H αιτιολογική έκθεση για την "Ανάκαμψη και εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (Ενσωμάτωση Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ΕΕ L 173) και άλλες διατάξεις" (Σχέδιο νόμου "Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν.4334/2015")
ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/Παντελής Σαΐτας
ΑΡΘΡΟ 2
ΑΝΑΚΑΜΨΗ ΚΑΙ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ (ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΟΔΗΓΙΑΣ 2014/59/EE, EE L 173) ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Α. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
I. Με το παρόν σχέδιο νόμου ενσωματώνεται στη νομοθεσία η οδηγία 2014/59/ΕΕ για τη θέσπιση του ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου για την ανάκαμψη και εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, και την τροποποίηση των οδηγιών 82/891/ΕΟΚ, 2011/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) 648/2012.
Η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών επηρέασε το τραπεζικό σύστημα των περισσοτέρων ευρωπαϊκών κρατών και ανέδειξε όχι μόνο την αλληλεπίδραση μιας κατάστασης αφερεγγυότητας μεταξύ των διαφόρων οντοτήτων αλλά την έντονη διασύνδεση μεταξύ δημοσίου χρέους-χρηματοπιστωτικού συστήματος που πρέπει να διαρραγεί για να μην υπάρχει - εν τελει-επιβάρυνση των φορολογούμενων.
Με τη συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου εναρμονίζονται οι διαδικασίες εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, ομίλων χρηματοδοτικών συμμετοχών που μέχρι σήμερα διέπονταν από τις εθνικές ρυθμίσεις των κρατών μελών.
Πριν την υιοθέτηση του υπό ενσωμάτωση νομοθετήματος, ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ, μεταξύ των οποίων και η χώρα μας, είχαν ήδη προβεί σε νομοθετικές αλλαγές που καθιερώνουν μηχανισμούς εξυγίανσης προβληματικών ιδρυμάτων, ενώ, άλλα κράτη είχαν γνωστοποιήσει την πρόθεσή τους να καθιερώσουν μηχανισμούς αυτού του είδους, αν δεν προβλεφθούν σε επίπεδο Ένωσης.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αξιολογώντας την κατάσταση εκτίμησε ότι η έλλειψη κοινών κανόνων, εξουσιών και διαδικασιών εξυγίανσης των ιδρυμάτων θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να παρακωλύσει τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών κατά την αντιμετώπιση διασυνοριακών τραπεζικών ομίλων που πτωχεύουν. Αυτό θα συνέβαινε, ιδίως, όταν οι διαφορετικές προσεγγίσεις συνεπάγονται ότι οι εθνικές αρχές δεν διαθέτουν το ίδιο επίπεδο ελέγχου ή την ίδια ικανότητα εξυγίανσης ιδρυμάτων. Οι διαφορές στα καθεστώτα εξυγίανσης θα μπορούσαν να επηρεάσουν με διαφορετικό τρόπο τις δαπάνες για τη χρηματοδότηση των ιδρυμάτων στα κράτη μέλη και πιθανώς να δημιουργήσουν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό μεταξύ των ιδρυμάτων. Τα αποτελεσματικά καθεστώτα εξυγίανσης σε όλα τα κράτη μέλη είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα ιδρύματα δεν μπορούν να περιορίζονται κατά την άσκηση των δικαιωμάτων εγκατάστασής τους στην εσωτερική αγορά από τη χρηματοοικονομική δυνατότητα του κράτους μέλους καταγωγής τους να διαχειριστεί την πτώχευσή τους.Τα εμπόδια αυτά πρέπει να εξαλειφθούν και να θεσπιστούν κανόνες ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν υπονομεύονται οι διατάξεις της εσωτερικής αγοράς. Για τον σκοπό αυτόν, οι κανόνες που διέπουν την εξυγίανση των ιδρυμάτων υπόκεινται σε κοινούς κανόνες ελάχιστης εναρμόνισης.
Είναι επίσης σημαντικό να διασφαλιστεί ότι τα μέτρα εξυγίανσης επιβάλλονται μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο χαριν του δημοσίου συμφέροντος και κάθε παρέμβαση στα δικαιώματα των μετόχων και των πιστωτών εξαιτίας των μέτρων αυτών, είναι συμβατή με το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η χώρα μας έγκαιρα θέσπισε ειδικό πλαίσιο για την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων με το οποίο προβλέπεται η ανάληψη δράσης από την αρχή εξυγίανσης και την αρχή εποπτείας για να αποφευχθεί η συστημική κρίση, να προστατευθούν οι καταθέσεις και η εμπιστοσύνη των καταθετών και των πολιτών στο τραπεζικό σύστημα κα εν τέλει να υπάρξει, μέσω της παρέμβασης των εποπτικών αρχών, των αρχών εξυγίανσης και του ίδιου του κράτους η προστασία του δημοσίου συμφέροντος, έκφανση του οποίου αποτελεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ως πυλώνας της ανάπτυξης και της στήριξης της εθνικής οικονομίας. Ωστόσο, το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο κανόνων ανάκαμψης και εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, επιβάλει τη θέσπιση ενός νέου, συνεκτικού νομοθετήματος που επιχειρεί να αντιμετωπίσει το σύνολο των θεμάτων που μπορεί να προκύψουν σε μία κρίση οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Για το λόγο αυτό, οι σχετικές διατάξεις του ν. 4261/2014 καταργούνται και αντικαθίστανται από τις νέες αναλυτικές διατάξεις της υπό ενσωμάτωση οδηγίας.
Η Αρχή Εξυγίανσης, όπως προβλέπεται στο τταρόν σχέδιο νόμου, καλείται να αξιοποιήσει μια σειρά μέτρων που της επιτρέπουν να παρεμβαίνει έγκαιρα και γρήγορα, διασφαλίζοντας τη συνέχεια κρίσιμων λειτουργιών και ελαχιστοποιώντας τις επιπτώσεις για το οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα της θέσης του ιδρύματος σε καθεστώς αφερεγγυότητας. Προβλέπεται η συστηματική παρακολούθηση των εποπτευόμενων οντοτήτων, τόσο από την αρχή εποπτείας όσο και από την αρχή εξυγίανσης καθώς και η στενή συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών σε εθνικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο ΕΕ, ιδίως όταν υπάρχει διασυνοριακή δραστηριότητα. Με τον τρόπο αυτό, τόσο οι αρχές όσο και τα ιδρύματα -οντότητες είναι προετοιμασμένα για μια πιθανή κρίση και μπορούν εγκαίρως να σχεδιάσουν και να αποτρέψουν τις δυσμενείς εξελίξεις ή τουλάχιστον να περιορίσουν τις συνέπειες μια κρίσης τόσο σε επίπεδο χρηματοοικονομικού τομέα όσο και από πλευράς δημοσιονομικών επιπτώσεων στο κράτος ή την Ενωση. Για το σκοπό αυτό προβλέπεται και η συνεργασία και συστηματική ενημέρωση του αρμόδιου υπουργείου.
Η βασική φιλοσοφία του νομοσχεδίου είναι ότι τις ζημίες ενός ιδρύματος ή οντότητας δεν πρέπει να τις αναλάβουν οι φορολογούμενοι πολίτες, παρά μόνο ως έσχατο μέσο. Οι ζημίες βαρύνουν πρωτίστως τους μετόχους και μετά τους πιστωτές. Όμως, κανένας πιστωτής, κατά την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης που προβλέπει το νομοσχέδιο, δεν πρέπει να βρεθεί σε δυσμενέστερη θέση και να υποστεί μεγαλύτερες ζημίες από αυτές που θα αναλάμβανε αν το ίδρυμα ή η οντότητα ετίθετο άμεσα σε εκκαθάριση ( αρχή της μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών).
Το νομοσχέδιο διαρθρώνεται σε 20 κεφάλαια, τα οποία ρυθμίζουν τα θέματα της προετοιμασίας των σχεδίων ανακαμψης και εξυγίανσης, σε επίπεδο ιδρυμάτων ή οντοτήτων και ομίλων, την ενδοομιλική χρηματοδοτική στήριξη, θέματα έγκαιρης παρέμβασης, τους στόχους και τα μέτρα εξυγίανσης σε επίπεδο ιδρυμάτων ή οντοτήτων και ομίλων, θέματα σε σχέση με τρίτες χώρες, τις ειδικές εξουσίες των αρχών εξυγίανσης, τις αναγκαίες διασφαλίσεις των δικαιωμάτων μετόχων και πιστωτών κατά την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης, τις διαδικαστικές υποχρεώσεις, τις κυρώσεις, τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις για την εξυγίανση (ταμεία εξυγίανσης) και τις αναγκαίες τροποποιήσεις σε άλλα νομοθετικά κείμενα (οδηγίες -κανονισμούς), όπως έχουν ενσωματωθεί ή εφαρμοστεί στην ελληνική νομοθεσία προκειμένου να είναι συμβατά με το νέο πλαίσιο.
Β. ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
Στο άρθρο 1, τίθεται το πεδίο εφαρμογής του παρόντος σχεδίου νόμου. Ειδικότερα, προσδιορίζονται οι συγκεκριμένες οντότητες προς την ανάκαμψη και την εξυγίανση των οποίων εφαρμόζονται οι θεσπιζόμενοι κανόνες και διαδικασίες, και εκθέτονται οι παράμετροι τις οποίες λαμβάνουν υπόψη τους οι αρχές εξυγίανσης και, κατά περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή των απαιτήσεων και κατά τη χρήση των μέσων που προβλέπονται στο παρόν σχέδιο νόμου.
Στο άρθρο 2, παρατίθενται οι έννοιες τις οποίες λαμβάνουν οι όροι που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο του παρόντος σχεδίου νόμου. Ειδικότερα, διατυπώνονται οι ορισμοί της έννοιας της εξυγίανσης, των διαφορετικών μορφών οντοτήτων σε συμφωνία με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, των στόχων, μέτρων και εξουσιών εξυγίανσης, της αρμόδιας αρχής και των σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης, καθώς και κάθε άλλης σχετιζόμενης έννοιας στο πλαίσιο της ανάκαμψης και εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων.
Στο άρθρο 3, ορίζονται και εξειδικεύονται αφενός το αρμόδιο Υπουργείο και αφετέρου η αρχή που αναλαμβάνει τις αρμοδιότητες εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες απαιτήσεις ανεξαρτησίας προς αποφυγή τυχόν σύγκρουσης συμφερόντων, και βάσει συγκεκριμένων προδιαγραφών συνεργασίας, σχεδιασμού και διαδικασιών λήψης αποφάσεων. Η αρχή εξυγίανσης ασκεί δημόσια εξουσία. Ως τέτοια ορίζεται η Τράπεζα της Ελλάδος για τα πιστωτικά ιδρύματα και τα εποπτευόμενα από αυτή χρηματοδοτικά ιδρύματα και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τις επιχειρήσεις επενδύσεων. Οι ελληνικές αρχές εξυγίανσης,ασκούν τις αρμοδιοτητές τους διακριτά από τις αντίστοιχες της εποπτείας , ενεργώντας λειτουργικά ανεξάρτητα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β '
Στο άρθρο 4, προβλέπεται ο προσδιορισμός, από τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης, του περιεχομένου και των λεπτομερειών του σχεδίου ανάκαμψης και εξυγίανσης λαμβάνοντας υπόψη τις δυνητικές επιπτώσεις της αφερεγγυότητας ιδρύματος και της συνεπαγόμενης εκκαθάρισης του υπό τις συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας. Στο ίδιο άρθρο, δίνεται η δυνατότητα εφαρμογής απλουστευμένων υποχρεώσεων ως προς το σχεδιασμό της ανάκαμψης και τον σχεδιασμό της εξυγίανσης για ορισμένα ιδρύματα. Από τα ιδρύματα που δύνανται να τύχουν απαλλαγών εξαιρούνται τα ιδρύματα που τελούν υπό την άμεση εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια που τίθενται στην παράγραφο 8. Διευκρινίζεται ότι η εφαρμογή απλουστευμένων υποχρεώσεων δεν επηρεάζει από μόνη της τις εξουσίες της αρμόδιας αρχής και, κατά περίπτωση, της αρχής εξυγίανσης για λήψη μέτρων πρόληψης ή διαχείρισης κρίσεων και για την ανά πάσα στιγμή επιβολή πλήρων (μη απλουστευμένων) υποχρεώσεων.
