ΠΟΛ. 1272/9-11-1998 Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων του Ν.2648-1998 (ΦΕΚ 238-Α`), οι οποίες αναφέρονται στη φορολογία εισοδήματος και διευκρινίσεις για την εφαρμογή τους
ΥΠΟΙΚ 1124478/1942/Α0012/ΠΟΛ.1272/9.11.1998 Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων του Ν.2648/1998 (ΦΕΚ 238/Α`), οι οποίες αναφέρονται στη φορολογία εισοδήματος και διευκρινίσεις για την εφαρμογή τους.
Σας κοινοποιούμε διατάξεις των άρθρων 22, 28, 30, 32 και 48 του Ν.2648/1998 (ΦΕΚ 238/Α`/22.10.1998) "Ρυθμίσεις δασμολογικού και φορολογικού περιεχομένου, τροποποίηση του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις", οι οποίες αναφέρονται στη φορολογία εισοδήματος και παρέχουμε τις ακόλουθες διευκρινίσεις και οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή αυτών των διατάξεων, με την επισήμανση της άμεσης εφαρμογής της παρ. 13 του άρθρου 32.
Αρθρο 22
Τροποποίηση διατάξεων της φορολογίας εισοδήματος
1. Με την παρ. 1 του άρθρου 22 του Ν.2648/1998 αντικαθίσταται το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 42 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι η Επιτροπή (ΕΑΠΓΕ) αυτού του άρθρου, που συνιστάται στη Διεύθυνση Φορολογίας Εισοδήματος του Υπουργείου Οικονομικών, καταρτίζει τους οριστικούς πίνακες μέχρι τέλους Ιανουαρίου κάθε έτους, αντί μέχρι τέλους Φεβρουαρίου και προβλεπόταν από τις διατάξεις που αντικαθίστανται. Συντομεύεται, δηλαδή, κατά ένα μήνα ο χρόνος κατάρτισης των πινάκων αυτών από την πιο πάνω Επιτροπή.
2. Με την παρ. 2 του άρθρου 22 του Ν.2648/1998 αντικαθίστανται τα δύο τελευταία εδάφια της παρ. 3 του άρθρου 42 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι οι πίνακες με τα ποσά του καθαρού γεωργικού εισοδήματος που καταρτίζονται με ευθύνη των Διευθύνσεων Γεωργίας των Νομών της χώρας, θα προσκομίζονται στις Νομαρχιακές Επιτροπές αυτής της παραγράφου μέχρι 15 Δεκεμβρίου κάθε έτους, αντί μέχρι 15 Ιανουαρίου που προβλεπόταν με τις διατάξεις που αντικαθίστανται. Συντομεύεται, δηλαδή, κατά ένα μήνα ο χρόνος προσκόμισής τους στις πιο πάνω Επιτροπές.
Επίσης, με ευθύνη του Προέδρου της Νομαρχιακής Επιτροπής, οι οριστικοί πίνακες αποστέλλονται μέχρι 31 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους στην Επιτροπή (ΕΑΠΓΕ) της παρ. 2 του άρθρου 42 του Ν.2238/1994, αντί μέχρι 31 Ιανουαρίου που προβλεπόταν από τις διατάξεις που αντικαθίστανται. Συντομεύεται, δηλαδή, κατά ένα μήνα ο χρόνος αποστολής των πινάκων των Νομαρχιακών Επιτροπών προς την Επιτροπή ΕΑΠΓΕ.
3. Με την παρ. 3 του άρθρου 22 του Ν.2648/1998 αντικαθίστανται τα δύο τελευταία εδάφια της παρ. 4 του άρθρου 42 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις παρέχεται η δυνατότητα στον Υπουργό Οικονομικών να τροποποιεί, πριν από την έγκρισή τους, τους οριστικούς πίνακες που καταρτίζονται από την Επιτροπή της παρ. 2 του άρθρου 42 του Ν.2238/1994.
Με τις ίδιες διατάξεις ορίζεται ότι, με ευθύνη των Νομαρχών, οι πίνακες αυτοί κοινοποιούνται σε όλους τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τις Συνεταιριστικές Οργανώσεις και τους Αγροτικούς Συλλόγους μέχρι 10 Φεβρουαρίου κάθε έτους, αντί μέχρι 10 Μαρτίου που προβλεπόταν από τις διατάξεις που αντικαθίστανται.
