Ε1. Οδηγίες συμπλήρωσης της δήλωσης εισοδήματος φυσικών προσώπων
- Εκκαθάριση δήλωσης και καταβολή φόρου
- Σχετ. νομοθεσία (1)
- Σχετ. αποφάσεις (14)
- Σχετ. αρχεία (3)
1. Η ΑΑΔΕ πραγματοποιεί την εκκαθάριση των δηλώσεων Φ.Π. που υπεβλήθησαν με χρήση της διαδικτυακής Υπηρεσίας υποβολής δηλώσεων μέσω της ψηφιακής πύλης myAADE και την έκδοση των Πράξεων Διοικητικού ή Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου κατά περίπτωση, με τις οποίες συνιστάται και βεβαιώνεται η οφειλή ή η απαίτηση του φορολογούμενου. Παράλληλα, κοινοποιεί τις πράξεις στους φορολογούμενους, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 5 του ΚΦΔ. Ο φορολογούμενος λαμβάνει στην προσωπική θυρίδα του στο λογαριασμό του «Τα Μηνύματά μου» της ψηφιακής πύλης myAADE, ειδοποίηση με διαδρομή (link) που τον οδηγεί στην αντίστοιχη σελίδα του δικτυακού τόπου της ΑΑΔΕ, όπου έχει τη δυνατότητα να ανακτήσει, να αποθηκεύσει και να εκτυπώσει την εκδοθείσα πράξη προσδιορισμού φόρου, καθώς και σύνοψη της πράξης (παράρτημα Ζ’). Επιπρόσθετα αποστέλλεται ηλεκτρονική ειδοποίηση στη δηλωθείσα από τον φορολογούμενο διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Η παραπάνω διαδικασία δύναται να εκτελείται όλο το εικοσιτετράωρο και όλες τις ημέρες της εβδομάδας, σύμφωνα με τις διατάξεις της υποπ. γ) της περ. 3 της υποπ. Ε2 της παρ. Ε’του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α’ 222) (όπως προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 19 του ν. 4223/2013, Α’ 287) και της παρ. 5 του άρθρου 22 της υπό στοιχεία Δ. ΟΡΓ. Α. 1125859 ΕΞ2020/2020 απόφασης του Διοικητή της ΑΑΔΕ.
2. Η σύνοψη της πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος έχει πληροφοριακό χαρακτήρα και δεν υποκαθιστά την πράξη προσδιορισμού φόρου. Στη σύνοψη της πράξης δύναται να αποτυπώνεται δισδιάστατος γραμμωτός κώδικας (QR code), στον οποίο εμπεριέχεται σύνδεσμος για την άμεση πρόσβαση στην εκδοθείσα πράξη προσδιορισμού φόρου.
3. Μετά την έκδοση της πράξης διοικητικού/διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, οι φορολογούμενοι δύνανται να ανακτούν, να αποθηκεύουν και εάν είναι αναγκαίο να εκτυπώνουν, σύνοψη της υποβληθείσας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος. Στη σύνοψη της υποβληθείσας δήλωσης περιλαμβάνονται μόνο τα πεδία και οι κωδικοί του εντύπου Ε1 που έχουν συμπληρωθεί και τα οποία λήφθηκαν υπόψη για την έκδοση της πράξης διοικητικού/διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, ενώ παραλείπονται μη συμπληρωμένα πεδία και κωδικοί.
4. Στις περιπτώσεις που κριθεί απαραίτητος ο έλεγχος των δικαιολογητικών των αρχικών ή τροποποιητικών δηλώσεων που υποβάλλονται με χρήση της διαδικτυακής Υπηρεσίας υποβολής δηλώσεων μέσω της ψηφιακής πύλης myAADE, οι φορολογούμενοι ειδοποιούνται μέσω μηνύματος να επισυνάψουν εντός της πλατφόρμας της υποβολής της δήλωσης ή να προσκομίσουν ή να αποστείλουν στην αρμόδια για την παραλαβή της δήλωσης υπηρεσία, μέσω της πλατφόρμας «Τα Αιτήματά μου» στην ψηφιακή πύλη myAADE και τους λοιπούς τρόπους που προβλέπονται στην παρ. 1γ του άρθρου 1, τα δικαιολογητικά εντός δεκαπέντε (15) ημερών. Μετά το πέρας της ανωτέρω προθεσμίας, οι δηλώσεις εκκαθαρίζονται από την ανωτέρω υπηρεσία, διαγράφοντας ή διορθώνοντας, όπου απαιτείται, ποσά τα οποία συνεπάγονται φορολογική απαλλαγή, έκπτωση ή ελάφρυνση του δηλούμενου εισοδήματος ή μείωση του φόρου, τα οποία δεν καλύπτονται από ηλεκτρονικά αρχεία ούτε προσκομίζονται για αυτά τα κατάλληλα δικαιολογητικά από τον φορολογούμενο, με τους προβλεπόμενους στην παρ. 1γ του άρθρου 1 τρόπους και στη συνέχεια εκδίδονται οι πράξεις προσδιορισμού φόρου, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 36 ΚΦΔ (σχετ. η υπό στοιχεία Ε.2162/2020 εγκύκλιος). Οι Πράξεις Διοικητικού Προσδιορισμού Φόρου, στις περιπτώσεις αυτές, εκδίδονται από την υπηρεσία εκκαθάρισης της δήλωσης και κοινοποιούνται στους φορολογούμενους με βάση τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 5 του ΚΦΔ, κατά τα αναφερόμενα στην παρ. 13 του άρθρου 1 της παρούσας. Η μη ανταπόκριση από τους φορολογούμενους στην πρόσκληση της ΑΑΔΕ να προσκομίσουν στοιχεία επισύρει τις κυρώσεις που προβλέπονται στην παρ. 1 του άρθρου 53 του ΚΦΔ.
