Εκσυγχρονίστε και αναβαθμίστε τη ψηφιακή υποδομή του λογιστικού σας γραφείου!

Μάθετε περισσότερα

Ο φορολογικός σας σύμβουλος! Αποκτήστε πρόσβαση στη γνώση από €8,33/ μήνα.

Μάθετε περισσότερα

Αποφάσεις - Εγκύκλιοι

ΠΟΛ. 1274/31-12-1999 Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων του ν.2753-1999 και παροχή οδηγιών για την εφαρμογή τους σχετικά με θέματα φορολογικών ελέγχων και οργανωτικά θέματα του Υπουργείου Οικονομικών

ΥΠΟΙΚ 1121941/1509/ΔΕ-Α/ΠΟΛ.1274/31.12.1999 Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων του ν.2753/1999 και παροχή οδηγιών για την εφαρμογή τους.

Σας κοινοποιούμε διατάξεις των άρθρων 12 και 20, παρ. 9, 10, 11 και 12 του Ν.2753/1999 (ΦΕΚ 249/Α`/17.11.1999) και παρέχουμε τις ακόλουθες διευκρινίσεις και οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους.

Αρθρο 12

Θέματα φορολογικών ελέγχων

1. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου αυτού, οριοθετείται η έκταση της δυνατότητας διενέργειας δικαστικού συμβιβασμού κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.Δ.4600/1966 και του άρθρου 71 του Ν.2238/1994.

Σχετικά με το θέμα αυτό σημειώνεται ότι, με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 29 του Ν.2648/1998 καταργήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.Δ.4600/1966 και του άρθρου 71 του Ν.2238/1994 και συνεπώς, από 1.12.1998 και μετά δεν υπήρχε δυνατότητα διενέργειας δικαστικού συμβιβασμού, εκτός ορισμένων περιπτώσεων.

Στη συνέχεια, με τις διατάξεις του άρθρου 285 του Ν.2717/1999 (Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας), ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι διατηρούν την ισχύ τους οι δικονομικού περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.Δ.4600/1966, με αποτέλεσμα από 17.7.1999 και μετά, ημερομηνία έναρξης ισχύος του ανωτέρω νόμου, να παρέχεται εκ νέου η ευχέρεια διενέργειας δικαστικού συμβιβασμού. Σχετικές οδηγίες παρασχέθηκαν με την Εγκύκλιο ΠΟΛ.1211/1999.

Ηδη, με τις νέες διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν.2753/1999 και από την έναρξη ισχύος αυτών (17.11.1999), τίθενται όρια και περιορισμοί ως προς την έκταση της δυνατότητας διενέργειας δικαστικού συμβιβασμού. Συγκεκριμένα, δικαστικός συμβιβασμός γίνεται πλέον κατά τις ακόλουθες διακρίσεις:

- Παλαιές εκκρεμείς υποθέσεις με εμπρόθεσμες προσφυγές στα Διοικητικά Δικαστήρια μέχρι και 16.7.1999

Αν πρόκειται για παλαιές εκκρεμείς υποθέσεις, που περιήλθαν στην αρμοδιότητα των Διοικητικών Δικαστηρίων με εμπρόθεσμες προσφυγές πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Ν.2717/1999, δηλαδή μέχρι και 16.7.1999, τότε δικαστικός συμβιβασμός μπορεί να ενεργείται ενώπιον οποιουδήποτε Διοικητικού Δικαστηρίου και σε κάθε στάση της δίκης, χωρίς κανένα δηλαδή περιορισμό.

- Νέες εκκρεμείς υποθέσεις με εμπρόθεσμες προσφυγές στα Διοικητικά Πρωτοδικεία από 17.7.1999

Αντίθετα, αν πρόκειται για νέες εκκρεμείς υποθέσεις, που περιέρχονται στην αρμοδιότητα των Διοικητικών Πρωτοδικείων με εμπρόθεσμες προσφυγές από 17.7.1999 και μετά, τότε δικαστικός συμβιβασμός μπορεί να ενεργείται μόνο επί υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον των Δικαστηρίων αυτών, δηλαδή των Πρωτοδικείων (μονομελών ή τριμελών) για συζήτηση επί της ουσίας, σε πρώτο βαθμό και μόνον εντός χρονικού διαστήματος έξι (6) μηνών από την κατάθεση της σχετικής προσφυγής. Σε περίπτωση άσκησης προσφυγής μαζί με αίτημα συμβιβασμού, η προθεσμία των έξι (6) μηνών αρχίζει από την ημερομηνία ματαίωσης του συμβιβασμού.