Συντομεύεται, δηλαδή, κατά ένα μήνα ο χρόνος κοινοποίησής τους.
4. Οι διατάξεις των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 22 του Ν.2648/1998, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 48 του ίδιου νόμου, ισχύουν από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφαρμόζονται δηλαδή για τα εισοδήματα που αποκτούν οι δικαιούχοι από 1.1.1998 και μετά.
5. Με την παρ. 4 του άρθρου 22 του Ν.2648/1998 αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 57 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι η παρακράτηση φόρου που ενεργείται στο μηνιαίο εισόδημα από αμοιβές για υπηρεσία ενεργού εφημερίας, που αποκτούν οι ιατροί που είναι ενταγμένοι στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ), οι πανεπιστημιακοί ιατροί που δεν ασκούν ελευθέριο επάγγελμα, οι ειδικευόμενοι ιατροί που διέπονται από τις διατάξεις του Ν.1397/1983 (ΦΕΚ 143/Α`), επεκτείνεται και στο μηνιαίο εισόδημα από αμοιβές για υπηρεσία ενεργού εφημερίας που αποκτούν οι ιατροί πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης του ΙΚΑ, που διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 16 του Ν.1666/1986 (ΦΕΚ 200/Α`). Ετσι, για ποσό που αντιστοιχεί σε δύο ημέρες ενεργού κατά μήνα εφημερίας, ο φόρος υπολογίζεται και παρακρατείται με βάση την κλίμακα του άρθρου 9 του Ν.2238/1994, όταν οι αμοιβές αυτές συνεντέλλονται (συνεκκαθαρίζονται) σε μισθοδοτική κατάσταση μαζί με τις άλλες αποδοχές του δικαιούχου ή με βάση το συντελεστή της περ. γ` της παρ. 1 του άρθρου 57 του Ν.2238/1994, όταν αυτές εντέλλονται (εκκαθαρίζονται) με χωριστή κατάσταση.
Για το ποσό που αντιστοιχεί στις υπόλοιπες ημέρες ενεργού εφημερίας παρακρατείται φόρος με συντελεστή 20% και με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση για το ποσό αυτών των αμοιβών, οι δικαιούχοι όμως μπορούν να ζητήσουν να φορολογηθούν για το ετήσιο ποσό αυτών των αμοιβών με βάση την κλίμακα του άρθρου 9 του Ν.2238/1994.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την παρ. 9 του άρθρου 22 του Ν.2648/1998, ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτούν οι δικαιούχοι από την 1.1.1998 και μετά.
6. Με την παρ. 5 του άρθρου 22 του Ν.2648/1998 αντικαταστάθηκε το άρθρο 63 του Ν.2238/1994.
Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις, αρμόδιος Προϊστάμενος ΔΟΥ για την παραλαβή των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος και τον έλεγχό τους, καθώς και για την εξακρίβωση όσων φορολογουμένων δεν έχουν υποβάλει δηλώσεις και γενικά για την επιβολή του φόρου εισοδήματος, είναι ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ της περιφέρειας όπου βρίσκεται η κύρια κατοικία του φορολογούμενου. Για τους φορολογούμενους που είναι κάτοικοι εξωτερικού, αρμόδιος είναι ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ Κατοίκων Εξωτερικού.
Από το γενικό αυτό κανόνα εξαιρούνται:
α) Τα Φυσικά Πρόσωπα που ασκούν ατομικά εμπορική επιχείρηση γενικά ή ελευθέριο επάγγελμα, είτε αυτά είναι κάτοικοι εσωτερικού, είτε εξωτερικού. Για τα πρόσωπα αυτά αρμόδιος είναι ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ της περιφέρειας όπου βρίσκεται η έδρα της κύριας επιχείρησής τους ή του κύριου επαγγέλματός τους, κατά περίπτωση.
β) Τα Φυσικά Πρόσωπά που είναι κάτοικοι αλλοδαπής και συμμετέχουν σε Ο.Ε. και Ε.Ε., σε κοινωνίες αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, σε αστικές κερδοσκοπικές ή μη εταιρίες, σε συμμετοχικές ή αφανείς, σε κοινοπραξίες της παρ. 2 του άρθρου 2 του ΚΒΣ (Π.Δ.186/1992, ΦΕΚ 84/Α`) ή σε άλλα Νομικά Πρόσωπα, όπως Ε.Π.Ε. (εξαιρούνται οι Α.Ε.), Σωματεία κ.λπ., που έχουν έδρα στην Ελλάδα.
