ΠΟΛ. 1190/26-7-2001 Οδηγίες για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1-3 και 19 του ν. 2892-2001 οι οποίες αναφέρονται στη φορολογία κεφαλαίου
YΠΟΙΚ 1067199/399/Α0013/ΠΟΛ. 1190/26.7.2001
Οδηγίες για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1-3 και 19 του ν. 2892/2001 οι οποίες αναφέρονται στη φορολογία κεφαλαίου.
1. Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 3 και 19 του ν. 2892/2001 Ελαφρύνσεις στη φορολογία κεφαλαίου και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ.46 Α/9-3-2001), οι οποίες αναφέρονται στα θέματα της φορολογίας κεφαλαίου, τα οποία ρυθμίζονται με αυτό το νόμο.
Hδη, με την εγκύκλιό μας 1027381/136/Α0013 ΠΟΛ. 1064 από 13-3-2001 σας είχαμε κοινοποιήσει τις διατάξεις των άρθρων αυτών.
2. Για κάθε ένα από τα προαναφερόμενα άρθρα σας παρέχουμε τις ακόλουθες ερμηνευτικές οδηγίες, με σκοπό την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους.
Ι.- ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΩΝ, ΔΩΡΕΩΝ, ΓΟΝΙΚΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ
Αρθρο 1
Παράγραφος 1
Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής τροποποιούνται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 17 του ν.1591/1986, όπως ισχύουν, μετά την τροποποίησή της με την παράγραφο 14 του άρθρου 10 του ν.2386/1996 και οι οποίες αφορούν την απαλλαγή από το φόρο για την απόκτηση αιτία θανάτου πρώτης κατοικίας.
[Σημείωση: Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι στην περίπτωση απόκτησης οικίας ή διαμερίσματος, που αποτελεί πρώτη κατοικία για τον κληρονόμο, παρέχεται απαλλαγή από το φόρο για ποσό αξίας 14.000.000 δρχ. για κάθε κληρονόμο. Τούτο ισχύει, εφόσον στον κληρονόμο περιέρχεται μία μόνο οικία ή διαμέρισμα, εξ ολοκλήρου και κατά πλήρη κυριότητα και όχι ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Το απαλλασσόμενο ποσό των 14.000.000 δρχ. προσαυξάνεται κατά 7.000.000 δρχ. για το σύζυγο και καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα του κληρονόμου και κατά 8.000.000 δρχ. για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα αυτού. Η προσαύξηση του απαλλασσόμενου ποσού για το τρίτο και τα επόμενα τέκνα του κληρονόμου θεσπίζεται για πρώτη φορά με το νόμο αυτό, με σκοπό να μειώσει το φορολογικό βάρος στις πολύτεκνες οικογένειες, και να τις βοηθήσει στα πλαίσια των μέτρων που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας].
"Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι στην περίπτωση απόκτησης οικίας ή διαμερίσματος, που αποτελεί πρώτη κατοικία για τον κληρονόμο, παρέχεται απαλλαγή από το φόρο για ποσό αξίας 14.000.000 δρχ. για κάθε κληρονόμο. Το απαλλασσόμενο ποσό των 14.000.000 δρχ. προσαυξάνεται κατά 7.000.000 δρχ. για το σύζυγο και καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα του κληρονόμου και κατά 8.000.000 δρχ. για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα αυτού. Τούτο ισχύει, εφόσον στον κληρονόμο περιέρχεται μία μόνο οικία ή διαμέρισμα, εξ ολοκλήρου και κατά πλήρη κυριότητα και όχι ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Η προσαύξηση του απαλλασσόμενου ποσού για το τρίτο και τα επόμενα τέκνα του κληρονόμου θεσπίζεται για πρώτη φορά με το νόμο αυτό, με σκοπό να μειώσει το φορολογικό βάρος στις πολύτεκνες οικογένειες, και να τις βοηθήσει στα πλαίσια των μέτρων που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας".
Ετσι, αν στον κληρονόμο περιέρχεται διαμέρισμα 100 τετραγωνικών μέτρων, απαλλάσσεται από τη φορολογία κληρονομιών, αν συντρέχουν και οι άλλες προϋποθέσεις, εφόσον η αξία του δεν υπερβαίνει το ποσό των 28.000.000 δρχ. (προκειμένου για κληρονόμο με σύζυγο και ένα τέκνο), το ποσό των 35.000.000 δρχ. (προκειμένου για κληρονόμο με σύζυγο και δύο τέκνα), το ποσό των 43.000.000 δρχ. (προκειμένου για κληρονόμο με σύζυγο και τρία τέκνα), το ποσό των 50.000.000 δρχ. (προκειμένου για κληρονόμο με σύζυγο και τέσσερα τέκνα) κ.ο.κ.
Προϋποθέσεις για την απαλλαγή πρώτης κατοικίας στην αιτία θανάτου κτήση αποτελούν αθροιστικά: ο κληρονόμος, ο σύζυγος ή τα ανήλικα τέκνα αυτού α) να μην έχουν δικαίωμα πλήρους κυριότητας, επικαρπίας ή οίκησης σε άλλη οικία ή διαμέρισμα που πληροί τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειάς τους, ή β) δικαίωμα πλήρους κυριότητας σε οικόπεδο οικοδομήσιμο ή σε ιδανικό μερίδιο οικοπέδου στα οποία αντιστοιχεί εμβαδόν κτίσματος ( με βάση τις ισχύουσες στην περιοχή πολεοδομικές διατάξεις), που πληροί τις στεγαστικές τους ανάγκες και γ)η οικία, το διαμέρισμα ή οικόπεδο να βρίσκονται σε δήμο ή κοινότητα με πληθυσμό άνω των 3.000 κατοίκων. Η περιοχή της τέως Διοίκησης Πρωτεύουσας θεωρείται ένας δήμος. Με την εγκύκλιό μας 1091591/285/Β0013 ΠΟΛ.1232 από 12-8-1996 σας είχαμε κοινοποιήσει πίνακα των δήμων και κοινοτήτων που συναποτελούν την περιοχή της τέως Διοίκησης Πρωτεύουσας.
Οι στεγαστικές ανάγκες της οικογένειας θεωρείται ότι καλύπτονται αν η επιφάνεια της ιδιόκτητης οικίας ή διαμερίσματος (ή του μελλοντικού κτίσματος επί οικοπέδου) είναι: α) για ένα άτομο 35 τ.μ., και β) για τους συζύγους 70 τ.μ. .Η επιφάνεια αυτή προσαυξάνεται α) κατά 15 τ.μ. για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα τους και β) κατά 25 τ.μ. για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα τους.
Για τους δήμους ή τις κοινότητες που προήλθαν μετά την εκούσια ή ακούσια συνένωση με βάση τις διατάξεις του ν.2539/1997 ,1622/1986 και 1416/1984 αναφερόμαστε πιο κάτω στην ανάλυση των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου.
Οι τροποποιήσεις που επήλθαν με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου, πέρα από την αναπροσαρμογή των απαλλασσομένων ποσών, αφορούν τα ακόλουθα:
α) αυξάνεται το εμβαδόν της οικίας ή του διαμερίσματος που θεωρείται ότι καλύπτει τις στεγαστικές ανάγκες της οικογενείας που έχει περισσότερα από δύο ανήλικα τέκνα, όπως προαναφέρθηκε, για την ενίσχυση της πολύτεκνης οικογένειας,
β) δεν λαμβάνονται πλέον υπόψη, για τον έλεγχο ή μη της κάλυψης των στεγαστικών αναγκών της οικογένειας του κληρονόμου καθώς και για την παροχή πρόσθετου απαλλασσόμενου ποσού σε αυτόν, τα σπουδάζοντα ενήλικα άγαμα τέκνα μέχρι 25 ετών, όπως ίσχυε μέχρι τώρα, δεδομένου ότι τα τέκνα μετά την ενηλικίωσή τους, σπουδάζοντα και μη, επιδιώκουν την ανεξαρτοποίησή τους από την οικογένεια,
γ) καταργείται η προϋπόθεση της μη κυριότητας, επικαρπίας ή οίκησης επί ακινήτου που βρίσκεται σε τουριστική περιοχή, δεδομένου ότι η διάταξη η οποία αναφερόταν στους τουριστικούς τόπους, ως αρνητική προϋπόθεση παροχής της απαλλαγής προκαλούσε δυσμενείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη των τουριστικών τόπων.
δ) μειώνεται ο πληθυσμός των δήμων και κοινοτήτων, στις οποίες εξετάζεται αν υπάρχουν ακίνητα που πληρούν τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειας του υπόχρεου σε φόρο από 5.000 σε 3.000 κατοίκους.
Συνεπώς, κατά τον έλεγχο της κάλυψης ή μη των στεγαστικών αναγκών, δεν θα λαμβάνονται υπόψη τα ακίνητα που βρίσκονται σε δήμο ή κοινότητα με πληθυσμό μικρότερο των 3.000 κατοίκων ανεξάρτητα αν η περιοχή είναι τουριστική ή μη. Αντίθετα, θα λαμβάνονται υπόψη τα ακίνητα (κατοικία - διαμέρισμα - γήπεδο) που βρίσκονται σε περιοχή με πληθυσμό πάνω από 3000 κατοίκους.
Η διάταξη της παραγράφου αυτής ισχύει από τη δημοσίευση του ν.2892/2001 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή καταλαμβάνει υποθέσεις φόρου κληρονομιών, για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε από 9/3/2001 (άρθρο 19 ν.2892/2001).
Παράγραφος 2
Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής τροποποιείται η παράγραφος 3 του άρθρου 17 του ν.1591/1986 και ορίζεται ότι η απαλλαγή από το φόρο για την αιτία θανάτου κτήση πρώτης κατοικίας παρέχεται μόνο μία φορά. Δεν παρέχεται απαλλαγή, αν ο κληρονόμος έχει ήδη απαλλαγεί από το φόρο μεταβίβασης ακινήτων ή από το φόρο γονικής παροχής, για την απόκτηση πρώτης κατοικίας, με κάποια από αυτές τις αιτίες.
Κατά τη θέσπιση της τροποποιούμενης διάταξης δεν ίσχυε ο θεσμός της απαλλαγής από το φόρο για την αιτία γονικής παροχής κτήση πρώτης κατοικίας. Ομως, από τη θέσπιση της απαλλαγής της κτήσης πρώτης κατοικίας από το φόρο γονικής παροχής, εάν ο κληρονόμος είχε απαλλαγεί από το φόρο γονικής παροχής, δεν μπορούσε να πάρει για δεύτερη φορά απαλλαγή από το φόρο για την απόκτηση πρώτης κατοικίας αιτία θανάτου. Συνεπώς, η τροποποίηση που επέρχεται με την κοινοποιούμενη διάταξη είναι διαδικαστικού χαρακτήρα.
Παράγραφος 3
Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής τροποποιείται το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 17 του ν.1591/1986, όσον αφορά την καταβολή του φόρου κληρονομιάς που αναλογεί επιμεριστικά στην αξία του ακινήτου, για το οποίο ο κληρονόμος απαλλάχθηκε από το φόρο, γιατί αυτό ήταν η πρώτη του κατοικία , το οποίο όμως μεταβιβάζεται από αυτόν πριν από την πάροδο της πενταετίας από την απόκτησή του (δηλαδή τη γένεση της φορολογικής ενοχής).
Η τροποποίηση αυτή κρίθηκε απαραίτητη, δεδομένου ότι στην πράξη παρατηρήθηκε το φαινόμενο το αναγραφόμενο στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο τίμημα να είναι μεγαλύτερο από την αξία των ακινήτων, με αποτέλεσμα ο φόρος μεταβίβασης και ο φόρος κληρονομιάς να επιβάλλονται επί διαφορετικής αξίας ή ο φόρος που αναλογεί στην αξία του ακινήτου κατά το χρόνο της απαλλαγής να είναι μεγαλύτερος από εκείνον που αναλογεί στην αξία αυτού κατά το χρόνο μεταβίβασης.
Ειδικότερα, με τη διάταξη της παραγράφου αυτής ορίζεται ότι στην περίπτωση απαλλαγής από το φόρο κληρονομιάς για την απόκτηση πρώτης κατοικίας, αν η οικία ή το διαμέρισμα που αποτελεί το αντικείμενο της απαλλαγής, μεταβιβασθεί ή συσταθεί σε αυτά οποιοδήποτε εμπράγματο δικαίωμα -εκτός από υποθήκη-ο κληρονόμος έχει υποχρέωση, πριν από τη μεταβίβαση ή τη σύσταση του εμπράγματου δικαιώματος να υποβάλει δήλωση φόρου κληρονομιάς και να καταβάλει, εφάπαξ, ολόκληρο το ποσό του φόρου που επιμεριστικά αναλογεί στην αξία του κληρονομηθέντος ακινήτου, κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Εάν το δηλούμενο τίμημα της μεταβίβασης είναι μεγαλύτερο από την αξία του ακινήτου κατά το χρόνο της μεταβίβασης, o φόρος επιβάλλεται στο δηλούμενο τίμημα της μεταβίβασης. Σε κάθε όμως περίπτωση, ο φόρος που αναλογεί στην αξία του ακινήτου κατά το χρόνο της αιτία θανάτου κτήσης και της χορήγησης της απαλλαγής δεν μπορεί να είναι μικρότερος από εκείνον που αναλογεί κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί σε περίπτωση μείωσης της αξίας του ακινήτου, είτε της αντικειμενικής είτε της αγοραίας, λόγω μεταβολής των συντελεστών προσδιορισμού αξίας ή των προσδιοριστικών στοιχείων του ακινήτου (π.χ. παλαιότητα, ζημιές από σεισμό κ.λ.π.)
Παράγραφος 4
Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής αναπροσαρμόζονται τα απαλλασσόμενα ποσά που ισχύουν κατά την απόκτηση πρώτης κατοικίας με γονική παροχή. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι προϋποθέσεις απαλλαγής της πρώτης κατοικίας, όπως τροποποιήθηκαν και αναλύθηκαν πιο πάνω στην παράγραφο 1.
Ειδικότερα ορίζεται ότι κατά την απόκτηση πρώτης κατοικίας (οικίας, διαμερίσματος ή οικοπέδου εξολοκλήρου και κατά πλήρη κυριότητα) αιτία γονικής παροχής δεν υπόκειται σε φόρο (απαλλάσσεται) ποσό 2.400.000 δρχ.. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά 1.700.000 δρχ. για το σύζυγο και καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα του δικαιούχου και κατά 2.500.000 δρχ. για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα αυτού. Αν ο δικαιούχος της γονικής παροχής παρουσιάζει αναπηρία σε ποσοστό από 67% και πάνω, το απαλλασσόμενο ποσό κατά την απόκτηση πρώτης κατοικίας ανέρχεται στο μισό της φορολογητέας αξίας του ακινήτου και κατ ανώτατο όριο μέχρι το ποσό των 24.000.000 δρχ.
Τα πιο πάνω απαλλασσόμενα ποσά, ισχύουν και παρέχονται στους δικαιούχους για τις υποθέσεις φορολογίας γονικής παροχής στις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε από 9/3/2001.
Παράγραφος 5
Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής αναπροσαρμόζονται τα ποσά των κλιμακίων των φορολογικών κλιμάκων υπολογισμού του φόρου κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών και των τεσσάρων κατηγοριών, τόσο ως προς τα αφορολόγητα ποσά όσο και ως προς τα φορολογικά κλιμάκια.
Οι προηγούμενες κλίμακες είχαν θεσπιστεί με το άρθρο 14 του ν.2579/1998 και ίσχυσαν από 1-1-1998. Με τις νέες κλίμακες το αφορολόγητο ποσό της Α κατηγορίας αναπροσαρμόζεται από 5.175.000 σε 6.500.000 δρχ., της Β κατηγορίας από 3.795.000 σε 5.000.000 δρχ., της Γ κατηγορίας από 1.725.000 σε 2.100.000 δρχ. και της Δ κατηγορίας από 1.035.000 σε 1.200.000 δρχ. Εξάλλου, στην περίπτωση απόκτησης περιουσίας αιτία θανάτου από ανήλικα τέκνα του κληρονομούμενου, ο φόρος που αναλογεί στη μέχρι 12.000.000 δρχ. αξία κληρονομικής μερίδας μειώνεται κατά 60% και ο φόρος που αναλογεί σε αξία κληρονομικής μερίδας από 12.000.001 μέχρι 47.000.00 δρχ. μειώνεται κατά 30%.
Στην περίπτωση απόκτησης περιουσίας αιτία θανάτου, δωρεάς ή γονικής παροχής από δικαιούχο που έχει αναπηρία σε ποσοστό από 67% και πάνω, ο φόρος που αναλογεί στη μέχρι 47.000.000 δρχ. αξία μεταβιβαζόμενης περιουσίας (κληρονομικής μερίδας, δωρεάς ή γονικής παροχής) μειώνεται κατά 60%.
Τα πιο πάνω αφορολόγητα ποσά, οι φορολογικές κλίμακες και οι μειώσεις του φόρου ισχύουν σε υποθέσεις φορολογίας κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε από 9/3/2001 και μεταγενέστερα. Σημειώνεται ότι για τις πιο πάνω υποθέσεις στις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε από 5/3/2001 μέχρι και 8/3/2001,για τα ακίνητα που βρίσκονται σε περιοχές, όπου ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας και στις οποίες οι αξίες αναπροσαρμόστηκαν από την ημερομηνία αυτή, θα ληφθούν υπόψη για την επιβολή του φόρου οι νέες αντικειμενικές αξίες και τα παλαιά αφορολόγητα ποσά και φορολογικές κλίμακες.
Παράγραφος 6
Με την υφιστάμενη νομοθεσία υπάρχει ευνοϊκή αντιμετώπιση των περιουσιακών παροχών των γονέων προς τα τέκνα τους, που γίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1509 ΑΚ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις προϊσχύσασες διατάξεις, μέχρι το ποσό των 23.000.000 δρχ. οι γονικές παροχές από κάθε γονέα υπόκεινται στο μισό του φόρου δωρεών. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται σε 34.500.000 δρχ. αν έχει αποβιώσει ο ένας από τους δύο γονείς.
Hδη, με τη διάταξη της παραγράφου αυτής τα πιο πάνω όρια της γονικής παροχής, μέχρι του οποίου αυτές υπόκεινται στο μισό του φόρου δωρεών, αναπροσαρμόζονται από 9/3/2001 σε 28.000.000 και 42.000.000 δρχ., αντίστοιχα.
Για τον υπολογισμό των ορίων της γονικής παροχής συνυπολογίζονται οι προγενέστερες δωρεές και γονικές παροχές του ίδιου γονέα προς το ίδιο τέκνο που έχουν υπαχθεί σε φόρο όχι όμως και τα απαλλασσόμενα ποσά. Διευκρινίζεται ότι απαλλασσόμενα ποσά δεν θεωρούνται τα ποσά του πρώτου κλιμακίου της φορολογικής κλίμακας της κάθε κατηγορίας, για τα οποία ο φορολογικός συντελεστής είναι 0% και συνεπώς δεν προκύπτει φόρος (αφορολόγητα και όχι απαλλασσόμενα). Απαλλασσόμενα ποσά είναι π.χ. εκείνα που προαναφέρθηκαν στις παραγράφους 1 και 4 αυτού του άρθρου του κοινοποιούμενου νόμου.
Για την κατανόηση αυτού σας παραθέτουμε τα ακόλουθα παραδείγματα:
Παράδειγμα 1ο
Ο Α το 1999 συνέστησε στο γιο του Β γονική παροχή, ως πρώτη κατοικία, επί ενός διαμερίσματος αντικειμενικής αξίας 15.000.000 δρχ. Ο Β ήταν έγγαμος, με ένα προστατευόμενο παιδί. (ξριο γονικής παροχής 23.000.000 και απαλλασσόμενα ποσά πρώτης κατοικίας 1.955.000 προσαυξανόμενα κατά 1.380.000).
Υπολογισμός φόρου το 1999
(κλίμακες και απαλλασσόμενα ποσά ν.2579/98)
15.000.000 - (1.955.000 για το δικαιούχο + 1.380.000 για τη σύζυγο + 1.380.000 για το παιδί=)
15.000.000 - 4.715.000 = 10.285.000 (Φορολογητέα αξία)
σε αξία 5.175.000 φόρος -----
σε αξία 5.110.000 Χ 5% φόρος 255.500
σε σύνολο αξίας 10.285.000 φ.γ.π. 255.500 : 2 = 127.500
Αρα το 1999 ο φόρος γονικής παροχής ήταν 127.750 δρχ.
Τον Απρίλιο του 2001 ο Α συνιστά νέα γονική παροχή στο γιο του Β σε οικόπεδο, αντικειμενικής αξίας 10.000.000 δρχ. (Οριο γονικής παροχής 28.000.000)
Υπολογισμός φόρου το 2001
(κλίμακες και απαλλασσόμενα ποσά ν.2892/01)
10.000.000 + 10.285.000 (Αξία προγενέστερης γονικής παροχής που είχε υπαχθεί σε φόρο )=
20.285.000 (Φορολογητέα αξία).
σε αξία 18.000.000 φόρος 575.000
σε αξία 2.285.000 Χ 15% φόρος 342.750
σε σύνολο αξίας 20.285.000 φ.γ.π. 917.750 : 2 = 458.875
Συνεπώς, οφειλόμενος φόρος για τη νέα γονική παροχή = 458.875 - 127.750 (Φόρος αρχικής γον. παροχής) = 331.125 δρχ.
Παράδειγμα 2ο
Ο Α το 1999 συνέστησε στο γιο του Β, που είχε αναπηρία άνω του 67%, γονική παροχή, ως πρώτη κατοικία, επί μιας οικίας αντικειμενικής αξίας 40.000.000 δρχ. (ξριο γονικής παροχής 23.000.000 και απαλλασσόμενο ποσό πρώτης κατοικίας λόγω αναπηρίας 19.550.000)
Υπολογισμός φόρου το 1999
(κλίμακες και απαλλασσόμενα ποσά ν.2579/98)
Ο δικαιούχος έχει απαλλαγή για το 1/2 της φορολογητέας αξίας του ακινήτου δηλαδή 40.000.000 δρχ. Χ 1/2 = 20.000.000 δρχ.
Η απαλλαγή όμως δεν μπορεί να υπερβεί τα 19.550.000 δρχ. σύμφωνα με τα απαλλασσόμενα όρια του 1998.
Αρα η φορολογητέα αξία είναι 40.000.000 - 19.550.000 =20.450.000 δρχ.
σε αξία 15.000.000 φόρος 491.250
σε αξία 5.450.000 Χ 15% φόρος 817.500
σε σύνολο αξίας 20.450.000 φ.γ.π. 1.308.750 : 2 = 654.375 δρχ. Φόρος γονικής παροχής.
Τον Απρίλιο του 2001 ο Α συνιστά νέα γονική παροχή στο γιο του Β επί ενός οικοπέδου αντικειμενικής αξίας 10.000.000 δρχ. ( ξριο γονικής παροχής 28.000.000)
Υπολογισμός φόρου το 2001
(κλίμακες και απαλλασσόμενα ποσά ν.2892/01)
10.000.000 δρχ. + 20.450.000 δρχ. (Αξία προγενέστερης γονικής παροχής που είχε υπαχθεί σε φόρο) = 30.450.000 δρχ. (Αξία που θα φορολογηθεί). Από την αξία αυτή το ποσό των 28.000.000 θα υπαχθεί σε φόρο γονικής παροχής και το επιπλέον σε φόρο δωρεάς.
σε αξία 18.000.000 φόρος 575.000
σε αξία 10.000.000 Χ 15% φόρος 1.500.000
σε σύνολο αξίας 28.000.000 φ.γ.π. 2.075.000 :2 = 1.037.500 δρχ.
σε αξία 2.450.000 Χ 15% φόρος 367.500
Οφειλόμενος φόρος σε αξία 30.000.000 = 1.037.500 +367.500 = 1.405.000
Αρα οφειλόμενος φόρος νέας γονικής παροχής = 1.405.000 -654.375 (Φόρος αρχικής γονικής παροχής) = 750.625 δρχ.
Παράδειγμα 3ο
Ο Α το 1999 συνέστησε στο γιο του Β αγρότη κατά κύριο επάγγελμα γονική παροχή 30 στρεμμάτων γεωργικής έκτασης στρεμματικής αξίας 1.000.000 δρχ. Ο Β έτυχε αγροτικής απαλλαγής από το φόρο γονικής παροχής βάσει του άρθρου 35 παρ.2 του ν.2065/92, σύμφωνα με το οποίο δεν φορολογήθηκε το μέχρι 1.000.000 δρχ. τμήμα της αγοραίας αξίας κάθε στρέμματος. Συνεπώς ο Β έτυχε απαλλαγής για το σύνολο της αξίας των 30 στρεμμάτων της μεταβιβαζόμενης γεωργικής έκτασης, δηλαδή για αξία 30.000.000 δρχ.