5. Κατά την υποβολή των αρχικών δηλώσεων με χρήση της διαδικτυακής Υπηρεσίας υποβολής δηλώσεων μέσω της ψηφιακής πύλης myAADE, στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει ηλεκτρονική πληροφόρηση για ορισμένα εισοδήματα και φόρους, δύναται να μην εκκαθαρίζεται άμεσα η δήλωση και να ζητηθεί να επισυναφθούν εντός της πλατφόρμας της υποβολής της δήλωσης ή να προσκομισθούν ή να αποσταλούν στην αρμόδια για την παραλαβή της δήλωσης υπηρεσία, μέσω της πλατφόρμας «Τα Αιτήματά μου» στην ψηφιακή πύλη myAADE και τους λοιπούς τρόπους που προβλέπονται στην παρ. 1γ του άρθρου 1, τα δικαιολογητικά εντός δεκαπέντε (15) ημερών. Στις περιπτώσεις αυτές απαιτείται η προσκόμιση δικαιολογητικών που αφορούν μόνο σε κωδικούς της δήλωσης οι οποίοι κατά τον χρόνο υποβολής της δεν είναι προσυμπληρωμένοι, ούτε υπάρχει αναρτημένη πληροφορία για αυτούς. Σε κάθε περίπτωση μπορούν να ζητηθούν επιπλέον δικαιολογητικά, εφόσον κριθεί απαραίτητο από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας υπηρεσίας. Στη συνέχεια εκδίδονται από την υπηρεσία εκκαθάρισης της δήλωσης οι Πράξεις Διοικητικού Προσδιορισμού Φόρου, οι οποίες κοινοποιούνται στους φορολογούμενους με βάση τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 5 του ΚΦΔ, κατά τα αναφερόμενα στην παρ. 13 του άρθρου 1 της παρούσας.
6. Για τις τροποποιητικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των οποίων η αρχική δήλωση έχει υποβληθεί με χρήση της διαδικτυακής Υπηρεσίας υποβολής δηλώσεων μέσω της ψηφιακής πύλης myAADE και ζητούνται δικαιολογητικά, προσκομίζονται ή αποστέλλονται με τους προβλεπόμενους τρόπους μόνο τα δικαιολογητικά που αφορούν σε κωδικούς της δήλωσης για τους οποίους δεν υπάρχει ηλεκτρονική πληροφόρηση. Η τροποποιητική δήλωση υποβάλλεται σε χειρόγραφη μορφή στην αρμόδια για την παραλαβή της υπηρεσία κατά τα αναφερόμενα στην παρ. 1γ του άρθρου 1 της παρούσας, εφόσον και η αρχική δήλωση έχει υποβληθεί σε χειρόγραφη μορφή στην αρμόδια υπηρεσία.
7. Οι τροποποιητικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος που υποβάλλονται από μισθωτούς ή συνταξιούχους με αναδρομικά μισθών ή συντάξεων προηγουμένων ετών, αναδρομικά επιδομάτων ανεργίας, αμοιβών ιατρών του ΕΣΥ από απογευματινά ιατρεία νοσοκομείων του ΕΣΥ, παραλαμβάνονται χωρίς πρόστιμα και τόκους, μέχρι το τέλος του φορολογικού έτους στο οποίο εκδόθηκαν, κατά περίπτωση, οι βεβαιώσεις αποδοχών ή συντάξεων. Οι παραπάνω δηλώσεις υποβάλλονται με χρήση της διαδικτυακής Υπηρεσίας υποβολής δηλώσεων μέσω της ψηφιακής πύλης myAADE από το φορολογικό έτος 2015 και εφεξής, ενώ για το φορολογικό έτος 2014 και προηγούμενα υποβάλλονται ή αποστέλλονται με τους προβλεπόμενους τρόπους στην αρμόδια για την παραλαβή της δήλωσης υπηρεσία. Ειδικά οι τροποποιητικές δηλώσεις που αφορούν ποσά αγροτικών ενισχύσεων και επιδοτήσεων που εισπράττονται αναδρομικά κατόπιν ένστασης ή δικαστικής απόφασης και επιλέγεται να φορολογηθούν στο έτος στο οποίο ανάγονται, υποβάλλονται με τη χρήση της διαδικτυακής Υπηρεσίας υποβολής δηλώσεων μέσω της ψηφιακής πύλης myAADE από το φορολογικό έτος 2018 και εφεξής, ενώ για το φορολογικό έτος 2017 και προηγούμενα υποβάλλονται ή αποστέλλονται με τους προβλεπόμενους τρόπους στην αρμόδια για την παραλαβή της δήλωσης υπηρεσία.
