δύναται να ζητήσει την απαλλαγή της από την υποχρέωση τήρησης όλων των βιβλίων και στοιχείων του ΚΒΣ, με την υποβολή σχετικής δήλωσης μεταβολών - μετάταξης που υποβάλλεται μέσα στη νόμιμη προθεσμία. Στην περίπτωση αυτή, τα παραπάνω ποσά φόρου προσαυξάνονται κατά ποσοστό 15%.
Για τα ενοικιαζόμενα δωμάτια ή διαμερίσματα των πιο πάνω περ. α` και β` που δεν έχουν χαρακτηρισθεί από τον ΕΟΤ, επιβάλλονται τα ποσά φόρου που αναλογούν στα αντίστοιχα ενοικιαζόμενα δωμάτια ή διαμερίσματα της Β` τάξης.
γ) Για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται κάμπινγκ και εφόσον στον ίδιο χώρο δεν ασκούνται και άλλες δραστηριότητες, σε 10.000 δρχ. για κάθε θέση εγκατάστασης σκηνής ή τροχόσπιτου ή αυτοκινήτου.
Κατά συνέπεια, όταν ασκούνται και άλλες δραστηριότητες μέσα στο χώρο του κάμπινγκ, τότε η επιχείρηση δεν θα υπαχθεί στην αυτοτελή φορολογία της παραγράφου αυτής, αλλά θα προσδιοριστούν τα καθαρά της κέρδη σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω κατά την ερμηνεία των παρ. 1 έως και 4 του νέου άρθρου 33 του Ν.2238/1994.
Ο φόρος της παραγράφου αυτής καταβάλλεται στην αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος του υπόχρεου ΔΟΥ μέχρι και την προτελευταία ημέρα λήξης της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματός του και το οικείο τριπλότυπο καταβολής του φόρου επισυνάπτεται στη δήλωση φορολογίας. Οσοι δεν καταβάλλουν ή καταβάλλουν εκπρόθεσμα το φόρο αυτής της παραγράφου, υπόκεινται στις κυρώσεις που ορίζονται στα άρθρα 1 και 4 του Ν.2523/1997 (ΦΕΚ 179/Α`).
Δαπάνες που αφορούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή, καθώς και εισφορές που καταβάλλουν σε Ταμεία Ασφάλισης λόγω των δραστηριοτήτων αυτών, εφόσον για τις δραστηριότητες αυτές έχει εξαντληθεί η φορολογική υποχρέωση με την καταβολή του φόρου, δεν εκπίπτουν από τα τυχόν άλλα εισοδήματα του φορολογούμενου.
Δεν επιβάλλεται ο φόρος της παραγράφου αυτής σε περίπτωση αποδεδειγμένης αδράνειας του υπόχρεου. Η απόδειξη της αδράνειας ως θέμα πραγματικό ανάγεται στην εξελεγκτική εξουσία του αρμόδιου Προϊσταμένου ΔΟΥ.
Τέλος, σημειώνεται ότι τα ποσά αυτού του φόρου δεν μειώνονται σε περίπτωση έναρξης ή διακοπής των εργασιών μέσα στη χρήση.
4. Με τις νέες παρ. 7 και 8 του άρθρου 33 του Ν.2238/1994 διατηρείται η κατ` αποκοπή αυτοτελής φορολογία στους αποκλειστικά πλανόδιους λιανοπωλητές, καθώς και στους αποκλειστικά λιανοπωλητές σε κινητές λαϊκές αγορές, όπως και με τις προηγούμενες διατάξεις.
Τα νέα ποσά φόρου που ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1.1.2000 και μετά είναι τα ακόλουθα:
α) Σε επιχειρήσεις αποκλειστικά πλανόδιων λιανοπωλητών επιβάλλεται ποσό καταβαλλόμενου φόρου ίσο με 114.000 δρχ. ετησίως, με το οποίο εξαντλείται η φορολογική τους υποχρέωση από τη δραστηριότητα αυτή. Για επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό κάτω από 200.000 κατοίκους, το ποσό αυτό ορίζεται σε 78.000 δρχ. ετησίως.
β) Σε επιχειρήσεις αποκλειστικά λιανοπωλητών σε κινητές λαϊκές αγορές, είτε διαθέτουν ίδια προϊόντα, είτε προϊόντα τρίτων, επιβάλλεται ποσό καταβαλλόμενου φόρου ίσο με 187.000 δρχ. ετησίως, αν πρόκειται για επαγγελματίες πωλητές και 145.000 δρχ. ετησίως, αν πρόκειται για παραγωγούς αγροτικών προϊόντων, με το οποίο εξαντλείται η φορολογική τους υποχρέωση από τη δραστηριότητα αυτή. Για επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό κάτω από 200.000 κατοίκους, το ποσό αυτό ορίζεται σε 94.000 δρχ. ετησίως, αν πρόκειται για επαγγελματίες πωλητές και σε 73.000 δρχ. ετησίως, αν πρόκειται για παραγωγούς αγροτικών προϊόντων. Ειδικά για παραγωγούς αγροτικών προϊόντων, αν η άδεια εκδίδεται ή ανανεώνεται για χρονικό διάστημα μέχρι έξι (6) μηνών, τα ανωτέρω ποσά φόρου καταβάλλονται στο μισό (1/2) πριν από την έκδοση ή την ανανέωση της άδειας. Δαπάνες που αφορούν αυτές τις δραστηριότητες, καθώς και εισφορές που καταβάλλονται σε Ταμεία Ασφάλισης, λόγω αυτών των δραστηριοτήτων, δεν εκπίπτουν από τα τυχόν άλλα εισοδήματα του φορολογούμενου.
