Εκσυγχρονίστε και αναβαθμίστε τη ψηφιακή υποδομή του λογιστικού σας γραφείου!

Μάθετε περισσότερα

Ο φορολογικός σας σύμβουλος! Αποκτήστε πρόσβαση στη γνώση από €8,33/ μήνα.

Μάθετε περισσότερα

Αποφάσεις - Εγκύκλιοι

Ο. 3018/2024 Κοινοποίηση των διατάξεων άρθρων του ν. 5100/2024

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΑΑΔΕ
Ανεξάρτητη Αρχή
Δημοσίων Εσόδων
Ι. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ (Δ.Ε.Α.Φ.)
ΤΜΗΜΑΤΑ Α΄, Β΄
Ταχ. Δ/νση : Καρ. Σερβίας 10
Ταχ. Κώδικας : 101 84 Αθήνα
Τηλέφωνο : 210 3375311, -316
E-Mail : deaf@aade.gr
II. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΙ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ (ΔΙ.Δ.ΕΙΣ.ΕΠ.)
ΤΜΗΜΑΤΑ Α΄, Β΄, Γ΄
Ταχ. Δ/νση : Πανεπιστημίου 20
Ταχ. Κώδικας : 10184, Αθήνα
Τηλέφωνο : 2103636872
2103635044
Email : dideisep@aade.gr
IΙΙ. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΟΛΟΓΙΟΥ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Ταχ. Δ/νση : Χανδρή 1 &
Θεσ/νίκης, 183 46
Μοσχάτο
Ταχ. Κώδικας : 10672, Αθήνα
Τηλέφωνο : 2104802164
E-Mail : defk@aade.gr

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

ΑΔΑ: 9ΡΔ446ΜΠ3Ζ-330

Αθήνα , 15 Απριλίου 2024

Αρ. Πρωτ: Ο. 3018

ΠΡΟΣ: ΠΙΝΑΚΑ ΔΙΑΝΟΜΗΣ

ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση των διατάξεων των άρθρων 1 έως 54, 58, 59, 62 και 64 έως 69 του ν. 5100/2024 (Α' 49) με τίτλο «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2022/2523 του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2022, σχετικά με την εξασφάλιση παγκόσμιου ελάχιστου επιπέδου φορολογίας των ομίλων πολυεθνικών επιχειρήσεων και των εγχώριων ομίλων μεγάλης κλίμακας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Pillar II) και άλλες επείγουσες διατάξεις.».

Α) ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ

Κοινοποίηση των διατάξεων των άρθρων 1 έως 54, 58, 59, 62 και 64 έως 69 του ν. 5100/2024 (Α' 49) με τίτλο «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2022/2523 του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2022, σχετικά με την εξασφάλιση παγκόσμιου ελάχιστου επιπέδου φορολογίας των ομίλων πολυεθνικών επιχειρήσεων και των εγχώριων ομίλων μεγάλης κλίμακας στην ΕυρωπαϊκήΈνωση (Pillar II) και άλλες επείγουσες διατάξεις.».

Β) ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ

Κοινοποίηση των διατάξεων των κάτωθι άρθρων του ν. 5100/2024:Τα άρθρα 1- 54 και άρθρο 69 (έναρξη ισχύος) με τα οποία ενσωματώνεται στο εσωτερικό μας δίκαιο η Οδηγία (ΕΕ) 2022/2523 του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 2022 σχετικά με την εξασφάλιση παγκόσμιου ελάχιστου επιπέδου φορολογίας των ομίλων πολυεθνικών επιχειρήσεων (ΠΕ) και των εγχώριων ομίλων μεγάλης κλίμακας στην Ένωση. Με τις υπόψη διατάξεις θεσπίζονται κοινά μέτρα σύμφωνα με τους παγκόσμιους πρότυπους κανόνες κατά της διάβρωσης της φορολογικής βάσης («πρότυποι κανόνες του ΟΟΣΑ», κανόνες GloBE) που εγκρίθηκαν στις 14 Δεκεμβρίου 2021 και περαιτέρω δυνάμει του άρθρου 32 της Οδηγίας ενσωματώνονται οι Διοικητικές Κατευθυντήριες Οδηγίες του ΟΟΣΑ που δημοσιεύθηκαν τον Δεκέμβριο του 2022 αναφορικά με το μεταβατικό ασφαλή λιμένα Έκθεσης ανά Χώρα (ΕαΧ), ως άρθρο 34 (όπως αυτό τελεί υπό τις εξουσιοδοτικές διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 50), καθώς και οι Διοικητικές Κατευθυντήριες Οδηγίες του ΟΟΣΑ που δημοσιεύθηκαν τον Ιούλιο του 2023 αναφορικά με τον προσωρινό ασφαλή λιμένα κανόνα υποφορολογημένων κερδών και το μόνιμο ασφαλή λιμένα του εγχώριου συμπληρωματικό φόρο, ως άρθρο 35 (όπως αυτό τελεί υπό τις εξουσιοδοτικές διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 50) και άρθρο 36, αντίστοιχα. Τα άρθρα 13, 14 και 15 εφαρμόζονται για οικονομικά έτη που αρχίζουν από την 31η Δεκεμβρίου 2024 και μετά με την επιφύλαξη της παρ. 4 του άρθρου 69. Τα λοιπά άρθρα του Μέρους Β' εφαρμόζονται για οικονομικά έτη που αρχίζουν από την 31η Δεκεμβρίου 2023 και μετά.

Επιπλέον κοινοποιούνται:

Το άρθρο 58 - Έκδοση και αποστολή εγγράφων διοικητικής εκτέλεσης μέσω υπηρεσίας διαλειτουργικότητας.

Το άρθρο 59 - Βεβαίωση του επιστρεπτέου ποσού ή αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού της επιστρεπτέας προκαταβολής σε περιπτώσεις φυσικού προσώπου που απεβίωσε και νομικής οντότητας που λύθηκε.

Το άρθρο 62 - Αναστολή είσπραξης χρεών πληγέντων από θεομηνίες - Τροποποίηση παρ. 5 άρθρου πέμπτου ν. 2275/1994.

Το άρθρο 64 - Άδεια διαμονής που συνδέεται με επενδύσεις σε ακίνητη περιουσία -Αντικατάσταση άρθρου 100 και παρ. 49 άρθρου 176 ν. 5038/2023.

Το άρθρο 65 - Κωδικοί Αριθμοί Δραστηριότητας για ατομικές επιχειρήσεις - Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 57 ν. 4919/2022.

Το άρθρο 66 - Εξαίρεση από την υποχρέωση καταβολής του τέλους επιτηδεύματος για αγρότες κανονικού καθεστώτος και αλιείς παράκτιας αλιείας - Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 31 ν. 3986/2011.

Το άρθρο 67 - Καταβολή φόρου εισοδήματος σε οκτώ μηνιαίες δόσεις - Προσθήκη παρ. 88 και 89 στο άρθρο 72 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

Το άρθρο 68 - Απαλλαγή από τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων - Επέκταση της κατ’ εξαίρεση κατάταξης σε Φορολογικές Ζώνες - Τροποποίηση παρ. 7Ε άρθρου 3 και περ. α’ παρ. 2 Ενότητας Α’ άρθρου 4 ν. 4223/2013.

Γ) ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

i) Όσον αφορά στις διατάξεις των άρθρων 1- 54 και του άρθρου 69 (έναρξη ισχύος) αυτές εφαρμόζονται επί των εγκατεστημένων στην Ελλάδα θυγατρικών εταιρειών που αποτελούν μέλη πολυεθνικών ομίλων επιχειρήσεων ή ημεδαπών ομίλων μεγάλης κλίμακας, με παγκόσμιο ενοποιημένο κύκλο εργασιών άνω των επτακοσίων πενήντα εκατομμυρίων (750.000.000) ευρώ για τουλάχιστον δύο (2) από τα τελευταία τέσσερα (4) οικονομικά έτη.

ii) Το άρθρο 58 αφορά στην αποστολή εγγράφων διοικητικής εκτέλεσης αποκλειστικά μέσω του Κέντρου Διαλειτουργικότητας της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων Δημόσιας Διοίκησης του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης.

iii) Το άρθρο 59 αφορά σε λήπτες της ενίσχυσης της επιστρεπτέας προκαταβολής, αφενός σε φυσικά πρόσωπα που απεβίωσαν, αφετέρου σε νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που λύθηκαν ή ολοκλήρωσαν τις εργασίες της εκκαθάρισης ή διαγράφηκαν από το Γενικό Εμπορικό μητρώο.

iv) Το άρθρο 62 εφαρμόζεται στους πληγέντες από θεομηνίες και αφορά στην αναστολή είσπραξης ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο και χρεών που η είσπραξή τους έχει ανατεθεί στην ΑΑΔΕ.

v) Το άρθρο 64 αφορά τους πολίτες τρίτων χωρών που επιθυμούν να αποκτήσουν ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα και τους ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα.

vi) Το άρθρο 65 αφορά σε ατομικές επιχειρήσεις με εγκατάσταση στην ημεδαπή.

νii) Το άρθρο 66 αφορά σε αγρότες κανονικού καθεστώτος και αλιείς παράκτιας αλιείας.

viii) Το άρθρο 67 αφορά σε φυσικά και νομικά πρόσωπα/νομικές οντότητες που υποβάλλουν δήλωση φορολογίας εισοδήματος από την οποία προκύπτει ποσό για καταβολή.

ix) Το άρθρο 68 αφορά σε φυσικά και νομικά πρόσωπα/νομικές οντότητες που έχουν ακίνητα σε συγκεκριμένες περιοχές της Ελλάδας.

Σας κοινοποιούμε συνημμένα τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 54, 58, 59, 62 και 64 έως 69 του ν. 5100/2024 (Α'49), ως εξής:

ΜΕΡΟΣ Α'ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ

Άρθρο 1 «Σκοπός»

«Με τον παρόντα: α) καθιερώνεται το παγκόσμιο ελάχιστο επίπεδο φορολογίας των πολυεθνικών ομίλων επιχειρήσεων και των ημεδαπών ομίλων επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας, ώστε να καταβάλλουν δίκαιο μερίδιο φόρων για τη δραστηριότητά τους, εντός και εκτός της εσωτερικής αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, καθορίζεται το κράτος γένεσης των κερδών και κατ' επέκταση το νομιμοποιούμενο για τη φορολόγηση κράτος, ιδίως πολυεθνικών επιχειρήσεων και ομίλων, οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε πολλές χώρες και ανεξάρτητα της δικαιοδοσίας της καταστατικής τους έδρας, προκειμένου να αναχαιτιστεί η καταχρηστική πρακτική της μετατόπισης των κερδών σε δικαιοδοσίες μηδενικής ή πολύ χαμηλής φορολογίας, εξασφαλίζοντας ισότιμους όρους ανταγωνισμού και προστατεύοντας παράλληλα τις φορολογικές βάσεις των δικαιοδοσιών, β) ρυθμίζονται επιμέρους συμπληρωματικά ζητήματα, τα οποία χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης, επευκαιρία και της ενσωμάτωσης της Οδηγίας (ΕΕ) 2022/2523 του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2022, σχετικά με την εξασφάλιση παγκόσμιου ελάχιστου επιπέδου φορολογίας των ομίλων πολυεθνικών επιχειρήσεων και των εγχώριων ομίλων μεγάλης κλίμακας στην Ένωση (Pillar II, L 328).».

Άρθρο 2 «Αντικείμενο»

«Με τον παρόντα: α) θεσπίζεται ένα σύστημα κανόνων ελάχιστης πραγματικής φορολόγησης, βάσει του οποίου οι εγκατεστημένες στην Ελλάδα θυγατρικές εταιρείες, μέλη πολυεθνικών ομίλων επιχειρήσεων ή ημεδαπών ομίλων μεγάλης κλίμακας, με παγκόσμιο ενοποιημένο κύκλο εργασιών άνω των επτακοσίων πενήντα εκατομμυρίων (750.000.000) ευρώ για τουλάχιστον δύο (2) από τα τελευταία τέσσερα (4) οικονομικά έτη, που προηγούνται του υπό εξέταση οικονομικού έτους (έτος αναφοράς), υπόκεινται σε φορολογία των εταιρικών τους κερδών που παράγουν σε κάθε χώρα, στην οποία δραστηριοποιούνται, εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατόπιν εφαρμογής ελάχιστου πραγματικού φορολογικού συντελεστή ύψους δεκαπέντε τοις εκατό (15%), μέσω της ενσωμάτωσης της Οδηγίας (ΕΕ) 2022/2523 του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2022, σχετικά με την εξασφάλιση παγκόσμιου ελάχιστου επιπέδου φορολογίας των ομίλων πολυεθνικών επιχειρήσεων και των εγχώριων ομίλων μεγάλης κλίμακας στην Ένωση (Pillar II, L 328), β) τροποποιούνται και θεσπίζονται διατάξεις που αφορούν ειδικότερα φορολογικά και τελωνειακά ζητήματα.».

ΜΕΡΟΣ Β

ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ (ΕΕ) 2022/2523 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, ΤΗΣ 14ΗΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2022, ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΕΛΑΧΙΣΤΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΟΜΙΛΩΝ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΓΧΩΡΙΩΝ ΟΜΙΛΩΝ ΜΕΓΑΛΗΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΈΝΩΣΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 3 «Πεδίο εφαρμογής (άρθρο 2 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Ο παρών εφαρμόζεται σε εγκατεστημένες στην Ελλάδα συνιστώσες οντότητες που είναι μέλη ομίλου πολυεθνικών επιχειρήσεων (ΠΕ) ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας, οι οποίες περιλαμβάνονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας με ετήσια έσοδα τουλάχιστον επτακόσια πενήντα εκατομμύρια (750.000.000) ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των εσόδων των εξαιρούμενων οντοτήτων που αναφέρονται στην παρ. 2, για τουλάχιστον δύο (2) από τα τέσσερα (4) οικονομικά έτη που προηγούνται του υπό εξέταση οικονομικού έτους. Όταν ένα (1) ή περισσότερα από τα τέσσερα (4) οικονομικά έτη του προηγούμενου εδαφίου είναι μεγαλύτερα ή μικρότερα των δώδεκα (12) μηνών, το όριο εσόδων προσαρμόζεται αναλογικά για καθένα από τα εν λόγω οικονομικά έτη με βάση τους μήνες της πραγματικής διάρκειας εντός του οικονομικού έτους αναφοράς.

2. Ο παρών δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες οντότητες («εξαιρούμενες οντότητες»):

α) Κρατική οντότητα, διεθνή οργανισμό, μη κερδοσκοπικό οργανισμό, συνταξιοδοτικό ταμείο, οργανισμό επενδύσεων που είναι τελική μητρική οντότητα ή φορέα επενδύσεων σε ακίνητα που είναι τελική μητρική οντότητα.

β) Οντότητα που ανήκει κατά τουλάχιστον ενενήντα πέντε τοις εκατό (95%) της αξίας της σε μία ή περισσότερες οντότητες που αναφέρονται στην περ. α), άμεσα ή μέσω μίας ή περισσότερων εξαιρούμενων οντοτήτων, πλην των οντοτήτων παροχής συνταξιοδοτικών υπηρεσιών, και η οποία:

βα) δραστηριοποιείται αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά με σκοπό την κατοχή περιουσιακών στοιχείων ή την επένδυση κεφαλαίων προς όφελος της οντότητας ή των οντοτήτων της περ. α) ή

ββ) ασκεί αποκλειστικά δραστηριότητες παρεπόμενες εκείνων που ασκούν η οντότητα ή οι οντότητες της περ. α).

γ) Οντότητα που ανήκει κατά τουλάχιστον ογδόντα πέντε τοις εκατό (85%) της αξίας της, άμεσα ή μέσω μίας ή περισσότερων εξαιρούμενων οντοτήτων, σε μία ή περισσότερες οντότητες της περ. α), πλην των οντοτήτων παροχής συνταξιοδοτικών υπηρεσιών, υπό την προϋπόθεση ότι ουσιαστικά το σύνολο των εισοδημάτων της προέρχεται από μερίσματα ή κέρδη ή ζημίες ιδίων κεφαλαίων συνδεόμενες με κεφαλαιακές συμμετοχές που εξαιρούνται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας σύμφωνα με τις περ. β) και γ) της παρ. 2 του άρθρου 17.

Η υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα μπορεί να επιλέξει τη μη ένταξη μιας συνιστώσας στις εξαιρέσεις των περ. β) και γ) για περίοδο πέντε (5) ετών από το έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή. Η επιλογή ανανεώνεται αυτόματα, εκτός αν η υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα ανακαλέσει την επιλογή στο τέλος της πενταετούς περιόδου. Η ανάκληση της επιλογής ισχύει για περίοδο πέντε (5) ετών από το τέλος του έτους κατά το οποίο πραγματοποιείται η ανάκληση.».

Άρθρο 4 «Ορισμοί (άρθρο 3 Οδηγίας 2022/2523)»

«Για τους σκοπούς του παρόντος, ισχύουν οι παρακάτω ορισμοί:

1. «Οντότητα»: κάθε νομικό μόρφωμα που καταρτίζει χωριστούς χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς ή κάθε νομικό πρόσωπο.

2. «Συνιστώσα οντότητα»:

α) κάθε οντότητα που ανήκει σε όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας και

β) κάθε μόνιμη εγκατάσταση κύριας οντότητας, η οποία ανήκει σε όμιλο ΠΕ που αναφέρεται στην περ. α).

3. «Όμιλος»:

α) σύνολο οντοτήτων που συνδέονται μέσω ιδιοκτησίας ή ελέγχου, όπως ορίζεται από το αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο κατά την έννοια της παρ. 25 για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων από την τελική μητρική οντότητα, συμπεριλαμβανομένης κάθε οντότητας που μπορεί να έχει εξαιρεθεί από τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας αποκλειστικά για λόγους μεγέθους ή σημασίας της οντότητας, προκειμένου να περιληφθεί ή μη στην ενοποίηση, κατά την έννοια του εφαρμοζόμενου αποδεκτού χρηματοοικονομικού λογιστικού προτύπου ή επειδή κατέχεται προς πώληση ή

β) οντότητα που έχει μία ή περισσότερες μόνιμες εγκαταστάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι δεν ανήκει σε άλλο όμιλο, όπως ορίζεται στην περ. α).

4. «Όμιλος πολυεθνικών επιχειρήσεων»: οποιοσδήποτε όμιλος, ο οποίος περιλαμβάνει τουλάχιστον μία οντότητα ή μόνιμη εγκατάσταση, η οποία δεν βρίσκεται στη δικαιοδοσία της τελικής μητρικής οντότητας.

5. «Εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας»: κάθε όμιλος του οποίου όλες οι συνιστώσες οντότητες είναι εγκατεστημένες στο ίδιο κράτος μέλος.

6. «Ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις»:

α) οι οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονται από μια οντότητα σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο, στις οποίες τα περιουσιακά στοιχεία, οι υποχρεώσεις, το εισόδημα, οι δαπάνες και οι ταμειακές ροές της εν λόγω οντότητας και των οντοτήτων στις οποίες κατέχει ελέγχουσα συμμετοχή εμφανίζονται ως εάν να επρόκειτο για ενιαία οικονομική οντότητα,

β) για τους ομίλους της περ. β) της παρ. 3, οι οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονται από μια οντότητα σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο,

γ) όταν η τελική μητρική οντότητα καταρτίζει οικονομικές καταστάσεις των περ. α) ή β), οι οποίες δεν είναι σύμφωνες με αποδεκτό χρηματοοικονομικό πρότυπο, οι οικονομικές καταστάσεις που προσαρμόζονται ώστε να αποτρέπεται οποιαδήποτε ουσιώδης στρέβλωση του ανταγωνισμού,

δ) όταν η τελική μητρική οντότητα δεν καταρτίζει οικονομικές καταστάσεις, όπως περιγράφεται στις περ. α), β) ή γ), οι οικονομικές καταστάσεις που θα είχαν καταρτιστεί αν η τελική μητρική οντότητα ήταν υποχρεωμένη να καταρτίσει τις εν λόγω οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με:

δα) αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο ή

δβ) άλλο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο και υπό τον όρο ότι οι εν λόγω οικονομικές καταστάσεις προσαρμόζονται ώστε να αποτρέπεται οποιαδήποτε ουσιώδης στρέβλωση του ανταγωνισμού.

7. «Οικονομικό έτος»: η λογιστική περίοδος για την οποία η τελική μητρική οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας καταρτίζει τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της ή, αν η τελική μητρική οντότητα δεν καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, το ημερολογιακό έτος.

8. «Υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα»: οντότητα που υποβάλλει δήλωση πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου σύμφωνα με το άρθρο 48.

9. «Κρατική οντότητα»: οντότητα που πληροί όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α) αποτελεί μέρος κυβέρνησης ή ανήκει εξ ολοκλήρου σε κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης κάθε πολιτικής υποδιαίρεσης ή τοπικής αρχής αυτής,

β) δεν ασκεί εμπορική ή επιχειρηματική δραστηριότητα και έχει ως κύριο σκοπό:

βα) να επιτελεί κυβερνητική λειτουργία ή

ββ) να διαχειρίζεται ή να επενδύει τα περιουσιακά στοιχεία της εν λόγω κυβέρνησης ή δικαιοδοσίας μέσω της πραγματοποίησης και κατοχής επενδύσεων, της διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και συναφών επενδυτικών δραστηριοτήτων για τα περιουσιακά στοιχεία της εν λόγω κυβέρνησης ή δικαιοδοσίας,

γ) λογοδοτεί σε κυβέρνηση για τις συνολικές επιδόσεις της και υποβάλλει ετησίως στοιχεία στην εν λόγω κυβέρνηση και

δ) με τη διάλυσή της, τα περιουσιακά στοιχεία της περιέρχονται σε κυβέρνηση και, εφόσον διανέμει καθαρά κέρδη, τα εν λόγω καθαρά κέρδη διανέμονται αποκλειστικά στην εν λόγω κυβέρνηση, και κανένα μερίδιό τους δεν καταλήγει προς όφελος ιδιώτη.

10. «Διεθνής οργανισμός»: κάθε διακυβερνητικός οργανισμός, συμπεριλαμβανομένων των υπερεθνικών οργανισμών ή υπηρεσία ή όργανο που ανήκει εξ ολοκλήρου σε αυτόν, ο οποίος πληροί όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α) απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από κυβερνήσεις,

β) έχει συνάψει με τη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένος, ισχύουσα συμφωνία έδρας ή παρεμφερή επί της ουσίας συμφωνία, για παράδειγμα ρυθμίσεις που παρέχουν προνόμια και ασυλίες στα γραφεία ή τις εγκαταστάσεις του οργανισμού στη δικαιοδοσία και

γ) η νομοθεσία ή τα έγγραφα που διέπουν τη λειτουργία του δεν επιτρέπουν να καταλήγει το εισόδημά του προς όφελος ιδιωτών.

11. «Μη κερδοσκοπικός οργανισμός»: οντότητα που πληροί όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α) είναι εγκατεστημένη και λειτουργεί στη δικαιοδοσία της κατοικίας της:

αα) αποκλειστικά για θρησκευτικούς, φιλανθρωπικούς, επιστημονικούς, καλλιτεχνικούς, πολιτιστικούς, αθλητικούς, εκπαιδευτικούς ή άλλους παρόμοιους σκοπούς ή

αβ) ως επαγγελματική οργάνωση, σύνδεσμος επιχειρήσεων, εμπορικό επιμελητήριο, οργάνωση εργαζομένων, οργάνωση αγροτικών ή οπωροκηπευτικών εκμεταλλεύσεων, ένωση πολιτών ή οργάνωση που λειτουργεί αποκλειστικά για την προαγωγή της κοινωνικής ευημερίας,

β) ουσιαστικά όλο το εισόδημα από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην περ. α) απαλλάσσεται από φόρο εισοδήματος στη δικαιοδοσία της κατοικίας της,

γ) δεν διαθέτει μετόχους ή μέλη που έχουν δικαιώματα κυριότητας ή επικαρπίας επί των εσόδων ή των περιουσιακών της στοιχείων,

δ) τα έσοδα ή τα περιουσιακά στοιχεία της οντότητας δεν επιτρέπεται να διανέμονται ή να χρησιμοποιούνται προς όφελος ιδιώτη ή μη φιλανθρωπικής οντότητας, εκτός αν η διανομή ή η χρήση αυτή γίνεται:

δα) στο πλαίσιο της άσκησης των φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων της οντότητας,

δβ) ως πληρωμή εύλογης αμοιβής για την παροχή υπηρεσιών ή για τη χρήση ιδιοκτησίας ή κεφαλαίου ή

δγ) ως πληρωμή τιμήματος για την πραγματική εμπορική αξία ιδιοκτησίας που αγόρασε η οντότητα και

ε) με την παύση των δραστηριοτήτων, την εκκαθάριση ή τη διάλυση της οντότητας, όλα τα περιουσιακά στοιχεία της πρέπει να διανεμηθούν ή να επιστραφούν σε μη κερδοσκοπικό οργανισμό ή στην κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε κρατικής οντότητας, της δικαιοδοσίας της κατοικίας της οντότητας ή σε οποιαδήποτε πολιτική υποδιαίρεση αυτής,

στ) δεν ασκεί εμπορική ή επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία δεν συνδέεται άμεσα με τους σκοπούς για τους οποίους ιδρύθηκε.

12. α) «Οντότητα μετακύλισης φόρου» (flow-through entity): οντότητα στον βαθμό που είναι φορολογικά διαφανής όσον αφορά το εισόδημα, τις δαπάνες, τα κέρδη ή τις ζημίες της στη δικαιοδοσία στην οποία συστάθηκε, εκτός αν έχει φορολογική κατοικία και υπόκειται σε καλυπτόμενο φόρο επί του εισοδήματος ή των κερδών της σε άλλη δικαιοδοσία. Οντότητα μετακύλισης φόρου θεωρείται ότι είναι:

αα) μια φορολογικά διαφανής οντότητα όσον αφορά το εισόδημα, τις δαπάνες, τα κέρδη ή τις ζημίες της, εφόσον είναι φορολογικά διαφανής στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται ο ιδιοκτήτης της,

αβ) μια αντίστροφη υβριδική οντότητα όσον αφορά το εισόδημα, τις δαπάνες, τα κέρδη ή τις ζημίες της, εφόσον δεν είναι φορολογικά διαφανής στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται ο ιδιοκτήτης της.

Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, ως «φορολογικά διαφανής οντότητα» νοείται μια οντότητα, της οποίας το εισόδημα, οι δαπάνες, τα κέρδη ή οι ζημίες αντιμετωπίζονται από τη νομοθεσία μιας δικαιοδοσίας σαν να προέρχονταν ή να πραγματοποιούνταν από τον άμεσο ιδιοκτήτη της εν λόγω οντότητας κατ' αναλογία προς τη συμμετοχή του σε αυτήν την οντότητα. Μια ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε οντότητα ή μόνιμη εγκατάσταση που αποτελεί συνιστώσα οντότητα αντιμετωπίζεται σαν να κατέχεται μέσω μιας φορολογικά διαφανούς δομής, αν η εν λόγω ιδιοκτησιακή συμμετοχή κατέχεται έμμεσα μέσω μιας αλυσίδας φορολογικά διαφανών οντοτήτων.

β) Μία συνιστώσα οντότητα που δεν έχει φορολογική κατοικία και δεν υπόκειται σε καλυπτόμενο φόρο ή ενδεδειγμένο εγχώριο συμπληρωματικό φόρο με βάση τον τόπο διοίκησής της, τον τόπο ίδρυσής της ή παρόμοια κριτήρια αντιμετωπίζεται ως οντότητα μετακύλισης φόρου και φορολογικά διαφανής οντότητα όσον αφορά τα έσοδα, τις δαπάνες, τα κέρδη ή τις ζημίες της, εφόσον:

βα) οι ιδιοκτήτες της βρίσκονται σε δικαιοδοσία που αντιμετωπίζει την οντότητα ως φορολογικά διαφανή,

ββ) ο τόπος επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της δεν είναι στη δικαιοδοσία στην οποία ιδρύθηκε και

βγ) το εισόδημα, οι δαπάνες, τα κέρδη ή οι ζημίες δεν μπορούν να αποδοθούν σε μόνιμη εγκατάσταση.

13. «Μόνιμη εγκατάσταση»:

α) τόπος επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή τεκμαιρόμενος τόπος επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που βρίσκεται σε δικαιοδοσία στην οποία αντιμετωπίζεται ως μόνιμη εγκατάσταση σύμφωνα με εφαρμοστέα Σύμβαση Αποφυγής Διπλής Φορολογίας (Σ.Α.Δ.Φ.), υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω δικαιοδοσία φορολογεί το εισόδημα που της αναλογεί, σύμφωνα με διάταξη παρόμοια με το άρθρο 7 της Πρότυπης Σύμβασης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.) επί του εισοδήματος και του κεφαλαίου (OECD Model Convention on Income and Capital),

β) αν δεν υπάρχει εφαρμοστέα Σ.Α.Δ.Φ., τόπος επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή τεκμαιρόμενος τόπος επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που βρίσκεται σε δικαιοδοσία, η οποία φορολογεί σε καθαρή βάση το εισόδημα που αναλογεί στην εν λόγω εγκατάσταση κατά τρόπο παρόμοιο με αυτόν που φορολογεί τους φορολογικούς κατοίκους της,

γ) αν μια δικαιοδοσία δεν διαθέτει σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών, τόπος επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή τεκμαιρόμενος τόπος επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που βρίσκεται σε αυτήν τη δικαιοδοσία και θα αντιμετωπιζόταν ως μόνιμη εγκατάσταση σύμφωνα με το πρότυπο σύμβασης του Ο.Ο.Σ.Α. επί του εισοδήματος και του κεφαλαίου, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω δικαιοδοσία θα είχε το δικαίωμα να φορολογήσει το εισόδημα που θα μπορούσε να αποδοθεί στην εγκατάσταση σύμφωνα με το άρθρο 7 της πρότυπης σύμβασης του Ο.Ο.Σ.Α., ή

δ) τόπος επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή τεκμαιρόμενος τόπος επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που δεν περιγράφεται στις περ. α) έως γ), μέσω του οποίου διεξάγονται δραστηριότητες εκτός της δικαιοδοσίας στην οποία βρίσκεται η οντότητα, υπό την προϋπόθεση ότι η δικαιοδοσία αυτή απαλλάσσει από τη φορολογία το εισόδημα που προκύπτει από τις εν λόγω δραστηριότητες.

14. «Τελική μητρική οντότητα»:

α) μια οντότητα που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ελέγχουσα συμμετοχή σε οποιαδήποτε άλλη οντότητα και η οποία δεν ανήκει, άμεσα ή έμμεσα, σε άλλη οντότητα με ελέγχουσα συμμετοχή σε αυτήν, ή

β) η κύρια οντότητα ενός ομίλου όπως ορίζεται στην περ. β) της παρ. 3.

15. «Ελάχιστος φορολογικός συντελεστής»: δεκαπέντε τοις εκατό (15 %).

16. «Συμπληρωματικός φόρος»: ο συμπληρωματικός φόρος που υπολογίζεται για δικαιοδοσία ή συνιστώσα οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 28.

17. «Φορολογικό καθεστώς ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών»: σύνολο φορολογικών κανόνων, πλην ενδεδειγμένου κανόνα συμπερίληψης εισοδήματος (Κ.Σ.Ε.), βάσει των οποίων ένας άμεσος ή έμμεσος μέτοχος αλλοδαπής οντότητας ή η κύρια οντότητα μόνιμης εγκατάστασης υπόκειται σε φορολογία επί του μεριδίου του στο σύνολο ή σε μέρος του εισοδήματος που αποκτά η εν λόγω αλλοδαπή συνιστώσα οντότητα, ανεξάρτητα από το αν το εν λόγω εισόδημα διανέμεται στον μέτοχο.

18. «Ενδεδειγμένος Κανόνας Συμπερίληψης Εισοδήματος - Κ.Σ.Ε. (Income Inclusion Rule - IIR)»: σύνολο κανόνων που εφαρμόζεται στο εγχώριο δίκαιο μιας δικαιοδοσίας, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω δικαιοδοσία δεν χορηγεί ευεργετήματα που σχετίζονται με τους εν λόγω κανόνες, και:

α) είναι ισοδύναμο με τους κανόνες που ορίζονται στην Οδηγία (ΕΕ) 2022/2523 ή, όσον αφορά δικαιοδοσίες τρίτων χωρών, στις «Φορολογικές προκλήσεις που προκύπτουν από την ψηφιοποίηση της οικονομίας - Παγκόσμιοι πρότυποι κανόνες κατά της διάβρωσης της φορολογικής βάσης (δεύτερος πυλώνας - Pillar II)» («πρότυποι κανόνες του Ο.Ο.Σ.Α.»), σύμφωνα με τους οποίους η μητρική οντότητα ενός ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας υπολογίζει και καταβάλλει το μερίδιο του συμπληρωματικού φόρου που της αναλογεί όσον αφορά τις συνιστώσες οντότητες του εν λόγω ομίλου με χαμηλή φορολόγηση,

β) η εφαρμογή και η διαχείρισή του γίνονται κατά τρόπο που συνάδει με τους κανόνες που ορίζονται στην Οδηγία (ΕΕ) 2022/2523 ή, όσον αφορά δικαιοδοσίες τρίτων χωρών, με τους πρότυπους κανόνες του Ο.Ο.Σ.Α..

19. «Συνιστώσα οντότητα με χαμηλή φορολόγηση»:

α) συνιστώσα οντότητα ομίλου πολυεθνικών επιχειρήσεων ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που βρίσκεται σε δικαιοδοσία με χαμηλή φορολογία ή

β) συνιστώσα οντότητα χωρίς εθνικότητα η οποία, σε σχέση με ένα οικονομικό έτος, έχει αποδεκτό εισόδημα και πραγματικό φορολογικό συντελεστή χαμηλότερο από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.

20. «Ενδιάμεση μητρική οντότητα»: συνιστώσα οντότητα που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε άλλη συνιστώσα οντότητα του ίδιου ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας και η οποία δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως τελική μητρική οντότητα, μητρική οντότητα που κατέχεται εν μέρει από άλλη οντότητα, μόνιμη εγκατάσταση ή επενδυτική οντότητα.

21. «Ελέγχουσα συμμετοχή»: η ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε οντότητα, στο πλαίσιο της οποίας ο κάτοχος της συμμετοχής υποχρεούται ή θα ήταν υποχρεωμένος να ενοποιεί τα περιουσιακά στοιχεία, τις υποχρεώσεις, το εισόδημα, τις δαπάνες και τις ταμειακές ροές της οντότητας με πλήρη (γραμμή προς γραμμή) ενοποίηση, σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο. Μια κύρια οντότητα θεωρείται ότι κατέχει τις ελέγχουσες συμμετοχές στις μόνιμες εγκαταστάσεις της.

22. «Μητρική οντότητα που κατέχεται εν μέρει από άλλη οντότητα»: συνιστώσα οντότητα, η οποία κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε άλλη συνιστώσα οντότητα του ίδιου ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας, και για την οποία ποσοστό άνω του είκοσι τοις εκατό (20%) της ιδιοκτησιακής συμμετοχής στα κέρδη της κατέχεται, άμεσα ή έμμεσα, από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που δεν αποτελούν συνιστώσες οντότητες του εν λόγω ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας και δεν χαρακτηρίζεται ως τελική μητρική οντότητα, μόνιμη εγκατάσταση ή επενδυτική οντότητα.

23. «Ιδιοκτησιακή συμμετοχή»: κάθε συμμετοχή που παρέχει δικαιώματα επί των κερδών, του κεφαλαίου ή των αποθεματικών μιας οντότητας ή μιας μόνιμης εγκατάστασης.

24. «Μητρική οντότητα»: τελική μητρική οντότητα, η οποία δεν είναι εξαιρούμενη οντότητα, ενδιάμεση μητρική οντότητα ή μητρική οντότητα που κατέχεται εν μέρει από άλλη οντότητα.

25. «Αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο»: τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής αναφοράς (ΔΠΧΑ ή ΔΠΧΠ), όπως εγκρίθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Ιουλίου 2002 για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (I 243), και οι γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές της Αυστραλίας, της Βραζιλίας, του Καναδά, των κρατών μελών της ΕυρωπαϊκήςΈνωσης, των κρατών μελών του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, του Χονγκ Κονγκ (Κίνα), της Ιαπωνίας, του Μεξικού, της Νέας Ζηλανδίας, της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, της Ινδίας, της Νότιας Κορέας, της Ρωσίας, της Σιγκαπούρης, της Ελβετίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

26. «Εγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο»: σε σχέση με μια οντότητα, ένα σύνολο γενικά αποδεκτών αρχών λογιστικής που επιτρέπονται από εγκεκριμένο λογιστικό φορέα στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται η εν λόγω οντότητα. Γ ια τον σκοπό του παρόντος ορισμού, ως «εγκεκριμένος λογιστικός φορέας» νοείται ο φορέας που διαθέτει νομική εξουσία σε δικαιοδοσία για τον καθορισμό, τη θέσπιση ή την αποδοχή λογιστικών προτύπων για σκοπούς χρηματοοικονομικής πληροφόρησης.

27. «Ουσιώδης στρέβλωση του ανταγωνισμού»: όσον αφορά την εφαρμογή συγκεκριμένης αρχής ή διαδικασίας βάσει ενός συνόλου γενικά αποδεκτών αρχών λογιστικής, εφαρμογή που έχει ως αποτέλεσμα συνολική διακύμανση των εσόδων ή εξόδων άνω των εβδομήντα πέντε εκατομμυρίων (75.000.000) ευρώ σε ένα οικονομικό έτος σε σύγκριση με το ποσό που θα είχε προσδιοριστεί με την εφαρμογή της αντίστοιχης αρχής ή διαδικασίας βάσει των διεθνών προτύπων χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (ΔΠΧΑ ή τα ΔΠΧΠ, όπως εγκρίθηκαν από την Ένωση δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) 1606/2002).

28. «Ενδεδειγμένος εγχώριος συμπληρωματικός φόρος»: συμπληρωματικός φόρος που εφαρμόζεται στο εγχώριο δίκαιο μιας δικαιοδοσίας, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω δικαιοδοσία δεν χορηγεί ευεργετήματα που σχετίζονται με τους εν λόγω κανόνες, και:

α) προβλέπει τον προσδιορισμό των πλεοναζόντων κερδών των συνιστωσών οντοτήτων που βρίσκονται στην εν λόγω δικαιοδοσία σύμφωνα με τους κανόνες της Οδηγίας (ΕΕ) 2022/2523 ή, όσον αφορά δικαιοδοσίες τρίτων χωρών, τους πρότυπους κανόνες του Ο.Ο.Σ.Α., και την εφαρμογή του ελάχιστου φορολογικού συντελεστή στα εν λόγω πλεονάζοντα κέρδη για τη δικαιοδοσία και τις συνιστώσες οντότητες, σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στην Οδηγία (ΕΕ) 2022/2523, ή, όσον αφορά δικαιοδοσίες τρίτων χωρών, τους πρότυπους κανόνες του Ο.Ο.Σ.Α., και

β) η εφαρμογή και η διαχείρισή του γίνονται κατά τρόπο που συνάδει με τους κανόνες που ορίζονται στην Οδηγία (ΕΕ) 2022/2523 ή, όσον αφορά δικαιοδοσίες τρίτων χωρών, τους πρότυπους κανόνες του Ο.Ο.Σ.Α..

29. «Καθαρή λογιστική αξία των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων»: ο μέσος όρος της αρχικής και της τελικής αξίας των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων, αφού ληφθούν υπόψη οι σωρευμένες αποσβέσεις, προβλέψεις και απομειώσεις, όπως καταγράφονται στις οικονομικές καταστάσεις.

30. «Επενδυτική οντότητα»:

α) οργανισμός επενδύσεων ή φορέας επενδύσεων σε ακίνητα,

β) οντότητα που ανήκει τουλάχιστον κατά ενενήντα πέντε τοις εκατό (95%), άμεσα σε οντότητα της περ. α) ή μέσω αλυσίδας τέτοιων οντοτήτων της περ. α), και η οποία δραστηριοποιείται αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά με σκοπό την κατοχή περιουσιακών στοιχείων ή την επένδυση κεφαλαίων προς όφελός τους, ή

γ) οντότητα που κατά τουλάχιστον ογδόντα πέντε τοις εκατό (85%) της αξίας της ανήκει σε οντότητα της περ. α), υπό την προϋπόθεση ότι ουσιαστικά το σύνολο των εισοδημάτων της προέρχεται από μερίσματα ή κέρδη ή ζημίες ιδίων κεφαλαίων που εξαιρούνται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας για τους σκοπούς του παρόντος.

31. «Οργανισμός επενδύσεων»: οντότητα ή μόρφωμα που πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) έχει σχεδιαστεί για τη συγκέντρωση χρηματοοικονομικών ή μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων από διάφορους επενδυτές, ορισμένοι από τους οποίους είναι μη συνδεδεμένοι,

β) πραγματοποιεί επενδύσεις σύμφωνα με καθορισμένη επενδυτική πολιτική,

γ) παρέχει στους επενδυτές τη δυνατότητα να μειώσουν το κόστος συναλλαγών, έρευνας και ανάλυσης ή να κατανείμουν τους κινδύνους σε συλλογικό επίπεδο,

δ) έχει σχεδιαστεί πρωτίστως για να παράγει εισόδημα ή κέρδη από επενδύσεις ή να προστατεύει από συγκεκριμένο ή γενικό γεγονός ή αποτέλεσμα,

ε) οι επενδυτές του έχουν δικαίωμα απόδοσης από τα περιουσιακά στοιχεία του οργανισμού ή το εισόδημα που αποκτήθηκε από τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, βάσει της συνεισφοράς τους,

στ) υπόκειται, το ίδιο ή ο διαχειριστής του, στο ρυθμιστικό καθεστώς για τους οργανισμούς επενδύσεων, περιλαμβανομένων των κατάλληλων κανονιστικών διατάξεων για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για την προστασία των επενδυτών, στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένο και

ζ) τελεί υπό τη διαχείριση επαγγελματιών διαχειριστών οργανισμών επενδύσεων για λογαριασμό των επενδυτών.