Για τα Φυσικά Πρόσωπα αρμόδιος είναι ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ που είναι αρμόδιος για τη φορολογία εισοδήματος του εκπροσώπου τους, τον οποίο έχουν ορίσει στην Ελλάδα. Τονίζεται ότι αν τα Φυσικά αυτά Πρόσωπα είναι κάτοικοι Ελλάδας, αρμόδιος είναι ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ της περιφέρειας όπου βρίσκεται η κατοικία τους.
γ) Η σχολάζουσα κληρονομία ή η περίπτωση θανάτου του υπόχρεου πριν από την επίδοση της δήλωσης. Σ` αυτές τις περιπτώσεις αρμόδιος είναι ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ της περιφέρειας όπου κατοικούσε ο κληρονομούμενος ή βρισκόταν η έδρα της κύριας επιχείρησής του ή του κύριου επαγγέλματός του πριν από το θάνατό του.
Στην περίπτωση που υποβάλλεται εκπρόθεσμη δήλωση, αρμόδιος Προϊστάμενος ΔΟΥ για την παραλαβή και τον έλεγχο αυτής είναι ο Προϊστάμενος ΔΟΥ της περιφέρειας όπου βρίσκεται η κατοικία του φορολογούμενου ή η έδρα της κύριας επιχείρησής του ή του κύριου επαγγέλματός του, κατά το χρόνο που υποβάλλεται η εκπρόθεσμη δήλωση. Εάν υποβάλλεται εκπρόθεσμη δήλωση από πρόσωπα της πιο πάνω περ. β`, αρμόδιος είναι ο Προϊστάμενος ΔΟΥ που είναι αρμόδιος για τη φορολογία εισοδήματος του τελευταίου εκπροσώπου που έχουν ορίσει στην Ελλάδα, μέχρι το χρόνο υποβολής της εκπρόθεσμης δήλωσης. Πριν από την υποβολή της εκπρόθεσμης δήλωσης, νομίμως επιλαμβάνεται ο Προϊστάμενος ΔΟΥ που ήταν αρμόδιος για το αμέσως προηγούμενο, πριν από την υποβολή της εκπρόθεσμης δήλωσης, χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τις ανωτέρω παρ. 1 και 2 του παρόντος.
Αρμόδιος Προϊστάμενος ΔΟΥ για τις δηλώσεις των δημοσίων υπαλλήλων που υπηρετούν στην αλλοδαπή, είναι αυτός της περιφέρειας όπου βρίσκεται η κατοικία τους στην Ελλάδα.
Οι υπάλληλοι του Υπουργείου Εξωτερικών και των λοιπών Δημοσίων Υπηρεσιών που υπηρετούν στην αλλοδαπή και οι άλλοι υπάλληλοι που ορίζονται στην παρ. 3 του άρθρου 47 του Ν.2238/1994, καθώς και οι προξενικοί υπάλληλοι του Κράτους που υπηρετούν στο εξωτερικό, μπορούν να επιδίδουν τις δηλώσεις του εισοδήματός τους στην Προξενική Αρχή του τόπου όπου διαμένουν οι υπάλληλοι αυτοί στο εξωτερικό. Η Προξενική Αρχή έχει υποχρέωση να τις διαβιβάζει, χωρίς καθυστέρηση, στον Προϊστάμενο ΔΟΥ στην Ελλάδα που είναι αρμόδιος για τη φορολογία του εισοδήματός τους.
Οι νέες διατάξεις του άρθρου 63 του Ν.2238/1994, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 48 του Ν.2648/1998, ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος που θα υποβληθούν από το οικονομικό έτος 1999 (εισοδήματα έτους 1998) και μετά.
Από την ημερομηνία αυτή παύει να ισχύει και η υπ` αριθ. 1086233/1438/Α0012/ΠΟΛ.1177/4.9.1992 ΑΥΟ, με την οποία είχε ορισθεί ο αρμόδιος Προϊστάμενος ΔΟΥ για ορισμένες κατηγορίες φορολογουμένων.