Ο φόρος των παρ. 7 και 8 του άρθρου 33 του Ν.2238/1994, όταν η άδεια εκδίδεται ή ανανεώνεται για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από έξι (6) μήνες, καταβάλλεται στην αρμόδια για τη φορολογία του εισοδήματος του υπόχρεου ΔΟΥ σε δύο (2) ίσες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις Δημόσιες Υπηρεσίες, ημέρα του Ιανουαρίου και η επόμενη μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις Δημόσιες Υπηρεσίες, ημέρα του Ιουλίου. Για την εφαρμογή αυτών των διατάξεων ως έδρα θεωρείται η πόλη που ασκείται η εμπορική δραστηριότητα.
Οσοι δεν καταβάλλουν ή καταβάλλουν εκπρόθεσμα αυτό το φόρο, υπόκεινται στις κυρώσεις που ορίζονται στα άρθρα 1 και 4 του Ν.2523/1997.
Σημειώνεται ότι τα ποσά αυτά του φόρου δεν μειώνονται σε περίπτωση έναρξης ή διακοπής των εργασιών μέσα στη χρήση.
5. Με τη νέα παρ. 9 του άρθρου 33 του Ν.2238/1994 ορίζεται ότι τα ποσά που οφείλονται με βάση τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του υπόχρεου για το φόρο, τέλη και εισφορές που συμβεβαιώνονται με αυτόν, υπολογίζονται με βάση τα ποσά του εισοδήματος ή του φόρου, κατά περίπτωση, που προκύπτουν από την εφαρμογή αυτού του άρθρου.
6. Με τη νέα παρ. 10 του άρθρου 33 του Ν.2238/1994 ορίζεται ότι οι διατάξεις αυτού του άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα και κατά περίπτωση για τους υπόχρεους που αναφέρονται στην παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν.2238/1994 (ΟΕ και ΕΕ, κοινωνίες αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, αστικές κερδοσκοπικές ή μη εταιρίες, κοινωνίες αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, συμμετοχικές ή αφανείς, καθώς και κοινοπραξίες της παρ. 2 του άρθρου 2 του ΚΒΣ), οι οποίοι τηρούν βιβλία Β' κατηγορίας ή, προκειμένου για επιχείρηση παροχής υπηρεσιών, όταν τηρούν προαιρετικά βιβλία Γ` κατηγορίας του ΚΒΣ.
Για την εφαρμογή αυτής της παραγράφου όσοι από τους αναφερόμενους υπόχρεους διέκοψαν τη δραστηριότητά τους μέσα στο έτος 1999 και έχουν ήδη υποβάλει ως υπόχρεοι δηλώσεις φόρου εισοδήματος μέχρι και 16.11.1999, χωρίς να έχουν προσδιορίσει τα καθαρά τους κέρδη με τις νέες διατάξεις, γίνεται δεκτή η υποβολή συμπληρωματικών δηλώσεων μέχρι 17 Μαρτίου 2000 (χρεωστικό ή πιστωτικό υπόλοιπο) με προσδιορισμό των κερδών με το νέο σύστημα, χωρίς την επιβολή πρόσθετων φόρων ή προστίμων ή άλλων κυρώσεων.
7. Με τη νέα παρ. 11 του άρθρου 33 του Ν.2238/1994 παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών όπως με αποφάσεις του, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζει τις λεπτομέρειες που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή αυτού του άρθρου.
8. Με τη νέα παρ. 12 του άρθρου 33 του Ν.2238/1994 ορίζεται ότι για την εφαρμογή αυτού του άρθρου η περιοχή της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης θεωρείται ως μία πόλη.
9. Με την παρ. 4 του άρθρου 6 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι, ειδικά για τις επιχειρήσεις έκδοσης βιβλίων και εμπορίας ειδών βιβλιοπωλείου, που τηρούν βιβλία Β' κατηγορίας του ΚΒΣ, τα καθαρά κέρδη τους της διαχειριστικής περιόδου 1999 προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32 του Ν.2238/1994. Οι προβλεπόμενοι στις υπ' αριθ. Ε.17418/23.12.1985 και Ε.3250/24.2.1987 ΑΥΟ Μοναδικοί Συντελεστές Καθαρού Κέρδους των επιχειρήσεων αυτών προσαυξάνονται για τη διαχειριστική περίοδο 1999 κατά ποσοστό 30%.
Διευκρινίζεται ότι στο αντικείμενο εργασιών των επιχειρήσεων έκδοσης βιβλίων περιλαμβάνεται τόσο η έκδοση βιβλίων, όσο και κατάλογοι γραμματοσήμων με φωτογραφίες και κείμενα, καθώς και τα περιοδικά.
Τέλος, σε περίπτωση βιβλιοπωλείων που ασκούν και άλλες συναφείς δραστηριότητες (π.χ. πώληση δώρων κ.λπ.), εφόσον πρόκειται για κατά κύριο λόγο επιχειρήσεις εμπορίας ειδών βιβλιοπωλείου, με το ήμισυ (1/2) τουλάχιστον των συνολικών τους εσόδων από είδη βιβλιοπωλείου, τότε και τα καθαρά κέρδη των συναφών αυτών δραστηριοτήτων τους προσδιορίζονται κατά τον ίδιο τρόπο με προσαυξημένο Μ.Σ.Κ.Κ. που προβλέπεται για τις συναφείς αυτές δραστηριότητες.
Αρθρο 7
Καθαρό εισόδημα ελεύθερων επαγγελματιών
1. Με την παρ. 1 του άρθρου 7 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το άρθρο 51 του Ν.2238/1994 και εισάγεται νέος τρόπος προσδιορισμού του καθαρού εισοδήματος που προκύπτει από την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος από τα κατονομαζόμενα περιοριστικά στην παρ. 1 του άρθρου 48 του Ν.2238/1994.