Ο Α τον Ιούνιο του 2001 συνιστά νέα γονική παροχή στο γιο του Β επί μιας οικίας αντικειμενικής αξίας 30.000.000 δρχ. ( ξριο γονικής παροχής 28.000.000)
Υπολογισμός φόρου το 2001
(κλίμακες ν.2892/2001)
Η αξία που θα υπαχθεί σε φόρο είναι 30.000.000 δρχ. (Δεν συνυπολογίζεται η προγενέστερη γονική παροχή της γεωργικής έκτασης του 1999 γιατί έτυχε απαλλαγής για όλη την αξία της). Από την αξία αυτή το ποσό των 28.000.000 θα υπαχθεί σε φόρο γονικής παροχής και το επιπλέον σε φόρο δωρεάς.
σε αξία 18.000.000 φόρος 575.000
σε αξία 10.000.000 Χ 15% φόρος 1.500.000
σε σύνολο αξίας 28.000.000 φ.γ.π. 2.075.000 :2 = 1.037.500 δρχ.
σε αξία 2.000.000 Χ 15% φόρος 300.000
Αρα συνολικά οφειλόμενος φόρος γονικής παροχής και δωρεάς σε αξία 30.000.000 = 1.037.500 + 300.000 = 1.337.500.
Παράγραφος 7
Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής ορίζεται ότι στην αιτία θανάτου κτήση συνυπολογίζονται, εκτός από τις δωρεές εν ζωή και οι δωρεές αιτία θανάτου, γονικές παροχές και προίκες του κληρονομούμενου προς τον κληρονόμο, εφόσον γι` αυτές η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε σε χρόνο που το δικαίωμα του δημοσίου δεν είναι παραγεγραμμένο και μάλιστα για το ποσό που αυτές είχαν υπαχθεί σε φόρο και όχι τα απαλλασσόμενα ποσά. Δηλαδή κατά το συνυπολογισμό των προγενέστερων δωρεών, γονικών παροχών και προικών στην αιτία θανάτου κτήση λαμβάνεται υπόψη η αξία των προγενέστερων κτήσεων μετά από την αφαίρεση των απαλλασσόμενων ποσών (π.χ. απαλλασσόμενα γεωργοκτηνοτροφικών εκτάσεων, πρώτης κατοικίας κλπ.). Διευκρινίζεται ότι απαλλασσόμενα ποσά δεν θεωρούνται τα ποσά του πρώτου κλιμακίου της φορολογικής κλίμακας της κάθε κατηγορίας, για τα οποία ο φορολογικός συντελεστής είναι 0% και συνεπώς δεν προκύπτει φόρος (αφορολόγητα και όχι απαλλασσόμενα).
Παραγεγραμμένο θεωρείται το δικαίωμα του δημοσίου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 102 του ν.δ 118/73, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 14 ν. 2892/01 (βλ. κατωτέρω) και ισχύει, εφόσον η φορολογική ενοχή γεννήθηκε μέχρι και 31/12/1984.
Η διάταξη αυτή είναι διαδικαστικού χαρακτήρα και τροποποιεί το άρθρο 4 του ν.δ.118/1973, προκειμένου να αποφεύγονται οι τυχόν παρερμηνείες κατά την εφαρμογή του θεσμού του συνυπολογισμού τόσο όσον αφορά τις κτήσεις οι οποίες συνυπολογίζονται όσο και τα συνυπολογιστέα ποσά.
Σχετική με το θέμα του συνυπολογισμού είναι η εγκύκλιός μας 1100903/692/Α0013 ΠΟΛ. 1268 από 7/11/2000, που αφορά τον τρόπο υπολογισμού του φόρου κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών σε περίπτωση συνυπολογισμού σ` αυτές προγενέστερων δωρεών, γονικών παροχών και προικών.
Παράγραφος 8
Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής τροποποιήθηκε η παράγραφος 2 του άρθρου 9 του ν.δ.118/1973, η οποία είχε προστεθεί με την παράγραφο 7 του άρθρου 7 του ν.1160/1981 και ίσχυε για υποθέσεις φορολογίας κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε από 5/6/1981.
Με την τροποποιούμενη διάταξη οριζόταν ότι κατά την απόκτηση ακινήτων ή κινητών (με εξαίρεση χρηματικά ποσά, καταθέσεις, απαιτήσεις και παροχές), σε περίπτωση υποβολής της οικείας δήλωσης φόρου κληρονομιάς (εμπρόθεσμης ή εκπρόθεσμης) μετά την πάροδο τριετίας από το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης, για τον υπολογισμό του φόρου λαμβάνεται υπόψη η αξία των περιουσιακών στοιχείων κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης, εφόσον αυτή είναι μεγαλύτερη εκείνης του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης.
Αντίστοιχα με την τροποποιούμενη διάταξη οριζόταν ότι στην περίπτωση έκδοσης πράξης επιβολής του οικείου φόρου από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ., μετά την πάροδο τριετίας από το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης και πριν την υποβολή της δήλωσης από τον υπόχρεο σε φόρο, για τον υπολογισμό του φόρου λαμβάνεται υπόψη η αξία των περιουσιακών στοιχείων κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης, εφόσον αυτή είναι μεγαλύτερη εκείνης του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης.
Και στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις, για τον υπολογισμό του φόρου λαμβάνονταν υπόψη οι φορολογικές κλίμακες του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης (χρόνου θανάτου), δεδομένου ότι με την εφαρμογή της διάταξης αυτής δεν μετατίθεται ο χρόνος αυτός (γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης), και επιβάλλονταν τα πρόστιμα και οι πρόσθετοι φόροι που προβλέπονται από την ισχύουσα κάθε φορά νομοθεσία (εκπροθέσμου, παράλειψης υποβολής δήλωσης κ.λ.π.).
Με τη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 1 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι σε περίπτωση απόκτησης αιτία θανάτου ακινήτων ή κινητών περιουσιακών στοιχείων (με εξαίρεση χρηματικά ποσά, καταθέσεις, απαιτήσεις και παροχές για τα οποία ισχύει ο νομιναλιστικός κανόνας "δραχμή ίσον δραχμή"), αν η οικεία φορολογική δήλωση υποβληθεί μετά την πάροδο τριετίας από το χρόνο γένεσης της φορολογικής ενοχής και άσχετα αν αυτή υποβάλλεται εκπρόθεσμα ή εμπρόθεσμα (π.χ. σε περίπτωση υποβολής δήλωσης μετά από δημοσίευση διαθήκης), για τον υπολογισμό του φόρου θα ληφθεί υπόψη η αξία των περιουσιακών στοιχείων και οι φορολογικές κλίμακες (αφορολόγητα ποσά, φορολογικοί συντελεστές, απαλλαγές, εκπτώσεις και μειώσεις του φόρου) που ισχύουν κατά το χρόνο υποβολής της φορολογικής δήλωσης. Αντίστοιχα, για τα προαναφερθέντα περιουσιακά στοιχεία, αν δεν έχει υποβληθεί η οικεία δήλωση από τον υπόχρεο σε φόρο και εκδοθεί από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. πράξη επιβολής φόρου μετά την πάροδο τριετίας από το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης, για τον υπολογισμό του φόρου θα ληφθεί υπόψη η αξία των περιουσιακών στοιχείων και οι φορολογικές κλίμακες (αφορολόγητα ποσά , φορολογικοί συντελεστές, απαλλαγές, εκπτώσεις και μειώσεις του φόρου) που ισχύουν κατά το χρόνο έκδοσης της οικείας πράξης επιβολής φόρου. Η ρύθμιση αυτή κρίθηκε σκόπιμη στα πλαίσια ορθολογικότερης συγκρότησης των φορολογικών διατάξεων της φορολογίας κεφαλαίου.
Με την παρούσα διάταξη δεν παρέχεται απαλλαγή από τις κυρώσεις για την τυχόν εκπρόθεσμη υποβολή της οικείας δήλωσης, ούτε μετατίθεται ο χρόνος γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης. Απλά λαμβάνονται υπόψη οι αξίες και οι φορολογικές κλίμακες του χρόνου υποβολής της δήλωσης ή έκδοσης της πράξης. Συνεπώς, για την επιβολή των νομίμων κυρώσεων (πρόσθετου φόρου και προστίμου) θα εφαρμοστούν οι διατάξεις νόμου που ισχύουν κατά το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης π.χ. χρόνος θανάτου το 1995 και χρόνος έκδοσης της πράξης επιβολής φόρου το 2001: θα ληφθούν υπόψη οι αξίες, οι φορολογικές κλίμακες και τα απαλλασσόμενα ποσά του έτους 2001, οι πρόσθετοι φόροι του άρθρου 75 του ν.δ.118/1973 και τα πρόστιμα του ν.820/1978, όπως ίσχυαν κατά το έτος 1995.
Συνεπώς, η τροποποίηση που επέρχεται με την παρούσα διάταξη αφορά αφενός τις φορολογικές κλίμακες και αφετέρου τις αξίες των περιουσιακών στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του φόρου. Δεν εξετάζεται δηλαδή το γεγονός αν με βάση τις αξίες ή τις φορολογικές κλίμακες του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης ο φόρος που αναλογεί είναι μεγαλύτερος από αυτόν που τελικά οφείλεται σήμερα με βάση τη νέα διάταξη.
Τα προαναφερθέντα εφαρμόζονται ανάλογα και στη φορολογία δωρεών και γονικών παροχών στις υποθέσεις στις οποίες η φορολογική δήλωση υποβάλλεται (μετά την πάροδο τριετίας από το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης) ή η οικεία πράξη επιβολής φόρου εκδίδεται από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. (μετά την πάροδο τριετίας από το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης) μετά την 9/3/2001. (Εξαίρεση από τη διάταξη περί ενάρξεως ισχύος της ρύθμισης προβλέπεται μόνο κατά την εφαρμογή της παραγράφου 17 του άρθρου 1 του ν.2892/2001 δηλαδή κατά την περαίωση εκκρεμών υποθέσεων, όπως αναλύεται πιο κάτω στην κοινοποιούμενη παράγραφο 17).
Τονίζεται ιδιαίτερα ότι τα προαναφερόμενα ισχύουν μόνο στην περίπτωση εκπρόθεσμης δήλωσης ή παράλειψης δήλωσης κάποιου ή κάποιων περιουσιακών στοιχείων και όχι στην περίπτωση που κάποιο περιουσιακό στοιχείο έχει ήδη δηλωθεί αλλά έχει δηλωθεί ανακριβώς και συνεπεία αυτού του λόγου υποβάλλεται συμπληρωματική δήλωση (στην τελευταία αυτή περίπτωση θα εφαρμοσθεί η διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 14 του ν.2579/1998).
Συγκεκριμένα:
Αν δεν έχει υποβληθεί καθόλου δήλωση ή αν έχει υποβληθεί δήλωση και έχει παραλειφθεί κάποιο περιουσιακό στοιχείο και η δήλωση υποβάλλεται μετά την πάροδο τριετίας ή εκδίδεται πράξη μετά την πάροδο τριετίας και μετά την 9/3/2001 θα ληφθούν υπόψη οι αξίες και οι φορολογικοί συντελεστές του χρόνου υποβολής της δήλωσης ή έκδοσης της πράξης με επιβολή προσθέτου φόρου εκπρόθεσμης δήλωσης ή παράλειψης δήλωσης αντίστοιχα.
Παράδειγμα: Για θάνατο του 1989 υποβλήθηκε δήλωση το 1995 και δηλώθηκε ένα αγροτεμάχιο (υπολογισμός αξίας κατά το 1995 και φορολογικοί συντελεστές του 1989). Το έτος 2001 εκδίδεται πράξη από τη Δ.Ο.Υ. αφενός για το δηλωθέν ακίνητο και αφετέρου για άλλο μη δηλωθέν ακίνητο. Οσον αφορά το δηλωθέν ακίνητο, θα ληφθεί υπόψη η αξία του 1995, εφόσον αυτή είναι μεγαλύτερη εκείνης του χρόνου θανάτου, και οι φορολογικές κλίμακες του 1989, ενώ όσον αφορά το αδήλωτο ακίνητο, θα ληφθούν υπόψη αξίες και κλίμακες του 2001. Αν στην πιο πάνω υπόθεση ο κληρονόμος ζητήσει να υπαχθεί στη ρύθμιση του ν.2892/2001 πριν την κοινοποίηση της πράξης, για μεν το δηλωθέν ακίνητο θα υπολογισθεί η αντικειμενική αξία του έτους 1999 (πρώτης εφαρμογής του αντικειμενικού συστήματος) με το έντυπο Α.Α.-ΓΗΣ μειωμένη κατά 3% για κάθε προηγούμενο έτος μέχρι το 1995 (χρόνο υποβολής της αρχικής δήλωσης), δηλαδή μειωμένη κατά 12%, και ο φόρος με φορολογικούς συντελεστές του έτους 1989, για δε το αδήλωτο ακίνητο θα υπολογισθεί η αξία του έτους 2001 και ο φόρος με φορολογικούς συντελεστές του έτους 2001.
Αν έχει δηλωθεί κάποιο περιουσιακό στοιχείο ανακριβώς ως προς την έκταση διακρίνουμε τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) αν το ακίνητο βρίσκεται σε περιοχή όπου σήμερα ισχύει το αντικειμενικό σύστημα και δεν ίσχυε κατά το χρόνο υποβολής της αρχικής δήλωσης και η υπόθεση έχει οριστικά περαιωθεί, θα υποβληθεί συμπληρωματική δήλωση ως προς την έκταση με την αξία του χρόνου υποβολής της συμπληρωματικής δήλωσης, φορολογικούς συντελεστές του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης (χρόνου θανάτου) και πρόσθετο φόρο εκπροθέσμου, (άρθρο 72 παρ. 4 του ν.δ.118/1973, όπως προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 7 του ν.2579/1997),
β) αν το ακίνητο βρίσκεται σε περιοχή όπου σήμερα ισχύει το αντικειμενικό σύστημα και δεν ίσχυε κατά το χρόνο υποβολής της αρχικής δήλωσης και η υπόθεση δεν έχει οριστικά περαιωθεί, θα υποβληθεί συμπληρωματική δήλωση ως προς την έκταση με την αξία του χρόνου υποβολής της αρχικής δήλωσης, φορολογικούς συντελεστές του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης (χρόνου θανάτου) και πρόσθετο φόρο εκπροθέσμου,
γ) αν το ακίνητο βρίσκεται σε περιοχή όπου δεν ισχύει σήμερα το αντικειμενικό σύστημα και η υπόθεση έχει οριστικά περαιωθεί, θα υποβληθεί συμπληρωματική δήλωση ως προς την έκταση με την αξία του χρόνου υποβολής της συμπληρωματικής δήλωσης, φορολογικούς συντελεστές του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης (χρόνου θανάτου) και πρόσθετο φόρο εκπροθέσμου, (άρθρο 72 παρ. 4 του ν.δ.118/1973, όπως προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 7 του ν.2579/1997),
δ) αν το ακίνητο βρίσκεται σε περιοχή όπου δεν ισχύει σήμερα το αντικειμενικό σύστημα και η υπόθεση δεν έχει οριστικά περαιωθεί, θα υποβληθεί συμπληρωματική δήλωση ως προς την έκταση με την αξία του χρόνου υποβολής της αρχικής δήλωσης, φορολογικούς συντελεστές του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης (χρόνου θανάτου) και πρόσθετο φόρου εκπροθέσμου.
Τα προαναφερθέντα ισχύουν και στις περιπτώσεις υποβολής συμπληρωματικών δηλώσεων φορολογίας δωρεών και γονικών παροχών ως προς την έκταση δηλωθέντων ακινήτων.
Ειδικά στη φορολογία δωρεών και γονικών παροχών ο υπόχρεος σε φόρο ή οι ειδικοί ή καθολικοί διάδοχοι αυτών (σε περίπτωση θανάτου των υπόχρεων) έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν μεταξύ της υποβολής συμπληρωματικής δήλωσης ως προς την έκταση δηλωθέντος ακινήτου ή της σύνταξης διορθωτικού συμβολαίου. Στην τελευταία περίπτωση (σύνταξης διορθωτικού συμβολαίου για την επιπλέον έκταση) η φορολογική υποχρέωση γεννιέται κατά το χρόνο σύνταξης του διορθωτικού συμβολαίου (αξίες, φορολογικές κλίμακες, μη επιβολή προσθέτου φόρου) σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφο 6 του ν.2579/1998 και το άρθρο 19 παράγραφο 2 του ν.2459 /1997.
Παραδείγματα υπολογισμού του φόρου στις πιο πάνω περιπτώσεις έχουν περιληφθεί στην εγκύκλιό μας 1100903/692/Α 0013/ΠΟΛ.1268 από 7/11/2000.
Παράγραφος 9
Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής ορίζεται ότι στην κτήση αιτία δωρεάς συνυπολογίζονται, εκτός από τις δωρεές εν ζωή, και οι δωρεές αιτία θανάτου, γονικές παροχές και προίκες του δωρητή προς το δωρεοδόχο, εφόσον γι` αυτές η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε σε χρόνο που το δικαίωμα του δημοσίου δεν είναι παραγεγραμμένο και μάλιστα για το ποσό που αυτές είχαν υπαχθεί σε φόρο και όχι τα απαλλασσόμενα ποσά.
Επίσης ορίζεται ότι, σε περίπτωση μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης των δωρεών, συνυπολογίζεται και η τυχόν κληρονομιά που έχει περιέλθει προς το δωρεοδόχο.
Η διάταξη αυτή είναι διαδικαστικού χαρακτήρα και τροποποιεί το άρθρο 36 του ν.δ.118/1973,, προκειμένου να αποφεύγονται οι τυχόν παρερμηνείες κατά την εφαρμογή του θεσμού του συνυπολογισμού, κατά τα προεκτεθέντα στην παράγραφο 7.
Παράγραφος 10
Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής ορίζεται ότι στην κτήση αιτία προίκας συνυπολογίζονται, εκτός από τις δωρεές εν ζωή, και οι δωρεές αιτία θανάτου, γονικές παροχές και προίκες του κληρονομούμενου προς τον κληρονόμο, εφόσον γι` αυτές η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε σε χρόνο που το δικαίωμα του δημοσίου δεν είναι παραγεγραμμένο και μάλιστα για το ποσό που αυτές είχαν υπαχθεί σε φόρο και όχι τα απαλλασσόμενα ποσά. Επίσης ορίζεται ότι, σε περίπτωση μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης των προικών, συνυπολογίζεται και η τυχόν κληρονομιά που έχει περιέλθει προς την προικιζόμενη από τον προικοδότη. Η διάταξη αυτή είναι διαδικαστικού χαρακτήρα και τροποποιεί το άρθρο 47του ν.δ.118/1973, προκειμένου να αποφεύγονται οι τυχόν παρερμηνείες κατά την εφαρμογή του θεσμού του συνυπολογισμού κατά τα προεκτεθέντα στην παράγραφο 7.
Το άρθρο 47 του ν.δ.118/1973 , όπως αντικαθίσταται με την κοινοποιούμενη παράγραφο 10 του άρθρου 1 του ν.2892/2001, εφαρμόζεται ανάλογα και στη φορολογία γονικών παροχών, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 7 του ν.1473/1984.
Παράγραφος 11
Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην παράγραφο 1 του άρθρου 81 του ν.δ.118/1973, όπως αυτή είχε τροποποιηθεί με την παράγραφο 6 του άρθρου 13 του ν.2753/1999.
Συγκεκριμένα, με την ισχύουσα νομοθεσία ορίζεται ότι ο φόρος κληρονομιών βεβαιώνεται στη Δ.Ο.Υ. την αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος του υπόχρεου σε φόρο. Με την 1019636/233/Α0006/24-2-2000 (ΦΕΚ.225/τ.Β/28-2-2000) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ανακαθορίστηκε από 10/3/2000 η αρμοδιότητα της Δ.Ο.Υ. Κατοίκων Εξωτερικού για όλες τις φορολογίες εκτός από την αρμοδιότητά της για τα θέματα της φορολογίας κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών. Για την αποφυγή αμφισβητήσεων σχετικά με το θέμα της βεβαίωσης των φόρων κληρονομιών και για να είναι σε κάθε στιγμή ευχερής η διαπίστωση του τυχόν οφειλόμενου φόρου (βάσει δήλωσης, άσκησης προσφυγής, συμβιβασμού κ.λ.π.), με την παρούσα διάταξη ορίζεται ότι, αν ο υπόχρεος σε φόρο είναι κάτοικος εξωτερικού, ο οικείος φόρος βεβαιώνεται στη Δ.Ο.Υ. Κατοίκων Εξωτερικού.
Η διάταξη αυτή ισχύει από 10/3/2000, ημερομηνία ισχύος της απόφασης ανακατανομής της αρμοδιότητας της Δ.Ο.Υ. Κατοίκων Εξωτερικού και εφαρμόζεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 90 του ν.δ.118/1973 και στη φορολογία δωρεών, γονικών παροχών και προικών.
Παράγραφος 12
Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε η περίπτωση γ της παραγράφου 1 του άρθρου 82 του ν.δ.118/1973, όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 30 του ν.2648/1998.
Με τη διάταξη που αντικαταστάθηκε οριζόταν ότι ο φόρος που αναλογεί μετά από απόφαση διοικητικού δικαστηρίου καταβάλλεται σε 6 ίσες μηνιαίες δόσεις, καθεμιά από τις οποίες δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 100.000 δρχ. εκτός από την τελευταία. Κατά το χρόνο θέσπισης της διάταξης αυτής δεν ίσχυε ο θεσμός του δικαστικού συμβιβασμού (είχε καταργηθεί με το άρθρο 29 παράγραφο 2 του ν.2648/1998) και κατά συνέπεια δεν είχε προβλεφθεί τρόπος καταβολής του φόρου που προκύπτει μετά από αυτόν.
Με το άρθρο 285 παράγραφο 2 περίπτωση στ του ν.2717/1999 επανήλθε σε ισχύ ο θεσμός του δικαστικού συμβιβασμού και ανέκυψε το θέμα του τρόπου καταβολής του φόρου που προκύπτει μετά από αυτόν. Με την εγκύκλιό μας 1104656/583/Α0013/ΠΟΛ.1229 από 24-11-1999 είχαν δοθεί οδηγίες ότι για την καταβολή του φόρου που προκύπτει μετά από δικαστικό συμβιβασμό ακολουθείται η διάταξη που ισχύει και για την καταβολή του φόρου που προκύπτει μετά από απόφαση διοικητικού δικαστηρίου.
Hδη, με την παρούσα διάταξη ρυθμίζεται και νομοθετικά το θέμα της καταβολής του φόρου που προκύπτει μετά από δικαστικό συμβιβασμό και ορίζεται ότι ο φόρος αυτός καταβάλλεται σε 6 ίσες μηνιαίες δόσεις, καθεμιά από τις οποίες δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 100.000 δρχ. εκτός από την τελευταία.
Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από 17/5/1999, όπως ρητά ορίζεται σ` αυτή.
Παράγραφος 13
Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής τροποποιείται η παράγραφος 2 του άρθρου 82 του ν.δ.118/1973, όσον αφορά το ποσοστό της παρεχόμενης έκπτωσης στην περίπτωση της εφάπαξ εξόφλησης του φόρου κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών. Ειδικότερα, ορίζεται ότι, σε περίπτωση εφάπαξ εξόφλησης της οικείας οφειλής, που προκύπτει μετά από α) δήλωση ή β) πράξη προσδιορισμού φόρου που έγινε οριστική λόγω μη άσκησης ή εκπρόθεσμης άσκησης προσφυγής, ή γ) της οικείας οφειλής που προκύπτει μετά από διοικητική επίλυση της διαφοράς, μέσα στην προθεσμία πληρωμής του 1/5 αυτού, παρέχεται έκπτωση σε ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%).
Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από 9/3/2001 και συνεπώς καταλαμβάνει υποθέσεις για τις οποίες η βεβαίωση γίνεται μετά την ημερομηνία αυτή.
Ως βεβαίωση νοείται η βεβαίωση που πραγματοποιείται από το τμήμα εσόδων της Δ.Ο.Υ., με την καταγραφή της απαίτησης στο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων και την εμφάνισή της ως δημοσίου εσόδου, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Κ Ε ΔΕ (βεβαίωση εν στενή εννοία).
