ΕΒΕΠ Να αναθεωρήσουμε το κεφάλαιο «ανταγωνιστικότητα»
Όλοι επιθυμούμε να έρθει η ώρα που θα κάνουμε λόγο για μια ισχυρή ελληνική οικονομία. Και τούτο γιατί κανένα επιχειρηματικό σχέδιο, καμία επένδυση δεν μπορεί να αποδώσει αν δεν υπάρξει ένα ισχυρό οικονομικό περιβάλλον. Κατά συνέπεια θα πρέπει η οικονομία της χώρας να ισχυροποιηθεί και μάλιστα μέσα σε μία χρονική συγκυρία όπου οι γεωπολιτικές και άλλες εξελίξεις δημιουργούν «ρευστότητες» που δεν μπορούν να αποτιμηθούν. Οι προκλήσεις για την ελληνική οικονομία, οι οποίες θα πρέπει να αντιμετωπιστούν επαρκώς, θεωρούνται δεδομένες για το επόμενο χρονικό διάστημα, χωρίς κάποιος να μπορεί αυτή τη στιγμή να προσδιορίσει την ακριβή διάρκειά του, αλλά το κλίμα δεν παύει να είναι αισιόδοξο. Θετικά βήματα σίγουρα έχουν γίνει, όμως δεν λείπουν και τα προβλήματα που ζητούν λύση. Την αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας πιστοποιεί μια σειρά στοιχείων που έρχονται καθημερινά στο φως της δημοσιότητας. Οι δείκτες μπορεί να απεικονίζουν με θετικό πρόσημο την ανάπτυξη, αλλά δεν παύουν να είναι δείκτες που μπορεί να μην εμφανίζουν την αίσθηση της καθημερινότητας.
Ο πλέον έγκυρος διεθνής δείκτης ανταγωνιστικότητας του Διεθνούς Ινστιτούτου για την Ανάπτυξη της Διοίκησης IMD κατατάσσει το 2024 την Ελλάδα στη 47η θέση μεταξύ 67 χωρών του ανεπτυγμένου κόσμου. Η άνοδος της χώρας μας κατά δύο θέσεις στη παγκόσμια κατάταξη από την 49η στην 47η θέση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον δείκτη οικονομικής απόδοσης, στον οποίο η Ελλάδα κατέγραψε άνοδο έξι θέσεων, από την 58η στην 52η, κάτι που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό την επιστροφή της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα και στις ανοδικές εκτιμήσεις των τεσσάρων μεγάλων οίκων αξιολόγησης. Ιδιαιτέρως θετικά αποτιμάται η συμμετοχή της Ελλάδας στο διεθνές εμπόριο, όπου βρισκόμαστε στην 33η θέση. Σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, η χώρα μας βρίσκεται σε σταθερά χαμηλή θέση και στην 52η παγκοσμίως, ενώ το 2023 ήταν μία θέση χαμηλότερα. Ωστόσο, η χώρα μας βρίσκεται στην 31η θέση στον δείκτη της νομοθεσίας για τις επιχειρήσεις, αναδεικνύοντας το θετικό επενδυτικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια χάρη σε φιλοεπιχειρηματικές νομοθετικές παρεμβάσεις. Αντιθέτως, οι δείκτες των δημόσιων οικονομικών, της φορολογικής πολιτικής και του θεσμικού πλαισίου κατατάσσουν την Ελλάδα σε χαμηλές θέσεις, 60ή, 57η και 49η, αντίστοιχα.
Σημαντικότερη όλων, είναι η βελτίωση της χώρας στον δείκτη αποδοτικότητας της επιχειρηματικότητας, στον οποίο η Ελλάδα κατατάσσεται στην 44η θέση, καταγράφοντας άλμα τεσσάρων θέσεων σε σχέση με πέρυσι. Στον δείκτη παραγωγικότητας η Ελλάδα βρίσκεται στην 37η θέση, ενώ οι αξίες και αντιλήψεις γύρω από την επιχειρηματικότητα είναι αρκετά θετικές, στην 36η θέση. Από την άλλη, προβληματική είναι η εικόνα της αγοράς εργασίας, όπου βρισκόμαστε στην 58η θέση. Όσον αφορά τον δείκτη των υποδομών, η Ελλάδα βρίσκεται εκεί που βρισκόταν και πέρυσι στην 40ή θέση. Οι επιδόσεις στους τομείς των επιστημονικών υποδομών, της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης της υγείας και του περιβάλλοντος είναι αρκετά καλές, με την Ελλάδα στην 36η θέση. Αντιθέτως, η χώρα μας είναι χαμηλά, στη 48η θέση, στα δημογραφικά χαρακτηριστικά και στη 47η στις τεχνολογικές υποδομές.