Ειδικότερα, με τη νέα παρ. 1 του άρθρου 51 του Ν.2238/1994 ορίζεται ότι το καθαρό εισόδημα των ελεύθερων επαγγελματιών που τηρούν βιβλία Β' ή προαιρετικά Γ` κατηγορίας του ΚΒΣ, που εξευρίσκεται λογιστικώς σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 2 και 4 του άρθρου 49 του Ν.2238/1994, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από την εφαρμογή επί των ακαθάριστων αμοιβών τους των μοναδικών συντελεστών καθαρών αμοιβών, όπως οι συντελεστές αυτοί έχουν προσδιοριστεί με την υπ` αριθ. Ε.16382/ΠΟΛ.371/29.12.1987 ΑΥΟ, που εκδόθηκε κατ` εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 50, τους οποίους και παραθέτουμε:
Πίνακας Συντελεστών Καθαρών Αμοιβών των Ελευθέρων Επαγγελματιών
Επάγγελμα Συντελεστής % Ιατροί γενικά: - Προσωπική εργασία 55 - Με βοηθητικό προσωπικό 50 Οδοντίατροι: - Προσωπική εργασία 50 - Με βοηθητικό προσωπικό 45 Κτηνίατροι 50 Δικηγόροι 50 Συμβολαιογράφοι 50 Αμισθοι υποθηκοφύλακες 50 Δικαστικοί επιμελητές 50 Χημικοί 50 Καθηγητές 55 Ηθοποιοί 40 Καλλιτέχνες ζωγράφοι ή γλύπτες ή χαράκτες ή σκιτσογράφοι 45 Μουσουργοί, συνθέτες, ενορχηστρωτές, στιχουργοί και συγγραφείς 45 Χορογράφοι 45 Οικονομολόγοι, ερευνητές, φορολογικοί σύμβουλοι 50 Ιδιοκτήτες ή διευθυντές φορολογικού ή λογιστικού γραφείου: - Προσωπική εργασία 55 - Οργανωμένα γραφεία 50 Δασολόγοι 15 Ξεναγοί 55
Σε όσα ελευθέρια επαγγέλματα δεν προβλέπεται μοναδικός συντελεστής καθαρών αμοιβών, ως τέτοιος θα λαμβάνεται ο μέσος όρος των μοναδικών συντελεστών που ορίζονται στην πιο πάνω απόφαση και ο οποίος ανέρχεται σε 47,75%.
Σημειώνεται ότι οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζονται:
α) Οταν τα ακαθάριστα έσοδα από την άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος υπερβαίνουν τα 40.000.000 δρχ. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, το εισόδημα θα προσδιορίζεται μόνο λογιστικά με βάση τις διατάξεις των παρ. 2 και 4 του άρθρου 49 του Ν.2238/1994.
β) Για τις αμοιβές που αποκτούν οι αρχιτέκτονες και οι μηχανικοί, το καθαρό εισόδημα των οποίων προσδιορίζεται με βάση τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 49.
γ) Για το εισόδημα που αποκτούν τα πρόσωπα που αναφέρονται στις περ. α`, γ` και δ` της παρ. 2 και στην παρ. 3 του άρθρου 48.
δ) Για το εισόδημα που αποκτούν τα πρόσωπα που ασκούν οποιοδήποτε ελευθέριο επάγγελμα από τα κατονομαζόμενα περιοριστικά στην παρ. 1 του άρθρου 48 του Ν.2238/1994, τα οποία απαλλάσσονται από την τήρηση βιβλίων και στοιχείων ή δεν τηρούν βιβλία αν και είναι υπόχρεοι.
Παράδειγμα 1ο
Ο ιατρός - μικροβιολόγος "Χ" χωρίς βοηθητικό προσωπικό τηρεί βιβλία εσόδων - εξόδων (Β` κατηγορίας του ΚΒΣ), από τα οποία για τη χρήση 1999 προκύπτουν ακαθάριστα έσοδα 10.000.000 δρχ. και έξοδα 12.000.000 δρχ.
α) Κατά το λογιστικό προσδιορισμό του εισοδήματος προκύπτει ζημιά 2.000.000 δρχ.
β) Κατά τον ειδικό προσδιορισμό του εισοδήματος προκύπτει καθαρό εισόδημα 5.500.000 δρχ. (10.000.000 Χ 55%), το οποίο και τελικά θα υπαχθεί σε φόρο.
Παράδειγμα 2ο
Ο λογιστής "Ψ" με οργανωμένο γραφείο τηρεί βιβλία εσόδων-εξόδων (Β` κατηγορίας του ΚΒΣ), από τα οποία για τη χρήση 1999 προκύπτουν ακαθάριστα έσοδα 20.000.000 δρχ. και έξοδα 5.000.000 δρχ.
α) Κατά το λογιστικό προσδιορισμό του εισοδήματος προκύπτει καθαρό εισόδημα 15.000.000 δρχ.
β) Κατά τον ειδικό προσδιορισμό του εισοδήματος προκύπτει καθαρό εισόδημα 10.000.000 δρχ. (20.000.000 Χ 50%), το οποίο είναι μικρότερο από το προσδιοριζόμενο λογιστικά.
Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, σε φόρο θα υπαχθεί το ποσό των 15.000.000 δρχ. που προσδιορίστηκε λογιστικά.