32. «Φορέας επενδύσεων σε ακίνητα»: οντότητα ευρείας συμμετοχής, η οποία κατέχει κυρίως ακίνητη περιουσία, είτε στην κυριότητά της, είτε στην κυριότητα των κατόχων συμμετοχών της, και υπόκειται σε ενιαίο επίπεδο φορολογίας, με ανώτατο όριο αναβολής πληρωμών ενός (1) έτους.

33. «Συνταξιοδοτικό ταμείο»:

α) οντότητα που είναι εγκατεστημένη και λειτουργεί σε δικαιοδοσία, αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά με σκοπό τη διαχείριση ή την παροχή συνταξιοδοτικών παροχών και επικουρικών ή παρεπόμενων παροχών σε φυσικά πρόσωπα, εφόσον:

αα) η εν λόγω οντότητα ρυθμίζεται ως τέτοια από την εν λόγω δικαιοδοσία ή από μία από τις πολιτικές υποδιαιρέσεις ή τοπικές αρχές της ή

αβ) οι εν λόγω παροχές εξασφαλίζονται ή κατ' άλλον τρόπο προστατεύονται από τις εθνικές νομοθεσίες και χρηματοδοτούνται από ομάδα περιουσιακών στοιχείων που τηρούνται από μόρφωμα διαχείρισης ή καταπιστευματοδόχο, ώστε να εξασφαλίζεται η εκπλήρωση των αντίστοιχων συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων σε περίπτωση αφερεγγυότητας των ομίλων πολυεθνικών επιχειρήσεων και των εγχώριων ομίλων μεγάλης κλίμακας, ή β) οντότητα παροχής συνταξιοδοτικών υπηρεσιών.

34. «Οντότητα παροχής συνταξιοδοτικών υπηρεσιών»: οντότητα που είναι εγκατεστημένη και λειτουργεί αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά με σκοπό την επένδυση κεφαλαίων προς όφελος των οντοτήτων που αναφέρονται στην περ. α) της παρ. 33 ή την άσκηση δραστηριοτήτων που είναι παρεπόμενες των ρυθμιζόμενων δραστηριοτήτων που αναφέρονται στην περ. α) της παρ. 33, υπό την προϋπόθεση ότι η οντότητα παροχής συνταξιοδοτικών υπηρεσιών ανήκει στον ίδιο όμιλο με τις οντότητες που ασκούν τις εν λόγω ρυθμιζόμενες δραστηριότητες.

35. «Δικαιοδοσία με χαμηλή φορολογία»: όσον αφορά όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας σε οποιοδήποτε οικονομικό έτος, κράτος μέλος ή δικαιοδοσία τρίτης χώρας όπου ο όμιλος ΠΕ ή ο εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας έχει αποδεκτό εισόδημα και υπόκειται σε πραγματικό φορολογικό συντελεστή χαμηλότερο από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.

36. «Αποδεκτό εισόδημα ή ζημία»: το καθαρό χρηματοοικονομικό λογιστικό εισόδημα ή ζημία μιας συνιστώσας οντότητας που προσαρμόζεται σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στα Κεφάλαια Γ , ΣΤ και Ζ .

37. «Μη ενδεδειγμένος επιστρεπτέος φόρος καταλογισμού»: κάθε φόρος, εκτός από τον ενδεδειγμένο φόρο καταλογισμού, ο οποίος οφείλεται ή καταβάλλεται από συνιστώσα οντότητα, και:

α) επιστρέφεται στον πραγματικό δικαιούχο μερίσματος που διανέμεται από τη συνιστώσα οντότητα σε σχέση με το εν λόγω μέρισμα ή πιστώνεται από τον πραγματικό δικαιούχο έναντι φορολογικής υποχρέωσης διαφορετικής από τη φορολογική υποχρέωση που αφορά το εν λόγω μέρισμα ή

β) επιστρέφεται στη διανέμουσα εταιρεία κατά τη διανομή μερίσματος σε μέτοχο.

38. «Ενδεδειγμένος φόρος καταλογισμού»: νοείται ο καλυπτόμενος φόρος που αποδίδεται ή καταβάλλεται από συνιστώσα οντότητα, συμπεριλαμβανομένης μόνιμης εγκατάστασης, και επιστρέφεται ή πιστώνεται στον πραγματικό δικαιούχο του μερίσματος που διανέμει η συνιστώσα οντότητα ή, σε περίπτωση καλυπτόμενου φόρου που αποδίδεται ή καταβάλλεται από μόνιμη εγκατάσταση, μερίσματος που διανέμει η κύρια οντότητα, στον βαθμό που η επιστροφή είναι πληρωτέα ή που η πίστωση παρέχεται από δικαιοδοσία διαφορετική από τη δικαιοδοσία που επέβαλε τους καλυπτόμενους φόρους και αφορά:

α) σε πραγματικό δικαιούχο του μερίσματος που υπόκειται σε φόρο με ονομαστικό συντελεστή ίσο ή μεγαλύτερο από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή επί του ληφθέντος μερίσματος σύμφωνα με το εγχώριο δίκαιο της δικαιοδοσίας που επέβαλε τους καλυπτόμενους φόρους στη συνιστώσα οντότητα, ή

β) σε φυσικό πρόσωπο, το οποίο είναι ο πραγματικός δικαιούχος του μερίσματος και έχει φορολογική κατοικία στη δικαιοδοσία που επέβαλε τους καλυπτόμενους φόρους στη συνιστώσα οντότητα, και το οποίο υπόκειται σε φόρο με ονομαστικό συντελεστή ίσο ή μεγαλύτερο από τον κανονικό φορολογικό συντελεστή που εφαρμόζεται στο σύνηθες εισόδημα, ή

γ) σε κρατική οντότητα, διεθνή οργανισμό, εγκατεστημένο μη κερδοσκοπικό οργανισμό, εγκατεστημένο συνταξιοδοτικό ταμείο, εγκατεστημένη επενδυτική οντότητα που δεν ανήκει στον όμιλο ΠΕ ή στον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας, ή εγκατεστημένη εταιρεία ασφάλισης ζωής, στον βαθμό που το μέρισμα εισπράττεται σε σχέση με δραστηριότητες εγκατεστημένων συνταξιοδοτικών ταμείων και φορολογείται με τρόπο παρόμοιο με εκείνον που εφαρμόζεται για μέρισμα που εισπράττεται από συνταξιοδοτικό ταμείο.

Για τους σκοπούς της περ. γ):

γα) ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός ή ένα συνταξιοδοτικό ταμείο είναι εγκατεστημένο σε μια δικαιοδοσία αν έχει συσταθεί στην εν λόγω δικαιοδοσία και η διαχείρισή του ασκείται στην εν λόγω δικαιοδοσία,

γβ) μια επενδυτική οντότητα είναι εγκατεστημένη σε μια δικαιοδοσία αν έχει συσταθεί και ρυθμίζεται στην εν λόγω δικαιοδοσία,

γγ) μια εταιρεία ασφάλισης ζωής είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται.

39. «Ενδεδειγμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου»:

α) επιστρεπτέα πίστωση φόρου σχεδιασμένη κατά τρόπο ώστε να είναι πληρωτέα σε συνιστώσα οντότητα ως πληρωμή τοις μετρητοίς ή ως ισοδύναμο μετρητών εντός τεσσάρων (4) ετών από την ημερομηνία κατά την οποία η συνιστώσα οντότητα δικαιούται να λάβει την επιστρεπτέα πίστωση φόρου σύμφωνα με τη νομοθεσία της δικαιοδοσίας που χορηγεί την πίστωση ή

β) αν η πίστωση φόρου επιστρέφεται εν μέρει, το μέρος της επιστρεπτέας πίστωσης φόρου που είναι πληρωτέο σε συνιστώσα οντότητα ως πληρωμή τοις μετρητοίς ή ως ισοδύναμο μετρητών εντός τεσσάρων (4) ετών από την ημερομηνία κατά την οποία η συνιστώσα οντότητα δικαιούται να λάβει τη μερική επιστρεπτέα πίστωση φόρου.

Μια ενδεδειγμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου δεν περιλαμβάνει κανένα ποσό φόρου που μπορεί να πιστωθεί ή να επιστραφεί βάσει ενδεδειγμένου φόρου καταλογισμού ή μη ενδεδειγμένου επιστρεπτέου φόρου καταλογισμού.

40. «Μη ενδεδειγμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου»: πίστωση φόρου που δεν αποτελεί ενδεδειγμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου, αλλά είναι επιστρεπτέα εν όλω ή εν μέρει.

41. «Κύρια οντότητα»: η οντότητα που περιλαμβάνει στις οικονομικές της καταστάσεις το καθαρό λογιστικό εισόδημα ή ζημία μιας μόνιμης εγκατάστασης.

42. «Συνιστώσα οντότητα-ιδιοκτήτρια»: συνιστώσα οντότητα που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε άλλη συνιστώσα οντότητα του ίδιου ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας.

43. «Επιλέξιμο σύστημα φόρου διανομής»: σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών, το οποίο:

α) επιβάλλει φόρο εισοδήματος επί των κερδών μόνο όταν τα κέρδη αυτά διανέμονται ή θεωρείται ότι διανέμονται σε μετόχους ή όταν η εταιρεία βαρύνεται με ορισμένες μη επιχειρηματικές δαπάνες,

β) επιβάλλει φόρο με συντελεστή ίσο ή μεγαλύτερο από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή και γ) ίσχυε την ή πριν από την 1η Ιουλίου 2021.

44. «Ενδεδειγμένος κανόνας υποφορολογημένων κερδών (Κ.Υ.Κ.) (Undertaxed Profit Rule -UTPR)»: σύνολο κανόνων που εφαρμόζεται στο εγχώριο δίκαιο μιας δικαιοδοσίας, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω δικαιοδοσία δεν χορηγεί ευεργετήματα που σχετίζονται με τους εν λόγω κανόνες, και:

α) είναι ισοδύναμο με τους κανόνες που ορίζονται στην Οδηγία (ΕΕ) 2022/2523 ή, όσον αφορά δικαιοδοσίες τρίτων χωρών, τους πρότυπους κανόνες του Ο.Ο.Σ.Α., σύμφωνα με τους οποίους μια δικαιοδοσία εισπράττει το μερίδιο που της αναλογεί στον συμπληρωματικό φόρο ενός ομίλου ΠΕ που δεν χρεώθηκε βάσει του Κ.Σ.Ε. όσον αφορά τις συνιστώσες οντότητες του εν λόγω ομίλου ΠΕ με χαμηλή φορολόγηση,

β) η διαχείρισή του γίνεται κατά τρόπο που συνάδει με τους κανόνες που ορίζονται στην Οδηγία (ΕΕ) 2022/2523 ή, όσον αφορά δικαιοδοσίες τρίτων χωρών, στους πρότυπους κανόνες του Ο.Ο.Σ.Α..

45. «Ορισθείσα υποβάλλουσα οντότητα»: η συνιστώσα οντότητα, εκτός της τελικής μητρικής οντότητας, η οποία έχει οριστεί από τον όμιλο ΠΕ ή τον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων υποβολής στοιχείων που ορίζονται στο άρθρο 48 για λογαριασμό του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας.

46. «Πληρωτέος ενδεδειγμένος εγχώριος συμπληρωματικός φόρος»: το ποσό του εγχώριου συμπληρωματικού φόρου των συνιστωσών οντοτήτων μιας δικαιοδοσίας για ένα οικονομικό έτος το οποίο δεν περιλαμβάνει ποσά, τα οποία:

α) αμφισβητούνται, άμεσα ή έμμεσα, από τον όμιλο ΠΕ μέσω δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών, ή

β) κρίνεται από την ίδια δικαιοδοσία ότι δεν μπορούν να εισπραχθούν από αυτή, ούτε η νομοθέτηση της υποχρέωσης για καταβολή τους είναι εφικτή, λόγω συνταγματικών περιορισμών, κανόνων δικαίου που κατισχύουν ή ειδικών συμφωνιών που περιορίζουν τη φορολογική υποχρέωση του ομίλου ΠΕ.»

Άρθρο 5 «Τόπος εγκατάστασης μιας συνιστώσας οντότητας (άρθρο 4 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Για τους σκοπούς του παρόντος, μια οντότητα που δεν είναι οντότητα μετακύλισης φόρου, θεωρείται ως εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία θεωρείται ότι έχει τη φορολογική της κατοικία με βάση τον τόπο διοίκησής της, τον τόπο ίδρυσής της ή παρόμοια κριτήρια. Όταν δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί ο τόπος εγκατάστασης μιας οντότητας που δεν είναι οντότητα μετακύλισης φόρου, θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία συστάθηκε.

2. Μια οντότητα μετακύλισης φόρου θεωρείται χωρίς εθνικότητα, εκτός αν είναι η τελική μητρική οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας, ή υποχρεούται να εφαρμόσει Κ.Σ.Ε. σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7, 8 και 9, οπότε η οντότητα μετακύλισης φόρου θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία συστάθηκε.

3. Μια μόνιμη εγκατάσταση, όπως ορίζεται στην περ. α) της παρ. 13 του άρθρου 4, θεωρείται ως εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία αντιμετωπίζεται ως μόνιμη εγκατάσταση και υπόκειται σε φόρο δυνάμει της Σ.Α.Δ.Φ.. Μια μόνιμη εγκατάσταση, όπως ορίζεται στην περ. β) της παρ. 13 του άρθρου 4, θεωρείται ως εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία υπόκειται σε φορολογία εισοδήματος με βάση την επιχειρηματική της παρουσία. Μια μόνιμη εγκατάσταση, όπως ορίζεται στην περ. γ) της παρ. 13 του άρθρου 4, θεωρείται εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται. Μια μόνιμη εγκατάσταση, όπως ορίζεται στην περ. δ) της παρ. 13 του άρθρου 4, θεωρείται χωρίς εθνικότητα.

4. Όταν μια συνιστώσα οντότητα είναι εγκατεστημένη σε δύο δικαιοδοσίες και οι εν λόγω δικαιοδοσίες διαθέτουν ισχύουσα Σ.Α.Δ.Φ., η συνιστώσα οντότητα θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία θεωρείται ότι έχει τη φορολογική της κατοικία δυνάμει της εν λόγω Σ.Α.Δ.Φ..

Όταν η ισχύουσα Σ.Α.Δ.Φ. απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε αμοιβαία συμφωνία σχετικά με την τεκμαιρόμενη φορολογική κατοικία της συνιστώσας οντότητας και δεν επιτευχθεί συμφωνία, εφαρμόζεται η παρ. 5. Όταν δεν υπάρχει απαλλαγή από τη διπλή φο-ρολόγηση δυνάμει της ισχύουσας Σ.Α.Δ.Φ., λόγω του γεγονότος ότι μια συνιστώσα οντότητα έχει φορολογική κατοικία και στα δύο συμβαλλόμενα μέρη, εφαρμόζεται η παρ. 5.

5. Όταν μια συνιστώσα οντότητα είναι εγκατεστημένη σε δύο δικαιοδοσίες και οι εν λόγω δικαιοδοσίες δεν διαθέτουν ισχύουσα Σ.Α.Δ.Φ., η συνιστώσα οντότητα θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία χρεώνεται το μεγαλύτερο ποσό καλυπτόμενων φόρων για το οικονομικό έτος αναφοράς. Για τον υπολογισμό του ποσού των καλυπτόμενων φόρων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, δεν λαμβάνεται υπόψη το ποσό του φόρου που καταβλήθηκε σύμφωνα με το φορολογικό καθεστώς ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών. Αν το ποσό των καλυπτόμενων φόρων που οφείλονται στις δύο δικαιοδοσίες είναι το ίδιο ή μηδενικό, η συνιστώσα οντότητα θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία, στην οποία δικαιούται το υψηλότερο ποσό εξαίρεσης εισοδήματος επί της ουσίας που υπολογίζεται για κάθε οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 29. Αν το ποσό της εξαίρεσης εισοδήματος επί της ουσίας στις δύο δικαιοδοσίες είναι το ίδιο ή μηδενικό, η συνιστώσα οντότητα θεωρείται χωρίς εθνικότητα, εκτός αν πρόκειται για τελική μητρική οντότητα, οπότε θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία στην οποία συστάθηκε.

6. Όταν, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των παρ. 4 και 5, μια μητρική οντότητα είναι εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία όπου δεν υπόκειται σε ενδεδειγμένο Κ.Σ.Ε., θεωρείται ότι υπόκειται στον ενδεδειγμένο κανόνα σχετικά με τη συμπερίληψη του εισοδήματος της άλλης δικαιοδοσίας, εκτός αν Σ.Α.Δ.Φ. απαγορεύει την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα.

7. Όταν μια συνιστώσα οντότητα μεταβάλλει τον τόπο εγκατάστασής της κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού έτους, θεωρείται ότι είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία, στην οποία θεωρούνταν ότι ήταν εγκατεστημένη δυνάμει του παρόντος στην αρχή του εν λόγω οικονομικού έτους.».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’

ΚΑΝΟΝΑΣ ΣΥΜΠΕΡΙΛΗΨΗΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΑΣ ΥΠΟΦΟΡΟΛΟΓΗΜΕΝΩΝ ΚΕΡΔΩΝ

Άρθρο 6 «Υποχρέωση τελικής ημεδαπής μητρικής οντότητας (άρθρο 5 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Μια τελική μητρική οντότητα που είναι συνιστώσα οντότητα εγκατεστημένη στην ημεδαπή υπόκειται στον συμπληρωματικό φόρο βάσει του Κ.Σ.Ε., σε σχέση με τις δικές της συνιστώσες οντότητες με χαμηλή φορολόγηση που είναι εγκατεστημένες σε άλλη δικαιοδοσία ή που δεν έχουν εθνικότητα.

2. Όταν μια συνιστώσα οντότητα, η οποία είναι η τελική μητρική οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας, είναι εγκατεστημένη στην ημεδαπή, η οποία για τους σκοπούς του παρόντος είναι δικαιοδοσία με χαμηλή φορολογία, υπόκειται στον συμπληρωματικό φόρο βάσει του Κ.Σ.Ε. όσον αφορά την ίδια και όλες τις συνιστώσες οντότητες με χαμηλή φορολόγηση του ομίλου που είναι εγκατεστημένες στην ημεδαπή για το αντίστοιχο οικονομικό έτος.».

Άρθρο 7 «Υποχρέωση ενδιάμεσης ημεδαπής μητρικής οντότητας (άρθρο 6 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Μια ενδιάμεση μητρική οντότητα εγκατεστημένη στην ημεδαπή που κατέχεται από τελική μητρική οντότητα εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία τρίτης χώρας, υπόκειται στον συμπληρωματικό φόρο βάσει του Κ.Σ.Ε. για το οικονομικό έτος αναφοράς σε σχέση με τις δικές της συνιστώσες οντότητες με χαμηλή φορολόγηση που είναι εγκατεστημένες σε άλλη δικαιοδοσία ή που δεν έχουν εθνικότητα.

2. Όταν μια ενδιάμεση μητρική οντότητα είναι εγκατεστημένη στην ημεδαπή, στον βαθμό που η ημεδαπή είναι δικαιοδοσία με χαμηλή φορολογία, και κατέχεται από τελική μητρική οντότητα εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία τρίτης χώρας, υπόκειται στον συμπληρωματικό φόρο βάσει του Κ.Σ.Ε. όσον αφορά την ίδια και τις οικείες συνιστώσες οντότητες με χαμηλή φορολόγηση που είναι εγκατεστημένες στην ημεδαπή για το οικονομικό έτος.

3. Οι παρ. 1 και 2 δεν εφαρμόζονται όταν:

α) η τελική μητρική οντότητα υπόκειται σε ενδεδειγμένο Κ.Σ.Ε. για το ίδιο οικονομικό έτος αναφοράς ή

β) άλλη ενδιάμεση μητρική οντότητα είναι εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία όπου υπόκειται σε ενδεδειγμένο Κ.Σ.Ε. για το εν λόγω οικονομικό έτος αναφοράς και κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ελέγχουσα συμμετοχή στην ενδιάμεση ημεδαπή μητρική οντότητα.».

Άρθρο 8 «Υποχρέωση ενδιάμεσης ημεδαπής μητρικής οντότητας που κατέχεται από εξαιρούμενη τελική μητρική οντότητα (άρθρο 7 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Όταν μια ενδιάμεση μητρική οντότητα εγκατεστημένη στην ημεδαπή κατέχεται από τελική μητρική οντότητα που είναι εξαιρούμενη οντότητα, η ενδιάμεση μητρική οντότητα υπόκειται στον συμπληρωματικό φόρο βάσει του Κ.Σ.Ε. για το οικονομικό έτος αναφοράς, ως προς τις οικείες συνιστώσες οντότητες με χαμηλή φορολόγηση που είναι εγκατεστημένες σε άλλη δικαιοδοσία ή που δεν έχουν εθνικότητα.

2. Όταν μια ενδιάμεση μητρική οντότητα εγκατεστημένη στην ημεδαπή, η οποία για τους σκοπούς του παρόντος είναι δικαιοδοσία με χαμηλή φορολογία, κατέχεται από τελική μητρική οντότητα που είναι εξαιρούμενη οντότητα, υπόκειται στον συμπληρωματικό φόρο βάσει του Κ.Σ.Ε. όσον αφορά την ίδια και τις οικείες συνιστώσες οντότητες με χαμηλή φορολόγηση που είναι εγκατεστημένες στην ημεδαπή για το οικονομικό έτος.

3. Οι παρ. 1 και 2 δεν εφαρμόζονται, όταν άλλη ενδιάμεση μητρική οντότητα είναι εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία όπου υπόκειται σε ενδεδειγμένο Κ.Σ.Ε. για το ίδιο οικονομικό έτος αναφοράς και κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ελέγχουσα συμμετοχή στην ενδιάμεση ημεδαπή μητρική οντότητα που αναφέρεται στις παρ. 1 και 2.».

Άρθρο 9 «Υποχρέωση ημεδαπής μητρικής οντότητας που κατέχεται εν μέρει από άλλη οντότητα στηνΈνωση (άρθρο 8 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Μια μητρική οντότητα που κατέχεται εν μέρει από άλλη οντότητα και είναι εγκατεστημένη στην ημεδαπή υπόκειται στον συμπληρωματικό φόρο βάσει του Κ.Σ.Ε. για το οικονομικό έτος, ως προς τις οικείες συνιστώσες οντότητες με χαμηλή φορολόγηση που είναι εγκατεστημένες σε άλλη δικαιοδοσία ή που δεν έχουν εθνικότητα.

2. Όταν μια μητρική οντότητα που κατέχεται εν μέρει από άλλη οντότητα είναι εγκατεστημένη στην ημεδαπή, η οποία για τους σκοπούς του παρόντος αποτελεί δικαιοδοσία με χαμηλή φορολογία, υπόκειται στον συμπληρωματικό φόρο βάσει του Κ.Σ.Ε. σε σχέση με την ίδια και τις δικές της συνιστώσες οντότητες με χαμηλή φορολόγηση που είναι εγκατεστημένες στην ημεδαπή για το οικονομικό έτος αναφοράς.

3. Οι παρ. 1 και 2 δεν εφαρμόζονται όταν οι ιδιοκτησιακές συμμετοχές της μητρικής οντότητας που κατέχεται εν μέρει από άλλη οντότητα κατέχονται εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, από άλλη μητρική οντότητα που κατέχεται εν μέρει από άλλη οντότητα, η οποία υπόκειται σε ενδεδειγμένο Κ.Σ.Ε. για το ίδιο οικονομικό έτος αναφοράς.».

Άρθρο 10 «Κατανομή του συμπληρωματικού φόρου βάσει του ενδεδειγμένου κανόνα συμπερίληψης εισοδήματος (άρθρο 9 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Ο συμπληρωματικός φόρος βάσει του Κ.Σ.Ε. που οφείλεται από μητρική οντότητα σε σχέση με συνιστώσα οντότητα με χαμηλή φορολόγηση δυνάμει της παρ. 1 του άρθρου 6, της παρ. 1 του άρθρου 7, της παρ. 1 του άρθρου 8 και της παρ. 1 του άρθρου 9 ισούται με τον συμπληρωματικό φόρο της συνιστώσας οντότητας με χαμηλή φορολόγηση, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 28, πολλαπλασιαζόμενο επί το μερίδιο του εν λόγω συμπληρωματικού φόρου που αναλογεί στη μητρική οντότητα για το οικονομικό έτος αναφοράς.

2. Το μερίδιο του συμπληρωματικού φόρου που αναλογεί στη μητρική οντότητα σε σχέση με μια συνιστώσα οντότητα με χαμηλή φορολόγηση ισούται με το ποσοστό της ιδιοκτησιακής συμμετοχής της μητρικής οντότητας στο αποδεκτό εισόδημα της συνιστώσας οντότητας με χαμηλή φορολόγηση. Το εν λόγω ποσοστό ισούται με το αποδεκτό εισόδημα της συνιστώσας οντότητας με χαμηλή φορολόγηση για το εν λόγω οικονομικό έτος αναφοράς, μειωμένο κατά το ποσό του εν λόγω εισοδήματος που αποδίδεται σε ιδιοκτησιακές συμμετοχές τις οποίες κατέχουν άλλοι ιδιοκτήτες, διαιρούμενο διά του αποδεκτού εισοδήματος της συνιστώσας οντότητας χαμηλής φορολόγησης για το οικονομικό έτος αναφοράς.

3. Το ποσό του αποδεκτού εισοδήματος που αποδίδεται σε ιδιοκτησιακές συμμετοχές σε μια συνιστώσα οντότητα με χαμηλή φορολόγηση τις οποίες κατέχουν άλλοι ιδιοκτήτες, είναι το ποσό που θα θεωρούνταν αποδοτέο στους εν λόγω ιδιοκτήτες σύμφωνα με τις αρχές του αποδεκτού χρηματοοικονομικού λογιστικού προτύπου που χρησιμοποιείται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας, αν το καθαρό εισόδημα της συνιστώσας οντότητας με χαμηλή φορολόγηση ήταν ίσο με το αποδεκτό εισόδημά της και:

α) η μητρική οντότητα είχε καταρτίσει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με το εν λόγω λογιστικό πρότυπο («υποθετικές ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις»),

β) η μητρική οντότητα κατείχε ελέγχουσα συμμετοχή στη συνιστώσα οντότητα με χαμηλή φορολόγηση, τέτοια που θα επέτρεπε όλα τα έσοδα και τα έξοδα της συνιστώσας οντότητας χαμηλής φορολόγησης να ενοποιούνται με πλήρη (γραμμή προς γραμμή) ενοποίηση με εκείνα της μητρικής οντότητας στις υποθετικές ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις,

γ) το σύνολο του αποδεκτού εισοδήματος της συνιστώσας οντότητας με χαμηλή φορολόγηση μπορούσε να αποδοθεί σε συναλλαγές με πρόσωπα που δεν είναι οντότητες του ομίλου και

δ) όλα τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα που δεν κατέχονται, άμεσα ή έμμεσα, από τη μητρική οντότητα κατέχονταν από πρόσωπα άλλα από τις οντότητες του ομίλου.

4. Επιπλέον του ποσού που κατανέμεται σε μητρική οντότητα σύμφωνα με την παρ. 1, ο συμπληρωματικός φόρος βάσει του Κ.Σ.Ε., που οφείλεται από μητρική οντότητα δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 6, της παρ. 2 του άρθρου 7, της παρ. 2 του άρθρου 8 και της παρ. 2 του άρθρου 9, περιλαμβάνει για το οικονομικό έτος αναφοράς και σύμφωνα με το άρθρο 28:

α) το πλήρες ποσό του συμπληρωματικού φόρου που υπολογίζεται για την εν λόγω μητρική οντότητα και

β) το ποσό του συμπληρωματικού φόρου που υπολογίζεται για τις δικές της συνιστώσες οντότητες χαμηλής φορολόγησης που είναι εγκατεστημένες στο ίδιο κράτος μέλος, πολλαπλασιαζόμενο επί το μερίδιο του εν λόγω συμπληρωματικού φόρου που αναλογεί στη μητρική οντότητα για το εν λόγω οικονομικό έτος.».

Άρθρο 11 «Μηχανισμός αντιστάθμισης του ενδεδειγμένου κανόνα συμπερίληψης εισοδήματος (άρθρο 10 Οδηγίας 2022/2523)»

«Όταν μια μητρική οντότητα εγκατεστημένη στην ημεδαπή κατέχει ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε συνιστώσα οντότητα με χαμηλή φορολόγηση έμμεσα, μέσω ενδιάμεσης μητρικής οντότητας ή μητρικής οντότητας που κατέχεται εν μέρει από άλλη οντότητα, η οποία υπόκειται σε ενδεδειγμένο Κ.Σ.Ε. σχετικά με τη συμπερίληψη του εισοδήματος για το εν λόγω οικονομικό έτος αναφοράς, ο συμπληρωματικός φόρος που οφείλεται σύμφωνα με τα άρθρα 6 έως 9 μειώνεται κατά ποσό ίσο με το τμήμα του μεριδίου του συμπληρωματικού φόρου που αναλογεί στην πρώτη μητρική οντότητα και το οποίο οφείλεται από την ενδιάμεση μητρική οντότητα ή τη μητρική οντότητα που κατέχεται εν μέρει από άλλη οντότητα.».

Άρθρο 12 «Εγχώριος συμπληρωματικός φόρος (άρθρο 11 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Οντότητες ή μόνιμες εγκαταστάσεις που είναι μέρος ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας, οι οποίες είναι εγκατεστημένες στην ημεδαπή σύμφωνα με το άρθρο 5 και αποτελούν συνιστώσες οντότητες που εμπίπτουν στο άρθρο 3 υπόκεινται σε εγχώριο συμπληρωματικό φόρο για το οικονομικό έτος αναφοράς.

2. Επιχειρηματικές συμπράξεις, συνδεδεμένες εταιρείες επιχειρηματικών συμπράξεων και όμιλοι επιχειρηματικών συμπράξεων κατά την έννοια του άρθρου 40 που είναι εγκατεστημένες στην ημεδαπή σύμφωνα με το άρθρο 5 υπόκεινται σε εγχώριο συμπληρωματικό φόρο για το οικονομικό έτος αναφοράς.

3. Οι συνιστώσες οντότητες υπό μειοψηφική ιδιοκτησία κατά την έννοια του άρθρου 32, οι οποίες είναι εγκατεστημένες στην ημεδαπή σύμφωνα με το άρθρο 5, υπόκεινται σε εγχώριο συμπληρωματικό φόρο για το οικονομικό έτος αναφοράς.

4. Ο εγχώριος συμπληρωματικός φόρος για το οικονομικό έτος αναφοράς υπολογίζεται και οφείλεται από το μέλος των οντοτήτων των παρ. 2 ή 3, κατά περίπτωση, που είναι υπόχρεο και εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος.

5. Προκειμένου για τον υπολογισμό του εγχώριου συμπληρωματικού φόρου, οι οντότητες των παρ. 2, 3 και 4 υπόκεινται σε χωριστό υπολογισμό του πραγματικού φορολογικού συντελεστή και συμπληρωματικού φόρου.

6. Μια τελική μητρική οντότητα που είναι οντότητα μετακύλισης φόρου και είναι εγκατεστημένη στην ημεδαπή σύμφωνα με το άρθρο 5 υπόκειται σε εγχώριο συμπληρωματικό φόρο για το οικονομικό έτος αναφοράς. Ο εγχώριος συμπληρωματικός φόρος οφείλεται από τα ημεδαπά μέλη της οντότητας μετακύλισης φόρου, τα οποία είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνα για την καταβολή του.

7. Οντότητα μετακύλισης φόρου που είναι υπόχρεη εφαρμογής Κ.Σ.Ε., τελική μητρική οντότητα που υπόκειται σε καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος και οντότητα που υπόκειται σε επιλέξιμο σύστημα φόρου διανομής, εγκατεστημένες στην ημεδαπή σύμφωνα με το άρθρο 5, υπόκεινται σε εγχώριο συμπληρωματικό φόρο για το οικονομικό έτος αναφοράς.

8. Μια επενδυτική οντότητα ή μία ασφαλιστική επενδυτική οντότητα κατά την έννοια της παρ. 31 του άρθρου 4 και του άρθρου 46, αντίστοιχα, η οποία δεν αποτελεί μητρική οντότητα και δεν είναι φορολογικά διαφανής, υπόκεινται σε εγχώριο συμπληρωματικό φόρο για το οικονομικό έτος αναφοράς. Για τον υπολογισμό του εγχώριου συμπληρωματικού φόρου έχει εφαρμογή το άρθρο 45 χωρίς να λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό του πραγματικού φορολογικού συντελεστή η κατανομή των φόρων με βάση τις παρ. 3 και 4 του άρθρου 25. Εναλλακτικά, στην περίπτωση συνιστώσας οντότητας η οποία είναι επενδυτική οντότητα ή ασφαλιστική επενδυτική οντότητα, παρέχεται η δυνατότητα εφαρμογής των άρθρων 46 και 47.

9. Για τον υπολογισμό του εγχώριου συμπληρωματικού φόρου, ο συμπληρωματικός φόρος για τη δικαιοδοσία υπολογίζεται λαμβάνοντας υπόψη το συνολικό ποσό που προκύπτει σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 28, ανεξαρτήτως των ιδιοκτησιακών συμμετοχών οιασδήποτε μητρικής οντότητας του ομίλου ΠΕ επί των συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στην ημεδαπή.

10. Για τον υπολογισμό του εγχώριου συμπληρωματικού φόρου εφαρμόζονται τα Κεφάλαια Γ , Δ' , Ε , ΣΤ , Ζ και Θ' με την επιφύλαξη των κατωτέρω:

α) Όπου στα ανωτέρω κεφάλαια γίνεται αναφορά σε συνιστώσες οντότητες, νοούνται εκείνες των παρ. 1 έως 4 και 6 έως 8 του παρόντος, κατά περίπτωση.

β) Κατά τον υπολογισμό του φόρου σύμφωνα με τις ανωτέρω παραγράφους δεν χωρεί η μείωση με οποιοδήποτε ποσό του ενδεδειγμένου εγχώριου συμπληρωματικού φόρου.

γ) Τα εγχώρια πλεονάζοντα κέρδη των συνιστωσών οντοτήτων χαμηλής φορολόγησης, κατά την εφαρμογή του εγχώριου συμπληρωματικού φόρου, μπορούν να υπολογίζονται με βάση τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα (Ε.Λ.Π.) (ν. 4308/2014, Α' 251) ή τα Δ.Π.Χ.Α., κατά περίπτωση, που ισχύουν για τις ατομικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις και όχι με βάση το χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις. Για σκοπούς εφαρμογής του προηγούμενου εδαφίου, το σύνολο των συνιστωσών οντοτήτων ενός ομίλου ΠΕ, ενός εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας και ενός ομίλου επιχειρηματικών συμπράξεων που είναι εγκατεστημένες στην ημεδαπή σύμφωνα με το άρθρο 5, καταρτίζουν χρηματοοικονομικές καταστάσεις με βάση τα Ε.Λ.Π. ή τα Δ.Π.Χ.Α., κατά περίπτωση, που ισχύουν για τις ατομικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις και το οικονομικό τους έτος είναι εκείνο των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων. Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις του προηγούμενου εδαφίου υπόκεινται σε έλεγχο από ορκωτούς ελεγκτές. Αν δεν πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις, ο εγχώριος συμπληρωματικός φόρος υπολογίζεται:

γα) βάσει του χρηματοοικονομικού λογιστικού προτύπου της τελικής μητρικής οντότητας, και, σε περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό,

γβ) βάσει ενός αποδεκτού ή εγκεκριμένου λογιστικού προτύπου, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 4, αν:

γβα) οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις της συνιστώσας οντότητας καταρτίζονται βάσει του προτύπου αυτού,

γββ) οι πληροφορίες που περιέχονται στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις είναι αξιόπιστες, και

γβγ) μόνιμες διαφορές ποσού μεγαλύτερου του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ που προκύπτουν από την εφαρμογή συγκεκριμένης αρχής ή προτύπου σε λογαριασμούς κερδών ή εξόδων και διαφέρουν από το χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων καταστάσεων, αναμορφώνονται σύμφωνα με τον χειρισμό που προβλέπεται από το χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας.

δ) Στην ειδική κατανομή των καλυπτόμενων φόρων συνιστωσών οντοτήτων που αποτελούν ελεγχόμενες αλλοδαπές εταιρείες ή υβριδικές οντότητες για τον υπολογισμό του εγχώριου συμπληρωματικού φόρου δεν εφαρμόζονται οι παρ. 3, 4 και 6 του άρθρου 25.

ε) Δεν κατανέμεται ο καλυπτόμενος φόρος κεντρικής οντότητας που αφορά μόνιμη εγκατάσταση αυτής στην ημεδαπή, κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 25, στη μόνιμη εγκατάσταση.

στ) Κατά την εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 25, οι καλυπτόμενοι φόροι αφορούν παρακρατούμενους φόρους που επιβάλλονται σε περίπτωση διανομής.

ζ) Για τον υπολογισμό του εγχώριου συμπληρωματικού φόρου που αφορά σε επιχειρηματικές συμπράξεις, συνδεδεμένες εταιρείες επιχειρηματικών συμπράξεων ή ομίλους επιχειρηματικών συμπράξεων δεν εφαρμόζονται οι παρ. 2 και 4 του άρθρου 40.

η) Για τον υπολογισμό του εγχώριου συμπληρωματικού φόρου που αφορά ημεδαπή συνιστώσα οντότητα ομίλου ΠΕ πολλών μητρικών εταιρειών του άρθρου 41 δεν εφαρμόζονται οι παρ. 5 έως 7 του άρθρου αυτού.

11. Όπου το λογιστικό λειτουργικό νόμισμα των ημεδαπών μελών ενός ομίλου είναι το ευρώ, για σκοπούς προσδιορισμού του εγχώριου συμπληρωματικού φόρου όλοι οι υπολογισμοί γίνονται σε ευρώ.

12. Όπου το λογιστικό λειτουργικό νόμισμα ενός ομίλου δεν είναι το ευρώ, για τους σκοπούς καθορισμού του εγχώριου συμπληρωματικού φόρου η υποβάλλουσα, σύμφωνα με το άρθρο 48, οντότητα, για τις ανάγκες επιβολής εγχώριου συμπληρωματικού φόρου, μπορεί να επιλέξει για μία πενταετία ότι όλοι οι υπολογισμοί γίνονται χρησιμοποιώντας το νόμισμα παρουσίασης των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών στοιχείων του ομίλου ή το ευρώ. Στο τέλος της πενταετίας η επιλογή ανανεώνεται αυτόματα, εκτός αν η υποβάλλουσα οντότητα για τις ανάγκες επιβολής του εγχώριου συμπληρωματικού φόρου ανακαλέσει την επιλογή αυτή. Αν επιλεγεί η χρήση του νομίσματος παρουσίασης των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών στοιχείων του ομίλου, για την εφαρμογή του άρθρου 49 λαμβάνεται υπόψη η ισοτιμία της τελευταίας ημέρας του οικονομικού έτους.

13. Για τις ανάγκες εφαρμογής του εγχώριου συμπληρωματικού φόρου σε ομίλους ΠΕ και εγχώριους ομίλους μεγάλης κλίμακας στην αρχική φάση της διεθνούς δραστηριότητάς τους, η παρ. 2 του άρθρου 54 εφαρμόζεται μόνο όταν καμία από τις ιδιοκτησιακές συμμετοχές σε συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στην ημεδαπή δεν ανήκει σε μητρική οντότητα που υπόκειται σε ενδεδειγμένο Κ.Σ.Ε..

14. Για τις ανάγκες εφαρμογής του παρόντος, ως μεταβατικό έτος ορίζεται το πρώτο οικονομικό έτος κατά το οποίο μία οντότητα που υπόκειται σε εγχώριο συμπληρωματικό φόρο εμπίπτει σε ενδεδειγμένο Κ.Σ.Ε. ή Κ.Υ.Κ. σε μία δικαιοδοσία, όταν το οικονομικό έτος αυτό αρχίζει αργότερα από την έναρξη του μεταβατικού έτους κατά την έννοια της περ. γ) της παρ. 1 του άρθρου 48. Για τις ανάγκες υπολογισμού του εγχώριου συμπληρωματικού φόρου κατά το μεταβατικό έτος:

α) όποιο αρνητικό ποσό προς μεταφορά με βάση την παρ. 5 του άρθρου 22 και την παρ. 2 του άρθρου 28 δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την έναρξη του μεταβατικού έτους της παρούσας,

β) η παρ. 7 του άρθρου 23 δεν εφαρμόζεται για όποια αναβαλλόμενη φορολογική υποχρέωση λήφθηκε υπόψη κατά τον υπολογισμό του πραγματικού φορολογικού συντελεστή για τις ανάγκες εφαρμογής του εγχώριου συμπληρωματικού φόρου μίας οντότητας για ένα οικονομικό έτος που αρχίζει πριν από το μεταβατικό έτος της παραγράφου αυτής που δεν ανακτήθηκε πριν από την έναρξη του μεταβατικού έτους,

γ) η παρ. 7 του άρθρου 23 εφαρμόζεται σε αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις που λαμβάνονται υπόψη κατά και μετά το μεταβατικό έτος,

δ) κάθε αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδεκτής ζημίας που αφορά οικονομικό έτος που προηγείται του μεταβατικού δεν λαμβάνεται υπόψη και η υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα μπορεί να κάνει την επιλογή του άρθρου 24 κατά το μεταβατικό έτος αυτό,

ε) οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις και οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις που λήφθηκαν υπόψη για τον υπολογισμό του πραγματικού φορολογικού συντελεστή μίας δικαιοδοσίας κατά την εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 52, δεν λαμβάνονται υπόψη και το άρθρο αυτό εφαρμόζεται με την έναρξη του μεταβατικού έτους,

στ) η παρ. 2 του άρθρου 52 εφαρμόζεται για συναλλαγές που πραγματοποιούνται μετά τις 30 Νοεμβρίου 2021 και πριν την έναρξη του μεταβατικού έτους, αλλά, αν ο ενδεδειγμένος εγχώριος συμπληρωματικός φόρος ήταν πληρωτέος σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 22 προκειμένου για μία αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση που αφορά φορολογική ζημία, αυτή η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση δεν αντιμετωπίζεται ως προκύπτουσα από στοιχεία που εξαιρούνται κατά τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας με βάση το Κεφάλαιο Γ .