Παράγραφος 14
Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε η παράγραφος 2 του άρθρου 102 του ν.δ.118/1973 και ορίζεται ότι το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή και είσπραξη των φόρων κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών, για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε μέχρι και 31/12/1984 έχει παραγραφεί.
Συνεπώς από 9/3/2001 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού) δεν μπορεί να γίνει από τις Δ.Ο.Υ. οποιαδήποτε ενέργεια επί των υποθέσεων αυτών. Δηλαδή δεν μπορεί να γίνει παραλαβή δήλωσης αρχικής ή συμπληρωματικής - τροποποιητικής - ανακλητικής, δεν μπορεί να δοθεί εντολή για έλεγχο ή να διενεργηθεί έλεγχος ή να κοινοποιηθούν πράξεις επιβολής φόρου, ανεξάρτητα από το πότε εκδόθηκαν οι πράξεις αυτές, ή να γίνει εξώδικη λύση της διαφοράς, ανεξάρτητα από το πότε κοινοποιήθηκαν οι οικείες πράξεις, ή να γίνει βεβαίωση φόρου ή εκκαθάριση και νέα εκκαθάριση φόρου κ.λ.π. Αυτά ισχύουν εφόσον οι υποθέσεις αυτές εκκρεμούν ενώπιον των Δ.Ο.Υ. Βεβαιώσεις φόρων (εν στενή εννοία) καθώς και διαγραφές φόρων (ΑΦΕΚ) επί παραγεγραμμένων υποθέσεων, οι οποίες έχουν ήδη γίνει μέχρι 9/3/2001 και εκκρεμούν στο τμήμα εσόδων της Δ.Ο.Υ., δεν επηρεάζονται από την παρούσα διάταξη και ακολουθείται η σχετική διαδικασία (είσπραξης, επιστροφής κ.λ.π.).
Αν υποθέσεις της προηγούμενης κατηγορίας εκκρεμούν ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (με την άσκηση προσφυγής ή έφεσης), οι υποθέσεις αυτές δεν θεωρείται ότι εμπίπτουν στην πιο πάνω παραγραφή, με βάση τη ρητή συνταγματική επιταγή ότι "κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος" (Σύνταγμα της Ελλάδος άρθρο 8) καθώς και με βάση τη γενική αρχή του αστικού δικαίου ότι η άσκηση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή. Συνεπώς, στις υποθέσεις για τις οποίες έχουν επιληφθεί τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, θα ακολουθηθεί η διαδικασία που προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία (βεβαίωση του 25% λόγω άσκησης προσφυγής, επανάληψη διαδικασίας ή νέα εκκαθάριση του φόρου και βεβαίωση του φόρου μετά από απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου κ.λ.π.).
Για τις υποθέσεις, για τις οποίες έχει παραγραφεί το δικαίωμα του Δημοσίου δεν απαιτείται η προσκόμιση του πιστοποιητικού των άρθρων 105 έως 112 του ν.δ.118/1973. Αντί γι αυτό μπορεί να προσκομίζεται: α) για τις κτήσεις αιτία θανάτου, ληξιαρχική πράξη θανάτου, από την οποία θα προκύπτει ότι ο θάνατος επήλθε μέχρι 31/12/1984, καθώς και υπεύθυνη δήλωση του υπόχρεου κληρονόμου ότι δεν συντρέχει λόγος μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης και β) για τις δωρεές, γονικές παροχές και προίκες, αντίγραφο του μεταβιβαστικού συμβολαίου που συντάχθηκε μέχρι και 31/12/1984 ή βεβαίωση του συμβολαιογράφου που συνέταξε το συμβόλαιο, ότι αυτό συντάχθηκε μέχρι και 31/12/1984 και δεν συντρέχει λόγος μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης.
Σύμφωνα με τα άρθρα 4, 36 και 47 του ν.δ.118/1973, όπως αναλύθηκαν πιο πάνω στις παραγράφους 7,9 και 10 για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών, στις υποθέσεις φορολογίας κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών, για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννιέται από 9/3/2001 δεν λαμβάνονται υπόψη κατά το συνυπολογισμό οι προγενέστερες δωρεές (εν ζωή ή αιτία θανάτου), γονικές παροχές και προίκες, για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε μέχρι και 31/12/1984, αλλά συνυπολογίζονται οι υποθέσεις για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε από 1/1/1985 και μεταγενέστερα.
Με βάση την προϋφιστάμενη νομοθεσία, στις υποθέσεις για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε μέχρι και 23/4/1986, συνυπολογίζονται οι προγενέστερες δωρεές, γονικές παροχές και προίκες, για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση έχει γεννηθεί από 1/1/1955 (άρθρο 65 παρ. 1 του ν.1041/1980). Στις υποθέσεις για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε από 24/4/1986 μέχρι και 2/1/1989, συνυπολογίζονται οι προγενέστερες δωρεές, γονικές παροχές και προίκες, για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση έχει γεννηθεί από 1/1/1963 (άρθρο 20 του ν.1591/1986). Στις υποθέσεις για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε από 3/1/1989 μέχρι και 17/2/1997, συνυπολογίζονται οι προγενέστερες δωρεές, γονικές παροχές και προίκες, για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση έχει γεννηθεί από 1/1/1972 (άρθρο 23 παρ. 9 του ν.1828/1989). Στις υποθέσεις για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε από 18/2/1997 μέχρι και 8/3/2001, συνυπολογίζονται οι προγενέστερες δωρεές, γονικές παροχές και προίκες, για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση έχει γεννηθεί από 1/1/1977 (άρθρο 19 παρ. 3 του ν.2459/1997).
Προς κατανόηση των ανωτέρω, σας παραθέτουμε τις διαδοχικές τροποποιήσεις της οικείας νομοθεσίας περί παραγραφής:
_ ν.1041/1980 παραγραφή μέχρι 31/12/1954 (σε υποθέσεις από 2/4/1980 μέχρι 22/4/1986)
_ ν.1599/1986 παραγραφή μέχρι 31/12/1962 (σε υποθέσεις από 23/4/1986 μέχρι 2/1/1989)
_ ν.1828/1989 παραγραφή μέχρι 31/12/1971 (σε υποθέσεις από 3/1/1989 μέχρι 17/2/1997)
_ ν.2459/1997 παραγραφή μέχρι 31/12/1976 (σε υποθέσεις από 18/2/1997 μέχρι 8/3/2001)
_ ν.2892/2001 παραγραφή μέχρι 31/12/1984 (σε υποθέσεις από 9/3/2001)
Συμπληρωματικά σας υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ.276/2000 "περί εκκαθάρισης αρχείων των Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών" (ΦΕΚ.226 τ. Α/20-10-2000) που σας έχει κοινοποιηθεί με το 1113856/1648/0006Γ από 15-12-2000 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης του Υπουργείου, οι δηλώσεις και τα λοιπά έγγραφα κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών και προικών διατηρούνται στο αρχείο των Δ.Ο.Υ. μέχρι τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο παραγράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου για επιβολή φόρου. Για τη διαδικασία καταστροφής ή εκκαθάρισης των αρχείων των Δ.Ο.Υ. προβλέπουν οι διατάξεις του προαναφερθέντος π.δ.276/2000.
Παράγραφος 15
Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής αντικαθίστανται τα δυο πρώτα εδάφια της παραγράφου 2 του άρθρου 40 του ν.814/1978, όπως ισχύουν μετά την προσθήκη του δεύτερου εδαφίου με την παράγραφο 9 του άρθρου 4 του ν.2538/1997.
Ειδικότερα, ορίζεται ότι στην περίπτωση χορήγησης απαλλαγής από το φόρο κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 40 του ν.814/1978, αν αλλάξει ολικά ή μερικά η χρήση ή εκμισθωθούν οι εκτάσεις, που αποτελούσαν το αντικείμενο της φορολογικής απαλλαγής, ή αν δεν καλλιεργηθούν αυτές για δύο συνεχόμενα έτη, από τον κληρονόμο, δωρεοδόχο ή τέκνο, πριν από την πάροδο της δεκαπενταετούς προθεσμίας, ο δικαιούχος της κτήσης (κληρονόμος, δωρεοδόχος, τέκνο) υποχρεώνεται, μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την αλλαγή της χρήσης ή την εκμίσθωση ή τη λήξη της διετούς προθεσμίας, να υποβάλει δήλωση, με την αξία που έχουν οι εκτάσεις κατά το χρόνο αυτό (της άρσης της απαλλαγής) και να καταβάλει το φόρο που επιμεριστικά αναλογεί σ αυτές. Αν η αξία των εκτάσεων , που έτυχαν της απαλλαγής, κατά το χρόνο άρσης της απαλλαγής (αλλαγής της χρήσης, εκμίσθωσης, λήξης της διετούς προθεσμίας) είναι μικρότερη εκείνης (της αξίας) του χρόνου χορήγησης της απαλλαγής, για την επιβολή του φόρου κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών λαμβάνεται υπόψη η μεγαλύτερη αξία.
Η τροποποίηση της διάταξης έγκειται σ αυτό ακριβώς το σημείο, ότι δηλαδή λαμβάνεται υπόψη η αξία η μεγαλύτερη μεταξύ εκείνης που είχε το ακίνητο κατά το χρόνο που παρασχέθηκε η απαλλαγή και εκείνης που είχε το ίδιο ακίνητο κατά το χρόνο άρσης της απαλλαγής. Και αυτό, για το λόγο ότι, ιδίως μετά την έναρξη ισχύος του αντικειμενικού συστήματος προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων στα εκτός σχεδίου ακίνητα (αγροτεμάχια), στα οποία η αξία προσδιορίζεται με τη χρήση του εντύπου Α.Α.-ΓΗΣ, παρατηρήθηκε το φαινόμενο οι αντικειμενικές αξίες να υπολείπονται κατά πολύ των αγοραίων αξιών που προέκυπταν με βάση συγκριτικά στοιχεία των Δ.Ο.Υ., με αποτέλεσμα την απώλεια εσόδων του Δημοσίου.
Οσον αφορά το δεύτερο εδάφιο της τροποποιούμενης διάταξης (το οποίο είχε προστεθεί με την παράγραφο 9 του άρθρου 70 του ν.2538/1997), ορίζεται ότι δεν αίρεται η χορηγηθείσα απαλλαγή του άρθρου 40 του ν.814/1978 στην περίπτωση αναγκαστικού πλειστηριασμού ή αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ολόκληρης της έκτασης ή τμήματος αυτής ή σε περίπτωση θανάτου του αγρότη, εφόσον η 15ετία συμπληρωθεί στο πρόσωπο των κληρονόμων αυτού.
Η τροποποίηση της διάταξης έγκειται στο σημείο ότι στην τροποποιούμενη διάταξη γινόταν μνεία στην περίπτωση θανάτου του νέου αγρότη, εφόσον η 15ετία συμπληρωθεί στο πρόσωπο των κληρονόμων αυτού, ενώ με την παρούσα διάταξη γίνεται αναφορά στην περίπτωση θανάτου του αγρότη, γενικά.
Διευκρινίζεται ότι, κατά την εφαρμογή της διάταξης της παρούσας παραγράφου, κατά την άρση της απαλλαγής με την αλλαγή της χρήσης, εκμίσθωσης ή λήξη της διετούς προθεσμίας, ο συμπληρωματικός φόρος επιβάλλεται με το φορολογικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο χορήγησης της απαλλαγής, δεδομένου ότι δεν συντρέχει λόγος μετάθεσης του χρόνου φορολογίας, αλλά επιβάλλεται ο φόρος την καταβολή του οποίου διέφυγε ο φορολογούμενος (κληρονόμος, δωρεοδόχος, τέκνο) κατά το χρόνο φορολογίας.
Παράγραφος 16
Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής αντικαθίσταται η παράγραφος 3 του άρθρου 40 του ν.814/1978 για το λόγο που προαναφέρθηκε στην πιο πάνω παράγραφο 15.
Ειδικότερα, ορίζεται ότι απαγορεύεται η μεταβίβαση γεωργοκτηνοτροφικής έκτασης που έτυχε απαλλαγής κατά το άρθρο 40 του ν.814/1978, πριν από την πάροδο της 15ετούς προθεσμίας, αν δεν υποβληθεί δήλωση με την αξία της μεταβιβαζόμενης έκτασης κατά το χρόνο της μεταβίβασης και δεν καταβληθεί μαζί με αυτήν τη δήλωση ολόκληρος ο φόρος που επιμεριστικά αναλογεί στην αξία της έκτασης αυτής. Αν η αξία της μεταβιβαζόμενης έκτασης, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, είναι μικρότερη εκείνης που είχε το ακίνητο κατά το χρόνο της απαλλαγής, για την επιβολή του συμπληρωματικού φόρου, λαμβάνεται υπόψη η αξία της έκτασης κατά το χρόνο χορήγησης της απαλλαγής.
Η χορηγηθείσα απαλλαγή δεν αίρεται, αν η απαλλαγείσα έκταση μεταβιβασθεί μέσα στη δεκαπενταετή προθεσμία με δωρεά ή γονική παροχή προς τα πρόσωπα που ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 40 του ν.814/1978, δηλαδή προς τέκνα, σύζυγο, γονείς ή αδέλφια του φορολογούμενου, που έτυχε της απαλλαγής, τα οποία ασχολούνται προσωπικά και κατά κύριο επάγγελμα με τη γεωργία ή κτηνοτροφία ή είναι νέοι αγρότες, έστω κι αν χρησιμοποιούν επιβοηθητικά μέλη της οικογενείας τους ή και ξένους εργάτες.
Διευκρινίζεται ότι, κατά την εφαρμογή της διάταξης της παρούσας παραγράφου, κατά την άρση της απαλλαγής, αν περαιτέρω μεταβιβασθεί η έκταση που απαλλάχθηκε ο συμπληρωματικός φόρος επιβάλλεται με το φορολογικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο χορήγησης της απαλλαγής, δεδομένου ότι δεν συντρέχει λόγος μετάθεσης του χρόνου φορολογίας, αλλά επιβάλλεται ο φόρος την καταβολή του οποίου διέφυγε ο φορολογούμενος (κληρονόμος, δωρεοδόχος, τέκνο) κατά το χρόνο φορολογίας.
Παράγραφος 17
Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής παρατείνεται η προθεσμία περαίωσης των εκκρεμών υποθέσεων φορολογίας κεφαλαίου, όπως είχε ισχύσει με βάση τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν.2753/1999, από τη λήξη της μέχρι και 31/10/2001.Οι διατάξεις αυτές ίσχυσαν μέχρι 31/5/2000 (μετά από παράταση που δόθηκε με το άρθρο 26 του ν.2789/2000).
Με τις εγκυκλίους μας 1119236/681/Α0013/ΠΟΛ.1256 από 21/12/1999 και 1003187/15/Α0013/ΠΟΛ.1004 από 12/1/2000 έχουν δοθεί οδηγίες για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 14 του ν.2753/1999.
Συμπληρωματικά σημειώνονται τα εξής.
Α. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΩΝ -ΔΩΡΕΩΝ -ΓΟΝΙΚΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ
Σχετικά με υποθέσεις αυτού του φορολογικού αντικειμένου διευκρινίζουμε τα ακόλουθα:
α) Ρυθμίζονται εκκρεμείς υποθέσεις φόρου κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών και μεταβίβασης ακινήτων.
β) Η παράταση αφορά αφενός την περαίωση εκκρεμών υποθέσεων για ακίνητα που βρίσκονται σε περιοχές όπου κατά την έναρξη ισχύος της διάταξης ίσχυε το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας ακινήτων καθώς και ακίνητα που βρίσκονται σε περιοχές που εντάχθηκαν στο αντικειμενικό σύστημα μετά την έναρξη ισχύος της διάταξης και η 4μηνη προθεσμία περαίωσης λήγει πριν την 31/10/2001 και αφετέρου την υποβολή εκπρόθεσμων δηλώσεων.
γ) Παρέχεται δυνατότητα περαίωσης των υποθέσεων που κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου (9/3/2001) ήταν εκκρεμείς στις Δ.Ο.Υ. ή στα διοικητικά πρωτοδικεία λόγω άσκησης εμπρόθεσμης ή εκπρόθεσμης προσφυγής.
Εκκρεμείς, επίσης, θεωρούνται οι υποθέσεις για τις οποίες μέχρι 9/3/2001 είχε λήξει η προθεσμία υποβολής των οικείων δηλώσεων και οι υπόχρεοι δεν είχαν υποβάλει αυτές. Συνεπώς, υποθέσεις α) για τις οποίες είχε λήξει μέχρι την 9-3-2001 η ημερομηνία υποβολής των οικείων δηλώσεων (κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών και μεταβίβασης ακινήτων), οι υπόχρεοι μπορούν να υπαχθούν στις ρυθμίσεις της, ενώ β) εκείνες για τις οποίες δεν είχε λήξει μέχρι την ημερομηνία αυτή η 6μηνη ή 9μηνη (κατά παράταση ) προθεσμία και αυτή έληξε ή θα λήξει μετά την 9/3/2001, οι υπόχρεοι δεν μπορούν να υπαχθούν στην παρούσα ρύθμιση.
Σημειώνεται ότι με την παρούσα ρύθμιση δεν παρατάθηκε ο χρόνος παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου επί των υποθέσεων φορολογίας κεφαλαίου, που έληγε στις 30/6/2001, για τις οποίες η κοινοποίηση των οικείων πράξεων θα έπρεπε να έχει γίνει μέχρι την ημερομηνία αυτή και όχι μέχρι 31/10/2001.
Μέσα στην προθεσμία των 60 ημερών από την κοινοποίηση των πράξεων αυτών, οι φορολογούμενοι μπορούν να ζητήσουν την υπαγωγή τους στη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου 17 του κοινοποιούμενου άρθρου 1.
δ) Δηλώσεις που έχουν υποβληθεί στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα από 1/6/2000 μέχρι και 8/3/2001 και είναι εκκρεμείς στις 9/3/2001 μπορούν να υπαχθούν στην παρούσα ρύθμιση. Για την υπαγωγή στη ρύθμιση οι υπόχρεοι σε φόρο θα υποβάλουν δήλωση με τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων (κατά τα οριζόμενα στις προαναφερθείσες εγκυκλίους μας). Αν οι δηλώσεις είχαν υποβληθεί στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα εκπρόθεσμα και είχε επιβληθεί πρόσθετος φόρος εκπροθέσμου οι υπόχρεοι μπορούν να υποβάλουν αίτηση περί επιστροφής του προσθέτου φόρου.
ε) Δηλώσεις που έχουν υποβληθεί στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα από 1/6/2000 μέχρι και 8/3/2001 με εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν.δ.118/1973, όπως είχαν τεθεί και ίσχυαν με το άρθρο 7 παράγραφος 7 του ν.1160/1981, μπορούν να υπαχθούν στη ρύθμιση του παρόντος νόμου με την υποβολή σχετικής αίτησης προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Στις περιπτώσεις αυτές θα διενεργηθεί νέα εκκαθάριση του φόρου με βάση τις αξίες και τις φορολογικές κλίμακες του χρόνου υποβολής της δήλωσης και διαγραφή του πρόσθετου φόρου εκπροθέσμου.
στ) Για την υπαγωγή των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων στην παρούσα ρύθμιση, απαιτείται είτε η υποβολή αίτησης από τον υπόχρεο σε φόρο (όταν ζητείται η νέα εκκαθάριση του φόρου ή η διαγραφή του πρόσθετου φόρου) είτε η υποβολή συμπληρωματικής δήλωσης με τα οικεία φύλλα υπολογισμού της αξίας ακινήτων (όταν ζητείται η περαίωση της υπόθεσης με βάση τις αντικειμενικές αξίες).
ζ) Ειδικά στη φορολογία κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών, για τις υποθέσεις που υπάγονται στη ρύθμιση της παρούσας διάταξης και περαιώνονται με βάση το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας ακινήτων, η παρεχόμενη έκπτωση στην εφάπαξ εξόφληση του οφειλόμενου φόρου είναι 10% και όχι 5%, δεδομένου ότι πρόκειται για κίνητρο περαίωσης και ειδική ρύθμιση.
Ενδεικτικά, σας παραθέτουμε παραδείγματα υποθέσεων που μπορούν ή δεν μπορούν να υπαχθούν στις ρυθμίσεις του ν.2892/2001.
Παράδειγμα 1ο
Την 1/7/2000 υποβλήθηκε εκπρόθεσμη δήλωση φόρου κληρονομιάς με χρόνο φορολογίας (χρόνο θανάτου) το 1990 και με αντικειμενικές αξίες του έτους 2000. Ο φόρος υπολογίστηκε με τις φορολογικές κλίμακες που ίσχυαν το 1990 και επιβλήθηκε πρόσθετος φόρος εκπροθέσμου. Η υπόθεση ήταν εκκρεμής στη Δ.Ο.Υ. στις 9/3/2001.
Ο υπόχρεος μπορεί να υποβάλει αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση, ώστε ο φόρος να υπολογισθεί με βάση τις φορολογικές κλίμακες του χρόνου υποβολής της δήλωσης (2000) και να διαγραφεί ο πρόσθετος φόρος εκπροθέσμου. (Υπόθεση εκκρεμής κατά τη δημοσίευση του νόμου)
Παράδειγμα 2ο
Αν στο πιο πάνω παράδειγμα η υπόθεση είχε περαιωθεί οριστικά μέχρι και 8/3/2001 (είτε με εξώδικη λύση της διαφοράς είτε ως ειλικρινής μετά από έλεγχο της Δ.Ο.Υ. και καταχώρηση αυτής στο βιβλίο περαιωθεισών υποθέσεων), ο υπόχρεος δεν μπορεί να υπαχθεί στην ευνοϊκή ρύθμιση. (Υπόθεση που δεν ήταν εκκρεμής κατά τη δημοσίευση του νόμου)
Παράδειγμα 3ο
Για θάνατο του 1996, δημοσιεύθηκε διαθήκη στις 1/10/2000. Λήξη προθεσμίας υποβολής της δήλωσης στις 1/4/2001.Η δήλωση πρέπει να υποβληθεί μέχρι την ημερομηνία αυτή ή (κατά παράταση) με απόφαση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. μέχρι 1/7/2001 και όχι μέχρι 31/10/2001. (Υπόθεση που δεν ήταν εκκρεμής λόγω μη λήξης της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης κατά τη δημοσίευση του νόμου)
Παράδειγμα 4ο
Για θάνατο της 5/10/1999, δημοσιεύτηκε διαθήκη στις 15/12/2000. Λήξη προθεσμίας υποβολής της δήλωσης στις 15/6/2001. Τα κληρονομιαία αντικείμενα είναι αγροτεμάχια (τα οποία εντάχθηκαν στο αντικειμενικό σύστημα στις 29/11/1999). Η δήλωση πρέπει να υποβληθεί μέχρι 15/6/2001 ή (κατά παράταση) μέχρι 15/9/2001 και όχι μέχρι 31/10/2001. Ο υπόχρεος σε φόρο έχει τη δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ της αντικειμενικής ή της αγοραίας αξίας (βλέπετε σχετικά στην εγκύκλιο 1119236/681/Α0013/ΠΟΛ.1256 από 21/12/1999, άρθρο 14 περίπτωση Γ υποπερίπτωση 1)
Παράδειγμα 5ο
Επί πράξης επιβολής φόρου δωρεάς ασκήθηκε εκπρόθεσμη προσφυγή στις 10/9/2000. Ο φόρος έχει βεβαιωθεί ολόκληρος και έχει ήδη καταστεί ληξιπρόθεσμος. Η υπόθεση μπορεί να υπαχθεί στη ρύθμιση του ν.2892/2001. (Υπόθεση εκκρεμής στο δικαστήριο κατά τη δημοσίευση του νόμου)
Παράδειγμα 6ο
Στο πιο πάνω παράδειγμα, η εκπρόθεσμη προσφυγή ασκήθηκε στις 2/4/2001. Η υπόθεση δεν μπορεί να υπαχθεί στη ρύθμιση του νόμου. (Υπόθεση που δεν ήταν εκκρεμής στο δικαστήριο ή στη Δ.Ο.Υ. κατά τη δημοσίευση του νόμου)
Παράδειγμα 7ο
Υποβλήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν.2753/1999, δήλωση φόρου κληρονομιάς για ακίνητο που κατά το χρόνο φορολογίας βρισκόταν εκτός αντικειμενικού συστήματος και η υπόθεση περαιώθηκε με βάση τις αντικειμενικές αξίες. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του ν.2753/1999, η υπόθεση θεωρείται ότι περαιώνεται με την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία που δηλώθηκαν ήταν ακριβή. Σε αντίθετη περίπτωση (διαπίστωσης ανακρίβειας) διενεργείται έλεγχος από τη Δ.Ο.Υ. με βάση τα συγκριτικά στοιχεία και κοινοποιείται η οικεία πράξη.