Στο άρθρο 5, για κάθε ίδρυμα που δεν αποτελεί μέλος ομίλου που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία, ορίζεται η υποχρέωση κατάρτισης σχεδίου ανάκαμψης και επικαιροποίησης του σε περιοδική βάση ή λόγω μεταβολών που έχουν τελεστεί σε αυτό και επηρεάζουν ουσιωδώς το σχέδιο ανάκαμψης (τουλάχιστον κατ’ έτος ή σε συχνότερα διαστήματα κατ’ απαίτηση των αρμόδιων αρχών), ώστε να προβλέπονται τα μέτρα προς αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής θέσης του ιδρύματος μετά από σημαντική επιδείνωση της χρηματοοικονομικής του κατάστασης, χωρίς να προβλέπεται πρόσβαση σε έκτακτη δημόσια χρηματοοικονομική στήριξη. Γίνεται αναφορά στην υποχρέωση συμπερίληψης στο σχέδιο α) των απαιτούμενων πληροφοριών, β) των ενεργειών του ιδρύματος όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις της έγκαιρης παρέμβασης, γ) των κατάλληλων προϋποθέσεων και διαδικασιών για την έγκαιρη εφαρμογή των δράσεων ανάκαμψης, δ) των επιλογών ανάκαμψης, λαμβάνοντας υπόψη διαφορετικά σενάρια πιέσεων, καθώς και ε) της ανάλυσης του τρόπου/χρόνου υποβολής αίτησης χρήσης των διευκολύνσεων που παρέχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και του αντίστοιχου προσδιορισμού των εύλογων δυνητικά εξασφαλίσεων. Το σχέδιο ανάκαμψης θεωρείται ρύθμιση διακυβέρνησης του ιδρύματος κατά το άρθρο 66 του ν. 4261/2014 και αξιολογείται και εγκρίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο του ιδρύματος πριν την υποβολή του στην αρμόδια αρχή. . Οι σχετικές ρυθμίσεις εφαρμόζονται και στα χρηματοδοτικά ιδρύματα που εποπτεύονται σε ατομική βάση από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Στο άρθρο 6, ορίζεται η υποχρέωση υποβολής των σχεδίων ανάκαμψης στην αρμόδια αρχή για εξέταση και αξιολόγηση. Στην περίπτωση που σημαντικά υποκαταστήματα του ιδρύματος είναι εγκατεστημένα σε έτερα κράτη μέλη και το σχέδιο ανάκαμψης τα αφορά, στην αξιολόγηση του σχεδίου περιλαμβάνεται διαβούλευση των αρμόδιων αρχών με τις αρμόδιες αρχές των έτερων αυτών κρατών μελών. Η αξιολόγηση ενός σχεδίου ανάκαμψης διενεργείται εντός έξι μηνών από την υποβολή του, βάσει των απαιτήσεων του άρθρου 5 και των κριτηρίων α) του ευλόγως αναμενόμενου αποτελέσματος από την εφαρμογή του (διατήρηση/ αποκατάσταση βιωσιμότητας και χρηματοοικονομικής θέσης του ιδρύματος ή του ομίλου) και β) του ευλόγως αναμενόμενου χρόνου και αποτελεσματικότητας εφαρμογής σε καταστάσεις χρηματοπιστωτικής πίεσης (αποφυγή δυσμενών επιπτώσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα). Υπόψη λαμβάνεται επίσης το προφίλ κινδύνου του ιδρύματος καθώς και τα στοιχεία της χρηματοδοτικής και οργανωτικής του δομής. Προκειμένου το σχέδιο ανάκαμψης να αξιολογηθεί ως προς την δυνητική επίδραση που τυχόν δράσεις του έχουν στη δυνατότητα εξυγίανσης του ιδρύματος, αυτό διαβιβάζεται από την αρμόδια αρχή στην αρχή εξυγίανσης, στην οποία δίνεται δυνατότητα εξέτασής του και υποβολής σχετικών συστάσεων στην αρμόδια αρχή. Σε περίπτωση διαπίστωσης από την αρμόδια αρχή ουσιωδών ελλείψεων στο σχέδιο ή ουσιωδών εμποδίων στην εφαρμογή του, προβλέπεται αλληλουχία σταδίων της διαδικασίας αξιολόγησης, με βαθμιαία αύξηση της παρεμβατικότητας των μέτρων και των πρόσθετων απαιτήσεων που η αρμόδια αρχή δύναται να θέσει έναντι του ιδρύματος, ανάλογα με την αποτελεσματικότητα προηγούμενης ανταπόκρισης του ιδρύματος στις αντίστοιχες προηγούμενες απαιτήσεις (απαίτηση για εντός προθεσμίας υποβολή αναθεωρημένου σχεδίου, κατεύθυνση του ιδρύματος προς συγκεκριμένες τροποποιήσεις του σχεδίου, προσδιορισμός από το ίδρυμα συγκεκριμένων αλλαγών στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες) και τυχόν πρόσθετων μέτρων. Οι απαιτήσεις αλλαγών στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες επιβάλλονται από την αρμόδια αρχή υπό την προϋπόθεση τήρησης της αρχής της αιτιολόγησης και της αναλογικότητας. Στο άρθρο 7, ορίζεται η υποχρέωση των μητρικών επιχειρήσεων της Ε.Ε. για την κατάρτιση σχεδίου ανάκαμψης ομίλου. Στο σχέδιο εμπεριέχεται ο προσδιορισμός μέτρων που η εφαρμογή τους δύναται να απαιτηθεί τόσο σε επίπεδο μητρικής επιχείρησης της ΕΕ όσο και σε κάθε θυγατρική, καθώς και τα στοιχεία που καθορίζονται στο άρθρο 5 και κατά περίπτωση οι ρυθμίσεις για την παροχή ενδοομιλικής χρηματοδοτικής στήριξης. Στόχος του σχεδίου ανάκαμψης ομίλου είναι η σταθεροποίηση του ομίλου ως συνόλου ή οποιουδήποτε μέλους του ομίλου βρίσκεται υπό κατάσταση πίεσης, ώστε να αντιμετωπιστούν ή και να εξαλειφθούν τα αίτια που δημιουργούν την κατάσταση χρηματοοικονομικών πιέσεων, και να αποκατασταθεί η χρηματοοικονομική θέση του ομίλου ή του συγκεκριμένου ιδρύματος, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τη χρηματοοικονομική θέση άλλων μελών του ομίλου. Προς τούτο, το σχέδιο ανάκαμψης ομίλου, το οποίο διαβιβάζεται προς όλες τις αρμόδιες αρχές και αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ή θυγατρικής, απαιτείται να περιλαμβάνει ρυθμίσεις για τη διασφάλιση του συντονισμού και της συνέπειας των μέτρων σε κάθε επίπεδο του ομίλου (μητρική, θυγατρικές, σημαντικά υποκαταστήματα). Εντούτοις, οι αρμόδιες αρχές δύνανται, σύμφωνα με το άρθρο 7, να απαιτήσουν από τις θυγατρικές την κατάρτιση και υποβολή σχεδίου ανάκαμψης σε ατομική βάση. Το σχέδιο ανάκαμψης ομίλου, πριν την υποβολή του στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, αξιολογείται και εγκρίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο του μέλους του ομίλου που το καταρτίζει.
Στο άρθρο 8, προβλέπεται η εξέταση και αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης ομίλου ως προς την ικανοποίηση των αντίστοιχων απαιτήσεων και κριτηρίων των άρθρων 6 και 7 και καθορίζεται η διαδικασία συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκομένων αρχών.
Στο άρθρο 9, προβλέπεται η υποχρέωση συμπερίληψης στο σχέδιο ανάκαμψης πλαισίου δεικτών, ποσοτικών ή ποιοτικών, συνδεδεμένων με τη χρηματοοικονομική θέση του ιδρύματος και τακτικά παρακολουθήσιμων μέσω κατάλληλων ρυθμίσεων του ιδρύματος. Με τους δείκτες σχεδίου ανάκαμψης, οι οποίοι αποτελούν αντικείμενο συμφωνίας από τις αρμόδιες αρχές κατά την αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης, προσδιορίζονται τα σημεία από τα οποία μπορούν να αναληφθούν οι περιεχόμενες στο σχέδιο κατάλληλες δράσεις. Ορίζεται περίπτωση που δράση του σχεδίου ανάκαμψης αναλαμβάνεται ακόμα κι όταν δεν πληρούνται οι όροι του σχετικού δείκτη, εφόσον το Διοικητικό Συμβούλιο το κρίνει κατάλληλο λόγω των συγκεκριμένων συνθηκών. Αντιστοίχως τέτοια δράση ενδέχεται να μην αναλαμβάνεται, εφόσον το Διοικητικό Συμβούλιο δεν το κρίνει κατάλληλο λόγω των συνθηκών. Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου γνωστοποιείται χωρίς καθυστέρηση στην αρμόδια αρχή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'
Με τα άρθρα 10 έως 17 ορίζεται το πλαίσιο για τη σύναψη συμφωνιών παροχής χρηματοδοτικής στήριξης ομίλου, περιγράφεται το περιεχόμενο τους και προβλέπεται η διαδικασία και οι προϋποθέσεις αποδοχής τους από τις αρμόδιες αρχές.
Στο άρθρο 10, καθορίζονται η έννοια και οι αρχές που διέπουν τη συμφωνία χρηματοδοτικής στήριξης ομίλου, προσδιορίζονται οι οντότητες που μπορούν να αποτελέσουν μέρη της συμφωνίας και προβλέπεται η τήρηση προϋποθέσεων για τη σύναψή της. Διατυπώνονται οι αρχές για τον υπολογισμό του ανταλλάγματος κάθε συναλλαγής που προβλέπεται στη συμφωνία, καθώς και οι ειδικότεροι όροι που πρέπει να τηρούνται κατά τη σύναψη της, κατά τον υπολογισμό του ανταλλάγματος και πριν από κάθε απόφαση παροχής της στήριξης. Προκειμένου να συναφθεί μία συμφωνία χρηματοδοτικής στήριξης ομίλου κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν πρέπει να πληροί, σύμφωνα με τη γνώμη της αρμόδιας αρχής, τις προϋποθέσεις για έγκαιρη παρέμβαση.
Στο άρθρο 11, καθορίζεται η διαδικασία εξέτασης της πρότασης συμφωνίας χρηματοδοτικής στήριξης ομίλου από τις αρμόδιες αρχές, και προβλέπονται τα βήματα διαμεσολάβησης για τη λήψη απόφασης επί της πρότασης συμφωνίας. Προσδιορίζονται τα κριτήρια, οι προθεσμίες και οι παράμετροι που λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση της πρότασης συμφωνίας, μεταξύ των οποίων και κάθε δυνητική επίπτωση περιλαμβανόμενων των δημοσιονομικών συνεπειών από την εφαρμογή της συμφωνίας σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία ασκεί δραστηριότητα ο όμιλος. Κριτήριο για τη χορήγηση άδειας ή τη δυνητική απαγόρευση αποτελεί η συμβατότητα του περιεχομένου της πρότασης συμφωνίας με τις προϋποθέσεις παροχής χρηματοδοτικής στήριξης του άρθρου 14 του παρόντος σχεδίου νόμου. Σε περίπτωση μη προσέγγισης κοινής απόφασης από τις αρμόδιες αρχές, η απόφαση λαμβάνεται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, αφού ληφθούν υπόψη οι απόψεις και επιφυλάξεις των αρμόδιων αρχών και, σε περίπτωση που η αίτηση έχει παραπεμφθεί στην ΕΑΤ, σε συμφωνία με την απόφαση της ΕΑΤ. Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση επί του αιτήματος πρότασης συμφωνίας απαιτείται να είναι πλήρως αιτιολογημένη.
Στο άρθρο 12, προβλέπεται η διαδικασία έγκρισης της πρότασης συμφωνίας από τη γενική συνέλευση κάθε μέλους του ομίλου που θα συμβληθεί και ορίζονται οι προϋποθέσεις εγκυρότητάς της. Το διοικητικό συμβούλιο κάθε συμμετέχουσας στη συμφωνία οντότητας υποβάλλει κατ’ έτος στη γενική συνέλευση έκθεση αναφορικά με την εκτέλεση της συμφωνίας και την εφαρμογή των αποφάσεών του στο πλαίσιο αυτής.
Στο άρθρο 13, ορίζεται η υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να διαβιβάσουν τις συμφωνίες χρηματοδοτικής στήριξης ομίλου, για τις οποίες έχουν χορηγήσει άδεια, στις εμπλεκόμενες αρχές εξυγίανσης.
Στο άρθρο 14, προβλέπονται οι προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά προκειμένου να παρασχεθεί χρηματοδοτική στήριξη ομίλου, όπου είναι εγκατεστημένη η οντότητα που παρέχει τη χρηματοδοτική στήριξη. Στις προϋποθέσεις για την παροχή χρηματοδοτικής στήριξης περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η συμμόρφωσή της οντότητας που παρέχει τη στήριξη με τις απαιτήσεις ρευστότητας, των ιδίων κεφαλαίων και τις απαιτήσεις που επιβάλλονται δυνάμει του ν.4261/2014, καθώς και η συμμόρφωση της με τις απαιτήσεις περί μεγάλων ανοιγμάτων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Διευκρινίζεται ότι παροχή χρηματοδοτικής στήριξης κατά παραβίαση της συμμόρφωσης της οντότητας του ομίλου με τις ανωτέρω απαιτήσεις δύναται να υπάρξει μόνο εφόσον αυτό επιτραπεί από την αρμόδια αρχή εποπτείας της οντότητας ομίλου που παρέχει τη στήριξη.
Στο άρθρο 15, προσδιορίζεται το περιεχόμενο των αποφάσεων παροχής και αποδοχής χρηματοδοτικής στήριξης στο πλαίσιο αντίστοιχης ενδοομιλικής συμφωνίας, και ορίζονται τα αρμόδια όργανα για τη λήψη αυτών. Η απόφαση παροχής χρηματοδοτικής στήριξης θα πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 14 του παρόντος σχεδίου νόμου, καθώς και τον στόχο προς την επίτευξη του οποίου εγκρίνεται η πρόταση χρηματοδοτικής στήριξης.
