Grant Thornton Φοροδοξίες, 25.06.2023
Γνωρίζετε ότι...
Ταχύτερη και απλούστερη διαδικασία μείωσης ή επιστροφής παρακρατούμενων φόρων σε μερίσματα και τόκους από εισηγμένους τίτλους επιχειρεί να θεσπίσει νέα πρόταση Ευρωπαϊκής Οδηγίας.
Η πρόταση Οδηγίας με όνομα “FASTER” (Faster and Safer Tax Excess Relief), έχει ως σκοπό να διευκολύνει όσους επενδύουν σε μετοχές ή/και ομολογίες που διαπραγματεύονται σε αγορά κράτους μέλους της ΕΕ διαφορετικού από εκείνο στο οποίο έχουν τη φορολογική κατοικία τους και άρα εισπράττουν μερίσματα και τόκους που, κατά κανόνα, φορολογούνται και στα δύο κράτη, εκείνο της «πηγής» και εκείνο της «κατοικίας». Ειδικότερα, προκειμένου να μειωθεί ο συντελεστής παρακρατούμενου φόρου βάσει της αντίστοιχης Σύμβασης Αποφυγής Διπλής Φορολογίας ή, εναλλακτικά, να επιστραφεί το υπερβάλλον ποσό φόρου που παρακρατήθηκε, οι επενδυτές θα μπορούν να κάνουν χρήση ενός ψηφιακού, ενιαίου ευρωπαϊκού φορολογικού πιστοποιητικού κατοικίας ενώ οι διαδικασίες μείωσης ή επιστροφής του φόρου αναμένεται να ολοκληρώνονται εντός λίγων μόνο ημερών, με τη μεσολάβηση εταιριών του χρηματοπιστωτικού τομέα. Τα παραπάνω εκτιμάται ότι θα ισχύσουν από το έτος 2027. Υπενθυμίζεται ότι στην Ελλάδα, κατ’ εφαρμογή άλλων ευρωπαϊκών οδηγιών, δεν παρακρατούνται φόροι για μερίσματα και τόκους που εισπράττουν ημεδαπές και Ευρωπαϊκές εταιρίες από συγκεκριμένους τύπους ημεδαπών εταιριών, εφόσον οι πρώτες συμμετέχουν στο κεφάλαιο των δεύτερων με ποσοστό 10% για τα μερίσματα και 25% για τους τόκους κατ’ ελάχιστο.
Δεν επιβάλλεται παρακράτηση φόρου στα εισοδήματα που καταβάλλονται αναδρομικά στους κληρονόμους των δικαιούχων.
Κανονικά επιβάλλεται παρακράτησης φόρου με συντελεστή 20% σε καταβαλλόμενα αναδρομικά εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις, καθώς και στις πρόσθετες αμοιβές που δεν συμπεριλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές ανεξάρτητα από το έτος στο οποίο ανάγονται, με σκοπό την φορολόγηση τους. Περαιτέρω, επιβάλλεται φόρος κληρονομιάς στην περιουσία που αποκτήθηκε αιτία θανάτου, με υπόχρεο καταβολής του φόρου κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά την περιουσία αυτή (κληρονομιά). Η υποχρέωση για καταβολή του φόρου κληρονομιάς γεννιέται κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. Επισημαίνεται πως τα αναδρομικά ποσά από συντάξεις, αμοιβές επιχειρηματικής δραστηριότητας καθώς και από μερίσματα, τόκους, δικαιώματα που αφορούν αποβιώσαντες που έχουν δηλωθεί από τους κληρονόμους ως στοιχείο της κληρονομιαίας περιουσίας, εφόσον έχουν εισπραχθεί από τους κληρονόμους και όχι από τον αποβιώσαντα δεν εμπίπτουν στην έννοια του εισοδήματος. Επικουρικώς, η Διοίκηση έχει διευκρινίσει πως τα ως άνω αναφερόμενα ποσά που αφορούν χρονικό διάστημα προγενέστερο του θανάτου του αποβιώσαντος και καταβάλλονται στους κληρονόμους εντάσσονται στην κληρονομιαία περιουσία, και υπάγονται μόνο σε φόρο κληρονομίας, και αυτό για το λόγο ότι δεν συγκεντρώνουν τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά του εισοδήματος δηλαδή περιοδικότητα, σταθερή και διαρκώς εκμεταλλεύσιμη πηγή, αντάλλαγμα προσωπικής εργασίας ή άλλης δραστηριότητας ή καρπούς περιουσιακών στοιχείων. Κατά συνέπεια, η επιβολή παρακράτησης δεν δύναται να τύχει εφαρμογής για τα συγκεκριμένα εισοδήματα καθώς και τυχόν επιβολή της, θεμελιώνει λόγο επιστροφής αχρεωστήτως παρακρατηθέντος φόρου με υποβολή τροποποιητική δήλωση φορολογίας εισοδήματος των κληρονόμων που τα εισέπραξαν (Ε.2036/2023).
Ο δικαστικός συμβιβασμός επί ζητήματος παράβασης ΚΒΣ δεν επάγεται αποδοχή εκ μέρους του φορολογούμενου των αποτελεσμάτων του φορολογικού ελέγχου και σε άλλες φορολογίες.
Ο δικαστικός συμβιβασμός συνιστά μια ειδικότερη μορφή επίλυσης της φορολογικής διαφοράς μέσω της επίτευξης συμφωνίας μεταξύ των αντιδίκων επί αυτής, με συνέπεια την κατάργηση της σχετικής εκκρεμούς δίκης. Παλαιότερη νομολογία επιβεβαιώνει ότι τα πρακτικά του συμβιβασμού, ισχύουν εφεξής για την υπόθεση, ως νέα διοικητική πράξη, χωρίς όμως ισχύ δεδικασμένου, αφού για την τελευταία, απαραίτητο είναι να έχει προηγηθεί διάγνωση της διαφοράς από το Δικαστήριο. Σε σχετική υπόθεση ενώπιόν του, το ΣτΕ έκρινε ότι ο φορολογούμενος, όταν συμβιβάζεται δικαστικά για ζήτημα σχετικό με παράβαση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (ΚΒΣ) αποδέχεται τις διαπιστώσεις του φορολογικού ελέγχου και την, βάσει αυτού, πράξη επιβολής σε βάρος του προστίμου, χωρίς αυτή η αποδοχή εκ μέρους του να οδηγεί και σε αποδοχή των αποτελεσμάτων του φορολογικού ελέγχου και σε συνάρτηση με τη φορολογία εισοδήματος ή ΦΠΑ, όπου τίθεται παρεμπιπτόντως το ζήτημα της στοιχειοθέτησης ή μη της σχετικής παράβασης του ΚΒΣ. Τα ανωτέρω υπαγορεύονται και από τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και τις αρχές της σαφήνειας και προβλεψιμότητας των φορολογικών διατάξεων. Το αποτέλεσμα είναι ότι, ο φορολογούμενος μπορεί να αμφισβητήσει, ενώπιον της Διοίκησης και των Δικαστηρίων, το ως άνω ζήτημα, ως παρεμπίπτον, στο πλαίσιο διαφοράς αναφυόμενης στη φορολογία εισοδήματος ή ΦΠΑ, με δεδομένο επίσης ότι δέσμευση για το Διοικητικό Δικαστήριο προκύπτει μόνον από προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση, όπου το ζήτημα κρίθηκε με ισχύ δεδικασμένου (ΣτΕ 1267/2022).
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!