Εκσυγχρονίστε και αναβαθμίστε τη ψηφιακή υποδομή του λογιστικού σας γραφείου!

Μάθετε περισσότερα

Ο φορολογικός σας σύμβουλος! Αποκτήστε πρόσβαση στη γνώση από €8,33/ μήνα.

Μάθετε περισσότερα

Φορολογική αρθρογραφία

Άρθρο του Σ.Ι. Κουτνατζή Ασφαλιστικές εισφορές και Σύνταγμα: Η ώρα των δικαστηρίων

Του Στυλιανού-Ιωάννη Γ. Κουτνατζή, 

Λέκτορα Δημοσίου Δικαίου Νομικής Σχολής Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Δικηγόρου.

Όπως είναι γνωστό, η συνταγματική επικαιρότητα του 2016 σημαδεύτηκε από τη συζήτηση για τη συνταγματικότητα της νομοθετικής πρωτοβουλίας της κυβέρνησης για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών. Μπορεί αυτή η συζήτηση να ολοκληρώθηκε προσωρινά με την πρόσφατη δημοσίευση της σχετικής απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, και το 2017 όμως φαίνεται ότι θα χαρακτηρισθεί από τη νομική αμφισβήτηση θεμελιωδών κυβερνητικών επιλογών.

Αν και η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος νομοθετήθηκε ήδη από το Μάιο του 2016, οι δομικές ελλείψεις του συστήματος ελέγχου της συνταγματικότητας στη χώρα μας επιτρέπουν και στην περίπτωση αυτή τη νομική της αμφισβήτηση μόνο με σημαντική καθυστέρηση και μόνο μετά από την έκδοση των κανονιστικών πράξεων που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή των νέων διατάξεων.

Σε κάθε περίπτωση, μετά από την έκδοση των πράξεων αυτών στο τέλος του 2016 φαίνεται ότι υφίσταται πληθώρα νομικών πλημμελειών που μπορούν πλέον να οδηγήσουν στην άσκηση ενδίκων βοηθημάτων ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων.

Εστιάζοντας συγκεκριμένα στη νέα βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών των αυτοαπασχολούμενων και των ελεύθερων επαγγελματιών που τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2017, μπορούν να διακριθούν τρεις βασικές κατηγορίες νομικών πλημμελειών που διαφοροποιούνται καθοριστικά ως προς τη σημασία τους.

  • Πρώτον, από μια περισσότερο τυπική οπτική γωνία, ο ν. 4387/2016 προβλέπει τον καθορισμό των ασφαλιστικών εισφορών των ελευθέρων επαγγελματιών στη βάση του μηνιαίου εισοδήματος, όπως αυτό προκύπτει από την άσκηση δραστηριότητας κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος (για τις εισφορές του 2017, συνεπώς, στη βάση των εισοδημάτων του 2016). Δεν υφίσταται έτσι η οποιαδήποτε νομική θεμελίωση για την αναγωγή, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, σε προηγούμενο αυτού φορολογικό έτος (όπως το 2015) για τον προσδιορισμό των ασφαλιστικών εισφορών των ελευθέρων επαγγελματιών, όπως όμως γίνεται στην απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας της 30ης Δεκεμβρίου 2016.
  • Δεύτερον, από διαδικαστική σκοπιά, και λαμβανομένης υπόψη της πρόσφατης νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, μπορεί να αμφισβητηθεί με σοβαρά επιχειρήματα η ύπαρξη αρκούντως εμπεριστατωμένης αναλογιστικής μελέτης για την τεκμηρίωση των νομοθετικών επιλογών. Η ύπαρξη όμως μιας τέτοιας μελέτης απαιτείται για τη διασφάλιση της τήρησης των συνταγματικών δεσμεύσεων που απορρέουν, μεταξύ άλλων, από το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου.
  • Πέραν όμως αυτών των τυπικών και διαδικαστικών ζητημάτων, τα μείζονα ζητήματα που θέτει η νέα βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών είναι ουσιαστικά.