15. Όταν μητρική οντότητα ενός ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας είναι εγκατεστημένη στην ημεδαπή και οι οικείες συνιστώσες οντότητες, οι οποίες της ανήκουν άμεσα ή έμμεσα και είναι εγκατεστημένες, είτε στην ημεδαπή, είτε σε άλλη δικαιοδοσία, υπόκεινται σε ενδεδειγμένο εγχώριο συμπληρωματικό φόρο για το οικονομικό έτος αναφοράς στις εν λόγω δικαιοδοσίες, το ποσό του τυχόν συμπληρωματικού φόρου που υπολογίζεται σύμφωνα με διατάξεις ισοδύναμες του άρθρου 28 και οφείλεται από τη μητρική οντότητα σύμφωνα με διατάξεις ισοδύναμες των άρθρων 6 έως 9, συμψηφίζεται κατά το ποσό του πληρωτέου ενδεδειγμένου εγχώριου συμπληρωματικού φόρου που οφείλεται, είτε από την ίδια, είτε από τις εν λόγω συνιστώσες οντότητες. Η μείωση του εγχώριου συμπληρωματικού φόρου δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσό του συμπληρωματικού φόρου που οφείλεται, είτε από τη μητρική οντότητα του ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας, είτε από τις οικείες συνιστώσες οντότητες, οι οποίες της ανήκουν άμεσα ή έμμεσα.

16. Όταν ένας όμιλος ΠΕ έχει προβεί σε επιλογές αντίστοιχες με εκείνες της παρ. 2 του άρθρου 3, των παρ. 3, 6, 7 και 9 του άρθρου 17, της περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 23, του άρθρου 24, της παρ. 1 του άρθρου 26, της παρ. 2 του άρθρου 29, της παρ. 1 του άρθρου 31, της παρ. 1 του άρθρου 44, του άρθρου 46 και του άρθρου 47, οι οποίες κοινοποιούνται στις αρμόδιες φορολογικές αρχές μέσω της Δήλωσης Πληροφοριών Συμπληρωματικού Φόρου του άρθρου 48 και βάσει της ειδικής συμφωνίας αρμόδιων αρχών της περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 48, τότε οι ίδιες επιλογές εφαρμόζονται και για τον υπολογισμό του εγχώριου συμπληρωματικού φόρου.

17. Όταν το ποσό του ενδεδειγμένου εγχώριου συμπληρωματικού φόρου για ένα οικονομικό έτος δεν έχει καταβληθεί εντός των τεσσάρων (4) οικονομικών ετών από το οικονομικό έτος αναφοράς, κατά το οποίο οφειλόταν, το ποσό του ενδεδειγμένου εγχώριου συμπληρωματικού φόρου που δεν καταβλήθηκε προστίθεται στον συμπληρωματικό φόρο της δικαιοδοσίας που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 27 της Οδηγίας (ΕΕ) 2022/2523 και δεν μπορεί να εισπραχθεί από τη Φορολογική Διοίκηση.».

Άρθρο 13 «Εφαρμογή ενδεδειγμένου κανόνα υποφορολογημένων κερδών σε ολόκληρο τον όμιλο πολυεθνικών επιχειρήσεων (άρθρο 12 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Όταν η τελική μητρική οντότητα ενός ομίλου ΠΕ είναι εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία τρίτης χώρας, η οποία δεν εφαρμόζει ενδεδειγμένο Κ.Σ.Ε., ή όταν η τελική μητρική οντότητα ενός ομίλου ΠΕ είναι εξαιρούμενη οντότητα, οι συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στην ημεδαπή υπόκεινται σε ποσό συμπληρωματικού φόρου βάσει του Κ.Υ.Κ. που κατανέμεται στην ημεδαπή για το οικονομικό έτος αναφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 15.

2. Οι συνιστώσες οντότητες που είναι επενδυτικές οντότητες δεν υπόκεινται στην παρ. 1».

Άρθρο 14 «Εφαρμογή του κανόνα υποφορολογημένων κερδών στη δικαιοδοσία της τελικής μητρικής οντότητας (άρθρο 13 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Όταν η τελική μητρική οντότητα ενός ομίλου ΠΕ είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία τρίτης χώρας με χαμηλή φορολογία, οι συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στην ημεδαπή υπόκεινται σε συμπληρωματικό φόρο βάσει του Κ.Υ.Κ. που κατανέμεται στην ημεδαπή για το οικονομικό έτος σύμφωνα με το άρθρο 15. Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται όταν η τελική μητρική οντότητα στη δικαιοδοσία τρίτης χώρας με χαμηλή φορολογία υπόκειται σε ενδεδειγμένο Κ.Σ.Ε. όσον αφορά την ίδια και τις οικείες συνιστώσες οντότητες με χαμηλή φορολόγηση που είναι εγκατεστημένες στην εν λόγω δικαιοδοσία.

2. Οι συνιστώσες οντότητες που είναι επενδυτικές οντότητες δεν υπόκεινται στην παρ. 1.»

Άρθρο 15 «Υπολογισμός και κατανομή του ποσού του συμπληρωματικού φόρου βάσει του κανόνα υποφορολογημένων κερδών (άρθρο 14 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Το ποσό του συμπληρωματικού φόρου βάσει του Κ.Υ.Κ. υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας τον συνολικό συμπληρωματικό φόρο βάσει του Κ.Υ.Κ., όπως καθορίζεται σύμφωνα με την παρ. 2, επί το ποσοστό του Κ.Υ.Κ., όπως καθορίζεται σύμφωνα με την παρ. 5.

2. Ο συνολικός συμπληρωματικός φόρος βάσει του Κ.Υ.Κ. για ένα οικονομικό έτος ισούται με το άθροισμα του συμπληρωματικού φόρου υπολογιζόμενου για κάθε συνιστώσα οντότητα του ομίλου πολυεθνικών επιχειρήσεων με χαμηλή φορολόγηση για το εν λόγω οικονομικό έτος αναφοράς, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 28, με την επιφύλαξη των προσαρμογών που προβλέπονται στις παρ. 3 και 4 του παρόντος.

3. Ο συμπληρωματικός φόρος βάσει του Κ.Υ.Κ. μιας συνιστώσας οντότητας με χαμηλή φορολόγηση ισούται με μηδέν όταν, για το οικονομικό έτος αναφοράς, όλες οι συμμετοχές της τελικής μητρικής οντότητας στην εν λόγω συνιστώσα οντότητα με χαμηλή φορολόγηση κατέχονται, άμεσα ή έμμεσα, από μία ή περισσότερες μητρικές οντότητες, οι οποίες απαιτείται να εφαρμόζουν ενδεδειγμένο Κ.Σ.Ε. όσον αφορά την εν λόγω συνιστώσα οντότητα με χαμηλή φορολόγηση για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος.

4. Σε περίπτωση που δεν εφαρμόζεται η παρ. 3, ο συμπληρωματικός φόρος βάσει του Κ.Υ.Κ. μιας συνιστώσας οντότητας με χαμηλή φορολόγηση μειώνεται κατά το μερίδιο μητρικής οντότητας στον συμπληρωματικό φόρο της εν λόγω συνιστώσας οντότητας με χαμηλή φορολόγηση που φορολογείται βάσει ενδεδειγμένου Κ.Σ.Ε..

5. Το ποσοστό βάσει του Κ.Υ.Κ. υπολογίζεται, για κάθε οικονομικό έτος και για κάθε όμιλο Π.Ε., σύμφωνα με τον ακόλουθο μαθηματικό τύπο:

όπου:

α) ο αριθμός των εργαζομένων στην ημεδαπή είναι ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων όλων των συνιστωσών οντοτήτων του ομίλου ΠΕ που είναι εγκατεστημένες στην ημεδαπή,

β) ο αριθμός των εργαζομένων σε όλες τις δικαιοδοσίες με ενδεδειγμένο Κ.Υ.Κ. είναι ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων όλων των συνιστωσών οντοτήτων του ομίλου ΠΕ που είναι εγκατεστημένες σε δικαιοδοσία στην οποία ισχύει ενδεδειγμένος Κ.Υ.Κ. για το οικονομικό έτος αναφοράς,

γ) η συνολική αξία των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων στην ημεδαπή είναι το άθροισμα της καθαρής λογιστικής αξίας των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων όλων των συνιστωσών οντοτήτων του ομίλου ΠΕ που είναι εγκατεστημένες στην ημεδαπή,

δ) η συνολική αξία των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων σε όλες τις δικαιοδοσίες με ενδεδειγμένο Κ.Υ.Κ. είναι το άθροισμα της καθαρής λογιστικής αξίας των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων όλων των συνιστωσών οντοτήτων του ομίλου ΠΕ που είναι εγκατεστημένες σε δικαιοδοσία στην οποία ισχύει ενδεδειγμένος Κ.Υ.Κ. για το οικονομικό έτος αναφοράς.

6. Για τον προσδιορισμό του αριθμού των εργαζομένων στην ημεδαπή λαμβάνονται υπόψη οι εργαζόμενοι σε ισοδύναμη βάση πλήρους απασχόλησης συμπεριλαμβανομένων των ανεξάρτητων παρόχων υπηρεσιών, καθώς και προσώπων που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα και απασχολούνται με σχέση που εξομοιώνεται με έμμισθη εργασία, υπό την προϋπόθεση ότι συμμετέχουν στις συνήθεις δραστηριότητες λειτουργίας της συνιστώσας οντότητας. Τα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνουν τα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία όλων των συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στην ημεδαπή, αλλά δεν περιλαμβάνουν μετρητά ή ταμειακά ισοδύναμα, άυλα ή χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία.

7. Οι εργαζόμενοι των οποίων οι δαπάνες μισθοδοσίας περιλαμβάνονται στους χωριστούς χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς μιας μόνιμης εγκατάστασης, όπως ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 19 και προσαρμόζονται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 19, κατανέμονται στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση.

Τα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στους χωριστούς χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς μιας μόνιμης εγκατάστασης, όπως ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 19 και προσαρμόζονται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 19, κατανέμονται στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση. Ο αριθμός των εργαζομένων και των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων που κατανέμονται στη δικαιοδοσία μόνιμης εγκατάστασης δεν λαμβάνεται υπόψη για τον αριθμό των εργαζομένων και των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων της δικαιοδοσίας της κύριας οντότητας.

Από τα στοιχεία του μαθηματικού τύπου που ορίζεται στην παρ. 5 εξαιρούνται ο αριθμός των εργαζομένων και η καθαρή λογιστική αξία των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων που κατέχει μια επενδυτική οντότητα.

Ο αριθμός των εργαζομένων και η καθαρή λογιστική αξία των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων μιας οντότητας μετακύλισης φόρου εξαιρούνται από τα στοιχεία του μαθηματικού τύπου που ορίζεται στην παρ. 5, εκτός αν κατανέμονται σε μόνιμη εγκατάσταση ή, ελλείψει μόνιμης εγκατάστασης, στις συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στη δικαιοδοσία στην οποία συστάθηκε η οντότητα μετακύλισης φόρου.

8. Κατά παρέκκλιση της παρ. 5, το ποσοστό μιας δικαιοδοσίας βάσει του Κ.Υ.Κ. για όμιλο ΠΕ θεωρείται μηδενικό για ένα οικονομικό έτος, εφόσον το ποσό συμπληρωματικού φόρου βάσει του Κ.Υ.Κ. που κατανεμήθηκε στην ημεδαπή σε προηγούμενο οικονομικό έτος δεν είχε ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση των συνιστωσών οντοτήτων του εν λόγω ομίλου ΠΕ που είναι εγκατεστημένες στην εν λόγω δικαιοδοσία, με πρόσθετο έξοδο φόρου σε μετρητά, ίσου, συνολικά, με τον συμπληρωματικό φόρο βάσει του Κ.Υ.Κ. για το εν λόγω προηγούμενο οικονομικό έτος που κατανεμήθηκε στην εν λόγω δικαιοδοσία. Ο αριθμός των εργαζομένων και η καθαρή λογιστική αξία των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων των συνιστωσών οντοτήτων ενός ομίλου ΠΕ που είναι εγκατεστημένος σε δικαιοδοσία με μηδενικό ποσοστό βάσει του Κ.Υ.Κ. για ένα οικονομικό έτος εξαιρούνται από τα στοιχεία του μαθηματικού τύπου για την κατανομή του συνολικού συμπληρωματικού φόρου βάσει του Κ.Υ.Κ. στον όμιλο ΠΕ για το οικονομικό έτος αναφοράς.

9. Η παρ. 8 δεν εφαρμόζεται για ένα οικονομικό έτος αν σε όλες τις δικαιοδοσίες όπου είναι εγκατεστημένες οι συνιστώσες οντότητες και εφαρμόζουν ενδεδειγμένο Κ.Υ.Κ. προκύπτει μηδενικό ποσοστό βάσει του Κ.Υ.Κ. για τον όμιλο πολυεθνικών επιχειρήσεων για το οικονομικό έτος αναφοράς.».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟΔΕΚΤΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ Η’ΖΗΜΙΑΣ

Άρθρο 16 «Προσδιορισμός του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας (άρθρο 15 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία συνιστώσας οντότητας υπολογίζεται πραγματοποιώντας τις αναπροσαρμογές που ορίζονται στα άρθρα 17 έως 20 στο καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) της συνιστώσας οντότητας για το οικονομικό έτος αναφοράς πριν από τυχόν αναπροσαρμογές ενοποίησης για την εξάλειψη ενδοομιλικών συναλλαγών, όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με το λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας.

2. Όταν δεν είναι ευλόγως εφικτός ο προσδιορισμός του καθαρού λογιστικού αποτελέσματος μιας συνιστώσας οντότητας με βάση το αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο ή το εγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας, το καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) της συνιστώσας οντότητας για το οικονομικό έτος αναφοράς μπορεί να προσδιορίζεται με τη χρήση άλλου αποδεκτού χρηματοοικονομικού λογιστικού προτύπου ή εγκεκριμένου χρηματοοικονομικού λογιστικού προτύπου, υπό την προϋπόθεση ότι:

α) οι χρηματοοικονομικοί λογαριασμοί της συνιστώσας οντότητας τηρούνται βάσει αυτού του λογιστικού προτύπου,

β) οι πληροφορίες που περιέχονται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς είναι αξιόπιστες και

γ) οι μόνιμες διαφορές άνω του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ που προκύπτουν σε στοιχεία εσόδων ή εξόδων ή συναλλαγές από την εφαρμογή συγκεκριμένης αρχής ή προτύπου, όταν η εν λόγω αρχή ή πρότυπο διαφέρει από το χρηματοοικονομικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας, αναπροσαρμόζονται ώστε να συνάδουν με τη μεταχείριση που απαιτείται για το εν λόγω στοιχείο σύμφωνα με το λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων.

3. Όταν μια τελική μητρική οντότητα δεν έχει καταρτίσει τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο όπως αναφέρεται στην περ. γ) της παρ. 6 του άρθρου 4, οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας αναπροσαρμόζονται, ώστε να αποτρέπεται οποιαδήποτε ουσιώδης στρέβλωση του ανταγωνισμού.

4. Όταν μια τελική μητρική οντότητα δεν καταρτίζει τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που αναφέρονται στις περ. α), β) και γ) της παρ. 6 του άρθρου 4, οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας που αναφέρονται στην περ. δ) της παρ. 6 του άρθρου 4 είναι εκείνες που θα είχαν καταρτιστεί αν η τελική μητρική οντότητα ήταν υποχρεωμένη να καταρτίσει τις εν λόγω ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με:

α) αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο ή

β) εγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις αναπροσαρμόζονται, ώστε να αποτρέπεται οποιαδήποτε ουσιώδης στρέβλωση του ανταγωνισμού.

5. Το καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) των συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στην ημεδαπή μπορεί να υπολογίζεται με βάση τα Ε.Λ.Π. ή τα Δ.Π.Χ.Α., κατά περίπτωση, που ισχύουν για τις ατομικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις που διαφέρουν από το χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) αναπροσαρμόζεται, ώστε να αποτρέπεται οποιαδήποτε ουσιώδης στρέβλωση του ανταγωνισμού.

6. Όταν η εφαρμογή συγκεκριμένης αρχής ή διαδικασίας βάσει ενός συνόλου γενικά αποδεκτών αρχών λογιστικής οδηγεί σε ουσιώδη στρέβλωση του ανταγωνισμού, η λογιστική μεταχείριση κάθε στοιχείου ή συναλλαγής που υπόκειται στην εν λόγω αρχή ή διαδικασία αναπροσαρμόζεται, ώστε να συνάδει με τη μεταχείριση που απαιτείται για το στοιχείο ή τη συναλλαγή βάσει των Δ.Π.Χ.Α.».

Άρθρο 17 « Αναπροσαρμογές για τον προσδιορισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας (άρθρο 16 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι παρακάτω ορισμοί:

α) «καθαρό έξοδο φόρων»: το καθαρό άθροισμα των ακόλουθων στοιχείων:

αα) καλυπτόμενοι φόροι δεδουλευμένοι ως έξοδα και τρέχοντες και αναβαλλόμενοι καλυπτόμενοι φόροι που περιλαμβάνονται στα έξοδα φόρου εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένων των καλυπτόμενων φόρων εισοδήματος που επιβάλλονται επί του εισοδήματος το οποίο εξαιρείται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας,

αβ) αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που αποδίδονται σε ζημία για το οικονομικό έτος αναφοράς,

αγ) ενδεδειγμένοι εγχώριοι συμπληρωματικοί φόροι δεδουλευμένοι ως έξοδα,

αδ) φόροι που προκύπτουν σύμφωνα με τους κανόνες της Οδηγίας (ΕΕ) 2022/2523 ή, όσον αφορά δικαιοδοσίες τρίτων χωρών, τους πρότυπους κανόνες του Ο.Ο.Σ.Α., δεδουλευμένοι ως έξοδα και

αε) μη ενδεδειγμένοι επιστρεπτέοι φόροι καταλογισμού, δεδουλευμένοι ως έξοδα.

β) «εξαιρούμενο μέρισμα»: μέρισμα ή άλλη διανομή που εισπράττεται ή απαιτείται σε σχέση με ιδιοκτησιακή συμμετοχή, με εξαίρεση το μέρισμα ή άλλη διανομή που εισπράττεται ή οφείλεται σε σχέση με:

βα) ιδιοκτησιακή συμμετοχή που κατέχει ο όμιλος σε οντότητα, η οποία παρέχει δικαιώματα σε ποσοστό λιγότερο του δέκα τοις εκατό (10 %) επί των κερδών, του κεφαλαίου ή των αποθεματικών, ή δικαιώματα ψήφου, της εν λόγω οντότητας κατά την ημερομηνία της διανομής ή της διάθεσης (συμμετοχή χαρτοφυλακίου), και ανήκει για διάστημα μικρότερο του ενός έτους, κατά την ημερομηνία της διανομής, στην οικονομική κυριότητα της συνιστώσας οντότητας η οποία λαμβάνει ή αποκτά το μέρισμα ή άλλη διανομή, ή

ββ) ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε επενδυτική οντότητα που υπόκειται σε επιλογή σύμφωνα με το άρθρο 47.

γ) «εξαιρούμενο κέρδος ή ζημία ιδίων κεφαλαίων»: κέρδος ή ζημία που περιλαμβάνεται στο καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) της συνιστώσας οντότητας, που προκύπτει από:

γα) κέρδη και ζημίες που προκύπτουν από μεταβολές στην εύλογη αξία ιδιοκτησιακής συμμετοχής, εξαιρουμένων των συμμετοχών χαρτοφυλακίου,

γβ) κέρδη ή ζημίες σε σχέση με ιδιοκτησιακή συμμετοχή που περιλαμβάνεται σύμφωνα με τη λογιστική μέθοδο της καθαρής θέσης και

γγ) κέρδη και ζημίες από τη διάθεση ιδιοκτησιακής συμμετοχής, εκτός από τη διάθεση συμμετοχής χαρτοφυλακίου.

δ) «συμπεριλαμβανόμενο κέρδος ή ζημία βάσει της μεθόδου αναπροσαρμογής»: καθαρό κέρδος ή ζημία, αυξημένο ή μειωμένο κατά συνδεόμενους καλυπτόμενους φόρους για το οικονομικό έτος αναφοράς, που προκύπτει από την εφαρμογή λογιστικής μεθόδου ή πρακτικής βάσει της οποίας, όσον αφορά όλα τα ενσώματα πάγια στοιχεία:

δα) προσαρμόζεται περιοδικά η λογιστική αξία των εν λόγω ενσώματων πάγιων στοιχείων στην εύλογη αξία τους,

δβ) καταγράφονται οι μεταβολές της αξίας στα λοιπά συνολικά έσοδα και

δγ) δεν αναφέρεται μεταγενέστερα το δεδουλευμένο κέρδος ή ζημία στα λοιπά συνολικά έσοδα μέσω των αποτελεσμάτων.

ε) «ασύμμετρο συναλλαγματικό κέρδος ή ζημία»: το συναλλαγματικό κέρδος ή ζημία οντότητας, της οποίας το λογιστικό λειτουργικό νόμισμα και το φορολογικό λειτουργικό νόμισμα διαφέρουν, και το οποίο:

εα) περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματος ή της ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας και που αποδίδεται σε διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ του λογιστικού λειτουργικού νομίσματος και του φορολογικού λειτουργικού νομίσματος της συνιστώσας οντότητας,

εβ) περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του καθαρού λογιστικού αποτελέσματος (κέρδος ή ζημία) μιας συνιστώσας οντότητας και που αποδίδεται σε διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ του λογιστικού λειτουργικού νομίσματος και του φορολογικού λειτουργικού νομίσματος της συνιστώσας οντότητας,

εγ) περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του καθαρού λογιστικού αποτελέσματος (κέρδος ή ζημία) μιας συνιστώσας οντότητας και που αποδίδεται σε διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ τρίτου ξένου νομίσματος και του λογιστικού λειτουργικού νομίσματος της συνιστώσας οντότητας και

εδ) μπορεί να αποδοθεί σε διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ τρίτου ξένου νομίσματος και του φορολογικού λειτουργικού νομίσματος της συνιστώσας οντότητας, ανεξάρτητα από το αν το εν λόγω κέρδος ή ζημία σε τρίτο ξένο νόμισμα περιλαμβάνεται στο φορολογητέο εισόδημα.

Το φορολογικό λειτουργικό νόμισμα είναι το λειτουργικό νόμισμα που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος ή της ζημίας της συνιστώσας οντότητας για καλυπτόμενο φόρο στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη.

Το λογιστικό λειτουργικό νόμισμα είναι το λειτουργικό νόμισμα που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του καθαρού λογιστικού αποτελέσματος (κέρδος ή ζημία) της συνιστώσας οντότητας.

Τρίτο ξένο νόμισμα είναι ένα νόμισμα που δεν αποτελεί ούτε το φορολογικό, ούτε το λογιστικό λειτουργικό νόμισμα της συνιστώσας οντότητας.

στ) «μη επιτρεπόμενα έξοδα για παράνομες πληρωμές, πρόστιμα και ποινές»:

στα) πραγματοποιηθέντα έξοδα της συνιστώσας οντότητας για παράνομες πληρωμές που συνιστούν ποινικό αδίκημα και

στβ) πραγματοποιηθέντα έξοδα της συνιστώσας οντότητας για πρόστιμα και ποινές που ισούνται ή υπερβαίνουν τις πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ ή ισοδύναμο ποσό στο λειτουργικό νόμισμα στο οποίο υπολογίζεται το καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) της συνιστώσας οντότητας.

ζ) «σφάλματα προηγούμενης περιόδου και μεταβολές αρχών λογιστικής»: μεταβολή των ιδίων κεφαλαίων μιας συνιστώσας οντότητας στην αρχή ενός οικονομικού έτους, η οποία αποδίδεται σε:

ζα) διόρθωση σφάλματος κατά τον προσδιορισμό του καθαρού λογιστικού αποτελέσματος (κέρδος ή ζημία) σε προηγούμενο οικονομικό έτος που επηρέασε τα έσοδα ή τα έξοδα που μπορούν να περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας κατά το εν λόγω προηγούμενο οικονομικό έτος, εκτός αν η διόρθωση σφάλματος είχε ως αποτέλεσμα ουσιώδη μείωση της υποχρέωσης για καλυπτόμενους φόρους σύμφωνα με το άρθρο 26 και

ζβ) μεταβολή αρχών λογιστικής ή λογιστικής πολιτικής που επηρέασε τα έσοδα ή τα έξοδα που περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας.

η) «δεδουλευμένη συνταξιοδοτική δαπάνη»: η διαφορά μεταξύ του ποσού της δαπάνης συνταξιοδοτικής υποχρέωσης που περιλαμβάνεται στο καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) και του ποσού που καταβάλλεται ως εισφορά σε συνταξιοδοτικό ταμείο για το οικονομικό έτος αναφοράς.

2. Το καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) μιας συνιστώσας οντότητας αναπροσαρμόζεται με βάση το ποσό των ακόλουθων στοιχείων για τον προσδιορισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας:

α) καθαρά έξοδα φόρων,

β) εξαιρούμενα μερίσματα,

γ) εξαιρούμενα κέρδη ή ζημίες ιδίων κεφαλαίων,

δ) συμπεριλαμβανόμενα κέρδη ή ζημίες βάσει της μεθόδου αναπροσαρμογής,

ε) κέρδη ή ζημίες από τη διάθεση εξαιρούμενων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 39,

στ) ασύμμετρα συναλλαγματικά κέρδη ή ζημίες,

ζ) μη επιτρεπόμενα έξοδα για παράνομες πληρωμές, πρόστιμα και ποινές,

η) σφάλματα προηγούμενων περιόδων και μεταβολές αρχών λογιστικής, και

θ) δεδουλευμένες συνταξιοδοτικές δαπάνες.

3. Κατ’ επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, η συνιστώσα οντότητα δύναται να αντικαταστήσει το επιτρεπόμενο ποσό έκπτωσης για τον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματός της στον τόπο εγκατάστασής της με το ποσό που καταχωρείται ως δαπάνη στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της για κόστος ή δαπάνη της εν λόγω συνιστώσας που καταβλήθηκε με τη μορφή αμοιβής βάσει μετοχών.

Όταν δεν ασκείται η προαναφερόμενη επιλογή ως προς το δικαίωμα προαίρεσης επί μετοχών, το ποσό του κόστους ή της δαπάνης με τη μορφή αμοιβής βάσει μετοχών που αφαιρέθηκε από το καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) της συνιστώσας οντότητας για τον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας για όλα τα προηγούμενα οικονομικά έτη περιλαμβάνεται στο οικονομικό έτος κατά το οποίο έληξε το δικαίωμα επιλογής. Όταν μέρος του ποσού του κόστους ή της δαπάνης με τη μορφή αμοιβής βάσει μετοχών καταχωρείται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της συνιστώσας οντότητας σε οικονομικά έτη πριν από το οικονομικό έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή, ο υπολογισμός του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της συνιστώσας οντότητας για το εν λόγω οικονομικό έτος περιλαμβάνει ποσό ίσο με τη διαφορά μεταξύ του συνολικού ποσού του κόστους ή της δαπάνης με τη μορφή αμοιβής βάσει μετοχών που έχει αφαιρεθεί για τον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας κατά τα προηγούμενα οικονομικά έτη και του συνολικού ποσού του κόστους ή της δαπάνης με τη μορφή αμοιβής βάσει μετοχών που θα είχε αφαιρεθεί για τον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας κατά τα προηγούμενα οικονομικά έτη, αν η επιλογή είχε πραγματοποιηθεί κατά τα εν λόγω οικονομικά έτη.

Η επιλογή ισχύει για περίοδο πέντε (5) ετών από το έτος που πραγματοποιήθηκε και εφαρμόζεται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις συνιστώσες οντότητες που βρίσκονται στην ίδια δικαιοδοσία για το έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή και για όλα τα επόμενα οικονομικά έτη.

Η επιλογή ανανεώνεται αυτόματα, εκτός αν ανακληθεί στο τέλος της πενταετούς περιόδου. Η ανάκληση ισχύει για περίοδο πέντε (5) ετών, από το τέλος του έτους κατά το οποίο πραγματοποιείται.

Κατά το οικονομικό έτος στη διάρκεια του οποίου ανακαλείται η επιλογή, το ποσό του μη καταβληθέντος κόστους ή της δαπάνης με τη μορφή αμοιβής βάσει μετοχών, το οποίο αφαιρέθηκε βάσει της επιλογής και υπερβαίνει τα χρηματοοικονομικά λογιστικά δεδουλευμένα έξοδα, λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της συνιστώσας οντότητας.

4. Κάθε συναλλαγή ανάμεσα σε συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες σε διαφορετικές δικαιοδοσίες για την οποία καταχωρείται διαφορετικό ποσό στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς των δύο συνιστωσών οντοτήτων ή δεν είναι σύμφωνη με την αρχή των ίσων αποστάσεων προσαρμόζεται, ώστε να είναι στο ίδιο ποσό και να είναι σύμφωνη με την αρχή των ίσων αποστάσεων.

Ζημία από πώληση ή άλλη μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου ανάμεσα σε δύο συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στην ίδια δικαιοδοσία, η οποία δεν καταχωρείται σύμφωνα με την αρχή των ίσων αποστάσεων, προσαρμόζεται με βάση την αρχή αυτή, αν η εν λόγω ζημία περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας.

Για τον σκοπό της παρούσας, ως «αρχή των ίσων αποστάσεων» νοείται η αρχή, σύμφωνα με την οποία οι συναλλαγές μεταξύ συνιστωσών οντοτήτων καταγράφονται με βάση τις συνθήκες που θα είχαν επιτευχθεί μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων στο πλαίσιο συγκρίσιμων συναλλαγών και υπό συγκρίσιμες συνθήκες.

5. Οι ενδεδειγμένες επιστρεπτέες πιστώσεις φόρου, όπως αναφέρονται στην παρ. 39 του άρθρου 4, αντιμετωπίζονται ως εισόδημα για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας. Οι μη ενδεδειγμένες επιστρεπτέες πιστώσεις φόρου δεν αντιμετωπίζονται ως εισόδημα για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας.

6. Κατ’ επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, τα κέρδη και οι ζημίες από περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις που υπόκεινται στη λογιστική της εύλογης αξίας ή της απομείωσης στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις για ένα οικονομικό έτος μπορούν να προσδιοριστούν με βάση την αρχή της πραγματοποίησης για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας.

Τα κέρδη ή οι ζημίες που προκύπτουν από την εφαρμογή της λογιστικής της εύλογης αξίας ή της απομείωσης σε σχέση με ένα περιουσιακό στοιχείο ή μια υποχρέωση εξαιρούνται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

Η λογιστική αξία ενός περιουσιακού στοιχείου ή μιας υποχρέωσης για τον προσδιορισμό κέρδους ή ζημίας σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο είναι η λογιστική αξία κατά τον χρόνο απόκτησης του περιουσιακού στοιχείου ή ανάληψης της υποχρέωσης, ή κατά την πρώτη ημέρα του οικονομικού έτους κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή, όποια ημερομηνία εκ των δύο είναι μεταγενέστερη.

Η επιλογή ισχύει για περίοδο πέντε (5) ετών από το έτος που πραγματοποιήθηκε αυτή και εφαρμόζεται σε όλες τις συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στη δικαιοδοσία στην οποία έγινε η επιλογή, εκτός αν η υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα επιλέξει να περιορίσει την επιλογή στα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία των συνιστωσών οντοτήτων ή σε επενδυτικές οντότητες.

Η επιλογή ανανεώνεται αυτόματα, εκτός αν ανακληθεί στο τέλος της πενταετούς περιόδου. Η ανάκληση ισχύει για περίοδο πέντε (5) ετών, από το τέλος του έτους κατά το οποίο πραγματοποιείται.

Κατά το οικονομικό έτος ανάκλησης της επιλογής, για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας των συνιστωσών οντοτήτων περιλαμβάνεται, αν η εύλογη αξία υπερβαίνει τη λογιστική αξία, ή αφαιρείται, αν η λογιστική αξία υπερβαίνει την εύλογη αξία, ποσό ίσο με τη διαφορά μεταξύ της εύλογης αξίας του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης και της λογιστικής αξίας του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης την πρώτη ημέρα του οικονομικού έτους κατά το οποίο πραγματοποιείται η ανάκληση, η οποία προσδιορίζεται σύμφωνα με την επιλογή.

7. Κατ' επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία συνιστώσας οντότητας εγκατεστημένης σε μια δικαιοδοσία, που προκύπτει από τη διάθεση τοπικών ενσώματων περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται στην εν λόγω δικαιοδοσία από την εν λόγω συνιστώσα οντότητα σε τρίτους, που δεν είναι μέλη του ομίλου, για ένα οικονομικό έτος μπορεί να αναπροσαρμοστεί, όπως ορίζεται στην παρούσα. Για τους σκοπούς της παρούσας, τα τοπικά ενσώματα περιουσιακά στοιχεία είναι ακίνητα που βρίσκονται στην ίδια δικαιοδοσία με τη συνιστώσα οντότητα.

Το καθαρό κέρδος που προκύπτει από τη διάθεση τοπικών ενσώματων περιουσιακών στοιχείων κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή, συμψηφίζεται με τυχόν ζημία συνιστώσας οντότητας εγκατεστημένης στην εν λόγω δικαιοδοσία που προκύπτει από τη διάθεση τοπικών ενσώματων περιουσιακών στοιχείων όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο κατά το οικονομικό έτος της επιλογής και κατά τα τέσσερα (4) οικονομικά έτη που προηγούνται αυτού («πενταετής περίοδος»). Το καθαρό κέρδος συμψηφίζεται πρώτα με την ζημία, αν υπάρχει, του οικονομικού έτους της πενταετούς περιόδου στη διάρκεια του οποίου προέκυψε πρώτη φορά. Κάθε εναπομείναν ποσό καθαρού κέρδους μεταφέρεται και συμψηφίζεται με τυχόν ζημίες που έχουν προκύψει κατά τα επόμενα οικονομικά έτη της πενταετούς περιόδου.

Κάθε ποσό καθαρού κέρδους που παραμένει μετά την εφαρμογή του δεύτερου εδαφίου επιμερίζεται ισότιμα στη διάρκεια της πενταετούς περιόδου για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας κάθε συνιστώσας οντότητας εγκατεστημένης στην εν λόγω δικαιοδοσία, η οποία έχει πραγματοποιήσει καθαρό κέρδος από τη διάθεση τοπικών ενσώματων περιουσιακών στοιχείων, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, κατά το οικονομικό έτος της επιλογής. Το εναπομείναν ποσό καθαρού κέρδους που κατανέμεται σε μια συνιστώσα οντότητα είναι ανάλογο προς το καθαρό κέρδος της, διαιρούμενο με το καθαρό κέρδος όλων των συνιστωσών οντοτήτων.

Αν καμία συνιστώσα οντότητα σε μια δικαιοδοσία δεν έχει πραγματοποιήσει καθαρό κέρδος από τη διάθεση τοπικών ενσώματων περιουσιακών στοιχείων, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, κατά το οικονομικό έτος της επιλογής, το εναπομείναν ποσό του καθαρού κέρδους, όπως αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο, ισοκατανέμεται σε κάθε συνιστώσα οντότητα της εν λόγω δικαιοδοσίας και επιμερίζεται ισότιμα στη διάρκεια της πενταετούς περιόδου για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας καθεμίας από αυτές.

Κάθε αναπροσαρμογή δυνάμει της παρούσας για τα οικονομικά έτη που προηγούνται του οικονομικού έτους κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή υπόκειται σε προσαρμογές σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 30. Η επιλογή ισχύει για περίοδο ενός (1) έτους από το έτος που πραγματοποιήθηκε αυτή. Η επιλογή ανανεώνεται αυτόματα, εκτός αν η υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα την ανακαλέσει στο τέλος του έτους.

8. Τυχόν έξοδα που σχετίζονται με χρηματοδοτική ρύθμιση, με την οποία μία ή περισσότερες συνιστώσες οντότητες παρέχουν πίστωση ή επενδύουν με άλλο τρόπο σε μία ή περισσότερες άλλες συνιστώσες οντότητες του ίδιου ομίλου («ενδοομιλική χρηματοδοτική ρύθμιση»), δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας μιας συνιστώσας οντότητας, αν συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) η συνιστώσα οντότητα είναι εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία χαμηλής φορολογίας ή σε δικαιοδοσία που θα είχε χαμηλή φορολογία, αν το έξοδο δεν είχε πραγματοποιηθεί από τη συνιστώσα οντότητα,

β) μπορεί εύλογα να αναμένεται ότι, κατά την αναμενόμενη διάρκεια της ενδοομιλικής χρηματοδοτικής ρύθμισης, η ενδοομιλική χρηματοδοτική ρύθμιση θα αυξήσει το ποσό των εξόδων που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της εν λόγω συνιστώσας οντότητας, χωρίς αυτό να οδηγήσει σε ανάλογη αύξηση του φορολογητέου εισοδήματος της συνιστώσας οντότητας που παρέχει την πίστωση («αντισυμβαλλόμενη οντότητα»),

γ) η αντισυμβαλλόμενη οντότητα είναι εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία, η οποία δεν είναι δικαιοδοσία με χαμηλή φορολογία ή σε δικαιοδοσία, η οποία δεν θα ήταν δικαιοδοσία με χαμηλή φορολογία, αν το σχετικό με το έξοδο εισόδημα δεν είχε αποκτηθεί από την αντισυμβαλλόμενη οντότητα.

9. Η τελική μητρική οντότητα μπορεί να επιλέξει να εφαρμόσει την οικεία ενοποιημένη λογιστική μεταχείριση για να εξαλείψει τα έσοδα, τα έξοδα, τα κέρδη και τις ζημίες από τις συναλλαγές μεταξύ συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στην ίδια δικαιοδοσία και περιλαμβάνονται σε όμιλο φορολογικής ενοποίησης για τον σκοπό του υπολογισμού του καθαρού αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας των εν λόγω συνιστωσών οντοτήτων.

Η επιλογή ισχύει για περίοδο πέντε (5) ετών από το έτος που πραγματοποιήθηκε αυτή. Η επιλογή ανανεώνεται αυτόματα, εκτός αν ανακληθεί στο τέλος της πενταετούς περιόδου. Η ανάκληση ισχύει για περίοδο πέντε (5) ετών από το τέλος του έτους κατά το οποίο πραγματοποιείται. Κατά το οικονομικό έτος που πραγματοποιείται ή ανακαλείται η επιλογή, γίνονται οι κατάλληλες αναπροσαρμογές, ώστε τα στοιχεία του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας να μην λαμβάνονται υπόψη πάνω από μία φορά, ούτε να παραλείπονται, ως αποτέλεσμα της εν λόγω επιλογής ή ανάκλησης.

10. Οι ασφαλιστικές εταιρείες εξαιρούν από τον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας κάθε ποσό από μετακύλιση φόρων που βαρύνουν τους ασφαλισμένους για φόρους που καταβάλλει η ασφαλιστική εταιρεία αναφορικά με τις αποδόσεις στους ασφαλισμένους. Οι ασφαλιστικές εταιρείες περιλαμβάνουν στον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας τυχόν αποδόσεις στους ασφαλισμένους που δεν αντικατοπτρίζονται στο οικείο καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία), στον βαθμό που η αντίστοιχη αύξηση ή μείωση της υποχρέωσης έναντι των αντισυμβαλλομένων αντικατοπτρίζεται στο οικείο καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία).

11. Κάθε ποσό που αναγνωρίζεται ως μείωση των ιδίων κεφαλαίων μιας συνιστώσας οντότητας και είναι το αποτέλεσμα διανομών που πραγματοποιούνται ή οφείλονται σε σχέση με ένα χρηματοοικονομικό μέσο που έχει εκδοθεί από την εν λόγω συνιστώσα οντότητα σύμφωνα με κανονιστικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας («πρόσθετο κεφάλαιο κατηγορίας 1»), αντιμετωπίζεται ως έξοδο κατά τον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας. Κάθε ποσό που αναγνωρίζεται ως αύξηση των ιδίων κεφαλαίων μιας συνιστώσας οντότητας και είναι το αποτέλεσμα διανομών που εισπράχθηκαν ή πρόκειται να εισπραχθούν σε σχέση με πρόσθετο κεφάλαιο κατηγορίας 1 που κατέχεται από τη συνιστώσα οντότητα, περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας.».