Σήμερα ο φορολογούμενος υποβάλλει συμπληρωματική δήλωση ως προς την έκταση του κληρονομιαίου ακινήτου και ζητά να υπαχθεί στις διατάξεις του ν.2892/2001. Δεδομένου ότι με την υποβολή της συμπληρωματικής δήλωσης του ν.2892/2001 διαπιστώνεται η ανακρίβεια της υποβληθείσας κατά το άρθρο 14 του ν.2753/1999 δήλωσης, η υπόθεση θεωρείται ως μη περαιωθείσα αλλά δεν μπορεί να υπαχθεί εκ νέου στη ρύθμιση του ν.2892/2001, με την οποία αναβίωσε η ρύθμιση του ν.2753/1999, δεδομένου ότι ήδη υπαχθεί στην ίδια ρύθμιση. Κατ` ακολουθία, για τον έλεγχο πλέον της υπόθεσης θα ληφθούν υπόψη τα συγκριτικά στοιχεία και θα επιβληθούν οι οικείοι πρόσθετοι φόροι και τα πρόστιμα.
Παράδειγμα 8ο
Το έτος 1998 Α γεωργός λαμβάνει με δωρεά από τον παππού του ένα αγροτεμάχιο 50 στρεμμάτων αγοραίας αξίας, κατά δήλωση, 1.900.000 δρχ. ανά στρέμμα και, δεδομένου ότι συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του νόμου, ζητά την απαλλαγή του άρθρου 40 του ν.814/1978 (1.000.000 δρχ. ανά στρέμμα, εφόσον η στρεμματική αξία δεν υπερβαίνει τα 2.000.000 δρχ. και μέχρι 80 στρέμματα και μέχρι 30.000.000 δρχ.).
Υπολογισμός του φόρου:
Η απαλλασσόμενη αξία είναι 1.000.000 δρχ. ανά στρέμμα Χ 50 στρέμματα = 50.000.000 δρχ., άρα θα ληφθεί υπόψη το ανώτατο απαλλασσόμενο ποσό των 30.000.000 δρχ.
Συνεπώς:1.900.000 Χ 50 = 95.000.000 - 30.000.000 = 65.000.000 δρχ. η φορολογητέα αξία.
Σε αξία 60.000.000 φόρος 10.120.500
" " 5.000.000 Χ 50% φόρος +2.500.000
" " 65.000.000 φόρος 12.620.500
Στις 20-5-2001 ο Α, προκειμένου να εκποιήσει το εν λόγω αγροτεμάχιο υποβάλλει δήλωση φόρου δωρεάς συνυποβάλλοντας το έντυπο Α.Α.-ΓΗΣ με βάση το οποίο η αντικειμενική αξία του αγροτεμαχίου κατά το χρόνο της εκποίησης είναι 1.500.000 δρχ. ανά στρέμμα. Ταυτόχρονα υποβάλει και δήλωση περαίωσης της υπόθεσης με το ν.2892/2001.
Δεδομένου ότι η αξία του αγροτεμαχίου βάσει δήλωσης είναι μεγαλύτερη από εκείνη που προκύπτει με βάση το αντικειμενικό σύστημα ο συμπληρωματικός φόρος θα υπολογιστεί με βάση την αξία της δήλωσης και συνεπώς.
Σε αξία 60.000.000 φόρος 10.120.500
" " 35.000.000 Χ 50% φόρος +17.500.000
Σε συνολική αξία 95.000.000 φόρος 27.620.500
Μείον φόρος αρχικής δήλωσης -12.620.500
Αρα ο συνολικά οφειλόμενος φόρος είναι 15.000.000 κατά το χρόνο άρσης της απαλλαγής.
Παράδειγμα 9ο
Αν στο προηγούμενο παράδειγμα η αντικειμενική αξία του αγροτεμαχίου κατά το χρόνο άρσης της απαλλαγής είναι 2.500.000 δρχ ανά στρέμμα, (αντικειμενική αξία έτους πρώτης εφαρμογής, δηλαδή αξία έτους 1999) και υποβληθεί δήλωση υπαγωγής της υπόθεσης στο ν. 2892/2001, θα γίνει σύγκριση της αξίας του αγροτεμαχίου κατά το χρόνο άρσης της απαλλαγής (2.500.000 δρχ. ανά στρέμμα) και εκείνης κατά το χρόνο απαλλαγής (2.500.000 - 3% = 2.425.000 δρχ ανά στρέμμα) και θα επιβληθεί φόρος επί της μεγαλύτερης αξίας.
Δηλαδή: (2.500.000 Χ 50) = 125.000.000 (αξία του χρόνου άρσης της απαλλαγής)
Υπολογισμός αξίας που αναλογεί στο τμήμα το οποίο είχε τύχει της απαλλαγής:
Σε αξία 95.000.000 έτυχε απαλλαγής για 30.000.000
" " 125.000.000 αντιστοιχεί απαλλασσόμενη αξία Χ;
Χ = 30.000.000 Χ 125.000.000 =39.473.684 δρχ. ----------- 95.000.000
Αξία υπαχθείσα αρχικά σε φόρο 65.000.000
Συν αξία που αναλογεί στην απαλλαγή + 39.473.684
Συνολική αξία 104.473.684
Σε αξία 60.000.000 φόρος 10.120.500
" " 44.473.684 Χ 50% " 22.236.842
" " 104.473.684 " 32.357.342
Μείον φόρος που είχε καταβληθεί κατά το -12.620.500 χρόνο της απαλλαγής
Αρα: οφειλόμενος φόρος 19.736.842
Β.- Ειδικά, για τις εκκρεμείς υποθέσεις του φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας σημειώνονται τα ακόλουθα:
α) ΥΠΟΒΟΛΗ ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΩΝ ΔΗΛΩΣΕΩΝ Φ.Μ.Α.Π.
(ν. 2459/1997) ΚΑΙ Φ.Α.Π. (ν. 1249/1982).
Οι υπόχρεοι, που δεν έχουν υποβάλλει δήλωση Φόρου Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας και Φόρου Ακίνητης Περιουσίας, μπορούν να υποβάλουν αυτή μέχρι 31 Οκτωβρίου 2001, χωρίς την επιβολή πρόσθετου φόρου, προστίμου ή άλλης κύρωσης, εφόσον η φορολογική ενοχή γεννήθηκε μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 2892/2001, δηλαδή μέχρι και 8 Μαρτίου του 2001. Επομένως, αρχική ή συμπληρωματική της αρχικής δήλωσης Φ.Μ.Α.Π., μπορούν να υποβάλλουν τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα για τα έτη 1997, 1998, 1999 και 2000, καθώς και τα φυσικά πρόσωπα που είχαν υποχρέωση υποβολής δήλωσης Φ.Μ.Α.Π. έτους 2001 και η προθεσμία υποβολής της έληγε στις 1, 2, 5, 6, 7 και 8 Μαρτίου. Για τον Φ.Α.Π. (ν.1249/1982 άρθρο 41) αντίστοιχες δηλώσεις μπορούν να υποβληθούν μέχρι και το έτος 1992 (έτος κατάργησης της φορολογίας).
Επίσης, τόσο τα φυσικά πρόσωπα που κλήθηκαν και δεν προσήλθαν εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την κοινοποίηση της σχετικής πρόσκλησης, όσο και τα φυσικά πρόσωπα που δεν κλήθηκαν από τον προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 8 του άρθρου 27 του ν. 2459/1997, και που η αξία της ακίνητης περιουσίας τους υπερέβαινε τα ποσά που ορίζονται στην περίπτωση του άρθρου 26 του ν. 2459/1997, μπορούν να υποβάλουν τη δήλωση Φ.Μ.Α.Π. για το έτος 1997, μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2001.
Τονίζεται ότι, η ρύθμιση αυτή αφορά μόνο αρχικές ή συμπληρωματικές δηλώσεις των ανωτέρω φορολογιών και σε καμία περίπτωση ανακλητικές δηλώσεις.
Διευκρινίζεται ότι συμπληρωματική δήλωση Φ.Μ.Α.Π. ή Φ.Α.Π., είναι η δήλωση με την οποία συμπληρώνεται (προστίθεται) φορολογητέα ύλη.
Επισημαίνεται ότι κατά την υποβολή αρχικών ή συμπληρωματικών δηλώσεων, μόνο οι δηλώσεις των νομικών προσώπων θα συνοδεύονται από τα οικεία φύλλα υπολογισμού της αξίας (σχετικές οι 1027053/128/Β0013 ΠΟΛ 1068/24-2-1998, 1011881/30/0013 ΠΟΛ 1024/2-2-1999, 1008959/3/0013 ΠΟΛ 1027/27-1-2000 και 1115715/357/0013 ΠΟΛ 1305/19-12-2000 Α.Υ.Ο.).
Ο φόρος μεγάλης ακίνητης περιουσίας, όπως προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις, για τα έτη 1998, 1999, 2000, θα καταβληθεί σε τρεις (3) ίσες διμηνιαίες δόσεις, εκ των οποίων η πρώτη θα καταβληθεί υποχρεωτικά με την υποβολή της δήλωσης.
Ειδικά για το έτος 1997, ο Φ.Μ.Α.Π. θα βεβαιωθεί σε δύο (2) ισόποσες διμηνιαίες δόσεις εκ των οποίων η πρώτη θα καταβληθεί την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επομένου, από τη βεβαίωση του φόρου, μήνα.
Ο φόρος ακίνητης περιουσίας, θα βεβαιωθεί σε δέκα (10) ίσες μηνιαίες δόσεις, εκ των οποίων η πρώτη θα καταβληθεί την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επομένου, από τη βεβαίωση του φόρου, μήνα.
Σε περίπτωση ολοσχερούς εξόφλησης του Φ.Μ.Α.Π. στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης, παρέχεται έκπτωση κατά ποσοστό (5%) για το έτος 1997 και κατά ποσοστό (2,5%) για τα έτη 1998, 1999, 2000 και 2001.
Σε περίπτωση ολοσχερούς εξόφλησης του Φ.Α.Π. στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης, παρέχεται έκπτωση κατά ποσοστό 10%.
Περαιτέρω, στην περίπτωση δ της παραγράφου 17 του άρθρου 1 του ν. 2892/2001 προβλέπεται ότι δηλώσεις που έχουν υποβληθεί μετά την 31η Μαίου του έτους 2000, μπορούν να υπαχθούν στις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 2753/1999, με την υποβολή από τον υπόχρεο σχετικής αίτησης ή δήλωσης μέχρι και τις 31 Οκτωβρίου 2001.
Ετσι, όσοι υπόχρεοι κατέθεσαν αρχική ή συμπληρωματική εκπρόθεσμη δήλωση, των ανωτέρω περιπτώσεων, μετά τις 31 Μαίου του έτους 2000 και κατέβαλαν πρόσθετους φόρους ή το αυτοτελές πρόστιμο, μπορούν να ζητήσουν, με αίτησή τους μέχρι και 31 Οκτωβρίου 2001, την επιστροφή αυτών των ποσών, από την αρμόδια Δ.Ο.Υ.
Στη συνέχεια το αρμόδιο τμήμα, θα εκδώσει απόφαση διαγραφής του προσθέτου ή αυτοτελούς προστίμου κατά περίπτωση, (ως το συνημμένο υπόδειγμα) και θα συντάξει Ατομικό Φύλλο Εκπτωσης, με χειρόγραφη διαδικασία.
β) ΠΕΡΑΙΩΣΗ ΕΚΚΡΕΜΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ Φ.Μ.Α.Π. ΓΙΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΕ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΟΠΟΥ ΙΣΧΥΕΙ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΑΞΙΑΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων α και β της παραγράφου 17 του άρθρου 1 του ν. 2892/2001, παρατείνονται οι προθεσμίες που ορίζονται στις περιπτώσεις Α και Β του άρθρου 14 του ν. 2753/1999, από τη λήξη τους (31 Μαίου 2000), μέχρι και 31 Οκτωβρίου 2001, για περιπτώσεις που είναι εκκρεμείς μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου (9 Μαρτίου 2001) και στις οποίες εφαρμόζεται κατά την έναρξη ισχύος του το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας τους κατά τις διατάξεις των άρθρων 41 και 41Α του ν. 1249/1982.
Για την περαίωση των υποθέσεων κατά τα ανωτέρω πρέπει:
1. Οι υποθέσεις να είναι εκκρεμείς κατά την 9-3-2001. Εκκρεμείς θεωρούνται οι υποθέσεις, για τις οποίες έχει υποβληθεί δήλωση (εμπρόθεσμη ή εκπρόθεσμη αρχική ή συμπληρωματική και όχι μερική -που υποβάλλεται σε κάθε περίπτωση πριν την αρχική) και δεν έχει εκδοθεί καταλογιστική πράξη ή έχει εκδοθεί και δεν έχει καταστεί οριστική. Επίσης, οι υποθέσεις για τις οποίες έχει ασκηθεί προσφυγή εμπρόθεσμη ή εκπρόθεσμη και εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, εφόσον δεν έχουν συζητηθεί στην ουσία τους. Αν έχουν συζητηθεί στην ουσία τους, δεν θεωρούνται εκκρεμείς, έστω και αν δεν έχουν εκδοθεί οι οικείες αποφάσεις.
2. Ο χρόνος γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης να είναι προγενέστερος του χρόνου της πρώτης εφαρμογής του αντικειμενικού συστήματος προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων.
Ετσι δεν μπορούν να υπαχθούν σε αυτήν τη ρύθμιση περαίωσης υποθέσεις ακινήτων, που κατά το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης (που είναι η 1η Ιανουαρίου κάθε έτους φορολογίας) ίσχυε το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας αυτών. Γιατί στην περίπτωση αυτή είχαν υποχρέωση να αναγράψουν την αξία που προέκυπτε με το αντικειμενικό σύστημα. Αν όμως το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού εφαρμόζεται για πρώτη φορά στις 2 Ιανουαρίου του έτους φορολογίας και ο υπόχρεος είχε υπολογίσει την αξία του ακινήτου του με τα συγκριτικά στοιχεία, όπως είχε υποχρέωση, μπορεί να υποβάλλει δήλωση για περαίωση.
Για τις υποθέσεις που υπάγονται στην ανωτέρω ρύθμιση, οι φορολογούμενοι μπορούν να υποβάλλουν μέχρι και 31 Οκτωβρίου 2001, δήλωση για περαίωση, με αίτημα υπαγωγής στις διατάξεις του ν. 2753/1997, όπως ισχύουν. Με την υποβολή αυτής της δήλωσης συνυποβάλλονται υποχρεωτικά τα οικεία φύλλα υπολογισμού της αξίας των ακινήτων. Για υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, με την υποβολή της ανωτέρω δήλωσης, πρέπει να προσκομισθεί βεβαίωση του γραμματέα του διοικητικού πρωτοδικείου, στο οποίο εκκρεμεί σε πρώτο βαθμό και δεν έχει συζητηθεί στην ουσία της. Η βεβαίωση μπορεί να αναγραφεί από τον γραμματέα πρωτοδικών και στο σώμα της δήλωσης.
Υποβάλλοντας τη δήλωση για περαίωση οι υπόχρεοι αποδέχονται ως φορολογητέα αξία εκείνη που προκύπτει βάσει του αντικειμενικού συστήματος προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων κατά το χρόνο πρώτης εφαρμογής αυτού, εφόσον η φορολογική ενοχή γεννήθηκε αυτό το χρόνο, και μειωμένη κατά ποσοστό 3% για κάθε προηγούμενο έτος και μέχρι ποσοστό 15% το ανώτερο, εφόσον η φορολογική ενοχή γεννήθηκε σε χρόνο προγενέστερο του χρόνου πρώτης εφαρμογής.
Τονίζεται ότι για την περαίωση εκκρεμών υποθέσεων λαμβάνεται υπόψη η αντικειμενική αξία του έτους πρώτης εφαρμογής του αντικειμενικού συστήματος κάθε περιοχής και όχι η σημερινή.
Με την υποβολή της δήλωσης για περαίωση, επέρχεται εξώδικη λύση της διαφοράς, υπό τον όρο ότι όλα τα προβλεπόμενα στοιχεία στο φύλλο υπολογισμού της αξίας του ακινήτου είναι ειλικρινή.
Σε περίπτωση που από τον έλεγχο διαπιστωθεί ανακρίβεια αυτών των στοιχείων, η υπόθεση δεν θεωρείται περαιωθείσα, αλλά εκδίδεται πράξη επιβολής φόρου, με συγκριτικά στοιχεία και επιβάλλονται οι πρόσθετοι φόροι και τα πρόστιμα που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις.
Οι υπόχρεοι έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν τη δήλωση για περαίωση, είτε για ένα είτε για όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία, εφόσον αυτά υπάγονται στις ανωτέρω περιπτώσεις.
Σε υποθέσεις για τις οποίες έχει κοινοποιηθεί φύλλο ελέγχου, που δεν έχει καταστεί οριστικό, οι φορολογούμενοι έχουν τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ της υπαγωγής της υπόθεσής τους στις ρυθμίσεις της διάταξης του άρθρου 14 του ν. 2573/1999, -όπως ισχύει - ή της εξώδικης λύσης της διαφοράς.
Για υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ., γνωστοποιεί αυθημερόν στο αρμόδιο δικαστήριο ότι υποβλήθηκε δήλωση για περαίωση και συνεπώς η δίκη καταργείται ως προς τα ακίνητα για τα οποία υποβλήθηκε η δήλωση. Αν η προσφυγή αφορά και άλλα ακίνητα που δεν συμπεριλαμβάνονται στη δήλωση για περαίωση, ο φάκελος παραμένει ως προς αυτά στο δικαστήριο για τη συνέχιση για αυτά της δίκης.
Με την υποβολή της δήλωσης για περαίωση, οι υπόχρεοι απαλλάσσονται από την καταβολή πρόσθετου φόρου ανακρίβειας και προστίμου, με την επιφύλαξη της επιβολής αυτών σε περιπτώσεις που διαπιστώνεται ανακρίβεια των προσδιοριστικών στοιχείων στα φύλλα υπολογισμού της αξίας.
Στις περιπτώσεις στις οποίες γίνεται περαίωση σε ορισμένα μόνο ακίνητα, για τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία εξακολουθούν να οφείλονται οι τυχόν επιμεριστικά αναλογούντες πρόσθετοι φόροι και πρόστιμα.
Σε αυτή την περίπτωση στο πρώτο φύλλο του σώματος της δήλωσης τίθεται η ένδειξη Περαιώθηκε ως προς ακίνητα υπ` αριθ. ....., ......, ...... και οι υπογραφές του ελεγκτή, του προϊσταμένου του τμήματος και του αρμόδιου προϊσταμένου για τον έλεγχο της υπόθεσης και η δήλωση θα παραμένει στο αρχείο μέχρι τον οριστικό έλεγχο των υπολοίπων ακινήτων.
Αν η αξία των ακινήτων, όπως προκύπτει από τα φύλλα υπολογισμού, είναι μικρότερη εκείνης που έχει δηλωθεί με την αρχική δήλωση, τότε η υπόθεση περαιώνεται ως ειλικρινής για το συγκεκριμένο ακίνητο, με την προϋπόθεση ότι τα προσδιοριστικά στοιχεία του φύλλου υπολογισμού της αξίας είναι ειλικρινή.
Οι δηλώσεις για περαίωση, παραλαμβάνονται και εκκαθαρίζονται χειρόγραφα, αφού καταχωρηθούν σε ειδικό βιβλίο γι` αυτό το σκοπό.
Ο Φόρος Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας, καταβάλλεται σε έξη (6) ίσες μηνιαίες άτοκες δόσεις, με τον περιορισμό ότι η κάθε δόση δεν μπορεί να είναι μικρότερη των εκατό χιλιάδων δραχμών (100.000 δρχ.), πλην της τελευταίας.
Η πρώτη δόση καταβάλλεται την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα, του επόμενου μήνα της βεβαίωσης. Αν εξοφληθεί ολόκληρος ο οφειλόμενος φόρος, μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης, παρέχεται έκπτωση κατά ποσοστό (5% ).
γ) ΠΕΡΑΙΩΣΗ ΕΚΚΡΕΜΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ Φ.Μ.Α.Π. ΠΟΥ ΕΜΠΙΠΤΟΥΝ ΣΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ Β` ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 14 ΤΟΥ Ν.2753/1999, ΟΠΩΣ ΙΣΧΥΕΙ
Η διάταξη της περίπτωσης Β του άρθρου 14 του ν. 2753/1999 είναι διαρκούς ισχύος και εφαρμόζεται, μετά τις τελευταίες νομοθετικές ρυθμίσεις, σε υποθέσεις Φ.Μ.Α.Π., οι οποίες αφορούν ακίνητα που βρίσκονται σε περιοχές που εφαρμόζεται για πρώτη φορά το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας αυτών, μετά τις 2/1/2001 και είναι εκκρεμείς μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
Για την εφαρμογή αυτής της διάταξης, δίδεται προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία ένταξης μιας περιοχής στο σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας ακινήτων, για την υποβολή δήλωσης για περαίωση από το φορολογούμενο, με αίτημα υπαγωγής του στην παρούσα ρύθμιση.
Οσον αφορά τη διαδικασία περαίωσης των υποθέσεων καθώς και ποιες θεωρούνται κάθε φορά εκκρεμείς υποθέσεις, ισχύουν τα προαναφερόμενα στην ενότητα Β.
Π. χ. φορολογούμενος υποβάλλει εμπρόθεσμη αρχική δήλωση στις 12/3/2001, με την οποία δηλώνει ένα οικόπεδο εντός οικισμού η αξία του οποίου την 1η Ιανουαρίου του 2001 υπολογιζόταν με συγκριτικά στοιχεία. Το οικόπεδο εντάσσεται στο σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας στις 16/1/2001. Για τη δήλωση Φ.Μ.Α.Π. του έτους 2001 δικαίωμα υποβολής δήλωσης για περαίωση για το συγκεκριμένο ακίνητο έχει ο φορολογούμενος μέχρι και 16/5/2001, γιατί η υπόθεση δεν ήταν εκκρεμής στις 9/3/2001, αφού δεν είχε λήξει την ημερομηνία αυτή η προθεσμία υποβολής της δήλωσης.
Ομως, για τις δηλώσεις Φ.Μ.Α.Π. ετών 1997 - 2000, έχει δικαίωμα υποβολής δήλωσης για περαίωση μέχρι 31 Οκτωβρίου 2001.
Τονίζεται ότι, σύμφωνα με την περίπτωση ε της παραγράφου 17 του άρθρου 1 του ν. 2892/2001, εξαιρούνται από τις διατάξεις των περιπτώσεων Α και Β του άρθρου 14 του ν. 753/1999, οι υποθέσεις Φόρου Ακίνητης Περιουσίας
Για κατανόηση των ανωτέρω παραθέτουμε τα πιο κάτω παραδείγματα:
Παράδειγμα 1ο
Υπόχρεος σε δήλωση Φ.Μ.Α.Π., φυσικό πρόσωπο, δεν έχει υποβάλλει αυτή για το έτος 1998. λχει στην κατοχή του 10 διαμερίσματα στο Δήμο Αθηναίων, και 2 αγροτεμάχια εκτός σχεδίου πόλεως ή οικισμού στο νομό Κορινθίας. Θέλει να υποβάλλει αρχική δήλωση για το έτος 1998 και να περαιώσει ταυτόχρονα τα αγροτεμάχια, γιατί για αυτά εφαρμόσθηκε το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας τους, στις 29-11-1999.
Ο φορολογούμενος θα υποβάλει πρώτα αρχική δήλωση που θα περιλαμβάνει το σύνολο των ακινήτων του, αναγράφοντας τις αξίες τους σύμφωνα με τις αντικειμενικές τιμές που ίσχυαν την 1-1-1998 για τα αστικά ακίνητα, χωρίς υποχρεωτικά να συνυποβάλλει τα φύλλα προσδιορισμού της αξίας και τα συγκριτικά στοιχεία που ίσχυαν την ίδια ημερομηνία για τα αγροτεμάχια.