Υστερα από τα παραπάνω, από 17.11.1999 και μετά, τα οριζόμενα στο άρθρο 11 της ΠΟΛ.1144/1998, περί ελέγχου ανέλεγκτων φορολογικών υποθέσεων και επίλυσης φορολογικών διαφορών, δεν θα εφαρμόζονται πλέον για υποθέσεις που εκκρεμούν στα Διοικητικά Πρωτοδικεία, οι οποίες περιήλθαν στην αρμοδιότητα των Δικαστηρίων αυτών από 17.7.1999 και μετά και για τις οποίες έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι (6) μηνών από την κατάθεση της σχετικής προσφυγής, δεδομένου ότι, για τις υποθέσεις αυτές δεν είναι πλέον δυνατός εκ του νόμου ο δικαστικός συμβιβασμός.

Είναι ευνόητο, ότι στις περιπτώσεις που δεν παρέχεται δυνατότητα επίλυσης με δικαστικό συμβιβασμό διαφορών του άρθρου 11 της ΠΟΛ.1144/1998, η μη επίλυση των διαφορών αυτών δεν αποτελεί λόγο μη επίλυσης των λοιπών διαφορών κατά τα άρθρα 10 και 12, κατά περίπτωση, της ίδιας απόφασης.

2. Με τις διατάξεις της παρ. 2 καταργούνται οι προαναφερόμενες διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Ν.2648/1998, ώστε να επέλθει και από νομοτεχνικής πλευράς εναρμόνιση με τις διατάξεις του άρθρου 285 του Ν.2717/1999, βάσει των οποίων παρέχεται εκ νέου η δυνατότητα διενέργειας δικαστικού συμβιβασμού.

3. Με τις διατάξεις της παρ. 3, αντικαταστάθηκε το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 21 του Ν.2523/1997, έτσι ώστε στο εξής, για τα αδικήματα του άρθρου 19 του Ν.2523/1997 (έκδοση πλαστών και εικονικών, λήψη εικονικών και νόθευση στοιχείων ΚΒΣ) που διαπράττονται από 1.1.1998 και μετά, η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται από τον Προϊστάμενο της Ελεγκτικής Υπηρεσίας που διενήργησε τον έλεγχο (ΔΟΥ ή ΣΔΟΕ ή Ελεγκτικό Κέντρο κατά περίπτωση) και όχι μόνο από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας ΔΟΥ που όριζαν οι διατάξεις που αντικαταστάθηκαν.

Περαιτέρω, ορίζεται ότι η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας διοικητικής επίλυσης της διαφοράς επί της οικείας απόφασης επιβολής προστίμου (ΑΕΠ) του ΚΒΣ, ανεξάρτητα αν κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου. Ετσι λοιπόν, στις περιπτώσεις που επέρχεται διοικητικός συμβιβασμός επί της οικείας ΑΕΠ ΚΒΣ, δεν υποβάλλεται μηνυτήρια αναφορά, καθόσον, στις περιπτώσεις ολικού συμβιβασμού επί των καταλογιστικών πράξεων, εν προκειμένω επί των ΑΕΠ ΚΒΣ, που εκδίδονται για παραβάσεις οι οποίες αποτελούν και ποινικά αδικήματα του Ν.2523/1997, δεν εφαρμόζονται οι ποινικές διατάξεις του νόμου αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 24 του ίδιου νόμου.

Αντίθετα, αν παρέλθει άπρακτη η δίμηνη προθεσμία από της κοινοποιήσεως της πράξης και οριστικοποιηθεί η ΑΕΠ ΚΒΣ λόγω μη άσκησης προσφυγής, καθώς και στην περίπτωση άσκησης εμπρόθεσμης προσφυγής, υποβάλλεται η μηνυτήρια αναφορά εντός μηνός από την πάροδο της κατά τ` ανωτέρω προθεσμίας. Σε περίπτωση άσκησης προσφυγής μαζί με αίτημα συμβιβασμού, η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται εντός μηνός από της ματαίωσης επίλυσης της διαφοράς.