Άρθρο 18 «Εξαίρεση του διεθνούς ναυτιλιακού εισοδήματος (άρθρο 17 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ισχύουν οι παρακάτω ορισμοί:

α) «διεθνές ναυτιλιακό εισόδημα»: το καθαρό εισόδημα που αποκτά μια συνιστώσα οντότητα από τις ακόλουθες δραστηριότητες, υπό την προϋπόθεση ότι η μεταφορά δεν πραγματοποιείται μέσω εσωτερικών πλωτών οδών εντός της ίδιας δικαιοδοσίας:

αα) μεταφορά επιβατών ή φορτίου με πλοίο στο πλαίσιο διεθνών μεταφορών, ανεξάρτητα από το αν το πλοίο ανήκει, μισθώνεται ή κατ' άλλον τρόπο βρίσκεται στη διάθεση της συνιστώσας οντότητας,

αβ) μεταφορά επιβατών ή φορτίου με πλοίο στο πλαίσιο διεθνών μεταφορών βάσει συμφωνιών ναύλωσης χώρου σε άλλο πλοίο,

αγ) εκμίσθωση πλοίου που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για τη μεταφορά επιβατών ή φορτίου στο πλαίσιο διεθνών μεταφορών βάσει ναύλωσης πλήρως εξοπλισμένου, στελεχωμένου και εφοδιασμένου,

αδ) εκμίσθωση πλοίου που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά επιβατών ή φορτίου στο πλαίσιο διεθνών μεταφορών βάσει ναύλωσης γυμνού πλοίου, σε άλλη συνιστώσα οντότητα,

αε) συμμετοχή σε σύμπραξη, κοινή επιχείρηση ή κοινοπραξία ή διεθνή εταιρεία εκμετάλλευσης για τη μεταφορά επιβατών ή φορτίου με πλοίο στο πλαίσιο διεθνών μεταφορών, και

αστ) πώληση πλοίου που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά επιβατών ή φορτίου στο πλαίσιο διεθνών μεταφορών, υπό την προϋπόθεση ότι η συνιστώσα οντότητα κατείχε το πλοίο για χρήση για τουλάχιστον ένα έτος.

β) «εγκεκριμένο διεθνές ναυτιλιακό εισόδημα από δευτερεύουσες δραστηριότητες»: το καθαρό εισόδημα που αποκομίζει μια συνιστώσα οντότητα από τις ακόλουθες δραστηριότητες, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω δραστηριότητες πραγματοποιούνται κυρίως σε σχέση με τη μεταφορά επιβατών ή φορτίου με πλοία στο πλαίσιο διεθνών μεταφορών:

βα) εκμίσθωση πλοίου, βάσει ναύλωσης γυμνού πλοίου, σε άλλη ναυτιλιακή επιχείρηση που δεν αποτελεί συνιστώσα οντότητα, υπό τον όρο ότι η διάρκεια της ναύλωσης δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη,

ββ) πώληση εισιτηρίων που εκδίδονται από άλλες ναυτιλιακές επιχειρήσεις για το εγχώριο τμήμα διεθνούς πλου,

βγ) εκμίσθωση και βραχυπρόθεσμη αποθήκευση εμπορευματοκιβωτίων ή επιβαρύνσεις κράτησης λόγω καθυστερημένης επιστροφής εμπορευματοκιβωτίων,

βδ) παροχή υπηρεσιών σε άλλες ναυτιλιακές επιχειρήσεις από μηχανικούς, προσωπικό συντήρησης, χειριστές φορτίων, προσωπικό τροφοδοσίας και προσωπικό εξυπηρέτησης πελατών και

βε) εισόδημα από επενδύσεις, όταν η επένδυση που παράγει το εισόδημα πραγματοποιείται ως αναπόσπαστο μέρος της άσκησης της δραστηριότητας εκμετάλλευσης πλοίων στο πλαίσιο διεθνών μεταφορών.

2. Το διεθνές ναυτιλιακό εισόδημα και το εγκεκριμένο διεθνές ναυτιλιακό εισόδημα από δευτερεύουσες δραστηριότητες μιας συνιστώσας οντότητας εξαιρούνται από τον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας, υπό τον όρο ότι η συνιστώσα οντότητα αποδεικνύει ότι η στρατηγική ή εμπορική διαχείριση όλων των σχετικών πλοίων ασκείται πραγματικά από τη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη η συνιστώσα οντότητα.

3. Όταν ο υπολογισμός του διεθνούς ναυτιλιακού εισοδήματος και του εγκεκριμένου διεθνούς ναυτιλιακού εισοδήματος από δευτερεύουσες δραστηριότητες μιας συνιστώσας οντότητας έχει ως αποτέλεσμα ζημία, η εν λόγω ζημία εξαιρείται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της συνιστώσας οντότητας.

4. Το συνολικό εγκεκριμένο διεθνές ναυτιλιακό εισόδημα από δευτερεύουσες δραστηριότητες όλων των συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες σε μια δικαιοδοσία δεν πρέπει να υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του διεθνούς ναυτιλιακού εισοδήματος των εν λόγω συνιστωσών οντοτήτων.

5. Τα έξοδα, στα οποία υποβάλλεται μια συνιστώσα οντότητα και τα οποία αποδίδονται άμεσα στις διεθνείς ναυτιλιακές δραστηριότητες της περ. α) της παρ. 1 και το εγκεκριμένο διεθνές ναυτιλιακό εισόδημα από δευτερεύουσες δραστηριότητες της περ. β) της παρ. 1, κατανέμονται στις εν λόγω δραστηριότητες με σκοπό τον υπολογισμό του καθαρού διεθνούς ναυτιλιακού εισοδήματος και του καθαρού εγκεκριμένου διεθνούς ναυτιλιακού εισοδήματος από δευτερεύουσες δραστηριότητες της συνιστώσας οντότητας.

Τα έξοδα, στα οποία υποβάλλεται μια συνιστώσα οντότητα και τα οποία προκύπτουν έμμεσα από τις οικείες διεθνείς ναυτιλιακές δραστηριότητες και εγκεκριμένες δευτερεύουσες ναυτιλιακές δραστηριότητες, αφαιρούνται από τα έσοδα της συνιστώσας οντότητας από τις εν λόγω δραστηριότητες με σκοπό τον υπολογισμό του διεθνούς ναυτιλιακού εισοδήματος και του εγκεκριμένου διεθνούς ναυτιλιακού εισοδήματος από δευτερεύουσες δραστηριότητες της συνιστώσας οντότητας με βάση τα έσοδά της από τις εν λόγω δραστηριότητες κατ' αναλογία προς τα συνολικά έσοδά της.

6. Όλα τα άμεσα και έμμεσα έξοδα που αποδίδονται στο διεθνές ναυτιλιακό εισόδημα και στο εγκεκριμένο διεθνές ναυτιλιακό εισόδημα από δευτερεύουσες δραστηριότητες μιας συνιστώσας οντότητας σύμφωνα με την παρ. 5 αποκλείονται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της.».

Άρθρο 19 «Κατανομή του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας μεταξύ κύριας οντότητας και μόνιμης εγκατάστασης (άρθρο 18 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Όταν μια συνιστώσα οντότητα αποτελεί μόνιμη εγκατάσταση στην ημεδαπή αλλοδαπής νομικής οντότητας, όπως ορίζεται στις περ. α), β) ή γ) της παρ. 13 του άρθρου 4, το καθαρό λογιστικό της αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) είναι το καθαρό κέρδος ή ζημία που προκύπτει με βάση τις ατομικές οικονομικές καταστάσεις, για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος αναφοράς, της εν λόγω μόνιμης εγκατάστασης.

Όταν μια μόνιμη εγκατάσταση δεν διαθέτει ατομικές οικονομικές καταστάσεις, το καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) είναι το ποσό που θα προέκυπτε από ατομικές οικονομικές καταστάσεις αυτής, αν είχαν καταρτιστεί σε αυτόνομη βάση και σύμφωνα με το λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας.

2. Όταν μια συνιστώσα οντότητα πληροί τον ορισμό της μόνιμης εγκατάστασης των περ. α) ή β) της παρ. 13 του άρθρου 4, το καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) αναπροσαρμόζεται, ώστε να αντικατοπτρίζει μόνο τα ποσά και τα στοιχεία των εσόδων και εξόδων που αποδίδονται σε αυτήν σύμφωνα με την εφαρμοστέα Σ.Α.Δ.Φ. ή το εσωτερικό δίκαιο της δικαιοδοσίας στην οποία βρίσκεται, ανεξάρτητα από το ποσό του εισοδήματος που υπόκειται σε φόρο και το ποσό των εκπιπτόντων εξόδων στην εν λόγω δικαιοδοσία.

Όταν μια συνιστώσα οντότητα πληροί τον ορισμό της μόνιμης εγκατάστασης της περ. γ) της παρ. 13 του άρθρου 4, το καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) αναπροσαρμόζεται, ώστε να αντικατοπτρίζει μόνο τα ποσά και τα στοιχεία των εσόδων και εξόδων που θα αποδίδονταν σε αυτή σύμφωνα με το άρθρο 7 της Πρότυπης Σύμβασης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.) επί του εισοδήματος και του κεφαλαίου (OECD Model Convention on Income and Capital).

3. Όταν μια συνιστώσα οντότητα πληροί τον ορισμό της μόνιμης εγκατάστασης της περ. δ) της παρ. 13 του άρθρου 4, το καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) υπολογίζεται με βάση τα ποσά και τα στοιχεία εσόδων που απαλλάσσονται στη δικαιοδοσία όπου βρίσκεται η κύρια οντότητα και τα οποία αποδίδονται στις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται εκτός της εν λόγω δικαιοδοσίας και τα ποσά και τα στοιχεία εξόδων που δεν εκπίπτουν για φορολογικούς σκοπούς στη δικαιοδοσία όπου βρίσκεται η κύρια οντότητα και τα οποία αποδίδονται σε τέτοιου είδους δραστηριότητες.

4. Το καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) μιας μόνιμης εγκατάστασης δεν λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της κύριας οντότητας, με εξαίρεση τα προβλεπόμενα στην παρ. 5.

5. Η αποδεκτή ζημία μιας μόνιμης εγκατάστασης αντιμετωπίζεται ως έξοδο της κύριας οντότητας για τον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας στον βαθμό που η ζημία της μόνιμης εγκατάστασης αντιμετωπίζεται ως έξοδο κατά τον υπολογισμό του εγχώριου φορολογητέου εισοδήματος της εν λόγω κύριας οντότητας και δεν συμψηφίζεται με στοιχείο του εγχώριου φορολογητέου εισοδήματος που φορολογείται σύμφωνα με τη νομοθεσία, τόσο της δικαιοδοσίας της κύριας οντότητας, όσο και της δικαιοδοσίας της μόνιμης εγκατάστασης.

Το αποδεκτό εισόδημα που αποκτά στη συνέχεια η μόνιμη εγκατάσταση αντιμετωπίζεται ως αποδεκτό εισόδημα της κύριας οντότητας έως το ποσό της αποδεκτής ζημίας που είχε προηγουμένως αντιμετωπιστεί ως έξοδο της κύριας οντότητας σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.».

Άρθρο 20 «Κατανομή και υπολογισμός του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας μιας οντότητας μετακύλισης φόρου (άρθρο 19 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Το καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) μιας συνιστώσας οντότητας που αποτελεί οντότητα μετακύλισης φόρου μειώνεται κατά το ποσό το οποίο κατανέμεται στους ιδιοκτήτες της που δεν αποτελούν οντότητες του ομίλου και οι οποίοι κατέχουν την ιδιοκτησιακή συμμετοχή τους στην εν λόγω οντότητα μετακύλισης φόρου άμεσα ή μέσω μιας αλυσίδας φορολογικά διαφανών οντοτήτων, εκτός αν:

α) η οντότητα μετακύλισης φόρου είναι τελική μητρική οντότητα ή

β) η οντότητα μετακύλισης φόρου κατέχεται, άμεσα ή μέσω μιας αλυσίδας φορολογικά διαφανών οντοτήτων, από τελική μητρική οντότητα που αναφέρεται στην περ. α).

2. Το καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) μιας συνιστώσας οντότητας που είναι οντότητα μετακύλισης φόρου μειώνεται κατά το καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) που κατανέμεται σε άλλη συνιστώσα οντότητα.

3. Όταν μια οντότητα μετακύλισης φόρου ασκεί συνολικά ή εν μέρει δραστηριότητες μέσω μόνιμης εγκατάστασης, το καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) της που διατηρείται μετά την εφαρμογή της παρ. 1 του παρόντος κατανέμεται στην εν λόγω μόνιμη εγκατάσταση σύμφωνα με το άρθρο 19.

4. Όταν μια φορολογικά διαφανής οντότητα δεν είναι η τελική μητρική οντότητα, το καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) της οντότητας μετακύλισης φόρου που διατηρείται μετά την εφαρμογή των παρ. 1 και 3 κατανέμεται στις οικείες συνιστώσες οντότητες - ιδιοκτήτριες σύμφωνα με τις ιδιοκτησιακές τους συμμετοχές στην οντότητα μετακύλισης φόρου.

5. Όταν μια οντότητα μετακύλισης φόρου είναι μια φορολογικά διαφανής οντότητα που είναι η τελική μητρική οντότητα ή μια αντίστροφη υβριδική οντότητα, κάθε καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) της οντότητας μετακύλισης φόρου που διατηρείται μετά την εφαρμογή των παρ. 1 και 3 κατανέμεται στην τελική μητρική οντότητα ή στην αντίστροφη υβριδική οντότητα.

6. Οι παρ. 3, 4 και 5 εφαρμόζονται χωριστά για κάθε ιδιοκτησιακή συμμετοχή στην οντότητα μετακύλισης φόρου.».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΣΜΕΝΩΝ ΚΑΛΥΠΤΟΜΕΝΩΝ ΦΟΡΩΝ

Άρθρο 21 «Καλυπτόμενοι φόροι (άρθρο 20 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Οι καλυπτόμενοι φόροι μιας συνιστώσας οντότητας περιλαμβάνουν:

α) φόρους που καταχωρούνται στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις μιας συνιστώσας οντότητας σε σχέση με το εισόδημα ή τα κέρδη της ή το μερίδιό της επί του εισοδήματος ή των κερδών μιας συνιστώσας οντότητας στην οποία κατέχει ιδιοκτησιακή συμμετοχή,

β) φόρους επί των διανεμόμενων κερδών, των τεκμαιρόμενων διανομών κερδών και των μη επιχειρηματικών δαπανών που επιβάλλονται στο πλαίσιο επιλέξιμου συστήματος φόρου διανομής,

γ) φόρους που επιβάλλονται αντί των προβλεπόμενων από τις γενικές διατάξεις περί φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, και

δ) φόρους που επιβάλλονται επί των κερδών παρελθουσών χρήσεων και ιδίων κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων των φόρων επί πολλαπλών συνιστωσών με βάση το εισόδημα και τα ίδια κεφάλαια.

2. Οι καλυπτόμενοι φόροι μιας συνιστώσας οντότητας δεν περιλαμβάνουν:

α) τον συμπληρωματικό φόρο που οφείλεται από τη μητρική οντότητα βάσει του ενδεδειγμένου Κ.Σ.Ε.,

β) τον συμπληρωματικό φόρο που οφείλεται από συνιστώσα οντότητα βάσει ενδεδειγμένου εγχώριου συμπληρωματικού φόρου,

γ) φόρους που αποδίδονται σε αναπροσαρμογή που πραγματοποιείται από συνιστώσα οντότητα ως αποτέλεσμα της εφαρμογής ενδεδειγμένου Κ.Υ.Κ.,

δ) μη ενδεδειγμένο επιστρεπτέο φόρο καταλογισμού και

ε) φόρους που καταβάλλονται από ασφαλιστική εταιρεία και αντιστοιχούν στο εξαιρούμενο εισόδημα σύμφωνα με την παρ. 10 του άρθρου 17.

3. Οι καλυπτόμενοι φόροι για κάθε καθαρό κέρδος ή ζημία που προκύπτει από τη διάθεση τοπικών ενσώματων περιουσιακών στοιχείων, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 17, κατά το οικονομικό έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται η επιλογή που αναφέρεται στο εν λόγω εδάφιο, εξαιρούνται από τον υπολογισμό των καλυπτόμενων φόρων.».

Άρθρο 22 «Αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι (άρθρο 21 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι μιας συνιστώσας οντότητας για ένα οικονομικό έτος προσδιορίζονται με την αναπροσαρμογή του αθροίσματος των δεδουλευμένων τρεχόντων εξόδων φόρου στο καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) που αφορούν καλυπτόμενους φόρους για το ίδιο οικονομικό έτος, με βάση:

α) το καθαρό ποσό των οικείων προσθηκών και μειώσεων των καλυπτόμενων φόρων για το οικονομικό έτος αναφοράς, όπως ορίζεται στις παρ. 2 και 3,

β) το συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου, όπως ορίζεται στο άρθρο 23 και

γ) κάθε αύξηση ή μείωση των καλυπτόμενων φόρων που καταγράφονται ως δεδουλευμένοι στα ίδια κεφάλαια ή στα λοιπά συνολικά εισοδήματα σε σχέση με ποσά που περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας και υπόκεινται σε φόρο σύμφωνα με τους φορολογικούς κανόνες της οικείας δικαιοδοσίας.

2. Οι προσθήκες στους καλυπτόμενους φόρους μιας συνιστώσας οντότητας για το οικονομικό έτος αναφοράς περιλαμβάνουν:

α) οποιοδήποτε ποσό των καλυπτόμενων φόρων που καταχωρήθηκε ως δεδουλευμένο έξοδο στα κέρδη προ φόρων στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς,

β) οποιοδήποτε ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης αποδεκτής ζημίας που έχει χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 24,

γ) οποιοδήποτε ποσό των καλυπτόμενων φόρων αναφορικά με αβέβαιη φορολογική κατάσταση που είχε εξαιρεθεί παλαιότερα βάσει της περ. δ) της παρ. 3 και καταβάλλεται κατά το οικονομικό έτος αναφοράς και

δ) οποιοδήποτε ποσό της πίστωσης ή της επιστροφής σε σχέση με ενδεδειγμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου που προέκυψε ως μείωση του τρέχοντος εξόδου φόρου.

3. Οι μειώσεις στους καλυπτόμενους φόρους μιας συνιστώσας οντότητας για το οικονομικό έτος αναφοράς περιλαμβάνουν:

α) το ποσό του τρέχοντος εξόδου φόρου όσον αφορά το εισόδημα που εξαιρείται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας σύμφωνα με το Κεφάλαιο Γ ,

β) οποιοδήποτε ποσό της πίστωσης ή της επιστροφής σε σχέση με μη ενδεδειγμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου που δεν καταχωρήθηκε ως μείωση του τρέχοντος εξόδου φόρου,

γ) οποιοδήποτε ποσό των καλυπτόμενων φόρων που επιστράφηκαν ή πιστώθηκαν σε μια συνιστώσα οντότητα, το οποίο δεν αντιμετωπίστηκε ως αναπροσαρμογή στο τρέχον έξοδο φόρου στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς, εκτός αν σχετίζεται με ενδεδειγμένη επιστρεπτέα πίστωση φόρου,

δ) το ποσό του τρέχοντος εξόδου φόρου, το οποίο σχετίζεται με αβέβαιη φορολογική κατάσταση και

ε) οποιοδήποτε ποσό του τρέχοντος εξόδου φόρου που δεν αναμένεται να καταβληθεί εντός τριών (3) ετών από τη λήξη του οικονομικού έτους.

4. Για τον υπολογισμό των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων, όταν ένα ποσό του καλυπτόμενου φόρου περιγράφεται σε περισσότερες από μια περιπτώσεις των παρ. 1, 2 και 3, λαμβάνεται υπόψη μόνο μία φορά.

5. Όταν, για ένα οικονομικό έτος, δεν υπάρχει καθαρό αποδεκτό εισόδημα σε μια δικαιοδοσία και το ποσό των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων για την εν λόγω δικαιοδοσία είναι αρνητικό και μικρότερο από ένα ποσό ίσο με την καθαρή αποδεκτή ζημία, πολλαπλασιαζόμενη με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή («αναμενόμενοι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι»), το ποσό που ισούται με τη διαφορά μεταξύ του ποσού των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων και του ποσού των αναμενόμενων αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων αντιμετωπίζεται ως πρόσθετος συμπληρωματικός φόρος για το εν λόγω οικονομικό έτος. Το ποσό του πρόσθετου συμπληρωματικού φόρου κατανέμεται σε κάθε συνιστώσα οντότητα στη δικαιοδοσία σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 30.».

Άρθρο 23 «Συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου (άρθρο 22 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ισχύουν οι παρακάτω ορισμοί:

α) «μη επιτρεπόμενη δεδουλευμένη υποχρέωση»:

αα) οποιαδήποτε μεταβολή του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου που καταχωρείται ως δεδουλευμένο στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς μιας συνιστώσας οντότητας, η οποία σχετίζεται με αβέβαιη φορολογική κατάσταση και

αβ) οποιαδήποτε μεταβολή του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου που καταχωρείται ως δεδουλευμένο στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς μιας συνιστώσας οντότητας, η οποία σχετίζεται με διανομές από μια συνιστώσα οντότητα,

β) «μη διεκδικούμενη δεδουλευμένη υποχρέωση»: οποιαδήποτε αύξηση μιας αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης που καταχωρείται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς μιας συνιστώσας οντότητας για ένα οικονομικό έτος, η οποία δεν αναμένεται να καταβληθεί εντός του διαστήματος που ορίζεται στην παρ. 7 και για την οποία η υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα επιλέγει ετησίως, να μην συμπεριλάβει στο συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου για το εν λόγω οικονομικό έτος. Η επιλογή ισχύει για περίοδο ενός (1) έτους από το έτος που πραγματοποιήθηκε και ανανεώνεται αυτόματα, εκτός αν η υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα την ανακαλέσει στο τέλος του έτους.

2. Όταν ο εγχώριος φορολογικός συντελεστής που εφαρμόζεται για τον σκοπό του υπολογισμού του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου είναι ίσος ή χαμηλότερος από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, το συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου που προστίθεται στους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους μιας συνιστώσας οντότητας για ένα οικονομικό έτος σύμφωνα με την περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 22 είναι το αναβαλλόμενο έξοδο φόρου που καταχωρείται ως δεδουλευμένο στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της όσον αφορά τους καλυπτόμενους φόρους, με την επιφύλαξη των αναπροσαρμογών σύμφωνα με τις παρ. 3 έως 6.

Όταν ο εγχώριος φορολογικός συντελεστής που εφαρμόζεται για τον σκοπό του υπολογισμού του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου είναι υψηλότερος από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, το συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου που προστίθεται στους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους μιας συνιστώσας οντότητας για ένα οικονομικό έτος σύμφωνα με την περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 22 είναι το αναβαλλόμενο έξοδο φόρου που καταχωρείται ως δεδουλευμένο στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της όσον αφορά τους καλυπτόμενους φόρους που αναδιατυπώνονται με βάση τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, με την επιφύλαξη των αναπροσαρμογών σύμφωνα με τις παρ. 3 έως 6.

3. Το συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου προσαυξάνεται κατά:

α) οποιοδήποτε ποσό της μη επιτρεπόμενης δεδουλευμένης ή της μη διεκδικούμενης δεδουλευμένης υποχρέωσης που καταβλήθηκε κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους και

β) οποιοδήποτε ποσό της ανακτημένης αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης που προσδιορίστηκε σε προηγούμενο οικονομικό έτος, το οποίο έχει καταβληθεί κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους.

4. Όταν, για ένα οικονομικό έτος, μια αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση ζημίας δεν αναγνωρίζεται ως δεδουλευμένη στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς επειδή δεν πληρούνται τα κριτήρια αναγνώρισης, η μείωση του συνολικού ποσού αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου ισούται με τη μείωση που θα επερχόταν στο συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου αν είχε καταχωρηθεί ως δεδουλευμένη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση ζημίας για το οικονομικό έτος αναφοράς.

5. Το συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου δεν περιλαμβάνει:

α) το ποσό του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου όσον αφορά τα στοιχεία που εξαιρούνται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας σύμφωνα με το Κεφάλαιο Γ ,

β) το ποσό του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου σε σχέση με μη επιτρεπόμενες δεδουλευμένες και μη διεκδικούμενες δεδουλευμένες υποχρεώσεις,

γ) την επίδραση μιας αναπροσαρμογής αποτίμησης ή μιας αναπροσαρμογής λογιστικής αναγνώρισης σε σχέση με αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση,

δ) το ποσό του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου που προκύπτει από την επανεπιμέτρηση σε σχέση με τη μεταβολή εφαρμοστέου εγχώριου φορολογικού συντελεστή και

ε) το ποσό του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου σε σχέση με τη δημιουργία και τη χρήση πιστώσεων φόρου.

6. Όταν, για ένα οικονομικό έτος, έχει καταγραφεί αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση που αποδίδεται σε αποδεκτή ζημία μιας συνιστώσας οντότητας, η οποία έχει υπολογιστεί με συντελεστή χαμηλότερο από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, μπορεί να επανεκτιμηθεί με βάση τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή κατά το ίδιο οικονομικό έτος, υπό την προϋπόθεση ότι ο φορολογούμενος μπορεί να αποδείξει ότι η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση μπορεί να αποδοθεί σε αποδεκτή ζημία.

Όταν μια αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αυξάνεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, το συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου μειώνεται ανάλογα.

7. Μια αναβαλλόμενη φορολογική υποχρέωση, η οποία δεν αντιστρέφεται και της οποίας το ποσό δεν καταβάλλεται εντός των πέντε (5) επόμενων οικονομικών ετών, ανακτάται στον βαθμό που συνυπολογίστηκε στο συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου μιας συνιστώσας οντότητας.

Το ποσό της ανακτημένης αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης που προσδιορίζεται για το τρέχον οικονομικό έτος αντιμετωπίζεται ως μείωση των καλυπτόμενων φόρων κατά το πέμπτο οικονομικό έτος πριν από το τρέχον οικονομικό έτος και ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής και ο συμπληρωματικός φόρος του εν λόγω οικονομικού έτους επανυπολογίζονται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 30. Η ανακτημένη αναβαλλόμενη φορολογική υποχρέωση για το τρέχον οικονομικό έτος είναι το ποσό της αύξησης στην κατηγορία της αναβαλλόμενης φορολογικής υποχρέωσης που είχε συμπεριληφθεί στο συνολικό ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής αναπροσαρμογής κατά το πέμπτο οικονομικό έτος πριν από το τρέχον οικονομικό έτος, που δεν έχει αντιστραφεί έως το πέρας της τελευταίας ημέρας του τρέχοντος οικονομικού έτους.

8. Κατά παρέκκλιση από την παρ. 7, όταν μια αναβαλλόμενη φορολογική υποχρέωση αποτελεί κατ' εξαίρεση ανάκτηση φορολογικής υποχρέωσης, δεν ανακτάται ακόμη και αν δεν αντιστραφεί ή καταβληθεί εντός των πέντε (5) επόμενων ετών. Η κατ’ εξαίρεση ανάκτηση φορολογικής υποχρέωσης είναι το ποσό του δεδουλευμένου εξόδου φόρου που αποδίδεται σε μεταβολές των σχετικών αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων, όσον αφορά τα ακόλουθα στοιχεία:

α) προβλέψεις για την ανάκτηση του κόστους ενσώματων περιουσιακών στοιχείων,

β) το κόστος άδειας ή παρόμοιας ρύθμισης από κυβέρνηση για τη χρήση ακίνητης περιουσίας ή την εκμετάλλευση φυσικών πόρων που συνεπάγεται σημαντική επένδυση σε ενσώματα περιουσιακά στοιχεία,

γ) δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης,

δ) έξοδα θέσης εκτός λειτουργίας και αποκατάστασης,

ε) λογιστική εύλογης αξίας για μη πραγματοποιηθέντα καθαρά κέρδη,

στ) καθαρά συναλλαγματικά κέρδη,

ζ) ασφαλιστικά αποθεματικά και αναβαλλόμενα έξοδα απόκτησης ασφαλιστήριων συμβολαίων, η) κέρδη από την πώληση ενσώματων περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται στην ίδια δικαιοδοσία με τη συνιστώσα οντότητα, τα οποία επανεπενδύονται σε ενσώματα στοιχεία στην ίδια δικαιοδοσία και

θ) πρόσθετα δεδουλευμένα ποσά ως αποτέλεσμα μεταβολών των αρχών λογιστικής σε σχέση με τα στοιχεία των περ. α) έως η).».

Άρθρο 24 «Επιλογή αποδεκτής ζημίας (άρθρο 23 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 23, μια υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα μπορεί να επιλέξει αποδεκτή ζημία για μια δικαιοδοσία, σύμφωνα με την οποία η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδεκτής ζημίας προσδιορίζεται για κάθε οικονομικό έτος κατά το οποίο υπάρχει αποδεκτή ζημία στην εν λόγω δικαιοδοσία. Προς τον σκοπό αυτόν, η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδεκτής ζημίας είναι ίση με την αποδεκτή ζημία για ένα οικονομικό έτος για τη δικαιοδοσία, πολλαπλασιαζόμενη με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή. Δεν γίνεται επιλογή αποδεκτής ζημίας για δικαιοδοσία με επιλέξιμο σύστημα φόρου διανομής, βάσει του άρθρου 44.

2. Η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδεκτής ζημίας που προσδιορίζεται σύμφωνα με την παρ. 1, χρησιμοποιείται σε κάθε επόμενο οικονομικό έτος κατά το οποίο υπάρχει καθαρό αποδεκτό εισόδημα για τη δικαιοδοσία, ως ποσό ίσο με το καθαρό αποδεκτό εισόδημα, πολλαπλασιαζόμενο με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή ή, αν είναι χαμηλότερο, ως ποσό ίσο με την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδεκτής ζημίας που είναι διαθέσιμη.

3. Η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδεκτής ζημίας που προσδιορίζεται δυνάμει της παρ. 1 μειώνεται κατά το ποσό που χρησιμοποιείται για ένα οικονομικό έτος και το υπόλοιπο μεταφέρεται στα επόμενα οικονομικά έτη.

4. Σε περίπτωση ανάκλησης της επιλογής αποδεκτής ζημίας, οποιαδήποτε εναπομένουσα αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδεκτής ζημίας που προσδιορίζεται δυνάμει της παρ. 1, μηδενίζεται από την πρώτη ημέρα του πρώτου οικονομικού έτους κατά το οποίο δεν ισχύει πλέον η επιλογή της αποδεκτής ζημίας.

5. Η επιλογή αποδεκτής ζημίας υποβάλλεται με την πρώτη δήλωση πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου του άρθρου 48 του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που περιλαμβάνει τη δικαιοδοσία για την οποία πραγματοποιείται η επιλογή.

6. Όταν μια οντότητα μετακύλισης φόρου, η οποία είναι η τελική μητρική οντότητα ενός ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας, επιλέγει αποδεκτή ζημία σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδεκτής ζημίας υπολογίζεται με βάση την αποδεκτή ζημία της οντότητας μετακύλισης φόρου μετά τη μείωση σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 42.».

Άρθρο 25 «Ειδική κατανομή των καλυπτόμενων φόρων που οφείλουν ορισμένοι τύποι συνιστωσών οντοτήτων (άρθρο 24 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Σε μόνιμη εγκατάσταση κατανέμεται το ποσό καλυπτόμενων φόρων που περιλαμβάνονται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς μιας συνιστώσας οντότητας και σχετίζονται με το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία της εν λόγω μόνιμης εγκατάστασης.

2. Σε συνιστώσα οντότητα-ιδιοκτήτρια κατανέμεται το ποσό καλυπτόμενων φόρων που περιλαμβάνονται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς μιας φορολογικά διαφανούς οντότητας και που σχετίζονται με το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία που κατανέμεται στην εν λόγω συνιστώσα οντότητα-ιδιοκτήτρια σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 20.

3. Σε συνιστώσα οντότητα κατανέμεται το ποσό καλυπτόμενων φόρων που περιλαμβάνονται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς των οικείων άμεσων ή έμμεσων συνιστωσών οντοτήτων-ιδιοκτητριών υπό φορολογικό καθεστώς ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών, επί του μεριδίου τους επί του εισοδήματος της ελεγχόμενης αλλοδαπής εταιρείας.

4. Σε συνιστώσα οντότητα που είναι υβριδική οντότητα κατανέμεται το ποσό καλυπτόμενων φόρων που περιλαμβάνεται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της οικείας συνιστώσας οντότητας-ιδιοκτήτριας και που σχετίζεται με το αποδεκτό εισόδημα της υβριδικής οντότητας.

Ως «υβριδική οντότητα» νοείται η οντότητα που αντιμετωπίζεται ως χωριστό πρόσωπο για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται, αλλά ως φορολογικά διαφανής στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται ο ιδιοκτήτης της.

5. Σε συνιστώσα οντότητα που πραγματοποίησε διανομή κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους κατανέμεται το ποσό καλυπτόμενων φόρων που καταχωρούνται ως δεδουλευμένοι στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς των οικείων άμεσων συνιστωσών οντοτήτων-ιδιοκτητριών επί της εν λόγω διανομής.

6. Η συνιστώσα οντότητα, στην οποία κατανεμήθηκαν καλυπτόμενοι φόροι σύμφωνα με τις παρ. 3 και 4 όσον αφορά παθητικό εισόδημα, περιλαμβάνει τους εν λόγω καλυπτόμενους φόρους στους προσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους της σε ποσό ίσο με τους καλυπτόμενους φόρους που κατανέμονται για το εν λόγω παθητικό εισόδημα.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, η συνιστώσα οντότητα περιλαμβάνει στους προσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους της το ποσό που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του ποσοστού συμπληρωματικού φόρου για τη δικαιοδοσία με το ποσό του παθητικού εισοδήματος της συνιστώσας οντότητας που περιλαμβάνεται βάσει φορολογικού καθεστώτος ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών ή βάσει κανόνα φορολογικής διαφάνειας, όταν το αποτέλεσμα είναι χαμηλότερο από το ποσό που προσδιορίζεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο. Για τους σκοπούς του προηγούμενου εδαφίου, το ποσοστό συμπληρωματικού φόρου για τη δικαιοδοσία προσδιορίζεται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι καλυπτόμενοι φόροι που βαρύνουν τη συνιστώσα οντότητα-ιδιοκτήτρια σε σχέση με το εν λόγω παθητικό εισόδημα.

Καλυπτόμενοι φόροι που βαρύνουν τη συνιστώσα οντότητα-ιδιοκτήτρια σε σχέση με το εν λόγω παθητικό εισόδημα που διατηρείται μετά την εφαρμογή της παρούσας δεν κατανέμονται σύμφωνα με τις παρ. 3 και 4.

Για τους σκοπούς της παρούσας, ως «παθητικό εισόδημα» νοούνται τα ακόλουθα στοιχεία εισοδήματος που περιλαμβάνονται στο αποδεκτό εισόδημα, στον βαθμό που μια συνιστώσα οντότητα - ιδιοκτήτρια έχει υπαχθεί σε φόρο βάσει φορολογικού καθεστώτος ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών ή ως αποτέλεσμα ιδιοκτησιακής συμμετοχής σε υβριδική οντότητα:

α) μέρισμα ή ισοδύναμα μερίσματος,

β) τόκοι ή ισοδύναμα τόκων,

γ) μισθώματα,

δ) δικαίωμα εκμετάλλευσης,

ε) ετήσια πρόσοδος, ή

στ) καθαρά κέρδη από περιουσιακά στοιχεία τύπου που παράγει εισόδημα που περιγράφεται στις περ. α) έως ε).

7. Όταν το αποδεκτό εισόδημα μόνιμης εγκατάστασης αντιμετωπίζεται ως αποδεκτό εισόδημα της κύριας οντότητας σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 19, καλυπτόμενοι φόροι που προκύπτουν στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση και συνδέονται με το εν λόγω εισόδημα, αντιμετωπίζονται ως καλυπτόμενοι φόροι της κύριας οντότητας, ίσοι με ποσό που δεν υπερβαίνει το εν λόγω εισόδημα, πολλαπλασιαζόμενο με τον υψηλότερο φορολογικό συντελεστή επί του συνήθους εισοδήματος στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται η κύρια οντότητα.».

Άρθρο 26 «Αναπροσαρμογές μετά την υποβολή στοιχείων και μεταβολές φορολογικών συντελεστών (άρθρο 25 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Όταν μια συνιστώσα οντότητα αναγνωρίζει και καταχωρεί μια αναπροσαρμογή των καλυπτόμενων φόρων της για προηγούμενο οικονομικό έτος στους οικείους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς, η εν λόγω αναπροσαρμογή αντιμετωπίζεται ως αναπροσαρμογή καλυπτόμενων φόρων κατά το οικονομικό έτος, κατά το οποίο πραγματοποιείται η αναπροσαρμογή, εκτός αν η αναπροσαρμογή αφορά οικονομικό έτος, κατά το οποίο σημειώνεται μείωση των καλυπτόμενων φόρων για τη δικαιοδοσία.

Όταν υπάρχει μείωση των καλυπτόμενων φόρων που περιλαμβάνονταν στους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους της συνιστώσας οντότητας για προηγούμενο οικονομικό έτος, ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής και ο συμπληρωματικός φόρος για το εν λόγω οικονομικό έτος επανυπολογίζονται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 30, με μείωση των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων κατά το ποσό της μείωσης των καλυπτόμενων φόρων. Το αποδεκτό εισόδημα για το οικονομικό έτος και για κάθε προηγούμενο οικονομικό έτος αναπροσαρμόζεται ανάλογα.

Κατά την ετήσια επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας επουσιώδης μείωση των καλυπτόμενων φόρων μπορεί να θεωρηθεί ως αναπροσαρμογή των καλυπτόμενων φόρων κατά το οικονομικό έτος, κατά το οποίο πραγματοποιείται η αναπροσαρμογή. Επουσιώδη μείωση των καλυπτόμενων φόρων συνιστά συνολική μείωση μικρότερη από ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ στους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους που προσδιορίζονται για τη δικαιοδοσία για το οικονομικό έτος.

Η επιλογή ισχύει για περίοδο ενός (1) έτους από το έτος που πραγματοποιήθηκε. Η επιλογή ανανεώνεται αυτόματα, εκτός αν η υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα ανακαλέσει την επιλογή στο τέλος του έτους.

2. Όταν ο εφαρμοστέος εγχώριος φορολογικός συντελεστής μειώνεται κάτω από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή και η εν λόγω μείωση οδηγεί σε αναβαλλόμενο έξοδο φόρου, το ποσό του απορρέοντος αναβαλλόμενου εξόδου φόρου αντιμετωπίζεται ως αναπροσαρμογή της υποχρέωσης της συνιστώσας οντότητας για καλυπτόμενους φόρους που λαμβάνονται υπόψη σύμφωνα με το άρθρο 22 για προηγούμενο οικονομικό έτος.

3. Όταν ένα αναβαλλόμενο έξοδο φόρου λαμβάνεται υπόψη με συντελεστή χαμηλότερο από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή και αργότερα αυξάνεται ο εφαρμοστέος εγχώριος φορολογικός συντελεστής, το ποσό του αναβαλλόμενου εξόδου φόρου που προκύπτει από την εν λόγω αύξηση αντιμετωπίζεται κατά την καταβολή ως αναπροσαρμογή της υποχρέωσης μιας συνιστώσας οντότητας για καλυπτόμενους φόρους που διεκδικήθηκαν για προηγούμενο οικονομικό έτος σύμφωνα με το άρθρο 22.

Η αναπροσαρμογή βάσει του πρώτου εδαφίου δεν υπερβαίνει ποσό ίσο με το αναβαλλόμενο έξοδο φόρου που αναδιατυπώνεται με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.

4. Όταν παραμένει ανεξόφλητο μετά το πέρας τριετίας από τη λήξη ενός οικονομικού έτους ποσό άνω του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ από τα δεδουλευμένα τρέχοντα έξοδα φόρου μιας συνιστώσας οντότητας που έχουν συμπεριληφθεί σε αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους για το εν λόγω οικονομικό έτος, ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής και ο συμπληρωματικός φόρος για το οικονομικό έτος κατά το οποίο το ανεξόφλητο ποσό διεκδικήθηκε ως καλυπτόμενος φόρος επανυπολογίζονται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 30, με εξαίρεση του εν λόγω ανεξόφλητου ποσού από τους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους.».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΥ ΦΟΡΟΥ

Άρθρο 27 «Προσδιορισμός του πραγματικού φορολογικού συντελεστή (άρθρο 26 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής ενός ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας υπολογίζεται, για κάθε οικονομικό έτος και για κάθε δικαιοδοσία, αν υπάρχει καθαρό αποδεκτό εισόδημα στη δικαιοδοσία, σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

όπου οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι των συνιστωσών οντοτήτων είναι το άθροισμα των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων όλων των συνιστωσών οντοτήτων που βρίσκονται στη δικαιοδοσία, οι οποίοι προσδιορίζονται σύμφωνα με το Κεφάλαιο Δ'.

2. Το καθαρό αποδεκτό εισόδημα ή ζημία των συνιστωσών οντοτήτων στη δικαιοδοσία για ένα οικονομικό έτος προσδιορίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

καθαρό αποδεκτό εισόδημα ή ζημία = αποδεκτό εισόδημα των συνιστωσών οντοτήτων - αποδεκτές ζημίες των συνιστωσών οντοτήτων,

όπου:

α) το αποδεκτό εισόδημα των συνιστωσών οντοτήτων είναι το θετικό άθροισμα των αποδεκτών εισοδημάτων όλων των συνιστωσών οντοτήτων που βρίσκονται στη δικαιοδοσία που προσδιορίζεται σύμφωνα με το Κεφάλαιο Γ ,

β) οι αποδεκτές ζημίες των συνιστωσών οντοτήτων είναι το άθροισμα των αποδεκτών ζημιών όλων των συνιστωσών οντοτήτων που βρίσκονται στη δικαιοδοσία που προσδιορίζεται σύμφωνα με το Κεφάλαιο Γ .

3. Οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι και το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία των συνιστωσών οντοτήτων που είναι επενδυτικές οντότητες εξαιρούνται από τον υπολογισμό του πραγματικού φορολογικού συντελεστή σύμφωνα με την παρ. 1 και τον υπολογισμό του καθαρού αποδεκτού εισοδήματος σύμφωνα με την παρ. 2.

4. Ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής κάθε συνιστώσας οντότητας χωρίς εθνικότητα υπολογίζεται, για κάθε οικονομικό έτος, χωριστά από τον πραγματικό φορολογικό συντελεστή όλων των άλλων συνιστωσών οντοτήτων.».

Άρθρο 28 «Υπολογισμός του συμπληρωματικού φόρου (άρθρο 27 Οδηγίας 2022/2523)»

1. Όταν σε ένα οικονομικό έτος ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής μιας δικαιοδοσίας, στην οποία είναι εγκατεστημένες οι συνιστώσες οντότητες, είναι χαμηλότερος από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή ή προκύπτει πρόσθετος συμπληρωματικός φόρος του άρθρου 30, ο όμιλος ΠΕ ή ο εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας υπολογίζει τον συμπληρωματικό ή τον πρόσθετο συμπληρωματικό φόρο χωριστά για καθεμία από τις συνιστώσες οντότητές του με αποδεκτό εισόδημα που περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του καθαρού αποδεκτού εισοδήματος της εν λόγω δικαιοδοσίας. Ο συμπληρωματικός φόρος υπολογίζεται σε βάση δικαιοδοσίας.

2. Το ποσοστό συμπληρωματικού φόρου για μια δικαιοδοσία για ένα οικονομικό έτος είναι η θετική διαφορά σε ποσοστιαίες μονάδες που υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Ποσοστό συμπληρωματικού φόρου = ελάχιστος φορολογικός συντελεστής -πραγματικός φορολογικός συντελεστής, όπου ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής είναι ο συντελεστής που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 27.

3. Ο συμπληρωματικός φόρος για μια δικαιοδοσία για ένα οικονομικό έτος είναι το θετικό ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Συμπληρωματικός φόρος για μια δικαιοδοσία = (ποσοστό συμπληρωματικού φόρου x πλεονάζον κέρδος) + πρόσθετος συμπληρωματικός φόρος - πληρωτέος ενδεδειγμένος εγχώριος συμπληρωματικός φόρος

όπου:

α) ο πρόσθετος συμπληρωματικός φόρος είναι το ποσό του φόρου που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 30 για το οικονομικό έτος αναφοράς,

β) ο πληρωτέος ενδεδειγμένος εγχώριος συμπληρωματικός φόρος είναι το ποσό του φόρου για το αντίστοιχο οικονομικό έτος αναφοράς που αφορά στη δικαιοδοσία, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 11 της Οδηγίας (ΕΕ) 2022/2523 ή βάσει ενδεδειγμένου εγχώριου συμπληρωματικού φόρου δικαιοδοσίας τρίτης χώρας.

4. Το πλεονάζον κέρδος για τη δικαιοδοσία για το οικονομικό έτος που αναφέρεται στην παρ. 3 είναι το θετικό ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Πλεονάζον κέρδος = καθαρό αποδεκτό εισόδημα - εξαίρεση εισοδήματος επί της ουσίας,

όπου:

α) το καθαρό αποδεκτό εισόδημα είναι το εισόδημα που προσδιορίζεται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 27 για τη δικαιοδοσία,

β) η εξαίρεση εισοδήματος επί της ουσίας είναι το ποσό που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 29 για τη δικαιοδοσία.

5. Ο συμπληρωματικός φόρος συνιστώσας οντότητας για το τρέχον οικονομικό έτος υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

όπου:

α) το αποδεκτό εισόδημα της συνιστώσας οντότητας σε μία δικαιοδοσία για ένα οικονομικό έτος είναι το εισόδημα που προσδιορίζεται σύμφωνα με το Κεφάλαιο Γ',

β) το συνολικό αποδεκτό εισόδημα όλων των συνιστωσών οντοτήτων σε μια δικαιοδοσία για ένα οικονομικό έτος είναι το άθροισμα των αποδεκτών εισοδημάτων όλων των συνιστωσών οντοτήτων που βρίσκονται στη δικαιοδοσία για το οικονομικό έτος.

6. Αν ο συμπληρωματικός φόρος δικαιοδοσίας προκύπτει από επανυπολογισμό σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 30 και δεν υπάρχει καθαρό αποδεκτό εισόδημα στη δικαιοδοσία για το οικονομικό έτος, ο συμπληρωματικός φόρος κατανέμεται σε κάθε συνιστώσα οντότητα χρησιμοποιώντας τον τύπο που ορίζεται στην παρ. 5 του παρόντος, με βάση το αποδεκτό εισόδημα των συνιστωσών οντοτήτων κατά τα οικονομικά έτη για τα οποία διενεργούνται οι επανυπολογισμοί σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 30.

7. Ο συμπληρωματικός φόρος κάθε συνιστώσας οντότητας χωρίς εθνικότητα υπολογίζεται, για κάθε οικονομικό έτος, χωριστά από τον συμπληρωματικό φόρο όλων των άλλων συνιστωσών οντοτήτων.».

Άρθρο 29 «Εξαίρεση εισοδήματος επί της ουσίας (άρθρο 28 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι παρακάτω ορισμοί:

α) «επιλέξιμοι εργαζόμενοι»: οι εργαζόμενοι πλήρους ή μερικής απασχόλησης συνιστώσας οντότητας και οι ανεξάρτητοι πάροχοι υπηρεσιών, καθώς και πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα και απασχολούνται με σχέση που εξομοιώνεται με έμμισθη εργασία, οι οποίοι συμμετέχουν στις συνήθεις δραστηριότητες λειτουργίας του ομίλου πολυεθνικών επιχειρήσεων ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας υπό τη διεύθυνση και τον έλεγχο του ομίλου πολυεθνικών επιχειρήσεων ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας,

β) «επιλέξιμες δαπάνες μισθοδοσίας»: οι δαπάνες αμοιβών και λοιπών παροχών προς τους εργαζομένους, συμπεριλαμβανομένων των μισθών, των ωρομισθίων, των αμοιβών για υπερεργασία, νυκτερινή απασχόληση και υπερωρία, και άλλων δαπανών που συνιστούν άμεση και χωριστή προσωπική παροχή στον εργαζόμενο, όπως ασφάλιση υγείας και συνταξιοδοτικές εισφορές, φόροι μισθοδοσίας και απασχόλησης, καθώς και εργοδοτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης,

γ) «επιλέξιμα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία»:

γα) ακίνητα, εγκαταστάσεις και εξοπλισμός που βρίσκονται στη δικαιοδοσία,

γβ) φυσικοί πόροι που βρίσκονται στη δικαιοδοσία,

γγ) το δικαίωμα μισθωτή για τη χρήση ενσώματων περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται στη δικαιοδοσία, και

γδ) άδεια ή παρόμοια ρύθμιση από την κυβέρνηση για τη χρήση ακίνητης περιουσίας ή για εκμετάλλευση φυσικών πόρων που συνεπάγεται σημαντική επένδυση σε ενσώματα περιουσιακά στοιχεία.

2. Το καθαρό αποδεκτό εισόδημα για μια δικαιοδοσία μειώνεται, για τον υπολογισμό του συμπληρωματικού φόρου, κατά ποσό ίσο με το άθροισμα του απαλλασσόμενου σκέλους της μισθοδοσίας που αναφέρεται στην παρ. 3 και του απαλλασσόμενου σκέλους των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων που αναφέρεται στην παρ. 4 για κάθε συνιστώσα οντότητα που βρίσκεται στη δικαιοδοσία, εκτός αν μια υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα ενός ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας επιλέξει να μην εφαρμόσει την εξαίρεση εισοδήματος επί της ουσίας για το οικονομικό έτος.

Η επιλογή ανανεώνεται αυτόματα, εκτός αν η υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα ανακαλέσει την επιλογή στο τέλος του έτους.

3. Η απαλλαγή του σκέλους της μισθοδοσίας συνιστώσας οντότητας που βρίσκεται σε μια δικαιοδοσία ισούται με το πέντε τοις εκατό (5%) των οικείων επιλέξιμων δαπανών μισθοδοσίας των επιλέξιμων εργαζομένων που ασκούν δραστηριότητες για τον όμιλο ΠΕ ή τον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας στην εν λόγω δικαιοδοσία, με εξαίρεση τις επιλέξιμες δαπάνες μισθοδοσίας που:

α) κεφαλαιοποιούνται και περιλαμβάνονται στη λογιστική αξία επιλέξιμων ενσώματων περιουσιακών στοιχείων,

β) μπορούν να αποδοθούν σε εισόδημα που εξαιρείται σύμφωνα με το άρθρο 18.

4. Η απαλλαγή του σκέλους των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων συνιστώσας οντότητας που βρίσκεται σε δικαιοδοσία ισούται με πέντε τοις εκατό (5%) της λογιστικής αξίας των επιλέξιμων ενσώματων περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται στη δικαιοδοσία, με εξαίρεση:

α) τη λογιστική αξία της ακίνητης περιουσίας, συμπεριλαμβανομένων των γηπέδων και των κτιρίων, που κατέχεται προς πώληση, χρηματοδοτική μίσθωση ή επενδύσεις,

β) τη λογιστική αξία των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούνται για την άντληση εσόδων που εξαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 18.

5. Για τους σκοπούς της παρ. 4, η λογιστική αξία των επιλέξιμων ενσώματων περιουσιακών στοιχείων είναι ο μέσος όρος της λογιστικής αξίας των επιλέξιμων ενσώματων περιουσιακών στοιχείων κατά την έναρξη και τη λήξη του οικονομικού έτους, όπως καταχωρείται με σκοπό την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας, μειωμένη με τις σωρευμένες αποσβέσεις και αναλώσεις και προσαυξημένη κατά κάθε ποσό που αποδίδεται στην κεφαλαιοποίηση των δαπανών μισθοδοσίας.

6. Για τους σκοπούς των παρ. 3 και 4, οι επιλέξιμες δαπάνες μισθοδοσίας και τα επιλέξιμα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία μιας συνιστώσας οντότητας που αποτελεί μόνιμη εγκατάσταση κατά την έννοια της παρ. 13 του άρθρου 4 είναι εκείνα που περιλαμβάνονται στους χωριστούς χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 19, υπό την προϋπόθεση ότι οι επιλέξιμες δαπάνες μισθοδοσίας και τα επιλέξιμα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία βρίσκονται στην ίδια δικαιοδοσία με τη μόνιμη εγκατάσταση. Οι επιλέξιμες δαπάνες μισθοδοσίας και τα επιλέξιμα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία μιας μόνιμης εγκατάστασης δεν λαμβάνονται υπόψη για τις επιλέξιμες δαπάνες μισθοδοσίας και τα επιλέξιμα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία της κύριας οντότητας. Όταν το εισόδημα μόνιμης εγκατάστασης εξαιρέθηκε εν όλω ή εν μέρει σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 20 και την παρ. 5 του άρθρου 42, οι επιλέξιμες δαπάνες μισθοδοσίας και τα επιλέξιμα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία της εν λόγω μόνιμης εγκατάστασης εξαιρούνται στην ίδια αναλογία από τον υπολογισμό βάσει του παρόντος άρθρου για τον όμιλο ΠΕ ή τον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας.

7. Οι επιλέξιμες δαπάνες μισθοδοσίας επιλέξιμων εργαζομένων που καταβάλλονται από οντότητα μετακύλισης φόρου και τα επιλέξιμα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν σε οντότητα μετακύλισης φόρου, που δεν κατανέμονται σύμφωνα με την παρ. 6, κατανέμονται:

α) στις συνιστώσες οντότητες-ιδιοκτήτριες της οντότητας μετακύλισης φόρου, κατ' αναλογία προς το ποσό που τους κατανέμεται σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 20, αν οι επιλέξιμοι εργαζόμενοι και τα επιλέξιμα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία βρίσκονται στη δικαιοδοσία των συνιστωσών οντοτήτων-ιδιοκτητριών, και

β) στην οντότητα μετακύλισης φόρου, αν είναι η τελική μητρική οντότητα, μειωμένα κατ' αναλογία προς το εισόδημα που εξαιρείται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος της οντότητας μετακύλισης φόρου σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 42, αν οι επιλέξιμοι εργαζόμενοι και τα επιλέξιμα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία βρίσκονται στη δικαιοδοσία της οντότητας μετακύλισης φόρου. Όλες οι άλλες επιλέξιμες δαπάνες μισθοδοσίας και τα επιλέξιμα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία της οντότητας μετακύλισης φόρου εξαιρούνται από τους υπολογισμούς εξαίρεσης εισοδήματος επί της ουσίας του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας.

8. Η εξαίρεση εισοδήματος επί της ουσίας κάθε συνιστώσας οντότητας χωρίς εθνικότητα υπολογίζεται, για κάθε οικονομικό έτος, χωριστά από την εξαίρεση εισοδήματος επί της ουσίας όλων των άλλων συνιστωσών οντοτήτων.

9. Η εξαίρεση εισοδήματος επί της ουσίας που υπολογίζεται σύμφωνα με το παρόν δεν περιλαμβάνει το απαλλασσόμενο σκέλος της μισθοδοσίας και το απαλλασσόμενο σκέλος των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων των συνιστωσών οντοτήτων που είναι επενδυτικές οντότητες στη συγκεκριμένη δικαιοδοσία.».

Άρθρο 30 «Πρόσθετος συμπληρωματικός φόρος (άρθρο 29 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Αν, δυνάμει της παρ. 17 του άρθρου 12, της παρ. 7 του άρθρου 17, της παρ. 6 του άρθρου 23, των παρ. 1 και 4 του άρθρου 26 και της παρ. 5 του άρθρου 44, η αναπροσαρμογή των καλυπτόμενων φόρων ή του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας έχει ως αποτέλεσμα τον επανυπολογισμό του πραγματικού φορολογικού συντελεστή και του συμπληρωματικού φόρου του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας για προηγούμενο οικονομικό έτος, ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής και ο συμπληρωματικός φόρος επανυπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 27, 28 και 29. Κάθε ποσό επιπλέον συμπληρωματικού φόρου που προκύπτει από τον εν λόγω επανυπολογισμό αντιμετωπίζεται ως πρόσθετος συμπληρωματικός φόρος για τους σκοπούς της παρ. 3 του άρθρου 27 για το οικονομικό έτος κατά το οποίο πραγματοποιείται ο επανυπολογισμός.

2. Αν υπάρχει πρόσθετος συμπληρωματικός φόρος και δεν υπάρχει καθαρό αποδεκτό εισόδημα για τη δικαιοδοσία για το οικονομικό έτος, το αποδεκτό εισόδημα κάθε συνιστώσας οντότητας που βρίσκεται στην εν λόγω δικαιοδοσία ισούται με ποσό ίσο με τον συμπληρωματικό φόρο που κατανέμεται στις εν λόγω συνιστώσες οντότητες δυνάμει των παρ. 5 και 6 του άρθρου 28, διαιρούμενο με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.

3. Αν, δυνάμει της παρ. 5 του άρθρου 22, οφείλεται πρόσθετος συμπληρωματικός φόρος, το αποδεκτό εισόδημα κάθε συνιστώσας οντότητας που βρίσκεται στη δικαιοδοσία ισούται με ποσό ίσο με τον συμπληρωματικό φόρο που κατανέμεται στην εν λόγω συνιστώσα οντότητα διαιρούμενο με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή. Η κατανομή γίνεται κατ' αναλογία σε κάθε συνιστώσα οντότητα, με βάση τον ακόλουθο τύπο:

(αποδεκτό εισόδημα ή ζημία x ελάχιστος φορολογικός συντελεστής) - αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι.

Ο πρόσθετος συμπληρωματικός φόρος κατανέμεται μόνο σε συνιστώσες οντότητες που καταγράφουν αρνητικό ποσό αναπροσαρμοσμένου καλυπτόμενου φόρου και μικρότερο από το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία των εν λόγω συνιστωσών οντοτήτων, πολλαπλασιασμένο με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.

4. Αν σε μια συνιστώσα οντότητα κατανέμεται πρόσθετος συμπληρωματικός φόρος σύμφωνα με το παρόν και τις παρ. 5 και 6 του άρθρου 28, η εν λόγω συνιστώσα οντότητα αντιμετωπίζεται ως συνιστώσα οντότητα με χαμηλή φορολόγηση για τους σκοπούς του Κεφαλαίου Β'.».

Άρθρο 31 «Εξαίρεση “de minimis” (άρθρο 30 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Κατά παρέκκλιση των άρθρων 27 έως 30 και του άρθρου 32, κατ' επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, ο συμπληρωματικός φόρος που οφείλεται για τις συνιστώσες οντότητες που βρίσκονται σε δικαιοδοσία ισούται με μηδέν για ένα (1) οικονομικό έτος, αν για το εν λόγω οικονομικό έτος:

α) τα μέσα αποδεκτά έσοδα όλων των συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στην εν λόγω δικαιοδοσία είναι χαμηλότερα από δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ, και

β) το μέσο αποδεκτό εισόδημα ή ζημία όλων των συνιστωσών οντοτήτων στην εν λόγω δικαιοδοσία αντιστοιχεί σε ζημία ή είναι χαμηλότερο από ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ.

Η επιλογή πραγματοποιείται ετησίως και ανανεώνεται αυτόματα, εκτός αν η υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα ανακαλέσει την επιλογή στο τέλος του έτους.

2. Τα μέσα αποδεκτά έσοδα ή το μέσο αποδεκτό εισόδημα ή ζημία που αναφέρεται στην παρ. 1 είναι ο μέσος όρος των αποδεκτών εσόδων ή του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας των συνιστωσών οντοτήτων που βρίσκονται στη δικαιοδοσία για το οικονομικό έτος και τα δύο (2) προηγούμενα οικονομικά έτη.

Αν στη δικαιοδοσία δεν υπάρχουν συνιστώσες οντότητες με αποδεκτά έσοδα ή αποδεκτή ζημία κατά το πρώτο ή το δεύτερο προηγούμενο οικονομικό έτος, ή και τα δύο, το εν λόγω οικονομικό έτος ή έτη εξαιρούνται από τον υπολογισμό των μέσων αποδεκτών εσόδων ή του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της εν λόγω δικαιοδοσίας.

3. Τα αποδεκτά έσοδα των συνιστωσών οντοτήτων που βρίσκονται σε δικαιοδοσία για ένα οικονομικό έτος είναι το άθροισμα όλων των εσόδων των συνιστωσών οντοτήτων που βρίσκονται στην εν λόγω δικαιοδοσία, μειωμένα ή αυξημένα κατά κάθε αναπροσαρμογή που πραγματοποιείται σύμφωνα με το Κεφάλαιο Γ .

4. Το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία των συνιστωσών οντοτήτων που βρίσκονται στη δικαιοδοσία για ένα οικονομικό έτος είναι το καθαρό αποδεκτό εισόδημα ή ζημία της εν λόγω δικαιοδοσίας, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 27.

5. Η εξαίρεση «de minimis» των παρ. 1 έως 4 δεν ισχύει για συνιστώσες οντότητες χωρίς εθνικότητα και επενδυτικές οντότητες. Τα έσοδα και το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία των εν λόγω οντοτήτων δεν περιλαμβάνονται στον υπολογισμό της εξαίρεσης «de minimis».

Άρθρο 32 «Συνιστώσες οντότητες υπό μειοψηφική ιδιοκτησία (άρθρο 31 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι παρακάτω ορισμοί:

α) «συνιστώσα οντότητα υπό μειοψηφική ιδιοκτησία»: συνιστώσα οντότητα στην οποία η τελική μητρική οντότητα έχει άμεση ή έμμεση ιδιοκτησιακή συμμετοχή τριάντα τοις εκατό (30%) ή λιγότερο,

β) «μητρική οντότητα υπό μειοψηφική ιδιοκτησία»: συνιστώσα οντότητα υπό μειοψηφική ιδιοκτησία η οποία κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, τις ελέγχουσες συμμετοχές άλλης συνιστώσας οντότητας υπό μειοψηφική ιδιοκτησία, εκτός αν οι ελέγχουσες συμμετοχές της πρώτης οντότητας κατέχονται, άμεσα ή έμμεσα, από άλλη συνιστώσα οντότητα υπό μειοψηφική ιδιοκτησία,

γ) «υπο-όμιλος υπό μειοψηφική ιδιοκτησία»: μητρική οντότητα υπό μειοψηφική ιδιοκτησία και οι θυγατρικές της υπό μειοψηφική ιδιοκτησία, και

δ) «θυγατρική υπό μειοψηφική ιδιοκτησία»: συνιστώσα οντότητα υπό μειοψηφική ιδιοκτησία, της οποίας οι ελέγχουσες συμμετοχές κατέχονται, άμεσα ή έμμεσα, από μητρική οντότητα υπό μειοψηφική ιδιοκτησία.

2. Ο υπολογισμός του πραγματικού φορολογικού συντελεστή και του συμπληρωματικού φόρου για μια δικαιοδοσία, σύμφωνα με τα Κεφάλαια Γ έως Ζ σε σχέση με τα μέλη ενός υποομίλου υπό μειοψηφική ιδιοκτησία, διενεργείται, όπως θα εφαρμοζόταν αν κάθε υπο-όμιλος υπό μειοψηφική ιδιοκτησία ήταν χωριστός όμιλος ΠΕ ή εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας.

Οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι και το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία μελών υποομίλου υπό μειοψηφική ιδιοκτησία εξαιρούνται από τον προσδιορισμό του εναπομένοντος ποσού του πραγματικού φορολογικού συντελεστή του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 27 και από το καθαρό αποδεκτό εισόδημα που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 27.

3. Ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής και ο συμπληρωματικός φόρος συνιστώσας οντότητας υπό μειοψηφική ιδιοκτησία που δεν είναι μέλος υπο-ομίλου υπό μειοψηφική ιδιοκτησία υπολογίζονται σε επίπεδο οντότητας σύμφωνα με τα Κεφάλαια Γ έως Ζ .

Οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι και το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία της συνιστώσας οντότητας υπό μειοψηφική ιδιοκτησία εξαιρούνται από τον προσδιορισμό του εναπομένοντος ποσού του πραγματικού φορολογικού συντελεστή του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 27 και από το καθαρό αποδεκτό εισόδημα που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 27. Η παρούσα δεν ισχύει για συνιστώσα οντότητα υπό μειοψηφική ιδιοκτησία που είναι επενδυτική οντότητα.».

Άρθρο 33 «Επαλήθευση επιλεξιμότητας για την εφαρμογή ασφαλών λιμένων (άρθρο 32 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Μια υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα δύναται να επιλέξει την εφαρμογή του άρθρου 34, η οποία θα εφαρμόζεται από το οικονομικό έτος που προέβη στην επιλογή αυτή.

2. Μια υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα δύναται να επιλέξει την εφαρμογή του άρθρου 35 με ισχύ κατά τη μεταβατική περίοδο της παρ. 1 του άρθρου 35.

3. Μια υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα δύναται να επιλέξει την εφαρμογή του άρθρου 36, η οποία θα εφαρμόζεται για το οικονομικό έτος που προέβη στην επιλογή αυτή.

4. Δεν είναι δυνατή η επιλογή, από μια υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα, ταυτόχρονης εφαρμογής των παρ. 1 και 2 για την ίδια δικαιοδοσία και το ίδιο οικονομικό έτος.

5. Οι κανόνες ασφαλούς λιμένα που εφαρμόζονται σύμφωνα με τα άρθρα 34, 35 και 36 δεν ισχύουν για εκείνες τις συνιστώσες οντότητες και τα λοιπά πρόσωπα του άρθρου 12 που είναι εγκατεστημένα στην ημεδαπή με βάση το άρθρο 5 και θα τους είχε επιβληθεί συμπληρωματικός φόρος από αλλοδαπή τελική μητρική οντότητα αν ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής στην ημεδαπή ήταν χαμηλότερος από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, εφόσον δεν παρείχαν στη Φορολογική Διοίκηση, εντός έξι (6) μηνών από τη σχετική κλήση, επαρκή αιτιολόγηση που αποδεικνύει ότι δεν υφίσταται ουσιώδης επιρροή ως προς την επιλεξιμότητά τους αναφορικά με τον κανόνα ασφαλούς λιμένα που επιλέχθηκε.

6. Εφόσον οι υπόχρεες οντότητες και λοιπά πρόσωπα δεν συμμορφωθούν με την υποχρέωση της παρ. 5, είτε λόγω ανεπαρκούς αιτιολόγησης είτε λόγω παρέλευσης της προθεσμίας, οφείλεται συμπληρωματικός φόρος ή εγχώριος συμπληρωματικός φόρος ως εάν δεν είχε εφαρμοστεί ο κανόνας ασφαλούς λιμένα.

7. Για την εφαρμογή των παρ. 5 και 6 η Φορολογική Διοίκηση ενημερώνει, εντός τριάντα έξι (36) μηνών από την υποβολή Δήλωσης Πληροφοριών, την υπόχρεη συνιστώσα οντότητα ή πρόσωπο που έχει ενταχθεί στους κανόνες ασφαλούς λιμένα για εκείνα τα στοιχεία που έχουν ουσιωδώς επηρεάσει την επιλεξιμότητά της και καλεί την υπόχρεη συνιστώσα οντότητα ή πρόσωπο να παράσχει επαρκή αιτιολόγηση που αποδεικνύει ότι δεν υφίσταται ουσιώδης επιρροή ως προς την επιλεξιμότητά της αναφορικά με τον κανόνα ασφαλούς λιμένα που επιλέχθηκε.».

Άρθρο 34 «Προσωρινός ασφαλής λιμένας Έκθεσης ανά χώρα»

1. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) «Εκθεση ανά χώρα»: η Έκθεση ανά χώρα των νόμων 4490/2017 (Α' 150), 4484/2017 (Α' 110), 4534/2018 (Α 77) και 4170/2013 (Α 163),

β) «μεταβατική περίοδος»: αυτή που περιλαμβάνει τα οικονομικά έτη με έναρξη μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2026, και λήξη πριν την 1η Ιουλίου 2028,

γ) «συντελεστής μεταβατικής περιόδου»:

γα) δεκαπέντε τοις εκατό (15%) για οικονομικά έτη που αρχίζουν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2025,

γβ) δεκαέξι τοις εκατό (16%) για οικονομικά έτη που αρχίζουν εντός του έτους 2025,

γγ) δεκαεπτά τοις εκατό (17%) για οικονομικά έτη που αρχίζουν εντός του έτους 2026,

δ) «απλοποιημένοι καλυπτόμενοι φόροι»: το έξοδο φόρου εισοδήματος μιας δικαιοδοσίας, όπως αυτό καταχωρείται στις ενδεδειγμένες οικονομικές καταστάσεις του ομίλου ΠΕ, μετά την αφαίρεση φόρων που δεν είναι καλυπτόμενοι, καθώς και αβέβαιων φορολογικών καταστάσεων που καταγράφονται σε ενδεδειγμένες οικονομικές καταστάσεις του Ομίλου ΠΕ,

ε) «ενδεδειγμένες οικονομικές καταστάσεις»:

εα) οι χρηματοοικονομικοί λογαριασμοί που χρησιμοποιούνται για τη σύνταξη των Ενοποιημένων Οικονομικών Καταστάσεων του ομίλου ΠΕ από τη μητρική εταιρεία ή

εβ) οι μεμονωμένες οικονομικές καταστάσεις κάθε συνιστώσας οντότητας, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν καταρτιστεί σύμφωνα είτε με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο είτε με εγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο, αν οι πληροφορίες που περιέχονται σε αυτές τις καταστάσεις διατηρούνται με βάση αυτό το λογιστικό πρότυπο και είναι αξιόπιστες ή

εγ) στην περίπτωση μιας συνιστώσας οντότητας που δεν περιλαμβάνεται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις ενός ομίλου ΠΕ με πλήρη (γραμμή προς γραμμή) ενοποίηση αποκλειστικά λόγω μεγέθους ή ουσίας, οι χρηματοοικονομικοί λογαριασμοί αυτής της συνιστώσας οντότητας που χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση Έκθεσης ανά χώρα του ομίλου ΠΕ,

στ) «απλοποιημένος πραγματικός φορολογικός συντελεστής»: ο συντελεστής της παρ. 3,

ζ) «Ενδεδειγμένη Έκθεση ανά χώρα»: αυτή που συντάσσεται με βάση τις «ενδεδειγμένες οικονομικές καταστάσεις»,

η) «καθαρή μη πραγματοποιηθείσα ζημία εύλογης αξίας»: το άθροισμα όλων των ζημιών, μειωμένο από κέρδη που προκύπτουν από μεταβολές της εύλογης αξίας ιδιοκτησιακών συμμετοχών (εκτός από τις συμμετοχές χαρτοφυλακίου) που περιλαμβάνονται στο κέρδος ή ζημία προ φόρου εισοδήματος του ομίλου ΠΕ που αφορά μια δικαιοδοσία για ένα οικονομικό έτος, όπως αναφέρεται στην ενδεδειγμένη Έκθεση ανά χώρα,

θ) «κέρδος ή ζημία προ φόρου εισοδήματος»: το κέρδος ή η ζημία ενός ομίλου ΠΕ προ φόρου εισοδήματος που αφορά μια δικαιοδοσία για ένα οικονομικό έτος, όπως αναφέρεται στην ενδεδειγμένη Έκθεση ανά χώρα,

ι) «ενδεδειγμένο πρόσωπο»: ο κάτοχος ιδιοκτησιακής συμμετοχής («κάτοχος ποσοστού κυριότητας») σε τελική μητρική οντότητα που είναι οντότητα μετακύλισης φόρου κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 42 ή ο λήπτης του μερίσματος κατά την παρ. 3 του άρθρου 43 σε περίπτωση τελικής μητρικής οντότητας που υπόκειται σε καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος,

ια) «συνολικά έσοδα»: τα συνολικά έσοδα ενός ομίλου ΠΕ σε μια δικαιοδοσία για ένα οικονομικό έτος, όπως αναφέρεται στην ενδεδειγμένη Έκθεση ανά χώρα,

ιβ) «Πρότυπα του Ο.Ο.Σ.Α. επί του προσωρινού ασφαλούς λιμέναΈκθεσης ανά χώρα»: Το σύνολο των Οδηγιών για την εφαρμογή ενός ασφαλούς λιμένα Έκθεσης ανά χώρα που ενσωματώνονται στις σχετικές Διοικητικές Κατευθυντήριες Οδηγίες επί των Παγκόσμιων πρότυπων κανόνων κατά της διάβρωσης της φορολογικής βάσης του «Ο.Ο.Σ.Α./Θ20».

2. Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου ο συμπληρωματικός φόρος για μια δικαιοδοσία ενός ομίλου ΠΕ θεωρείται μηδενικός για ένα οικονομικό έτος, όταν:

α) τα συνολικά έσοδα όλων των συνιστωσών οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στην εν λόγω δικαιοδοσία είναι χαμηλότερα από δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ και το εισόδημα ή η ζημία όλων των συνιστωσών οντοτήτων στην εν λόγω δικαιοδοσία αντιστοιχεί σε ζημία ή είναι χαμηλότερο από ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ («κριτήριο de minimis») ή

β) ο απλοποιημένος πραγματικός φορολογικός συντελεστής, όπως υπολογίζεται με βάση την παρ. 3, είναι ίσος ή μεγαλύτερος από τον συντελεστή μεταβατικής περιόδου («κριτήριο απλοποιημένου πραγματικού φορολογικού συντελεστή») ή

γ) με την επιφύλαξη της παρ. 6, ο όμιλος ΠΕ αναφέρει ποσό κερδών ή ζημιών προ φόρου εισοδήματος στη δικαιοδοσία αυτή που είναι ίσο ή μικρότερο από το ποσό του εξαιρούμενου εισοδήματος επί της ουσίας για τις συνιστώσες οντότητες αυτής της δικαιοδοσίας, όπως υπολογίζεται με τα άρθρα 29 και 53, οι οποίες είναι κάτοικοι της δικαιοδοσίας αυτής για τους σκοπούς της ενδεδειγμένης Έκθεσης ανά Χώρα σύμφωνα με το άρθρο 5 («κριτήριο κερδών συνήθους δραστηριότητας»).

Για την εφαρμογή του «κριτηρίου de minimis», αν συνιστώσα οντότητα κατέχεται προς πώληση, τα έσοδά της για ένα (1) οικονομικό έτος συναθροίζονται με τα έσοδα του ομίλου ΠΕ που περιλαμβάνονται στην ενδεδειγμένη Έκθεση ανά χώρα για αυτό το οικονομικό έτος της δικαιοδοσίας στην οποία η συνιστώσα οντότητα είναι κάτοικος.

Το κριτήριο κερδών συνήθους δραστηριότητας ικανοποιείται για μια δικαιοδοσία αν ο όμιλος ΠΕ δεν αναφέρει κέρδη προ φόρου εισοδήματος ή αναφέρει ζημία.

3. Ο απλοποιημένος πραγματικός φορολογικός συντελεστής ενός ομίλου ΠΕ μιας δικαιοδοσίας για ένα οικονομικό έτος ισούται με το ποσοστό που υπολογίζεται σύμφωνα με τον τύπο:

(Α/B) x 100,

όπου: «Α» είναι οι απλοποιημένοι καλυπτόμενοι φόροι και «Β» είναι το κέρδος ή η ζημία προ φόρου εισοδήματος.

4. Για την εφαρμογή της παρ. 2, η καθαρή μη πραγματοποιηθείσα ζημία εύλογης αξίας εξαιρείται από το κέρδος ή τη ζημία προ φόρου εισοδήματος αν αυτή η ζημία που αφορά μία δικαιοδοσία για ένα οικονομικό έτος υπερβαίνει τα πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ.

5. Η παρ. 2 έχει εφαρμογή και στην περίπτωση επιχειρηματικών συμπράξεων και θυγατρικών επιχειρηματικών συμπράξεων, σαν να ήταν συνιστώσες οντότητες ενός χωριστού ομίλου ΠΕ, λαμβάνοντας υπόψη το κέρδος ή τη ζημία προ φόρων εισοδήματος και των συνολικών εσόδων της κοινοπραξίας και των θυγατρικών της κοινοπραξίας για το οικονομικό έτος και ανά δικαιοδοσία που αναφέρονται στις ενδεδειγμένες οικονομικές τους καταστάσεις.

6. Γ ια την εφαρμογή της παρ. 2 στην περίπτωση τελικής μητρικής οντότητας που είναι οντότητα μετακύλισης φόρου, το κέρδος ή η ζημία προ φόρου εισοδήματος και σχετικοί φόροι της τελικής μητρικής οντότητας μειώνονται στον βαθμό που τα ποσά αυτά αφορούν ιδιοκτησιακές συμμετοχές που κατέχει ενδεδειγμένο πρόσωπο. Κατά παρέκκλιση των ανωτέρω, αν μια τελική μητρική οντότητα είναι οντότητα μετακύλισης φόρου, η παρ. 2 δεν εφαρμόζεται σε όμιλο ΠΕ για μια δικαιοδοσία όπου βρίσκεται αυτή η τελική μητρική οντότητα, εκτός αν όλες οι ιδιοκτησιακές συμμετοχές στην τελική μητρική οντότητα κατέχονται από ενδεδειγμένα πρόσωπα.

Στην περίπτωση τελικής μητρικής οντότητας που υπό-κειται σε καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος, το κέρδος ή η ζημία προ φόρου εισοδήματος και σχετικών φόρων της τελικής μητρικής μειώνονται στον βαθμό που τα ποσά αυτά διανέμονται λόγω των ιδιοκτησιακών συμμετοχών που κατέχει ένα ενδεδειγμένο πρόσωπο.

7. Αν ένας όμιλος ΠΕ δεν επέλεξε την εφαρμογή του προσωρινού ασφαλούς λιμέναΈκθεσης ανά χώρα μιας δικαιοδοσίας για ένα οικονομικό έτος, όταν υπάρχει συνιστώσα οντότητα, επιχειρηματική σύμπραξη ή θυγατρική επιχειρηματικής σύμπραξης, ενός ομίλου ΠΕ που είναι εγκατεστημένη στη δικαιοδοσία αυτή, τότε ο όμιλος ΠΕ δεν επιλέγει την εφαρμογή του προσωρινού ασφαλούς λιμένα Έκθεσης ανά χώρα μιας δικαιοδοσίας για τη δικαιοδοσία αυτή σε οποιοδήποτε επόμενο οικονομικό έτος.

8. Ο προσωρινός ασφαλής λιμένας Έκθεσης ανά χώρα δεν ισχύει στις περιπτώσεις:

α) συνιστώσας οντότητας χωρίς εθνικότητα,

β) ομίλου πολυεθνικών επιχειρήσεων πολλών μητρικών εταιρειών, αν όλες οι πληροφορίες των εταιρειών δεν περιλαμβάνονται σε μία μόνο Έκθεση ανά χώρα,

γ) δικαιοδοσίας με συνιστώσες οντότητες που υπόκεινται σε επιλέξιμα συστήματα φόρου διανομής σύμφωνα με το άρθρο 44.

9. Αν ο προσωρινός ασφαλής λιμένας Έκθεσης ανά Χώρα εφαρμόζεται για μία δικαιοδοσία ενός ομίλου ΠΕ για ένα οικονομικό έτος:

α) το μεταβατικό έτος μιας δικαιοδοσίας ενός ομίλου ΠΕ της περ. γ) του άρθρου 48 για τις ανάγκες εφαρμογής του άρθρου 54 είναι το πρώτο οικονομικό έτος κατά το οποίο δεν εφαρμόζεται πλέον ο προσωρινός ασφαλής λιμένας Έκθεσης ανά χώρα,

β) σε περίπτωση μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 52, ως μεταβατικό έτος της συνιστώσας οντότητας που μεταβιβάζει νοείται το πρώτο οικονομικό έτος, όπου ο προσωρινός ασφαλής λιμένας Έκθεσης ανά χώρα δεν εφαρμόζεται για την οντότητα αυτής, εκτός αν η δικαιοδοσία όπου είναι εγκατεστημένη η συνιστώσα οντότητα που μεταβιβάζει υπόκειται σε ενδεδειγμένο Κ.Σ.Ε., Κ.Υ.Κ. ή ενδεδειγμένο εγχώριο συμπληρωματικό φόρο.

10. α) Οι επενδυτικές οντότητες και οι ασφαλιστικές επενδυτικές οντότητες εξαιρούνται του προσωρινού ασφαλούς λιμένα Έκθεσης ανά χώρα και ο όμιλος ΠΕ εφαρμόζει τους κανόνες του Κεφαλαίου Ζ' για τον υπολογισμό του συμπληρωματικού φόρου αυτών.

β) Κατά την εφαρμογή του προσωρινού ασφαλούς λιμένα Έκθεσης ανά χώρα στη δικαιοδοσία όπου η επενδυτική οντότητα, η ασφαλιστική επενδυτική οντότητα και οι ιδιοκτήτες τους που αποτελούν συνιστώσες οντότητες είναι εγκατεστημένες για τις ανάγκες της Έκθεσης ανά χώρα, το κέρδος ή η ζημία προ φόρου εισοδήματος μιας δικαιοδοσίας προσαρμόζεται ώστε το κέρδος ή η ζημία προ φόρου εισοδήματος, τα συνολικά έσοδα και σχετικοί φόροι της επενδυτικής οντότητας ή ασφαλιστικής επενδυτικής οντότητας να λαμβάνονται υπόψη μόνο στη δικαιοδοσία των ιδιοκτητών που αποτελούν συνιστώσες οντότητες. Αν στην επενδυτική οντότητα ή ασφαλιστική επενδυτική οντότητα μετέχουν ιδιοκτήτες που δεν είναι οντότητες ομίλου ΠΕ, τότε το κέρδος ή η ζημία προ φόρου εισοδήματος που αφορά αυτούς εξαιρείται.

Η περ. α) δεν ισχύει αν οι επενδυτικές οντότητες και οι ασφαλιστικές επενδυτικές οντότητες δεν εφαρμόζουν τις επιλογές των άρθρων 45 και 46 και οι ιδιοκτήτες τους που αποτελούν συνιστώσες οντότητες είναι εγκατεστημένοι στο ίδιο κράτος με εκείνο των επενδυτικών οντοτήτων ή των ασφαλιστικών επενδυτικών οντοτήτων για τις ανάγκες της Έκθεσης ανά χώρα.

11. Το παρόν ερμηνεύεται σύμφωνα με τα Πρότυπα του Ο.Ο.Σ.Α. επί του προσωρινού ασφαλούς λιμένα Εκθεσης ανά χώρα.

Άρθρο 35 «Προσωρινός ασφαλής λιμένας κανόνα υποφορολογημένων κερδών»

«1. Για τους σκοπούς του παρόντος ως «μεταβατική περίοδος» νοούνται τα οικονομικά έτη που δεν υπερβαίνουν τους δώδεκα (12) μήνες και αρχίζουν πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2025 και λήγουν πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2026.

2. Όταν η τελική μητρική οντότητα ενός ομίλου ΠΕ είναι εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία τρίτης χώρας, η οποία δεν εφαρμόζει ενδεδειγμένο Κ.Σ.Ε., ή όταν η τελική μητρική οντότητα ενός ομίλου ΠΕ είναι εξαιρούμενη οντότητα, οι συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στην ημεδαπή υπόκεινται σε ποσό συμπληρωματικού φόρου βάσει του Κ.Υ.Κ. που κατανέμεται στην ημεδαπή για το οικονομικό έτος σύμφωνα με το άρθρο 15.