Στο άρθρο 16, παρέχεται προς την αρμόδια αρχή το δικαίωμα εναντίωσης στην πρόθεση οντότητας ομίλου να παράσχει ενδοομιλική χρηματοδοτική στήριξη που εντάσσεται στο πλαίσιο σχετικής συμφωνίας. Ειδικότερα, καθορίζεται η διαδικασία, οι όροι και οι προθεσμίες για τη λήψη απόφασης των αρμόδιων αρχών επί της αποδοχής, ή επί του περιορισμού έως και απαγόρευσης της παροχής χρηματοδοτικής στήριξης. Απόφαση απαγόρευσης ή περιορισμού της παροχής στήριξης λαμβάνεται εφόσον η αρμόδια αρχή αξιολογεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 14 του παρόντος σχεδίου νόμου. Το Διοικητικό Συμβούλιο της οντότητας που σκοπεύει να παρέχει τη στήριξη κοινοποιεί την πρόθεση του στις αρμόδιες αρχές των συμβαλλόμενων οντοτήτων, στην ΕΑΤ και, κατά περίπτωση, στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Προς το σύνολο αυτών των αρχών, και με τη συνακόλουθη ενημέρωση των λοιπών μελών του σώματος εποπτών και του σώματος αρχών εξυγίανσης από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, κοινοποιείται άμεσα και η απόφαση της αρμόδιας αρχής επί της παροχής χρηματοδοτικής στήριξης, καθώς και η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος με την οποία παρέχεται η στήριξη. Στην περίπτωση που η αρμόδια αρχή αποδεχθεί την πρόταση χρηματοδοτικής στήριξης, απαιτείται κατά την παροχή της στήριξης η τήρηση των περιεχόμενων στην επίσημη κοινοποίηση όρων. Στην περίπτωση, δε, που το σχέδιο ανάκαμψης ομίλου εμπεριέχει ρυθμίσεις για παροχή χρηματοδοτικής στήριξης και η αρμόδια αρχή λάβει απόφαση απαγορευτική ή περιοριστική, δίνεται το δικαίωμα στην αρμόδια αρχή της οντότητας που θα λάμβανε τη στήριξη να ζητήσει, κατά περίπτωση, τη δρομολόγηση αναθεώρησης του σχεδίου ανάκαμψης σε ατομική βάση ή επαναξιολόγησης του σχεδίου ανάκαμψης σε επίπεδο ομίλου.
Στο άρθρο 17, ορίζονται οι απαιτήσεις και οι όροι δημοσιότητας στους οποίους υπόκεινται οι οντότητες του ομίλου όσον αφορά τις συμφωνίες χρηματοδοτικής στήριξης που συνάπτουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'
Στο άρθρο 18, ορίζεται ότι, για κάθε ίδρυμα που δεν αποτελεί μέλος ομίλου που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία, η αρχή εξυγίανσης α) καταρτίζει σχέδιο εξυγίανσης, στο οποίο εκθέτει τις ενέργειες που δύναται να πραγματοποιήσει ώστε το ίδρυμα να εξυγιανθεί, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις για την εξυγίανσή του και β) εντοπίζει τυχόν σημαντικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσής του. Στο σχέδιο εξυγίανσης αυτό δεν περιλαμβάνονται συγκεκριμένες χορηγήσεις δημόσιας στήριξης και παροχής ρευστότητας. Η κατάρτισή του, που διενεργείται έπειτα από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και τις αρχές εξυγίανσης των κρατών μελών υποδοχής σημαντικών υποκαταστημάτων, περιλαμβάνει τον συνυπολογισμό από την αρχή εξυγίανσης διαφορετικών σεναρίων και λόγων πτώχευσης του ιδρύματος (λόγω ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ή συνθηκών ευρύτερης χρηματοπιστωτικής αστάθειας). Προβλέπεται η επικαιροποίηση και αναθεώρηση του σχεδίου εξυγίανσης περιοδικά (τουλάχιστον κατ’ έτος) ή λόγω μεταβολών που έχουν συντελεστεί στην κατάσταση του ιδρύματος και επηρεάζουν ουσιωδώς το σχέδιο. Στο ίδιο άρθρο, ορίζονται οι υποχρεώσεις του ιδρύματος κατά την κατάρτιση και επικαιροποίηση, όσον αφορά τη χορήγηση συνδρομής προς την αρχή εξυγίανσης, την άμεση γνωστοποίηση οποιοσδήποτε μεταβολής που επηρεάζει ουσιωδώς το σχέδιο και την τήρηση λεπτομερών αρχείων των χρηματοοικονομικών του συμβάσεων, με τη διευκρίνηση ότι δεν θίγεται η εξουσία της αρμόδιας αρχής να συγκεντρώνει πληροφορίες. Επιπρόσθετα, περιγράφονται τα, ποσοτικά όπου είναι δυνατόν, στοιχεία που περιλαμβάνονται στο σχέδιο εξυγίανσης. 3Στο άρθρο 19, σκιαγραφείται το πλαίσιο των απαιτήσεων πληροφόρησης και συνεργασίας που μπορεί η αρχή εξυγίανσης να εγείρει έναντι του ιδρύματος προς τους σκοπούς του σχεδίου εξυγίανσης, στο οποίο περιλαμβάνονται οι πληροφορίες και η ανάλυση του τμήματος Β του παραρτήματος του παρόντος σχεδίου νόμου. Διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση που πληροφορίες εκ των ως άνω είναι ήδη διαθέσιμες στις αρμόδιες αρχές των εμπλεκομένων κρατών μελών, αυτές παρέχονται στην αρχή εξυγίανσης από τις αρμόδιες αρχές, και όχι από το ίδρυμα.
Στο άρθρο 20, που αφορά τα σχέδια εξυγίανσης στο σύνολο ενός ομίλου επικεφαλής του οποίου είναι μητρική επιχείρηση της ΕΕ, προβλέπεται η από κοινού κατάρτιση των σχεδίων αυτών από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, έπειτα από διαβούλευση με τις αρχές εξυγίανσης των κρατών μελών υποδοχής των σημαντικών υποκαταστημάτων τα οποία αφορά το ζήτημα. Αναφέρονται τα επίπεδα του ομίλου ανά τα οποία το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου καταδεικνύει μέτρα. Τα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνονται στα σχέδια εξυγίανσης ομίλου είναι μεταξύ άλλων το πλαίσιο των ενεργειών εξυγίανσης, των μέτρων εξυγίανσης, το πλαίσιο ρυθμίσεων συντονισμού και συνεργασίας, η εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης κτλ. Εντός των σχεδίων εξυγίανσης δεν εντάσσονται οι συγκεκριμένες χορηγήσεις δημόσιας στήριξης και παροχής ρευστότητας του άρθρου 18. Διευκρινίζεται ότι πέραν των αναφερόμενων στο παρόν σχέδιο νόμου ενεργειών εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να εξειδικεύει στο σχέδιο εξυγίανσης οποιεσδήποτε επιπλέον ενέργειες προτίθεται να αναλάβει για την εξυγίανση του ομίλου. Η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου να μην έχει δυσανάλογα μεγάλη επίπτωση σε κανένα κράτος μέλος.
Στο άρθρο 21, ορίζεται η διαδικασία και τίθενται οι απαιτήσεις για την κατάρτιση και αναθεώρηση των σχεδίων εξυγίανσης ομίλου. Καθορίζεται η ροή πληροφοριών που εμπεριέχονται στα σχέδια εξυγίανσης ομίλου, από την μητρική επιχείρηση της ΕΕ προς την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, και ακολούθως από την αρχή εξυγίανσης ομίλου προς τις αρχές εξυγίανσης και τις αρμόδιες αρχές θυγατρικών και κρατών μελών υποδοχής σημαντικών υποκαταστημάτων. Προβλέπεται η αλληλουχία των βημάτων, οι προθεσμίες και οι απαιτήσεις της διαδικασίας κατάρτισης και έγκρισης των σχεδίων εξυγίανσης ομίλου, για την από κοινού ενέργεια και κοινή απόφαση έγκρισης τους μεταξύ των αρχών εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης σε επίπεδο μελών του ομίλου, ως Σώματος αρχών εξυγίανσης, έπειτα από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές. Προβλέπεται η διαδικασία που ακολουθείται σε περίπτωση μη λήψης κοινής απόφασης εντός της τασσόμενης προθεσμίας τετραμήνου ή σε περίπτωση διατύπωσης διαφωνίας επί του σχεδίου εξυγίανσης ομίλου εκ μέρους ενός εκ των αρχών εξυγίανσης, καθώς και στην περίπτωση που εμπλεκόμενη αρχή εξυγίανσης εκτιμά ότι το αντικείμενο μιας διαφωνίας είναι δυνατόν να θίξει ή θίγει τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες του κράτους μέλους.
Στο άρθρο 22, ορίζεται η υποχρέωση των αρχών εξυγίανσης και των αρχών εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου να διαβιβάζουν τα σχέδια εξυγίανσης και τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου, αντίστοιχα, αλλά και οποιεσδήποτε τροποποιήσεις αυτών, στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ E'
Στα άρθρα 23-26 καθορίζονται οι έννοιες και οι προϋποθέσεις ισχύος της δυνατότητας εξυγίανσης ιδρύματος που δεν αποτελεί μέλος ομίλου, καθώς και της δυνατότητας εξυγίανσης ομίλου. Προσδιορίζεται η διαδικασία και τα κριτήρια αξιολόγησης της δυνατότητας εξυγίανσης, και τίθεται το πλαίσιο αντιμετώπισης ή εξάλειψης των ενδεχόμενων εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, μέσω προβλέψεων για την ανάληψη και εφαρμογή κατάλληλων μέτρων.
Ειδικότερα, στο άρθρο 23, δίνεται η έννοια, τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις ισχύος της δυνατότητας εξυγίανσης ενός ιδρύματος που δεν αποτελεί μέλος ομίλου. Η αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης γίνεται από την αρχή εξυγίανσης κατά το στάδιο κατάρτισης και επικαιροποίησης του σχεδίου εξυγίανσης, έπειτα από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και τις αρχές εξυγίανσης των κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά και επηρεαζόμενα υποκαταστήματα, και περιλαμβάνει την εξέταση τουλάχιστον των προβλεπόμενων ζητημάτων που διατυπώνονται στο τμήμα Γ του Παραρτήματος του παρόντος σχεδίου νόμου. Διευκρινίζεται ότι η ενδεχόμενη εξυγίανση, κατά την αξιολόγηση της δυνατότητας εφαρμογής της και της αποτελεσματικότητας της, δεν θα πρέπει να τελεί υπό οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις χορηγήσεων δημόσιας στήριξης και παροχής ρευστότητας που αναφέρονται. Ειδικότερα, για να είναι δυνατόν να εξυγιανθεί ένα ίδρυμα, θα πρέπει από την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσής του η αρχή εξυγίανσης να εκτιμά ότι μπορεί εφικτά και αξιόπιστα είτε να το θέσει σε εκκαθάριση στο πλαίσιο των συνήθων διαδικασιών που ακολουθούνται σε περίπτωση αφερεγγυότητας, είτε να το εξυγιάνει με την εφαρμογή μέτρων και εξουσιών εξυγίανσης. Μέσω αυτών των μέτρων και εξουσιών εξυγίανσης θα πρέπει να αποφεύγεται κατά το μέγιστο δυνατό από την αρχή εξυγίανσης οποιαδήποτε σημαντική δυσμενή επίπτωση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας ή άλλων κρατών μελών ή της ΕΕ, ακόμα και σε περιστάσεις ευρύτερης χρηματοπιστωτικής αστάθειας ή γεγονότων συστημικής εμβέλειας, με ταυτόχρονη επιδίωξη τη διασφάλιση της συνέχισης των κρίσιμων λειτουργιών του ιδρύματος. Εάν κατά την κατάρτιση και επικαιροποίηση του σχεδίου εξυγίανσης ενός ιδρύματος η αρχή εξυγίανσης θεωρήσει ότι δεν υπάρχει δυνατότητα για την εξυγίανσή του, ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την ΕΑΤ.
