Άριθμ. Πρωτ. 1086233/691/0015/27.10.2006 Έλεγχος φορολογικών υποχρεώσεων στους επιτηδευματίες που εντάσσονται στο μέτρο έκδοσης στοιχείων με τη χρήση ΕΑΦΔΣΣ (ΠΟΛ. 1082/2003) και στο μέτρο έκδοσης αθεώρητων στοιχείων (ΠΟΛ. 1083/2003).
1086233/691/0015/27.10.2006
ΘΕΜΑ: Έλεγχος φορολογικών υποχρεώσεων στους επιτηδευματίες που εντάσσονται στο μέτρο έκδοσης στοιχείων με τη χρήση ΕΑΦΔΣΣ (ΠΟΛ. 1082/2003) και στο μέτρο έκδοσης αθεώρητων στοιχείων (ΠΟΛ. 1083/2003).
Σε απάντηση της ανωτέρω σχετικής αίτησής σας, με την οποία ζητάτε ευνοϊκότερη αντιμετώπιση των κυρώσεων – παραβάσεων που διαπιστώθηκαν σε βάρος επιτηδευματιών που εντάσσονται στις διατάξεις των Α.Υ.Ο.Ο. ΠΟΛ. 1082/2003 και ΠΟΛ. 1083/2003, ύστερα από τον έλεγχο των φορολογικών τους υποχρεώσεων που διενεργήθηκε από τις Δ.Ο.Υ. κατ’ εφαρμογή της αριθμ. 1059817/458/ΠΟΛ. 1088/0015/27.6.2006 εγκυκλίου, για τους λόγους που επικαλείσθε σ’ αυτήν, σας γνωρίζουμε τα εξής:
Με την 1059817/458/ΠΟΛ. 1088/0015/27.6.2006 εγκύκλιο, έγινε υπόμνηση του νομοθετικού πλαισίου, το οποίο ισχύει ήδη από το διαχειριστικό έτος 2004 (τρίτο έτος εφαρμογής) σχετικά με τον αυτοέλεγχο των επιτηδευματιών που εντάσσονται στο μέτρο έκδοσης στοιχείων με τη χρήση Ε.Α.Φ.Δ.Σ.Σ. (Α.Υ.Ο.Ο. ΠΟΛ. 1082/2003) και στο μέτρο έκδοσης αθεώρητων στοιχείων (Α.Υ.Ο.Ο. ΠΟΛ. 1083/2003), όσον αφορά την εκπλήρωση των φορολογικών τους υποχρεώσεων που καθορίζονται με τις διατάξεις του άρθρου 36 παρ. 8 του Κ.Β.Σ. (π.δ. 186/1992) και τις ενέργειες των Δ.Ο.Υ. για την διαπίστωση της εκπλήρωσης ή μη των υποχρεώσεων αυτών, από τους ανωτέρω επιτηδευματίες.
Ειδικότερα, οι διατάξεις της παραγράφου 6.ε. της Α.Υ.Ο.Ο. ΠΟΛ. 1082/2003 και της παραγράφου 7.β. της Α.Υ.Ο.Ο. ΠΟΛ. 1083/2003 προβλέπουν τον αυτοέλεγχο των επιτηδευματιών που εμπίπτουν στις διατάξεις των εν λόγω αποφάσεων, στο τέλος του πέμπτου μήνα κάθε νέου διαχειριστικού έτους που αρχίζει μετά την 31/12/2003. Στην περίπτωση που δεν είναι συνεπείς, τους παρέχεται η ευχέρεια να τακτοποιήσουν τις υποχρεώσεις τους αυτές με κάθε νόμιμο τρόπο το αργότερο μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα (έκτου μήνα) χωρίς καμία συνέπεια. Εφόσον δεν τακτοποιήσουν τις υποχρεώσεις τους μέσα στο προαναφερόμενο «χαριστικό» διάστημα και εξακολουθεί η ύπαρξη αυτών και μετά την 1η του έβδομου μήνα, θεωρείται ότι οι επιτηδευματίες αυτοί είναι εκτός εφαρμογής των σχετικών αποφάσεων με συνέπεια τυχόν στοιχεία που εκδίδουν από την ημερομηνία αυτή και μετά να λογίζονται ως αθεώρητα.