Σημειώνεται ότι, στις περιπτώσεις που ασκήθηκε εμπρόθεσμα προσφυγή και στη συνέχεια επήλθε δικαστικός συμβιβασμός επί της ΑΕΠ ΚΒΣ, θα αποστέλλεται φωτοαντίγραφο του οικείου Πρακτικού στον αρμόδιο Εισαγγελέα στον οποίο είχε ήδη υποβληθεί η μηνυτήρια αναφορά.

Τονίζεται ότι, τα ανωτέρω εφαρμόζονται για τα αδικήματα της έκδοσης πλαστών και εικονικών στοιχείων, λήψης εικονικών στοιχείων και νόθευσης στοιχείων (άρθρο 19 του Ν.2523/1997), τα οποία διαπράττονται από 1.1.1998 και μετά και τα οποία μέχρι 17.11.1999, ημέρα έναρξης ισχύος των διατάξεων του άρθρου 12 του Ν.2753/1999, δεν είχαν διαπιστωθεί ή αν είχαν διαπιστωθεί, δεν είχαν υποβληθεί οι μηνυτήριες αναφορές. Αντίθετα, για τα ίδια αδικήματα που είχαν διαπραχθεί μέχρι 31.12.1997, σε χρόνο δηλαδή που ίσχυαν οι διατάξεις των περ. ζ` και η` της παρ. 1 του άρθρου 31 του Ν.1591/1986, εφαρμόζονται οι διατάξεις και οι διαδικασίες που ίσχυαν κατά το χρόνο διάπραξής τους, ανεξάρτητα από το χρόνο διαπίστωσής τους (βλέπετε ΠΟΛ.1269 και ΠΟΛ.1317/1997).

Για να μη παρατηρούνται καθυστερήσεις στην υποβολή των μηνυτήριων αναφορών, οι Προϊστάμενοι των ΔΟΥ πρέπει όταν παραλαμβάνουν εκθέσεις ελέγχου από τις Περιφερειακές Διευθύνσεις του ΣΔΟΕ, να εκδίδουν και κοινοποιούν κατά προτεραιότητα τις ΑΕΠ ΚΒΣ για πλαστά, εικονικά, νοθευμένα φορολογικά στοιχεία και να ορίζουν σύντομες προθεσμίες για την επίλυση της διαφοράς, καθόσον πλέον δεν απαιτείται ούτε για τις επιχειρήσεις που τηρούν Γ' κατηγορίας βιβλία ΚΒΣ η σύγκληση της Επιτροπής του άρθρου 70 του Ν.2238/1994 για το συμβιβασμό των προστίμων του ΚΒΣ (άρθρο 10, παρ. 11 του Ν.2753/1999). Ακολούθως, να ενημερώνουν χωρίς καμία καθυστέρηση την αρμόδια Περιφερειακή Διεύθυνση του ΣΔΟΕ για την εξέλιξη της υπόθεσης, ώστε να υποβάλλεται από αυτή η μηνυτήρια αναφορά στις περιπτώσεις που απαιτείται.

Τέλος, οι Προϊστάμενοι των ΔΟΥ και των Ελεγκτικών Κέντρων να υποβάλουν στη Διεύθυνση Ελέγχου ανά τρίμηνο, τα συνημμένα έντυπα ' τριμηνιαία Δελτία μηνυτήριων αναφορών ' χωριστά για τα αδικήματα του Ν.2523/1997 (ΕΝΤΥΠΟ 1) και χωριστά για τα αδικήματα που διαπράχθηκαν μέχρι 31.12.1997 (ΕΝΤΥΠΟ 2).

Οι Περιφερειακές Διευθύνσεις του ΣΔΟΕ θα συντάσσουν μόνο το ΕΝΤΥΠΟ 1 το οποίο θα υποβάλλουν στην Κεντρική Υπηρεσία του ΣΔΟΕ, η οποία παρακαλείται να ενημερώνει με τα συγκεντρωτικά στοιχεία ανά τρίμηνο τη Διεύθυνση Ελέγχου.