8. α. Οι τροποποιητικές δηλώσεις που υποβάλλονται εκπρόθεσμα, όχι λόγω υπαιτιότητας του δικαιούχου των εισοδημάτων, αλλά εξαιτίας εκπρόθεσμης αποστολής αρχικού ή τροποποιητικού ηλεκτρονικού αρχείου στην ΑΑΔΕ, μηνιαίου ή ετήσιου, από τον εργοδότη/αρμόδιο φορέα που έχει την υποχρέωση, όπως και σε κάθε περίπτωση εκπρόθεσμης έκδοσης, διόρθωσης και χορήγησης βεβαίωσης από υπόχρεο φορέα, όταν αυτή είναι απαραίτητη για την συμπλήρωση και την υποβολή δήλωσης, θεωρούνται εμπρόθεσμες εφόσον υποβάλλονται εντός του φορολογικού έτους που εκδόθηκαν οι βεβαιώσεις από τον φορέα. Προκειμένου να μην επιβληθούν πρόστιμα και να μην υπολογιστούν τόκοι, οι τροποποιητικές δηλώσεις αυτές υποβάλλονται στην αρμόδια υπηρεσία κατά τα αναφερόμενα στην παρ. 1γ του άρθρου 1 της παρούσας. Πρόστιμα δεν επιβάλλονται και τόκοι δεν υπολογίζονται και στις περιπτώσεις που οι βεβαιώσεις αυτές χορηγούνται εκπρόθεσμα από φορέα αλλοδαπής.
β. Όταν αποστέλλεται εκπρόθεσμα στην ΑΑΔΕ μηνιαίο ή ετήσιο αρχείο, σύμφωνα με τις υπό στοιχεία Α.1099/2019 (Β’949), Α.1100/2019 (Β’951), Α.1101/2019 (Β’948), Α.1204/2020 (Β’3972) αποφάσεις του Διοικητή ΑΑΔΕ ή την υπό στοιχεία Α.1025/2024 (Β’1063) απόφαση του Διοικητή ΑΑΔΕ ή διορθώνεται αρχείο από οποιονδήποτε εργοδότη/φορέα, τότε ο εργοδότης/φορέας ενημερώνει υποχρεωτικά τον φορολογούμενο ότι έχει αποσταλεί ηλεκτρονικά τροποποιημένο αρχείο και του χορηγεί έντυπη βεβαίωση προκειμένου ο φορολογούμενος να λάβει γνώση ότι έχει υποχρέωση να υποβάλει δήλωση, καθόσον σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 της υπό στοιχεία Α.1025/2024 απόφασης, όσοι παρακρατούν φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 59, 61, 62 και 64 του ΚΦΕ, πλην των συμβολαιογράφων κατά την υπογραφή του συμβολαίου μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας, έχουν υποχρέωση να χορηγούν σε φυσικά και νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες στα οποία έγινε παρακράτηση, μοναδική βεβαίωση στην οποία αναγράφουν το σύνολο των αποδοχών από μισθωτή εργασία και συντάξεις, αμοιβών από επιχειρηματική δραστηριότητα και εισοδημάτων από μερίσματα, τόκους και δικαιώματα που κατέβαλαν στο φορολογικό έτος και τον φόρο που παρακρατήθηκε. Ίδια υποχρέωση υπάρχει και στις περιπτώσεις εισοδημάτων για τα οποία δεν προκύπτει φόρος για παρακράτηση, με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 6 της υπό στοιχεία Α. 1025/2024 απόφασης καθώς και για τα ποσά που ειδικότερα ορίζονται στο άρθρο αυτό, τα οποία δεν αποτελούν πληρωμές υποκείμενες σε παρακράτηση.
γ. Σε περίπτωση υποβολής εκπρόθεσμης αρχικής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικού προσώπου, από την οποία το ποσό φόρου που προκύπτει προς καταβολή είναι έως εκατό (100) ευρώ ή εκπρόθεσμης τροποποιητικής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικού προσώπου, από την οποία το επιπλέον ποσό φόρου που προκύπτει προς καταβολή, σε σχέση με την αρχική δήλωση, είναι έως εκατό (100) ευρώ, δεν επιβάλλονται τα πρόστιμα των παρ. 1 και 2 του άρθρου 53 του ΚΦΔ (σχετ. υπό στοιχεία Ε.2053/2022 εγκύκλιος).
9. Οι ανείσπρακτες δεδουλευμένες αποδοχές που εισπράχθηκαν το έτος 2014 και μετά και εφόσον αναγράφονται διακεκριμένα στην ετήσια βεβαίωση αποδοχών που χορηγείται στον δικαιούχο ή προκύπτει με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο το έτος στο οποίο ανάγονται (όπως βεβαίωση από πιστοποιημένο λογιστή-φοροτεχνικό βάσει αναλυτικών περιοδικών δηλώσεων (Α.Π.Δ.) του ασφαλιστικού φορέα κ.λπ. ή παλαιότερες βεβαιώσεις αποδοχών από τις οποίες προκύπτει το ύψος των αποδοχών που είχαν καταστεί ανείσπρακτες, δικαστική απόφαση κ.α.), υπάγονται σε φόρο με βάση τις διατάξεις του έτους που ανάγονται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 8 ΚΦΕ.