Στο άρθρο 24, δίνεται η έννοια και οι προϋποθέσεις ισχύος της δυνατότητας εξυγίανσης ομίλου, αναφέρονται τα κριτήρια για την αξιολόγησή της και ορίζονται τα Σώματα αρχών εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 85 ως αρμόδια για την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ομίλου. Η αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης γίνεται κατά το στάδιο κατάρτισης και επικαιροποίησης του σχεδίου εξυγίανσης ομίλου βάσει του άρθρου 21 του παρόντος σχεδίου νόμου και σύμφωνα με τη διαδικασία λήψης από κοινού αποφάσεων των Σωμάτων αρχών εξυγίανσης. Τα Σώματα αρχών εξυγίανσης αποτελούνται, μεταξύ άλλων, από τις αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, τις αρμόδιες αρχές των θυγατρικών και τις αρχές εξυγίανσης των κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά και επηρεαζόμενα υποκαταστήματα. Η αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης περιλαμβάνει την εξέταση τουλάχιστον των συγκεκριμένων ζητημάτων που διατυπώνονται στο τμήμα Γ του Παραρτήματος του παρόντος σχεδίου νόμου. Διευκρινίζεται ότι η ενδεχόμενη εξυγίανση σε επίπεδο ομίλου, κατά την αξιολόγηση της δυνατότητας εφαρμογής και της αποτελεσματικότητάς της, δεν πρέπει να τελεί υπό οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις χορηγήσεων δημόσιας στήριξης και παροχής ρευστότητας που αναφέρονται. Ειδικότερα, για να είναι δυνατόν να εξυγιανθεί ένας όμιλος, θα πρέπει από την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσής του οι αρχές εξυγίανσης να εκτιμούν ότι μπορεί εφικτά και αξιόπιστα είτε να θέσουν τα μέλη του ομίλου σε εκκαθάριση στο πλαίσιο συνήθων διαδικασιών αφερεγγυότητας είτε να τα εξυγιάνουν με εφαρμογή μέτρων και εξουσιών εξυγίανσης. Μέσω αυτών των μέτρων και εξουσιών εξυγίανσης, θα πρέπει να αποφεύγεται κατά το μέγιστο δυνατό οποιαδήποτε σημαντική δυσμενή επίπτωση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα τα μέλη του ομίλου, είτε άλλων κρατών μελών ή της ΕΕ, ακόμα και σε περιστάσεις ευρύτερης έως συστημικής χρηματοπιστωτικής αστάθειας, με ταυτόχρονη επιδίωξη διασφάλισης της συνέχισης των κρίσιμων λειτουργιών των μελών του ομίλου (με τη χρήση μέσων έγκαιρου διαχωρισμού τους ή άλλων μέσων). Εάν κατά την κατάρτιση και επικαιροποίηση του σχεδίου εξυγίανσης ομίλου οι αρχές εξυγίανσης θεωρήσουν ότι δεν υπάρχει δυνατότητα για την εξυγίανση του ομίλου, τότε η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την ΕΑΤ.
Στο άρθρο 25, τίθεται το πλαίσιο αντιμετώπισης εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης των ιδρυμάτων, και καθορίζεται η διαδικασία που ακολουθείται στην περίπτωση απόφασης της αρχής εξυγίανσης με την οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης ενός ιδρύματος. Η εν λόγω απόφαση απαιτείται να κοινοποιείται προς το ίδρυμα, την αρμόδια αρχή και τις αρχές εξυγίανσης των κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, ενώ ακολουθείται εντός τετράμηνης προθεσμίας ανάδρασης του ιδρύματος μέσω πρότασης ενδεχόμενων μέτρων για την εξάλειψη των εμποδίων. Ακόμα, ορίζονται εξουσίες των ίδιων των αρχών εξυγίανσης για τη λήψη μέτρων προς άρση των εμποδίων, στην περίπτωση που η πρόταση του ιδρύματος αξιολογηθεί ως μη αποτελεσματική και συνεπώς απορριπτέα από την αρχή εξυγίανσης, έπειτα από διαβούλευση της τελευταίας με την αρμόδια αρχή.
Ειδικότερα, προβλέπεται ότι η απόρριψη της πρότασης του ιδρύματος επιφέρει απαίτηση της αρχής εξυγίανσης προς αυτό για λήψη των εξ αυτής προκρινόμενων, και αιτιολογημένων ως προς την αναλογικότητα τους, εναλλακτικών μέτρων. Μέχρι την απόφανση της αρχής εξυγίανσης υπέρ της έγκρισης των προτεινόμενων από το ίδρυμα μέτρων ή της απαίτησης λήψης εναλλακτικών μέτρων, αναστέλλεται η απαίτηση κατάρτισης σχεδίων εξυγίανσης ή αντίστοιχα η απαίτηση λήψης κοινής απόφασης από τις εμπλεκόμενες αρχές εξυγίανσης επί σχεδίων εξυγίανσης ομίλου. Αναφέρονται τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη από την αρχή εξυγίανσης κατά το στάδιο του προσδιορισμού των εναλλακτικών μέτρων, αφού έχει προηγηθεί διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και στις περιπτώσεις που κρίνεται απαραίτητο με την αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας (εξέταση αναλογικότητας και δυνητικών επιπτώσεων στις επιχειρηματικές δραστηριότητες και στη σταθερότητα του ιδρύματος, στην εσωτερική αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα άλλων κρατών μελών και της ΕΕ συνολικά). Σε κάθε περίπτωση, αποφάσεις των αρχών εξυγίανσης με τις οποίες είτε διαπιστώνονται ουσιώδη εμπόδια στην δυνατότητα εξυγίανσης ή απορρίπτονται προτεινόμενο από τα ιδρύματα μέτρα, δύναται να αποτελέσουν αντικείμενο άσκησης προσφυγής.
Στο άρθρο 26, τίθεται το πλαίσιο αντιμετώπισης εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλων. Εντός αυτού του πλαισίου εντάσσεται η εξέταση, από το Σώμα αρχών εξυγίανσης, της αξιολόγησης δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου, και ο καθορισμός διαδικασιών για τον προσδιορισμό των σχετικών ουσιαστικών εμποδίων που ενδεχομένως υπάρχουν για όλα τα ιδρύματα που συμμετέχουν στον όμιλο, προκειμένου στη συνέχεια τα εμπόδια αυτά να αντιμετωπιστούν με την εφαρμογή μέτρων, μέσω κοινών αποφάσεων των αρχών εξυγίανσης ως Σώματος αρχών εξυγίανσης. Προβλέπεται η αλληλουχία των βημάτων, οι προθεσμίες και οι απαιτήσεις επί της διαδικασίας προσδιορισμού των κατάλληλων μέτρων που εξειδικεύονται από τις αρχές εξυγίανσης ή προτείνονται από την μητρική επιχείρηση της ΕΕ, καθώς και επί της διαδικασίας προσέγγισης αιτιολογημένης κοινής απόφασης του Σώματος αρχών εξυγίανσης, ώστε να αντιμετωπιστούν ή να αρθούν τα εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης ομίλου. Ορίζεται ότι τα Σώματα αρχών εξυγίανσης καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια στο πλαίσιο των εξουσιών τους για την διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των ως άνω διαδικασιών, λαμβάνοντας υπόψη τις ενδεχόμενες επιπτώσεις σε όλα τα κράτη μέλη που δραστηριοποιείται ο όμιλος. Αναφέρεται η διαδικασία που ακολουθείται σε περίπτωση μη λήψης κοινής απόφασης σε επίπεδο ομίλου εντός της τασσόμενης προθεσμίας τετραμήνου, με πρόβλεψη ώστε η ΕΑΤ να δύναται να συνδράμει, έπειτα από σχετικό αίτημα ενδιαφερόμενης αρχής εξυγίανσης, ώστε να υπάρξει συμφωνία μεταξύ των αρχών εξυγίανσης. Σε κάθε περίπτωση οι (κοινές ή μη) αποφάσεις σε επίπεδο ομίλου ή σε ατομική βάση θυγατρικών, αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από τις άλλες εμπλεκόμενες αρχές εξυγίανσης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ'
Τα άρθρα άρθρα 27-30 πραγματεύονται τη διαδικασία, το περιεχόμενο, τις περιπτώσεις και τις προϋποθέσεις εφαρμογής των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης και του διορισμού επιτρόπου αφενός στην περίπτωση μεμονωμένου ιδρύματος και αφετέρου στην περίπτωση επιπέδου ομίλου.
Στο άρθρο 27, προβλέπεται η εξουσία των αρμόδιων αρχών προς λήψη μέτρων έναντι ιδρύματος το οποίο παραβιάζει ή ενδέχεται να παραβιάσει τις απαιτήσεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, του ν. 4261/2014, των άρθρων 9 έως 13, 15 έως 17, 19, 21 και 25 έως 34 του ν. 3606/2007 , του Τίτλου II της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή οποιουδήποτε από τα άρθρα 3 έως 7, 14 έως 17 και 24, 25 και 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 (ΕΕ L 173).Το ενδεχόμενο της - σε σύντομο χρονικό ορίζοντα - παραβίασης των ως άνω απαιτήσεων δύναται να πιθανολογείται στη βάση μιας ταχείας επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής του κατάστασης του ιδρύματος. Ως τέτοια νοείται ιδίως η τάση επιδείνωσης της ρευστότητάς του ιδρύματος, της αύξησης του επιπέδου μόχλευσης ή των μη εξυπηρετούμενων δανείων ή της συγκέντρωσης ανοιγμάτων, αξιολογούμενα βάσει ορίων ενεργοποίησης, στα οποία δύναται να εντάσσεται, προσαυξημένη κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα η απαίτηση των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος. Παρατίθενται τα κατ’ ελάχιστον μέτρα τα οποία εμπερικλείονται στην εξουσία των αρμόδιων αρχών, και τα οποία υλοποιούνται από το ίδρυμα εντός κατάλληλης προθεσμίας, ώστε η αποτελεσματικότητά τους να αξιολογηθεί από τις αρμόδιες αρχές. Ορίζεται η υποχρέωση των αρμόδιων αρχών για παροχή άμεσης ενημέρωσης προς τις αρχές εξυγίανσης στην περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις για λήψη μέτρων από τις πρώτες. Με την επιφύλαξη των κριτηρίων των διαδικαστικών απαιτήσεων του μέτρου της εντολής μεταβίβασης και των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας του παρόντος σχεδίου νόμου, δίνεται δυνατότητα στις αρχές εξυγίανσης προκειμένου για την προετοιμασία της εξυγίανσης του ιδρύματος, να απαιτούν από το ίδιο να έρθει σε επαφή με πιθανούς αγοραστές.
Στο άρθρο 28, δίνεται στις αρμόδιες αρχές η εξουσία απομάκρυνσης, εν συνόλω ή σε ατομική βάση, των ανώτερων διοικητικών στελεχών και του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος, εφόσον υπάρχει σημαντική επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασής του ή σοβαρές διοικητικές παρατυπίες ή σοβαρή παράβαση των νόμων ή των γενικής ισχύος αποφάσεων ή του καταστατικού του ιδρύματος, και εφόσον την ίδια στιγμή τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης που παρατίθενται στο άρθρο 27 δεν επαρκούν για να αντιστραφεί η επιδείνωση. Τα νέα ανώτερα διοικητικά στελέχη ή μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, διορίζονται έπειτα από τη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας αρχής.
Στο άρθρο 29, καθορίζεται το περιεχόμενο, τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις εφαρμογής της εξουσίας της αρμόδιας αρχής για τον διορισμό επιτρόπου ή επιτρόπων, σε ιδρύματα με σημαντική επιδείνωση της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης ή με σοβαρές παραβάσεις σύμφωνα με τα άρθρα του παρόντος, προς την, σε κάθε περίπτωση προσωρινού χαρακτήρα, αντικατάσταση ή συνεργασία με το Διοικητικό Συμβούλιο του ιδρύματος. Ειδικότερα, ο διορισμός επιτρόπου προϋποθέτει κρίση της αρχής εξυγίανσης περί ανεπάρκειας του μέτρου αντικατάστασης των ανώτερων διοικητικών στελεχών ή του Διοικητικού Συμβουλίου Προβλέπεται επίσης η, κατ’ αναλογία προς τις περιστάσεις, και άρα η κατά περίπτωση, εξειδίκευση από την αρχή εξυγίανσης των εξουσιών, του ρόλου, των καθηκόντων και της ενδεχόμενης απαίτησης συναίνεσης του επιτρόπου επί συγκεκριμένων θεμάτων. Το σύνολο των ως άνω στοιχείων της ανάθεσης του έργου του επιτρόπου αποτυπώνεται στην απόφαση διορισμού του. Η αρχή εξυγίανσης διατηρεί, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή και για οποιονδήποτε λόγο, το δικαίωμα να απομακρύνει τον επίτροπο ή να τροποποιεί τους όρους διορισμού του, αλλά και να καθορίζει θέματα για τα οποία απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της ίδιας. Ο διορισμός του επιτρόπου διαρκεί έως ένα έτος, με δυνατότητα ανανέωσης υπό αυστηρούς όρους αιτιολόγησης και δημοσιοποίησης της εν λόγω απόφασης, και εφόσον συνεχίζουν να πληρούνται οι προϋποθέσεις διορισμού του. Ο επίτροπος, υποχρεούται σε σύνταξη περιοδικών εκθέσεων και τελικής έκθεσης προς την αρχή εξυγίανσης , αναφορικά με τη χρηματοοικονομική θέση της επιχείρησης επενδύσεων και τις πράξεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας του. Καθορίζονται θέματα ευθύνης του επιτρόπου σύμφωνα με το αστικό και το εμπορικό δίκαιο και διευκρινίζεται η διατήρηση των δικαιωμάτων των μετόχων έναντι του πρώτου, βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας. Η σχετική ρύθμιση για το διορισμό Επιτρόπου στα πιστωτικά ιδρύματα που περιλαμβάνεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 119 του ν.4261/2014 εφαρμόζεται συμπληρωματικά με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
Στο άρθρο 30, προβλέπεται ο συντονισμός και καθορίζεται η αλληλουχία των βημάτων, οι προθεσμίες και οι απαιτήσεις της διαδικασίας λήψης μέτρων έγκαιρης παρέμβασης και διορισμού επιτρόπου των άρθρων 27, 29 και της περίπτωση β της παραγράφου 1 του άρθρου 137 του ν. 4261/2014 στην περίπτωση ομίλων. Περιγράφεται η διαδικασία για τη γνωστοποίηση, τη διαβούλευση και τη λήψη κοινής απόφασης μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των λοιπών αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο του Σώματος εποπτών, για τη λήψη των κατά περίπτωση καταλληλότερων εκ των ως άνω μέτρων στο επίπεδο που απαιτείται (μητρικής επιχείρησης της ΕΕ, θυγατρικής ή συνδυασμού μελών του ομίλου), με στόχο τη διευκόλυνση τυχόν ενεργειών αποκατάστασης της χρηματοοικονομικής θέσης του αντίστοιχου ιδρύματος, αφού ληφθούν υπόψη οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στον όμιλο, στα μέλη του ομίλου σε άλλα κράτη μέλη ή στα ίδια τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη. Γίνεται πρόβλεψη για την περίπτωση μη λήψης κοινής απόφασης εντός της τασσόμενης προθεσμίας (περίπτωση λήψης μεμονωμένων αποφάσεων).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ'
Στα άρθρα 31 έως 34 ορίζονται οι στόχοι της εξυγίανσης, οι προϋποθέσεις που σωρευτικά θα πρέπει να πληρούνται κατά την κρίση των αρχών εξυγίανσης προκειμένου να προβούν σε ενέργειες εξυγίανσης και οι γενικές αρχές που πρέπει να τηρούνται κατά την εφαρμογή των ενεργειών αυτών.