4. Με τις διατάξεις της παρ. 4 επαναδιατυπώνονται και συμπληρώνονται κατάλληλα οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 24 του Ν.2523/1997, οι οποίες είχαν ήδη τροποποιηθεί και συμπληρωθεί με την παρ. 5 του άρθρου 32 του Ν.2648/1998, ώστε να καταλαμβάνουν εκ νέου και τις περιπτώσεις δικαστικού συμβιβασμού.

Επιχειρήσεις υπό εκκαθάριση

Παράλληλα, λόγω των ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζουν οι επιχειρήσεις υπό εκκαθάριση, παρέχεται πλέον η δυνατότητα, εξαιρετικά στις επιχειρήσεις αυτές, να μην καταβάλλουν συγχρόνως με το συμβιβασμό ή το αργότερο εντός των δύο (2) επόμενων εργάσιμων για τις ΔΟΥ ημερών, το προβλεπόμενο ποσοστό 1/5 του βάσει συμβιβασμού οφειλόμενου κύριου και πρόσθετου φόρου ή προστίμου. Σε τέτοιες περιπτώσεις, μη άμεσης καταβολής του ανωτέρω ποσοστού από τις προαναφερόμενες επιχειρήσεις, ο διενεργηθείς συμβιβασμός συνεχίζει να ισχύει, με τη διαφορά ότι τα βεβαιούμενα βάσει του συμβιβασμού ποσά καταβάλλονται στο σύνολό τους μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις ΔΟΥ, ημέρα του επόμενου από την υπογραφή του συμβιβασμού μήνα. Ευνόητο είναι ότι σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης κατά τα ανωτέρω καταβολής των βεβαιωθέντων και οφειλομένων ποσών, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές βαρύνονται με τις προβλεπόμενες προσαυξήσεις.

5. Με τις διατάξεις της παρ. 5 προστέθηκε νέο εδάφιο στην περ. β' της παρ. 5 του άρθρου 74 του Ν.2238/1994, ώστε οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής, να καταλαμβάνουν και τις περιπτώσεις βεβαίωσης του φόρου μετά από δικαστικό συμβιβασμό.

Υποβολή αρχικών συμπληρωματικών δηλώσεων και πρόσθετοι φόροι, πρόστιμα, προσαυξήσεις

Με τις διατάξεις της παρ. 7 συμπληρώθηκαν οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 21 του Ν.2443/96 και ορίστηκε ότι, στις περιπτώσεις υποβολής αρχικών ή συμπληρωματικών δηλώσεων στο πλαίσιο εφαρμογής της ρύθμισης που προβλέπεται από τις διατάξεις αυτές, στην έννοια της μη επιβολής πρόσθετου φόρου, προσαύξησης, προστίμου ή οποιασδήποτε άλλης κύρωσης, περιλαμβάνεται και η μη επιβολή οποιωνδήποτε προστίμων του ΚΒΣ, με την προϋπόθεση ότι πρόκειται αποκλειστικά για φορολογικές παραβάσεις που σχετίζονται άμεσα με τη δηλωθείσα σε εφαρμογή της ανωτέρω ρύθμισης πρόσθετη φορολογητέα ύλη κατά οικονομικό έτος ή αθροιστικά, εξαιτίας της οποίας οι υποβληθείσες δηλώσεις κρίνονται πλέον ειλικρινείς.

Επανεξέταση προστίμων ΚΒΣ που εκκρεμούν με εκπρόθεσμη προσφυγή στις ΔΟΥ και ενώπιον Πρωτοβάθμιων Διοικητικών Δικαστηρίων

Με τις διατάξεις της παρ. 8, ορίζεται ότι οι διατάξεις της προηγούμενης παρ. 7, δηλαδή η μη επιβολή οποιωνδήποτε προστίμων του ΚΒΣ κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις αυτές, εφαρμόζονται και για τις υποθέσεις που εκκρεμούν, κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του Ν.2753/1999 στο ΦΕΚ, δηλαδή κατά την 17.11.1999, στις αρμόδιες ΔΟΥ ή ενώπιον των Πρωτοβάθμιων Διοικητικών Δικαστηρίων, με υποβολή σχετικής αίτησης στις ΔΟΥ εντός ανατρεπτικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την ανωτέρω ημερομηνία και εφαρμοζομένης της διαδικασίας του Ν.Δ. 4600/1966 περί δικαστικού συμβιβασμού.