Οι τροποποιητικές δηλώσεις, με τις οποίες δηλώνονται οι ως άνω αποδοχές, θεωρούνται εμπρόθεσμες, εφόσον υποβληθούν εντός του έτους χορήγησης της ετήσιας βεβαίωσης αποδοχών. Στην περίπτωση που οι εν λόγω καταβληθείσες ανείσπρακτες δεδουλευμένες αποδοχές δεν συμπεριλαμβάνονται σε ετήσια βεβαίωση αποδοχών που χορηγείται στον δικαιούχο ή δεν αναγράφονται σε αυτή διακεκριμένα κατ’ έτος ή δεν μπορεί να αποδειχθεί με άλλο πρόσφορο μέσο το έτος στο οποίο ανάγονται, οι αποδοχές αυτές φορολογούνται στο έτος καταβολής τους.
Εάν δεν χορηγείται βεβαίωση αποδοχών και αποδεικνύεται με άλλο πρόσφορο μέσο η καταβολή των αποδοχών αλλά όχι το έτος ή τα έτη στα οποία αυτές ανάγονται, υποβάλλεται δήλωση, αρχική ή τροποποιητική, η οποία θεωρείται εμπρόθεσμη, ακόμη και αν υποβληθεί έως το τέλος του έτους που έπεται της καταβολής τους.
Σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις που υποβάλλονται τροποποιητικές δηλώσεις με καταβληθείσες ανείσπρακτες αποδοχές προηγούμενων χρόνων, δεν υπολογίζεται η προσαύξηση φόρου επί της διαφοράς μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού αποδείξεων, επειδή υπάρχει χρονική απόκλιση μεταξύ του χρόνου απόκτησης του εισοδήματος και είσπραξής του. Στις περιπτώσεις που καταβλήθηκαν κατά το φορολογικό έτος 2023 ανείσπρακτες αποδοχές, είτε εξ ολοκλήρου είτε μέρος αυτών, ο εργοδότης/φορέας τις έχει περιλάβει σε μηνιαίο ηλεκτρονικό αρχείο ΦΜΥ του έτους 2023 (στον κωδικό 6 «καταβληθείσες ανείσπρακτες αποδοχές οι οποίες φορολογούνται στο έτος που εισπράττονται ή στο έτος που ανάγονται εφόσον υποβληθούν διακεκριμένα στο έτος που αφορούν»), ενώ ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών έχει αποδοθεί στην ΑΑΔΕ σε προγενέστερο φορολογικό έτος στο οποίο ανάγονται και συνεπώς δεν περιλήφθηκε στο αντίστοιχο μηνιαίο αρχείο ΦΜΥ, τότε:
α) αν η έντυπη βεβαίωση αποδοχών που χορηγείται από τον εργοδότη/φορέα αναγράφει τις καταβληθείσες κατά το φορολογικό έτος 2023 αποδοχές διακεκριμένα κατ’ έτος που ανάγονται, ο εργοδότης έχει αναγράψει το έτος/τα έτη αναφοράς κατά την συμπλήρωση του κωδικού 6 της υπό στοιχεία Α. 1099/2019, ή η διάκριση στα έτη μπορεί να αποδειχθεί από τον φορολογούμενο με κάποιο άλλο πρόσφορο μέσο, ο φορολογούμενος υποβάλλει τροποποιητικές δηλώσεις στην αρμόδια υπηρεσία για τα έτη που οι αποδοχές αυτές ανάγονται.
β) αν η έντυπη βεβαίωση αποδοχών που χορηγείται από τον εργοδότη/φορέα δεν αναγράφει τις καταβληθείσες κατά το φορολογικό έτος 2023 αποδοχές διακεκριμένα κατ’έτος που ανάγονται και η διάκριση δεν μπορεί να αποδειχθεί από τον φορολογούμενο με κάποιο άλλο πρόσφορο μέσο, οι αποδοχές προσυμπληρώνονται στους κωδικούς 301-302 (μισθοί, ημερομίσθια) του φορολογικού έτους 2023, ο φορολογούμενος υποβάλλει για το φορολογικό έτος 2023 δήλωση με επιφύλαξη, αφού δεν έχει συμπεριληφθεί ο παρακρατούμενος φόρος και η δήλωση εκκαθαρίζεται από την αρμόδια υπηρεσία. Κατά την εκκαθάριση λαμβάνονται υπόψη τα ποσά των κωδικών 301-302, αλλά και ο παρακρατηθείς φόρος που αναλογεί στο καταβληθέν μέρος των αποδοχών, με βάση την χορηγούμενη από τον εργοδότη και προσκομιζόμενη από τον φορολογούμενο στην αρμόδια υπηρεσία έντυπη βεβαίωση αποδοχών.
Στις περιπτώσεις που καταβλήθηκαν κατά το φορολογικό έτος 2023 ανείσπρακτες αποδοχές, ενώ ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών δεν είχε αποδοθεί στον μήνα και έτος αναφοράς όπως έπρεπε, τότε ο εργοδότης αποδίδει τον οφειλόμενο φόρο με υποβολή τροποποιητικής δήλωσης απόδοσης ΦΜΥ στον μήνα και έτος αναφοράς και ο φορολογούμενος, για την υποβολή της δήλωσής του, ακολουθεί την πιο πάνω διαδικασία, ανάλογα με το αν οι αποδοχές φορολογούνται στο έτος που εισπράττονται ή στο έτος που ανάγονται.
10. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 88 του άρθρου 72 του ΚΦΕ, η καταβολή του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, φορολογικού έτους 2023, πραγματοποιείται σε οκτώ (8) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την 31η Ιουλίου 2024 και η καθεμία από τις επόμενες μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επτά (7) επόμενων μηνών. Αν η καταληκτική προθεσμία υποβολής της δήλωσης παρατείνεται σε ημερομηνία μεταγενέστερη της καταληκτικής ημερομηνίας καταβολής της πρώτης δόσης, οι δύο (2) πρώτες δόσεις καταβάλλονται μέχρι την καταληκτική ημερομηνία της δεύτερης δόσης.
Η καταβολή του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, φορολογικού έτους 2023, που συμμετέχουν σε νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες που τηρούν απλογραφικά βιβλία, γίνεται σε έξι (6) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου 2024 και η καθεμία από τις επόμενες μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των πέντε (5) επόμενων μηνών. ‘Όταν ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων φορολογικού έτους 2023, καταβάλλεται εφάπαξ μέχρι την καταληκτική ημερομηνία καταβολής της πρώτης δόσης, παρέχεται στο συνολικό ποσό του Φόρου και των συμβεβαιούμενων με αυτόν οφειλών, έκπτωση τρία (3%) τοις εκατό.
Τα ανωτέρω δεν καταλαμβάνουν τα φυσικά πρόσωπα που έχουν υπαχθεί στην εναλλακτική φορολόγηση εισοδήματος του άρθρου 5Β ΚΦΕ για το εισόδημα που προκύπτει στην αλλοδαπή. Ο φόρος του άρθρου 5Β, για το εν λόγω εισόδημα, καταβάλλεται σε μία (1) δόση μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Ιουλίου εκάστου έτους και δε συμψηφίζεται με άλλες φορολογικές υποχρεώσεις ή τυχόν πιστωτικά υπόλοιπα του προσώπου που έχει υπαχθεί στις συγκεκριμένες διατάξεις. Με την καταβολή του φόρου αυτού εξαντλείται κάθε φορολογική υποχρέωση του φυσικού προσώπου για το εισόδημα αυτό. Επί του φόρου που προκύπτει κατ’εφαρμογή του άρθρου 5Β για το εισόδημα αλλοδαπής προέλευσης από επιχειρηματική δραστηριότητα, δε βεβαιώνεται η προβλεπόμενη από το άρθρο 69 ΚΦΕ προκαταβολή φόρου.
11. Η καταβολή του φόρου που προσδιορίζεται από δηλώσεις που υποβάλλονται καθ’ όλη τη διάρκεια του φορολογικού έτους, γίνεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του πρώτου μήνα του επόμενου έτους, ενώ για τις δηλώσεις αυτής της περίπτωσης που υποβάλλονται στην αρμόδια για την παραλαβή της δήλωσης υπηρεσία εμπρόθεσμα και η πράξη προσδιορισμού φόρου εκδίδεται το επόμενο έτος, η καταβολή γίνεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από την έκδοση της πράξης προσδιορισμού φόρου. Οι Πράξεις Προσδιορισμού Φόρου, στις περιπτώσεις αυτές, εκδίδονται και κοινοποιούνται στους φορολογούμενους από την υπηρεσία εκκαθάρισης της δήλωσης με βάση τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 5 του ΚΦΔ, κατά τα αναφερόμενα στην παρ. 13 του άρθρου 1 της παρούσας.
12. Στις περιπτώσεις που η δήλωση υποβάλλεται εμπρόθεσμα, είτε στην αρμόδια για την παραλαβή της υπηρεσία, είτε με χρήση της διαδικτυακής Υπηρεσίας υποβολής δηλώσεων μέσω της ψηφιακής πύλης myAADE και καλείται ο φορολογούμενος για έλεγχο δικαιολογητικών και η δήλωση εκκαθαρίζεται από την αρμόδια υπηρεσία μετά την καταληκτική ημερομηνία της πρώτης δόσης, ο φόρος καταβάλλεται σε οκτώ (8) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, σύμφωνα με την παρ. 88 του άρθρου 72 του ΚΦΕ. Αν ο φόρος στην περίπτωση αυτή εξοφληθεί εφάπαξ εντός της προθεσμίας της πρώτης δόσης, παρέχεται η έκπτωση 3% της ανωτέρω διάταξης.
13. Για τις δηλώσεις που υποβάλλονται εκπρόθεσμα, ως αφετηρία υπολογισμού των τόκων λαμβάνεται η λήξη της προθεσμίας που θα έπρεπε ο φόρος να είχε αρχικά καταβληθεί. Ειδικότερα, για δηλώσεις που υποβάλλονται εκπρόθεσμα και οδηγούνται για έλεγχο στην αρμόδια υπηρεσία δεν λαμβάνεται υπόψη, για τον υπολογισμό των τόκων, το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την υποβολή της δήλωσης μέχρι την εκκαθάριση αυτής από την αρμόδια υπηρεσία.
14. Δεν βεβαιώνεται το ποσό που οφείλεται με βάση την πράξη προσδιορισμού φόρου, εφόσον αυτό δεν υπερβαίνει τα τριάντα (30) ευρώ ανά σύζυγο (παρ. 1 του άρθρου 18 του ν. 3522/2006).