3. Το ποσό συμπληρωματικού φόρου που υπολογίσθηκε για συνιστώσες οντότητες χαμηλής φορολόγησης που είναι εγκατεστημένες στη δικαιοδοσία της τελικής μητρικής οντότητας, σύμφωνα με την παρ. 2, μηδενίζεται κατά τη μεταβατική περίοδο, αν στη δικαιοδοσία αυτή ο ονομαστικός φορολογικός συντελεστής που εφαρμόζεται στα κέρδη νομικών προσώπων είναι ίσος ή ψηλότερος από είκοσι τοις εκατό (20%).

4. Οι συνιστώσες οντότητες που είναι επενδυτικές οντότητες δεν υπόκεινται στο παρόν άρθρο.

5. Το παρόν ερμηνεύεται σύμφωνα με τα Πρότυπα του Ο.Ο.Σ.Α. επί του προσωρινού ασφαλούς λιμένα κανόνα υποφορολογημένων κερδών.».

Άρθρο 36 «Ασφαλής λιμένας για εγχώριο συμπληρωματικό φόρο»

«1. Για τις ανάγκες εφαρμογής του άρθρου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) «Διαδικασία αξιολόγησης του Ο.Ο.Σ.Α. - OECD peer review process»: η διαδικασία αξιολόγησης που έχει αναπτυχθεί και αναληφθεί από το Περιεκτικό Πλαίσιο του Ο.Ο.Σ.Α.Λ20 στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας για την καταπολέμηση της διάβρωσης της φορολογικής βάσης και της μετατόπισης των κερδών, ως προς τον εγχώριο συμπληρωματικό φόρο μιας δικαιοδοσίας.

β) «Πρότυπα του Ο.Ο.Σ.Α. επί του ασφαλούς λιμένα εγχώριου συμπληρωματικού φόρου»: το σύνολο των Οδηγιών για την εφαρμογή ενός ασφαλούς λιμένα για τον εγχώριο συμπληρωματικό φόρο, οι οποίες ενσωματώνονται στις σχετικές Διοικητικές Κατευθυντήριες Οδηγίες επί των παγκόσμιων πρότυπων κανόνων κατά της διάβρωσης της φορολογικής βάσης του Ο.Ο.Σ.Α./Θ20.

2. Μια ημεδαπή τελική μητρική οντότητα δεν υπολογίζει συμπληρωματικό φόρο μιας δικαιοδοσίας, εάν ο εγχώριος συμπληρωματικός φόρος που υπολογίζεται στη δικαιοδοσία αυτή κριθεί ότι είναι ο ενδεδειγμένος βάσει της διαδικασίας αξιολόγησης του Ο.Ο.Σ.Α. ως προς το ότι πληροί τα πρότυπα του Ο.Ο.Σ.Α. επί του ασφαλούς λιμένα εγχώριου συμπληρωματικού φόρου, πριν από την ημερομηνία υποβολής δήλωσης συμπληρωματικού φόρου.

3. Ο ασφαλής λιμένας εγχώριου συμπληρωματικού φόρου μιας δικαιοδοσίας δεν εφαρμόζεται αν ο εγχώριος συμπληρωματικός φόρος της δικαιοδοσίας αυτής:

α) αμφισβητείται, άμεσα ή έμμεσα, από τον όμιλο ΠΕ μέσω δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών, ή

β) κρίνεται από την ίδια δικαιοδοσία ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί ή να εισπραχθεί από αυτή, λόγω συνταγματικών περιορισμών, κανόνων δικαίου που κατισχύουν ή ειδικών συμφωνιών που περιορίζουν τη φορολογική υποχρέωση του ομίλου ΠΕ.

4. Ο ασφαλής λιμένας εγχώριου συμπληρωματικού φόρου μιας δικαιοδοσίας δεν εφαρμόζεται αν:

α) δεν επιβάλλεται εγχώριος συμπληρωματικός φόρος από τη δικαιοδοσία αυτή σε:

αα) συνιστώσες οντότητες χωρίς εθνικότητα που είναι οντότητες μετακύλισης φόρου,

αβ) τελικές μητρικές οντότητες που είναι οντότητες μετακύλισης φόρου,

αγ) οντότητες μετακύλισης φόρου ενός ομίλου ΠΕ που είναι υπόχρεες εφαρμογής Κ.Σ.Ε.,

αδ) επενδυτικές οντότητες ενός ομίλου ΠΕ, οι οποίες δεν είναι εξαιρούμενες κατά την παρ. 2 του άρθρου 3,

β) τα μέλη του ομίλου επιχειρηματικών συμπράξεων περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής του εγχώριου συμπληρωματικού φόρου στη δικαιοδοσία αυτή και ο εν λόγω φόρος δεν επιβάλλεται στα μέλη του ομίλου επιχειρηματικών συμπράξεων, αλλά στις συνιστώσες οντότητες του ομίλου ΠΕ, και

γ) η νομοθεσία περί του εγχώριου συμπληρωματικού φόρου της δικαιοδοσίας έχει υιοθετήσει τη μεταβατική εξαίρεση της παρ. 3 του άρθρου 9 των πρότυπων κανόνων του Ο.Ο.Σ.Α. και η εξαίρεση αυτή δεν περιορίζεται στην περίπτωση μη εφαρμογής ενδεδειγμένου Κ.Σ.Ε. όσον αφορά τις συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στη δικαιοδοσία αυτή.

5. Το παρόν ερμηνεύεται σύμφωνα με τα Πρότυπα του Ο.Ο.Σ.Α. επί του ασφαλούς λιμένα εγχώριου συμπληρωματικού φόρου.».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ'

ΕΙΔΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΤΑΙΡΙΚΕΣ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ

Άρθρο 37 «Εφαρμογή του ενοποιημένου ορίου εσόδων στις συγχωνεύσεις και διασπάσεις ομίλων (άρθρο 33 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Για τους σκοπούς του παρόντος, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) «συγχώνευση»: κάθε ρύθμιση κατά την οποία:

αα) όλες ή ουσιαστικά όλες οι οντότητες δύο (2) ή περισσότερων χωριστών ομίλων τίθενται υπό κοινό έλεγχο, κατά τρόπο ώστε να αποτελούν οντότητες ενός ενοποιημένου ομίλου ή

αβ) μία οντότητα που δεν είναι μέλος κανενός ομίλου τίθεται υπό κοινό έλεγχο με άλλη οντότητα ή όμιλο, κατά τρόπο ώστε να αποτελούν οντότητες ενός ενοποιημένου ομίλου,

β) «διάσπαση»: κάθε ρύθμιση στην οποία οι οντότητες ενός ενιαίου ομίλου διαχωρίζονται σε δύο (2) ή περισσότερους διαφορετικούς ομίλους που δεν ενοποιούνται πλέον από την ίδια τελική μητρική οντότητα.

2. Όταν δύο (2) ή περισσότεροι όμιλοι συγχωνεύονται για να σχηματίσουν έναν ενιαίο όμιλο σε οποιοδήποτε από τα τελευταία τέσσερα (4) συναπτά οικονομικά έτη που προηγούνται του έτους αναφοράς, το ενοποιημένο όριο εσόδων του ομίλου πολυεθνικών επιχειρήσεων ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που αναφέρεται στο άρθρο 3, θεωρείται ότι τηρείται για οποιοδήποτε οικονομικό έτος πριν από τη συγχώνευση, αν το άθροισμα των εσόδων που περιλαμβάνονται σε καθεμία από τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις τους για το εν λόγω οικονομικό έτος ανέρχεται σε τουλάχιστον επτακόσια πενήντα εκατομμύρια (750.000.000) ευρώ.

3. Αν μια οντότητα που δεν είναι μέλος ομίλου («οντότητα στόχος») συγχωνεύεται με οντότητα ή όμιλο («αποκτώσα οντότητα») κατά τη διάρκεια του υπό εξέταση οικονομικού έτους, και είτε η «οντότητα στόχος», είτε η «αποκτώσα οντότητα» δεν είχε ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σε οποιοδήποτε από τα τέσσερα (4) τελευταία συναπτά οικονομικά έτη που προηγούνται του έτους αναφοράς, το ενοποιημένο όριο εσόδων του ομίλου πολυεθνικών επιχειρήσεων ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας, θεωρείται ότι τηρείται για το εν λόγω έτος, αν το άθροισμα των εσόδων που περιλαμβάνονται σε καθεμία από τις οικονομικές καταστάσεις τους ή τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις για το εν λόγω οικονομικό έτος ανέρχεται σε τουλάχιστον επτακόσια πενήντα εκατομμύρια (750.000.000) ευρώ.

4. Αν ένας μεμονωμένος όμιλος πολυεθνικών επιχειρήσεων ή εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος διασπάται σε δύο (2) ή περισσότερους ομίλους (έκαστος «διασπασθείς όμιλος»), το ενοποιημένο όριο εσόδων θεωρείται ότι τηρείται από έναν διασπασθέντα όμιλο, αν:

α) όσον αφορά το πρώτο υπό εξέταση οικονομικό έτος που λήγει μετά τη διάσπαση, ο διασπασθείς όμιλος έχει ετήσια έσοδα ύψους τουλάχιστον επτακοσίων πενήντα εκατομμυρίων (750.000.000) ευρώ,

β) όσον αφορά το δεύτερο έως το τέταρτο υπό εξέταση οικονομικό έτος που λήγει μετά τη διάσπαση, ο διασπασθείς όμιλος έχει ετήσια έσοδα ύψους τουλάχιστον επτακοσίων πενήντα εκατομμυρίων (750.000.000) ευρώ κατά τουλάχιστον δύο (2) από τα εν λόγω οικονομικά έτη.»

Άρθρο 38 «Συνιστώσες οντότητες που προσχωρούν και αποχωρούν από όμιλο Πολυεθνικών Επιχειρήσεων ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας (άρθρο 34 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Αν μια οντότητα («οντότητα στόχος») καθίσταται ή παύει να αποτελεί συνιστώσα οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας ως αποτέλεσμα της μεταβίβασης άμεσων ή έμμεσων ιδιοκτησιακών συμμετοχών στον στόχο ή όταν η «οντότητα στόχος» καθίσταται η τελική μητρική οντότητα νέου ομίλου κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού έτους («έτος απόκτησης»), η «οντότητα στόχος» αντιμετωπίζεται ως μέλος του ομίλου πολυεθνικών επιχειρήσεων ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας για τους σκοπούς του παρόντος, υπό την προϋπόθεση ότι μέρος των περιουσιακών στοιχείων, των υποχρεώσεων, των εσόδων, των εξόδων και των ταμειακών ροών της περιλαμβάνεται με πλήρη (γραμμή προς γραμμή) ενοποίηση στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας κατά το έτος απόκτησης.

Ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής και ο συμπληρωματικός φόρος του στόχου υπολογίζονται σύμφωνα με τις παρ. 2 έως 8.

2. Κατά το έτος απόκτησης, ένας όμιλος ΠΕ ή εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας λαμβάνει υπόψη μόνο το καθαρό λογιστικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) και τους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους της «οντότητας στόχου» που περιλαμβάνονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας για τους σκοπούς του παρόντος.

3. Κατά το έτος απόκτησης και σε κάθε επόμενο οικονομικό έτος, το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία και οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι του στόχου βασίζονται στην ιστορική λογιστική αξία των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεών του.

4. Κατά το έτος απόκτησης, κατά τον υπολογισμό των επιλέξιμων δαπανών μισθοδοσίας του στόχου σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 29, λαμβάνονται υπόψη μόνο οι δαπάνες που αποτυπώνονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας.

5. Ο υπολογισμός της λογιστικής αξίας των επιλέξιμων ενσώματων περιουσιακών στοιχείων του στόχου, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 29, αναπροσαρμόζεται, κατ' αναλογία προς τη χρονική περίοδο, κατά την οποία ο στόχος ήταν μέλος του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας κατά τη διάρκεια του έτους απόκτησης.

6. Με εξαίρεση την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αποδεκτής ζημίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 24, οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις και οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις ενός στόχου που μεταβιβάζονται μεταξύ ομίλων ΠΕ ή εγχώριων ομίλων μεγάλης κλίμακας, λαμβάνονται υπόψη από τον αποκτώντα όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό, όπως αν ο αποκτών όμιλος ΠΕ ή εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας είχε τον έλεγχο του στόχου, όταν προέκυψαν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις.

7. Οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις της «οντότητας στόχου» που έχουν προηγουμένως συμπεριληφθεί στο οικείο συνολικό ποσό αναπροσαρμογής αναβαλλόμενου φόρου αντιμετωπίζονται ως αντεστραμμένες, για τους σκοπούς εφαρμογής της παρ. 7 του άρθρου 23, από τον εισφέροντα ή μεταβιβάζοντα όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας και προκύπτουσες από τον αποκτώντα όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας κατά το έτος απόκτησης, με την εξαίρεση ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κάθε μεταγενέστερη μείωση των καλυπτόμενων φόρων σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 23 παράγει αποτελέσματα κατά το έτος κατά το οποίο ανακτάται το ποσό.

8. Όταν η «οντότητα στόχος» είναι μητρική οντότητα και οντότητα δύο (2) ή περισσότερων ομίλων ΠΕ ή εγχώριων ομίλων μεγάλης κλίμακας κατά τη διάρκεια του έτους απόκτησης, εφαρμόζει χωριστά τον Κ.Σ.Ε. στα οικεία μερίδια προς επιμερισμό του συμπληρωματικού φόρου για τις συνιστώσες οντότητες με χαμηλή φορολόγηση που προσδιορίζονται για κάθε όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας.

9. Κατά παρέκκλιση από τις παρ. 1 έως 8, η απόκτηση ή η διάθεση ελέγχουσας συμμετοχής σε «οντότητα στόχο» αντιμετωπίζεται ως απόκτηση ή διάθεση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, αν η δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται η «οντότητα στόχος» ή, στην περίπτωση φορολογικά διαφανούς οντότητας, η δικαιοδοσία στην οποία βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία, αντιμετωπίζει την απόκτηση ή τη διάθεση της εν λόγω ελέγχουσας συμμετοχής, με τον ίδιο ή με παρόμοιο τρόπο, ως απόκτηση ή διάθεση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, και επιβάλλει καλυπτόμενο φόρο στον πωλητή με βάση τη διαφορά μεταξύ της φορολογικής βάσης και του τιμήματος που καταβάλλεται με αντάλλαγμα την ελέγχουσα συμμετοχή ή την εύλογη αξία των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων.».

Άρθρο 39 «Μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων (άρθρο 35 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι παρακάτω ορισμοί:

α) «αναδιοργάνωση»: ο μετασχηματισμός ή η εισφορά περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, αν:

αα) το αντάλλαγμα για τη μεταβίβαση είναι, συνολικά ή κατά σημαντικό μέρος, συμμετοχικοί τίτλοι που εκδίδονται από την αποκτώσα συνιστώσα οντότητα ή από πρόσωπο που συνδέεται με την αποκτώσα συνιστώσα οντότητα ή, σε περίπτωση εκκαθάρισης, συμμετοχικοί τίτλοι της «οντότητας στόχου» ή, αν δεν παρέχεται αντάλλαγμα, όταν η έκδοση συμμετοχικού τίτλου δεν θα είχε οικονομική σημασία,

αβ) το κέρδος ή η ζημία της εισφέρουσας συνιστώσας οντότητας από τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία δεν υπόκειται σε φόρο, εν όλω ή εν μέρει και

αγ) οι φορολογικοί νόμοι της δικαιοδοσίας στην οποία βρίσκεται η αποκτώσα συνιστώσα οντότητα απαιτούν από την αποκτώσα συνιστώσα οντότητα να υπολογίζει το φορολογητέο εισόδημα μετά τη διάθεση ή την απόκτηση χρησιμοποιώντας τη φορολογική βάση της εισφέρουσας συνιστώσας οντότητας στα περιουσιακά στοιχεία, με αναπροσαρμογή για κάθε μη αποδεκτό κέρδος ή ζημία από τη διάθεση ή την απόκτηση,

β) «μη αποδεκτό κέρδος ή ζημία»: το μικρότερο ποσό μεταξύ του κέρδους ή της ζημίας της εισφέρουσας ή μεταβιβάζουσας συνιστώσας οντότητας που προκύπτει σε σχέση με αναδιοργάνωση που υπόκειται σε φόρο στον τόπο εγκατάστασης της εισφέρουσας συνιστώσας οντότητας και του οικονομικού λογιστικού κέρδους ή ζημίας που προκύπτει σε σχέση με την αναδιοργάνωση.

2. Η συνιστώσα οντότητα που διαθέτει περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις («εισφέρουσα ή μεταβιβάζουσα συνιστώσα οντότητα») περιλαμβάνει το κέρδος ή τη ζημία που προκύπτει από την εν λόγω διάθεση στον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της.

Η συνιστώσα οντότητα που αποκτά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις («αποκτώσα συνιστώσα οντότητα») προσδιορίζει το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία της βάσει της λογιστικής αξίας των αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που προσδιορίζεται σύμφωνα με το χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο που χρησιμοποιείται κατά την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της τελικής μητρικής οντότητας.

3. Κατά παρέκκλιση από την παρ. 2, όταν η διάθεση ή η απόκτηση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων πραγματοποιείται στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης:

α) η εισφέρουσα ή μεταβιβάζουσα συνιστώσα οντότητα εξαιρεί από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας της κάθε κέρδος ή ζημία που προκύπτει από την εν λόγω διάθεση, και

β) η αποκτώσα συνιστώσα οντότητα προσδιορίζει το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία της με βάση τη λογιστική αξία των αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της εισφέρουσας ή μεταβιβάζουσας συνιστώσας οντότητας κατά τη διάθεση.

4. Κατά παρέκκλιση των παρ. 2 και 3, αν η διάθεση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων πραγματοποιείται στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης, η οποία έχει ως αποτέλεσμα, για την εισφέρουσα συνιστώσα οντότητα, μη αποδεκτό κέρδος ή ζημία:

α) η εισφέρουσα συνιστώσα οντότητα περιλαμβάνει το κέρδος ή τη ζημία από τη διάθεση στον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας ανάλογα με την έκταση του μη αποδεκτού κέρδους ή ζημίας και

β) η αποκτώσα συνιστώσα οντότητα προσδιορίζει το οικείο αποδεκτό εισόδημα ή ζημία μετά την απόκτηση χρησιμοποιώντας τη λογιστική αξία των αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της εισφέρουσας συνιστώσας οντότητας κατά τη διάθεση, με αναπροσαρμογή σύμφωνα με τους τοπικούς φορολογικούς κανόνες της αποκτώσας συνιστώσας οντότητας για να δικαιολογήσει το μη αποδεκτό κέρδος ή ζημία.

5. Κατ' επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, αν μια συνιστώσα οντότητα απαιτείται ή επιτρέπεται να αναπροσαρμόζει τη βάση των περιουσιακών στοιχείων της και το ποσό των υποχρεώσεών της στην εύλογη αξία για φορολογικούς σκοπούς στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται, η εν λόγω συνιστώσα οντότητα μπορεί:

α) να περιλαμβάνει στον υπολογισμό του οικείου αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας ένα ποσό κέρδους ή ζημίας σε σχέση με κάθε οικείο περιουσιακό στοιχείο και υποχρέωση, το οποίο:

αα) ισούται με τη διαφορά μεταξύ της λογιστικής αξίας, για χρηματοοικονομικούς λογιστικούς σκοπούς, του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης ακριβώς πριν από την ημερομηνία του γεγονότος που προκάλεσε τη φορολογική αναπροσαρμογή («γενεσιουργό γεγονός») και της εύλογης αξίας του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης αμέσως μετά το γενεσιουργό γεγονός και

αβ) μειώνεται ή αυξάνεται κατά το μη αποδεκτό κέρδος ή ζημία που προκύπτει σε σχέση με το γενεσιουργό γεγονός,

β) να χρησιμοποιεί, για χρηματοοικονομικούς λογιστικούς σκοπούς, την εύλογη αξία του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης αμέσως μετά το γενεσιουργό γεγονός για τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας κατά τα οικονομικά έτη που λήγουν μετά το γενεσιουργό γεγονός και

γ) να περιλαμβάνει το καθαρό σύνολο των ποσών που προσδιορίζονται στην περ. α) στο αποδεκτό εισόδημα ή ζημία της συνιστώσας οντότητας με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

γα) το καθαρό σύνολο των εν λόγω ποσών περιλαμβάνεται στο οικονομικό έτος κατά το οποίο συμβαίνει το γενεσιουργό γεγονός ή

γβ) ποσό ίσο με το καθαρό σύνολο των εν λόγω ποσών διαιρούμενο διά πέντε (5) περιλαμβάνεται στο οικονομικό έτος κατά το οποίο συμβαίνει το γενεσιουργό γεγονός και σε καθένα από τα αμέσως επόμενα τέσσερα (4) οικονομικά έτη, εκτός αν η συνιστώσα οντότητα αποχωρήσει από τον όμιλο πολυεθνικών επιχειρήσεων ή τον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας σε ένα οικονομικό έτος εντός της συγκεκριμένης περιόδου, περίπτωση κατά την οποία το υπόλοιπο ποσό συμπεριλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στο εν λόγω οικονομικό έτος.».

Άρθρο 40 «Επιχειρηματικές συμπράξεις (άρθρο 36 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Για τους σκοπούς του παρόντος, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) «επιχειρηματική σύμπραξη»: οντότητα της οποίας τα οικονομικά αποτελέσματα αναφέρονται με τη μέθοδο της καθαρής θέσης στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της τελικής μητρικής οντότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η τελική μητρική οντότητα κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, τουλάχιστον το πενήντα τοις εκατό (50%) των ιδιοκτησιακών της συμμετοχών.

Μια επιχειρηματική σύμπραξη δεν περιλαμβάνει:

αα) τελική μητρική οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που πρέπει να εφαρμόζει τον Κ.Σ.Ε.,

αβ) εξαιρούμενη οντότητα της παρ. 2 του άρθρου 3,

αγ) οντότητα της οποίας οι ιδιοκτησιακές συμμετοχές που κατέχονται από τον όμιλο ΠΕ ή τον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας κατέχονται απευθείας μέσω εξαιρούμενης οντότητας που αναφέρεται στην παρ. 2 του άρθρου 3 και η οποία πληροί μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αγα) δραστηριοποιείται αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά με σκοπό την κατοχή περιουσιακών στοιχείων ή την επένδυση κεφαλαίων προς όφελος των επενδυτών της,

αγβ) ασκεί δραστηριότητες παρεπόμενες εκείνων που ασκεί η εξαιρούμενη οντότητα,

αγδ) ουσιαστικά το σύνολο του εισοδήματός της εξαιρείται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας σύμφωνα με τις περ. β) και γ) της παρ. 2 του άρθρου 17,

αδ) οντότητα που κατέχεται από όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας, ο οποίος αποτελείται αποκλειστικά από εξαιρούμενες οντότητες,

αε) συνδεδεμένη εταιρεία επιχειρηματικής σύμπραξης.

β) «Συνδεδεμένη εταιρεία επιχειρηματικής σύμπραξης»:

βα) οντότητα της οποίας τα περιουσιακά στοιχεία, οι υποχρεώσεις, τα έσοδα, τα έξοδα και οι ταμειακές ροές ενοποιούνται από επιχειρηματική σύμπραξη σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο ή θα είχαν ενοποιηθεί αν η επιχειρηματική σύμπραξη ήταν υποχρεωμένη να ενοποιεί τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, υποχρεώσεις, έσοδα, έξοδα και ταμειακές ροές σύμφωνα με αποδεκτό χρηματοοικονομικό λογιστικό πρότυπο ή

ββ) μόνιμη εγκατάσταση της οποίας η κύρια οντότητα είναι επιχειρηματική σύμπραξη ή μια οντότητα που αναφέρεται στην υποπερ. βα). Σε τέτοιες περιπτώσεις, η μόνιμη εγκατάσταση αντιμετωπίζεται ως χωριστή συν-δεδεμένη εταιρεία επιχειρηματικής σύμπραξης.

γ) «Όμιλος επιχειρηματικών συμπράξεων»: το σύνολο της επιχειρηματικής σύμπραξης και των συνδεδεμένων εταιρειών με την επιχειρηματική σύμπραξη αυτή.

2. Η μητρική οντότητα που κατέχει άμεση ή έμμεση ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε επιχειρηματική σύμπραξη ή σε συνδεδεμένη εταιρεία επιχειρηματικής σύμπραξης εφαρμόζει τον Κ.Σ.Ε. όσον αφορά το μερίδιο που της αναλογεί στον συμπληρωματικό φόρο της εν λόγω επιχειρηματικής σύμπραξης ή της συνδεδεμένης εταιρείας επιχειρηματικής σύμπραξης σύμφωνα με τα άρθρα 6 έως 11.

3. Ο υπολογισμός του συμπληρωματικού φόρου της επιχειρηματικής σύμπραξης και των συνδεδεμένων με αυτήν εταιρειών (από κοινού «όμιλος επιχειρηματικών συμπράξεων») πραγματοποιείται σύμφωνα με τα Κεφάλαια Γ έως Ζ , όπως εάν αποτελούσαν συνιστώσες οντότητες χωριστού ομίλου πολυεθνικών επιχειρήσεων ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας και η επιχειρηματική σύμπραξη ήταν η τελική μητρική οντότητα του εν λόγω ομίλου.

4. Ο συμπληρωματικός φόρος που οφείλεται από τον όμιλο επιχειρηματικών συμπράξεων μειώνεται κατά το ισχύον μερίδιο κάθε μητρικής οντότητας στον συμπληρωματικό φόρο σύμφωνα με την παρ. 2 κάθε μέλους του φορολογικά υπόχρεου ομίλου επιχειρηματικών συμπράξεων σύμφωνα με την παρ. 3. Υπόλοιπο ποσό συμπληρωματικού φόρου προστίθεται στο συνολικό ποσό συμπληρωματικού φόρου βάσει του Κ.Υ.Κ. σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 15. Γ ια τους σκοπούς της παρούσας, ως «συμπληρωματικός φόρος που οφείλεται από τον όμιλο επιχειρηματικών συμπράξεων» νοείται το μερίδιο της μητρικής οντότητας στον συμπληρωματικό φόρο του ομίλου επιχειρηματικών συμπράξεων.».

Άρθρο 41 «Όμιλοι πολυεθνικών επιχειρήσεων πολλών μητρικών εταιρειών (άρθρο 37 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Για τους σκοπούς του παρόντος, ισχύουν οι παρακάτω ορισμοί:

α) «όμιλος ΠΕ ή εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών»: δύο (2) ή περισσότεροι όμιλοι όπου οι τελικές μητρικές οντότητες συνάπτουν συμφωνία που είναι εξαρτώμενη δομή (stapled structure) ή ρύθμιση μεταξύ εισηγμένων εταιρειών (dual-listed arrangement) που περιλαμβάνει τουλάχιστον μια οντότητα ή μόνιμη εγκατάσταση του ενοποιημένου ομίλου που βρίσκεται σε διαφορετική δικαιοδοσία από τον τόπο εγκατάστασης των άλλων οντοτήτων του ενοποιημένου ομίλου,

β) «εξαρτώμενη δομή (stapled structure)»: ρύθμιση που συνάπτεται από δύο (2) ή περισσότερες τελικές μητρικές οντότητες χωριστών ομίλων, σύμφωνα με την οποία:

βα) τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) των ιδιοκτησιακών συμμετοχών στις τελικές μητρικές οντότητες χωριστών ομίλων λαμβάνουν ενιαία χρηματιστηριακή τιμή, αν οι εν λόγω όμιλοι είναι εισηγμένοι σε χρηματιστήριο, είναι αλληλένδετες λόγω της μορφής ιδιοκτησίας, περιορισμών στη μεταβίβαση ή άλλων όρων ή προϋποθέσεων, και δεν μπορούν να μεταβιβαστούν ή να αποτελόσουν αντικείμενο ανεξάρτητης διαπραγμάτευσης και

ββ) μία από τις τελικές μητρικές οντότητες καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, στις οποίες τα περιουσιακά στοιχεία, οι υποχρεώσεις, τα έσοδα, τα έξοδα και οι ταμειακές ροές όλων των οντοτήτων των σχετικών ομίλων παρουσιάζονται μαζί ως στοιχεία μιας ενιαίας οικονομικής μονάδας και οι οποίες υποβάλλονται σε εξωτερικό έλεγχο βάσει ρυθμιστικού καθεστώτος,

γ) «ρύθμιση μεταξύ εισηγμένων εταιρειών (dual-listed arrangement)»: ρύθμιση που συνάπτεται από δύο (2) ή περισσότερες εισηγμένες τελικές μητρικές οντότητες χωριστών ομίλων, σύμφωνα με την οποία:

γα) οι τελικές μητρικές οντότητες συμφωνούν να συνενώσουν τις επιχειρήσεις τους μόνο με σύμβαση,

γβ) σύμφωνα με τις συμβατικές ρυθμίσεις, οι τελικές μητρικές οντότητες πραγματοποιούν διανομές, όσον αφορά στην περίπτωση διανομής μερισμάτων και στην περίπτωση εκκαθάρισης, στους μετόχους τους βάσει σταθερής αναλογίας,

γγ) η διαχείριση των δραστηριοτήτων των τελικών μητρικών οντοτήτων γίνεται στη βάση ενιαίας οικονομικής μονάδας στο πλαίσιο των συμβατικών ρυθμίσεων, ενώ παράλληλα διατηρούνται οι χωριστές νομικές τους οντότητες,

γδ) οι ιδιοκτησιακές συμμετοχές των τελικών μητρικών οντοτήτων που απαρτίζουν τη συμφωνία αποτελούν αυτοτελές αντικείμενο χρηματιστηριακής τιμής, διαπραγμάτευσης ή μεταβίβασης σε διαφορετικές κεφαλαιαγορές, και

γε) οι τελικές μητρικές οντότητες καταρτίζουν ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, στις οποίες τα περιουσιακά στοιχεία, οι υποχρεώσεις, τα έσοδα, τα έξοδα και οι ταμειακές ροές όλων των οντοτήτων σε όλους τους ομίλους παρουσιάζονται μαζί ως στοιχεία μιας ενιαίας οικονομικής μονάδας και υποβάλλονται σε εξωτερικό έλεγχο βάσει ρυθμιστικού καθεστώτος.

2. Αν οι οντότητες και οι συνιστώσες οντότητες δύο (2) ή περισσότερων ομίλων αποτελούν μέρος ενός ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών, οι οντότητες και οι συνιστώσες οντότητες κάθε ομίλου αντιμετωπίζονται ως μέλη ενός μόνο ομίλου πολυεθνικών επιχειρήσεων ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών. Μία οντότητα, πλην των εξαιρουμένων οντοτήτων της παρ. 2 του άρθρου 3, αντιμετωπίζεται ως συνιστώσα οντότητα αν ενοποιείται με πλήρη (γραμμή προς γραμμή) ενοποίηση από τον όμιλο πολυεθνικών επιχειρήσεων ή τον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών ή αν οι ελέγχουσες συμμετοχές της κατέχονται από οντότητες του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών.

3. Οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών είναι οι συνδυασμένες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που αναφέρονται στους ορισμούς εξαρτώμενης δομής ή ρύθμισης μεταξύ δύο (2) ή περισσοτέρων εισηγμένων εταιρειών της παρ. 1, οι οποίες καταρτίζονται βάσει αποδεκτού χρηματοοικονομικού λογιστικού προτύπου, το οποίο θεωρείται ότι αποτελεί το λογιστικό πρότυπο της τελικής μητρικής οντότητας.

4. Οι τελικές μητρικές οντότητες των χωριστών ομίλων που απαρτίζουν τον όμιλο ΠΕ ή τον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών είναι οι τελικές μητρικές οντότητες του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών.

Κατά την εφαρμογή του παρόντος όσον αφορά έναν όμιλο ΠΕ ή εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών, αναφορά σε τελική μητρική οντότητα ισχύει ως εάν επρόκειτο για αναφορά σε πολλές τελικές μητρικές οντότητες.

5. Οι μητρικές οντότητες του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών που βρίσκονται σε κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένης κάθε τελικής μητρικής οντότητας, εφαρμόζουν τον Κ.Σ.Ε. σύμφωνα με τα άρθρα 6 έως 11 όσον αφορά το μερίδιο που τους αναλογεί στον συμπληρωματικό φόρο των συνιστωσών οντοτήτων με χαμηλή φορολόγηση.

6. Οι συνιστώσες οντότητες του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών εγκαταστημένες σε κράτος μέλος εφαρμόζουν τον Κ.Υ.Κ. σύμφωνα με τα άρθρα 13, 14 και 15, λαμβάνοντας υπόψη τον συμπληρωματικό φόρο κάθε συνιστώσας οντότητας με χαμηλή φορολόγηση που είναι μέλος του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών.

7. Οι τελικές μητρικές οντότητες του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών υποβάλλουν τη δήλωση πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου σύμφωνα με το άρθρο 48, εκτός αν υποδείξουν ενιαία ορισθείσα υποβάλλουσα οντότητα κατά την περ. β) της παρ. 3 του άρθρου 48. Η εν λόγω δήλωση περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με καθέναν από τους ομίλους που συνθέτουν τον όμιλο πολυεθνικών επιχειρήσεων ή τον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας πολλών μητρικών εταιρειών.».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ'

ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΜΗΣ

Άρθρο 42 «Τελική μητρική οντότητα που είναι οντότητα μετακύλισης φόρου (άρθρο 38 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Το αποδεκτό εισόδημα μιας οντότητας μετακύλισης φόρου που είναι τελική μητρική οντότητα μειώνεται, για το αντίστοιχο οικονομικό έτος, κατά το ποσό του αποδεκτού εισοδήματος που μπορεί να αποδοθεί στον κάτοχο ιδιοκτησιακής συμμετοχής («κάτοχος ποσοστού κυριότητας») στην οντότητα μετακύλισης φόρου, αν:

α) ο κάτοχος ποσοστού κυριότητας υπόκειται σε φόρο επί του εισοδήματος αυτού για φορολογητέα περίοδο που λήγει εντός δώδεκα (12) μηνών από το τέλος του εν λόγω οικονομικού έτους με ονομαστικό συντελεστή που ισούται ή υπερβαίνει τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, ή

β) μπορεί εύλογα να αναμένεται ότι το συνολικό ποσό των προσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων της τελικής μητρικής οντότητας και των φόρων που καταβάλλει ο κάτοχος ποσοστού κυριότητας επί του εν λόγω εισοδήματος, εντός δώδεκα (12) μηνών από τη λήξη του οικονομικού έτους, ισούται ή υπερβαίνει ένα ποσό ίσο με το εν λόγω εισόδημα, πολλαπλασιαζόμενο με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.

2. Το αποδεκτό εισόδημα μιας οντότητας μετακύλισης φόρου που είναι τελική μητρική οντότητα επίσης μειώνεται, για το αντίστοιχο οικονομικό έτος, κατά το ποσό του αποδεκτού εισοδήματος που κατανέμεται στον κάτοχο ποσοστού κυριότητας στην οντότητα μετακύλισης φόρου, αν ο κάτοχος ποσοστού κυριότητας είναι:

α) φυσικό πρόσωπο που έχει φορολογική κατοικία στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται η τελική μητρική οντότητα και που κατέχει ιδιοκτησιακές συμμετοχές που αντιπροσωπεύουν δικαίωμα που δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) των κερδών και των περιουσιακών στοιχείων της τελικής μητρικής οντότητας ή

β) κρατική οντότητα, διεθνής οργανισμός, μη κερδοσκοπικός οργανισμός ή συνταξιοδοτικό ταμείο που έχει φορολογική κατοικία στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται η τελική μητρική οντότητα και που κατέχει ιδιοκτησιακές συμμετοχές που αντιπροσωπεύουν δικαίωμα που δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) των κερδών και των περιουσιακών στοιχείων της τελικής μητρικής οντότητας.

3. Η αποδεκτή ζημία μιας οντότητας μετακύλισης φόρου που είναι τελική μητρική οντότητα μειώνεται, για το αντίστοιχο οικονομικό έτος, κατά το ποσό της αποδεκτής ζημίας που μπορεί να αποδοθεί στον κάτοχο ποσοστού κυριότητας στην οντότητα μετακύλισης φόρου. Το πρώτο εδάφιο δεν ισχύει στον βαθμό που ο κάτοχος του ποσοστού κυριότητας δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την εν λόγω ζημία για τον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματός του.

4. Οι καλυπτόμενοι φόροι μιας οντότητας μετακύλισης φόρου που είναι τελική μητρική οντότητα μειώνονται αναλογικά προς το ποσό του αποδεκτού εισοδήματος που μειώνεται σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2.

5. Οι παρ. 1 έως 4 ισχύουν και για μόνιμη εγκατάσταση μέσω της οποίας ασκεί εν όλω ή εν μέρει τις δραστηριότητές της μια οντότητα μετακύλισης φόρου που είναι τελική μητρική οντότητα ή μέσω της οποίας ασκείται, εν όλω ή εν μέρει, η δραστηριότητα μιας φορολογικά διαφανούς οντότητας, αν η ιδιοκτησιακή συμμετοχή της τελικής μητρικής οντότητας στην εν λόγω φορολογικά διαφανή οντότητα κατέχεται άμεσα ή μέσω αλυσίδας φορολογικά διαφανών οντοτήτων.»

Άρθρο 43 «Τελική μητρική οντότητα που υπόκειται σε καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος (άρθρο 39 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι παρακάτω ορισμοί:

α) «καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος»: φορολογικό καθεστώς που εφαρμόζει ενιαίο επίπεδο φορολόγησης επί του εισοδήματος των ιδιοκτητών μιας οντότητας, αφαιρώντας ή εξαιρώντας από το εισόδημα της οντότητας τα κέρδη που διανέμονται στους ιδιοκτήτες ή απαλλάσσοντας έναν συνεταιρισμό από φορολόγηση,

β) «εκπίπτον μέρισμα» σε σχέση με μια συνιστώσα οντότητα που υπόκειται σε καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος:

βα) διανομή κερδών στον κάτοχο ιδιοκτησιακής συμμετοχής στη συνιστώσα οντότητα, η οποία εκπίπτει από το φορολογητέο εισόδημα της συνιστώσας οντότητας σύμφωνα με το δίκαιο της δικαιοδοσίας στην οποία βρίσκεται ή

ββ) συμμετοχή στα κέρδη μέλους συνεταιρισμού, και

γ) «συνεταιρισμός»: οντότητα που διαθέτει συλλογικά στην αγορά ή αποκτά αγαθά ή υπηρεσίες για λογαριασμό των μελών της και υπόκειται σε φορολογικό καθεστώς στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται, το οποίο διασφαλίζει τη φορολογική ουδετερότητα, όσον αφορά τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που πωλούνται ή αποκτώνται από τα μέλη της μέσω του συνεταιρισμού.

2. Η τελική μητρική οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που υπόκειται σε καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος μειώνει, έως και μηδενίζει, το αποδεκτό εισόδημά της για το οικονομικό έτος, κατά το ποσό που διανέμεται ως εκπίπτον μέρισμα, εντός δώδεκα (12) μηνών από το τέλος του οικονομικού έτους, αν:

α) το μέρισμα υπόκειται σε φόρο που βαρύνει τον λήπτη για φορολογητέα περίοδο που λήγει εντός δώδεκα (12) μηνών από το τέλος του οικονομικού έτους με ονομαστικό συντελεστή που ισούται ή υπερβαίνει τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή ή

β) μπορεί εύλογα να αναμένεται ότι το συνολικό ποσό των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων και των φόρων της τελικής μητρικής οντότητας που καταβάλλει ο λήπτης επί του εν λόγω μερίσματος ισούται ή υπερβαίνει το συγκεκριμένο εισόδημα, πολλαπλασιαζόμενο με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.

3. Η τελική μητρική οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που υπόκειται σε καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος επίσης μειώνει, έως και μηδενίζει, το αποδεκτό εισόδημά της για το οικονομικό έτος, κατά το ποσό που διανέμει ως εκπίπτον μέρισμα εντός δώδεκα (12) μηνών από το τέλος του οικονομικού έτους, αν ο λήπτης είναι:

α) φυσικό πρόσωπο και το μέρισμα που εισπράττεται είναι συμμετοχή στα κέρδη από συνεταιρισμό προμηθειών,

β) φυσικό πρόσωπο που έχει φορολογική κατοικία στην ίδια δικαιοδοσία, στην οποία βρίσκεται η τελική μητρική οντότητα και που κατέχει ιδιοκτησιακές συμμετοχές που αντιπροσωπεύουν δικαίωμα που δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) των κερδών και των περιουσιακών στοιχείων της τελικής μητρικής οντότητας ή γ) κρατική οντότητα, διεθνής οργανισμός, μη κερδοσκοπικός οργανισμός ή συνταξιοδοτικό ταμείο εκτός από οντότητα παροχής συνταξιοδοτικών υπηρεσιών που έχει φορολογική κατοικία στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται η τελική μητρική οντότητα.

4. Οι καλυπτόμενοι φόροι τελικής μητρικής οντότητας, εκτός από τους φόρους για τους οποίους επιτράπηκε η έκπτωση μερίσματος, μειώνονται κατ' αναλογία προς το ποσό του αποδεκτού εισοδήματος που μειώνεται σύμφωνα με τις παρ. 2 και 3.