Στο άρθρο 31, θέτονται οι στόχοι της εξυγίανσης. Οι προσδιοριζόμενοι αυτοί στόχοι είναι ίσης στάθμισης μεταξύ τους και υποκείμενοι κάθε φορά στην αναλογική, ως προς τις ειδικές περιστάσεις, εξισορρόπησή τους από τις αρχές εξυγίανσης, με την εφαρμογή αντιστοίχως των κατάλληλων μέτρων και εξουσιών εξυγίανσης. Κατά τη διαδικασία επιλογής μέτρων και εξουσιών εξυγίανσης προς εφαρμογή, απαιτείται να διασφαλίζεται η πλέον αποτελεσματική επίτευξη των ως άνω στόχων, με τη μεγαλύτερη δυνατή, εντός αυτού του πλαισίου, ελαχιστοποίηση του κόστους εξυγίανσης και αποφυγή της καταστροφής αξίας.
Στο άρθρο 32, προβλέπονται οι προϋποθέσεις, η σωρευτική τήρηση των οποίων αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή ενεργειών εξυγίανσης ιδρύματος από την αρχή εξυγίανσης. Οι προϋποθέσεις αυτές έγκεινται α) στη διαπίστωση, από την αρμόδια αρχή έπειτα από διαβούλευσή της με την αρχή εξυγίανσης, της κατάστασης αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας του ιδρύματος, β) στην αξιολόγηση ως ανεπαρκούς της αποτελεσματικότητας κάθε εναλλακτικού μέτρου του ιδιωτικού τομέα και κάθε εποπτικής ενέργειας σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 59 για την αποτροπή της αφερεγγυότητας ή της επαπειλούμενης αφερεγγυότητας του ιδρύματος, και γ) στη διαπίστωση της αναγκαιότητας και αναλογικότητας της ενέργειας εξυγίανσης για λόγους δημοσίου συμφέροντος προκειμένου να επιτευχθούν στόχοι εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 31 του παρόντος σχεδίου νόμου, οι οποίοι δεν θα επιτυγχάνονταν το ίδιο αποτελεσματικά με την εκκαθάριση του ιδρύματος κατά τις συνήθεις διαδικασίες εκκαθάρισης. Ορίζεται ότι στις προϋποθέσεις για εξυγίανση δεν συμπεριλαμβάνεται η λήψη μέτρων έγκαιρης παρέμβασης του άρθρου 27. Εντός του ίδιου πλαισίου, ορίζονται οι περιπτώσεις όπου η ύπαρξη, διαζευκτική ή συνδυαστική, των ανωτέρω προϋποθέσεων οδηγεί στη θεώρηση ενός ιδρύματος ως τελούντος σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας. Τέλος, διευκρινίζονται οι συγκεκριμένες περιπτώσεις λήψης εγγυήσεων ή στήριξης που δεν δύναται να θεωρηθούν ότι συνεπάγονται κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας.
Στο άρθρο 33, τίθενται οι προϋποθέσεις για την εξυγίανση χρηματοδοτικών ιδρυμάτων και εταιριών συμμετοχών. Πιο συγκεκριμένα, προς τον σκοπό της εφαρμογής σχετικών ενεργειών εξυγίανσης ορίζεται απαίτηση για την πλήρωση των προϋποθέσεων εξυγίανσης του άρθρου 32. Κατά την αξιολόγηση της πλήρωσης των προϋποθέσεων εξυγίανσης από μία ή περισσότερες θυγατρικές-ιδρύματα προς τον σκοπό της εφαρμογής ενεργειών εξυγίανσης σε μία οντότητα των περιπτώσεων γ) και δ) της παραγράφου 1 άρθρου 1, δίνεται η δυνατότητα στην αρχή εξυγίανσης του ιδρύματος ή της οντότητας να συμφωνήσουν να μην λάβουν υπόψη τους οποιοσδήποτε ενδοομιλική μεταφορά κεφαλαίου ή ζημία μεταξύ των οντοτήτων. Στις ενδοομιλικές αυτές μεταφορές συμπεριλαμβάνεται η άσκηση εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής.
Στο άρθρο 34, διατυπώνονται οι γενικές αρχές που πρέπει να τηρούνται κατά την εφαρμογή ενεργειών εξυγίανσης και κατά την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης, και προβλέπεται η υποχρέωση των αρχών εξυγίανσης να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο για την τήρηση αυτών. Οι ως άνω γενικές αρχές περιλαμβάνουν την κατά προτεραιότητα συμμετοχή των μετόχων στις ζημιές της εξυγίανσης, η οποία ακολουθείται από εκείνη των πιστωτών, σύμφωνα με τη κατάταξη των απαιτήσεών των τελευταίων στο πλαίσιο των συνήθων διαδικασιών αφερεγγυότητας, με την επιφύλαξη ύπαρξης αντίθετης διάταξης στο παρόν σχέδιο νόμου. Ακόμα, οι γενικές αρχές της εξυγίανσης υπαγορεύουν την αντικατάσταση του Διοικητικού Συμβουλίου και των ανώτερων διοικητικών στελεχών του ιδρύματος υπό εξυγίανση, εκτός αν η παραμονή τους κρίνεται ενδεικνυόμενη για την επίτευξη των σκοπών της εξυγίανσης, καθώς και την παροχή από αυτούς κάθε απαραίτητης βοήθειας. Άλλες γενικές αρχές για την εξυγίανση είναι η διασφάλιση της υπαγωγής σε θέση υπόλογου όλων των φυσικών και νομικών προσώπων που τυχόν φέρουν αστική ή ποινική ευθύνη για την αφερεγγυότητα του ιδρύματος, η ίση μεταχείριση πιστωτών ίδιας τάξεως, η πλήρης προστασία των εγγυημένων καταθέσεων, η τήρηση των διασφαλίσεων των άρθρων 73 έως 80 κατά την εφαρμογή της ενέργειας εξυγίανσης, η συμμόρφωση των μέτρων και των εξουσιών εξυγίανσης με τους κανόνες κρατικών ενισχύσεων της Ε.Ε., και η αναλογικότητα της συμμετοχής στα βάρη της εξυγίανσης για κάθε πιστωτή, με την έννοια ότι αυτός δεν επιβαρύνεται πλέον της ζημίας που θα είχε υποστεί εάν το ίδρυμα ή η οντότητα των περιπτώσεων β), γ) ή δ) της παραγράφου 1 άρθρου 1 είχε εκκαθαριστεί υπό συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας. Εντός του ίδιου πλαισίου, όποτε ενδείκνυται, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη τυχόν πρακτική εκπροσώπησης των εργαζομένων στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρίας, καθώς και τη γνώμη των εκπροσώπων αυτών ύστερα από αντίστοιχη ενημέρωσή τους. Στην περίπτωση, δε, που οι ενέργειες και εξουσίες εξυγίανσης αφορούν ίδρυμα που αποτελεί μέλος ομίλου, λαμβάνεται υπόψη η ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων στα λοιπά μέλη του ομίλου και στο σύνολο του, καθώς και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ε.Ε. και τα επιμέρους κράτη μέλη, ιδίως δε στις χώρες όπου δραστηριοποιείται ο όμιλος. Τέλος, διευκρινίζεται ότι η εφαρμογή των μέτρων πώλησης δραστηριοτήτων, μεταβατικού ιδρύματος ή διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων, όταν εξειδικεύονται για ίδρυμα ή οντότητα των περιπτώσεων β), γ) ή δ) της παραγράφου 1 άρθρου 1, επισύρουν τη θεώρηση του εν λόγω ιδρύματος ή οντότητας ως υποκείμενων σε πτωχευτικές διαδικασίες ή ανάλογες διαδικασίες αφερεγγυότητας για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του άρθρου 5 της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η'
Στο άρθρο 35, τίθεται το πλαίσιο της ειδικής διαχείρισης ιδρύματος υπό εξυγίανση. Πιο συγκεκριμένα, ορίζεται η δυνατότητα της αρχής εξυγίανσης να αντικαθιστά το Διοικητικό Συμβούλιο του ιδρύματος που βρίσκεται υπό εξυγίανση, μέσω του διορισμού ειδικού διαχειριστή, στον οποίο διατίθεται το σύνολο των εξουσιών της γενικής συνέλευσης και του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος, με μόνη επιφύλαξη τα όρια εξουσίας και τον έλεγχο που επιβάλλει η ίδια η αρχή εξυγίανσης σε αυτόν. Για την απόφαση διορισμού του ειδικού διαχειριστή απαιτείται η τήρηση του τύπου της δημοσιότητας, ενώ για την έκδοσή της απαιτείται η πλήρωση κριτηρίων για την ύπαρξη των απαραίτητων προσόντων, ικανοτήτων και γνώσεων που επιτάσσει το ανατιθέμενο σε αυτόν έργο. Ο ειδικός εκκαθαριστής υποχρεούται πρωτίστως, και πάνω από κάθε ασυμβίβαστο με την εν λόγω υποχρέωση καθήκον που απορρέει από εταιρικό κανονισμό ή σχετική νομοθεσία, στη λήψη κάθε αναγκαίου μέτρου που κινείται προς την κατεύθυνση της προώθησης των στόχων της εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 31 του παρόντος σχεδίου νόμου και της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης που έχει αποφασίσει η αρχή εξυγίανσης. Στα μέτρα αυτά δύναται να περιλαμβάνεται η αύξηση κεφαλαίου, η αναδιοργάνωση της μετοχικής δομής, η εξαγορά από χρηματοοικονομικά και οργανωτικά υγιές ίδρυμα (βλ. τα μέτρα εξυγίανσης άρθρων 38-44). Ο ειδικός διαχειριστής έχει θητεία ενός έτους, κατά την έναρξη, τη λήξη, αλλά και περιοδικά κατά τη διάρκεια της οποίας καταρτίζει εκθέσεις ελέγχου προς την αρχή εξυγίανσης, με αντικείμενο την οικονομική και χρηματοοικονομική κατάσταση του ιδρύματος και τις πράξεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας του. Προβλέπεται η κατ’ εξαίρεση δυνατότητα ανανέωσης της ως άνω θητείας, υπό τον όρο ότι η αρχή εξυγίανσης κρίνει, κατά τον χρόνο της ανανέωσης, ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι προϋποθέσεις διορισμού του. Στην περίπτωση που το μέτρο της ειδικής διαχείρισης πρόκειται να επιβληθεί σε περισσότερα μέλη του ίδιου ομίλου, δίνεται η δυνατότητα συμφωνίας των αντίστοιχων αρχών εξυγίανσης για το διορισμό ενός ειδικού διαχειριστή για όλο τον όμιλο, προς τον σκοπό της αποτελεσματικότερης και συνεργικής εφαρμογής των απαιτούμενων από αυτόν μέτρων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ο'