15. Δεν επιστρέφεται ποσό φόρου με βάση την πράξη προσδιορισμού φόρου μικρότερο των πέντε (5) ευρώ ανά σύζυγο (παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 3522/2006).
16. Με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 5073/2023 (Α’ 204) τροποποιήθηκαν οι περ. γ και δ της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011, ώστε, από το φορολογικό έτος 2023 και εφεξής, να προβλέπεται η καταβολή μειωμένου τέλους επιτηδεύματος, κατά πενήντα τοις εκατό (50%), για τους επιτηδευματίες και τους ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα, καθώς και για τα υποκαταστήματα που αυτοί συστήνουν. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις νέες διατάξεις των περ. γ και δ της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011, το τέλος επιτηδεύματος ορίζεται σε τριακόσια είκοσι πέντε ευρώ (325 €) ετησίως για τους επιτηδευματίες και τους ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα και σε τριακόσια ευρώ (300€) ετησίως για κάθε υποκατάστημα που συστήνεται από τα εν λόγω πρόσωπα, αντίστοιχα. Ειδικά για τα φυσικά πρόσωπα που το εισόδημα τους προέρχεται από ατομική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ή ελευθέριο επάγγελμα και έχουν έγγραφη σύμβαση με μέχρι τρία (3) φυσικά ή/και νομικά πρόσωπα, ή το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) των ακαθάριστων εσόδων τους προέρχεται από ένα (1) φυσικό ή/και νομικό πρόσωπο, τα ποσά του τέλους επιτηδεύματος, εξακολουθούν να ισχύουν όπως επιβλήθηκαν κατά το οικονομικό έτος 2012.
17. Με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011 εξαιρούνται από τις υποχρεώσεις καταβολής του τέλους επιτηδεύματος, εκτός εάν πρόκειται για τουριστικούς τόπους, οι εμπορικές επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες που ασκούν τη δραστηριότητα τους σε χωριά με πληθυσμό έως πεντακόσιους (500) κατοίκους και σε νησιά κάτω από τρεις χιλιάδες εκατό (3.100) κατοίκους. Για τη διαπίστωση των πληθυσμιακών εξαιρέσεων από την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος ή την επιβολή μειωμένου τέλους, λαμβάνεται υπόψη η τελευταία επίσημη Απογραφή Μόνιμου Πληθυσμού της Χώρας (ΦΕΚ Β’2802/2023). Στην περίπτωση που η δραστηριότητα δεν ασκείται ολόκληρο το φορολογικό έτος σε περιοχή που απαλλάσσεται, αλλά λόγω μεταφοράς έδρας ασκείται κάποιους μήνες και σε περιοχή που δεν υπάρχει η πληθυσμιακή εξαίρεση, το τέλος επιτηδεύματος επιβάλλεται αναλογικά για τους μήνες λειτουργίας στη μη απαλλασσόμενη περιοχή.
Με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 4484/2017 (Α’ 110) τροποποιήθηκε η παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011, ως προς την έννοια του υποκαταστήματος για την εφαρμογή των διατάξεων επιβολής του τέλους επιτηδεύματος και δόθηκαν σχετικές οδηγίες με την υπό στοιχεία ΠΟΛ. 1156/2017 εγκύκλιο, καθώς και με την υπό στοιχεία Ε.2229/2021 εγκύκλιο. Συνεπώς, για τις εγκαταστάσεις που δεν νοούνται ως υποκαταστήματα για τις ανάγκες επιβολής του τέλους επιτηδεύματος και οι οποίες δηλώνονται στον κωδικό 008 του εντύπου Ε3, δεν υπολογίζεται τέλος επιτηδεύματος. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 4577/2018 (Α’199), που τροποποίησαν την παρ. 3 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011, εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής τέλους επιτηδεύματος, οι αγρότες μέλη αγροτικών συνεταιρισμών που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 8 του ν. 4384/2016 (Α’ 78), καθώς και όσοι έχουν πραγματοποιήσει έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας αλλά βρίσκονται σε κατάσταση πτώχευσης ή αδράνειας. Σε περίπτωση που η αδράνεια δεν καταλαμβάνει ολόκληρο το φορολογικό έτος, το τέλος επιτηδεύματος περιορίζεται ανάλογα με τους μήνες άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 66 του ν. 5100/2024 (Α’49) για τα φορολογικά έτη 2019 και εφεξής εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής τέλους επιτηδεύματος οι αγρότες κανονικού καθεστώτος, για τους οποίους έχουν παρέλθει τα πρώτα πέντε (5) έτη από την ημερομηνία τήρησης βιβλίων και ένταξής τους στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ, καθώς και οι αλιείς της παράκτιας αλιείας, που εκμεταλλεύονται, είτε ατομικά είτε με την μορφή συμπλοιοκτησίας ή κοινωνίας αστικού δικαίου αλιευτικά σκάφη μέχρι δώδεκα (12) μέτρα μεταξύ καθέτων.