2. Με τη νέα παρ. 2 του άρθρου 51 του Ν.2238/1994 ορίζεται ότι το καθαρό εισόδημα που προσδιορίζεται κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου και που προκύπτει ειδικά από την άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος του ιατρού, οδοντιάτρου, κτηνιάτρου, ψυχολόγου, φυσιοθεραπευτή, οικονομολόγου, συμβούλου επιχειρήσεων, λογιστή ή φοροτέχνη και αναλυτή ' προγραμματιστή, ακόμη και όταν τα πρόσωπα αυτά δεν τηρούν βιβλία αν και είναι υπόχρεα, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το ποσό του καθαρού εισοδήματος που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των σταθερών επαγγελματικών δαπανών τους, όπως αυτές ορίζονται στην παρ. 3 αυτού του άρθρου, με το συντελεστή απόδοσης, όπως αυτός ορίζεται στην παρ. 5 του ίδιου άρθρου.
Σημειώνεται ότι το καθαρό εισόδημα που προσδιορίζεται με βάση αυτές τις σταθερές επαγγελματικές δαπάνες και το συντελεστή απόδοσης, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 10.000.000 δρχ. Σε κάθε περίπτωση υπέρβασης του ανώτατου αυτού ορίου, το ποσό του καθαρού εισοδήματος θα περιορίζεται στα 10.000.000 δρχ.
Ειδικά για τους γιατρούς, προσδιοριζόμενο, με βάση τις σταθερές επαγγελματικές δαπάνες και το συντελεστή απόδοσης, καθαρό εισόδημά τους προσαυξάνεται ανάλογα με την ειδικότητα, ως εξής:
α) Κατά 40% για τους χειρουργούς όλων των ειδικοτήτων, εφόσον ασκούν χειρουργική ειδικότητα σε οποιοδήποτε νοσηλευτικό ίδρυμα και μαιευτήρες.
β) Κατά 15% για όλες τις άλλες κλινικές ειδικότητες ιατρών, καθώς και για τους ασκούντες ορθοδοντικές εργασίες.
Τονίζεται ότι στο προσδιοριζόμενο με βάση τις διατάξεις αυτής της παραγράφου καθαρό εισόδημα των ιατρών που ασκούν εργαστηριακή ειδικότητα ή που στερούνται ειδικότητας, δεν θα επιβάλλεται καμία προσαύξηση.
Αντίθετα, στο εισόδημα των ορθοδοντικών και των ασκούντων ορθοδοντικές εργασίες θα επιβάλλεται προσαύξηση 15%. Επίσης, προσαύξηση κατά 40% θα επιβάλλεται στο πιο πάνω εισόδημα των χειρούργων όλων των κλινικών ειδικοτήτων, εφόσον ασκούν την χειρουργική ειδικότητα σε οποιοδήποτε νοσοκομείο ή νοσηλευτήριο, Δημόσιο ή Ιδιωτικό, καθώς και στους μαιευτήρες.
Σημειώνεται ότι η διάκριση των ειδικοτήτων σε κλινικές και εργαστηριακές περιλαμβάνεται στην υπ' αριθ. 1028607/459/ΠΟΛ.1063/Α0012/2.3.1995 διαταγή μας, που εκδόθηκε ύστερα από την απόφαση της 112ης Ολομέλειας του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕΣΥ) της 16.2.1995 και είναι οι εξής:
Α` Κλινικές ειδικότητες
1. Αγγειοχειρουργική
2. Κλινική αιματολογία (εφόσον διατηρεί ιατρείο)
3. Ακτινοθεραπευτική - Ογκολογία
4. Αλλεργιολογία
5. Αναισθησιολογία (εφόσον ο αναισθησιολόγος ιατρός διατηρεί ιατρείο)
6. Γαστρεντερολογία
7. Γενική Ιατρική
8. Δερματολογία - Αφροδισιολογία
9. Ενδοκρινολογία
10. Ιατρική της Εργασίας (εφόσον διατηρεί ιατρείο)
11. Καρδιολογία
12. Κοινωνική Ιατρική (εφόσον διατηρεί ιατρείο)
13. Μαιευτική - Γυναικολογία
14. Νευρολογία
15. Νεφρολογία
16. Νευροχειρουργική
17. Ορθοπεδική
18. Ουρολογία
19. Οφθαλμολογία
20. Παθολογία
21. Παιδιατρική
22. Παιδοψυχιατρική
23. Πλαστική Χειρουργική
24. Ρευματολογία
25. Πνευμονολογία
26. Φυσική Ιατρική και Αποκατάσταση
27. Χειρουργική
28. Χειρουργική Θώρακος
29. Χειρουργική Παίδων
30. Ψυχιατρικής
31. Ωτορινολαρυγγολογία
Β` Εργαστηριακές ειδικότητες
1. Εργαστηριακή Αιματολογία
2. Ακτινοδιαγνωστική
3. Ιατροδικαστική
4. Κυτταρολογία
5. Ιατρική Βιοπαθολογία (Μικροβιολογία)
6. Παθολογική Ανατομική
7. Πυρηνική Ιατρική
3. Με τη νέα παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν.2238/1994 ορίζονται οι σταθερές επαγγελματικές δαπάνες που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του εισοδήματος με βάση τις διατάξεις της παρ. 2 του ίδιου άρθρου. Το άθροισμα των δαπανών αυτών αποτελείται από τις ακόλουθες επιμέρους δαπάνες της χρήσης που διανύθηκε:
α) Τη δαπάνη για το δεδουλευμένο καταβαλλόμενο ή τεκμαρτό μίσθωμα.
β) Τη δαπάνη για ηλεκτρικό ρεύμα.
γ) Τη δαπάνη για ύδρευση.
δ) Τη δαπάνη για τηλεφωνική επικοινωνία γενικά, κινητή ή σταθερή, συμπεριλαμβανομένων και των δαπανών για σύνδεση στο διαδίκτυο ή για παροχή τηλεομοιοτυπικών εργασιών κ.λπ.
Ειδικά για τους κτηνιάτρους που διαθέτουν επαγγελματική εγκατάσταση, λαμβάνεται υπόψη ποσοστό 80% του καταβαλλόμενου ή τεκμαρτού μισθώματος.
