ΕΒΕΠ Πολιτική, οικονομία και εμπόριο, στην Ελλάδα της πανδημίας του σήμερα
ΕΒΕΠ
Πολιτική, οικονομία και εμπόριο, στην Ελλάδα της πανδημίας του σήμερα
Το «τρίπτυχο», πολιτική, οικονομία και εμπόριο στην Ελλάδα της πανδημίας του σήμερα, αποτελεί μια από τις δυσκολότερες «εξισώσεις» που πρέπει να επιλυθεί προκειμένου να μπορούμε να μιλήσουμε για την μετά πανδημία εποχή στη χώρα μας. Δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω ότι η πανδημία ήταν και παραμένει, παρά τα εμβόλια, μια «ασύμμετρη απειλή» η οποία δοκίμασε και δοκιμάζει το σύνολο του οικονομικού γίγνεσθαι του πλανήτη.
Ο κορονοϊός αποτελεί εδώ και 15 μήνες μέρος της καθημερινότητάς μας. Από το ξέσπασμα της πανδημίας στην Κίνα, τίποτα δεν προμήνυε τη σημερινή πραγματικότητα και το πόσο αυτή θα άλλαζε ως αποτέλεσμα της υγειονομικής αποσταθεροποίησης. Η Ελλάδα, βγαίνοντας πρόσφατα από την περίοδο της χρηματοοικονομικής κρίσης έδειχνε ενθαρρυντικά σημάδια επανόδου σε μία περίοδο κοινωνικής και οικονομικής κανονικότητας. Η πανδημία όμως άλλαξε άρδην τα δεδομένα έχοντας σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία, την κοινωνική συνοχή και το σύνολο της οικονομίας. Ως γνωστόν το Εμπόριο, οι Υπηρεσίες και ο Τουρισμός είναι οι κλάδοι στους οποίους επιβλήθηκαν οι περισσότεροι περιορισμοί εξαιτίας των μέτρων, με ένα μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων που ανήκουν σε αυτούς να αναστέλλει τη λειτουργία του. Άρα είναι και οι κλάδοι που δέχθηκαν το μεγαλύτερο κτύπημα και μάλιστα σε περίοδο που είχε ξεκινήσει η «ανάρρωση» από την περίοδο της χρηματοοικονομικής κρίσης. Στον αντίποδα οι εταιρείες του τεχνολογικού τομέα είδαν τα έσοδά τους να αυξάνονται λόγω της αυξημένης ζήτησης για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους. Παράλληλα, οι εταιρείες στον κλάδο των logistics κατάφεραν να συντηρήσουν τα οικονομικά αποτελέσματά τους από την αυξημένη ζήτηση για τις υπηρεσίες τους. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι ο τομέας των logistics εξαναγκάστηκε σε μία «βίαια προσαρμογή» στα νέα δεδομένα που προέκυψαν από την πανδημία με το εμπόριο αλλά και τον τελικό καταναλωτή να αναζητούν υπηρεσίες «εδώ και τώρα» από ένα «σύστημα» που δεν ήταν «καλυμπραρισμένο» να απαντά- λειτουργεί σε χαοτικές καταστάσεις.
Αν θελήσουμε να δούμε το «μείγμα» πολιτικής και οικονομίας καθίσταται προφανές ότι η ομαλή προσαρμογή της οικονομίας στη μετά Covid εποχή αλλά και η ταχύτητα ανάκαμψής της θα επηρεαστεί άμεσα από τη δυνατότητα άντλησης χρηματοδότησης. Και η συνέχιση της πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αποτελεί σημαντική πρόκληση για τη χώρα καθώς συμβάλλει στη διατήρηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών. Από τα μέχρι σήμερα γνωστά στοιχεία τεκμαίρετε ότι η χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων από την Ε.Ε. βοήθησε σημαντικά στην αντιμετώπιση της παρούσας κρίσης με τις μικρότερες δυνατές επιπτώσεις για τις επιχειρήσεις και την αγορά εργασίας. Για την ελληνική πραγματικότητα είναι εξαιρετικά σημαντικό αυτή η χαλάρωση να επεκταθεί για το επόμενο διάστημα και η επαναφορά των δημοσιονομικών στόχων να γίνει με ομαλό τρόπο ώστε να δοθεί χρόνος στην οικονομία να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα.
Η οικοδόμηση της οικονομικής ανάκαμψης θα είναι ίσως το δυσκολότερο εγχείρημα για την παρούσα κυβέρνηση η οποία διαχειρίστηκε επιτυχώς, από τα μέχρι σήμερα δεδομένα, την κρίση που προκάλεσε η πανδημία στηρίζοντας με στοχευμένες παρεμβάσεις τις βασικές παραμέτρους που συνθέτουν το ελληνικό οικονομικό γίγνεσθαι στο οποίο φυσικά ενυπάρχει και το εμπόριο. Το εθνικό σχέδιο ανάκαμψης αλλά και βελτίωσης της ανθεκτικότητας της οικονομίας θα πρέπει να περιλαμβάνει στοχοθετημένα μέτρα που θα επιτρέπουν την ταχεία ανάκαμψη και επανενεργοποίηση για τις μικρές επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους. Οι τελευταίοι σύμφωνα με τα στοιχεία έκθεσης του φορέα των Ευρωπαίων ΜμΕ, που παρουσίασε πρόσφατα η «SMEunited» απεικόνισαν τον κοινωνικοοικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας και των μέτρων περιορισμού στην αγορά εργασίας με τους αυτοαπασχολούμενους να βρίσκονται «στο μάτι του κυκλώνα» καθώς έχουν επηρεαστεί δυσανάλογα από την κρίση. Μην ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία στο επιχειρείν και οι μέχρι τώρα χειρισμοί της κυβέρνησης αναφορικά με τα μέτρα οικονομικής στήριξης στόχευσαν και συνεχίζουν να έχουν αποδέκτες αυτές τις κατηγορίες, που άλλωστε αποτελούν το 99% της οικονομίας μας.