Ο αρμόδιος υπάλληλος θα παραλάβει τη δήλωση και θα την καταχωρίσει με ημερομηνία λήξης 31 Οκτωβρίου 2001. Ο υπόχρεος θα καταβάλει το 1/3 του αναλογούντος φόρου ή θα εξοφλήσει όλο το ποσό με έκπτωση 2,5%.
Στη συνέχεια θα υποβάλλει νέα δήλωση για περαίωση των αγροτεμαχίων στην οποία θα αναγράψει την αντικειμενική τιμή που προκύπτει από τα φύλλα υπολογισμού της αξίας (Α.Α.-ΓΗΣ), μειωμένη κατά ποσοστό (3%), συνυποβάλλοντας υποχρεωτικά και τα φύλλα υπολογισμού.
Η Δ.Ο.Υ. αφού παραλάβει τη δήλωση, θα την καταχωρίσει στο οικείο βιβλίο. Στη συνέχεια ο αρμόδιος υπάλληλος θα προβεί σε χειρόγραφη εκκαθάριση και θα βεβαιώσει τον τυχόν προκύπτοντα φόρο, σε 6 ίσες μηνιαίες άτοκες δόσεις, όχι μικρότερες των 100.000 δραχμών πλην της τελευταίας. Η πρώτη δόση θα καταβληθεί την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες, του επομένου μήνα της βεβαίωσης. Σε περίπτωση ολοσχερούς εξόφλησης μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης, παρέχεται έκπτωση ποσοστού 5%.
Αν δεν προκύπτει ποσό φόρου για καταβολή, η δήλωση για τα δύο αγροτεμάχια περαιώνεται ως ειλικρινής.
Και στις δύο περιπτώσεις αναγράφεται πράξη περαίωσης στο εξωτερικό της δήλωσης ως προς τα ακίνητα 1 και 2 του πίνακα Β και μετά της υπογραφές τίθεται στο αρχείο, μέχρι να ελεγχθεί η δήλωση για τα ακίνητα 1-10 του πίνακα Α.
Διευκρινίζεται ότι, ο φορολογούμενος μπορεί να καταθέσει και τις δύο δηλώσεις (αρχική και δήλωση για περαίωση) την ίδια ημέρα, με τη διαδικασία που ορίζεται κατά περίπτωση δήλωσης.
Παράδειγμα 2ο
Φορολογούμενος, άγαμος και χωρίς ανήλικα τέκνα, έχει υποβάλλει δηλώσεις φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας για τα έτη 1997, 1998 και 1999, με τις οποίες δηλώνει 2 αγροτεμάχια και 1 γήπεδο εντός οικισμού στο νομό Ηλείας, ως εξής: Το πρώτο και το δεύτερο, αξίας κατά δήλωση αντίστοιχα, 40.000.000 δρχ. και 55.000.000 δρχ. Το τρίτο αξίας κατά δήλωση 25.000.000 δρχ. Σύνολο φορολογητέας αξίας ποσό 120.000.000 δρχ. λχει καταβάλει φόρο για το 1997, 190.000 δραχμές και για το 1998 και το 1999, 154.000 δραχμές για καθένα έτος. Ο φορολογούμενος επιθυμεί να περαιώσει τις δηλώσεις του για τα αγροτεμάχια που εντάχθηκαν στον αντικειμενικό προσδιορισμό στις 29-11-1999.
Για το πρώτο των αγροτεμαχίων η αξία που προκύπτει με το αντικειμενικό σύστημα είναι 90.000.000 δραχμές. Για το δεύτερο είναι 50.000.000 δραχμές. Στο τρίτο γήπεδο, επειδή είναι εντός οικισμού, η αξία του υπολογίζεται με συγκριτικά στοιχεία.
Ο υπόχρεος θα προσκομίσει δηλώσεις για περαίωση για τα έτη 1997,1998 και 1999, (σε δύο αντίγραφα για κάθε έτος), συνυποβάλλοντας υποχρεωτικά τα φύλλα υπολογισμού .
Στις δηλώσεις ο φορολογούμενος θα συμπληρώσει μόνο στο εσωτερικό μέρος τα δύο ακίνητα που περαιώνει με τις τιμές όπως προκύπτουν κατωτέρω.
Ο αρμόδιος υπάλληλος θα παραλάβει τις δηλώσεις και θα επιστρέψει τη μία στο φορολογούμενο. Στη συνέχεια θα την καταχωρίσει στο οικείο βιβλίο.
1η δήλωση έτους 1997
Αγροτεμάχιο Νο 1: Φορολογητέα αξία 90.000.000 δρχ. - 6% = 84.600.000 δρχ.
Αγροτεμάχιο Νο 2: Φορολογητέα αξία 50.000.000 δρχ. - 6% = 47.000.000 δρχ.
Για να εκκαθαριστεί αυτή τη δήλωση πρέπει να συσχετισθεί με την αρχική. Η εκκαθάριση γίνεται ως εξής:
Αγροτεμάχιο Νο 1: Φορολογητέα αξία αρχικής δήλωσης: 40.000.000 δρχ. Αξία δήλωσης περαίωσης: 84.600.000 δρχ. Φορολογητέα αξία: 84.600.000 δρχ.
Αγροτεμάχιο Νο 2: Φορολογητέα αξία αρχικής δήλωσης: 55.000.000 δρχ. Αξία δήλωσης περαίωσης: 47.000.000 δρχ. Η αξία της αρχικής δήλωσης είναι μεγαλύτερη από την αντικειμενική, άρα ως προς αυτό το ακίνητο η δήλωση περαιώνεται ως ειλικρινής. κρα φορολογητέα αξία: 55.000.000.
Γήπεδο Νο 3: Ως έχει στην αρχική δήλωση, δηλαδή φορολογητέα αξία: 25.000.000
Σύνολο φορολογητέας όπως διαμορφώθηκε μετά την υποβολή της δήλωσης περαίωσης: 164.600.000 δρχ. (84.600.000 + 55.000.000 + 25.000.000 = 164.600.000) Ποσό φόρου που αναλογεί είναι 373.000 δρχ. Το σύνολο φόρου για καταβολή είναι το ποσό που προκύπτει από την εκκαθάριση της δήλωσης περαίωσης μείον το ποσό αρχικής βεβαίωσης. Δηλαδή 373.000 δρχ. - 190.000 δρχ. = 183.000.
Το ποσό θα βεβαιωθεί σε δύο μηνιαίες δόσεις, η πρώτη 100.000 δρχ. και η δεύτερη 83.000 δρχ.
2η δήλωση έτους 1998
Αγροτεμάχιο Νο 1: Φορολογητέα αξία 90.000.000 δρχ. - 3% = 87.300.000 δρχ.
Αγροτεμάχιο Νο 2: Φορολογητέα αξία 50.000.000 δρχ. - 3% = 48.500.000 δρχ.
Για να εκκαθαριστεί αυτή τη δήλωση πρέπει να συσχετισθεί με την αρχική. Η εκκαθάριση γίνεται ως εξής:
Αγροτεμάχιο Νο 1: Φορολογητέα αξία αρχικής δήλωσης: 40.000.000 δρχ. Αξία δήλωσης περαίωσης: 87.300.000 δρχ. Φορολογητέα αξία: 87.300.000 δρχ.
Αγροτεμάχιο Νο 2: Φορολογητέα αξία αρχικής δήλωσης: 55.000.000 δρχ. Αξία δήλωσης περαίωσης: 48.500.000 δρχ. Η αξία της αρχικής δήλωσης είναι μεγαλύτερη από την αντικειμενική, άρα ως προς αυτό το ακίνητο η δήλωση περαιώνεται ως ειλικρινής. κρα φορολογητέα αξία: 55.000.000.
Γήπεδο Νο 3: Ως έχει στην αρχική δήλωση, δηλαδή φορολογητέα αξία: 25.000.000
Σύνολο φορολογητέας όπως διαμορφώθηκε μετά την υποβολή της δήλωσης περαίωσης: 167.300.000 δρχ. (87.300.000 + 55.000.000 + 25.000.000 = 167.300.000) Ποσό φόρου που αναλογεί είναι 343.200 δρχ. Το σύνολο φόρου για καταβολή είναι το ποσό που προκύπτει από την εκκαθάριση της δήλωσης περαίωσης μείον το ποσό αρχικής βεβαίωσης. Δηλαδή 343200 δρχ. - 154.000 δρχ. = 189.200.
Το ποσό θα βεβαιωθεί σε δύο μηνιαίες δόσεις, η πρώτη 100.000 δρχ. και η δεύτερη 89.200 δρχ.
3η δήλωση έτους 1999
Αγροτεμάχιο Νο 1: Φορολογητέα αξία 90.000.000 δρχ.
Αγροτεμάχιο Νο 2: Φορολογητέα αξία 50.000.000 δρχ.
Για να εκκαθαριστεί αυτή τη δήλωση πρέπει να συσχετισθεί με την αρχική. Η εκκαθάριση γίνεται ως εξής:
Αγροτεμάχιο Νο 1: Φορολογητέα αξία αρχικής δήλωσης: 40.000.000 δρχ. Αξία δήλωσης περαίωσης: 90.000.000 δρχ. Φορολογητέα αξία: 90.000.000 δρχ.
Αγροτεμάχιο Νο 2: Φορολογητέα αξία αρχικής δήλωσης: 55.000.000 δρχ. Αξία δήλωσης περαίωσης: 50.000.000 δρχ. Η αξία της αρχικής δήλωσης είναι μεγαλύτερη από την αντικειμενική, άρα ως προς αυτό το ακίνητο η δήλωση περαιώνεται ως ειλικρινής. κρα φορολογητέα αξία: 55.000.000.
Γήπεδο Νο 3: Ως έχει στην αρχική δήλωση, δηλαδή φορολογητέα αξία: 25.000.000
Σύνολο φορολογητέας όπως διαμορφώθηκε μετά την υποβολή της δήλωσης περαίωσης: 170.000.000 δρχ. (90.000.000 + 55.000.000 + 25.000.000 = 170.000.000). Ποσό φόρου που αναλογεί είναι 355.000 δρχ. Το σύνολο φόρου για καταβολή είναι το ποσό που προκύπτει από την εκκαθάριση της δήλωσης περαίωσης μείον το ποσό αρχικής βεβαίωσης. Δηλαδή 355.000 δρχ. -154.000 δρχ. = 201.000
Το ποσό θα βεβαιωθεί σε τρεις μηνιαίες δόσεις, η πρώτη 100.000 δρχ., η δεύτερη 100.000 δρχ. και 1.000 δρχ. η τρίτη.
Και στις τρεις δηλώσεις, εφόσον καταβληθεί όλο το ποσό του φόρου στην ημερομηνία λήξης της πρώτης δόσης, παρέχεται έκπτωσή ποσοστού 5%.
Μετά τη βεβαίωση και στις τρεις δηλώσεις γράφεται η ένδειξη, Περαιώθηκαν ως προς τις εγγραφές 1 και 2 του Β πίνακα και μπαίνουν στο ανέλεγκτο αρχείο.
Αν στις 10 Νοεμβρίου 2001, ενταχθεί στο αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας το γήπεδο που βρίσκεται εντός οικισμού ο φορολογούμενος μπορεί να περαιώσει την υπόθεσή του και ως προς αυτό το ακίνητο.
Προς τούτο, θα υποβάλει δήλωση περαίωσης μέχρι τις 10 Μαρτίου του 2002 για το συγκεκριμένο ακίνητο, συνυποβάλλοντας και τα φύλλα υπολογισμού.
Ο αρμόδιος υπάλληλος θα παραλάβει τη δήλωση και θα την καταχωρίσει στο οικείο βιβλίο.
Η αξία του γηπέδου με το αντικειμενικό σύστημα είναι 27.500.000 δραχμές.
Για να εκκαθαριστεί αυτή τη δήλωση πρέπει να συσχετισθεί τόσο με τις αρχικές, όσο και με τις δηλώσεις για περαίωση που έχουν ήδη υποβληθεί για τα προηγούμενα ακίνητα. Η εκκαθάριση γίνεται ως εξής:
Η εκκαθάριση της δήλωσης γίνεται ως εξής:
1.Δήλωση έτους 1997.
Αγροτεμάχιο Νο 1 Φορολογητέα αξία: 84.600.000 δρχ.
Αγροτεμάχιο Νο 2 Φορολογητέα αξία: 55.000.000 δρχ.
Γήπεδο Νο 3: Αντικειμενική αξία 27.500.000 - 12% = 24.200.000 δρχ. Αξία βάσει δήλωσης: 25.000.000 δρχ. Φορολογητέα αξία: 25.000.000 δρχ.
Σύνολο φορολογητέας αξίας: 164.600.000 δρχ. (84.600.000 + 55.000.000 + 25.000.000. = 164.000.000). Ποσό φόρου που αναλογεί: 373.000. Το σύνολο φόρου για καταβολή είναι το ποσό που προκύπτει από την εκκαθάριση της τελευταίας δήλωσης περαίωσης μείον το ποσό των αρχικών βεβαιώσεων. Δηλαδή 373.000 δρχ. - 373.000 δρχ. = 0. Η δήλωση περαιώνεται ως ειλικρινής.
2.Δήλωση έτους 1998.
Αγροτεμάχιο Νο 1 Φορολογητέα αξία: 87.300.000 δρχ.
Αγροτεμάχιο Νο 2 Φορολογητέα αξία: 55.000.000 δρχ.
Αγροτεμάχιο Νο 3 Αντικειμενική αξία 27.500.000 - 9% = 25.025.000 δρχ. Αξία βάσει δήλωσης: 25.000.000 δρχ. Φορολογητέα αξία: 25.025.000 δρχ.
Σύνολο φορολογητέας αξίας: 167.325.000 δρχ. Ποσό φόρου που αναλογεί: 343.300 δρχ. Το σύνολο φόρου για καταβολή είναι το ποσό που προκύπτει από την εκκαθάριση της τελευταίας δήλωσης περαίωσης μείον το ποσό των αρχικών βεβαιώσεων. Δηλαδή 343300 δρχ. - 343.200 δρχ. = 100. Η δήλωση περαιώνεται ως ειλικρινής, διότι η βεβαίωση αμελείται.
3. Δήλωση έτους 1999.
Αγροτεμάχιο Νο 1 Φορολογητέα αξία: 90.000.000 δρχ.
Αγροτεμάχιο Νο 2 Φορολογητέα αξία: 55.000.000 δρχ.
Γήπεδο Νο 3: Αντικειμενική αξία 27.500.000 - 6% = 25.850.000 δρχ. Αξία βάσει δήλωσης: 25.000.000 δρχ. Φορολογητέα αξία: 25.850.000 δρχ.
Σύνολο φορολογητέας αξίας: 170.850.000 δρχ. Ποσό φόρου που αναλογεί: 359.250 δρχ. Το σύνολο φόρου για καταβολή είναι το ποσό που προκύπτει από την εκκαθάριση της τελευταίας δήλωσης περαίωσης μείον το ποσό των αρχικών βεβαιώσεων. Δηλαδή 359.250 δρχ. - 355.000 δρχ. = 4.250. Η δήλωση περαιώνεται ως ειλικρινής, διότι η βεβαίωση αμελείται.
Μετά τη βεβαίωση και στις τρεις δηλώσεις γράφεται η ένδειξη, περαιώθηκαν και μπαίνουν στο περαιωμένο αρχείο.
ΙΙ.- ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ
Αρθρο 2
Παράγραφος 1
Σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. δ της παρ. 3 του άρθρου 2 του α.ν. 1521/1950, όπως ίσχυαν πριν από τη δημοσίευση του παρόντος, όταν μεταγράφεται δικαστική απόφαση, με την οποία αναγνωρίζεται κάποιος κύριος ακινήτου λόγω τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας, επιβάλλεται φόρος μεταβίβασης. Σε κάθε άλλη περίπτωση μεταγραφής δικαστικής απόφασης αναγνώρισης κυριότητας επί ακινήτου δεν επιβαλλόταν φόρος.
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής επιβάλλεται πλέον φόρος μεταβίβασης σε κάθε περίπτωση μεταγραφής δικαστικής απόφασης, με την οποία αναγνωρίζεται η κυριότητα ή οποιοδήποτε άλλο εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο από οποιαδήποτε αιτία, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία στο όνομα του προσώπου στο οποίο γίνεται η αναγνώριση υπάρχει μεταγεγραμμένος τίτλος για το δικαίωμα αυτό, για το οποίο έχει υποβληθεί η οικεία δήλωση που προβλέπεται από το νόμο.
Παράγραφος 2
Σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ.3 και 6 του άρθρου 2 του α.ν. 1521/1950, όταν μεταγράφεται δικαστική απόφαση με την οποία αναγνωρίζεται η κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο στο όνομα κάποιου προσώπου λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων χρησικτησίας (τακτικής ή έκτακτης) ή στις περιπτώσεις που κατά τη μεταβίβαση ακινήτου γίνεται από τον μεταβιβάζοντα επίκληση της κτήσης αυτού με χρησικτησία, οφείλεται φόρος μεταβίβασης με ακέραιο συντελεστή. Κατ` εξαίρεση δεν επιβαλλόταν φόρος όταν τα ακίνητα βρίσκονταν σε περιοχές δήμων και κοινοτήτων μέχρι 2.000 κατοίκους, εφόσον αυτά δεν ήταν στο σύνολό τους ή μερικώς μέσα σε ζώνη 500 μέτρων από το χειμέριο κύμα.
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου, καταργούνται από 9.3.01 (ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου) τα εδάφια τρίτο και τέταρτο της παρ.6 του άρθρου 2 του α.ν. 1521/50. λτσι, σε κάθε περίπτωση μεταγραφής δικαστικής απόφασης, αναγνωριστικής δικαιώματος χρησικτησίας ή μεταβίβασης με οποιαδήποτε αιτία ακινήτου με επίκληση δικαιώματος χρησικτησίας, όπου και αν βρίσκονται τα μεταβιβαζόμενα ακίνητα (δηλαδή ανεξάρτητα από τον πληθυσμό του δήμου ή της κοινότητας ή της απόστασής του από τη θάλασσα) οφείλεται φόρος μεταβίβασης με ακέραιο συντελεστή.
Σημειώνεται ότι σε όσες περιπτώσεις υποβλήθηκαν δηλώσεις μέχρι τις 8.3.2000 αλλά δε συνετάγη το μεταβιβαστικό συμβόλαιο ή δεν έγινε η μεταγραφή της δικαστικής απόφασης, πρέπει να αναζητηθεί ο οφειλόμενος φόρος, με ακέραιο συντελεστή.
Οσον αφορά την αξία του ακινήτου, για τον υπολογισμό του φόρου μεταβίβασης (χρησικτησίας) αν το δηλούμενο τίμημα κατά τη μεταβίβαση με επαχθή αιτία ή η αξία της παροχής κατά τη μεταβίβαση αιτία δωρεάς ή γονικής παροχής είναι μεγαλύτερο από την αξία που προκύπτει με βάση το αντικειμενικό σύστημα, θα ληφθεί υπόψη η μεγαλύτερη αυτή αξία που αναγράφεται στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο, δεδομένου ότι χρόνος φορολογίας για τον υπολογισμό του φόρου χρησικτησίας είναι ο χρόνος σύνταξης του μεταβιβαστικού συμβολαίου και δε μπορεί για το ίδιο ακίνητο να εμφανίζονται δύο διαφορετικές αξίες.
Επιπλέον σας γνωρίζουμε ότι σε περίπτωση μεταγραφής πρακτικών, συμβιβαστικής επίλυσης εμπραγμάτων διαφορών επί ακινήτων κατ` εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 214Α του Κ.Πολ.Δ. εφόσον συνιστάται, μετατίθεται ή καταργείται εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο, υπάρχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης και καταβολής του φόρου, δεδομένου ότι το πρακτικό δικαστικού συμβιβασμού αναπληρώνει το συμβολαιογραφικό τύπο και υπόκειται σε μεταγραφή (σχετ. Εγκύκλιες αριθ.4852/15.12.00 και 1281/19.02.01 Υπ. Δικαιοσύνης).
Παράγραφος 3
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής θεσπίζονται οι ακόλουθες ρυθμίσεις στην απαλλαγή πρώτης κατοικίας:
α) Για τη χορήγηση απαλλαγής πρώτης κατοικίας του αγοραστή λαμβάνονται υπόψη μόνο τα ανήλικα τέκνα αυτού, ο αριθμός των οποίων προσαυξάνει το αφορολόγητο όριο και διαμορφώνει το απαλλασσόμενο ποσό που δικαιούται ο αποκτών την πρώτη κατοικία.
Ετσι, τα άγαμα ενήλικα τέκνα του δικαιούχου, τα οποία σπουδάζουν και δεν έχουν υπερβεί την ηλικία των 25 ετών, αφενός δεν προσαυξάνουν το αφορολόγητο όριο του δικαιούχου και αφετέρου αυτά μπορούν να τύχουν αυτοτελώς απαλλαγής πρώτης κατοικίας ως ενήλικες, έστω και αν προσμετρήθηκαν στο παρελθόν κατά την αγορά πρώτης κατοικίας από τους γονείς τους.
Επισημαίνεται ότι, αν πρόσωπο έχει απαλλαγεί κατά το παρελθόν με την ιδιότητα του σπουδαστή (κατ` εφαρμογή των 1137583/494/15.12.95 ΠΟΛ.1319 και 1061478/247/13.8-1999 ΠΟΛ.1168 Εγκ. Υπ. Οικ.) δεν μπορεί να τύχει νέας απαλλαγής, εκτός αν στο πρόσωπό του συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης απαλλαγής για δεύτερη φορά κατά τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 1 του ν.1078/1980.
β) Καταργείται ο όρος τουριστικές περιοχές, έτσι ώστε για τη χορήγηση απαλλαγής πρώτης κατοικίας, δε λαμβάνεται υπόψη η ύπαρξη ακινήτων σε δήμους ή κοινότητες που έχουν χαρακτηρισθεί ως Τουριστικοί τόποι με τα Π.Δ. 899/1976 και 664/1977, εκτός αν οι περιοχές αυτές (δήμοι-κοινότητες) έχουν πληθυσμό άνω των 3.000 κατοίκων.
γ) Μειώνεται το όριο του πληθυσμού από 5.000 σε 3.000 κατοίκους και αντικαθίσταται ο όρος πόλη από τον όρο δήμο ή κοινότητα, προκειμένου να μην υπάρχει διαφορετική ορολογία σε σχέση με τη διοικητική διαίρεση της χώρας.
Ετσι, για τη χορήγηση της απαλλαγής ερευνάται η ύπαρξη ακινήτων (ή εμπραγμάτων δικαιωμάτων επ` αυτών) σε δήμους ή κοινότητες με πληθυσμό πάνω από 3.000 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 1991 (ΦΕΚ 882 τ. Β`), πριν την ισχύ του ν.2539/1997 (ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ) (σχετ.1131002/748/16.12.97 ΠΟΛ.1325 Εγκ. Υπ.Οικ.)Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη της παρ.7 του άρθρου 21 του ν.2539/1977 τα προαναφερόμενα ισχύουν και στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (δήμους ή κοινότητες) που καταργήθηκαν λόγω συνένωσης, με βάση τις διατάξεις του ν.1416/1984 και 1622/1986.
Παράγραφος 4
Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής για νομοτεχνικούς λόγους (προκειμένου να ενσωματωθεί στο ενιαίο κείμενο των διατάξεων του ν.1078/1980) προστίθεται ως δεύτερο εδάφιο στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν.1078/80 η διάταξη της παραγράφου 15 του άρθρου 10 του ν.2386/1996 που αναφέρεται στο γεωγραφικό προσδιορισμό της περιοχής της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης η οποία καταργείται αντίστοιχα με την παράγραφο 10 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου.
Ετσι, ενσωματώνεται στην παρ. 1 του άρθρου 1 του ν.1078/1980 η ανωτέρω διάταξη, με την οποία ορίζεται ότι για τη χορήγηση απαλλαγής πρώτης κατοικίας η περιοχή της "τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης" θεωρείται ως ένας δήμος.
Παράγραφος 5
Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής, απαλείφονται από το όγδοο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 1 του ν.1078/1980 η φράση ή σπουδάζοντα μέχρι το 25ο έτος της ηλικίας τους, καθώς και ο προσδιορισμός του φύλου. λτσι σε περίπτωση θανάτου δικαιούχου δανείου από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας, η απαλλαγή πρώτης κατοικίας παρέχεται με τις ίδιες προϋποθέσεις στα ανήλικα μόνο τέκνα του αποβιώσαντος (δεδομένου ότι τα σπουδάζοντα τέκνα δε θεωρούνται πλέον προστατευόμενα τέκνα) και τον επιζώντα σύζυγο (χήρο ή χήρα) ενώ μέχρι σήμερα η απαλλαγή παρεχόταν μόνο στη σύζυγο (χήρα).