Αν ως επαγγελματική στέγη χρησιμοποιείται η κατοικία του φορολογούμενου, για τον υπολογισμό της δαπάνης του καταβαλλόμενου ή τεκμαρτού μισθώματος, προκειμένου για ιατρό, οδοντίατρο και ψυχολόγο, ως επιφάνεια λαμβάνονται υπόψη 40 τ.μ., ενώ για τους υπόλοιπους ελεύθερους επαγγελματίες λαμβάνονται υπόψη 20 τ.μ.
Σημειώνεται ότι για τον υπολογισμό του τεκμαρτού μισθώματος στην περίπτωση που ως επαγγελματική εγκατάσταση χρησιμοποιείται η κατοικία, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 22 του Ν.2238/1994. Πιο συγκεκριμένα, το τεκμαρτό μίσθωμα από ιδιόχρηση επαγγελματικής εγκατάστασης που βρίσκεται στην κατοικία του φορολογούμενου, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 3,5% της αξίας της ιδιοχρησιμοποιούμενης στέγης.
Για τον υπολογισμό της αξίας αυτής λαμβάνεται υπόψη το γινόμενο των εξής παραγόντων:
α) Η επιφάνεια της επαγγελματικής στέγης, όπως αυτή ορίζεται, κατά περίπτωση.
β) Η τιμή ζώνης για τις περιοχές που ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων ή η τιμή εκκίνησης για τις λοιπές περιοχές, οι οποίες ισχύουν κατά την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, όπως αυτές ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 41 και 41 α του Ν.1249/1982.
γ) Ο διορθωτικός συντελεστής, ο οποίος, ανάλογα με την τιμή ζώνης ή εκκίνησης του ακινήτου, ορίζεται ως ακολούθως:
------------------------------------------------------------- Τιμή ζώνης ή εκκίνησης για κάθε τ.μ. Συντελεστής ------------------------------------------------------------- Μέχρι 150.000 δρχ. 1,10 Από 150.001 δρχ. έως 250.000 δρχ. 1,20 Από 250.001 δρχ. έως 400.000 δρχ. 1,30 Από 400.001 δρχ. και πάνω 1,40 -------------------------------------------------------------
δ) Ο συντελεστής παλαιότητας. Ως συντελεστής παλαιότητας λαμβάνεται αυτός που ισχύει κάθε φορά στη φορολογία κεφαλαίου για τον προσδιορισμό της αξίας κτιρίων με βάση την τιμή ζώνης.
Οι συντελεστές παλαιότητας που ισχύουν την 1.1.1997 είναι οι ακόλουθοι: ---------------------------- Ετη Συντελεστής ---------------------------- 1 έως 5 χρόνια 0,90 6 έως 10 χρόνια 0,80 11 έως 15 χρόνια 0,75 16 έως 20 χρόνια 0,70 21 έως 25 χρόνια 0,65 26 και πάνω χρόνια 0,60 ----------------------------
Η παλαιότητα αρχίζει να υπολογίζεται μετά πάροδο διετίας από την ημερομηνία έκδοσης ή αναθεώρησης της οικοδομικής άδειας. Ο χρόνος έκδοσης ή αναθεώρησης της οικοδομικής άδειας υπολογίζεται ολόκληρος στην παλαιότητα, αν η έκδοση ή αναθεώρηση γίνει μέσα στο πρώτο εξάμηνο. Αντίθετα, ο χρόνος έκδοσης ή αναθεώρησης της οικοδομικής άδειας δεν υπολογίζεται καθόλου στην παλαιότητα, αν η έκδοση ή αναθεώρηση γίνει μέσα στο δεύτερο εξάμηνο. Επίσης, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την ημερομηνία έκδοσης ή αναθεώρησης της οικοδομικής άδειας μέχρι τη συμπλήρωση της διετίας υπολογίζεται συντελεστής 1,00.
Ο ίδιος συντελεστής παλαιότητας εφαρμόζεται είτε το ακίνητο βρίσκεται εντός είτε εκτός αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων.
Παράδειγμα
Από 1/1-31/12/1999 λογιστής ιδιοχρησιμοποιεί ως επαγγελματική στέγη τμήμα της κατοικίας του που βρίσκεται επί της οδού Ιστρου 125, στον Περισσό, με έτος έκδοσης της οικοδομικής άδειας το 1988. Τιμή ζώνης την 1.1.1995, 165.000 το τ.μ.
Υπολογισμός ετήσιου τεκμαρτού μισθώματος: ---------------------------------------- 20 τ.μ. Χ 165.000 Τιμή ζώνης Χ 1,20 διορθωτικός συντελεστής Χ 0,80 συντελεστής παλαιότητας = 3.168.000 Χ 3,5% = 110.880 δρχ.
Για τον υπολογισμό των λοιπών σταθερών επαγγελματικών δαπανών της περίπτωσης αυτής, λαμβάνεται υπόψη το ένα δεύτερο (1/2) των δαπανών αυτών της κατοικίας του ελεύθερου επαγγελματία.
Σε περίπτωση συστέγασης ελεύθερων επαγγελματιών στην ίδια επαγγελματική εγκατάσταση, οι βασικές επαγγελματικές δαπάνες επιμερίζονται ανάλογα με τον αριθμό των συστεγαζομένων.
Επίσης, μόνο οι υπόχρεοι της παρ. 2 αυτού του άρθρου όταν αποκτούν εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες και από την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, το ποσό που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των σταθερών επαγγελματικών δαπανών με το συντελεστή απόδοσης περιορίζεται κατά ποσοστό 50%. Το άθροισμα, όμως, του εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες και του υπολοίπου, μετά τον περιορισμό αυτού του γινομένου, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το συνολικό ποσό του γινομένου αυτού.