5. Όταν η τελική μητρική οντότητα κατέχει ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε άλλη συνιστώσα οντότητα, η οποία υπόκειται σε καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος, απευθείας ή μέσω αλυσίδας τέτοιων συνιστωσών οντοτήτων, οι παρ. 2, 3 και 4 ισχύουν για κάθε άλλη συνιστώσα οντότητα που βρίσκεται στη δικαιοδοσία της τελικής μητρικής οντότητας που υπόκειται στο καθεστώς εκπίπτοντος μερίσματος, στον βαθμό που το αποδεκτό εισόδημά της διανέμεται περαιτέρω από την τελική μητρική οντότητα σε λήπτες που πληρούν τις απαιτήσεις των παρ. 2 και 3.

6. Γ ια τους σκοπούς της παρ. 2, συμμετοχή στα κέρδη που διανέμει συνεταιρισμός προμηθειών θεωρείται ότι υπόκειται σε φόρο, ο οποίος βαρύνει τον λήπτη, εφόσον το εν λόγω μέρισμα μειώνει ένα εκπίπτον έξοδο ή κόστος κατά τον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματος ή ζημίας του λήπτη.».

Άρθρο 44 «Επιλέξιμα συστήματα φόρου διανομής (άρθρο 40 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Η υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα μπορεί να επιλέξει για την ίδια ή σε σχέση με άλλη συνιστώσα οντότητα που υπόκειται σε επιλέξιμο σύστημα φόρου διανομής να συμπεριλάβει το ποσό που προσδιορίζεται ως φόρος τεκμαρτής διανομής σύμφωνα με την παρ. 2 στους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους της συνιστώσας οντότητας για το αντίστοιχο οικονομικό έτος. Η επιλογή ισχύει για περίοδο ενός (1) έτους από το έτος που πραγματοποιήθηκε η επιλογή και εφαρμόζεται σε όλες τις συνιστώσες οντότητες που βρίσκονται στη δικαιοδοσία. Η επιλογή ανανεώνεται αυτόματα, εκτός αν η υποβάλλουσα συνιστώσα οντότητα ανακαλέσει την επιλογή στο τέλος του έτους.

2. Το ποσό του φόρου τεκμαρτής διανομής είναι το μικρότερο από τα εξής δύο:

α) το ποσό των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων που είναι αναγκαίο για την αύξηση του πραγματικού φορολογικού συντελεστή, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 28 για τη δικαιοδοσία για το οικονομικό έτος, ώστε να ισούται με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή ή

β) το ποσό του φόρου που θα οφειλόταν αν οι συνιστώσες οντότητες που βρίσκονται στη δικαιοδοσία είχαν διανείμει το σύνολο του εισοδήματός τους που υπόκειται στο επιλέξιμο σύστημα φόρου διανομής κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου οικονομικού έτους.

3. Σε περίπτωση επιλογής βάσει της παρ. 1, δημιουργείται λογαριασμός ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής για κάθε οικονομικό έτος, κατά το οποίο εφαρμόζεται η εν λόγω επιλογή. Το ποσό του φόρου τεκμαρτής διανομής, που προσδιορίζεται σύμφωνα με την παρ. 2 για τη δικαιοδοσία, προστίθεται στον λογαριασμό ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής για το οικονομικό έτος κατά το οποίο βεβαιώθηκε. Στο τέλος κάθε επόμενου οικονομικού έτους, τα ανεξόφλητα υπόλοιπα στους λογαριασμούς ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής, που έχουν βεβαιωθεί για προηγούμενα οικονομικά έτη, μειώνονται με χρονολογική σειρά, έως και μηδενίζονται, κατά το ποσό των φόρων που κατέβαλαν οι συνιστώσες οντότητες κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους σε σχέση με πραγματικές ή τεκμαρτές διανομές. Κάθε ποσό στους λογαριασμούς ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής που εναπομένει μετά την εφαρμογή του δεύτερου εδαφίου μειώνεται, έως και μηδενίζεται, κατά ποσό ίσο με την καθαρή αποδεκτή ζημία μιας δικαιοδοσίας, πολλαπλασιαζόμενο με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.

4. Κάθε ποσό καθαρής αποδεκτής ζημίας, πολλαπλασιαζόμενο επί τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή που εναπομένει μετά την εφαρμογή του τρίτου εδαφίου της παρ. 3, για τη δικαιοδοσία, μεταφέρεται στα επόμενα οικονομικά έτη και μειώνει τυχόν εναπομείναντα ποσά στους λογαριασμούς ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής μετά την εφαρμογή της παρ. 3.

5. Το τυχόν ανεξόφλητο υπόλοιπο του λογαριασμού ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής, κατά την τελευταία ημέρα του τέταρτου οικονομικού έτους μετά το οικονομικό έτος για το οποίο συστάθηκε ο εν λόγω λογαριασμός, αντιμετωπίζεται ως μειωτικό στοιχείο των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων που είχαν προσδιοριστεί προηγουμένως για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος. Ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής και ο συμπληρωματικός φόρος για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος επανυπολογίζονται αναλόγως, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 30.

6. Οι φόροι που καταβάλλονται κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους σε σχέση με πραγματικές ή τεκμαρτές διανομές δεν περιλαμβάνονται σε αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους, στον βαθμό που μειώνουν τον λογαριασμό ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής σύμφωνα με τις παρ. 3 και 4.

7. Όταν μία συνιστώσα οντότητα που υπόκειται σε επιλογή σύμφωνα με την παρ. 1 αποχωρεί από τον όμιλο πολυεθνικών επιχειρήσεων ή τον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας ή ουσιαστικά όλα τα περιουσιακά στοιχεία της μεταβιβάζονται σε πρόσωπο που δεν είναι συνιστώσα οντότητα του ίδιου ομίλου πολυεθνικών επιχειρήσεων ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που βρίσκεται στην ίδια δικαιοδοσία, κάθε ανεξόφλητο υπόλοιπο των λογαριασμών ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής κατά τα προηγούμενα οικονομικά έτη, κατά τα οποία συστάθηκε ο εν λόγω λογαριασμός, αντιμετωπίζεται ως μείωση των αναπροσαρμοσμένων καλυπτόμενων φόρων για καθένα από τα εν λόγω οικονομικά έτη σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 30. Κάθε οφειλόμενο ποσό πρόσθετου συμπληρωματικού φόρου πολλαπλασιάζεται με την ακόλουθη σχέση για τον προσδιορισμό του πρόσθετου συμπληρωματικού φόρου που οφείλεται για τη δικαιοδοσία:

α) το αποδεκτό εισόδημα της συνιστώσας οντότητας προσδιορίζεται σύμφωνα με το Κεφάλαιο Γ για κάθε οικονομικό έτος, κατά το οποίο υπάρχει ανεξόφλητο υπόλοιπο των λογαριασμών ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής για τη δικαιοδοσία, και

β) το καθαρό αποδεκτό εισόδημα της δικαιοδοσίας προσδιορίζεται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 27 για κάθε οικονομικό έτος, κατά το οποίο υπάρχει ανεξόφλητο υπόλοιπο των λογαριασμών ανάκτησης φόρου τεκμαρτής διανομής για τη δικαιοδοσία.».

Άρθρο 45 «Προσδιορισμός του πραγματικού φορολογικού συντελεστή και του συμπληρωματικού φόρου μιας επενδυτικής οντότητας(άρθρο 41 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Όταν μία συνιστώσα οντότητα ενός ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας είναι επενδυτική οντότητα που δεν είναι φορολογικά διαφανής οντότητα και δεν έχει προβεί σε επιλογή σύμφωνα με τα άρθρα 46 και 47, ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής της εν λόγω επενδυτικής οντότητας υπολογίζεται χωριστά από τον πραγματικό φορολογικό συντελεστή της δικαιοδοσίας στην οποία είναι εγκατεστημένη.

2. Ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής της επενδυτικής οντότητας, όπως αναφέρεται στην παρ. 1, ισούται με τους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους της που διαιρούνται με ποσό ίσο με το μερίδιο του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας στο αποδεκτό εισόδημα ή ζημία της εν λόγω επενδυτικής οντότητας. Όταν βρίσκονται περισσότερες από μία επενδυτικές οντότητες σε μία δικαιοδοσία, ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής που ισχύει γι' αυτές, υπολογίζεται συνδυάζοντας τους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους τους με το μερίδιο του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας στο αποδεκτό εισόδημα ή ζημία τους.

3. Οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι μιας επενδυτικής οντότητας, όπως αναφέρεται στην παρ. 1, είναι οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι που αποδίδονται στο μερίδιο του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας στο αποδεκτό εισόδημα της επενδυτικής οντότητας και οι καλυπτόμενοι φόροι που επιμερίζονται στην επενδυτική οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 25. Οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι της επενδυτικής οντότητας δεν περιλαμβάνουν τυχόν καλυπτόμενους φόρους που οφείλονται από την επενδυτική οντότητα και οι οποίοι μπορούν να αποδοθούν σε εισόδημα που δεν αποτελεί τμήμα του μεριδίου του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας στο εισόδημα της επενδυτικής οντότητας.

4. Ο συμπληρωματικός φόρος μιας επενδυτικής οντότητας, όπως αναφέρεται στην παρ. 1, αντιστοιχεί σε ποσό ίσο με το ποσοστό συμπληρωματικού φόρου της επενδυτικής οντότητας, πολλαπλασιαζόμενο με ποσό που ισούται με τη διαφορά μεταξύ του μεριδίου του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας στο αποδεκτό εισόδημα της επενδυτικής οντότητας και της εξαίρεσης εισοδήματος επί της ουσίας που υπολογίζεται για την επενδυτική οντότητα. Το ποσοστό συμπληρωματικού φόρου μιας επενδυτικής οντότητας είναι θετικό ποσό, ίσο με τη διαφορά μεταξύ του ελάχιστου φορολογικού συντελεστή και του πραγματικού φορολογικού συντελεστή της εν λόγω επενδυτικής οντότητας. Όταν βρίσκονται περισσότερες από μία επενδυτικές οντότητες σε μια δικαιοδοσία, ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής που ισχύει γι' αυτές, υπολογίζεται συνδυάζοντας τα ποσά εξαίρεσης εισοδήματος επί της ουσίας με το μερίδιο του ομίλου πολυεθνικών επιχειρήσεων ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας στο αποδεκτό εισόδημα ή ζημία τους. Η εξαίρεση εισοδήματος επί της ουσίας μιας επενδυτικής οντότητας καθορίζεται σύμφωνα με τις παρ. 1 έως 7 του άρθρου 29. Οι επιλέξιμες δαπάνες μισθοδοσίας των επιλέξιμων εργαζομένων και τα επιλέξιμα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για την εν λόγω επενδυτική οντότητα μειώνονται αναλογικά προς το κατανεμητέο μερίδιο του ομίλου πολυεθνικών επιχειρήσεων ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας στο αποδεκτό εισόδημα της επενδυτικής οντότητας διαιρούμενο με το συνολικό αποδεκτό εισόδημα της εν λόγω επενδυτικής οντότητας.

5. Για τους σκοπούς του παρόντος, το κατανεμητέο μερίδιο του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας στο αποδεκτό εισόδημα ή ζημία επενδυτικής οντότητας προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10, λαμβανομένων υπόψη μόνο των συμμετοχών που δεν υπόκεινται σε επιλογή σύμφωνα με το άρθρο 46 ή 47.».

Άρθρο 46 «Επιλογή της αντιμετώπισης επενδυτικής οντότητας ως φορολογικά διαφανούς οντότητας (άρθρο 42 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Για τους σκοπούς του παρόντος, ως «ασφαλιστική επενδυτική οντότητα» νοείται η οντότητα, η οποία θα πληρούσε τους ορισμούς του οργανισμού επενδύσεων της παρ. 31 του άρθρου 4 ή του φορέα επενδύσεων σε ακίνητα της παρ. 32 του άρθρου 4, αν δεν είχε συσταθεί σε σχέση με υποχρεώσεις βάσει ασφαλιστήριου συμβολαίου ή συμβολαίου ετήσιας προσόδου και αν δεν ανήκε εξ ολοκλήρου σε οντότητα που υπόκειται σε κανονιστικό πλαίσιο ως ασφαλιστική εταιρεία στη δικαιοδοσία στην οποία είναι εγκατεστημένη.

2. Κατ' επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, μια συνιστώσα οντότητα, που είναι επενδυτική οντότητα ή ασφαλιστική επενδυτική οντότητα, μπορεί να αντιμετωπίζεται ως φορολογικά διαφανής οντότητα, αν η συνιστώσα οντότητα - ιδιοκτήτρια υπόκειται σε φόρο στη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται βάσει προσέγγισης εύλογης αγοραίας αξίας ή παρόμοιου καθεστώτος με βάση τις ετήσιες μεταβολές της εύλογης αξίας των ιδιοκτησιακών συμμετοχών της στην εν λόγω οντότητα και ο φορολογικός συντελεστής που εφαρμόζεται στη συνιστώσα οντότητα - ιδιοκτήτρια επί του εν λόγω εισοδήματος ισούται ή υπερβαίνει τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.

3. Μια συνιστώσα οντότητα, που διατηρεί έμμεση ιδιοκτησιακή συμμετοχή σε επενδυτική οντότητα ή σε ασφαλιστική επενδυτική οντότητα μέσω άμεσης ιδιοκτησιακής συμμετοχής σε άλλη επενδυτική οντότητα ή ασφαλιστική επενδυτική οντότητα, θεωρείται ότι υπόκειται σε φόρο βάσει προσέγγισης εύλογης αγοραίας αξίας ή παρόμοιου καθεστώτος όσον αφορά την έμμεση ιδιοκτησιακή συμμετοχή της στην πρώτη οντότητα ή ασφαλιστική επενδυτική οντότητα, εφόσον η άμεση ιδιοκτησιακή συμμετοχή της στη δεύτερη οντότητα ή ασφαλιστική επενδυτική οντότητα υπάγεται σε προσέγγιση εύλογης αγοραίας αξίας ή παρόμοιο καθεστώς.

4. Η επιλογή της παρ. 2 ισχύει για περίοδο πέντε (5) ετών από το έτος που πραγματοποιήθηκε. Η επιλογή ανανεώνεται αυτόματα, εκτός αν ανακληθεί η επιλογή στο τέλος της πενταετούς περιόδου. Αν ανακληθεί η επιλογή, κάθε κέρδος ή ζημία από τη διάθεση περιουσιακού στοιχείου ή υποχρέωσης που κατέχει η επενδυτική οντότητα ή μία ασφαλιστική επενδυτική οντότητα προσδιορίζεται με βάση την εύλογη αγοραία αξία του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης την πρώτη ημέρα του έτους ανάκλησης.

Η ανάκληση της επιλογής ισχύει για περίοδο πέντε (5) ετών, αρχής γενομένης από το τέλος του έτους, κατά το οποίο πραγματοποιείται η ανάκληση.».

Άρθρο 47 «Επιλογή εφαρμογής μεθόδου φορολογητέας διανομής (άρθρο 43 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Κατ' επιλογή της υποβάλλουσας συνιστώσας οντότητας, μια συνιστώσα οντότητα -ιδιοκτήτρια επενδυτικής οντότητας μπορεί να εφαρμόζει μέθοδο φορολογητέας διανομής όσον αφορά την ιδιοκτησιακή συμμετοχή της στην επενδυτική οντότητα, αν η συνιστώσα οντότητα -ιδιοκτήτρια δεν είναι επενδυτική οντότητα και μπορεί εύλογα να αναμένεται ότι υπόκειται σε φόρο επί των διανομών από την επενδυτική οντότητα με φορολογικό συντελεστή που ισούται ή υπερβαίνει τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.

2. Όταν ακολουθείται η μέθοδος φορολογητέας διανομής, οι διανομές και οι τεκμαρτές διανομές του αποδεκτού εισοδήματος επενδυτικής οντότητας περιλαμβάνονται στο αποδεκτό εισόδημα της συνιστώσας οντότητας - ιδιοκτήτριας που έλαβε τη διανομή, εφόσον δεν είναι επενδυτική οντότητα.

Το ποσό των καλυπτόμενων φόρων που επιβαρύνουν την επενδυτική οντότητα και το οποίο πιστώνεται έναντι της φορολογικής υποχρέωσης της συνιστώσας οντότητας - ιδιοκτήτριας, που προκύπτει από τη διανομή της επενδυτικής οντότητας, περιλαμβάνεται στο αποδεκτό εισόδημα και στους αναπροσαρμοσμένους καλυπτόμενους φόρους της συνιστώσας οντότητας -ιδιοκτήτριας που έλαβε τη διανομή.

Το μερίδιο της συνιστώσας οντότητας - ιδιοκτήτριας στο μη διανεμηθέν καθαρό αποδεκτό εισόδημα της επενδυτικής οντότητας της παρ. 3, το οποίο προέκυψε κατά το τρίτο έτος που προηγείται του οικονομικού έτους («υπό εξέταση έτος»), αντιμετωπίζεται ως αποδεκτό εισόδημα της εν λόγω επενδυτικής οντότητας για το αντίστοιχο οικονομικό έτος.

Το ποσό που ισούται με το εν λόγω αποδεκτό εισόδημα, πολλαπλασιαζόμενο με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, αντιμετωπίζεται ως συμπληρωματικός φόρος συνιστώσας οντότητας με χαμηλή φορολόγηση για το αντίστοιχο οικονομικό έτος για τους σκοπούς του Κεφαλαίου Β'. Το αποδεκτό εισόδημα ή ζημία μίας επενδυτικής οντότητας και οι αναπροσαρμοσμένοι καλυπτόμενοι φόροι που αναλογούν στο εν λόγω εισόδημα για το οικονομικό έτος εξαιρούνται από τον υπολογισμό του πραγματικού φορολογικού συντελεστή σύμφωνα με το Κεφάλαιο Ε'και τις παρ. 1 έως 4 του άρθρου 45, εκτός από το ποσό των καλυπτόμενων φόρων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας.

3. Το μη διανεμηθέν καθαρό αποδεκτό εισόδημα μίας επενδυτικής οντότητας για το υπό εξέταση έτος είναι το ποσό του αποδεκτού εισοδήματος της εν λόγω επενδυτικής οντότητας για το υπό εξέταση έτος, το οποίο μειώνεται, έως και μηδενίζεται, κατά:

α) τους καλυπτόμενους φόρους της επενδυτικής οντότητας,

β) τις διανομές και τις τεκμαρτές διανομές σε μετόχους που δεν είναι επενδυτικές οντότητες, κατά τη διάρκεια της περιόδου που αρχίζει την πρώτη ημέρα του τρίτου έτους, το οποίο προηγείται του οικονομικού έτους και λήγει την τελευταία ημέρα του αναφερόμενου οικονομικού έτους κατοχής της ιδιοκτησιακής συμμετοχής («περίοδος εξέτασης»),

γ) τις αποδεκτές ζημίες που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της περιόδου εξέτασης, και

δ) το εναπομείναν ποσό αποδεκτών ζημιών που δεν έχει ήδη μειώσει το μη διανεμηθέν καθαρό αποδεκτό εισόδημα της εν λόγω επενδυτικής οντότητας για προηγούμενο υπό εξέταση έτος, ήτοι η «μεταφερόμενη επενδυτική ζημία». Το μη διανεμηθέν καθαρό αποδεκτό εισόδημα μιας επενδυτικής οντότητας δεν μειώνεται κατά τις διανομές ή τις τεκμαρτές διανομές που έχουν ήδη μειώσει το μη διανεμηθέν καθαρό αποδεκτό εισόδημα της εν λόγω επενδυτικής οντότητας για προηγούμενο υπό εξέταση έτος κατ' εφαρμογή της περ. β). Το μη διανεμηθέν καθαρό αποδεκτό εισόδημα μιας επενδυτικής οντότητας δεν μειώνεται κατά το ποσό των αποδεκτών ζημιών που έχουν ήδη μειώσει το μη διανεμηθέν καθαρό αποδεκτό εισόδημα της εν λόγω επενδυτικής οντότητας για προηγούμενο υπό εξέταση έτος κατ' εφαρμογή της περ. γ).

4. Για τους σκοπούς του παρόντος, τεκμαρτή διανομή θεωρείται ότι προκύπτει, όταν μία άμεση ή έμμεση ιδιοκτησιακή συμμετοχή στην επενδυτική οντότητα μεταβιβάζεται σε οντότητα που δεν ανήκει στον όμιλο ΠΕ ή σε εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας και ισούται με το μερίδιο του μη διανεμηθέντος καθαρού αποδεκτού εισοδήματος που αναλογεί στην εν λόγω ιδιοκτησιακή συμμετοχή κατά την ημερομηνία της εν λόγω μεταβίβασης, το οποίο προσδιορίζεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η τεκμαρτή διανομή.

5. Η επιλογή που προβλέπεται στην παρ. 1 ισχύει για περίοδο πέντε (5) ετών από το έτος που πραγματοποιήθηκε. Η επιλογή ανανεώνεται αυτόματα, εκτός αν ανακληθεί η επιλογή στο τέλος της πενταετούς περιόδου. Η ανάκληση της επιλογής ισχύει για περίοδο πέντε (5) ετών από το τέλος του έτους κατά το οποίο πραγματοποιείται η ανάκληση. Σε περίπτωση ανάκλησης της επιλογής, το μερίδιο της συνιστώσας οντότητας - ιδιοκτήτριας στο μη διανεμηθέν καθαρό αποδεκτό εισόδημα της επενδυτικής οντότητας για το υπό εξέταση έτος, στο τέλος του οικονομικού έτους που προηγείται του οικονομικού έτους, κατά το οποίο πραγματοποιείται η ανάκληση, αντιμετωπίζεται ως αποδεκτό εισόδημα της επενδυτικής οντότητας για το οικονομικό έτος. Το ποσό που ισούται με το εν λόγω αποδεκτό εισόδημα, πολλαπλασιαζόμενο με τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, αντιμετωπίζεται ως συμπληρωματικός φόρος συνιστώσας οντότητας με χαμηλή φορολόγηση για το οικονομικό έτος, σύμφωνα με τους σκοπούς του Κεφαλαίου Β' .».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η'

ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 48 «Δήλωση Πληροφοριών Συμπληρωματικού Φόρου (άρθρο 44 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι παρακάτω ορισμοί:

α) «ορισθείσα τοπική οντότητα»: η συνιστώσα οντότητα ομίλου ΠΕ ή εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που βρίσκεται στην ημεδαπή και έχει οριστεί από τις άλλες συνιστώσες οντότητες του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας που βρίσκονται στην ημεδαπή, για την υποβολή της Δήλωσης Πληροφοριών Συμπληρωματικού Φόρου ή την υποβολή κοινοποιήσεων, σύμφωνα με το παρόν άρθρο για λογαριασμό τους,

β) «ειδική συμφωνία αρμόδιων αρχών»: διμερής ή πολυμερής συμφωνία ή ρύθμιση μεταξύ δύο ή περισσότερων αρμόδιων αρχών που προβλέπει την αυτόματη ανταλλαγή ετήσιων δηλώσεων πληροφοριών συμπληρωματικού φόρου,

γ) «μεταβατικό έτος»: το πρώτο οικονομικό έτος κατά το οποίο ένας όμιλος ΠΕ ή ένας εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου.

2. Οι συνιστώσες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στην ημεδαπή υποβάλλουν ηλεκτρονικά στη Φορολογική Διοίκηση, Δήλωση Πληροφοριών Συμπληρωματικού Φόρου, σύμφωνα με την παρ. 5.

Η εν λόγω δήλωση μπορεί να υποβάλλεται από ορισθείσα τοπική οντότητα εξ ονόματος της συνιστώσας οντότητας.

Σε περίπτωση επιχειρηματικών συμπράξεων, συνδεδεμένων εταιρειών επιχειρηματικών συμπράξεων, συνιστωσών υπό μειοψηφική ιδιοκτησία, η δήλωση υποβάλλεται από το μέλος που ορίζεται από τον όμιλο ΠΕ ή τον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας, το οποίο εμπίπτει στον παρόντα.

Η δήλωση υποβάλλεται από ορισθείσα οντότητα, αν η τελική μητρική οντότητα εντάσσεται στην παρ. 1 του άρθρου 50 της Οδηγίας (ΕΕ) 2022/2523, της 14ης Δεκεμβρίου 2022, σχετικά με την εξασφάλιση παγκόσμιου ελάχιστου επιπέδου φορολογίας των ομίλων πολυεθνικών επιχειρήσεων και των εγχώριων ομίλων μεγάλης κλίμακας στην Ένωση (I 328).

3. Κατά παρέκκλιση από την παρ. 2, μία συνιστώσα οντότητα δεν υποβάλλει Δήλωση Πληροφοριών Συμπληρωματικού Φόρου στη Φορολογική Διοίκηση, αν έχει υποβληθεί δήλωση, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρ. 5, από:

α) την τελική μητρική οντότητα που είναι εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία, η οποία, για το οικονομικό έτος αναφοράς, έχει συνάψει ειδική συμφωνία αρμόδιων αρχών που είναι σε ισχύ με την Ελλάδα ή

β) την ορισθείσα υποβάλλουσα οντότητα που είναι εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία, η οποία, για το οικονομικό έτος αναφοράς, έχει συνάψει ειδική συμφωνία αρμόδιων αρχών σε ισχύ με την Ελλάδα.

4. Όταν η Δήλωση Πληροφοριών Συμπληρωματικού Φόρου υποβάλλεται από την τελική μητρική οντότητα ή την ορισθείσα υποβάλλουσα οντότητα, η συνιστώσα οντότητα που είναι εγκατεστημένη στην ημεδαπή, ή η ορισθείσα τοπική οντότητα για λογαριασμό της, κοινοποιεί στη Φορολογική Διοίκηση τα στοιχεία της οντότητας που υποβάλλει τη Δήλωση Πληροφοριών Συμπληρωματικού Φόρου, καθώς και τη δικαιοδοσία όπου είναι εγκατεστημένη.

5. Η Δήλωση Πληροφοριών Συμπληρωματικού Φόρου περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τον όμιλο ΠΕ ή τον εγχώριο όμιλο μεγάλης κλίμακας:

α) στοιχεία των συνιστωσών οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένων, αν υπάρχουν, των οικείων αριθμών φορολογικού μητρώου, της δικαιοδοσίας στην οποία είναι εγκατεστημένες και του καθεστώτος τους σύμφωνα με την Οδηγία (ΕΕ) 2022/2523,

β) πληροφορίες σχετικά με τη συνολική εταιρική δομή του ομίλου ΠΕ ή του εγχώριου ομίλου μεγάλης κλίμακας, συμπεριλαμβανομένων των ελεγχουσών συμμετοχών στις συνιστώσες οντότητες που κατέχονται από άλλες συνιστώσες οντότητες,

γ) πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τον υπολογισμό:

γα) του πραγματικού φορολογικού συντελεστή για κάθε δικαιοδοσία και του συμπληρωματικού φόρου κάθε συνιστώσας οντότητας,

γβ) του συμπληρωματικού φόρου μέλους ομίλου επιχειρηματικών συμπράξεων,

γγ) της κατανομής του συμπληρωματικού φόρου βάσει του Κ.Σ.Ε. και του ποσού του συμπληρωματικού φόρου βάσει του Κ.Υ.Κ. σε κάθε δικαιοδοσία και

δ) ιστορικό των επιλογών της παρ. 2 του άρθρου 50 που διενεργήθηκαν σύμφωνα με τον παρόντα.

6. Κατά παρέκκλιση από την παρ. 5, όταν μια συνιστώσα οντότητα που είναι εγκατεστημένη στην ημεδαπή με τελική μητρική οντότητα εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία τρίτης χώρας, η οποία εφαρμόζει κανόνες που έχουν αξιολογηθεί ως ισοδύναμοι με την Οδηγία (ΕΕ) 2022/2523 δυνάμει του άρθρου 52 αυτής ή των πρότυπων κανόνων του Ο.Ο.Σ.Α., η συνιστώσα οντότητα ή η ορισθείσα τοπική οντότητα υποβάλλει Δήλωση Πληροφοριών Συμπληρωματικού Φόρου που περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή του άρθρου 9, ιδίως:

αα) τα στοιχεία όλων των συνιστωσών οντοτήτων, στις οποίες μία μητρική οντότητα, που κατέχεται εν μέρει από άλλη οντότητα και είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ιδιοκτησιακή συμμετοχή ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους, καθώς και τη δομή των εν λόγω ιδιοκτησιακών συμμετοχών,

αβ) όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τον υπολογισμό του πραγματικού φορολογικού συντελεστή των δικαιοδοσιών, στις οποίες μία μητρική οντότητα, που κατέχεται εν μέρει από άλλη οντότητα και είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, κατέχει ιδιοκτησιακές συμμετοχές σε συνιστώσες οντότητες που προσδιορίζονται βάσει της υποπερ. αα) και του οφειλόμενου συμπληρωματικού φόρου, και

αγ) όλες τις πληροφορίες που έχουν σημασία γι' αυτόν τον σκοπό σύμφωνα με τα άρθρα 10, 11 ή 12,

β) όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή του άρθρου 14, ιδίως:

βα) τα στοιχεία όλων των συνιστωσών οντοτήτων που βρίσκονται στη δικαιοδοσία της τελικής μητρικής οντότητας και τη δομή των εν λόγω ιδιοκτησιακών συμμετοχών,

ββ) όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τον υπολογισμό του πραγματικού φορολογικού συντελεστή της δικαιοδοσίας της τελικής μητρικής οντότητας και του οικείου οφειλόμενου συμπληρωματικού φόρου και

βγ) όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την κατανομή του εν λόγω συμπληρωματικού φόρου, βάσει του μαθηματικού τύπου κατανομής που υπόκειται στον κανόνα σχετικά με τις πληρωμές που υπόκεινται σε μειωμένη φορολόγηση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 15,

γ) όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή ενδεδειγμένου εγχώριου συμπληρωματικού φόρου από οποιοδήποτε κράτος μέλος έχει επιλέξει να εφαρμόσει τον εν λόγω συμπληρωματικό φόρο, σύμφωνα με το άρθρο 12,

δ) όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή του ασφαλούς λιμένα εγχώριου συμπληρωματικού φόρου από το κράτος που εφαρμόζει τον εγχώριο συμπληρωματικό φόρο.

7. Η Δήλωση Πληροφοριών Συμπληρωματικού Φόρου των παρ. 5 και 6 και τυχόν σχετικές κοινοποιήσεις υποβάλλονται στη Φορολογική Διοίκηση το αργότερο δεκαπέντε (15) μήνες μετά την τελευταία ημέρα του οικονομικού έτους αναφοράς. Κατά παρέκκλιση των ανωτέρω, για το μεταβατικό οικονομικό έτος της περ. γ) της παρ. 1, η Δήλωση Πληροφοριών Συμπληρωματικού Φόρου και οι κοινοποιήσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο υποβάλλονται στη Φορολογική Διοίκηση των κρατών μελών το αργότερο δεκαοκτώ (18) μήνες μετά την τελευταία ημέρα του οικονομικού έτους αναφοράς.

Στις ίδιες προθεσμίες υποβάλλεται και η κοινοποίηση στη Φορολογική Διοίκηση των στοιχείων των οντοτήτων που είναι υπόχρεες για την απόδοση του εγχώριου συμπληρωματικού φόρου.».

Άρθρο 49 «Δήλωση συμπληρωματικού φόρου συνιστωσών οντοτήτων»

«1. Οι υπόχρεες συνιστώσες οντότητες υποχρεούνται να δηλώνουν ηλεκτρονικά στη Φορολογική Διοίκηση, τα στοιχεία με βάση τα οποία προκύπτει ο συμπληρωματικός φόρος βάσει των Κ.Σ.Ε. και Κ.Υ.Κ., καθώς και ο ενδεδειγμένος εγχώριος συμπληρωματικός φόρος.

2. Η δήλωση υποβάλλεται στη Φορολογική Διοίκηση μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από αυτόν στον οποίο υποβάλλεται η δήλωση του άρθρου 48.

3. Η καταβολή του φόρου γίνεται εφάπαξ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από την καταληκτική ημερομηνία υποβολής της δήλωσης συμπληρωματικού φόρου συνιστωσών οντοτήτων.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ'

ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΙΚΕΣ - ΤΕΛΙΚΕΣ - ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 50 «Εξουσιοδοτικές διατάξεις»

«1. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται η ημερομηνία έναρξης ισχύος των άρθρων 34 και 35.

2. Με απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων καθορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο, καθώς και η διαδικασία υποβολής της Δήλωσης Πληροφοριών Συμπληρωματικού Φόρου, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου 48. Με την ίδια απόφαση δύναται να καθορίζεται η διαδικασία κοινοποίησης στη Φορολογική Διοίκηση των στοιχείων των οντοτήτων που είναι υπόχρεες για την απόδοση του εγχώριου συμπληρωματικού φόρου, η γνωστοποίηση της επιλογής της παρ. 2 του άρθρου 3, των παρ. 3, 6, 7 και 9 του άρθρου 17, της περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 23, του άρθρου 24, της παρ. 1 του άρθρου 26, της παρ. 2 του άρθρου 29, της παρ. 1 του άρθρου 31, της παρ. 1 του άρθρου 44, των άρθρων 46 και 47, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.

3. Με απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων καθορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο, η διαδικασία υποβολής της δήλωσης συμπληρωματικού φόρου συνιστωσών οντοτήτων, τα δικαιολογητικά ή άλλα στοιχεία τα οποία συνυποβάλλονται με αυτήν και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου 49.».

Άρθρο 51 «Αξιολόγηση της ισοδυναμίας - Τελικές διατάξεις (άρθρο 52 Οδηγίας 2022/2523)»

«Το νομικό πλαίσιο που εφαρμόζεται στο εσωτερικό δίκαιο δικαιοδοσίας τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμο με ενδεδειγμένο Κ.Σ.Ε. που προβλέπεται στο Κεφάλαιο ΙΙ της Οδηγίας (ΕΕ) 2022/2523 της 14ης Δεκεμβρίου 2022 «σχετικά με την εξασφάλιση παγκόσμιου ελάχιστου επιπέδου φορολογίας των ομίλων πολυεθνικών επιχειρήσεων και των εγχώριων ομίλων μεγάλης κλίμακας στην Ένωση» (I 328) και δεν αντιμετωπίζεται ως φορολογικό καθεστώς ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών, αν:

α) επιβάλλει ένα σύνολο κανόνων, σύμφωνα με τους οποίους η μητρική οντότητα ενός ομίλου ΠΕ υπολογίζει και καταβάλλει το μερίδιο του συμπληρωματικού φόρου που της αναλογεί, όσον αφορά τις συνιστώσες οντότητες του ομίλου ΠΕ με χαμηλή φορολόγηση,

β) θεσπίζει ελάχιστο πραγματικό φορολογικό συντελεστή τουλάχιστον δεκαπέντε τοις εκατό (15%), κάτω από τον οποίο μια συνιστώσα οντότητα θεωρείται χαμηλής φορολόγησης,

γ) για τον υπολογισμό του ελάχιστου πραγματικού φορολογικού συντελεστή, επιτρέπει μόνο τον συνδυασμό εισοδήματος οντοτήτων που βρίσκονται εντός της ίδιας δικαιοδοσίας, και

δ) για τον σκοπό του υπολογισμού συμπληρωματικού φόρου βάσει του ισοδύναμου ενδεδειγμένου Κ.Σ.Ε., προβλέπει ελάφρυνση για κάθε συμπληρωματικό φόρο που καταβλήθηκε σε κράτος μέλος κατ' εφαρμογή του ενδεδειγμένου Κ.Σ.Ε. και για κάθε ενδεδειγμένο εγχώριο συμπληρωματικό φόρο που ορίζεται στην Οδηγία (ΕΕ) 2022/2523.».

Άρθρο 52 «Φορολογική μεταχείριση αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων και μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων κατά το στάδιο μετάβασης - Μεταβατική διάταξη (άρθρο 47 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Κατά τον καθορισμό του πραγματικού φορολογικού συντελεστή για μία δικαιοδοσία σε μεταβατικό έτος, κατά την έννοια της περ. γ) της παρ. 1 του άρθρου 48 και για κάθε επόμενο οικονομικό έτος, ο όμιλος ΠΕ ή ο εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας λαμβάνει υπόψη όλες τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις και τις αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις που αποτυπώνονται ή γνωστοποιούνται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς όλων των συνιστωσών οντοτήτων σε μία δικαιοδοσία για το μεταβατικό έτος αυτό.

Οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις και οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις υπάγονται στον χαμηλότερο μεταξύ του ελάχιστου φορολογικού συντελεστή και του ισχύοντα εγχώριου φορολογικού συντελεστή. Μία αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση που έχει καταγραφεί με φορολογικό συντελεστή χαμηλότερο από τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή μπορεί να υπαχθεί στον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, αν ο φορολογούμενος μπορεί να αποδείξει ότι η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αφορά σε αποδεκτή ζημία. Η επίπτωση τυχόν αναπροσαρμογής αποτίμησης ή αναπροσαρμογής λογιστικής αναγνώρισης σε σχέση με αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση δεν λαμβάνεται υπόψη.

2. Οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που προκύπτουν από στοιχεία που εξαιρούνται από τον υπολογισμό του αποδεκτού εισοδήματος ή ζημίας σύμφωνα με το Κεφάλαιο Γ' εξαιρούνται από τον υπολογισμό που αναφέρεται στην παρ. 1, όταν οι εν λόγω αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις προκύπτουν από συναλλαγή που πραγματοποιείται μετά την 30ή Νοεμβρίου 2021.

3. Σε περίπτωση μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων ανάμεσα σε συνιστώσες οντότητες μετά την 30ή Νοεμβρίου 2021 και πριν από την έναρξη ενός μεταβατικού έτους κατά την έννοια της περ. γ) της παρ. 1 του άρθρου 48, η βάση των αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων, πλην των αποθεμάτων, βασίζεται στη λογιστική αξία των μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων της μεταβιβάζουσας συνιστώσας οντότητας κατά τη διάθεση αυτών. Οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις και υποχρεώσεις προσδιορίζονται στην ίδια βάση.»

Άρθρο 53 «Μεταβατική ελάφρυνση για την εξαίρεση εισοδήματος επί της ουσίας - Μεταβατική διάταξη (άρθρο 48 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Για την εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 29, η τιμή του πέντε τοις εκατό (5%) αντικαθίσταται, για κάθε οικονομικό έτος με έναρξη από την 31η Δεκεμβρίου των ακόλουθων ημερολογιακών ετών, από τις τιμές που παρατίθενται στον παρακάτω πίνακα:

2. Γ ια την εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρου 29, η τιμή του πέντε τοις εκατό (5%) αντικαθίσταται, για κάθε οικονομικό έτος με έναρξη από την 31η Δεκεμβρίου των ακόλουθων ημερολογιακών ετών, από τις τιμές που παρατίθενται στον παρακάτω πίνακα:

Άρθρο 54 «Αρχική φάση εξαίρεσης των ομίλων πολυεθνικών επιχειρήσεων και των εγχώριων ομίλων μεγάλης κλίμακας από τους Κανόνες Συμπερίληψης Εισοδήματος και τους Κανόνες Υπερφορολογημένων Κερδών - Μεταβατική διάταξη (άρθρο 49 Οδηγίας 2022/2523)»

«1. Ο συμπληρωματικός φόρος που οφείλεται από τελική μητρική οντότητα εγκατεστημένη στην ημεδαπή σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 6, ή από ενδιάμεση μητρική οντότητα εγκατεστημένη στην ημεδαπή σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 8, όταν η τελική μητρική οντότητα είναι εξαιρούμενη οντότητα, μηδενίζεται:

α) κατά τα πρώτα πέντε (5) έτη της αρχικής φάσης της διεθνούς δραστηριότητας του ομίλου ΠΕ, παρά τις απαιτήσεις του Κεφαλαίου Ε',

β) κατά τα πρώτα πέντε (5) έτη από την πρώτη ημέρα του οικονομικού έτους στο οποίο ο εγχώριος όμιλος μεγάλης κλίμακας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος για πρώτη φορά.

2. Όταν η τελική μητρική οντότητα ομίλου πολυεθνικών επιχειρήσεων είναι εγκατεστημένη σε δικαιοδοσία τρίτης χώρας, ο συμπληρωματικός φόρος που οφείλεται από συνιστώσα οντότητα εγκατεστημένη στην ημεδαπή, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 15, μηδενίζεται κατά τα πρώτα πέντε (5) έτη της αρχικής φάσης της διεθνούς δραστηριότητας του εν λόγω ομίλου ΠΕ, παρά τις απαιτήσεις του Κεφαλαίου Ε' .

3. Όμιλος πολυεθνικών επιχειρήσεων θεωρείται ότι βρίσκεται στην αρχική φάση της διεθνούς δραστηριότητάς του αν, για ένα (1) οικονομικό έτος:

α) έχει συνιστώσες οντότητες σε έξι (6) κατ' ανώτατο όριο δικαιοδοσίες, και

β) το άθροισμα της καθαρής λογιστικής αξίας των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων όλων των συνιστωσών οντοτήτων του ομίλου ΠΕ, που είναι εγκατεστημένες σε όλες τις δικαιοδοσίες πλην της δικαιοδοσίας αναφοράς, δεν υπερβαίνει τα πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ.

Για τους σκοπούς της περ. β), ως «δικαιοδοσία αναφοράς» νοείται η δικαιοδοσία, στην οποία οι συνιστώσες οντότητες του ομίλου ΠΕ έχουν την υψηλότερη συνολική αξία των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων κατά το οικονομικό έτος, κατά το οποίο ο όμιλος ΠΕ εμπίπτει αρχικά στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου. Η συνολική αξία των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων σε μία δικαιοδοσία είναι το άθροισμα της καθαρής λογιστικής αξίας όλων των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων όλων των συνιστωσών οντοτήτων του ομίλου ΠΕ που είναι εγκατεστημένες στην εν λόγω δικαιοδοσία.