Παράγραφος 6
Σύμφωνα με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν.1078/1980, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου 13 του ν.2753/1999, ο αγοραστής που έχει μεταβιβάσει την επικαρπία του ακινήτου (οικίας, διαμερίσματος ή οικοπέδου), που πληρούσε τις στεγαστικές του ανάγκες, δε μπορεί να τύχει της απαλλαγής πρώτης κατοικίας, πριν από την παρέλευση πενταετίας από τη μεταβίβαση της επικαρπίας.
Με τη διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου νόμου η αρνητική αυτή προϋπόθεση, (παρέλευση πενταετίας), τίθεται και στην περίπτωση μεταβίβασης της ψιλής κυριότητας οικοπέδου ή ποσοστού αυτού (που κάλυπτε κατά το χρόνο της μεταβίβασης τις στεγαστικές ανάγκες του αγοραστή).
Ετσι, αν φυσικό πρόσωπο είχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης την ψιλή κυριότητα οικοπέδου, το οποίο πληρούσε τις στεγαστικές ανάγκες του, είτε μεταβιβάζεται η επικαρπία είτε η ψιλή κυριότητα αυτού του οικοπέδου, δεν είναι δυνατή η παροχή απαλλαγής για την απόκτηση πρώτης κατοικίας πριν την παρέλευση πενταετίας από τη μεταβίβασή τους. Διευκρινίζεται, ότι το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δεν απαιτείται αν μετά τη μεταβίβαση του ενός εμπραγμάτου δικαιώματος (ψιλής κυριότητας ή επικαρπίας), μεταβιβασθεί και το άλλο, έτσι ώστε κατά το χρόνο της αγοράς, ολόκληρο το υπόψη οικόπεδο έχει εξέλθει από την κυριότητα του αγοραστή.
Για τη διακρίβωση της πλήρωσης των στεγαστικών αναγκών κατά το χρόνο της μεταβίβασης λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το οικόπεδο του οποίου μεταβιβάστηκε η επικαρπία ή η ψιλή κυριότητα αλλά το σύνολο των ακινήτων που κατά το χρόνο αυτό είχε στην κυριότητά του ή κατά επικαρπία κ.τ.λ. ο αγοραστής.
Προς κατανόηση των ανωτέρω, παραθέτουμε τα ακόλουθα παραδείγματα:
Παράδειγμα 1:
Ο Α, έγγαμος με δύο ανήλικα τέκνα έχει στην κυριότητά του οικόπεδο κατά δικαίωμα πλήρους κυριότητος στο οποίο αντιστοιχεί εμβαδόν κτίσματος 200 τ.μ.
Την 1.3.1998 μεταβιβάζει την ψιλή κυριότητα αυτού σε τρίτο παρακρατώντας το δικαίωμα της επικαρπίας.
Το 2001 ζητά απαλλαγή πρώτης κατοικίας για την αγορά διαμερίσματος.
Ο ανωτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 6, δεν μπορεί να τύχει απαλλαγής πριν την 1.3.2003 (ημερομηνία συμπλήρωσης της πενταετίας).
Αν ωστόσο στο παράδειγμα αυτό, σε μεταγενέστερο χρόνο, έστω την 1.10.1999 (πριν τη λήξη της πενταετίας), παραιτηθεί του δικαιώματος της επικαρπίας, δικαιούται απαλλαγής από την ημερομηνία αυτή και μετά, γιατί πλέον ολόκληρο το ακίνητο έχει εκφύγει της κυριότητάς του.
Παράδειγμα 2:
Ο Α, έγγαμος με δύο ανήλικα τέκνα (στεγαστικές ανάγκες 100 τ.μ.), έχει στην κυριότητά του ένα οικόπεδο στο οποίο αντιστοιχεί εμβαδόν κτίσματος 80 τ.μ. και η σύζυγός του ένα διαμέρισμα 50 τ.μ.
Την 1.3.1998 μεταβιβάζει την ψιλή κυριότητα του οικοπέδου σε τρίτο παρακρατώντας το δικαίωμα της επικαρπίας.
Το 2001 αιτείται απαλλαγής πρώτης κατοικίας για την αγορά διαμερίσματος.
Ο ανωτέρω, δεν μπορεί να τύχει απαλλαγής πριν την 1.3.2003 (ημερομηνία συμπλήρωσης της πενταετίας) γιατί κατά το χρόνο της μεταβίβασης τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγός του, είχαν στην κυριότητά τους δύο ακίνητα που συνολικά τους πληρούσαν τις στεγαστικές ανάγκες.
Σε περίπτωση όμως μεταβίβασης και του δικαιώματος της επικαρπίας δικαιούται απαλλαγής διότι το εν λόγω ακίνητο έχει εκφύγει της κυριότητάς του και το διαμέρισμα των 50 τ.μ. δεν καλύπτει τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειάς του.
Παράγραφος 7
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής θεσπίζονται οι ακόλουθες ρυθμίσεις στην απαλλαγή πρώτης κατοικίας για δεύτερη φορά:
α) Παρέχεται απαλλαγή για δεύτερη φορά και κατά την αγορά οικοπέδου, δυνατότητα που δεν υπήρχε πριν την ισχύ του νέου νόμου.
β) Ορίζεται ρητά προς άρση κάθε αμφισβήτησης ότι για τη χορήγηση της απαλλαγής πρέπει το ακίνητο που αγοράσθηκε αρχικά να μεταβιβασθεί αιτία πωλήσεως (δηλαδή όχι με δωρεά ή γονική παροχή).
γ) Προκειμένου να χορηγηθεί απαλλαγή, πρέπει το αγοραζόμενο ακίνητο να είναι μεγαλύτερο του πρώτου (για το οποίο απαλλάχθηκε και πωλήθηκε) κατά 10 τ.μ. τουλάχιστον ή ίσης (τουλάχιστον) επιφανείας μ` αυτό, εφόσον έχει βοηθητικούς χώρους 10 τ.μ. (τουλάχιστον) τους οποίους το προηγούμενο δεν είχε.
Ετσι, σε περίπτωση αγοράς ακινήτου μεγαλύτερου κατά 10 τ.μ. σε επιφάνεια κύριας χρήσης δεν εξετάζεται η ύπαρξη ή μη βοηθητικών χώρων στο προηγούμενο ακίνητο (για το οποίο απηλλάγη ο αγοραστής), ενώ σε περίπτωση αγοράς ακινήτου με διαφορά επιφάνειας κύριας χρήσης μικρότερης των 10 τ.μ. αλλά μεγαλύτερης ή ίσης των 10 τ.μ. σε επιφάνεια βοηθητικών χώρων, για τη χορήγηση απαλλαγής θα πρέπει το προηγούμενο να στερείται παντελώς βοηθητικών χώρων.
Κατ εξαίρεση, γίνεται δεκτό ότι, είναι δυνατή η χορήγηση απαλλαγής και στην περίπτωση αγοράς ακινήτου (τουλάχιστον ίσου με το πρώτο) με διαφορά επιφάνειας μικρότερης των 10 τ.μ., εφόσον η διαφορά της συνολικής επιφάνειας του νέου διαμερίσματος, λαμβανομένων υπόψη και των βοηθητικών χώρων του, είναι μεγαλύτερη ή ίση με 10 τ.μ., αλλά με την προϋπόθεση ότι το παλαιό ακίνητο στερείτο παντελώς βοηθητικών χώρων.
Δηλαδή, απαλλαγή χορηγείται σε μια από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
γα) Το αγοραζόμενο ακίνητο είναι μεγαλύτερο του πρώτου κατά 10 τ.μ. τουλάχιστον σε επιφάνεια κύριας χρήσης (ανεξάρτητα από το αν το πρώτο είχε ή όχι βοηθητικούς χώρους).
γβ) Το αγοραζόμενο ακίνητο είναι τουλάχιστον ίσο με το πρώτο (σε επιφάνεια κύριας χρήσης) και η επιφάνεια των βοηθητικών χώρων ή το σύνολο της επιφάνειας βοηθητικών χώρων και χώρων κύριας χρήσης είναι μεγαλύτερο κατά 10 τ.μ. τουλάχιστον, εφόσον όμως το προηγούμενο ακίνητο στερείτο παντελώς βοηθητικών χώρων.
Ως βοηθητικοί χώροι νοούνται οι αποθήκες και οι θέσεις στάθμευσης, που βρίσκονται στην ίδια οικοδομή.
Οι χώροι αυτοί μπορεί να βρίσκονται στο υπόγειο, στο ισόγειο-πυλωτή ή στον ακάλυπτο χώρο οικοπέδου και μπορεί να αποτελούν παρακολουθήματα του συγκεκριμένου διαμερίσματος ή αυτοτελείς ιδιοκτησίες με δικά τους χιλιοστά.
Για τη χορήγηση της απαλλαγής θα πρέπει να αποκτώνται μαζί με το ακίνητο και οι ανωτέρω βοηθητικοί χώροι ταυτόχρονα με το ίδιο συμβόλαιο.
Προς πληρέστερη κατανόηση των ανωτέρω, παρατίθενται τα ακόλουθα παραδείγματα:
Παράδειγμα 1
Ο Α` έγγαμος με ένα παιδί, έτυχε απαλλαγής κατά το παρελθόν για την αγορά ενός διαμερίσματος 80 τ.μ.
Επειδή το ακίνητο αυτό δεν πληροί τις στεγαστικές του ανάγκες, προβαίνει (φυσικά, μετά την πώληση του) στην αγορά διαμερίσματος 85 τ.μ. το οποίο έχει ως παρακολούθημα μια αποθήκη στον υπόγειο χώρο της πολυκατοικίας 5 τ.μ. και αιτείται απαλλαγής πρώτης κατοικίας.
Ο ανωτέρω, θα τύχει απαλλαγής διότι η διαφορά του συνολικού εμβαδού του νέου διαμερίσματος και του βοηθητικού χώρου της αποθήκης ( 5 + 5 =10 τ.μ.) είναι μεγαλύτερη κατά 10 τ.μ. που θέτει ο νόμος και το πρώτο διαμέρισμα στερείτο βοηθητικών χώρων.
Παράδειγμα 2
Ο Β, έγγαμος με δύο παιδιά, έτυχε απαλλαγής κατά το παρελθόν για την αγορά ενός διαμερίσματος 70 τ.μ., το οποίο είχε ως παρακολούθημα μια αποθήκη 15 τ.μ.
Επειδή το εν λόγω ακίνητο δεν πληροί τις στεγαστικές του ανάγκες, προβαίνει στην αγορά διαμερίσματος 90 τ.μ.
Για τη νέα αυτή αγορά θα τύχει απαλλαγής πρώτης κατοικίας διότι το εμβαδόν του νέου διαμερίσματος είναι μεγαλύτερο των 10 τ.μ.
Παράδειγμα 3
Ο Γ, έγγαμος με δύο παιδιά, έτυχε απαλλαγής κατά το παρελθόν για την αγορά ενός διαμερίσματος 90 τ.μ. στο οποίο αντιστοιχεί μία θέση στάθμευσης 15 τ.μ.
Επειδή το ανωτέρω ακίνητο δεν πληροί τις στεγαστικές του ανάγκες, προβαίνει στην αγορά διαμερίσματος 95 τ.μ., μιας αποθήκης 10 τ.μ. και μιας θέσης στάθμευσης 20 τ.μ.
Ο παραπάνω, δε δικαιούται απαλλαγής πρώτης κατοικίας, διότι αφενός μεν η διαφορά του εμβαδού του νέου διαμερίσματος είναι μικρότερη των 10 τ.μ., αφετέρου δε το προηγούμενο διαμέρισμα διέθετε βοηθητικούς χώρους.
δ) Η πλήρωση η μη των στεγαστικών αναγκών (απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση της απαλλαγής), κρίνεται κατά το χρόνο αγοράς του νέου ακινήτου και όχι κατά το χρόνο πώλησης του ακινήτου για το οποίο χορηγήθηκε αρχική απαλλαγή πρώτης κατοικίας.
Προς αποφυγή καταστρατήγησης του σκοπού του νόμου, μέσω της χρήσης της απαλλαγής για επενδυτικούς σκοπούς και όχι προς απόκτηση επαρκούς στέγης από αυτούς που τη στερούνται, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αφενός μεν για τη χορήγηση απαλλαγής για την αγορά κατοικίας για πρώτη φορά συνυπολογίζονται όλα τα ακίνητα που έχει στην κυριότητά του ο αγοραστής, και αφετέρου η απαλλαγή για δεύτερη φορά χορηγείται λόγω μη πλήρωσης των στεγαστικών αναγκών, είναι αυτονόητο ότι για τη χορήγηση της δεύτερης απαλλαγής θα συνυπολογισθούν όλα τα ακίνητα που έχει στην κυριότητά του ο αγοραστής.
Το ότι ο νομοθέτης θέτει ως προϋπόθεση για τη χορήγηση της απαλλαγής την πώληση του ακινήτου για το οποίο απηλλάγη αρχικά ο αγοραστής (και το οποίο δεν κάλυπτε τις στεγαστικές του ανάγκες), δε σημαίνει ότι η πλήρωση ή μη των στεγαστικών του αναγκών κρίνεται μόνο από το εμβαδόν του συγκεκριμένου ακινήτου.
Αλλωστε, η απαλλαγή για δεύτερη φορά χορηγείται, όπως ρητά ορίζεται στο νόμο, με τις ίδιες προϋποθέσεις με τις οποίες χορηγείται απαλλαγή για πρώτη φορά.
Ετσι, η απαλλαγή για δεύτερη φορά χορηγείται εφόσον συντρέχουν μεταξύ άλλων οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) το σύνολο του εμβαδού των ακινήτων την κυριότητα (επικαρπία κλπ) των οποίων έχει ο αγοραστής κατά τον κρίσιμο χρόνο χορήγησης της δεύτερης απαλλαγής δεν καλύπτει τις στεγαστικές του ανάγκες και
β) το σύνολο του εμβαδού των ακινήτων που είχε στην κυριότητά του ο αγοραστής κατά το χρόνο πώλησης του απαλλαχθέντος ακινήτου δε θα κάλυπτε τις στεγαστικές του ανάγκες όπως αυτές διαμορφώνονται κατά τον κρίσιμο χρόνο της δεύτερης απαλλαγής και τούτο γιατί είναι πιθανό κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ πώλησης του ακινήτου και αγοράς νέου να έχουν αυξηθεί οι στεγαστικές του ανάγκες (π.χ. απόκτηση τέκνου).
Δηλαδή, πιο αναλυτικά:
α) για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών του αγοραστή θα ληφθούν υπόψη και θα συνυπολογισθούν όλα τα ακίνητα που έχει στην κυριότητά του ο αγοραστής κατά τον κρίσιμο χρόνο χορήγησης της δεύτερης απαλλαγής και όχι μόνο το πωληθέν και β) το πωληθέν ακίνητο δε θα πρέπει συναθροιζόμενο με τυχόν άλλα ακίνητα που έχει στην κυριότητά του κλπ κατά το χρόνο πώλησής του να κάλυπτε τις στεγαστικές του ανάγκες όπως αυτές παρουσιάζονται κατά το χρόνο χορήγησης της δεύτερης απαλλαγής.
Προς πληρέστερη κατανόηση των ανωτέρω, παρατίθενται τα ακόλουθα παραδείγματα:
Παράδειγμα 1
Ο Α ως έγγαμος την 1.6.1998, έτυχε απαλλαγής πρώτης κατοικίας για την αγορά ενός διαμερίσματος 75 τ.μ.
Την 1.7.2000 πώλησε το ανωτέρω ακίνητο και την 1.3.2001 έχοντας αποκτήσει ενδιάμεσα και ένα τέκνο, προβαίνει στην αγορά διαμερίσματος 87 τ.μ. για το οποίο ζητά απαλλαγή πρώτης κατοικίας.
Ο ανωτέρω δικαιούται την απαλλαγή γιατί, κατά το χρόνο της νέας αγοράς, το πρώτο ακίνητο δεν επαρκούσε για την πλήρωση των στεγαστικών του αναγκών (λόγω απόκτησης τέκνου κατά τον ενδιάμεσο χρόνο), έστω και αν αυτές πληρούνταν κατά το χρόνο της πώλησης (1.7.2000).
Παράδειγμα 2
Ο Α, έγγαμος με δύο παιδιά, έτυχε απαλλαγής πρώτης κατοικίας την 1.2.1997 για την αγορά ενός διαμερίσματος 80 τ.μ.
Την 1.10.1998 αγόρασε ένα διαμέρισμα 40 τ.μ. καταβάλλοντας το φόρο μεταβίβασης.
Μετά την παρέλευση διετίας από την αρχική αγορά, πώλησε το πρώτο ακίνητο (για το οποίο έτυχε απαλλαγής) και σήμερα ζητά νέα - δεύτερη- απαλλαγή για την αγορά ενός ακινήτου 100 τ.μ. που πρόκειται να πραγματοποιήσει.
Στην περίπτωση αυτή ο ανωτέρω δε δικαιούται την απαλλαγή γιατί το εμβαδόν των δύο διαμερισμάτων, συνολικά αθροιζόμενο (120 τ.μ.), κάλυπτε τις στεγαστικές του ανάγκες, κατά το χρόνο της πώλησής του.
Αν ωστόσο, στο ίδιο παράδειγμα, ο Α, μετά την πώληση του ακινήτου αποκτούσε ένα επιπλέον τέκνο (και κατά συνέπεια οι στεγαστικές του ανάγκες ήταν 125 τ.μ.) θα δικαιούταν απαλλαγής, διότι τα δύο ακίνητα (συνολικού εμβαδού 120 τ.μ.) δε θα κάλυπταν τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειάς του κατά το χρόνο χορήγησης της δεύτερης απαλλαγής.
Παράγραφος 8
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής ορίζεται ότι, σε περίπτωση χορήγησης απαλλαγής πρώτης κατοικίας, αν ο αγοραστής μεταβιβάσει ή συστήσει οποιοδήποτε εμπράγματο δικαίωμα, εκτός από υποθήκη, πριν την παρέλευση πενταετίας από την αρχική αγορά, υποχρεούται, πριν από τη μεταβίβαση ή τη σύσταση του εμπράγματου δικαιώματος, σε υποβολή δήλωσης και καταβολή εφάπαξ του φόρου που αναλογεί στην αξία του ακινήτου κατά το χρόνο της νέας μεταβίβασης ή της σύστασης του εμπράγματου δικαιώματος, ή στο δηλούμενο τίμημα της μεταβίβασης, εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο της αντικειμενικής αξίας, εκτός αν ο φόρος που αναλογεί κατά το χρόνο της απαλλαγής είναι μεγαλύτερος, οπότε καταβάλλεται ο μεγαλύτερος αυτός φόρος.
Αιτιολογική βάση για τη θέσπιση της πιο πάνω διάταξης είναι το γεγονός ότι ο φόρος που τελικά θα καταβληθεί κατά το χρόνο άρσης της απαλλαγής( για το ακίνητο που έτυχε της απαλλαγής), σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να είναι μικρότερος από το ποσό του φόρου για την καταβολή του οποίου απηλλάγη.
Ετσι, κατά την άρση της απαλλαγής θα λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του φόρου η μεγαλύτερη αξία μεταξύ δηλουμένου στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο τιμήματος και αντικειμενικής αξίας (κατά το χρόνο άρσης της απαλλαγής). Αν όμως ο φόρος για τον οποίο απηλλάγη αρχικά ο αγοραστής είναι μεγαλύτερος εκείνου που αναλογεί κατά το χρόνο άρσης αυτής, με βάση τα παραπάνω, θα καταβληθεί ο μεγαλύτερος φόρος.
Παράδειγμα 1
Ο Α το έτος 2000 έτυχε απαλλαγής πρώτης κατοικίας για την αγορά ενός οικοπέδου αντικειμενικής αξίας 5.000.000 δρχ. Το έτος 2001 μεταβιβάζει το ακίνητο αυτό σε τρίτο έναντι δηλωθέντος τιμήματος 15.000.000 δρχ. και αντικειμενικής αξίας 7.000.000 δρχ.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ως αξία για τον υπολογισμό του φόρου κατά το χρόνο άρσης της απαλλαγής θα ληφθεί υποχρεωτικά υπόψη το δηλωθέν τίμημα, επειδή είναι μεγαλύτερο της αντικειμενικής αξίας.
Παράδειγμα 2
Ο Α, έγγαμος με 2 παιδιά το Μάρτιο του 2000 αγόρασε διαμέρισμα αντικειμενικής αξίας 20.000.000 δρχ. και κατά δήλωσή του 28.000.000 δρχ. Για την αγορά αυτή έτυχε πλήρους απαλλαγής δεδομένου ότι το αφορολόγητο ποσό στη συγκεκριμένη περίπτωση ανήρχετο σε 28.750.000 δρχ.
Σήμερα, μεταβιβάζει το εν λόγω ακίνητο σε τρίτο και υποβάλει δήλωση άρσης απαλλαγής στην οποία δηλώνει ως τίμημα την αντικειμενική αξία του ακινήτου η οποία ανέρχεται σε 24.500.000 δρχ.
Ο υπολογισμός του φόρου θα γίνει ως εξής:
Α) φόρος που αναλογεί κατά το χρόνο χορήγησης της απαλλαγής:
Σε αξία 4.000.000 Χ 11% = 440.000 δρχ. φόρος
Σε αξία 24.000.000 Χ 13% = 3.120.000 δρχ. φόρος
Σύνολο απαλλασσόμενου φόρου κατά την αγορά 440.000 + 3.120.000 = 3.560.000 δρχ.
Β) φόρος που αναλογεί κατά το χρόνο άρσης της απαλλαγής:
Σε αξία 5.000.000 Χ 9% = 450.000 δρχ. φόρος
Σε αξία 19.500.000 Χ 11% = 2.145.000 δρχ. φόρος
Φόρος που αναλογεί σήμερα 450.000 + 2.145.000 = 2.595.000 δρχ.
Επειδή το ποσό του φόρου για το οποίο έτυχε απαλλαγής ο αγοραστής είναι μεγαλύτερο εκείνου που αναλογεί κατά το χρόνο άρσης της απαλλαγής, θα καταβληθεί ο μεγαλύτερος φόρος των 3.560.000 δρχ. (του χρόνου χορήγησης της απαλλαγής).
Παράδειγμα 3
Ο Α, άγαμος, το έτος 1999 αγόρασε οικόπεδο αντικειμενικής αξίας 16.300.000 δρχ. και κατά δήλωσή του 18.050.000 δρχ. Για την αγορά αυτή έτυχε απαλλαγής πρώτης κατοικίας για το ποσό των 8.050.000 δρχ. Για το υπόλοιπο ποσό κατέβαλε φόρο:
Σήμερα (7/2001) μεταβιβάζει το εν λόγω ακίνητο σε τρίτο και υποβάλλει δήλωση άρσης της απαλλαγής, στην οποία δηλώνεται ως τίμημα η αντικειμενική αξία, η οποία ανέρχεται σε 18.750.000 δρχ.
Ο υπολογισμός του φόρου θα γίνει ως εξής:
Α) Απαλλασσόμενος φόρος κατά την αγορά:
Απαλλασσόμενη αξία: 8.050.000 δρχ.
Σε αξία 4.000.000 δρχ. Χ 11% φόρος 440.000 δρχ.
" " 4.050.000 δρχ. Χ 13% " 526.500 δρχ.
" " 8.050.000 δρχ. " 966.500 δρχ.
Β) Φόρος που αναλογεί κατά το χρόνο άρσης της απαλλαγής:
Σε αξία 18.050.000 δρχ. απαλλασσόμενη αξία 8.050.000 δρχ.
Σε αξία 18.750.000 δρχ. " " Χ; "
Χ = 8.050.000 Χ 18.750.000 = 8.362.188 δρχ. ---------- 18.050.000
Σε αξία 5.000.000 δρχ. Χ 9% φόρος 450.000 δρχ.
" " 3.362.188 δρχ. Χ 11% " 369.841 δρχ.
" " 8.362.188 δρχ. " 819.841 δρχ.
Επειδή ο φόρος για τον οποίο απηλλάγη ο αγοραστής (966.500 δρχ ) είναι μεγαλύτερος από το φόρο που αναλογεί κατά το χρόνο άρσης της απαλλαγής αυτής (819.841 δρχ.), θα καταβληθεί ο μεγαλύτερος φόρος των 966.500 δρχ.