Η εξαίρεση εφαρμόζεται για τους φορολογούμενους με τους Κ.Α.Δ. που αναφέρονται στις υπό στοιχεία Ε.2140/2020 και Ε. 2114/2021 εγκυκλίους. Οι αλιείς της παράκτιας αλιείας που εκμεταλλεύονται, είτε ατομικά είτε με την μορφή συμπλοιοκτησίας ή κοινωνίας αστικού δικαίου αλιευτικά σκάφη μέχρι δώδεκα (12) μέτρα μεταξύ καθέτων και δεν είναι ενταγμένοι στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ του άρθρου 40 του ν. 2859/2000 (Α’248), προκειμένου να λάβουν την απαλλαγή από το τέλος επιτηδεύματος, υποβάλλουν τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος με επιφύλαξη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 24 ΚΦΔ και προσκομίζουν στην αρμόδια για τη φορολογία τους υπηρεσία, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών, τα απαραίτητα δικαιολογητικά έγγραφα και στοιχεία, ώστε η υπηρεσία να αποφανθεί για τη σχετική επιφύλαξη περί εξαίρεσης από την καταβολή τέλους επιτηδεύματος.
18. Σύμφωνα με την περ. α) της παρ. 12 του άρθρου 57 ν. 4646/2019 με την καταβολή του προβλεπόμενου από τη διάταξη της παρ. 1 του ίδιου άρθρου τέλους, απαλλάσσονται από το τέλος επιτηδεύματος οι πλοιοκτήτες των υπό ελληνική σημαία αλιευτικών πλοίων και πλοιαρίων, καθώς και των ρυμουλκών και των αυτοκινούμενων βυθοκόρων των οποίων ο χρόνος δραστηριοποίησης σε υπηρεσίες θαλασσίων μεταφορών δεν υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του συνολικού χρόνου δραστηριοποίησής τους (σχετ. η υπό στοιχεία Ε. 2115/2021 Εγκύκλιος).
Τα φυσικά πρόσωπα που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 57 του ν. 4646/2019, ήτοι είναι πλοιοκτήτες αποκλειστικά ρυμουλκών ή κατ’ εντολή του πλοιοκτήτη ή οποιασδήποτε αρχής ή από οποιαδήποτε άλλη αιτία, διαχειρίζονται το ρυμουλκό πλοίο ή αυτοκινούμενη βυθοκόρο και εισπράττουν ναύλους υποβάλουν τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος με επιφύλαξη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 24 ΚΦΔ και προσκομίζουν στην αρμόδια για τη φορολογία τους υπηρεσία, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών, τη δήλωση απόδοσης τέλους της υπό στοιχεία Α.1201/2020 (Β’3860) απόφασης του Διοικητή της ΑΑΔΕ και τα λοιπά απαραίτητα δικαιολογητικά έγγραφα και στοιχεία, ώστε η υπηρεσία να αποφανθεί για τη σχετική επιφύλαξη περί μη επιβολής τέλους επιτηδεύματος.
19. Σύμφωνα με την παρ. 3 α του άρθρου 31 του ν. 3986/2011, όπως προστέθηκε με το άρθρο 180 του ν. 4972/2022 (Α’181) και ισχύει από το φορολογικό έτος 2022 και εφεξής, εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής του τέλους επιτηδεύματος φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα και αυξάνουν κατά τουλάχιστον τρία δωδέκατα (3/12) τις θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης εντός του έτους 2023 σε σχέση με το προηγούμενο. Η εξαίρεση χορηγείται με την προϋπόθεση ότι τα ακαθάριστα έσοδά τους κατά το φορολογικό έτος που εφαρμόζεται η εξαίρεση δεν ξεπερνούν τα δύο (2) εκατομμύρια ευρώ.
Για την εξαίρεση από την υποχρέωση καταβολής του τέλους επιτηδεύματος, εφαρμόζονται τα οριζόμενα στην υπό στοιχεία Α 1040/2023 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, κατόπιν εισήγησης του Διοικητή της ΑΑΔΕ (Β’2122).
Συγκεκριμένα, για τον έλεγχο της προϋπόθεσης ότι τα ακαθάριστα έσοδα κατά το φορολογικό έτος που εφαρμόζεται η εξαίρεση δεν ξεπερνούν τα δύο (2) εκατομμύρια ευρώ, το ποσό των ακαθαρίστων εσόδων αντλείται από τον κωδικό (047) του εντύπου Ε3 φορολογικού έτους 2023 και για τον έλεγχο της αύξησης κατά τουλάχιστον τρία δωδέκατα (3/12) των θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης εντός του έτους 2023 σε σχέση με το προηγούμενο, ο μέσος αριθμός εργαζομένων πλήρους απασχόλησης της επιχείρησης υπολογίζεται από το Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.Τα εξαχθέντα στοιχεία διαβιβάζονται αρμοδίως από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων στην ΑΑΔΕ.