Οι ανωτέρω ρυθμίσεις για τον αυτοέλεγχο των επιτηδευματιών για τις οποίες δεν μπορεί να γίνει λόγος «άγνοιάς» τους, αφού όπως προαναφέρθηκε έχουν εφαρμογή ήδη από το 2004, στοχεύουν στην απλοποίηση των διαδικασιών για τους υπόχρεους, στη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του φορολογικού συστήματος και του αντιπαραγωγικού χρόνου των επιχειρήσεων (κατάργηση υποβολής της επαναληπτικής κατάστασης της ΠΟΛ. 1166/2002 το πρώτο εικοσαήμερο κάθε νέου διαχειριστικού έτους – μείωση επισκέψεων στις Δ.Ο.Υ.) και κυρίως στη συνέχιση διασφάλισης της είσπραξης των χρεών και του ελέγχου υποβολής των δηλώσεων εν γένει, μέτρο, την αναγκαιότητα του οποίου πιστεύουμε ότι κατανοείτε.
Όπως σας είναι άλλωστε γνωστό, στο ίδιο μέτρο του ελέγχου των υποχρεώσεων της παραγράφου 8 του άρθρου 36 του Κ.Β.Σ. υπόκεινται και οι επιτηδευματίες που θεωρούν τα στοιχεία τους μέσω των Δ.Ο.Υ. (κλασσικός τρόπος), οι οποίοι μάλιστα ελέγχονται και για τα ασφαλιστικά τους χρέη ή τις οφειλές τους προς τα Επιμελητήρια, κάθε φορά που προσέρχονται για θεώρηση μη δυνάμενοι να θεωρήσουν στοιχεία, όταν δεν είναι συνεπείς, κατ’ ουσίαν δηλαδή μη δυνάμενοι να συνεχίσουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα, εκτός εάν τακτοποιήσουν τις υποχρεώσεις τους αυτές τη δεδομένη χρονική στιγμή.
Είναι επομένως σαφές ότι οι επιτηδευματίες που εντάσσονται στο μέτρο έκδοσης στοιχείων με βάση τις διατάξεις των Α.Υ.Ο.Ο. ΠΟΛ. 1082/2003 και ΠΟΛ. 1083/2003, τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης όσον αφορά τον έλεγχο των σχετικών υποχρεώσεών τους, αφού ο έλεγχος αυτός ενεργείται από τους ίδιους μόνο για τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, μία φορά ανά διαχειριστική περίοδο και μάλιστα ετεροχρονισμένα (μετά την πάροδο πέντε μηνών) ενώ συγχρόνως τους παρέχεται επιπλέον διάστημα ενός μηνός για την τακτοποίηση των υποχρεώσεών τους.
Συνεπώς, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός για άδικη μεταχείρισή τους σε σχέση με τις επιχειρήσεις που παρέμειναν στον κλασσικό τρόπο θεώρησης, αλλά το αντίθετο.
Περαιτέρω και όσον αφορά τον καταλογισμό των προστίμων, διευκρινίζεται ότι το πρόστιμο είναι κύρωση διοικητική και για την επιβολή του δεν απαιτείται η ύπαρξη δόλου (πρόθεσης), αλλά αρκεί η διαπίστωση της παράβασης (ερμηνευτική εγκύκλιος 3/1992, Άρθρο 32.0).
Από τα προαναφερθέντα, γίνεται κατανοητό ότι το αίτημά σας για ευνοϊκότερη αντιμετώπιση των παραβάσεων που έχουν επιβληθεί στους υπόχρεους επιτηδευματίες κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Κ.Β.Σ., για το οποίο απαιτείται νομοθετική ρύθμιση, δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθεί, δεδομένου ότι θα συνιστούσε άνιση μεταχείριση αφενός σε σχέση με τους επιτηδευματίες που θεωρούν τα στοιχεία τους μέσω των Δ.Ο.Υ. και αφετέρου σε σχέση με τους επιτηδευματίες που υπάγονται στις προαναφερόμενες αποφάσεις, σε βάρος των οποίων έχουν ήδη επιβληθεί από τις Δ.Ο.Υ. οι προβλεπόμενες κυρώσεις.
Τέλος, σημειώνεται ότι η έκδοση αθεώρητων στοιχείων δεν αποτελεί λόγο ανακρίβειας των βιβλίων σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 30 του Κ.Β.Σ. αλλά λόγο ανεπάρκειας αυτών σύμφωνα με την περίπτωση β’ της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!