Παράγραφος 9
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής απαλείφεται από την παράγραφο 14 του άρθρου 1 του ν.1078/1980 η φράση με εξαίρεση τα τέκνα των προσώπων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου τα οποία σπουδάζουν, δεδομένου ότι τα ανωτέρω τέκνα δε λαμβάνονται πλέον υπόψη για τη χορήγηση της απαλλαγής των γονέων τους. Τούτο, καθόσον αυτά τα πρόσωπα (τα τέκνα που σπουδάζουν και έχουν υπερβεί την ηλικία των 18 ετών) δικαιούνται αυτοτελώς απαλλαγής ως ενήλικες.
Παράγραφος 10
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, οι οποίες είναι διαδικαστικού περιεχομένου καταργείται η παράγραφος 15 του άρθρου 10 του ν.2386/96 που αναφέρεται στο γεωγραφικό προσδιορισμό της περιοχής της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης, γιατί η διάταξη αυτή προστέθηκε με την παράγραφο 4 του ν.2892/01 ως δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν.1078/80 προκειμένου να ενσωματωθεί στο κείμενο των διατάξεων του ν.1078/1980.
Παράγραφος 11
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής μειώνονται κατά δύο μονάδες οι συντελεστές του φόρου μεταβίβασης στις περιοχές που δε λειτουργεί ή δεν έχει συσταθεί Πυροσβεστική Υπηρεσία και αυξάνεται το ποσό των 4.000.000 δρχ. σε 5.000.000 δρχ.
Ετσι, στις περιοχές αυτές οι συντελεστές φ.μ.α. έχουν ως εξής:
Για το μέχρι 5.000.000 δρχ. ποσό αξίας του ακινήτου εφαρμόζεται ως συντελεστής φόρου 7% και για το τμήμα της αξίας που υπερβαίνει το ποσό αυτό, ως συντελεστής 9%.
Παράγραφος 12
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής μειώνονται κατά δύο μονάδες οι συντελεστές του φόρου μεταβίβασης στις περιοχές που λειτουργεί ή έχει συσταθεί σταθμός ή κλιμάκιο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και αυξάνεται το ποσό των 4.000.000 δρχ. σε 5.000.000 δρχ.
Ετσι, στις περιοχές αυτές οι συντελεστές φ.μ.α. διαμορφώνονται ως εξής:
Για το μέχρι 5.000.000 δρχ. ποσό αξίας εφαρμόζεται συντελεστής φόρου 9% και για το επιπλέον ποσό, συντελεστής 11%.
Υπενθυμίζεται, ότι οι ανωτέρω συντελεστές εφαρμόζονται στις μεταβιβάσεις ακινήτων (ή εμπραγμάτων δικαιωμάτων) που βρίσκονται στις εντός σχεδίου περιοχές των δήμων ή κοινοτήτων (όπου υπάρχει Πυροσβεστική Υπηρεσία) με εξαίρεση τα ακίνητα που βρίσκονται στην περιοχή της τέως Διοίκησης Πρωτευούσης όπου εφαρμόζονται τόσο στα εντός όσο και στα εκτός σχεδίου τμήματα αυτής.(σχετ.1123938/434/16.11.95 ΠΟΛ 1296 Εγκ. Υπ. Οικ.).
Παράγραφος 13
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής αυξάνονται τα αφορολόγητα ποσά που ισχύουν κατά την αγορά πρώτης κατοικίας και διαμορφώνονται ως εξής:
α) Για αγορά οικίας ή διαμερίσματος από άγαμο μέχρι ποσού αξίας 21.000.000 δρχ. από 17.250.000 δρχ.
β) Για αγορά οικίας ή διαμερίσματος από έγγαμο μέχρι ποσού αξίας 33.000.000 δρχ. από 27.600.000 δρχ., προσαυξανόμενο κατά 7.000.000 δρχ. από 5.750.000 δρχ. για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα του και κατά 10.000.000 δρχ. για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα του.
γ) Για αγορά οικοπέδου από άγαμο μέχρι ποσού αξίας 10.000.000 δρχ. από 8.050.000 δρχ. και από έγγαμο μέχρι ποσού αξίας 18.000.000 δρχ. από 14.950.000 δρχ.
Το απαλλασσόμενο ποσό αξίας για τον έγγαμο προσαυξάνεται κατά 2.400.000 δρχ. από 1.955.000 δρχ. για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα του και κατά 3.000.000 δρχ. για καθένα από τα επόμενα τέκνα του.
Σημειώνεται ότι σε περίπτωση σύνταξης οριστικών συμβολαίων μετά τις 9.3.01 σε εκτέλεση συμβολαιογραφικών προσυμφώνων, εντός διετίας από το χρόνο κατάρτισής τους, για τον υπολογισμό του φόρου, θα ληφθούν υπόψη αφενός μεν οι αξίες του χρόνου κατάρτισης των προσυμφώνων, και αφετέρου οι νέοι συντελεστές φ.μ.α., καθώς και τα αφορολόγητα όρια που ισχύουν με τον παρόντα νόμο.
Παράγραφος 14
Για τη χορήγηση απαλλαγής πρώτης κατοικίας, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η μόνιμη διαμονή του αγοραστή στην Ελλάδα, δεδομένου ότι η απαλλαγή παρέχεται προκειμένου να διευκολυνθούν οι πολίτες στην απόκτηση στέγης.
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής ρυθμίζεται πλέον και νομοθετικά το θέμα αυτό, ενώ παράλληλα ορίζεται ότι από τη ρύθμιση αυτή εξαιρούνται οι Ελληνες ή ομογενείς που εργάσθηκαν στο εξωτερικό για έξι τουλάχιστον χρόνια και είναι εγγεγραμμένοι κατά το χρόνο της αγοράς σε δημοτολόγιο της χώρας.
Για τη χορήγηση απαλλαγής στα ανωτέρω πρόσωπα παρατηρούμε τα εξής:
Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η εξαετής εργασία στο εξωτερικό και η εγγραφή οποτεδήποτε πριν από το χρόνο της αγοράς σε δημοτολόγιο της Ελλάδος.
Το είδος της εργασίας δεν επηρεάζει τη χορήγηση της απαλλαγής δηλαδή μπορεί ο λλληνας ή ο ομογενής να εργάσθηκε με οποιαδήποτε ιδιότητα είτε ως εργάτης είτε ως υπάλληλος είτε ως αυτοαπασχολούμενος σε δική του επιχείρηση.
Ο χρόνος εργασίας μπορεί να είναι συνεχής ή διακεκομμένος, στην ίδια ή σε άλλη επιχείρηση, αρκεί αθροιστικά να συμπληρώνεται η εξαετία πριν από το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης αγοράς και μπορεί να έχει διανυθεί οποτεδήποτε πριν απ` αυτή.
Ελληνες, είναι τα άτομα που έχουν την Ελληνική υπηκοότητα ανεξάρτητα αν έχουν και αλλοδαπή υπηκοότητα ή ξένο διαβατήριο.
Ομογενείς είναι εκείνα τα πρόσωπα των οποίων οι άμεσοι ή απώτεροι γεννήτορες υπήρξαν λλληνες πολίτες και γενικότερα τα πρόσωπα τα οποία κατάγονται από λλληνες και συνδέονται με δεσμούς αίματος με την Ελληνική Πολιτεία. Τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν την Ελληνική υπηκοότητα.
Η ιδιότητα του Ελληνα αποδεικνύεται από το δελτίο της ταυτότητάς του ή από Ελληνικό διαβατήριο.
Η ιδιότητα του Ομογενούς αποδεικνύεται με κάθε μέσο.
Ενδεικτικά αναφέρονται:
α) Τα στοιχεία του διαβατηρίου
β) Το πιστοποιητικό της Ελληνικής Προξενικής Αρχής
γ) Η βεβαίωση Ελληνικής κοινότητας του εξωτερικού θεωρημένη από Ελληνική Προξενική Αρχή.
δ) Το πιστοποιητικό της υπηρεσίας αλλοδαπών του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης ή του Υπουργείου Εξωτερικών ή οποιασδήποτε άλλης Ελληνικής αρχής.
Οσον αφορά την εξαετή εργασία στο εξωτερικό, αυτή αποδεικνύεται με την προσκόμιση βεβαίωσης του εργοδότη του θεωρημένη για το γνήσιο της υπογραφής από την πλησιέστερη Ελληνική Προξενική Αρχή ή βεβαίωση ασφαλιστικού οργανισμού θεωρημένη από την πλησιέστερη προς τον τόπο εργασίας Ελληνική Προξενική Αρχή ή τα τυχόν υπάρχοντα εκεί κλιμάκια του Υπουργείου Εργασίας.
Η θεώρηση και στις δύο περιπτώσεις παρέλκει, προκειμένου για κράτη που έχουν υπογράψει ή προσχωρήσει στη σύμβαση της Χάγης της 5.10.1961.
Για τη χορήγηση της απαλλαγής πρέπει τόσο ο αγοραστής όσο και η σύζυγός του ή τα ανήλικα τέκνα τους να μην έχουν άλλο ακίνητο στην Ελλάδα που να καλύπτει τις στεγαστικές τους ανάγκες κατά την έννοια του ν.1078/1980.
Σε περίπτωση αγοράς ακινήτου και από τους δύο συζύγους θα πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπο και των δύο οι προϋποθέσεις της απαλλαγής (εγγραφή σε δημοτολόγιο, εξαετής εργασία) διαφορετικά αυτή δε θα χορηγείται.
Αντίθετα χορηγείται απαλλαγή εγγάμου όταν ο ένας εκ των συζύγων αγοράζει μόνος του, έστω και αν ο άλλος σύζυγος δεν έχει τις προϋποθέσεις της απαλλαγής.
Σημειώνεται επίσης ότι τα ανήλικα ή προστατευόμενα τέκνα του αγοραστή δεν είναι απαραίτητο να είναι εγγεγραμμένα σε ελληνικό δημοτολόγιο προκειμένου να προσαυξήσουν το αφορολόγητο όριο για το οποίο ο ομογενής δικαιούται την απαλλαγή πρώτης κατοικίας.
ΙΙΙ.- ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
Αρθρο 3
Παράγραφος 1
Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού αναπροσαρμόζονται τα αφορολόγητα ποσά στη φορολογία μεγάλης ακίνητης περιουσίας ως εξής:
α) για τον άγαμο, το αφορολόγητο ποσό αναπροσαρμόζεται στα 83.000.000 δραχμές.
β) για τον έγγαμο, το αφορολόγητο ποσό αναπροσαρμόζεται στο ποσό των 166.000.000 δραχμών, προσαυξανόμενο κατά 21.000.000 δραχμές για καθένα από τα δύο πρώτα ανήλικα τέκνα τους και κατά 25.000.000 δραχμές για καθένα από τα επόμενα ανήλικα τέκνα τους.
γ) για τα νομικά πρόσωπα το αφορολόγητο ποσό ορίζεται σε 83.000.000 δραχμές.
δ) για τα ημεδαπά και τα αλλοδαπά, με τον όρο της αμοιβαιότητας, νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που επιδιώκουν αποδεδειγμένα σκοπούς κοινωφελείς, θρησκευτικούς, φιλανθρωπικούς και εκπαιδευτικούς, καθώς και για τα ημεδαπά κοινωφελή ιδρύματα, το αφορολόγητο ποσό ορίζεται σε 207.000.000 δραχμές.
Παράγραφος 2
Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του ανωτέρω άρθρου, αντικαθίσταται η περίπτωση α της παραγράφου 5 του άρθρου 26 του ν. 2579/1988 και ορίζονται ως υπόχρεοι σε δήλωση τα φυσικά πρόσωπα των οποίων η αξία της ακίνητης περιουσίας υπερβαίνει τα 83.000.000 δραχμές προκειμένου για άγαμο και τα 166.000.000 δραχμές προκειμένου για έγγαμο.
Τονίζεται ότι, τόσο τα οριζόμενα με το ν. 2892/2001 αφορολόγητα ποσά, όσο και τα ποσά που καθορίζουν την υποχρέωση των φυσικών προσώπων για υποβολή δήλωσης, ισχύουν από το έτος 2002, δεδομένου ότι ο χρόνος γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης είναι η 1η Ιανουαρίου κάθε έτους φορολογίας. Ως εκ τούτου οι δηλώσεις Φόρου Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας για το έτος 2001, έπρεπε να υποβληθούν με τις αξίες των ακινήτων που ίσχυαν την 1η Ιανουαρίου 2001 (και όχι με τις νέες αντικειμενικές τιμές που ισχύουν από 5 Μαρτίου 2001) και με τα αφορολόγητα ποσά που ίσχυαν την ίδια ημερομηνία (δηλαδή, 69.000.000 δραχμές για αγάμους, 138.000.000 δραχμές για εγγάμους, προσαυξανόμενο κατά 17.250.000 δραχμές για κάθε ανήλικο τέκνο τους, 69.000.000 δραχμές για νομικά πρόσωπα και 172.500.000 δραχμές για τα ημεδαπά και τα αλλοδαπά, με τον όρο της αμοιβαιότητας, νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που επιδιώκουν αποδεδειγμένα σκοπούς κοινωφελείς, θρησκευτικούς, φιλανθρωπικούς και εκπαιδευτικούς, καθώς και για τα ημεδαπά κοινωφελή ιδρύματα).
ΙV.- Οι κ.κ. Προϊστάμενοι των Δ.Ο.Υ. , παρακαλούνται να διανείμουν αντίτυπα της παρούσας στα τμήματα Κεφαλαίου και Εισοδήματος (Γραφείο ΦΜΑΠ)
Τέλος, παρακαλούνται οι κ.κ. Επιθεωρητές των Δ.Ο.Υ. να παρακολουθήσουν την εφαρμογή της παρούσας και να παρέχουν τη συνδρομή τους για την επίλυση τυχόν προβλημάτων που θα ανακύψουν σε φορολογικές αρχές που εποπτεύουν. Επίσης, τυχόν ζητήματα που θα ανακύψουν κατά την εφαρμογή της να μας τα αναφέρουν μαζί με τυχόν απόψεις και προτάσεις τους.
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ
Συνημμένα: 2
ΣΥΝΗΜΜΕΝΟ ΣΧΕΔΙΟ:
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (Ημερομηνία)_______ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αρ.Απόφ:_________ Δ.Ο.Υ. _____________
Ταχ. Δ/νση: _____________ Τηλέφωνο : _____________ `
ΘΕΜΑ: Απόφαση διαγραφής πρόσθετου φόρου - αυτοτελούς προστίμου δήλωσης Φ.Μ.Α.Π. έτους _______
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. ______________________έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της περίπτωσης δ της παραγράφου 17 του άρθρου 1 του ν. 2892/2001
2. Τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 4 του π.δ. 16/1989
3. Την από ___________ αίτηση του φορολογούμενου ________________
Α Π Ο Φ Α Σ Ι Ζ Ο Υ Μ Ε
Να εκδοθεί Α.Φ.Ε.Κ. και να διαγραφεί ο πρόσθετος φόρος ή το αυτοτελές πρόστιμο δραχμών #_________ # (________________________________) για τη δήλωση Φ.Μ.Α.Π. έτους _______ του φορολογούμενου ______________________, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης δ της παραγράφου 17 του άρθρου 1 του ν. 2892/200.
Ο Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ.
ν. 2892/2001 ( ΦΕΚ 46 Α) ------------------------ Ελαφρύνσεις στη φορολογία κεφαλαίου και άλλες διατάξεις -------------------------------------------------------
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Αρθρο 1
Φορολογία κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών ------------------------------------------------- 1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 17 του ν.1591/1986 (ΦΕΚ 50 Α), όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 14 του άρθρου 10 του ν. 2386/1996 (ΦΕΚ 43 Α) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"1. Οικία ή διαμέρισμα, που αποκτάται αιτία θανάτου από σύζυγο ή τέκνα του κληρονομούμενου κατά πλήρη κυριότητα, απαλλάσσεται από το φόρο, εφόσον ο κληρονόμος ή κληροδόχος ή ο σύζυγος αυτού ή τα ανήλικα τέκνα τους δεν έχουν δικαίωμα πλήρους κυριότητας ή επικαρπίας ή οίκησης σε άλλη οικία ή διαμέρισμα που πληροί τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειάς τους ή δικαίωμα πλήρους κυριότητας επί οικοπέδου οικοδομήσιμου ή επί ιδανικού μεριδίου οικοπέδου, στα οποία αντιστοιχεί εμβαδόν κτίσματος που πληροί τις στεγαστικές τους ανάγκες και βρίσκονται σε δήμο ή κοινότητα με πληθυσμό άνω των τριών χιλιάδων (3.000) κατοίκων.
Η απαλλαγή παρέχεται για ποσό αγοραίας αξίας οικίας ή διαμερίσματος μέχρι 14.000.000 δραχμές για κάθε κληρονόμο ή κληροδόχο. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά 7.000.000 δραχμές για το σύζυγο και καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα του κληρονόμου ή κληροδόχου και κατά 8.000.000 δραχμές για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα του, εφόσον στο δικαιούχο κληρονόμο ή κληροδόχο περιέρχεται μία μόνο οικία ή ένα διαμέρισμα εξ ολοκλήρου και κατά πλήρη κυριότητα και όχι ποσοστό εξ αδιαιρέτου.
Για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών, η περιοχή της τέως Διοίκησης Πρωτεύουσας θεωρείται ως ένας δήμος.
Οι στεγαστικές ανάγκες καλύπτονται, αν το εμβαδόν της οικίας ή του διαμερίσματος είναι, για ένα άτομο, τριάντα πέντε (35) τ.μ. και για τους συζύγους, εβδομήντα (70) τ.μ., προσαυξανόμενα κατά δεκαπέντε (15) τ.μ. για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα τους και κατά είκοσι πέντε (25) τ.μ. για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα τους".
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 17 του ν. 1591/1986, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"3. Η απαλλαγή από το φόρο της κτήσης αιτία θανάτου παρέχεται μία μόνο φορά. Δεν απαλλάσσεται ο κληρονόμος ή ο κληροδόχος που έτυχε απαλλαγής από το φόρο μεταβίβασης ή γονικής παροχής για απόκτηση στέγης πριν από την κτήση αιτία θανάτου".
3. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 17 του ν. 1591/1986 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"4. Η απαλλαγή παρέχεται με τον όρο ότι η οικία ή το διαμέρισμα θα παραμείνει στην κυριότητα του κληρονόμου ή κληροδόχου για μία τουλάχιστον πενταετία. Αν πριν από την πάροδο της πενταετίας μεταβιβασθεί η οικία ή το διαμέρισμα ή συσταθεί σε αυτό οποιοδήποτε εμπράγματο δικαίωμα, εκτός από υποθήκη, ο κληρονόμος ή κληροδόχος έχει υποχρέωση, πριν από τη μεταβίβαση ή τη σύσταση του εμπράγματου δικαιώματος, να υποβάλει δήλωση και να καταβάλει εφάπαξ ολόκληρο το ποσό του φόρου που αναλογεί επιμεριστικά στην αξία του ακινήτου του χρόνου μεταβίβασης ή στο δηλούμενο τίμημα της μεταβίβασης, εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο της αξίας του ακινήτου, εκτός εάν ο φόρος που αναλογεί στην αξία του ακινήτου κατά το χρόνο της κτήσης αιτία θανάτου είναι μεγαλύτερος, οπότε καταβάλλεται ο μεγαλύτερος αυτός φόρος".
4. Η παράγραφος 6 του άρθρου 23 του ν.1828/1989 (ΦΕΚ 2 Α), όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 11 του άρθρου 14 του ν. 2579/1998 (ΦΕΚ 31 Α), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"6. Αν μεταβιβασθεί με γονική παροχή οικία, διαμέρισμα ή οικόπεδο, εξ ολοκλήρου και κατά πλήρη κυριότητα, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 17 του ν. 1591/1986, δεν υπόκειται σε φόρο ποσό δραχμών 2.400.000 για το δικαιούχο. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά 1.700.000 δραχμές για το σύζυγο και καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα του δικαιούχου και κατά 2.500.000 δραχμές για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα του. Αν ο δικαιούχος της γονικής παροχής παρουσιάζει αναπηρία τουλάχιστον 67%, η απαλλαγή ανέρχεται στο μισό της φορολογητέας αξίας του ακινήτου και δεν μπορεί να υπερβεί τα 24.000.000 δραχμές".
5. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 και του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 29 του ν.δ. 118/1973 (ΦΕΚ 202 Α), όπως τροποποιήθηκαν με την παράγραφο 9 του άρθρου 14 του ν. 2579/1998, αντικαθίστανται ως ακολούθως:
"1. Οι κληρονόμοι ή κληροδόχοι, ανάλογα με τη συγγενική τους σχέση προς τον κληρονομούμενο, κατατάσσονται στις επόμενες τέσσερις (4) κατηγορίες. Για καθεμία από τις κατηγορίες αυτές ισχύει χωριστή φορολογική κλίμακα ως εξής:
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Α
Για κληρονομική μερίδα ή κληροδοσία που περιέρχεται σε: α) σύζυγο του κληρονομούμενου, β) κατιόντες πρώτου βαθμού (τέκνα από νόμιμο γάμο, τέκνα χωρίς γάμο έναντι της μητέρας, αναγνωρισθέντα εκουσίως ή δικαστικώς έναντι του πατέρα, νομιμοποιηθέντα με επιγενόμενο γάμο ή δικαστικώς έναντι και των δύο γονέων, γ) ανιόντες εξ αίματος πρώτου βαθμού.
Κλιμάκια Συντελεστής Φόρος Φορολογητέα Φόρος κλιμακίου (%) κλιμακίου περιουσία που αναλογεί --------------------------------------------------------------- 6.500.000 - - 6.500.000 - - 11.500.000 5 575.000 18.000.000 575.000 54.000.000 15 8.100.000 72.000.000 8.675.000
Υπερβάλλον 25
Αν οι κληρονόμοι ή κληροδόχοι είναι ανήλικα τέκνα του κληρονομούμενου, εφόσον η αξία της κληρονομικής μερίδας είναι:
α) μέχρι και 12.000.000 δραχμές, ο φόρος που αναλογεί μειώνεται κατά 60% και
β) από 12.000.001 έως και 47.000.000 δραχμές, ο φόρος που αναλογεί μειώνεται κατά 30%.
Οι πιο πάνω διατάξεις, που προβλέπουν μείωση του φόρου για τα ανήλικα τέκνα του κληρονομούμενου, δεν εφαρμόζονται σε κτήσεις δωρεάς εν ζωή ή αιτία θανάτου (ή προίκας), καθώς και στις περιουσιακές παροχές των γονέων προς τα τέκνα τους κατά το άρθρο 1509 του Αστικού Κώδικα.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Β
Για κληρονομική μερίδα ή κληροδοσία που περιέρχεται σε: α) κατιόντες δεύτερου και επόμενων βαθμών, β) ανιόντες δεύτερου και επόμενων βαθμών, γ) εκουσίως ή δικαστικώς αναγνωρισθέντα τέκνα έναντι των ανιόντων του πατέρα που τα αναγνώρισε, δ) κατιόντες του αναγνωρισθέντος έναντι του αναγνωρίσαντος και των ανιόντων αυτού, ε) αδελφούς (αμφιθαλείς ή ετεροθαλείς) και στ) συγγενείς εξ αίματος τρίτου βαθμού εκ πλαγίου.
Κλιμάκια Συντελεστής Φόρος Φορολογητέα Φόρος κλιμακίου (%) κλιμακίου περιουσία που αναλογεί
5.000.000 - - 5.000.000 - - - - 13.000.000 10 1.300.000 18.000.000 1.300.000 54.000.000 20 10.800.000 72.000.000 12.100.000
Υπερβάλλον 35
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Γ
Για κληρονομική μερίδα ή κληροδοσία που περιέρχεται σε: α) πατριούς και μητριές, β) τέκνα από προηγούμενο γάμο του συζύγου, γ) τέκνα εξ αγχιστείας (γαμπρούς - νύφες), δ) ανιόντες εξ αγχιστείας (πεθερό - πεθερά).
Κλιμάκια Συντελεστής Φόρος Φορολογητέα Φόρος κλιμακίου (%) κλιμακίου περιουσία που αναλογεί -----------------------------------------------------------------
2.100.000 - - 2.100.000 - - 15.900.000 20 3.180.000 18.000.000 3.180.000 54.000.000 35 18.900.000 72.000.000 22.080.000
Υπερβάλλον 50
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Δ -----------
Για κληρονομική μερίδα ή κληροδοσία που περιέρχεται σε οποιονδήποτε άλλον εξ αίματος ή εξ αγχιστείας συγγενή του κληρονομούμενου ή εξωτικό.