Με βάση τα παραπάνω, υποθέσεις επιβληθέντων προστίμων ΚΒΣ που εκκρεμούν στις ΔΟΥ ή ενώπιον των Πρωτοβάθμιων Διοικητικών Δικαστηρίων ύστερα από εμπρόθεσμες προσφυγές, οι οποίες εμπίπτουν στην ανωτέρω ρύθμιση και για τις οποίες υποβλήθηκαν ή θα υποβληθούν εμπρόθεσμα οι σχετικές αιτήσεις, θα επανεξετασθούν στο πλαίσιο δικαστικού συμβιβασμού και εφόσον όντως συντρέχουν οι προϋποθέσεις, τα επιβληθέντα πρόστιμα θα διαγραφούν συνολικά ή μερικά, ανάλογα με την περίπτωση, καταργουμένης της φορολογικής δίκης κατά το μέρος που επήλθε συμβιβασμός. Σημειώνεται ότι, λοιπές υποθέσεις επιβληθέντων προστίμων ΚΒΣ που εκκρεμούν στα Διοικητικά Δικαστήρια σε δεύτερο βαθμό, δεν αποτελούν αντικείμενο της παραπάνω ρύθμισης.

Αρθρο 20

Οργανωτικά θέματα του Υπουργείου Οικονομικών

1. Με τις διατάξεις της παρ. 9 του άρθρου αυτού προστέθηκε, μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν.2343/1995 και νέο εδάφιο.

Με το νέο αυτό εδάφιο ορίζεται ότι, ακαθάριστα (ετήσια) έσοδα, επιτηδευματιών και φορολογουμένων γενικά, βάσει των οποίων έχουν αρμοδιότητα τακτικού (οριστικού) φορολογικού ελέγχου τα Ελεγκτικά Κέντρα (ΕΘΕΚ - ΠΕΚ) και οι ΔΟΥ, κατά τα όρια και τις διακρίσεις του πρώτου εδαφίου της ίδιας ως άνω παραγράφου και άρθρου του Ν.2343/1995, είναι τα ακαθάριστα έσοδα που εννοιολογικά αναφέρονται στις διατάξεις των άρθρων 30 (εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις), 41 (εισόδημα από -- -- γεωργικές επιχειρήσεις), 49 (εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέριων -- επαγγελμάτων) και 105 (εισόδημα νομικών προσώπων) του Ν.2238/1994 και περιλαμβάνονται στην ομάδα επτά (7) του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου (ΕΓΛΣ).

Επισημαίνεται ότι, με τις μέχρι τώρα ισχύουσες διατάξεις (του Ν.2343/1995 και των υπ` αριθ. 1058270/1142/Δ.Σ.Σ.Φ.Ε. ' Α'/14.5.1998 και 1144191/1490/Δ.Ε-Α'/24.12.1998 ΑΥΟ), όπως ερμηνεύτηκαν με τις ΠΟΛ.1160/1998, ΠΟΛ.1299/1998 και ΠΟΛ.1313/1998 διαταγές μας, η έννοια των ακαθαρίστων εσόδων ως κριτήριο υπαγωγής των υποθέσεων στην ελεγκτική αρμοδιότητα των ΔΟΥ, των ΠΕΚ και του ΕΘΕΚ ήταν ευρύτερη.

Αντίθετα, με τις νέες διατάξεις του κοινοποιούμενου Ν.2753/1999, καθορίζονται επακριβώς τα ακαθάριστα έσοδα που αποτελούν το κριτήριο υπαγωγής μιας υπόθεσης στην ελεγκτική αρμοδιότητα των ΔΟΥ, των ΠΕΚ και του ΕΘΕΚ και είναι αυτά που καθορίζονται από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Ν.2238/1994 και περιλαμβάνονται στην ομάδα επτά (7) του ΕΓΛΣ.