Στο άρθρο 36, προβλέπεται η, πρότερη της εφαρμογής ενεργειών ή εξουσιών εξυγίανσης, αποτίμηση (εκτίμηση της αξίας) των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού του ιδρύματος ή της οντότητας των περιπτώσεων β), γ) ή δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος σχεδίου νόμου, καθόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσής του βάσει των άρθρων 32 και 33. Η αποτίμηση αυτή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης της αρχής εξυγίανσης για την εφαρμογή μέτρων και την άσκηση εξουσιών εξυγίανσης. Τίθεται ο στόχος, οι σκοποί και οι απαιτήσεις της αποτίμησης, οι παράμετροι που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, οι πληροφορίες που την συμπληρώνουν και οι παραδοχές που τη διέπουν. Ειδικότερα, η αποτίμηση πρέπει να είναι δίκαιη, ρεαλιστική και συνετή, βάσει των συνετών παραδοχών που αφορούν τα ποσοστά αθέτησης υποχρεώσεων και το μέγεθος των ζημιών, ενώ θα πρέπει να διενεργείται από νόμιμο ελεγκτή ανεξάρτητο από το ίδρυμα ή την οντότητα και από κάθε δημόσια αρχή, συμπεριλαμβανομένης και της αρχής εξυγίανσης η οποία τον διορίζει. Εφόσον τηρούνται οι απαιτήσεις αυτές, η αποτίμηση θεωρείται οριστική. Αντίθετα, κι εφόσον η ανεξάρτητη αποτίμηση δεν καθίσταται δυνατή λόγω έκτακτων ή επειγουσών περιστάσεων που καθιστούν μεταξύ άλλων απαγορευτική την κατάταξη των πιστωτών σε τάξεις κατά τον πτωχευτικό κώδικα και την συμπερίληψη των απαιτούμενων επικαιροποιημένων πληροφοριών λογιστικών βιβλίων και αρχείων του ιδρύματος ή της οντότητας, δύναται να διενεργηθεί προσωρινή αποτίμηση από την αρχή εξυγίανσης, έως ότου γίνει δυνατή η οριστική (εκ των υστέρων) αποτίμηση από ανεξάρτητο ελεγκτή σε συμφωνία με όλες τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου και εντός προθεσμίας που τίθεται από την αρχή εξυγίανσης. Σκοπούς της αποτίμησης αποτελούν η τεκμηριωμένη διαπίστωση της πλήρωσης των προϋποθέσεων εξυγίανσης ή απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων, η τεκμηρίωση της απόφασης για την ανάληψη της κατάλληλης ενέργειας εξυγίανσης εφόσον οι προϋποθέσεις εξυγίανσης πληρούνται, και η αντίστοιχη τεκμηρίωση για την έκταση της ακύρωσης ή απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων που γίνεται βάσει σχετικής απόφασης. Ακόμα, η τεκμηρίωση της απόφασης για την έκταση απομείωσης ή μετατροπής επιλέξιμων υποχρεώσεων από ενδεχόμενη εφαρμογή του μέτρου της αναδιάρθρωσης του παθητικού , καθώς και οι αντίστοιχες τεκμηριωμένες αποφάσεις για τον τρόπο εφαρμογής του μεταβατικού ιδρύματος διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων ή εντολής μεταβίβασης εφόσον αυτά επιλεγούν ως κατάλληλα μέτρα. Επιπρόσθετο σκοπό της εξυγίανσης συνιστά η, κατά τη στιγμή της εφαρμογής των μέτρων και εξουσιών εξυγίανσης, διασφάλιση της πλήρους αναγνώρισης οποιοσδήποτε ζημιάς επί των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος ή της οντότητας. Διευκρινίζεται ότι οι σκοποί της εκ των υστέρων οριστικής αποτίμησης διαφέρουν από τους σκοπούς της εκ των προτέρων οριστικής αποτίμησης σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου, κατά το μέτρο που η εκ των υστέρων αποτίμηση σκοπεύει στη διασφάλιση της πλήρους απεικόνισης στα λογιστικά βιβλία των οποιωνδήποτε ζημιών επί περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος ή της οντότητας, και οδηγεί σε εμπεριστατωμένη απόφαση για την επανεγγραφή ή μη των απαιτήσεων πιστωτών ή την αύξηση της αξίας του καταβληθέντος ανταλλάγματος. Σε περίπτωση διαφοράς καθαρής αξίας του ενεργητικού μεταξύ προσωρινής και εκ των υστέρων οριστικής αποτίμησης, ορίζονται οι δυνατότητες δράσης της αρχής εξυγίανσης για τον επαναπροσδιορισμό του ανταλλάγματος μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων ή της αξίας απαιτήσεων των πιστωτών. Τέλος, επισημαίνεται ότι η αποτίμηση υπόκειται σε αίτηση ακύρωσης στο πλαίσιο της οικείας απόφασης της αρχής εξυγίανσης, στην οποία εμπεριέχεται.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I '
Στο άρθρο 37 περιγράφονται τα τέσσερα διαθέσιμα μέτρα εξυγίανσης και οι γενικές αρχές που διέπουν την εφαρμογή κάθε ενός από αυτά, όταν λαμβάνεται σχετική απόφαση από την αρχή εξυγίανσης. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να εφαρμόζει τα μέτρα εξυγίανσης είτε μεμονωμένα (πλην του διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων) είτε με οποιοδήποτε συνδυασμό. Η λήψη των μέτρων εξυγίανσης αυτών ή οποιουδήποτε άλλου μέτρου πρόληψης ή διαχείρισης κρίσεων κατά το παρόν σχέδιο νόμου δεν ενεργοποιεί τη διαδικασία αποζημιώσεων καταθετών και επενδυτών - πελατών του ν. 3746/2009.
Στο άρθρο 38 περιγράφεται το μέτρο της «εντολής μεταβίβασης». Παρόμοιου περιεχομένου άρθρο υπάρχει στη νομοθεσία μας από το 2011 (άρθρο 63 Δ του ν.3601/2007 ήδη άρθρο 143 του ν.4261/2014).
Με την εντολή μεταβίβασης, η αρχή εξυγίανσης έχει το δικαίωμα να μεταβιβάσει - και μάλιστα χωρίς τη σύμπραξη του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος υπό εξυγίανση- ορισμένα ή όλα τα περιουσιακά του στοιχεία του εν λόγω ιδρύματος, καθώς και μετοχές ή άλλους τίτλους ιδιοκτησίας έκδοσής του. Το αντάλλαγμα, δίδεται είτε στους μετόχους ή κατόχους των τίτλων ιδιοκτησίας είτε στο ίδρυμα υπό εξυγίανση, ανάλογα με την περίπτωση.
Στο άρθρο 39, τίθενται οι διαδικαστικές απαιτήσεις γα την εφαρμογή της εντολής μεταβίβασης.
Το άρθρο 40 αναφέρεται στη σύσταση και λειτουργία του μεταβατικού ιδρύματος. Περιγράφεται αναλυτικά η νομική του μορφή, το ιδιοκτησιακό καθεστώς, ο σκοπός του, καθώς και οι αρχές που τηρεί η αρχή εξυγίανσης κατά την εφαρμογή του. Παρουσιάζονται επίσης, οι ειδικότερες έννομες συνέπειες ως προς τους τρίτους, ιδίως σε σχέση με τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία.
Το άρθρο 41 προβλέπει τους κανόνες λειτουργίας του μεταβατικού ιδρύματος, από τη σύστασή του και το διορισμό του διοικητικού συμβουλίου έως την παύση του, με την εκπλήρωση του σκοπού του είτε δια της πώλησης των περιουσιακών του στοιχείων, είτε της πλήρους αποπληρωμής των υποχρεώσεων είτε δια της συγχωνεύσεως με άλλη οντότητα είτε τέλος με την ειδική εκκαθάρισή του.
Στο άρθρο 42, ορίζονται οι προϋποθέσεις και η δυνατότητα της αρχής εξυγίανσης να μεταβιβάζει με απόφασή της περιουσιακά στοιχεία και συμβατικές σχέσεις ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση ή ενός μεταβατικού ιδρύματος σε μία ή περισσότερες εταιρίες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, οι εξουσίες και ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί η αρχή και οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί η εταιρεία που γίνεται αποδέκτης των περιουσιακών στοιχείων. Προβλέπεται επίσης το εύρος των δικαιωμάτων των μετόχων και άλλων πιστωτών του υπό εξυγίανση ιδρύματος, των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία δεν μεταβιβάζονται στην εταιρία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, έναντι των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων και της διοίκησης της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων. Επιπλέον, προσδιορίζεται η ευθύνη του νομικού προσώπου και της διοίκησης.
Στο άρθρο 43 ορίζονται οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες η αρχή εξυγίανσης, διατηρώντας ή τροποποιώντας τη νομική μορφή του ιδρύματος ή της οντότητας της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, δύναται να επιβάλει την αναδιάρθρωση στοιχείων παθητικού για την ανακεφαλαιοποίηση εντός ιδρύματος ή την μετατροπή σε μετοχικό κεφάλαιο ή τη μείωση της αξίας των απαιτήσεων ή των χρεωστικών τίτλων που μεταβιβάζονται σε μεταβατικό ίδρυμα, με σκοπό την παροχή κεφαλαίου σε αυτό ή στο πλαίσιο εφαρμογής της εντολής μεταβίβασης ή του διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων. Η εφαρμογή της αναδιάρθρωσης παθητικού για σκοπούς ανακεφαλαιοποίησης μπορεί να εφαρμόζεται μόνον εφόσον διαφαίνεται εύλογα ότι η εφαρμογή του σε συνδυασμό με άλλα σχετικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που εφαρμόζονται σύμφωνα με το σχέδιο αναδιοργάνωσης ιδρύματος, θα εξυγιάνει και θα αποκαταστήσει τη χρηματοοικονομική ευρωστία και την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ιδρύματος ή της οντότητας.
Στο άρθρο 44 προσδιορίζεται το εύρος εφαρμογής του μέτρου της αναδιάρθρωσης παθητικού στις υποχρεώσεις του ιδρύματος ή της οντότητας και περιγράφονται αναλυτικά οι εξαιρέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η συμπερίληψη των κεφαλαίων του ΤΕΚΕ που τηρούνται σε λογαριασμούς καταθέσεων στις εξαιρέσεις του εν λόγω άρθρου εξυπηρετεί τους στόχους της εξυγίανσης, όπως αυτοί περιγράφονται στο άρθρο 31 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, και ιδίως τον στόχο της προστασίας των καταθετών που καλύπτονται από την Οδηγία 2014/49/ΕΕ και των επενδυτών που καλύπτονται από την Οδηγία 97/9/ΕΚ. Στο ίδιο άρθρο διευκρινίζονται, επίσης, ορισμένες διακριτικές ευχέρειες της αρχής εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης αυτής της μερικής ή ολικής εξαίρεσης ορισμένων υποχρεώσεων από την άσκηση εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Όταν η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εξαιρέσει συνολικά ή εν μέρει μια επιλέξιμη υποχρέωση οι ζημίες που θα προέκυπταν από τις εν λόγω υποχρεώσεις θα πρέπει να μετακυλιστούν σε άλλους πιστωτές και αν αυτό δεν συμβεί πλήρως τότε το ταμείο εξυγίανσης μπορεί να συνεισφέρει στο υπό εξυγίανση ίδρυμα ώστε να καλυφθούν τυχόν ζημίες που δεν απορροφήθηκαν από τις επιλέξιμες υποχρεώσεις και να μηδενισθεί η διαφορά μεταξύ της αξίας των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του υπό εξυγίανση ιδρύματος ή/και να αγοραστούν μετοχές ή άλλοι τίτλοι ιδιοκτησίας ή κεφαλαιακά μέσα του υπό εξυγίανση ιδρύματος, προκειμένου να ανακεφαλαιοποιηθεί το ίδρυμα. Ορίζεται ο τρόπος προέλευσης των συνεισφορών του ταμείου εξυγίανσης και οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες η αρχή εξυγίανσης μπορεί να αναζητήσει περαιτέρω χρηματοδότηση από εναλλακτικές πηγές.
Το άρθρο προβλέπει επίσης ότι πριν από τη χρήση της δυνατότητας εξαίρεσης υποχρέωσης η αρχή εξυγίανσης ειδοποιεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία ενεργεί βάσει προκαθορισμένου τρόπου και αναλόγως με το αν η εξαίρεση θα επιφέρει συνεισφορά από το ταμείο εξυγίανσης ή άλλη πηγή.