Η ΑΑΔΕ ενημερώνει, μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Μαΐου, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τις επιχειρήσεις που πληρούν την προϋπόθεση της αύξησης κατά τουλάχιστον τρία δωδέκατα (3/12) των θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης εντός του έτους 2023 σε σχέση με το προηγούμενο. Εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές έχουν ακαθάριστα έσοδα κατά το φορολογικό έτος 2023 που δεν ξεπερνούν τα δύο (2) εκατομμύρια ευρώ, εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής του τέλους επιτηδεύματος για το οικείο φορολογικό έτος. Εάν κατά τον χρόνο λήψης του ηλεκτρονικού μηνύματος από την ΑΑΔΕ, οι δικαιούχοι έχουν ήδη υποβάλει τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2023, υποβάλλουν τροποποιητική δήλωση προκειμένου να εξαιρεθούν από την υποχρέωση καταβολής του τέλους επιτηδεύματος για το έτος αυτό. Οι επιχειρήσεις που δεν λαμβάνουν το ηλεκτρονικό μήνυμα της προηγούμενης παραγράφου, λόγω μη διακρίβωσης της πλήρωσης της αύξησης κατά τουλάχιστον τρία δωδέκατα (3/12) των θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης εντός του έτους 2023 σε σχέση με το προηγούμενο, δικαιούνται να υποβάλλουν ένσταση μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του πρώτου δεκαπενθημέρου του μηνός Ιουνίου που εξετάζεται από επιτροπή ενστάσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
Η ΑΑΔΕ αποστέλλει μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις επιχειρήσεις των οποίων η ένσταση γίνεται αποδεκτή, με βάση τα επικαιροποιημένα στοιχεία που αποστέλλει το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Εάν κατά τον χρόνο λήψης του ηλεκτρονικού μηνύματος από την ΑΑΔΕ, οι δικαιούχοι έχουν ήδη υποβάλει τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικείου έτους, υποβάλλουν τροποποιητική δήλωση προκειμένου να εξαιρεθούν από την υποχρέωση καταβολής του τέλους επιτηδεύματος για το έτος αυτό. Η υποβολή ένστασης δεν αναστέλλει την οριζόμενη στις οικείες διατάξεις προθεσμία για την υποβολή δήλωσης, ενώ η τροποποιητική δήλωση για την εξαίρεση από την υποχρέωση καταβολής του τέλους επιτηδεύματος, κατόπιν αποδοχής ένστασης από την αρμόδια Επιτροπή, υποβάλλεται κατά τα οριζόμενα του άρθρου 23 ΚΦΔ χωρίς επιβολή κυρώσεων.
20. Σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. α) της παρ. 10 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011, όπως προστέθηκε με το άρθρο 58 του ν. 4949/2022, ειδικά για τα φορολογικά έτη 2022, 2023 και 2024: α) Φυσικά πρόσωπα, καλλιτέχνες, δημιουργοί, επαγγελματίες της τέχνης και του πολιτισμού και χειροτέχνες, οι οποίοι είχαν προβεί σε διακοπή εργασιών κατά το χρονικό διάστημα από την 1η.1.2010 έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής του τέλους επιτηδεύματος, εφόσον: αα) είχαν, πριν από τη διακοπή και έχουν, μετά τη νέα έναρξη εργασιών, δηλώσει στο φορολογικό Μητρώο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) ως κύριο Κωδικό Αριθμό Δραστηριότητας (ΚΑΔ) έναν από τους αναφερόμενους στην κοινή υπουργική απόφαση της περ. γ) του ίδιου άρθρου, και αβ) η επανέναρξη εργασιών γίνεται έως και τις 30.6.2023.
Όσα φυσικά πρόσωπα υπαχθούν στη ρύθμιση της παρούσας, θεωρούνται δικαιούχοι χρηματοδότησης καθεστώτος ενίσχυσης του Έργου με κωδικό 16715 που περιλαμβάνεται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης «Ελλάδα 2.0» και χρηματοδοτείται από τοΤαμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Η εφαρμογή των ανωτέρω γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υπ’ αρ. 214630/2023 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων και Πολιτισμού και Αθλητισμού (Β’2940).
Με τη διάταξη της περ. β) της παρ. 10 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011, όπως προστέθηκε με το άρθρο 58 του ν. 4949/2022, προβλέπεται ότι φυσικά πρόσωπα, καλλιτέχνες, δημιουργοί, επαγγελματίες της τέχνης και του πολιτισμού και χειροτέχνες, καταβάλλουν μειωμένο σε σχέση με την γενική διάταξη της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, τέλος επιτηδεύματος ποσού τετρακοσίων (400) ευρώ κατ’ έτος, για τα φορολογικά έτη 2022, 2023 και 2024. Κατόπιν της τροποποίησης της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011, με το άρθρο 12 του ν. 5073/2023 και της μείωσης γενικά για τα φυσικά πρόσωπα κατά πενήντα τοις εκατό (50%) του τέλους επιτηδεύματος, τα ανωτέρω φυσικά πρόσωπα (καλλιτέχνες, δημιουργοί, επαγγελματίες της τέχνης και του πολιτισμού και χειροτέχνες) καταβάλλουν, από το φορολογικό έτος 2023 και έπειτα, το προβλεπόμενο από τις γενικές διατάξεις για την επιβολή του (περ. γ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011) τέλος επιτηδεύματος, καθώς το οριζόμενο στην περ. β’της παρ. 10 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011 δεν ισχύει πλέον ως μειωμένο σε σχέση με τη γενική ρύθμιση. Ειδικά για τους φορολογούμενους που εμπίπτουν στο προτελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011 και δραστηριοποιούνται σε πόλεις άνω των 200.000 κατοίκων εξακολουθεί να εφαρμόζεται η περ. β) της παρ. 10 του ίδιου άρθρου.