Προ δυσάρεστων εκπλήξεων οι μισθωτοί με επιχειρηματική δραστηριότητα βάσει συμβάσεων παροχής υπηρεσιών
Του Γιάννη Σταματόπουλου,
Οικονομολόγου - Φορολογικού Συμβούλου,
Επιστημονικού Υπεύθυνου του Forin.gr,
Υπ. Διδάκτορα του Παν. Πειραιώς
Προ δυσάρεστων εκπλήξεων βρίσκονται ήδη πολλοί φορολογούμενοι οι οποίοι υποβάλλουν δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος για το φορολογικό έτος 2015 και συνδυάζουν ταυτόχρονα την ιδιότητα του φυσικού προσώπου με επιχειρηματική δραστηριότητα (βάσει εγγράφων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών ή συμβάσεων έργου, με φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες) με αυτή του μισθωτού.
Οι φορολογούμενοι αυτοί, έχοντας ελλιπή πληροφόρηση, θεώρησαν λανθασμένα ότι εμπίπτουν στις διατάξεις της περ. στ’ της παρ. 2 του άρθρου 12 του ΚΦΕ, σύμφωνα με τις οποίες ένα φυσικό πρόσωπο με επιχειρηματική δραστηριότητα φορολογείται, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ως μισθωτός.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, ένα φυσικό πρόσωπο με επιχειρηματική δραστηριότητα φορολογείται ως μισθωτός, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
- το φυσικό πρόσωπο να παρέχει υπηρεσίες βάσει έγγραφων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών ή συμβάσεων έργου,
- οι υπηρεσίες να παρέχονται
- σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες τα οποία δεν υπερβαίνουν τα 3 ή
- εφόσον υπερβαίνουν τον αριθμό αυτόν, ποσοστό 75% του ακαθάριστου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα να προέρχεται από 1 από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που λαμβάνουν τις εν λόγω υπηρεσίες
- το φυσικό πρόσωπο να μην έχει την εμπορική ιδιότητα
- το φυσικό πρόσωπο να μη διατηρεί επαγγελματική εγκατάσταση που να είναι διαφορετική από την κατοικία του
Οι προϋποθέσεις αυτές είναι γνωστές στην πλειοψηφία των φορολογουμένων. Αυτό που έχει αγνοηθεί με δυσάρεστες για τους φορολογούμενους συνέπειες είναι το αμέσως επόμενο εδάφιο της περίπτωσης αυτής, σύμφωνα με το οποίο η διάταξη αυτή «δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που ο φορολογούμενος αποκτά εισόδημα από μισθωτή εργασία, σύμφωνα με μία από τις περιπτώσεις α ́ έως ε ́ του παρόντος άρθρου (σ.σ. του άρθρου 12 του ΚΦΕ)».
Σχετικά με τη διάταξη αυτή, η οποία ίσχυσε και το φορολογικό έτος 2014, διευκρινίστηκε από το Υπουργείο Οικονομικών με την εγκ. ΠΟΛ. 1047/2015 ότι «στην περίπτωση που ο φορολογούμενος αποκτά εισόδημα από μισθωτή εργασία σύμφωνα με μία από τις περιπτώσεις α΄ έως ε΄ της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν.4172/2013 και παράλληλα αποκτά εισόδημα από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας για την οποία συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην περίπτωση στ΄ της παρ. 2 του άρθρου 12 του ίδιου νόμου, φορολογείται για το μεν εισόδημα από μισθωτή εργασία των περ.α΄ έως ε΄ της παρ. 2 του άρθρου 12 με την κλίμακα των μισθωτών, ενώ για το εισόδημα από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας με την κλίμακα της φορολόγησης του εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα (26% για τα κέρδη έως 50.000€, 33% για κέρδη άνω του ποσού αυτού).»
Για να γίνει κατανοητή η διαφορετική φορολογική μεταχείριση που τυγχάνει ο φορολογούμενος κατά περίπτωση, παρατίθεται το ακόλουθο παράδειγμα.
Έστω φορολογούμενος με κέρδη 8.000 € από επιχειρηματική δραστηριότητα ο οποίος πληροί τις τιθέμενες προϋποθέσεις της περ. στ’ της παρ. 2 του άρθρου 12 του ΚΦΕ και δεν αποκτά εισόδημα από μισθωτή εργασία. Το πρόσωπο αυτό θα φορολογηθεί βάσει της κλίμακας των μισθωτών για το σύνολο των εισοδημάτων του, θα υπολογίσει τη μείωση του φόρου του άρθρου 16 του ΚΦΕ και κατ’ επέκταση, όχι μόνο δεν θα κληθεί να καταβάλλει φόρο, αλλά αναμένεται να λάβει και επιστροφή φόρου, δεδομένης της παρακράτησης του φόρου εισοδήματος που διενεργήθηκε κατά τη λήψη των αμοιβών του (π.χ. εάν υποθέσουμε ότι του είχε παρακρατηθεί ποσό φόρου ίσο με 1.600 €, ο εν λόγω φορολογούμενος θα λάμβανε το σύνολο του φόρου αυτού ως επιστροφή)
Αντιθέτως, εάν ο ίδιος φορολογούμενος είχε αποκτήσει έστω και ένα ελάχιστο εισόδημα από μισθωτή εργασία (επειδή π.χ. προσελήφθη ως μισθωτός σε εταιρεία για ένα συγκεκριμένο διάστημα), θα φορολογηθεί για το εισόδημά του από τη μισθωτή εργασία με την κλίμακα των μισθωτών και για το εισόδημά του από την επιχειρηματική του δραστηριότητα με συντελεστή 26%. Ο φορολογούμενος της περίπτωσης αυτής θα κληθεί, για το φορολογικό έτος 2015, να καταβάλει συνολικό φόρο 2.080 € (8.000 € x 26%) (για τον υπολογισμό του τελικού πληρωτέου ποσού, θα αφαιρεθούν τυχόν παρακρατηθέντες φόροι π.χ. εάν υποθέσουμε, όπως προηγούμενα, ότι, κατά τη λήψη των αμοιβών του, είχε παρακρατηθεί ποσό φόρου ίσο με 1.600 €, θα κληθεί να καταβάλλει τη διαφορά ύψους 480€).