Σύμφωνα με το άρθρο 45 τα ιδρύματα πρέπει να πληρούν ανά πάσα στιγμή την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων και αναλύεται ο τρόπος υπολογισμού της και οι εξαιρέσεις. Η ελάχιστη απαίτηση αυτή καθορίζεται από την αρχή εξυγίανσης κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή με βάση συγκεκριμένα κριτήρια. Στη συνέχεια αναφέρονται τα κριτήρια υπολογισμού και ειδικότερα η ανάγκη να διασφαλιστεί ότι το ίδρυμα μπορεί να εξυγιανθεί μέσω της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης, όπου ενδείκνυται, της αναδιάρθρωσης παθητικού, ότι το ίδρυμα διαθέτει επαρκείς επιλέξιμες υποχρεώσεις ώστε σε περίπτωση εφαρμογής του μέτρου αυτού οι ζημίες να μπορούν να απορροφηθούν και ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος να μπορεί να αποκατασταθεί στο αναγκαίο επίπεδο. Πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση που δεν έχει εκδοθεί κάποιο μέσο για τη συγκεκριμένη υποχρέωση, τότε αυτή δεν συμπεριλαμβάνεται στην αναδιάρθρωση παθητικού. Επίσης αναφέρεται ότι, εάν το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει τη δυνατότητα εξαίρεσης ορισμένων κατηγοριών επιλέξιμων υποχρεώσεων από την εφαρμογή του μέτρου της αναδιάρθρωσης παθητικού ή τη δυνατότητα πλήρους μεταβίβασής τους σε άλλο αποδέκτη στο πλαίσιο μερικής μεταβίβασης, το ίδρυμα πρέπει να διαθέτει επαρκείς λοιπές επιλέξιμες υποχρεώσεις ώστε οι ζημίες να απορροφηθούν και ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος να μπορεί να αποκατασταθεί στο αναγκαίο επίπεδο. Στον υπολογισμό της ελάχιστη απαίτησης λαμβάνεται ακόμη υπόψη το μέγεθος του ιδρύματος, το επιχειρηματικό μοντέλο, το μοντέλο χρηματοδότησης και το προφίλ κινδύνου του, ο βαθμός στον οποίο θα μπορούσε να συνεισφέρει στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης το Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ και ο βαθμός στον οποίο η αφερεγγυότητα του ιδρύματος θα μπορούσε να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Στο άρθρο αυτό προβλέπονται ακόμη οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου μπορεί να απαλλάξει εξ ολοκλήρου από την εφαρμογή της μεμονωμένης ελάχιστης απαίτησης ένα μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων η αρχή εξυγίανσης μιας θυγατρικής μπορεί να απαλλάξει πλήρως μια θυγατρική από τη εφαρμογή των ελάχιστων απαιτήσεων σε ατομική βάση.
Στο άρθρο 46 ορίζεται ότι η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει την αναδιάρθρωση παθητικού, ως μέτρο εξυγίανσης, αφού αξιολογήσει, μετά τη σχετική αποτίμηση που πρέπει να διενεργηθεί, το ποσό κατά το οποίο πρέπει να απομειωθούν οι επιλέξιμες υποχρεώσεις προκειμένου να διασφαλιστεί η μηδενική διαφορά αξίας μεταξύ ενεργητικού και παθητικού του υπό εξυγίανση ιδρύματος ή ακόμα το ποσό κατά το οποίο οι επιλέξιμες υποχρεώσεις πρέπει να μετατραπούν σε μετοχές ή άλλου είδους κεφαλαιακά μέσα προκειμένου να αποκατασταθεί η απαιτούμενη κεφαλαιακή επάρκεια κατηγορίας κεφαλαίου 1 του υπό εξυγίανση ιδρύματος ή του μεταβατικού ιδρύματος, λαμβάνοντας κατά περίπτωση υπόψη και τη συνεισφορά του ταμείου εξυγίανσης. Ομοίως εκτιμώνται και οι κεφαλαιακές ανάγκες της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σε περίπτωση που χρησιμοποιηθεί το αντίστοιχο μέτρο από την αρχή εξυγίανσης. Μετά την οριστική αποτίμηση που προβλέπεται για τους σκοπούς της εξυγίανσης, μπορεί να προβλέπεται μηχανισμός αποζημίωσης των πιστωτών και μετόχων, αν η απομείωση που προκλήθηκε βάσει της προσωρινής αποτίμησης ήταν μεγαλύτερη από την τελικώς απαιτούμενη.
Στο άρθρο 47 ορίζονται στην πράξη οι ενέργειες στις οποίες προβαίνει η αρχή εξυγίανσης απέναντι στους μετόχους και τους κατόχους κεφαλαιακών μέσων κατά την εφαρμογή της αναδιάρθρωσης του παθητικού ή της απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων. Ορίζονται, επίσης, οι προϋποθέσεις που λαμβάνει υπόψη της η αρχή εξυγίανσης κατά τις παραπάνω ενέργειες.
Στο άρθρο 48 ορίζεται η σειρά και ο τρόπος απομείωσης και μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων για τους σκοπούς της εξυγίανσης με ίδια μέσα. Η αρχή εξυγίανσης ασκεί τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής λαμβάνοντας κατά περίπτωση υπόψιν της τυχόν συμβατικές ρήτρες που περιλαμβάνουν τα κεφαλαιακά μέσα.
Σύμφωνα με το άρθρο 49, η αρχή εξυγίανσης προβαίνει στην απομείωση και μετατροπή υποχρεώσεων που προκύπτουν από παράγωγα μόνο ταυτόχρονα ή μετά από την εκκαθάριση των τελευταίων, ενώ επίσης έχει την εξουσία να καταγγέλλει και να εκκαθαρίζει κάθε σύμβαση παραγώγου για τους σκοπούς εξυγίανσης, πλην των περιπτώσεων όπου προβλέπεται σχετική εξαίρεση. Στο άρθρο αυτό επίσης ορίζονται οι ενέργειες της αρχής εξυγίανσης στην περίπτωση συμφωνίας συμψηφισμού παραγώγων καθώς και οι ενέργειες προσδιορισμού της αξίας των υποχρεώσεων από παράγωγα.
Με το άρθρο 50 ορίζεται η δυνατότητα της αρχής εξυγίανσης κατά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης και μετατροπής των υποχρεώσεων σε μετοχικό κεφάλαιο να εφαρμόζει διαφορετικό συντελεστή μετατροπής στις διάφορες κατηγορίες υποχρεώσεων, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η
-Co-
κατάλληλη αποζημίωση των πιστωτών για οποιαδήποτε ζημία υφίστανται κατά την απομείωση και μετατροπή. Στην περίπτωση χρήσης πολλαπλών συντελεστών μετατροπής, ο συντελεστής που εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης, κατά το πτωχευτικό δίκαιο, είναι χαμηλότερος από το συντελεστή που εφαρμόζεται στις κοινές υποχρεώσεις.
Με το άρθρο 51 επισημαίνεται ότι η εφαρμογή από την αρχή εξυγίανσης του μέτρου της αναδιάρθρωσης των στοιχείων του παθητικού για σκοπούς ανακεφαλαιοποίησης του ιδρύματος ή της οντότητας, θα πρέπει να συνοδεύεται από την κατάρτιση και εφαρμογή σχεδίου αναδιοργάνωσης, το οποίο μπορεί να καταρτίζεται από πρόσωπο που ορίζει για το σκοπό αυτό η ίδια αρχή.
Στο άρθρο 52 ορίζεται ότι το σχέδιο αναδιοργάνωσης του προηγούμενου άρθρου θα πρέπει να καταρτιστεί από το ίδρυμα ή την οντότητα και να υποβληθεί στην αρχή εξυγίανσης εντός ενός μηνός από την εφαρμογή του μέτρου αναδιάρθρωσης των στοιχείων του παθητικού. Σε περίπτωση εφαρμογής του μέτρου σε επίπεδο ομίλου, το σχέδιο αναδιοργάνωσης καταρτίζεται από το μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ, καλύπτει όλα τα ιδρύματα του ομίλου και υποβάλλεται στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου. Η προθεσμία του ενός μηνός μπορεί να παραταθεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις με απόφαση της αρχής εξυγίανσης. Σκοπός του σχεδίου αναδιοργάνωσης είναι η μακροπρόθεσμη αποκατάσταση της βιωσιμότητας του ιδρύματος ή της οντότητας εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Στο άρθρο αναφέρονται οι απαραίτητες παραδοχές και τα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει το σχέδιο αναδιοργάνωσης καθώς και τα μέτρα που μπορούν να αποσκοπούν στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας του ιδρύματος ή της οντότητας.
Το άρθρο προβλέπει επίσης τα χρονοδιαγράμματα για την έγκριση ή απόρριψη του σχεδίου, την υποβολή τροποποιημένου σχεδίου και την υποβολή αναφορών προόδου για την εφαρμογή του. Το σχέδιο αναδιοργάνωσης μπορεί να αναθεωρείται μετά από γνώμη της αρχής εξυγίανσης.
Σύμφωνα με το άρθρο 53, τα αποτελέσματα της εφαρμογής του μέτρου της αναδιάρθρωσης παθητικού είναι αμέσως δεσμευτικά, τόσο για το υπο εξυγίανση ίδρυμα όσο και για τους θίγόμενους μετόχους και πιστωτές. Το άρθρο προβλέπει τις διαδικαστικές και διοικητικές παρεμβάσεις που η αρχή εξυγίανσης έχει την εξουσία να ζητήσει ή να ολοκληρώσει. Στο άρθρο επίσης περιλαμβάνονται πρόνοιες για το χειρισμό των υποχρεώσεων μετά το μηδενισμό ή την εν μέρει μείωση της αρχικής τους αξίας ή του ανεξόφλητου υπολοίπου τους, μετά από την παρέμβαση της αρχής εξυγίανσης.
Το άρθρο 54 ορίζει ότι στα ιδρύματα και στις οντότητες πρέπει να είναι σε ισχύ, ανά πάσα στιγμή, απόφαση του αρμόδιου οργάνου τους προς έκδοση σε επαρκές ύψος μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, έτσι ώστε, σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης ασκήσει τις εξουσίες εξυγίανσης που διαθέτει, το εν λόγω ίδρυμα ή η οντότητα να δύναται να εκδώσει επαρκή αριθμό νέων μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας για να μπορεί να διενεργηθεί αποτελεσματικά η μετατροπή των υποχρεώσεων σε μετοχές ή σε άλλα μέσα ιδιοκτησίας. Η ύπαρξη σε ισχύ της απόφασης του αρμοδίου οργάνου και η επάρκεια της λαμβάνεται υπόψη από την αρχή εξυγίανσης στο πλαίσιο της κατάρτισης του σχεδίου εξυγίανσης του ιδρύματος ή της οντότητας. Ορίζεται δε ότι η μετατροπή των υποχρεώσεων σε μετοχές ή σε άλλους τίτλους ιδιοκτησίας δεν κωλύεται από κανέναν όρο της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του ιδρύματος ή της οντότητας
Σύμφωνα με το άρθρο 55 θα πρέπει να ορίζεται συγκεκριμένη συμβατική ρήτρα σύμφωνα με την οποία ο πιστωτής ή το μέρος της συμφωνίας που δημιουργεί την υποχρέωση αναγνωρίζει ότι η υποχρέωση μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής της αρχής εξυγίανσης και συμφωνεί να δεσμεύεται από κάθε μείωση της αξίας ή του ανεξόφλητου υπόλοιπου, μετατροπή ή ακύρωση που πραγματοποιείται από την αρχή εξυγίανσης κατά την άσκηση αυτών των εξουσιών. Το άρθρο ορίζει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί η εν λόγω υποχρέωση. Ορίζεται επίσης ότι η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτεί νομική γνώμη σχετικά με τη νόμιμη εκτελεστότητα και την αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας ρήτρας, η παράλειψη της οποίας δεν εμποδίζει την αρχή εξυγίανσης να ασκεί τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά την εν λόγω υποχρέωση.
Τα άρθρα 56 έως 58 αφορούν τη δυνατότητα συμμετοχής του Δημοσίου στην εξυγίανση ενός ιδρύματος ή οντότητας. Ήδη, έχει επισημανθεί η ανάγκη έγκαιρης συμμετοχής του αρμόδιου Υπουργείου (εν προκειμένου του Υπουργείου Οικονομικών) στη διαχείριση και επίλυση κρίσεων που αφορούν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις συστημικής κρίσης,το Ελληνικό Δημόσιο, δια του Υπουργείου Οικονομικών και των αρμοδίων υπηρεσιών του (εποπτεία χρηματοπιστωτικού τομέα, διαχείριση δημόσιου χρέους, δημοσιονομικός έλεγχος) μπορεί να επέμβει με τρόπο που μεσοπρόθεσμα δεν θα έχει δημοσιονομική επίπτωση. Ειδικότερα: Το άρθρο 56 περιγράφει το πλαίσιο εφαρμογής των μέτρων δημόσιας στήριξής. Προβλέπει τις προϋποθέσεις ενεργοποίησης, τις αρχές που πρέπει να διέπουν τη χρήση τους και περιγράφει τη διαδικασία εφαρμογής, καθώς και τα συγκεκριμένα μέτρα που τίθενται στη διάθεση του Δημοσίου όταν επεμβαίνει για να στηρίξει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Αυτά είναι η κεφαλαιακή στήριξη και ο προσωρινός δημόσιος έλεγχος.
Η απόφαση για τη λήψη του σχετικού μέτρου γίνεται από τον Υπουργό Οικονομικών μετά από εισήγηση του Συμβουλίου Συστημικής Ευστάθειας, καθώς εξ ορισμού είναι αρμόδιο γνωμοδοτικό όργανο του Υπουργού για θέματα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, στο οποίο άλλωστε συμμετέχουν και όλες οι εποπτικές αρχές του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Το άρθρο 57 ρυθμίζει τα θέματα κεφαλαιακής ενίσχυσης ιδρύματος ή οντότητας από το Δημόσιο. Η συμμετοχή στο κεφάλαιο μπορεί να γίνεται με τα κεφαλαιακά μέσα που αναγνωρίζει ο Κανονισμός 575/2013 για να θεωρηθεί ότι ένα ίδρυμα πληροί τις κεφαλαιακές απαιτήσεις. Προκειμένου για συνεταιριστικές τράπεζες, οι οποίες αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα αλλά δεν διαθέτουν κεφάλαιο, αντί κοινών μετοχών, ως κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1 νοούνται οι συνεταιριστικές μερίδες.