4. Η περίοδος των πέντε (5) ετών που αναφέρεται στην περ. α) της παρ. 1 και στην παρ. 2 αρχίζει κατά την έναρξη του οικονομικού έτους, κατά το οποίο ο όμιλος ΠΕ εμπίπτει αρχικά στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου.

Για τους ομίλους ΠΕ που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου κατά την έναρξη ισχύος του, η πενταετής περίοδος που αναφέρεται στην περ. α) της παρ. 1 αρχίζει την 31η Δεκεμβρίου 2023.

Για τους ομίλους ΠΕ που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου κατά την έναρξη ισχύος του, η πενταετής περίοδος που αναφέρεται στην παρ. 2 αρχίζει την 31η Δεκεμβρίου 2024. Γ ια τους εγχώριους ομίλους μεγάλης κλίμακας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, η πενταετής περίοδος της περ. β) της παρ. 1 αρχίζει την 31η Δεκεμβρίου 2023.

5. Η ορισθείσα ημεδαπή τοπική οντότητα του άρθρου 48 ενημερώνει τη Φορολογική Διοίκηση σχετικά με την έναρξη της αρχικής φάσης της διεθνούς δραστηριότητας του ομίλου ΠΕ.».

ΜΕΡΟΣ Γ'

ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΕΣ ΚΑΙ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Άρθρο 58 «Εκδοση και αποστολή εγγράφων διοικητικής εκτέλεσης μέσω υπηρεσίας διαλειτουργικότητας»

Με την παρ. 1 του άρθρου 58 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, η αποστολή χρηματικού καταλόγου από την αρχή που απέκτησε τον νόμιμο τίτλο προς την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), κατά την παρ. 5 του άρθρου 2 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν. 4978/2022, Α' 190), καθώς και Ατομικών Φύλλων Έκπτωσης ήδη βεβαιωθέντων εσόδων, πραγματοποιείται αποκλειστικά μέσω του Κέντρου Διαλειτουργικότητας της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων Δημόσιας Διοίκησης του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης.

Με την παρ. 2 του άρθρου 58 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι εντός της προθεσμίας της παρ. 1, οι φορείς του δημόσιου τομέα και τρίτοι της περ. Α του άρθρου 1 της υπό στοιχεία Α. 1209/2.9.2021 απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (Β' 4053), πιστοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 2 της απόφασης αυτής.

Άρθρο 59 «Βεβαίωση του επιστρεπτέου ποσού ή αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού της επιστρεπτέας προκαταβολής σε περιπτώσεις φυσικού προσώπου που απεβίωσε και νομικής οντότητας που λύθηκε»

Με την παρ. 1 του άρθρου 59 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι ο αριθμός φορολογικού μητρώου φυσικού προσώπου που απεβίωσε, καθώς και νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας που λύθηκε ή ολοκλήρωσε τις εργασίες της εκκαθάρισης ή διαγράφηκε από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο, χρησιμοποιείται: α) για τη βεβαίωση του επιστρεπτέου ποσού ενίσχυσης υπό μορφή επιστρεπτέας προκαταβολής, που χορηγήθηκε σύμφωνα με το άρθρο τρίτο της από 30.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α' 75), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4684/2020 (Α' 86), και τις κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσες αποφάσεις, β) για τη βεβαίωση του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού της ανωτέρω ενίσχυσης, γ) για τη βεβαίωση των νόμιμων τόκων επί των ποσών αυτών και των χρηματικών κυρώσεων για τη μη τήρηση των όρων της ανωτέρω ενίσχυσης, καθώς και δ) για την είσπραξη των ανωτέρω.

Με την παρ. 2 του άρθρου 59 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι για την καταβολή των οφειλών της παρ. 1, ευθύνονται προσωπικά και αλληλέγγυα με το νομικό πρόσωπο ή τη νομική οντότητα που τις οφείλει, τα πρόσωπα που έχουν μία από τις ιδιότητες της παρ. 1 του άρθρου 50 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ., ν. 4987/2022, Α' 206) κατά τον χρόνο διάλυσης ή συγχώνευσής τους, ανεξάρτητα από τον χρόνο βεβαίωσης αυτών. Σε περίπτωση νομικών προσώπων που συγχωνεύονται κατόπιν διάσπασης ή απορρόφησης, για τις οφειλές της παρ. 1 του παρόντος, οι οποίες βαρύνουν νομικό πρόσωπο το οποίο διαλύθηκε, ευθύνεται κατά το πρώτο εδάφιο και το νομικό πρόσωπο που το απορρόφησε ή το νέο νομικό πρόσωπο που συστήθηκε.

Με την παρ. 3 του άρθρου 59 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι για την εφαρμογή της παρ. 1, η Φορολογική Διοίκηση βεβαιώνει τη σχετική οφειλή σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε. - ν. 4978/2022, Α' 190) και εκδίδει την ατομική ειδοποίηση του άρθρου 4 του Κ.Ε.Δ.Ε., την οποία κοινοποιεί στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κ.Φ.Δ..

Τέλος, με την παρ. 4 του άρθρου 59 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι το παρόν άρθρο εφαρμόζεται για βεβαιώσεις που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 2023 και εφεξής.

Άρθρο 62 «Αναστολή είσπραξης χρεών πληγέντων από θεομηνίες - Τροποποίηση παρ. 5 άρθρου πέμπτου ν. 2275/1994»

Με το άρθρο 62 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι στο πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου πέμπτου του ν. 2275/1994 (Α' 238) αυξάνεται το χρονικό διάστημα για το οποίο ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί να αναστέλλει την είσπραξη των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο, το δεύτερο εδάφιο επικαιροποιείται ως προς τις παραπομπές και το αρμόδιο όργανο, και η παρ. 5 διαμορφώνεται ως εξής: «5. Με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται σε εξαιρετικές περιπτώσεις σεισμών, πλημμυρών ή άλλων θεομηνιών, από τις οποίες προκαλούνται σημαντικές ζημιές σε μεγάλο αριθμό φορολογουμένων, να αναστέλλεται στις πληγείσες περιοχές η είσπραξη των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο, για χρονικό διάστημα μέχρι δώδεκα (12) μηνών και να ρυθμίζεται η καταβολή των χρεών αυτών μέχρι είκοσι τέσσερις (24) μηνιαίες δόσεις, με μερική ή ολική απαλλαγή από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, που αναλογούν κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις σεισμών, πλημμυρών ή άλλων θεομηνιών, από τις οποίες προκαλούνται σημαντικές ζημιές σε μεγάλο αριθμό οφειλετών χρεών υπέρ των ειδικών δημοσίων υπηρεσιών, των ειδικών ταμείων, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και ιδιωτικού δικαίου και τρίτων, η είσπραξη των οποίων έχει ανατεθεί, σύμφωνα με το άρθρο 98 του ν. 4270/2014 (Α' 143), στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται η καταβολή των ληξιπρόθεσμων οφειλών να αντιμετωπίζεται όπως οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο σε ανάλογες περιπτώσεις.»

ΜΕΡΟΣ Δ'

ΛΟΙΠΕΣ ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 64 «Άδεια διαμονής που συνδέεται με επενδύσεις σε ακίνητη περιουσία - Αντικατάσταση άρθρου 100 και παρ. 49 άρθρου 176 ν. 5038/2023

Με την παρ. 1 του άρθρου 64 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι στο άρθρο 100 του Κώδικα Μετανάστευσης (ν. 5038/2023, Α' 81), περί επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία: α) η παρ. 2 αντικαθίσταται, β) προστίθενται: βα) νέο δεύτερο εδάφιο στην παρ. 4 και ββ) παρ. 7Α, γ) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 6 διορθώνονται οι παραπομπές, και το άρθρο 100 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 100

Επενδύσεις σε ακίνητη περιουσία (μόνιμη άδεια διαμονής επενδυτή) (άδεια διαμονής «τύπου Β.5»)

1. Με απόφαση του Γ ραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, χορηγείται άδεια διαμονής για πέντε (5) έτη, με δυνατότητα ανανέωσης, σε πολίτη τρίτης χώρας, που:

α) Έχει εισέλθει νομίμως στη χώρα με οποιαδήποτε θεώρηση εισόδου ή διαμένει νομίμως στη χώρα, ακόμη και αν ο τίτλος διαμονής που κατέχει δεν επιτρέπει αλλαγή σκοπού.

β) Διαθέτει, κατά πλήρη κυριότητα και νομή, ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα. Επί εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας ακινήτου, αξίας κτήσης κατ' ελάχιστον ίσης με την οριζόμενη στην παρ. 2, δικαίωμα διαμονής παρέχεται, μόνον αν οι συνιδιοκτήτες είναι σύζυγοι ή συμβίοι που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης. Σε αντίθετη περίπτωση, το δικαίωμα διαμονής παρέχεται, μόνον εάν το ποσοστό κάθε συνιδιοκτήτη είναι αξίας τουλάχιστον ίσης με την οριζόμενη στην παρ. 2.

γ) Διαθέτει κατά πλήρη κυριότητα και νομή ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα, αξίας κτήσης κατ' ελάχιστον ίσης με την οριζόμενη στην παρ. 2, μέσω νομικού προσώπου με έδρα στην Ελλάδα ή άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε., του οποίου τις μετοχές ή τα εταιρικά μερίδια κατέχει εξ ολοκλήρου.

δ) Έχει συνάψει μακροχρόνια σύμβαση σύνθετου τουριστικού καταλύματος, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 4002/2011 (Α' 180) ή σύμβαση χρονομεριστικής μίσθωσης τουριστικού καταλύματος, σύμφωνα με τον ν. 1652/1986 (Α' 167), αξίας τουλάχιστον ίσης με την οριζόμενη στην παρ. 2.

ε) Είναι ενήλικος και απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα και νομή ως εξ αδιαθέτου ή από διαθήκη κληρονόμος ή συνεπεία γονικής παροχής, ακίνητη περιουσία αντικειμενικής αξίας τουλάχιστον ίσης με την οριζόμενη στην παρ. 2.

2. α) Για την Περιφέρεια Αττικής, την Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, τις Περιφερειακές Ενότητες Μυκόνου και Θήρας της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου και για τα νησιά με πληθυσμό, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, πάνω από τρεις χιλιάδες εκατό (3.100) κατοίκους, η ελάχιστη αξία κτήσης της ακίνητης περιουσίας κατά τον χρόνο απόκτησής της, καθώς και το συνολικό συμβατικό μίσθωμα των συμβάσεων της περ. δ) της παρ. 1 καθορίζονται σε οκτακόσιες χιλιάδες (800.000) ευρώ. Στην περίπτωση της επένδυσης μέσω αγοράς ακίνητης περιουσίας στις περιοχές του πρώτου εδαφίου, αυτή πραγματοποιείται σε ένα μόνο ακίνητο. Ειδικά εάν πρόκειται για δομημένη ακίνητη περιουσία ή ακίνητο για το οποίο έχει εκδοθεί οικοδομική άδεια, απαιτείται ελάχιστη επιφάνεια κύριων χώρων εκατόν είκοσι (120) τετραγωνικών μέτρων. Στην περίπτωση επένδυσης μέσω αγοράς σε ποσοστό εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας ακινήτου, η ελάχιστη αξία του ποσοστού συγκυριότητας καθορίζεται σε οκτακόσιες χιλιάδες (800.000) ευρώ, τηρουμένων των όρων των προηγούμενων εδαφίων.

β) Γ ια τις λοιπές περιοχές της χώρας η ελάχιστη αξία κτήσης της ακίνητης περιουσίας κατά τον χρόνο απόκτησής της, καθώς και το συνολικό συμβατικό μίσθωμα των συμβάσεων της περ. δ) της παρ. 1 καθορίζονται σε τετρακόσιες χιλιάδες (400.000) ευρώ. Στην περίπτωση της επένδυσης μέσω αγοράς ακίνητης περιουσίας στις περιοχές του πρώτου εδαφίου, αυτή πραγματοποιείται σε ένα μόνο ακίνητο. Ειδικά εάν πρόκειται για δομημένη ακίνητη περιουσία ή ακίνητο για το οποίο έχει εκδοθεί οικοδομική άδεια, απαιτείται ελάχιστη επιφάνεια κύριων χώρων εκατόν είκοσι (120) τετραγωνικών μέτρων. Στην περίπτωση επένδυσης μέσω αγοράς σε ποσοστό εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας ακινήτου, η ελάχιστη αξία του ποσοστού συγκυριότητας καθορίζεται σε τετρακόσιες χιλιάδες (400.000) ευρώ, τηρουμένων των όρων των προηγούμενων εδαφίων.

γ) Ειδικώς στις περιπτώσεις επένδυσης μέσω αγοράς σε ακίνητη περιουσία και εφόσον οι κύριοι χώροι της αλλάζουν σε κατοικία, η ελάχιστη αξία κτήσης αυτής κατά τον χρόνο απόκτησής της καθορίζεται σε διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) ευρώ. Οι όροι του πρώτου εδαφίου ισχύουν και σε περιπτώσεις επένδυσης μέσω αγοράς σε ακίνητη περιουσία που αποτελείται από βιομηχανικό κτίριο ή τμήμα βιομηχανικού κτιρίου ή εντός της οποίας ευρίσκεται βιομηχανικό κτίριο, αποκλειστικά εφόσον τα τελευταία τουλάχιστον πέντε (5) έτη, δεν βρισκόταν σε αυτό εγκατεστημένη και σε λειτουργία βιομηχανία. Η επένδυση των προηγούμενων εδαφίων πραγματοποιείται σε ένα μόνο ακίνητο και η αλλαγή της χρήσης πρέπει να έχει ολοκληρωθεί πριν από την υποβολή του αιτήματος για τη χορήγηση της μόνιμης άδειας διαμονής επενδυτή. Στις περιπτώσεις των προηγούμενων εδαφίων η αλλαγή μπορεί να συντελείται και από τον πωλητή. Στην περίπτωση επένδυσης μέσω αγοράς σε ποσοστό εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας ακινήτου, η ελάχιστη αξία του ποσοστού συγκυριότητας καθορίζεται σε διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) ευρώ, τηρουμένων των όρων των προηγούμενων εδαφίων.

δ) Ειδικώς στις περιπτώσεις επένδυσης μέσω αγοράς ακίνητης περιουσίας που αποτελείται από προς αποκατάσταση ή ανακατασκευή διατηρητέο κτίριο ή τμήμα διατηρητέου κτιρίου ή εντός της οποίας ευρίσκεται διατηρητέο κτίριο, η ελάχιστη αξία κτήσης της κατά τον χρόνο απόκτησής της καθορίζεται σε διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) ευρώ. Η επένδυση του πρώτου εδαφίου πραγματοποιείται σε ένα μόνο ακίνητο. Στην περίπτωση επένδυσης μέσω αγοράς σε ποσοστό εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας ακινήτου, η ελάχιστη αξία του ποσοστού συγκυριότητας καθορίζεται σε διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) ευρώ, τηρουμένων των όρων των προηγούμενων εδαφίων. Μεταβίβαση του ακινήτου της παρούσας περίπτωσης προτού ολοκληρωθεί η πλήρης αποκατάσταση ή ολική ανακατασκευή του είναι άκυρη.

3. Η ελάχιστη αξία της ακίνητης περιουσίας κατά τον χρόνο κτήσης της, καθώς και το συνολικό συμβατικό μίσθωμα των μισθώσεων ξενοδοχειακών καταλυμάτων ή τουριστικών κατοικιών του παρόντος, όπως προκύπτει από τις συμβολαιογραφικές πράξεις μεταβίβασης και, σε περίπτωση που τελούν υπό αίρεση της καταβολής πιστούμενου τιμήματος, από τις αντίστοιχες νόμιμα μεταγεγραμμένες συμβολαιογραφικές πράξεις εξόφλησης και άρσης διαλυτικής αίρεσης, ή τις συμβάσεις μίσθωσης, αντίστοιχα, που καθορίζονται σύμφωνα με την παρ. 2, πρέπει να έχει καταβληθεί ολοσχερώς πριν την υποβολή του αιτήματος για τη χορήγηση της μόνιμης άδειας διαμονής επενδυτή.

4. Πολίτες τρίτων χωρών - κάτοχοι άδειας μόνιμης διαμονής επενδυτή δύνανται να ανανεώνουν την άδεια διαμονής τους, για ισόχρονη διάρκεια κάθε φορά, εφόσον η ακίνητη περιουσία παραμένει στην κυριότητα και νομή τους ή παραμένουν σε ισχύ οι συμβάσεις της παρ. 1 και πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις του παρόντος. Εξαιρετικά για τις περιπτώσεις πολιτών τρίτων χωρών - κατόχων άδειας μόνιμης διαμονής επενδυτή που υλοποίησαν επένδυση της περ. δ) της παρ. 2, επιπλέον προϋπόθεση για την πρώτη ανανέωση της άδειας διαμονής τους συνιστά η υλοποίηση της πλήρους αποκατάστασης των στοιχείων της ακίνητης περιουσίας ή η ολική ανακατασκευή τους, ανεξαρτήτως της αιτίας, στην οποία οφείλεται η αλλοίωση ή η κατάρρευση ή η κατεδάφιση των κτιρίων ή των τμημάτων αυτών. Διαστήματα απουσίας από τη χώρα δεν αποτελούν παρακωλυτικό λόγο για την ανανέωση της άδειας διαμονής.

5. Το συμφωνηθέν τίμημα ή μίσθωμα καταβάλλεται στο σύνολό του με τους εξής τρόπους: α) με δίγραμμη τραπεζική επιταγή σε λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου που τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα, β) με μεταφορά πίστωσης, κατά την περ. 24 του άρθρου 4 του ν. 4537/2018 (Α' 84), και γ) μέσω POS εγκατεστημένου από πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, ο οποίος λειτουργεί στην Ελλάδα, με χρέωση τραπεζικής πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας του αγοραστή, σε λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου που τηρείται σε πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, κατά την περ. 11 του άρθρου 4 του ν. 4537/2018, ο οποίος λειτουργεί στην Ελλάδα. Η ως άνω πληρωμή δύναται να πραγματοποιηθεί και από σύζυγο ή συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι β' βαθμού του αγοραστή. Όλες οι ανωτέρω διατάξεις καταλαμβάνουν και τις καταβολές που έχουν λάβει χώρα με τους ως άνω τρόπους πληρωμής από 1ης.1.2017 μέχρι σήμερα. Όλα τα ειδικότερα στοιχεία διενέργειας της πληρωμής, συμπεριλαμβανομένων ιδίως των στοιχείων ταυτοποίησης του πωλητή, του αγοραστή και τυχόν τρίτου πληρωτή, του αριθμού λογαριασμών πληρωμών του πληρωτή, της διεύθυνσής του, του επίσημου αριθμού προσωπικού εγγράφου του, του αναγνωριστικού αριθμού του πληρωτή ή της ημερομηνίας και του τόπου γέννησής του, του τρόπου πληρωμής και των σχετικών λογαριασμών πληρωμών χρέωσης του πληρωτή και πίστωσης του δικαιούχου, καθώς και της υπεύθυνης δήλωσης του αγοραστή για τη συζυγική σχέση ή τη συγγένεια με τρίτο πληρωτή, δηλώνονται και υποβάλλονται υπευθύνως από τους συμβαλλόμενους ενώπιον του συντάσσοντος το συμβόλαιο συμβολαιογράφου και αναγράφονται σε αυτό.

6. Ο πολίτης τρίτης χώρας, κατά την κατάθεση της αίτησης για τη χορήγηση της μόνιμης άδειας διαμονής επενδυτή, υποβάλλει βεβαίωση του συμβολαιογράφου που συνέταξε τις συμβολαιογραφικές πράξεις μεταβίβασης ή τις συμβάσεις μίσθωσης της περ. δ) της παρ. 1, με την οποία βεβαιώνονται τα στοιχεία των συμβαλλομένων μερών, τα στοιχεία του ακινήτου, ο τρόπος καταβολής του συμφωνηθέντος τιμήματος ή μισθώματος και όλα τα ειδικότερα στοιχεία διενέργειας της πληρωμής, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, η ύπαρξη τυχόν διαλυτικής αίρεσης, καθώς και εάν το συγκεκριμένο ακίνητο έχει χρησιμοποιηθεί από τον πωλητή για την έκδοση μόνιμης άδειας διαμονής επενδυτή. Στις περιπτώσεις απόκτησης λόγω μεταβίβασης υποβάλλεται αντίγραφο της δήλωσης στοιχείων ακινήτων (Ε9) του επενδυτή.

7. Στους πολίτες τρίτων χωρών, κατόχους ακινήτων παρέχεται δυνατότητα εκμίσθωσης αυτών. 7Α. Τα ακίνητα που αποκτώνται κατά πλήρη κυριότητα και νομή από πολίτες τρίτων χωρών για την αρχική χορήγηση ή ανανέωση άδειας διαμονής επενδυτή απαγορεύεται να εκμισθώνονται βραχυχρόνια στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού, καθώς και να υπεκμισθώνονται. Επιπλέον, τα ακίνητα που αποκτώνται κατά πλήρη κυριότητα και νομή από πολίτες τρίτων χωρών για την αρχική χορήγηση ή ανανέωση άδειας μόνιμης διαμονής επενδυτή υπό τους όρους της περ. γ) της παρ. 2, δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται ως έδρα ή υποκατάστημα επιχείρησης. Σε περίπτωση μη τήρησης των προβλέψεων του πρώτου και δεύτερου εδαφίου, η άδεια διαμονής ανακαλείται και επιβάλλεται αυτοτελές διοικητικό πρόστιμο ύψους πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ στους κυρίους ή/και κατόχους του ακινήτου. Σε περίπτωση μη τήρησης της προϋπόθεσης του δεύτερου εδαφίου της παρ. 4, επιβάλλεται αυτοτελές διοικητικό πρόστιμο ύψους εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ στους κυρίους ή/και κατόχους του ακινήτου. Σε περίπτωση που συναφθεί συμβόλαιο μεταβίβασης ακινήτου παρά την απαγόρευση της περ. δ) της παρ. 2, η άδεια διαμονής ανακαλείται και επιβάλλεται αυτοτελές διοικητικό πρόστιμο ύψους εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ στους κυρίους ή/και κατόχους του ακινήτου. Τα πρόστιμα του παρόντος αποτελούν δημόσια έσοδα και εισπράττονται σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν. 4978/2022, Α' 190).

8. Η μεταπώληση της ακίνητης περιουσίας κατά τη διάρκεια ισχύος της άδειας διαμονής, σε έτερο πολίτη τρίτης χώρας, παρέχει δικαίωμα χορήγησης άδειας διαμονής στον νέο αγοραστή με ταυτόχρονη ανάκληση της άδειας διαμονής του πωλητή.

9. Οι άδειες διαμονής που χορηγούνται με το παρόν άρθρο, δεν καθιερώνουν δικαίωμα πρόσβασης σε οποιαδήποτε μορφή εργασίας.

10. Η έκδοση της άδειας διαμονής χορηγείται εντός δύο (2) μηνών από την περιέλευση όλων των στοιχείων του φακέλου στην εκδούσα αρχή.

11. Σε περίπτωση σύναψης συμβολαίου πώλησης ακινήτου με οποιοδήποτε τίμημα, ο πωλητής, πολίτης τρίτης χώρας, οφείλει να προσκομίσει βεβαίωση της κατά τόπον αρμόδιας υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, σχετικά με το αν το συγκεκριμένο ακίνητο έχει χρησιμοποιηθεί για την έκδοση μόνιμης άδειας διαμονής επενδυτή. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση πώλησης ακινήτου από νομικό πρόσωπο, τις μετοχές ή τα εταιρικά μερίδια του οποίου κατέχει εξ ολοκλήρου πολίτης τρίτης χώρας, σύμφωνα με την περ. γ) της παρ. 1.»

Με την παρ. 2 του άρθρου 64 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι η παρ. 49 του άρθρου 176 του Κώδικα Μετανάστευσης, περί εξουσιοδοτικών διατάξεων, αντικαθίσταται ως εξής: «49. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Μετανάστευσης και Ασύλου, Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Ανάπτυξης δύναται να ορίζονται τα δικαιολογητικά που προσκομίζονται κατά την κατάθεση της αίτησης για τη χορήγηση της μόνιμης άδειας διαμονής επενδυτή του άρθρου 100, καθώς και ο τρόπος πιστοποίησης της συνδρομής των περ. γ) και δ) της παρ. 2 κατά την υποβολή και τον έλεγχο της ως άνω αίτησης. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Μετανάστευσης και Ασύλου, Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Τουρισμού και του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων ορίζονται η διαδικασία και τα όργανα διενέργειας του ελέγχου για την εφαρμογή των προϋποθέσεων και περιορισμών του άρθρου 100, καθορίζεται η διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης των προστίμων της παρ. 7Α του ιδίου άρθρου, καθώς και κάθε σχετικό ζήτημα.»

Με την παρ. 3 του άρθρου 64 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι άδειες διαμονής επενδυτή που έχουν χορηγηθεί σε πολίτες τρίτων χωρών με την παρ. Β' του άρθρου 20 του ν. 4251/2014 (Α' 80), τους ειδικούς όρους του άρθρου 92 του ν. 5007/2022 (Α' 241) ή τις προϋποθέσεις που ίσχυαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος, παραμένουν σε ισχύ και ανανεώνονται, εφόσον συνεχίζουν να πληρούνται οι όροι που ίσχυαν κατά τη χορήγησή τους.

Με την παρ. 4 του άρθρου 64 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται με την επιφύλαξη του άρθρου 92 του ν. 5007/2022, πολίτες τρίτων χωρών δύνανται να ολοκληρώσουν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2024 την επένδυσή τους με το καθεστώς που ίσχυε μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, υπό την προϋπόθεση είτε πληρωμής προκαταβολής ύψους δέκα τοις εκατό (10%) επί του τιμήματος αγοράς ή του συνολικού συμβατικού μισθώματος των συμβάσεων της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 100 του Κώδικα Μετανάστευσης (ν. 5038/2023, Α' 81) είτε καταβολής του συμφωνηθέντος τιμήματος ή μισθώματος σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 100 του ίδιου Κώδικα είτε υπογραφής συμβολαιογραφικού προσυμφώνου ή υπογραφής ιδιωτικού συμφωνητικού βεβαίας χρονολογίας και σχετικής απόδειξης πίστωσης της τράπεζας του αγοραστή ως προς την αποστολή του ποσού της προκαταβολής σε λογαριασμό του πωλητή μέχρι την 31η Αυγούστου 2024. Περαιτέρω ορίζεται ότι αν δεν ολοκληρωθεί η αγορά του ακινήτου ή των ακινήτων του πρώτου εδαφίου, ο πολίτης τρίτης χώρας δύναται να ολοκληρώσει την επένδυσή του σε έτερο ή έτερα ακίνητα υπό τις προϋποθέσεις που ίσχυαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος, με την επιφύλαξη του άρθρου 92 του ν. 5007/2022, και πάντως όχι πέραν της 30ής Απριλίου 2025.

Άρθρο 65 «Κωδικοί Αριθμοί Δραστηριότητας για ατομικές επιχειρήσεις - Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 57 ν. 4919/2022»

Με το άρθρο 65 του κοινοποιούμενου νόμου, ορίζεται ότι προστίθεται δεύτερο εδάφιο στην παρ. 4 του άρθρου 57 του ν. 4919/2022 (Α' 71), περί εξουσιοδοτικών διατάξεων, και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:

«4. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης καθορίζονται οι εμπορικοί Κωδικοί Αριθμοί Δραστηριότητας της περ. ιστ) της παρ. 1 του άρθρου 16, που αντιστοιχούν σε εμπορική δραστηριότητα, καθώς και εκείνοι που αντιστοιχούν σε άσκηση οικονομικής δραστηριότητας του άρθρου 52. Με όμοια απόφαση, που εκδίδεται μετά από εισήγηση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, καθορίζονται οι Κωδικοί Αριθμοί Δραστηριότητας της περ. ιστ) της παρ. 1 του άρθρου 16 που δεν αντιστοιχούν σε εμπορική δραστηριότητα.»

Άρθρο 66 «Εξαίρεση από την υποχρέωση καταβολής του τέλους επιτηδεύματος για αγρότες κανονικού καθεστώτος και αλιείς παράκτιας αλιείας - Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 31 ν. 3986/2011»

Με το άρθρο 66 του κοινοποιούμενου νόμου, ορίζεται ότι τροποποιείται το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011 (Α' 152), περί επιβολής τέλους επιτηδεύματος, ώστε η προβλεπόμενη εξαίρεση από την υποχρέωση καταβολής του τέλους επιτηδεύματος να αφορά κάθε φορολογικό έτος μετά το 2019, και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:

«3. Εξαιρούνται από τις υποχρεώσεις καταβολής του τέλους, εκτός εάν πρόκειται για τουριστικούς τόπους, οι εμπορικές επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες που ασκούν τη δραστηριότητά τους σε χωριά με πληθυσμό έως πεντακόσιους (500) κατοίκους και σε νησιά κάτω από τρεις χιλιάδες εκατό (3.100) κατοίκους. Επίσης, εξαιρούνται ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις και η ατομική άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, εφόσον δεν έχουν παρέλθει πέντε (5) έτη από την πρώτη έναρξη εργασιών, καθώς και οι περιπτώσεις ατομικών επιχειρήσεων, εφόσον για τον επιτηδευματία υπολείπονται τρία (3) έτη από το έτος της συνταξιοδότησής του. Ως έτος συνταξιοδότησης νοείται το 65ο έτος της ηλικίας.

Από το φορολογικό έτος 2018 και εφεξής, εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής τέλους οι αγρότες, μέλη αγροτικών συνεταιρισμών που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 8 του ν. 4384/2016 (Α' 78), οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, οι σχολικοί συνεταιρισμοί του άρθρου 46 του ν. 1566/1985 (Α' 167), οι Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας με τη μορφή Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης ή Συνεταιρισμού Εργαζομένων, καθώς και οι επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως νομικής μορφής, που βρίσκονται σε εκκαθάριση, πτώχευση ή αδράνεια. Σε περίπτωση που η αδράνεια δεν καταλαμβάνει ολόκληρο το φορολογικό έτος, εφαρμόζεται αναλογικά η παρ. 2.

Για τα φορολογικά έτη 2019 και εφεξής εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής του τέλους επιτηδεύματος οι αγρότες κανονικού καθεστώτος, για τους οποίους έχουν παρέλθει τα πρώτα πέντε (5) έτη από την ημερομηνία τήρησης βιβλίων και ένταξής τους στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ, καθώς και οι αλιείς της παράκτιας αλιείας, που εκμεταλλεύονται, είτε ατομικά είτε με τη μορφή συμπλοιοκτησίας ή κοινωνίας αστικού δικαίου, αλιευτικά σκάφη μέχρι δώδεκα (12) μέτρα, μεταξύ καθέτων.»

Άρθρο 67 «Καταβολή φόρου εισοδήματος σε οκτώ μηνιαίες δόσεις - Προσθήκη παρ. 88 και 89 στο άρθρο 72 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος»

Με το άρθρο 67 του κοινοποιούμενου νόμου, ορίζεται ότι στο άρθρο 72 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α' 167), περί μεταβατικών διατάξεων και έναρξης ισχύος, προστίθενται παρ. 88 και 89, ως εξής:

«88. Η καταβολή του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, φορολογικού έτους 2023, πραγματοποιείται σε οκτώ (8) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την 31η Ιουλίου 2024 και η καθεμία από τις επόμενες μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επτά (7) επόμενων μηνών. Αν η καταληκτική προθεσμία υποβολής της δήλωσης παρατείνεται σε ημερομηνία μεταγενέστερη της καταληκτικής ημερομηνίας καταβολής της πρώτης δόσης, οι δύο (2) πρώτες δόσεις καταβάλλονται μέχρι την καταληκτική ημερομηνία της δεύτερης δόσης.

Η καταβολή του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων φορολογικού έτους 2023, που συμμετέχουν σε νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες που τηρούν απλογραφικά βιβλία, γίνεται σε έξι (6) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου 2024 και η καθεμία από τις επόμενες μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των πέντε (5) επόμενων μηνών.

Όταν ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων φορολογικού έτους 2023 καταβάλλεται εφάπαξ μέχρι την καταληκτική ημερομηνία καταβολής της πρώτης δόσης, παρέχεται στο συνολικό ποσό του φόρου και των συμβεβαιούμενων με αυτόν οφειλών, έκπτωση τρία τοις εκατό (3%).

Η παρούσα δεν καταλαμβάνει τα φυσικά πρόσωπα που έχουν υπαχθεί στην εναλλακτική φορολόγηση του άρθρου 5Β.

89. Η καταβολή του φόρου εισοδήματος των νομικών προσώπων και των νομικών οντοτήτων για τα εισοδήματα του φορολογικού έτους 2023, με εξαίρεση τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες, που έχουν λυθεί ή έχουν τεθεί υπό εκκαθάριση, πραγματοποιείται σε οκτώ (8) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από την καταληκτική ημερομηνία υποβολής της δήλωσης, με βάση την παρ. 2 του άρθρου 68 και οι υπόλοιπες επτά (7) μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επτά (7) επόμενων μηνών. Αν η καταληκτική προθεσμία υποβολής της δήλωσης παρατείνεται σε ημερομηνία μεταγενέστερη της καταληκτικής ημερομηνίας καταβολής της πρώτης δόσης του πρώτου εδαφίου, οι δύο (2) πρώτες δόσεις καταβάλλονται μέχρι την καταληκτική ημερομηνία καταβολής της δεύτερης δόσης.»

Άρθρο 68 «Απαλλαγή από τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων - Επέκταση της κατ' εξαίρεση κατάταξης σε Φορολογικές Ζώνες - Τροποποίηση παρ. 7Ε άρθρου 3 και περ. α' παρ. 2 Ενότητας Α' άρθρου 4 ν. 4223/2013»

Με την παρ. 1 του άρθρου 68 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι στην παρ. 7Ε του άρθρου 3 του ν. 4223/2013 (Α' 287), περί απαλλαγών από τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.): α) στο πρώτο εδάφιο η απαλλαγή από τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) επεκτείνεται και στο έτος 2024, β) στο δεύτερο εδάφιο η φράση «και για τα δύο (2) επόμενα έτη» αντικαθίσταται από τη φράση «και για τα τρία (3) επόμενα έτη», και η παρ. 7Ε διαμορφώνεται ως εξής:

«7Ε. Ειδικά για τα έτη 2021, 2022, 2023 και 2024 απαλλάσσονται τα κτίσματα μετά του αναλογούντος οικοπέδου, που ευρίσκονται σε περιοχές που επλήγησαν από τους σεισμούς που εκδηλώθηκαν την 24η Ιουλίου 2021 και την 27η Σεπτεμβρίου 2021 στην Κρήτη, όπως αυτές οριοθετήθηκαν με την υπό στοιχεία Δ.Α.Ε.Φ.Κ.- Κ.Ε./16446/Α325/7.10.2021 (Β' 4646) κοινή υπουργική απόφαση, όπως τροποποιήθηκε με τις υπό στοιχεία Δ.Α.Ε.Φ.Κ. - Κ.Ε./οικ. 18135/Α325/13.10.2021 (Β' 4740) και Δ.Α.Ε.Φ.Κ. - Κ.Ε./18450/Α325 (Β' 4882/21.10.2021) κοινές υπουργικές αποφάσεις, εφόσον οι ιδιοκτήτες τους είναι κάτοχοι Δελτίου Επανελέγχου ή Έκθεσης Αυτοψίας, σύμφωνα με τα οποία το κτίριο έχει χαρακτηριστεί επικίνδυνο ή ακατάλληλο για χρήση, ή Πρωτοκόλλου Αυτοψίας Επικινδύνως Ετοιμόρροπου Κτιρίου του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, που εκδίδονται έως την 30ή.6.2022, και κατά τον κρίσιμο χρόνο η κυριότητα ή τα λοιπά εμπράγματα δικαιώματα στο ακίνητο ανήκουν στον υπόχρεο σε φόρο για τα έτη αυτά. Για τη χορήγηση της απαλλαγής υποβάλλεται αίτηση για το έτος 2021 στη Φορολογική Διοίκηση από τον δικαιούχο αυτής, η οποία ισχύει και για τα τρία (3) επόμενα έτη.»

Με την παρ. 2 του άρθρου 68 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι το τέταρτο και το πέμπτο εδάφιο της περ. α' της παρ. 2 της Ενότητας Α' του άρθρου 4 του ν. 4223/2013, περί υπολογισμού του κύριου φόρου για τα κτίσματα, τροποποιούνται ως προς την επέκταση και στο έτος 2024 της κατ' εξαίρεση κατάταξης σε Φορολογικές Ζώνες, και η περ. α' διαμορφώνεται ως εξής:

«α) Βασικός Φόρος (Β.Φ.) ανά φορολογική ζώνη (Φ.Ζ.), όπως αυτή αντιστοιχεί στην τιμή ζώνης, σύμφωνα με τον πίνακα που ακολουθεί:

Κτίσματα εντός ή εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμού, για τα οποία δεν έχει καθορισθεί τιμή ζώνης, καθώς και τα ειδικά κτίρια της υποπαραγράφου γ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εντάσσονται στην κατώτερη τιμή ζώνης της Δημοτικής Ενότητας στην οποία βρίσκονται. Αν δεν έχουν καθοριστεί τιμές ζώνης στη Δημοτική Ενότητα, εντάσσονται στην κατώτερη τιμή ζώνης του οικείου Δήμου και, αν δεν έχουν καθοριστεί τιμές ζώνης στον Δήμο, εντάσσονται στην κατώτερη τιμή ζώνης της οικείας Περιφερειακής Ενότητας και, αν δεν έχουν καθοριστεί τιμές ζώνης στην Περιφερειακή Ενότητα, εντάσσονται στην κατώτερη τιμή ζώνης της οικείας Περιφέρειας.

Κτίσματα, τα οποία, με βάση τις Τιμές Ζώνης που εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2022, εντάσσονται στις Φορολογικές Ζώνες 2 και 3, κατατάσσονται, για τον υπολογισμό του Ε.Ν.Φ.Ι.Α. ετών 2022, 2023 και 2024, στις Φορολογικές Ζώνες 1 και 2 αντίστοιχα, εφόσον για αυτά:

α) κατά την 1η Ιανουαρίου 2021 ίσχυε το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού αξίας ακινήτων και εντάσσονταν στις Φορολογικές Ζώνες 1 και 3 και

β) η Τιμή Ζώνης, η οποία ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2022, απέχει από την καταληκτική Τιμή Ζώνης της αμέσως προηγούμενης Φορολογικής Ζώνης έως και πενήντα (50) ευρώ.

Κτίσματα της Δημοτικής Ενότητας Αρχαίας Ολυμπίας που εντάχθηκαν από την 1η Ιανουαρίου 2022 στο σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού αξίας ακινήτων και αντιστοιχούν στη φορολογική ζώνη 2, κατατάσσονται, για τον υπολογισμό του Ε.Ν.Φ.Ι.Α. των ετών 2022, 2023 και 2024, στη φορολογική ζώνη 1.».

ΜΕΡΟΣ Ε'

ΈΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ

Άρθρο 69 «Έναρξη ισχύος»

Με την παρ. 1 του άρθρου 69 του κοινοποιούμενου νόμου, ορίζεται ότι η ισχύς του νόμου εκκινεί από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται ειδικότερα.

Με την παρ. 2 του άρθρου 69 του κοινοποιούμενου νόμου, ορίζεται ότι το Μέρος ΒΖ εφαρμόζεται για οικονομικά έτη που αρχίζουν από την 31η Δεκεμβρίου 2023 και μετά, με την επιφύλαξη των παρ. 3 και 4 του ίδιου άρθρου.

Με την παρ. 3 του άρθρου 69 του κοινοποιούμενου νόμου, ορίζεται ότι τα άρθρα 13, 14 και 15 εφαρμόζονται για οικονομικά έτη που αρχίζουν από την 31η Δεκεμβρίου 2024 και μετά με την επιφύλαξη της παρ. 4 του ίδιου άρθρου.

Με την παρ. 4 του άρθρου 69 του κοινοποιούμενου νόμου, ορίζεται ότι αν η τελική μητρική οντότητα ομίλου ΠΕ είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος που έχει προβεί στην επιλογή της παρ. 1 του άρθρου 50 της Οδηγίας (ΕΕ) 2022/2523 της 14ης Δεκεμβρίου 2022 σχετικά με την εξασφάλιση παγκόσμιου ελάχιστου επιπέδου φορολογίας των ομίλων πολυεθνικών επιχειρήσεων και των εγχώριων ομίλων μεγάλης κλίμακας στην Ένωση (I 328), οι συνιστώσες οντότητες του ομίλου ΠΕ που είναι εγκατεστημένες στην ημεδαπή, υπόκεινται στο ποσό συμπληρωματικού φόρου βάσει του Κ.Υ.Κ. που κατανέμεται στην ημεδαπή για τα οικονομικά έτη που αρχίζουν από την 31η Δεκεμβρίου 2023, σύμφωνα με το άρθρο 15.

Με την παρ. 5 του άρθρου 69 του κοινοποιούμενου νόμου, ορίζεται ότι τα άρθρα 34 και 35 τίθενται σε ισχύ σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 50.

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΑΔΕ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Συνημμένα : Απόσπασμα από το ΦΕΚ Α'49

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δεν θέλετε να συμπληρώνετε το κείμενο αυτό σε κάθε αναζήτηση σας; Αρκεί απλά να γραφτείτε δωρεάν στο Forin.gr πατώντας εδώ ή να συνδεθείτε με τον λογαριασμό σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!