Παράδειγμα
Ο οδοντίατρος "Χ" δηλώνει καθαρό εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες 3.000.000 δρχ. και το καθαρό εισόδημα που προκύπτει από το γινόμενο των σταθερών επαγγελματικών δαπανών επί το συντελεστή απόδοσης ανέρχεται στο ποσό των 7.000.000 δρχ.
α) Το καθαρό εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες 3.000.000 δρχ.
β) Το 50% του γινομένου των σταθερών επαγγελματικών δαπανών επί το συντελεστή απόδοσης 3.500.000 δρχ.
ΣΥΝΟΛΟ 6.500.000 δρχ.
Επειδή το εισόδημα των 6.500.000 δρχ. είναι μικρότερο από τα 7.000.000 δρχ., ως εισόδημα που προσδιορίζεται με βάση τις σταθερές δαπάνες θα πάρουμε το ποσό των 4.000.000 δρχ. (7.000.000 - 3.000.000 από μισθωτές υπηρεσίες).
Ειδικά για τους φυσιοθεραπευτές, οικονομολόγους, συμβούλους επιχειρήσεων, λογιστές ή φοροτέχνες και αναλυτές - προγραμματιστές, αν δηλώνουν εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν διαθέτουν επαγγελματική εγκατάσταση, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις προσδιορισμού του εισοδήματος με βάση τις σταθερές δαπάνες. Το άθροισμα, όμως, του εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες και από την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, που προσδιορίζεται με βάση τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 51 του Ν.2238/1994, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το συνολικό ποσό του γινομένου των σταθερών επαγγελματικών δαπανών με το συντελεστή απόδοσης.
Παράδειγμα
Ο σύμβουλος επιχειρήσεων "Ψ", ο οποίος δεν διαθέτει επαγγελματική εγκατάσταση, δηλώνει καθαρό εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες 4.000.000 δρχ. Από το βιβλίο εσόδων - εξόδων που τηρεί για τη χρήση 1999 προκύπτουν ακαθάριστα έσοδα 3.000.000 δρχ. και έξοδα 1.000.000 δρχ. και το καθαρό εισόδημα που προκύπτει από το γινόμενο των σταθερών επαγγελματικών δαπανών επί το συντελεστή απόδοσης ανέρχεται στο ποσό των 5.000.000 δρχ.
α) Λογιστικός προσδιορισμός εισοδήματος (3.000.000 - 1.000.000) = 2.000.000 δρχ.
β) Εξωλογιστικός προσδιορισμός εισοδήματος (3.000.000 Χ 50%) = 1.650.000 δρχ.
Επομένως, σε φόρο θα υπαχθεί το ποσό των 6.000.000 δρχ., καθόσον υπολογίζεται 4.000.000 δρχ. από μισθωτές υπηρεσίες + 2.000.000 δρχ. από ελευθέριο επάγγελμα λογιστικά προσδιοριζόμενο, το άθροισμα των οποίων υπερβαίνει τα 5.000.000 δρχ., που είναι το ποσό του εισοδήματος που προσδιορίζεται με τις σταθερές επαγγελματικές δαπάνες.
4. Με τη νέα παρ. 4 του άρθρου 5 του Ν.2238/1994 ορίζεται ότι εξαιρούνται από τον προσδιορισμό του εισοδήματος με βάση τις σταθερές επαγγελματικές δαπάνες τους οι υπόχρεοι της παρ. 2 αυτού του άρθρου (ιατροί, οδοντίατροι κ.λπ.) που ασκούν ατομικά το ελευθέριο επάγγελμά τους και είναι ηλικίας άνω των 65 ετών, εφόσον τα πρόσωπα αυτά ασκούν το επάγγελμα για μια συνεχή δεκαετία πριν από τη συμπλήρωση αυτού του ορίου ηλικίας, καθώς και από άτομα που είναι τυφλοί και γραμμένοι στο γενικό μητρώο τυφλών της οικείας Νομαρχίας ή είναι ανάπηροι με ποσοστό αναπηρίας πάνω από 80% από νοητική καθυστέρηση, φυσική αναπηρία ή ψυχική πάθηση, με βάση της γνωμάτευση της οικείας Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής που εδρεύει σε κάθε Νομό. Δεν λαμβάνεται υπόψη επαγγελματική ή ασφαλιστική αναπηρία.
Επομένως, για το οικονομικό έτος 2000 οι διατάξεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή για όσους έχουν γεννηθεί μέχρι και 31.12.1933 και έχουν προβεί σε έναρξη επαγγέλματος μέχρι και 31.12.1988. Διευκρινίζεται ότι η εξαίρεση αυτή ισχύει και για τα πρόσωπα που συμπληρώνουν δεκαετή συνεχή άσκηση του επαγγέλματος μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους.
Επίσης, εξαιρούνται από τις διατάξεις της παρ. 2 αυτού του άρθρου τα πρόσωπα της παραγράφου αυτής κατά τα τρία (3) πρώτα έτη άσκησης του επαγγέλματός τους και εφόσον δεν έχουν παρέλθει δέκα (10) έτη από την απόκτηση του πτυχίου. Για τον υπολογισμό της τριετίας, ως πρώτο έτος θεωρείται το επόμενο εκείνου μέσα στο οποίο ο φορολογούμενος υπέβαλε για πρώτη φορά δήλωση έναρξης επαγγέλματος. Αν δεν υποβληθεί τέτοια δήλωση ή έχει υποβληθεί εκπρόθεσμα μετά την πάροδο εξαμήνου, λαμβάνεται υπόψη το πρώτο κλιμάκιο του συντελεστή απόδοσης.