7. Με την παρ. 6 του άρθρου αυτού προστίθεται νέα παρ. 3 στο άρθρο 115 του Ν.2238/1994 (ΦΕΚ 151/Α`). Με τις νέες διατάξεις επεκτείνεται η ευθύνη των διοικούντων τα Νομικά Πρόσωπα του άρθρου 101 του Ν.2238/1994.
Ειδικότερα, με βάση τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 115 του Ν.2238/1994, η ευθύνη των Διευθυντών, Διαχειριστών ή Διευθυνόντων Συμβούλων καθώς και Εκκαθαριστών Α.Ε., Ε.Π.Ε. και Συνεταιρισμών για καταβολή του οφειλόμενου, από τα Νομικά Πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 101, φόρου εισοδήματος και του παρακρατούμενου από αυτά φόρου, είναι περιορισμένη, αφού ισχύει μόνο για τα πρόσωπα που έχουν μία από τις ανωτέρω ιδιότητες κατά το χρόνο της λύσης του Νομικού Προσώπου.
Ηδη, με τις νέες διατάξεις, θεσπίζεται η επέκταση της ευθύνης των Διαχειριστών, Διευθυντών κ.λπ. των Νομικών Προσώπων του άρθρου 101 του Ν.2238/1994 που υφίστανται και κατά τη διάρκεια της λειτουργίας των εν λόγω Νομικών Προσώπων, αλλά μόνο για τους παρακρατούμενους φόρους (εισοδήματος, ΦΠΑ) ως εξής:
α) Εάν έχει διενεργηθεί η παρακράτηση του φόρου από το Νομικό Πρόσωπο, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής του, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις ιδιότητες που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 115 του Ν.2238/1994, από την ημέρα που έληξε η προθεσμία απόδοσης του φόρου και μετά.
β) Εάν δεν έχει γίνει η παρακράτηση του φόρου από το Νομικό Πρόσωπο, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής του, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις ιδιότητες που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 115 του Ν.2238/1994, κατά το χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακράτησης του φόρου.
Τα ανωτέρω ισχύουν, σύμφωνα με το άρθρο 48, από την πρώτη του μεθεπόμενου μήνα από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από τις 1.12.1998 και μετά.
8. Οπως είναι γνωστό, με βάση τις διατάξεις της περ. ζ` της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν.2238/1994, ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις θεωρείται και η πραγματοποιηθείσα αυτόματη υπερτίμηση του πάγιου κεφαλαίου.
Η Διοίκηση, ερμηνεύοντας τις πιο πάνω διατάξεις, είχε δεχθεί ότι και η υπεραξία που προκύπτει από την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου επιχείρησης, υπόκειται σε φορολογία (1009684/10057/30.3.1995, Σ.4257/315/17.1.1985 κ.λπ.), καθ` όσον η υπερτίμηση θεωρείται πραγματοποιηθείσα σε κάθε περίπτωση πώλησης του περιουσιακού στοιχείου ή άλλης πράξης "Ισοδυνάμου της πώλησης", όπως είσπραξη ασφαλιστικής αποζημίωσης, ανταλλαγής κ.λπ., με αποτέλεσμα την αποξένωση της επιχείρησης από το περιουσιακό στοιχείο.
Με τις διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου αυτού, τροποποιήθηκαν οι διατάξεις της περ. ζ` της παρ. 3 του άρθρου 28 του Ν.2238/1994. Με βάση τις νέες αυτές διατάξεις, η υπερτίμηση που προκύπτει από την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου, το οποίο ιδιοχρησιμοποιείται από την επιχείρηση ή είχε ιδιοχρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για την άσκηση του αντικειμένου των εργασιών της, απαλλάσσεται της φορολογίας, με την προϋπόθεση ότι θα εμφανίζεται σε ιδιαίτερο λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού.
Κατά συνέπεια, αν απαλλοτριωθεί ακίνητο επιχείρησης, το οποίο δεν ιδιοχρησιμοποιείται ή δεν είχε ιδιοχρησιμοποιηθεί στο παρελθόν (μισθωμένο, κενό κ.λπ.), εξακολουθεί να φορολογείται με τις γενικές διατάξεις η υπεραξία που θα προκύψει. Επίσης, προκύπτει ότι η πιο πάνω απαλλαγή παρέχεται μόνο σε επιχειρήσεις που τηρούν, υποχρεωτικά ή προαιρετικά από το νόμο, βιβλία Γ` κατηγορίας του ΚΒΣ, αφού μόνο αυτές μπορούν να εμφανίσουν την υπεραξία σε λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού.