Συμπερασματικά, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που δεν επιτρέπουν εφησυχασμό. Ο κίνδυνος να υπάρξει μία περαιτέρω διολίσθηση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης εξαιτίας μίας ενδεχόμενης επιδείνωσης της γεωπολιτικής κρίσης στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, με τις επακόλουθες επιπτώσεις για το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, και ενός χαμηλότερου του αναμενόμενου ρυθμού απορρόφησης και χρησιμοποίησης των διαρθρωτικών ταμείων του Ταμείου Ανάκαμψης και της ΕΕ, σε ενδεχόμενες καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα φρενάρουν τη διαδικασία βελτίωσης της παραγωγικότητας της οικονομίας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, είναι υπαρκτός. Έχω υποστηρίξει, και θα συνεχίσω να το κάνω, πως χρειάζεται επιτάχυνση του ρυθμού των διαρθρωτικών αλλαγών που έχουν σχεδιαστεί, γιατί μέσα από αυτές θα αλλάξει το αναπτυξιακό πλαίσιο της ελληνικής οικονομίας, ώστε να μπορεί να αντέξει στις διεθνείς αναταράξεις και οι ελληνικές επιχειρήσεις να προσαρμοστούν στις επιταγές της παγκόσμιας οικονομίας.
Συνολικά, η οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας μπορεί να αποτελέσει λόγο πανηγυρισμών, αλλά θα πρέπει να εξετάζεται με φόντο μιας αξιοσημείωτης οικονομικής κρίσης, ώστε να μην επαναληφθούν λάθη του παρελθόντος. Η Ελλάδα ανέβηκε δύο θέσεις υψηλότερα στη λίστα ανταγωνιστικότητας, κυρίως λόγω των επιδόσεων στην οικονομία και την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας. Για την περαιτέρω αύξηση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, ο δείκτης του IMD θεωρεί ιδιαίτερα κρίσιμη την αύξηση των επενδύσεων με στόχο την αύξηση της παραγωγής, την επανεκπαίδευση του εργατικού δυναμικού, την υποστήριξη της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης των επιχειρήσεων, τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος και την περαιτέρω απλοποίηση των ρυθμίσεων που αφορούν την επιχειρηματικότητα.
Σίγουρα το επιχειρηματικό περιβάλλον βελτιώνεται και η βελτίωση αυτή καταγράφηκε από τους επενδυτές. Ήδη τα ναυπηγεία μας επανήλθαν, οι ισχυροί αριθμοί του τουρισμού που συμβαδίζουν με τη βελτίωση στην αγορά εργασίας και την ανάκαμψη της κατανάλωσης, βοηθούν την οικονομία. Το ίδιο ισχύει και για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην άρση των εμποδίων στην ανάπτυξη, όπως η αύξηση της ψηφιακής πρόσβασης στις δημόσιες υπηρεσίες, η επιτάχυνση των δικαστικών αποφάσεων και η βελτίωση της διαφάνειας και των δημόσιων οικονομικών. Όπως προείπα οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να συνεχιστούν ώστε να απαλειφθούν οι κίνδυνοι επανάληψης. Πρέπει να αναζωογονηθεί ο πρωτογενής αγροτικός και βιομηχανικός τομέας, ενώ χρειάζεται ένα νέο πλαίσιο που να τους εξασφαλίζει την ανταγωνιστικότητα τους. Η ανταγωνιστικότητα είναι το μεγάλο κεφάλαιο που πρέπει, όχι να το ξαναδιαβάσουμε, αλλά να ξαναγράψουμε ένα νέο, σύγχρονο, ενημερωμένο, επικαιροποιημένο και κυρίως ρεαλιστικό.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!