Είναι προφανές ότι η ελλιπής γνώση των φορολογικών διατάξεων μπορεί να στοιχίσει ακριβά στο φορολογούμενο, ιδιαίτερα, δε, όταν πρόκειται για φορολογούμενο με εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα.
Σημειώνουμε, επιπρόσθετα, ότι από το φορολογικό έτος 2016, τα εισοδήματα από μισθωτή εργασία και τα εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα συναθροίζονται και φορολογούνται βάσει της νέας ενιαίας κλίμακας φορολόγησης του εισοδήματος που παρατίθεται ακολούθως:
Εισόδημα (Μισθοί, Συντάξεις, Επιχειρηματική Δραστηριότητα) σε ευρώ | Φορ. Συντελεστής |
0 - 20.000 | 22% |
20.001 - 30.000 | 29% |
30.001 - 40.000 | 37% |
40.001 - | 45% |
Επισημαίνουμε, όμως, ότι ο χαρακτηρισμός ενός προσώπου ως μισθωτού ή μη, βάσει των τιθέμενων προϋποθέσεων της περ. στ' της παρ. 2 του άρθρου 12 του ΚΦΕ, εξακολουθεί να έχει ουσιαστική σημασία και με το νέο καθεστώς, δεδομένου ότι η μείωση του φόρου του άρθρου 16 του ΚΦΕ (κατά 1.950, 2.000 και 2.100 ευρώ, ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων του φορολογούμενου) και κατ' επέκταση η εφαρμογή του αφορολόγητου ορίου λαμβάνεται υπόψη μόνο για το εισόδημα που θεωρείται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και συντάξεις και όχι για το εισόδημα από την επιχειρηματική δραστηριότητα του φορολογούμενου. Ως εκ τούτου, εφιστούμε ξανά την προσοχή στη συγκεκριμένη κατηγορία φορολογουμένων και για το φορολογικό έτος 2016.
Ανεξαρτήτως των παραπάνω, θεωρούμε ότι η διάταξη η οποία εξαιρεί από την εφαρμογή της περ. στ' της παρ. 2 του άρθρου 12 του ΚΦΕ τα πρόσωπα που απέκτησαν εισοδήματα από μισθωτή εργασία πρέπει να επανεξεταστεί. Τα πρόσωπα αυτά ουσιαστικά τιμωρούνται με βαρύτερη φορολογία επειδή έτυχε να προσληφθούν ως μισθωτοί κατά τη διάρκεια του έτους, μία "τιμωρία" που έρχεται σε αντίθεση με το στόχο της μείωσης της ανεργίας σε εθνικό επίπεδο. Αν ο νομοθέτης επιθυμεί να διατηρήσει την ουσία της διάταξης (για την οποία διατηρούμε τις επιφυλάξεις μας), θα έπρεπε να προνοήσει για τους αποκτώντες πολύ χαμηλά εισοδήματα από την παράλληλη μισθωτή εργασία, θεσπίζοντας ένα ανώτατο ποσό εισοδήματος από την εργασία αυτή άνω του οποίου ο φορολογούμενος να χάνει το δικαίωμα να φορολογείται ως μισθωτός για την επιχειρηματική του δραστηριότητα. Με τον τρόπο αυτό, θα περιοριζόταν το κίνητρο των φορολογουμένων να εργαστούν "αδήλωτα" για τα χαμηλά εισοδήματα που αποκτούν από την παράλληλη μισθωτή τους εργασία.
Πρόκειται περί αστείου καθώς στην ουσία δεν επιτρέπει σε κάποιον που υπήρξε και μισθωτός να φορολογηθεί ως μισθωτός, ενώ το επιτρέπει σε κάποιον που έχει περισσότερους από έναν εργοδότες και ήταν καθαρά επιχειρηματίας. Ποια η λογική του πράγματος αυτού; Ο παραλογισμός δε συνεχίζεται όταν μέσα στο taxis, στις συνήθεις ερωτήσεις, παραπέμπει όσους έχουν εργαστεί και ως μισθωτοί να υποβάλουν τροποποιητικές δηλώσεις για το θέμα αυτό. Και δεν τελειώνει ούτε εκεί η ανοησία τους αφού με τη "ΔΕΑΦ Α 1107028 ΕΞ 2015/8.8.2015 Διευκρινίσεις επί της ΠΟΛ.1047/12.2.2015" ορίζεται με σαφήνεια ότι το "παράλληλα" που αναφέρει η 1047 αφορά επικάλυψη χρονικών διαστημάτων που το σύστημα αδυνατεί να διακρίνει. Και επειδή κάποιοι θα πουν ότι η απόφαση αυτή αναφέρεται σε συγκεκριμένη κατηγορία, θα ήθελα να΄ξερα που υπάρχει ισονομία όταν οι φορολογούμενοι μεταχειρίζονται με διαφορετικούς όρους. Και του χρόνου ... μη χειρότερα!!!