Η εμφάνιση της υπεραξίας αυτής θα γίνει σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υπ` αριθ. 1044770/10159/ΠΟΛ.1117/1993 ΑΥΟ.
Περαιτέρω, με τις νέες διατάξεις, ορίζεται ότι η πιο πάνω απαλλαγείσα υπεραξία φορολογείται σε περίπτωση διανομής ή διάλυσης της επιχείρησης, με βάση τις γενικές διατάξεις.
Κατά συνέπεια, αν η επιχείρηση είναι κάποιο από τα Νομικά Πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 101 του Ν.2238/1994 (Α.Ε., Ε.Π.Ε., Συνεταιρισμοί, αλλοδαπές επιχειρήσεις κ.λπ.), θα έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 106 του Ν.2238/1994.
Εξάλλου, κατά ρητή διατύπωση του νόμου, για τον υπολογισμό της υπεραξίας που προκύπτει από την αναγκαστική απαλλοτρίωση και ανεξάρτητα αν προέρχεται από ιδιοχρησιμοποιούμενο ή όχι ακίνητο, δεν θα λαμβάνεται ως τιμή πώλησης αυτό που λαμβάνεται επί πώλησης (όχι μικρότερο από αυτό που προσδιορίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις περί φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων). Κατά συνέπεια, οι επιχειρήσεις δικαιούνται να λαμβάνουν υπόψη τους το τίμημα στο οποίο γίνεται η απαλλοτρίωση, έστω και αν αυτό είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων περί ΦΠΑ.
Τα ανωτέρω ισχύουν, σύμφωνα με το άρθρο 48, για υπεραξία που προκύπτει από αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που γίνονται από τη δημοσίευση του νόμου, δηλαδή από 22.10.1998 και μετά.
Αρθρο 28
Βεβαίωση ποσοστού αμφισβητούμενου φόρου και αναστολή είσπραξής του - Διασφάλιση του υπολοίπου μη βεβαιωθέντος ποσού
Με την παρ. 1 του άρθρου 28 του Ν.2648/1998 αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 74 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις αυξήθηκε από 20% σε 25% το ποσοστό του αμφισβητούμενου κύριου και πρόσθετου φόρου και των λοιπών φόρων και τελών που συμβεβαιώνονται μ` αυτόν από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ, σε περίπτωση που δεν επιτεύχθηκε διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκήθηκε από το φορολογούμενο εμπρόθεσμη προσφυγή.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 48 του Ν.2648/1998, ισχύουν από την πρώτη ημέρα του μεθεπόμενου μήνα από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 1.12.1998 και για ποσά φόρου κ.λπ. που βεβαιώνονται από την ημερομηνία αυτή και μετά για την πιο πάνω αιτία.
Αρθρο 30
Βεβαίωση του φόρου
1. Με την παρ. 1 του άρθρου 30 του Ν.2648/1998 αντικαταστάθηκε η παρ. 5 του άρθρου 74 του Ν.2238/1994.
Με τις νέες διατάξεις, ο αριθμός των δόσεων στις οποίες καταβάλλεται ο φόρος που βεβαιώνεται κατά τη διάρκεια του οικείου οικονομικού έτους ή μετά τη λήξη αυτού, καθορίζεται όχι μόνο με βάση το ύψος της οφειλής, αλλά και τον τίτλο βεβαίωσης.
Συγκεκριμένα:
α) Φόρος που βεβαιώνεται με βάση φύλλο ελέγχου που έγινε οριστικό λόγω μη άσκησης ή εκπρόθεσμης άσκησης προσφυγής, καταβάλλεται σε έξι ίσες μηνιαίες δόσεις. Η κάθε δόση δεν πρέπει να είναι μικρότερη από 100.000 δρχ., εκτός από την τελευταία που μπορεί να είναι και μικρότερη. Εάν το ποσό είναι μικρότερο από 100.000 δρχ., καταβάλλεται σε μία δόση μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης.
Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις Δημόσιες Υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου μήνα από το μήνα που έγινε η βεβαίωση και οι υπόλοιπες δόσεις καταβάλλονται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις Δημόσιες Υπηρεσίες, ημέρα των μηνών που ακολουθούν. Για παράδειγμα, εάν στις 13.12.1998 γίνει η βεβαίωση με βάση οριστικό φύλλο ελέγχου ενός ποσού φόρου 880.000 δρχ., η 1η δόση ποσού 150.000 δρχ. θα καταβληθεί μέχρι 29.1.1999, η 2η δόση ποσού 150.000 δρχ. θα καταβληθεί μέχρι 26.2.1999, η 3η δόση ποσού 150.000 δρχ. θα καταβληθεί μέχρι 31.3.1999, η 4η δόση ποσού 150.000 δρχ. μέχρι 30.4.1999, η 5η δόση ποσού 150.000 δρχ. μέχρι 28.5.1999 και η 6η δόση ποσού 130.000 δρχ. μέχρι 30.6.1999.
β) Φόρος που βεβαιώνεται μετά από διοικητική επίλυση της διαφοράς (συμβιβασμός) και αφού καταβληθεί το 1/5 του ποσού (σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ.2 του άρθρου 24 του Ν.2523/1997), το υπόλοιπο ποσό των 4/5 του φόρου καταβάλλεται σε έξι ίσες μηνιαίες δόσεις. Η κάθε μία απ` αυτές δεν πρέπει να είναι μικρότερη από 100.000 δρχ., εκτός από την τελευταία που μπορεί να είναι μικρότερη. Εάν το ποσό των 4/5 του φόρου είναι μικρότερο από 100.000 δρχ., καταβάλλεται σε μία δόση μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις Δημόσιες Υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου μήνα από το μήνα που υπογράφεται το πρακτικό συμβιβασμού και οι υπόλοιπες δόσεις μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις Δημόσιες Υπηρεσίες, ημέρα των μηνών που ακολουθούν.
Στην περίπτωση αυτή, παρέχεται η ευχέρεια στο φορολογούμενο να καταβάλει όλο το ποσό του φόρου (5/5) που προκύπτει από το συμβιβασμό, μέσα στην προθεσμία καταβολής του 1/5, προκειμένου να έχει έκπτωση 5% στο συνολικό ποσό.
γ) Φόρος που βεβαιώνεται με βάση απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου, καταβάλλεται σε δύο ίσες μηνιαίες δόσεις, εφόσον το συνολικό ποσό του φόρου δεν είναι μικρότερο από 100.000 δρχ.
Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις Δημόσιες Υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου μήνα από το μήνα που έγινε η βεβαίωση και η δεύτερη μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα, για τις Δημόσιες Υπηρεσίες, του μήνα που ακολουθεί.
Εάν το συνολικό ποσό είναι μικρότερο από 100.000 δρχ., καταβάλλεται σε μία δόση μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 48 του Ν.2648/1998, ισχύουν από την πρώτη του μεθεπόμενου μήνα από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 1.12.1998 και για βεβαιώσεις που γίνονται από την ημερομηνία αυτή και μετά για τις πιο πάνω αιτίες.
2. Με την παρ. 2 του άρθρου 30 του ίδιου νόμου, προστέθηκε στο άρθρο 70 του Ν.2238/1994, παρ. 11. Με τις νέες διατάξεις προβλέπεται ότι, σε περίπτωση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, παραδίδεται και στο φορολογούμενο αντίγραφο του πρακτικού της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς. Το πρακτικό αυτό που παραλαμβάνει ο φορολογούμενος, επέχει και θέση ατομικής ειδοποίησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν.Δ.356/1974 (ΚΕΔΕ).
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 48 του Ν.2648/1998, ισχύουν από την πρώτη του μεθεπόμενου μήνα από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 1.12.1998 και για πρακτικά διοικητικής επίλυσης της διαφοράς που υπογράφονται από την ημερομηνία αυτή και μετά.