Από τη μια πλευρά, η αρχή της ανταποδοτικότητας δεν επιβάλλει απόλυτη αναλογία μεταξύ ασφαλιστικών εισφορών και ασφαλιστικών παροχών, δεν μπορούν όμως οι αποκλίσεις από την αρχή της ανταποδοτικότητας να θίξουν το βασικό περιεχόμενο της κοινωνικής ασφάλισης κατά το Σύνταγμα (άρθρο 22 παρ. 5) που αποτελεί την, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων που αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται. Ούτε μπορούν να θίξουν τον πυρήνα των περιουσιακών δικαιωμάτων που προστατεύονται από το άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Από την άλλη πλευρά, όπως έχει επισημάνει άλλωστε και η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, η επιβολή εισφοράς κύριας σύνταξης με συντελεστή 20% επί του εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων και ελευθέρων επαγγελματιών παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας, σε σχέση προς την εισφορά που καταβάλλουν οι μισθωτοί εργαζόμενοι που ανέρχεται σε ποσοστό 6,67% επί του εισοδήματός τους για την καταβολή της ίδιας συνταξιοδοτικής παροχής.

Πέραν αυτών, και ιδίως, η επιβολή εισφοράς κύριας σύνταξης, επικουρικής ασφάλισης, υγειονομικής περίθαλψης και εφάπαξ παροχής, που συνολικά ανέρχεται σε συντελεστή άνω του 35% του εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων και ελεύθερων επαγγελματιών, σε συνδυασμό με τις υφιστάμενες υψηλές φορολογικές κλίμακες, οδηγεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε υπέρμετρη μείωση του εισοδήματός τους, κατά τρόπο που δεν συνάδει με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη προστασία της οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 1), όπως επίσης έχει επισημάνει η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής αλλά και με τις υπερνομοθετικές εγγυήσεις των περιουσιακών δικαιωμάτων.

Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας μετά από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης χαρακτηρίσθηκε από σημαντική αυτοσυγκράτηση κατά τον έλεγχο των νομοθετικών επιλογών. Η αυτοσυγκράτηση αυτή μετριάστηκε τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα να κριθούν αντισυνταγματικά μέτρα περικοπών των αποδοχών συγκεκριμένων κατηγοριών δημοσίων λειτουργών (δικαστικών, στρατιωτικών, πανεπιστημιακών), όπως επίσης περαιτέρω περικοπών των συντάξεων. 

Ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, μέτρα μείωσης των δημοσίων δαπανών φαίνεται να υπόκεινται σε αυστηρότερο δικαστικό έλεγχο σε σχέση με μέτρα αύξησης των δημοσίων εσόδων που ελέγχονται μόνο ως προς συγκεκριμένες όψεις τους (π.χ. όρια παράτασης παραγραφής φορολογικών αξιώσεων, υπολογισμός αντικειμενικών αξιών ακινήτων), χωρίς όμως να αμφισβητείται ο πυρήνας των νομοθετικών επιλογών. Ωστόσο, συνταγματική βάση διαφοροποίησης της έντασης του δικαστικού ελέγχου μεταξύ μέτρων μείωσης των δαπανών και μέτρων αύξησης των εσόδων δεν υφίσταται. 

Η επιλογή του κατάλληλου μείγματος μεταξύ αύξησης εσόδων και περικοπών δαπανών είναι καταρχήν μια πολιτική επιλογή που υπόκειται όμως στις ίδιες συνταγματικές δεσμεύσεις. Κατά συνέπεια, και οι νομοθετικές επιλογές ως προς τον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του σωρευτικού τους αποτελέσματος προς τις φορολογικές επιβαρύνσεις, πρέπει να ελεγχθούν με γνώμονα την πιστή τήρηση των συνταγματικών επιταγών. Επιπλέον, για λόγους ασφάλειας δικαίου ως αναπόσπαστου γνωρίσματος μιας δικαιοκρατικής πολιτείας, θα πρέπει να τεθούν και να αποφασισθούν τα ουσιαστικά νομικά ζητήματα, χωρίς αυτά να παρακαμφθούν, με την επίκληση απλώς τυπικών και διαδικαστικών νομικών πλημμελειών, όσο ελκυστική και αν φαίνεται η τελευταία εκδοχή για τον ακυρωτικό ιδίως δικαστή. 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ιστοσελίδα liberal.gr και αναδημοσιεύεται στο Forin.gr μετά από έγκριση του αρθρογράφου και της ιστοσελίδας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δεν θέλετε να συμπληρώνετε το κείμενο αυτό σε κάθε αναζήτηση σας; Αρκεί απλά να γραφτείτε δωρεάν στο Forin.gr πατώντας εδώ ή να συνδεθείτε με τον λογαριασμό σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!