Μέσα στην κρίση θα πρέπει να δούμε και λίγο τον ορίζοντα που διανοίγεται μπροστά μας. Το «διαχρονικό» έλλειμμα μεταρρυθμίσεων της Ελλάδας είναι γνωστό ότι δημιουργεί αγκυλώσεις στην προσαρμογή στα νέα δεδομένα. Μία πολύ σημαντική πρόκληση για τη χώρα θα είναι η ορθή και λελογισμένη χρησιμοποίηση της παρεχόμενης ρευστότητας του Ταμείου Σταθερότητας, αλλά και των όποιων χρηματοδοτικών εργαλείων είναι διαθέσιμα, για την προώθηση δομικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα συμβάλλουν ουσιαστικά στην ομαλή επιστροφή της χώρας από την πανδημία στην ανάπτυξη. Καθίσταται εξόφθαλμα προφανής η ανάγκη αναδιοργάνωσης του δημοσίου τομέα με γνώμονα την κινητροδότηση των επενδυτών αλλά και τη βελτίωση του νομικού πλαισίου που εξασφαλίζει τα δικαιώματά τους. Ουδείς εχέφρων επενδυτής θα αποτολμήσει επενδύσεις σε ένα ασαφές περιβάλλον. Κατά συνέπεια η εισαγωγή ενός σταθερού φορολογικού μοντέλου, με παράλληλη μείωση φορολογικών και ασφαλιστικών εισφορών, η μείωση της γραφειοκρατίας, η άρση των διοικητικών εμποδίων για το επιχειρείν καθώς και η απλοποίηση των θεσμικών διαδικασιών αδειοδότησης αποτελούν σημαντικές προκλήσεις για την Ελλάδα, η ουσιαστική αντιμετώπιση των οποίων θα καθορίσει τα επόμενα βήματα της χώρας στη μετά covid εποχή.
Σημαντικό γεγονός είναι η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, που επέφερε την αναβάθμιση του αξιόχρεου κατά μια βαθμίδα και μετά από μια δεκαετία και μια πανδημία είμαστε πιο κοντά στην επενδυτική βαθμίδα που επιθυμούμε και επιδιώκουμε να επιστρέψουμε. Το τεράστιο «επενδυτικό κενό» δεκαετίας που υπάρχει, πρέπει να καλυφθεί σε μεγάλο βαθμό την επόμενη εξαετία με τα 72 δις ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και του ΠΔΠ 2021-2027. Άλλωστε άλλη μια ψήφο εμπιστοσύνης των αγορών στην οικονομία μας επιβεβαίωσε πρόσφατα το διπλό ρεκόρ των ελληνικών τίτλων με επιτόκιο 0,2% για το 5ετές ομόλογο και με αρνητικό επιτόκιο -0,4% για τα τρίμηνα έντοκα γραμμάτια, αντλώντας 3 δις ευρώ, ενώ το αγοραστικό ενδιαφέρον έφτασε τα 20 δις ευρώ.
Το ΕΒΕΠ έχει ξεκινήσει και θα συνεχίσει την προσπάθεια εμπέδωσης της σημασίας της άσκησης εξωστρεφούς πολιτικής από τις επιχειρήσεις αλλά και της ανάπτυξης καινοτόμων δράσεων. Το χαμηλό επίπεδο επενδύσεων τα χρόνια της κρίσης ιδίως στα πεδία της τεχνολογικής αναβάθμισης και της έρευνας & ανάπτυξης, καθώς και ο προσανατολισμός των ελληνικών επιχειρήσεων στην εγχώρια αγορά, περιόρισαν την ικανότητα τους να ανταγωνιστούν σε διεθνές επίπεδο. Η αύξηση της προστιθέμενης αξίας των ελληνικών προϊόντων, μέσω της καινοτομίας και της έμφαση στη σύνδεση με την ταυτότητα της χώρας (branding) είναι η ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας διεθνώς και της αύξηση των ελληνικών εξαγωγών. Σε αυτό τον καμβά δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας και ένα άλλο συμπέρασμα που προέκυψε από την πανδημία. Η «αναγκαστική» εξοικείωση του αγοραστικού κοινού με το πληκτρολόγιο του που του έδωσε την ευκαιρία να αναζητήσει προϊόντα από όλο τον κόσμο και από εμπορικές επιχειρήσεις ανεξαρτήτως μεγέθους. Αυτό θα είναι μία ακόμη πρόκληση που θα πρέπει να απαντηθεί «σύντομα» από το σύνολο των επιχειρήσεων κυρίως των μικρομεσαίων για προφανείς λόγους ως προς την ανταγωνιστικότητα και άρα την επιβίωσή τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!