Σημειώνεται ότι για την εφαρμογή αυτής της διάταξης απαιτείται η αθροιστική ύπαρξη των δύο προϋποθέσεων, της τριετίας και του έτους απόκτησης του πτυχίου.
Επομένως, για το οικονομικό έτος 2000 οι διατάξεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή για όσους έχουν προβεί σε έναρξη δραστηριότητας από 1.1.1996 και μετά και έχουν πάρει το πτυχίο τους μετά την 31.12.1988. Σημειώνεται ότι για την εφαρμογή αυτής της διάταξης λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος που υποβλήθηκε για πρώτη φορά δήλωση έναρξης άσκησης κάποιου από τα αναφερόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 48 του Ν.2238/1994 ελευθέριου επαγγέλματος, ανεξάρτητα από το αντικείμενο του ήδη ασκουμένου επαγγέλματος.
Επίσης, λαμβάνονται υπόψη τα πτυχία από ελληνικά ή ξένα Πανεπιστήμια, καθώς και των ΤΕΙ ή αντίστοιχων Σχολών εξωτερικού. Κατά συνέπεια, σε όσες περιπτώσεις ασκείται ελευθέριο επάγγελμα χωρίς να είναι αναγκαία κατοχή τέτοιου πτυχίου, η απαλλαγή της διάταξης αυτής χορηγείται με βάση μόνο τα έτη άσκησης του επαγγέλματος.
Για την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της παραγράφου ως δήλωση έναρξης επαγγέλματος Φυσικού Προσώπου θεωρείται και η αναγραφή του ως μέλους στην υποβαλλόμενη δήλωση έναρξης Νομικού Προσώπου, του οποίου είναι μέλος ή στη δήλωση μεταβολών αυτού.
5. Με τη νέα παρ. 5 του άρθρου 51 του Ν.2238/1994 και για την εφαρμογή της παρ. 2 αυτού του άρθρου ορίζεται ο συντελεστής απόδοσης, ο οποίος είναι ανάλογος με τα έτη άσκησης του επαγγέλματος και προσδιορίζεται ως ακολούθως: -------------------------------- Ετη άσκησης Συντελεστής επαγγέλματος απόδοσης -------------------------------- Πάνω από 4 μέχρι 10 2,5 Πάνω από 10 μέχρι 15 3 Πάνω από 15 μέχρι 20 3,5 Πάνω από 20 3 --------------------------------
Τα πρόσωπα της παρ. 2 του άρθρου 51 του Ν.2238/1994 (ιατροί, οδοντίατροι κ.λπ.), εφόσον πριν από την έναρξη επαγγέλματος άσκησαν το επάγγελμά τους ως μισθωτοί ή με οποιαδήποτε άλλη σχέση εργασίας περισσότερο από μία δεκαετία, τότε για τον προσδιορισμό του συντελεστή απόδοσης, στα έτη άσκησης του ελευθέριου επαγγέλματος προστίθεται χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών.
Για παράδειγμα, λογιστής από το έτος 1973 μέχρι και το 1983 (11 έτη) εργάσθηκε ως μισθωτός σε λογιστήριο και από το έτος 1984 μέχρι και το 1999 (16 έτη) ασκεί το ελευθέριο επάγγελμα του λογιστή. Ο συντελεστής απόδοσης που θα εφαρμοσθεί στην περίπτωση αυτή είναι ο 3.
Σε περίπτωση διακοπτόμενης χρονικά απασχόλησης ως μισθωτού ή με άλλη σχέση εργασίας, λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα του χρόνου απασχόλησης ως μισθωτού ή με οποιαδήποτε άλλη σχέση εργασίας, ανεξάρτητα από το πρόσωπο του εργοδότη.
Τέλος, για τον υπολογισμό της δεκαετίας προσμετράται ο χρόνος παροχής μισθωτών υπηρεσιών ή με οποιαδήποτε άλλη σχέση ομοίων με τις υπηρεσίες του ασκούμενου ή συναφούς ελευθέριου επαγγέλματος.
Για την εφαρμογή αυτής της διάταξης λαμβάνονται υπόψη οι ιατροί, οδοντίατροι, κτηνίατροι, ψυχολόγοι και φυσιοθεραπευτές που απασχολήθηκαν σε Δημόσια ή Ιδιωτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και συναφείς Υπηρεσίες, όπως π.χ. κτηνίατροι σε Υγειονομικές Υπηρεσίες του Δημοσίου και όσοι παρείχαν οικονομολογικές, λογιστικές, φορολογικές, καθώς και υπηρεσίες αναλυτή - προγραμματιστή σε οποιονδήποτε εργοδότη Δημοσίου ή Ιδιωτικού Τομέα.
Διευκρινίζεται ότι για τον ασκούντα το ελευθέριο επάγγελμα του συμβούλου επιχειρήσεων λογίζεται η σε ευρεία έννοια παροχή, ως μισθωτού ή με άλλη σχέση εργασίας, υπηρεσιών οικονομολογικού, λογιστικού, φορολογικού χαρακτήρα ή υπηρεσιών αναλυτή - προγραμματιστή.
Επειδή, όπως ορίζεται ρητά στις διατάξεις αυτής της παραγράφου, για τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 2 που άσκησαν το επάγγελμά τους ως μισθωτοί ή με οποιαδήποτε άλλη σχέση εργασίας περισσότερο από μία δεκαετία, στα έτη άσκησης του ελευθέριου επαγγέλματος προστίθεται χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών, για τα πρόσωπα αυτά δεν εφαρμόζεται η απαλλακτική διάταξη της παρ. 4, σε περίπτωση που δεν έχει συμπληρωθεί η προβλεπόμενη τριετία, ακόμα και όταν δεν έχει παρέλθει δεκαετία από την απόκτηση του πτυχίου, όπως συμβαίνει σε ειδικότερες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, απασχόληση φορολογούμενου ως μισθωτού στο λογιστήριο επιχείρησης (εμπειρικά ή ως φοιτητής της ΑΣΟΕΕ) από το έτος 1987, απόκτησε πτυχίο ΑΣΟΕΕ το έτος 1993 και έκανε έναρξη άσκησης ελευθέριου επαγγέλματος το έτος 1997. Σε αυτή την περίπτωση, για τη χρήση 1999 θα προσδιορισθεί κανονικά το ελάχιστο ποσό καθαρού εισοδήματος.