Σε περίπτωση που επιχείρηση δεν τηρεί το Ελληνικό Γενικό Λογιστικό Σχέδιο, ακαθάριστα έσοδα για την υπαγωγή της στην ελεγκτική αρμοδιότητα των ΔΟΥ, των ΠΕΚ και του ΕΘΕΚ, είναι αυτά που προσδιορίζονται από τα άρθρα 30, 41, 49 και 105 του Ν.2238/1994.

Ειδικά για τις επιχειρήσεις που πωλούν αγαθά για λογαριασμό τρίτων, ως ακαθάριστα έσοδα για την υπαγωγή τους στην ελεγκτική αρμοδιότητα των Ελεγκτικών Κέντρων, εξακολουθεί να λαμβάνεται υπόψη το ύψος των πωλήσεων για λογαριασμό τρίτων και όχι τα ακαθάριστα έσοδά τους από την προμήθεια.

Ενόψει των ανωτέρω:

α) Οι υποθέσεις, οι οποίες, σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυαν, είχαν υπαχθεί και σταλεί από τις ΔΟΥ στα αρμόδια Ελεγκτικά Κέντρα (ΕΘΕΚ και ΠΕΚ) και με τις νέες διατάξεις του Ν.2753/1999, δεν υπάγονται πλέον στην ελεγκτική αρμοδιότητά τους, αλλά έχει αρχίσει και προχωρήσει ο τακτικός (οριστικός) φορολογικός έλεγχος αυτών, θα παραμείνουν στα Ελεγκτικά αυτά Κέντρα, για να ολοκληρώσουν τον τακτικό έλεγχο των υποθέσεων αυτών. Η έννοια "είχε αρχίσει και προχωρήσει ο έλεγχος", έχει διατυπωθεί στην ΠΟΛ.1160/1998 διαταγή μας στην οποία και σας παραπέμπουμε για την ορθή εφαρμογή των ανωτέρω.

β) Οι υποθέσεις, οι οποίες, σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυαν, είχαν υπαχθεί και σταλεί από τις ΔΟΥ στα αρμόδια Ελεγκτικά Κέντρα (ΕΘΕΚ και ΠΕΚ) και με τις νέες διατάξεις του Ν.2753/1999 δεν υπάγονται πλέον στην ελεγκτική αρμοδιότητά τους, αλλά δεν έχει αρχίσει και προχωρήσει τακτικός (οριστικός) φορολογικός έλεγχος αυτών, θα ---------- επιστραφούν στις αρμόδιες ΔΟΥ για τις περαιτέρω δικές τους ενέργειες. -----------

2. Με τις διατάξεις της παρ. 10 προστέθηκε στην περ. γ` της παρ. 4 του άρθρου 3 του Ν.2343/1995 και δεύτερο εδάφιο, με το οποίο παρέχεται η δυνατότητα, με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, να επεκτείνεται η αρμοδιότητα των Ελεγκτικών Κέντρων για τις υποθέσεις που ελέγχουν και στην έκδοση των φύλλων ελέγχου, των πράξεων προσδιορισμού του φόρου και των λοιπών καταλογιστικών πράξεων και στην περαιτέρω διαδικασία επίλυσης των σχετικών φορολογικών διαφορών, καθώς και στη βεβαίωση των καταλογιζομένων διαφορών φόρων, πρόσθετων φόρων, προσαυξήσεων, τελών, εισφορών και προστίμων, με τη σύνταξη και αποστολή στις αρμόδιες ΔΟΥ των οικείων χρηματικών καταλόγων, κατά τις ισχύουσες διατάξεις.

Σημειώνεται ότι, η παραπάνω δυνατότητα μέχρι σήμερα αντιμετωπιζόταν με τις υπ` αριθ. 1058270/1142/Δ.Σ.Σ.Φ.Ε.-Α`/14.5.1998 και 1144191/1490/ΔΕ-Α`/24.12.1998 ΑΥΟ ανακαθορισμού της καθ` ύλην αρμοδιότητας των Ελεγκτικών Κέντρων.