Αρθρο 32
Παράγραφος 13
Περαίωση υποθέσεων υπεραξίας αυτοκινήτων Δημόσιας Χρήσης
Αμεση αποστολή σχετικών προσκλήσεων
1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.13 του άρθρου 32 του Ν.2648/1998, οι διατάξεις της παρ.8 του άρθρου 10 του Ν.2579/1998 (ΦΕΚ 31/Α`) εφαρμόζονται ανάλογα και για την περαίωση των οικείων υποθέσεων, οι οποίες μέχρι τη δημοσίευση του Ν.2648/1998 (δηλαδή μέχρι και τις 22.10.1998) δεν έχουν περαιωθεί οριστικά και εκκρεμούν στις ΔΟΥ ή ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων, εφόσον οι ενδιαφερόμενοι με αίτησή τους, που υποβάλλεται στον Προϊστάμενο της αρμόδιας ΔΟΥ, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριών μηνών από τη δημοσίευση του Ν.2648/1998 (δηλαδή από τις 22.10.1998), ζητήσουν τη διοικητική επίλυση της διαφοράς.
2. Προκειμένου να εφαρμοσθούν οι παραπάνω διατάξεις, παρακαλούμε, για διευκόλυνση των φορολογουμένων, να στείλετε αμέσως πρόσκληση σε όλους τους φορολογούμενους που είχαν πωλήσει αυτοκίνητα Δημόσιας Χρήσης μέχρι τη δημοσίευση του Ν.2579/1998, δηλαδή μέχρι τη 17.2.1998 και είχαν υποβάλει σχετική δήλωση, ώστε πλέον, από τη δημοσίευση του Ν.2648/1998, να υποβάλουν, εφόσον το επιθυμούν, αίτηση για να περαιωθούν, σύμφωνα με τα πιο πάνω, οι υποθέσεις αυτές, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 10 του Ν.2579/1998 και να μην συνεχισθεί ο έλεγχος, με βάση τις διατάξεις που προϋπήρχαν. Τούτο, βέβαια, με την προϋπόθεση ότι οι υποθέσεις αυτές δεν έχουν περαιωθεί ακόμη οριστικά και εκκρεμούν στις ΔΟΥ ή στα Διοικητικά Δικαστήρια.
3. Επίσης, στην περίπτωση που, με βάση τις δηλώσεις και λόγω άσκησης προσφυγής ή και με βάση απόφαση Διοικητικού Πρωτοδικείου (εφόσον βέβαια αυτή η απόφαση Διοικητικού Πρωτοδικείου δεν έχει οριστικοποιηθεί), έχουν καταβληθεί συνολικά ποσά φόρου ίσα ή μεγαλύτερα από τα ποσά που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν.2579/1998, θα τονίσετε στις προσκλήσεις σας ότι είναι απαραίτητο μέσα σ` αυτή την προθεσμία να προσέλθουν οι ενδιαφερόμενοι και να υποβάλουν αυτή την αίτηση και να υπογράψουν το σχετικό πρακτικό, ώστε να περαιωθούν οι σχετικές υποθέσεις χωρίς να καταβάλουν επιπλέον ποσό, αλλά και χωρίς να διαγραφεί ή επιστραφεί οποιοδήποτε ποσό που τους είχε βεβαιωθεί ή που είχαν καταβάλει για τις αιτίες αυτές, ώστε να μην συνεχισθεί ο έλεγχος με βάση τις διατάξεις που προϊσχυαν.
Τέλος, γίνεται δεκτό να περαιώσετε ως ειλικρινείς τις οικείες δηλώσεις που δεν έχουν ελεγχθεί, εφόσον με βάση αυτές έχουν καταβληθεί συνολικά ποσά φόρου ίσα ή μεγαλύτερα από τα ποσά που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν.2579/1998.
4. Γενικά, κατά την περαίωση των σχετικών υποθέσεων με τις διατάξεις της παρ.13 του άρθρου 32 του Ν.2648/1998, θα εφαρμόσετε τις οδηγίες που σας έχουν δοθεί με την υπ` αριθ. 1048923/790/Α0012/ΠΟΛ.1113/16.4.1998 διαταγή για την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 8 του άρθρου 10 του Ν.2579/1998.
Αρθρο 37
Παράγραφος 1
Για την παρ. 1 του άρθρου 37 του Ν.2648/1998 σας δώσαμε οδηγίες με την υπ` αριθ. 1115516/1823/ΠΟΛ.1248/Α0012/14.10.1998 διαταγή μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!