Κλιμάκια Συντελεστής Φόρος Φορολογητέα Φόρος κλιμακίου (%) κλιμακίου περιουσία που αναλογεί ------------------------------------------------------------- 1.200.000 -- 1.200.000 - - 16.800.000 35 5.880.000 18.000.000 5.880.000 54.000.000 50 27.000.000 72.000.000 32.880.000
Υπερβάλλον 60
Στο ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση τις πιο πάνω κλίμακες περιλαμβάνεται ο φόρος υπέρ του Δημοσίου και οι πρόσθετοι σε αυτόν φόροι:
α) 3% υπέρ δήμων και κοινοτήτων, που προβλέπεται από τις διατάξεις του β.δ. 24/9 - 20.10.1958 (ΦΕΚ 171 Α) και β) 7% υπέρ νομαρχιακών ταμείων οδοποιίας, που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 3155/ 1995 (ΦΕΚ 63 Α). Η απόδοση των φόρων υπέρ τρίτων γίνεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 81.
Οταν ο κληρονόμος ή κληροδόχος έχει αναπηρία τουλάχιστον 67%, ο φόρος που αναλογεί στη μέχρι 47.000.000 δραχμές αξία της κληρονομικής μερίδας ή κληροδοσίας μειώνεται κατά 60%.
6. Τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 1 του δεύτερου άρθρου του ν. 1329/1983 (ΦΕΚ 25 Α), όπως τροποποιήθηκαν με την παράγραφο 10 του άρθρου 14 του ν. 2579/1998, αντικαθίστανται ως ακολούθως:
Περιουσιακές παροχές γονέων προς τα τέκνα τους, που γίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1509 του Α.Κ., υπόκεινται στο μισό του φόρου δωρεών μέχρι το ποσό των 28.000.000 δραχμών, αυτοτελώς για κάθε γονέα. Το ποσό αυτό αυξάνεται σε 42.000.000 δραχμές όταν ο ένας από τους γονείς έχει αποβιώσει. Στα πιο πάνω ποσά συνυπολογίζονται οι προγενέστερες δωρεές ή γονικές παροχές των γονέων προς τα τέκνα τους που έχουν υπαχθεί σε φόρο και όχι τα απαλλασσόμενα ποσά.
7. Το άρθρο 4 του ν.δ. 118/1973, όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 10 του άρθρου 13 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"Στην κτήση αιτία θανάτου συνυπολογίζονται οι δωρεές εν ζωή ή αιτία θανάτου, οι γονικές παροχές και οι προίκες του κληρονομουμένου προς τον κληρονόμο ή κληροδόχο, εφόσον η φορολογική υποχρέωση γι` αυτές γεννήθηκε σε χρόνο που το δικαίωμα του Δημοσίου δεν έχει παραγραφεί, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 102.
Για το συνυπολογισμό των κτήσεων αυτών λαμβάνεται υπόψη η αξία που είχε υπαχθεί σε φόρο, κατά το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης αυτών, και όχι τα απαλλασσόμενα ποσά.
8. Η παράγραφος 2 του άρθρου 9 του ν.δ. 118/1973 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"2. Οταν αποκτώνται ακίνητα ή κινητά (με εξαίρεση χρηματικά ποσά, καταθέσεις, απαιτήσεις και παροχές), αν η φορολογική δήλωση γι` αυτά υποβληθεί μετά την πάροδο τριών (3) ετών από το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης, για τον υπολογισμό του φόρου λαμβάνεται υπόψη η αξία αυτών και οι φορολογικές κλίμακες που ισχύουν κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης. Αν εκδοθεί πράξη επιβολής φόρου από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μετά την πάροδο τριετίας από το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης για τα περιουσιακά στοιχεία του προηγούμενου εδαφίου, εφόσον δεν έχει υποβληθεί γι` αυτά δήλωση από τον υπόχρεο μέχρι την έκδοση της πράξης, για τον υπολογισμό του φόρου λαμβάνεται υπόψη η αξία αυτών και οι φορολογικές κλίμακες που ισχύουν κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης.
Στις περιπτώσεις αυτές επιβάλλονται οι πρόσθετοι φόροι και τα πρόστιμα που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται σε υποθέσεις στις οποίες η φορολογική δήλωση υποβάλλεται ή η πράξη επιβολής του φόρου εκδίδεται μετά τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
9. Το άρθρο 36 του ν.δ. 118/1973, όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 11 του άρθρου 13 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"Στην κτήση αιτία δωρεάς, κατά το άρθρο 34, συνυπολογίζονται οι προγενέστερες δωρεές εν ζωή ή αιτία θανάτου, οι γονικές παροχές και οι προίκες του ίδιου δωρητή προς τον ίδιο δωρεοδόχο, εφόσον η φορολογική υποχρέωση γι` αυτές γεννήθηκε σε χρόνο που το δικαίωμα του Δημοσίου δεν έχει παραγραφεί, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 102. Αν μετατεθεί ο χρόνος γένεσης της φορολογικής ενοχής, στην αξία της κτήσης αιτία δωρεάς συνυπολογίζεται και η περιουσία που έχει μεταβιβασθεί αιτία θανάτου από τον ίδιο δωρητή προς τον ίδιο δωρεοδόχο.
Για το συνυπολογισμό των κτήσεων αυτών λαμβάνεται υπόψη η αξία που είχε υπαχθεί σε φόρο, κατά το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης αυτών, και όχι τα απαλλασσόμενα ποσά.
10. Το άρθρο 47 του ν.δ. 118/1973, όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 12 του άρθρου 13 του ν. 1882/1990, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"Στην κτήση αιτία προίκας, κατά το άρθρο 46, συνυπολογίζονται οι προγενέστερες δωρεές εν ζωή ή αιτία θανάτου, οι γονικές παροχές και οι προίκες του ίδιου προικοδότη προς την προικιζόμενη, εφόσον η φορολογική υποχρέωση γι` αυτές γεννήθηκε σε χρόνο που το δικαίωμα του Δημοσίου δεν έχει παραγραφεί, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 102. Αν μετατεθεί ο χρόνος γένεσης της φορολογικής ενοχής, στην αξία της κτήσης αιτία προίκας συνυπολογίζεται και η περιουσία που έχει μεταβιβασθεί αιτία θανάτου από τον ίδιο προικοδότη προς την προικιζόμενη.
Για το συνυπολογισμό των κτήσεων αυτών λαμβάνεται υπόψη η αξία που είχε υπαχθεί σε φόρο, κατά το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης αυτών, και όχι τα απαλλασσόμενα ποσά.
11. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 81 του ν.δ. 118/ 1973, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 13 του ν. 2753/1999 (ΦΕΚ 249 Α), προστίθεται δεύτερο εδάφιο που έχει ως ακολούθως:
"Αν ο υπόχρεος σε φόρο είναι κάτοικος εξωτερικού, ο οικείος φόρος βεβαιώνεται στη Δ.Ο.Υ. Κατοίκων Εξωτερικού.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από 10 Μαρτίου 2000.
12. Η περίπτωση γ της παραγράφου 1 του άρθρου 82 του ν.δ. 118/1973, όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 30 του ν. 2648/1998 (ΦΕΚ 238 Α) και ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"γ) Μετά από απόφαση διοικητικού δικαστηρίου ή δικαστικό συμβιβασμό, καταβάλλεται σε έξι (6) ίσες μηνιαίες δόσεις. Η κάθε δόση, εκτός από την τελευταία, δεν μπορεί να είναι μικρότερη των εκατό χιλιάδων (100.000) δραχμών.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από 17 Μαίου 1999.
13. Η παράγραφος 2 του άρθρου 82 του ν.δ. 118/1973 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"2. Αν ο υπόχρεος καταβάλλει το σύνολο του αναλογούντος κύριου και πρόσθετου φόρου, σύμφωνα με εκείνα που ορίζονται στην περίπτωση α της προηγούμενης παραγράφου, μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης μηνιαίας δόσης, ανεξάρτητα από το ύψος αυτού, παρέχεται έκπτωση κατά ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%). Το ίδιο ποσοστό εκπίπτεται αν ο υπόχρεος καταβάλλει το σύνολο του ποσού που προκύπτει συνεπεία διοικητικής επίλυσης της διαφοράς μέσα στην προθεσμία πληρωμής του ενός πέμπτου (1/5) αυτού.
14. Η παράγραφος 5 του άρθρου 102 του ν.δ. 118/1973 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"5. Το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή και είσπραξη των φόρων, που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος, σε υποθέσεις για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε μέχρι και την 31.12.1984, έχει παραγραφεί. Στις υποθέσεις αυτές δεν απαιτείται το πιστοποιητικό του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, που προβλέπεται από τα άρθρα 105 έως και 112. Αντί γι` αυτό μπορεί να προσκομίζεται:
α) Για τις κτήσεις αιτία θανάτου, ληξιαρχική πράξη θανάτου, από την οποία να προκύπτει ότι ο θάνατος του κληρονομουμένου ή δωρητή αιτία θανάτου επήλθε μέχρι και την 31.12.1984, καθώς και υπεύθυνη δήλωση του υποχρέου ότι δεν συντρέχει περίπτωση μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης.
β) Για τις δωρεές εν ζωή, γονικές παροχές και προίκες, αντίγραφο του οικείου συμβολαίου που συντάχθηκε μέχρι και την 31.12.1984 ή βεβαίωση του συμβολαιογράφου που συνέταξε το συμβόλαιο, ότι τούτο συντάχθηκε μέχρι και την 31.12.1984 και δεν συντρέχει περίπτωση μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης.
15. Τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 2 του άρθρου 40 του ν. 814/1978 (ΦΕΚ 144 Α), όπως το δεύτερο εδάφιο προστέθηκε με την παράγραφο 9 του άρθρου 4 του ν. 2538/1997 (ΦΕΚ 242 Α) αντικαθίστανται ως ακολούθως:
"2. Αν αλλάξει ολικά ή μερικά η χρήση ή εκμισθωθούν οι εκτάσεις, οι οποίες δεν έχουν υπαχθεί σε φόρο κατά την προηγούμενη παράγραφο, ή αν δεν καλλιεργηθούν αυτές για δύο συνεχόμενα έτη από τον κληρονόμο ή κληροδόχο, πριν από την πάροδο των δεκαπέντε (15) ετών, ο κληρονόμος ή κληροδόχος υποχρεώνεται, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την αλλαγή της χρήσης ή την εκμίσθωση ή τη λήξη της διετούς προθεσμίας, να υποβάλει δήλωση με την αξία που έχουν οι εκτάσεις κατά το χρόνο αυτόν και να καταβάλλει το φόρο κληρονομιάς που επιμεριστικά αναλογεί σε αυτές. Αν η αξία των εκτάσεων αυτών κατά το χρόνο αλλαγής της χρήσης ή της εκμίσθωσης ή της λήξης της διετούς προθεσμίας είναι μικρότερη εκείνης του χρόνου της απαλλαγής, λαμβάνεται υπόψη η μεγαλύτερη αξία.
Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζεται επί αναγκαστικού πλειστηριασμού ή επί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης για δημόσια ωφέλεια ολόκληρης της έκτασης ή τμήματος αυτής ή σε περίπτωση θανάτου του αγρότη, εφόσον η δεκαπενταετία συμπληρωθεί στο πρόσωπο των κληρονόμων αυτού.
16. Η παράγραφος 3 του άρθρου 40 του ν. 814/1978 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"3. Απαγορεύεται η μεταβίβαση γεωργικής ή κτηνοτροφικής έκτασης, η οποία δεν έχει υπαχθεί σε φόρο, κατά την παράγραφο 1, πριν από την πάροδο της προθεσμίας των δεκαπέντε (15) ετών, αν δεν υποβληθεί δήλωση με την αξία που αυτή έχει κατά το χρόνο της μεταβίβασης και δεν καταβληθεί ολόκληρος ο φόρος που αναλογεί επιμεριστικά στην αξία της έκτασης αυτής. Αν η αξία της γεωργικής ή κτηνοτροφικής έκτασης κατά το χρόνο μεταβίβασης είναι μικρότερη εκείνης του χρόνου της απαλλαγής, λαμβάνεται υπόψη η μεγαλύτερη αξία. Εξαιρείται η μεταβίβαση αιτία δωρεάς ή γονικής παροχής προς τα πρόσωπα της ίδιας παραγράφου.
17. α) Οι προθεσμίες που ορίζονται στις περιπτώσεις Α και Γ του άρθρου 14 του ν. 2753/1999 (ΦΕΚ 249 Α), όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 26 του ν. 2789/2000 (ΦΕΚ 21 Α), παρατείνονται από τη λήξη τους μέχρι και 31 Οκτωβρίου 2001 για υποθέσεις που είναι εκκρεμείς μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
β) Για την εφαρμογή της περίπτωσης Β του άρθρου 14 του ν. 2753/1999, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 26 του ν. 2789/2000, οι προθεσμίες υποβολής της δήλωσης αποδοχής της φορολογητέας αξίας των ακινήτων παρατείνονται μέχρι και 31 Οκτωβρίου 2001 για τις υποθέσεις που είναι εκκρεμείς μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
γ) Για την υποβολή των δηλώσεων με βάση τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν.δ. 118/1973 μετά την τροποποίησή της με την παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου.
δ) Δηλώσεις που έχουν υποβληθεί μετά την 31η Μαίου 2000 και μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου μπορούν να υπαχθούν στις διατάξεις του άρθρου 14 του ν.2753/1999 με την υποβολή από τον υπόχρεο σχετικής δήλωσης ή αίτησης, κατά περίπτωση, μέχρι και 31 Οκτωβρίου 2001, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 14 του ν.2753/ 1999.
ε) Για την εφαρμογή των διατάξεων των περιπτώσεων α και β της παραγράφου αυτής, εξαιρούνται από τις διατάξεις των περιπτώσεων Α και Β του άρθρου 14 του ν. 2753/1999 οι υποθέσεις φόρου ακίνητης περιουσίας, κατά τα άρθρα 19 έως 36 του ν.1249/1982 (ΦΕΚ 43 Α). Επίσης, από τις διατάξεις της περίπτωσης Γ του άρθρου 14 του ν. 2753/1999 εξαιρούνται οι ανακλητικές δηλώσεις του φόρου ακίνητης περιουσίας και του φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας.
Αρθρο 2
Φορολογία μεταβίβασης ακινήτων
1. Η περίπτωση δ της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του α.ν. 1521/1950 (ΦΕΚ 245 Α), που προστέθηκε με το άρθρο 38 του ν. 1249/1982 (ΦΕΚ 43 Α) και αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 12 του άρθρου 14 του ν.1882/1990, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"δ) απόφασης δικαστικής με την οποία αναγνωρίζεται η κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο, λόγω συμπλήρωσης των όρων της τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας ή από οποιαδήποτε άλλη αιτία, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία στο όνομα του προσώπου, στο οποίο γίνεται η αναγνώριση, υπάρχει μεταγεγραμμένος τίτλος για το δικαίωμα αυτό, για το οποίο έχει υποβληθεί η δήλωση που προβλέπεται από το νόμο".
2. Το τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του α.ν. 1521/1950, που προστέθηκαν με την παράγραφο 1 του άρθρου 15 του ν. 1473/1984 (ΦΕΚ 127 Α) και αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 3 του άρθρου 45 του ν. 2214/1994 (ΦΕΚ 75 Α), καταργούνται.
3. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν.1078/1980 (ΦΕΚ 238 Α), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"Συμβάσεις αγοράς εξ ολοκλήρου και κατά πλήρη κυριότητα ακινήτου από έγγαμο απαλλάσσονται από το φόρο μεταβίβασης, εφόσον ο αγοραστής ή ο σύζυγος ή οποιοδήποτε από τα ανήλικα τέκνα αυτού δεν έχει δικαίωμα πλήρους κυριότητας ή επικαρπίας ή οίκησης σε άλλη οικία ή διαμέρισμα που πληροί τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειάς του ή δικαίωμα πλήρους κυριότητας επί οικοπέδου οικοδομήσιμου ή επί ιδανικού μεριδίου οικοπέδου, στο οποίο αντιστοιχεί εμβαδόν κτίσματος που πληροί τις στεγαστικές τους ανάγκες και βρίσκονται σε δήμο ή κοινότητα με πληθυσμό άνω των τριών χιλιάδων (3.000) κατοίκων".
4. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν.1078/1980 προστίθεται εδάφιο μετά το πρώτο εδάφιο ως ακολούθως:
"Η περιοχή της τέως Διοικήσεως Πρωτεύουσας θεωρείται ως ένας δήμος".
5. Το όγδοο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 1078/1980, όπως τούτο προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 33 του ν. 2065/1992 (ΦΕΚ 113 Α), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"Η απαλλαγή παρέχεται με τις ίδιες προϋποθέσεις στον επιζώντα σύζυγο και τα ανήλικα τέκνα του αποβιώσαντος, στο όνομα του οποίου είχε εγκριθεί δάνειο από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας (Ο.Ε.Κ.), για αγορά οικίας ή διαμερίσματος, που χορηγείται στους ως άνω κληρονόμους".
6. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν.1078/1980 προστίθεται εδάφιο ως ακολούθως:
"Το ανωτέρω χρονικό διάστημα απαιτείται και όταν μεταβιβάζεται η ψιλή κυριότητα οικοπέδου ή ιδανικού μεριδίου αυτού".
7. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 1 του ν. 1078/1980, που αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 24 του ν. 1828/1989, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"Κατ` εξαίρεση, για αγορά οικίας ή διαμερίσματος ή οικοπέδου, παρέχεται απαλλαγή για μια ακόμη φορά και με τις ίδιες προϋποθέσεις, μετά την πάροδο διετίας τουλάχιστον από την αρχική αγορά, εφόσον μεταβιβάσθηκε αιτία πωλήσεως εξ ολοκλήρου η παλαιά οικία ή το διαμέρισμα ή το οικόπεδο, όχι όμως σε συγγενείς αυτού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας πρώτου βαθμού και το οποίο δεν πληρούσε τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειάς του κατά το χρόνο χορήγησης της δεύτερης απαλλαγής. Το αγοραζόμενο ακίνητο πρέπει να είναι μεγαλύτερο από εκείνο που εκποιήθηκε, κατά δέκα (10) τετραγωνικά μέτρα τουλάχιστον ή ίσης επιφανείας με αυτό, εφόσον όμως έχει βοηθητικούς χώρους με επιφάνεια δέκα (10) τετραγωνικών μέτρων τουλάχιστον, τους οποίους το προηγούμενο δεν είχε".
8. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 1 του ν.1078/1980 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"Αν ο αγοραστής μεταβιβάσει ή συστήσει επ` αυτού οποιοδήποτε εμπράγματο δικαίωμα, πλην υποθήκης, πριν την παρέλευση πενταετίας, υποχρεούται πριν τη μεταβίβαση ή τη σύσταση του εμπράγματου δικαιώματος, σε υποβολή δήλωσης και καταβολή εφάπαξ του φόρου που αναλογεί στην αξία του ακινήτου, κατά το χρόνο της νέας μεταβίβασης ή της σύστασης του εμπράγματου δικαιώματος, ή στο δηλούμενο τίμημα της νέας μεταβίβασης εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο της αντικειμενικής αξίας, εκτός εάν ο φόρος που αναλογεί στην αξία του ακινήτου του χρόνου της απαλλαγής είναι μεγαλύτερος, οπότε καταβάλλεται ο μεγαλύτερος αυτός φόρος".
9. Η παράγραφος 14 του άρθρου 1 του ν. 1078/1980, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"14. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και κατά την αγορά πρώτης κατοικίας από ενήλικες άγαμους".
10. Η παράγραφος 15 του άρθρου 10 του ν. 2386/ 1996 καταργείται.
11. Η περίπτωση Γ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του α.ν.1521/1950, που αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 4 του ν. 1078/1980, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"Σε κάθε άλλη περίπτωση σε 7% για το μέχρι πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών τμήμα της αξίας και σε 9% για το πέραν του ποσού αυτού τμήμα της".
12. Η παράγραφος 1 του άρθρου 1 του ν.δ. 3563/1956 (ΦΕΚ 221 Α), όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 4 του ν. 1078/1980, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"Οι συντελεστές φόρου μεταβίβασης ακινήτων που ορίζονται με τις διατάξεις της περίπτωσης Γ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του α. ν. 1521/1950, αυξάνονται από 7% σε 9% και από 9% σε 11% αντίστοιχα".
13. Η παράγραφος 2 του άρθρου 1 του ν. 1078/1980, όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του ν. 2873/2000 (ΦΕΚ 285 Α), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"Η απαλλαγή που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο παρέχεται:
α) Για αγορά οικίας ή διαμερίσματος από άγαμο μέχρι ποσού αξίας 21.000.000 δραχμών.
β) Για αγορά οικίας ή διαμερίσματος από έγγαμο μέχρι ποσού αξίας 33.000.000 δραχμών.
Η απαλλαγή που δικαιούται ο έγγαμος προσαυξάνεται κατά 7.000.000 δραχμές για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα του και κατά 10.000.000 δραχμές για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα του.
γ) Για αγορά οικοπέδου από άγαμο μέχρι ποσού αξίας 10.000.000 δραχμών, ενώ από έγγαμο μέχρι ποσού αξίας 18.000.000 δραχμών.
Η αξία αυτή για τον έγγαμο προσαυξάνεται κατά 2.400.000 δραχμές για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα του και κατά 3.000.000 δραχμές για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα του".
14. Στο άρθρο 1 του ν. 1078/1980 προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
"3. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε συμβάσεις μεταβίβασης ακινήτων με επαχθή αιτία εφόσον ο αγοραστής δεν κατοικεί μόνιμα στην Ελλάδα.
Κατ` εξαίρεση, παρέχεται απαλλαγή κατά την αγορά οικίας, διαμερίσματος ή οικοπέδου από λλληνες ή ομογενείς που εργάστηκαν στο εξωτερικό για έξι (6) τουλάχιστον χρόνια και είναι εγγεγραμμένοι σε δημοτολόγιο της χώρας, έστω και αν δεν κατοικούν κατά το χρόνο της αγοράς μόνιμα στην Ελλάδα".
Αρθρο 3 ------- Φορολογία Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας -------------------------------------
1. Τα τέσσερα πρώτα εδάφια της παραγράφου 2 του άρθρου 25 του ν. 2459/1997 (ΦΕΚ 17 Α), όπως τροποποιήθηκαν με την παράγραφο 13 του άρθρου 14 του ν. 2579/1998, αντικαθίστανται ως ακολούθως:
"Από τη συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας, μετά την αφαίρεση των χρεών που ορίζονται στην παράγραφο 1, παραμένει αφορολόγητο ποσό 83.000.000 δραχμών για τα φυσικά και νομικά πρόσωπα. Δεν φορολογούνται οι σύζυγοι αν η συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας και των δύο είναι 166.000.000 δραχμές. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά 21.000.000 δραχμές για καθένα από τα δύο πρώτα ανήλικα τέκνα τους και κατά 25.000.000 δραχμές για καθένα από τα επόμενα ανήλικα τέκνα τους. Στην περίπτωση θανάτου ή διαζυγίου, το αφορολόγητο ποσό του επιζώντος ή διαζευγμένου συζύγου προσαυξάνεται κατά 21.000.000 δραχμές για καθένα από τα δύο πρώτα ανήλικα τέκνα του και κατά 25.000.000 δραχμές για καθένα από τα επόμενα ανήλικα τέκνα του των οποίων έχει τη γονική μέριμνα. Για τα ημεδαπά και τα αλλοδαπά με τον όρο της αμοιβαιότητας νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που επιδιώκουν αποδεδειγμένα σκοπούς κοινωφελείς, θρησκευτικούς, φιλανθρωπικούς και εκπαιδευτικούς, καθώς και για τα ημεδαπά κοινωφελή ιδρύματα, το αφορολόγητο ποσό ορίζεται σε 207.000.000 δραχμές".
2. Η περίπτωση α της παραγράφου 5 του άρθρου 26 του ν. 2459/1997, όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 14 του άρθρου 14 του ν. 2579/1998, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
"α) Τα φυσικά πρόσωπα που η αξία της ακίνητης περιουσίας τους υπερβαίνει το ποσό των 83.000.000 δραχμών. Σε περίπτωση συζύγων η αξία της περιουσίας και των δύο υπερβαίνει το ποσό των 166.000.000 δραχμών".
Αρθρο 19
Εναρξη ισχύος
Η ισχύς των διατάξεων αυτού του νόμου αρχίζει:
α).................
β)των λοιπών διατάξεων από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός και αν ορίζεται διαφορετικά από αυτές.
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!