3. Με τις διατάξεις της παρ. 11 προστέθηκε στην παρ. 4 του άρθρου 3 του Ν.2343/1995 και περ. δ`, με την οποία παρέχεται η δυνατότητα, με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, να ανατίθεται στα Ελεγκτικά Κέντρα (ΕΘΕΚ και ΠΕΚ), η διενέργεια τακτικού (οριστικού) φορολογικού ελέγχου και υποθέσεων επιτηδευματιών και φορολογουμένων γενικά, ανεξάρτητα της καθ' ύλην και τόπον αρμοδιότητάς τους, οι οποίες (υποθέσεις) παρουσιάζουν σημαντικό φορολογικό ενδιαφέρον ή σχετίζονται με υποθέσεις της αρμοδιότητάς τους και απαιτούν τη διεξαγωγή ενιαίου φορολογικού ελέγχου ή δεν μπορούν να ελεγχθούν από την αρμόδια ΔΟΥ.

Συνεπώς, στις περιπτώσεις αυτές, όταν με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ανατίθεται στα Ελεγκτικά Κέντρα ο έλεγχος υπόθεσης ή υποθέσεων, καίτοι δεν υπάγονται σε αυτά κατά τα όρια και τις διακρίσεις της παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν.2343/1995, επειδή συντρέχουν οι προϋποθέσεις της περ. δ` της παρ. 4 του άρθρου 3 του Ν.2343/1995 όπως η περ. δ` προστέθηκε με τον κοινοποιούμενο νόμο, τότε, τα Ελεγκτικά Κέντρα στα οποία ανατίθεται ο τακτικός (οριστικός) φορολογικός έλεγχος, θα προβαίνουν και σε όλη την υπόλοιπη διαδικασία (της έκδοσης φύλλων ελέγχου, διοικητικής επίλυσης διαφορών κ.λπ.), όπως αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της περ. γ` της παρ. 4 του άρθρου 3 του Ν.2343/1995 που προστέθηκε με τον κοινοποιούμενο νόμο.

4. Με τις διατάξεις της παρ. 12 προστέθηκε, στο άρθρο 3 του Ν.2343/1995 και παρ. 17, με την οποία ορίζεται ότι οι Προϊστάμενοι των Ελεγκτικών Κέντρων, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εξομοιώνονται με τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ. Σημειώνεται ότι, η παραπάνω εξομοίωση μέχρι σήμερα αντιμετωπιζόταν με τις υπ` αριθ. 1058270/1142/Δ.Σ.Σ.Φ.Ε.-Α`/14.5.1998 και 1144191/1490/Δ.Ε.-Α`/24.12.1998 ΑΥΟ ανακαθορισμού της καθ' ύλην αρμοδιότητας των Ελεγκτικών Κέντρων.

5. Οι διατάξεις των παραπάνω αναφερομένων παρ. 9, 10, 11 και 12 του άρθρου 20 του Κ.Ν.2753/1999, ισχύουν από 17.11.1999, ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

6. Τέλος, σε ότι αφορά το ύψος των ακαθαρίστων εσόδων που λαμβάνονται υπόψη για την υπαγωγή στην ελεγκτική αρμοδιότητα των Ελεγκτικών Κέντρων, υποθέσεων με υπερδωδεκάμηνη διαχειριστική περίοδο, διευκρινίζεται ότι λαμβάνονται υπόψη τα ακαθάριστα έσοδα της δωδεκάμηνης περιόδου (σχετική και η ΠΟΛ.1160/1998). Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι, αν από τις ισχύουσες διατάξεις η επιχείρηση υποχρεούται στην υποβολή δύο (2) δηλώσεων (μία για την ελάσσονα και μία για την μείζονα περίοδο), τότε, τα ακαθάριστα έσοδα της δωδεκαμήνου περιόδου θα λαμβάνονται από τα στοιχεία της οικείας δήλωσης. Αντίθετα, αν από τις ισχύουσες διατάξεις η επιχείρηση δεν υποχρεούται στην υποβολή δύο (2) δηλώσεων, τότε, τα ακαθάριστα έσοδα της δωδεκαμήνου περιόδου θα λαμβάνονται από τα δεδομένα των βιβλίων.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δεν θέλετε να συμπληρώνετε το κείμενο αυτό σε κάθε αναζήτηση σας; Αρκεί απλά να γραφτείτε δωρεάν στο Forin.gr πατώντας εδώ ή να συνδεθείτε με τον λογαριασμό σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!