Διευκρινίζεται ότι στην περίπτωση που τα ακαθάριστα έσοδα των υπόχρεων της παρ. 2 του άρθρου 51 ξεπερνούν τα 40.000.000 δρχ., τότε στην περίπτωση αυτή μόνο το εισόδημα που προσδιορίζεται λογιστικά με βάση τις διατάξεις των παρ. 2 και 4 του άρθρου 49 του Ν.2238/1994 δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το ποσό του εισοδήματος που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των σταθερών επαγγελματικών δαπανών με το συντελεστή απόδοσης.
6. Με τη νέα παρ. 6 του άρθρου 51 του Ν.2238/1994 διατηρείται ο τρόπος φορολόγησης των τραγουδιστών ή των καλλιτεχνών των κέντρων διασκέδασης, που ίσχυσε και για την προηγούμενη χρήση 1998.
7. Με τη νέα παρ. 7 του άρθρου 51 του Ν.2238/1994 παρέχεται η δυνατότητα στους υπόχρεους των παρ. 2 και 6 του ίδιου άρθρου, δηλαδή στους ιατρούς, οδοντιάτρους, κτηνιάτρους, ψυχολόγους, φυσιοθεραπευτές, οικονομολόγους, συμβούλους επιχειρήσεων, λογιστές ή φοροτέχνες, αναλυτές - προγραμματιστές και καλλιτέχνες ή τραγουδιστές των κέντρων διασκέδασης, να μην αποδεχθούν τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματός τους με βάση τις διατάξεις του άρθρου 51. Στην περίπτωση, όμως, αυτή υποχρεούνται, με την υποβολή της ετήσιας δήλωσης φορολογίας εισοδήματός τους, να συνυποβάλλουν και κατάσταση δήλωσης των περιουσιακών τους στοιχείων. Οι δηλώσεις αυτές της φορολογίας εισοδήματος ελέγχονται κατά προτεραιότητα και υποχρεωτικά από τις αρμόδιες Ελεγκτικές Αρχές.
8. Με τη νέα παρ. 8 του άρθρου 51 του Ν.2238/1994 ορίζεται ότι οι διατάξεις των παρ. 1 έως και 7 του ίδιου άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα και για τις εταιρίες της παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν.2238/1994, όπως ΟΕ, ΕΕ κ.λπ. που ασκούν ελευθέριο επάγγελμα της παρ. 1 του άρθρου 48 του ίδιου νόμου (πλην των μηχανικών, αρχιτεκτόνων) και οι οποίες τηρούν βιβλία δεύτερης ή προαιρετικά Γ' κατηγορίας του ΚΒΣ. Για τους υπόχρεους όμως αυτούς, το ποσό εισοδήματος που προκύπτει με βάση τις σταθερές επαγγελματικές δαπάνες προσαυξάνεται κατά ποσοστό 60% όταν η εταιρία αποτελείται από δύο (2) μέλη και κατά ποσοστό 100% όταν έχει πάνω από δύο (2) μέλη.
Σημειώνεται ότι οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή για τις εταιρίες της παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν.2238/1994 που παρέχουν υπηρεσίες ελευθέριου επαγγέλματος δια των μελών τους και ανεξάρτητα αν κάποιο ή κάποια από τα μέλη τους δεν έχει την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία, με την απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, ότι δεν αποτελούν οργανωμένη επιχείρηση και ότι το απασχολούμενο προσωπικό παρέχει βοηθητικές εργασίες, όπως γραμματειακή υποστήριξη, δακτυλογράφους, νοσοκόμες κ.λπ. Σε περίπτωση, όμως, οργανωμένης επιχείρησης, όπως κλινικές, διαγνωστικά κέντρα, λογιστικά γραφεία, φροντιστήρια κ.λπ., που πέραν των μελών τους απασχολούν αντίστοιχα και άλλους γιατρούς ή λογιστές ή καθηγητές κ.λπ., κατά περίπτωση, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 33 του Ν.2238/1994.
9. Με τη νέα παρ. 9 του άρθρου 51 του Ν.2238/1994 παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών όπως με αποφάσεις του που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως: α) Καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο της κατάστασης δήλωσης των περιουσιακών στοιχείων της παρ. 7 του ίδιου άρθρου και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τον έλεγχο των δηλώσεων αυτών και β) καθορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία, καθώς και λοιπές λεπτομέρειες εφαρμογής αυτού του άρθρου.
10. Οι νέες διατάξεις του άρθρου 51 του Ν.2238/1994, σύμφωνα με την περ. α` του άρθρου 26 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1.1.1999 και μετά.
Αρθρο 12
Θέματα φορολογικών ελέγχων
Με την παρ. 5 του άρθρου 12 του κοινοποιούμενου νόμου προστίθεται εδάφιο στην περ. β' της παρ. 5 του άρθρου 74 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι τα ποσά του φόρου που προκύπτουν μετά από δικαστικό συμβιβασμό καταβάλλονται κατά τον ίδιο τρόπο που καταβάλλονται τα ποσά του φόρου που προκύπτουν με βάση τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, όπως αναφέρεται στην περ. β` της παρ. 5 του άρθρου 74 του Ν.2238/1994.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 17.11.1999.
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!