Για τα δικαιώματα του Δημοσίου ως μετόχου λαμβάνεται υπόψη το ύψος της συμμετοχής του στο κεφάλαιο, σύμφωνα με το εταιρικό δίκαιο. Η διαχείριση και διοίκηση του ιδρύματος που ενισχύεται κεφαλαιακά γίνεται με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.
Επειδή ο σκοπός της εν λόγω συμμετοχής είναι η αποτροπή συστημικού κινδύνου, το Υπουργείο Οικονομικών πρέπει όταν δημιουργηθούν οι κατάλληλες εμπορικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες να αποσυρθεί, πωλώντας τη συμμετοχή του στους ιδιώτες, έτσι ώστε εκ των υστέρων και μακροπρόθεσμα η συμμετοχή των φορολογουμένων στη διάσωση ενός ιδρύματος να μην είναι επιζήμια για αυτούς (να είναι δημοσιονομικά ουδέτερη).
Το άρθρο 58 δίνει τη δυνατότητα στο κράτος να θέσει ένα ίδρυμα ή μία οντότητα σε προσωρινή δημόσια ιδιοκτησία, αποκτώντας αυτό (το κράτος) τον έλεγχό του. Ο υπουργός Οικονομικών μπορεί άπαξ ή με περισσότερες εντολές, λειτουργώντας δηλαδή αυτός ως αρχή εξυγίανσης, να μεταβιβάσει μετοχές του υπό έλεγχο ιδρύματος σε εντολοδόχο του Ελληνικού Δημοσίου, που μπορεί να είναι υπηρεσία του υπουργείου Οικονομικών ή σε εταιρεία που ανήκει και ελέγχεται από το Δημόσιο. Και στην περίπτωση αυτή, στόχος του Δημοσίου είναι όταν επιτραπεί από τις χρηματοοικονομικές συνθήκες να αποεπενδύσει, μεριμνώντας για την μακροπρόθεσμα δημοσιονομικώς ουδέτερη συμμετοχή του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ'
Τα άρθρα 59 έως 62 αναφέρονται στην απομείωση των κεφαλαιακών μέσων, δηλαδή στη δυνατότητα της αρχής εξυγίανσης να απομειώνει τα πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1 και της Κατηγορίας 2 (τα οποία απορροφούν πλήρως τις ζημίες), στο σημείο μη βιωσιμότητας του ιδρύματος που πραγματοποιεί την έκδοση ή να τα μετατρέπει σε μέσα Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1, στο σημείο μη βιωσιμότητας και πριν από την ανάληψη άλλων δράσεων εξυγίανσης. Για τον σκοπό αυτό, το σημείο μη βιωσιμότητας θα πρέπει να γίνεται αντιληπτό ως η στιγμή κατά την οποία το ίδρυμα πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης ή η στιγμή κατά την οποία το ίδρυμα παύει να είναι βιώσιμο, εάν δεν απομειωθούν τα εν λόγω κεφαλαιακά μέσα. Το γεγονός ότι τα μέσα πρόκειται να απομειώνονται ή να μετατρέπονται από την αρχή εξυγίανσης, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο παρόν σχέδιο νόμου, θα πρέπει να αναγνωρίζεται στις ρήτρες που διέπουν το μέσο, καθώς και σε κάθε ενημερωτικό δελτίο ή έγγραφο προσφοράς που δημοσιεύεται ή παρέχεται σε σχέση με τα μέσα.
Στο άρθρο 59 οριοθετείται το πεδίο δράσης της αρχής εξυγίανσης , ο τρόπος δηλαδή και οι προϋποθέσεις άσκησης της εξουσίας απομείωσης των κεφαλαιακών μέσων.
Το άρθρο 60 παραθέτει τη σειρά απομείωσης ή μετατροπής των μέσων, η οποία για λόγους ίσης μεταχείρισης αντιστοιχεί με τη σειρά κατάταξης των πιστωτών σε περίπτωση ειδικής εκκαθάρισης. Παράλληλα, θεσπίζει ειδικότερες προϋποθέσεις για την μετατροπή τους με τη χρήση συντελεστή μετατροπής.
Το άρθρο 61 καθορίζει τις αρμόδιες αρχές για την εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου εξυγίανσης στις περιπτώσεις που υπάρχει διασυνοριακή δραστηριότητα του ιδρύματος ή της οντότητας.
Το άρθρο 62 αναφέρεται διεξοδικά στη συνεργασία και τις διαδικασίες ενημέρωσης μεταξύ των αρχών σε επίπεδο ενοποιημένης εποπτείας, συνεργασία που διασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή του μέτρου με την ανάλογη εκτίμηση των επιπτώσεων που έχει σε κάθε εμπλεκόμενο κράτος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IB'
Τα άρθρα 63 έως 72 αναφέρονται στις ειδικές εξουσίες της αρχής εξυγίανσης κατά την εφαρμογή των επιλεχθέντων μέτρων και αναλύουν ειδικότερες υποχρεώσεις και δικαιώματα των μερών που διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της εξυγίανσης.
Στο άρθρο 63 περιγράφονται όλες οι γενικές εξουσίες που έχει η αρχή εξυγίανσης προκειμένου να είναι εφικτή η εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης στα ιδρύματα και στις οντότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος σχεδίου νόμου.
Πιο συγκεκριμένα, ορίζονται οι γενικές εξουσίες, μεταξύ των οποίων η λήψη των απαραίτητων πληροφοριών, η ανάληψη του ελέγχου του υπό εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος, η δυνατότητα μεταβίβασης τίτλων, δικαιωμάτων και περιουσιακών στοιχειών, η δυνατότητα απομείωσης του κεφαλαίου και τίτλων ιδιοκτησίας, η μετατροπή επιλέξιμων υποχρεώσεων, η ακύρωση χρεωστικών μέσων ή η δυνατότητα τροποποίησης της διάρκεια, καταγγελίας και ρευστοποίησης χρηματοπιστωτικών συμβάσεων ή συμβάσεων παραγώγων, απομάκρυνσης ή αντικατάστασης του Διοικητικού Συμβουλίου και η δυνατότητα να απαιτεί από την αρμόδια αρχή να αξιολογήσει εγκαίρως τον αγοραστή ειδικής συμμετοχής. Επιπρόσθετα, ορίζονται οι απαιτήσεις στις οποίες δεν υπόκειται η αρχή εξυγίανσης όπως η υποχρέωση να λάβει την έγκριση ή τη συγκατάθεση οποιουδήποτε άλλου προσώπου, ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των μετόχων ή των πιστωτών του ιδρύματος υπό εξυγίανση, με την επιφύλαξη της παραγράφου 6 του άρθρου 3 και της παραγράφου 1 του άρθρου 110, και οι διαδικαστικές απαιτήσεις κοινοποίησης προς οποιοδήποτε πρόσωπο.
Με το άρθρο 64 παρουσιάζονται οι επικουρικές εξουσίες της αρχής εξυγίανσης προκειμένου να τις αξιοποιήσει όπως κρίνει κατάλληλα και πιο συγκεκριμένα η διασφάλιση της μεταβίβασης χωρίς υποχρεώσεις και επιβαρύνσεις, η άρση των δικαιωμάτων απόκτησης νέων μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας, η απαίτηση για διακοπή ή αναστολή διαπραγμάτευσης τίτλων, η διασφάλιση όμοιων δικαιωμάτων στον αποκτώντα, η απαίτηση για παροχή αμοιβαίας πληροφόρησης και για την ακύρωση ή τροποποίηση συμβάσεων. Στο ίδιο πλαίσιο παρέχεται στην αρχή εξυγίανσης η δυνατότητα για ρυθμίσεις όπως η συνέχιση συμβάσεων και η υποκατάσταση του ιδρύματος υπό εξυγίανση από τον αποκτώντα χωρίς αυτά να επηρεάζουν τα δικαιώματα των εργαζομένων για καταγγελία σύμβασης και τα δικαιώματα των αντισυμβαλλομένων μελών.
Με το άρθρο 65 διευκρινίζεται η εξουσία της αρχής εξυγίανσης για την απαίτηση παροχής λειτουργικών υπηρεσιών και υποδομών από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση ακόμα και εάν αυτό αφορά μέλη ομίλου που είναι εγκατεστημένα στην Ελλάδα, υπό συγκεκριμένους όρους.
Με το άρθρο 66 παρέχεται διευκρίνιση για την εξουσία της αρχής εξυγίανσης για επιβολή μέτρων διαχείρισης κρίσης ή μέτρων πρόληψης κρίσης που λαμβάνονται από άλλα κράτη μέλη όπως η μεταβίβαση μετοχών, άλλων τίτλων ιδιοκτησίας ή δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων και όταν αυτή περιλαμβάνει περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος ή δικαιώματα ή υποχρεώσεις που διέπονται από το δίκαιο άλλου κράτους μέλους, η μεταβίβαση παράγει έννομα αποτελέσματα ή διέπεται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, χωρίς δικαιώματα αμφισβήτησης από μετόχους, πιστωτές και τρίτα μέρη. Αντίστοιχη είναι και η άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής, μεταξύ άλλων σε σχέση με κεφαλαιακά μέσα. Διευκρινίζεται επίσης ότι το ελληνικό δίκαιο διέπει το δικαίωμα των μετόχων, των πιστωτών και των τρίτων μερών να αμφισβητούν τη μεταβίβαση μετοχών, άλλων τίτλων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων τη μείωση της αξίας του κεφαλαίου ή τη μετατροπή ενός μέσου ή μιας υποχρέωσης.
Με το άρθρο 67 διευκρινίζονται θέματα που αφορούν περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα, υποχρεώσεις, μετοχές και άλλους τίτλους ιδιοκτησίας που βρίσκονται σε τρίτες χώρες, οπότε η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτεί α) από τον ειδικό εκκαθαριστή, ή κάθε άλλο πρόσωπο που ασκεί τον έλεγχο του υπό εξυγίανση ιδρύματος και από τον αποκτώντα να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες ώστε να διασφαλίζει ότι η μεταβίβαση, η απομείωση, η μετατροπή ή η ενέργεια εξυγίανσης παράγει αποτελέσματα, να διακρατά τις μετοχές, τους άλλους τίτλους ιδιοκτησίας, τα περιουσιακά στοιχεία ή τα δικαιώματα ή να εξοφλεί τις υποχρεώσεις εξ ονόματος του αποκτώντα μέχρις ότου η μεταβίβαση, η απομείωση, η μετατροπή ή η ενέργεια εξυγίανσης παραγάγει αποτελέσματα, καθώς επίσης και την κάλυψη των δαπανών του αποκτώντα που εύλογα προέκυψαν κατά την εκτέλεση οποιοσδήποτε απαιτούμενης ενέργειας
Στο άρθρο 68 αναφέρονται τα θέματα ορισμένων ρητρών συμβάσεων και ειδικότερα η αποφυγή ενεργοποίησης της αναγκαστικής εκτέλεσης υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων και οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης, καθώς και η παροχή εξασφάλισης. Χωρίς να θίγεται το δικαίωμα ανάληψης δράσης, δεν παρέχει αφ’ εαυτού σε κανένα ν τη δυνατότητα να ασκεί οποιοδήποτε δικαίωμα καταγγελίας, αναστολής, μετατροπής, εκκαθαριστικού συμψηφισμού, μεταξύ άλλων και σχετικά με σύμβαση η οποία έχει συναφθεί από θυγατρική υπό προϋποθέσεις και άλλο μέλος του ομίλου ή να αποκτά κατοχή, να ασκεί έλεγχο ή να επιβάλλει την παροχή εξασφάλισης επί περιουσιακού στοιχείου του ιδρύματος ή της οντότητας και να θίγει οποιαδήποτε συμβατικά δικαιώματα του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται.
Στο άρθρο 69 περιγράφονται τα χαρακτηριστικά της εξουσίας που διαθέτει η αρχή εξυγίανσης, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη την εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, για την αναστολή ορισμένων υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης του ιδρύματος υπό εξυγίανση που απορρέουν από σύμβαση στην οποία αυτό έχει συμβληθεί από τη δημοσίευση της απόφασης περί αναστολής, με παράλληλη αναστολή και των αντίστοιχων υποχρεώσεων των αντισυμβαλλόμενων του εν λόγω ιδρύματος. Η ανωτέρω αναστολή δεν έχει εφαρμογή για τις επιλέξιμες καταθέσεις, τις υποχρεώσεις έναντι συστημάτων ή διαχειριστών συστημάτων κατά την έννοια του ν. 2789/2000, κεντρικών αντισυμβαλλόμενων και κεντρικών τραπεζών, και επιλέξιμες απαιτήσεις για τους σκοπούς του Ν. 2533/1997 σχετικά με τα συστήματα αποζημιώσεως των επενδυτών.
Στο άρθρο 70 περιγράφεται η εξουσία περιορισμού της αναγκαστικής εκτέλεσης συμφωνιών παροχής εξασφάλισης που έχει η αρχή εξυγίανσης, πάντοτε στο πλαίσιο της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών εκτός εάν οι συμφωνίες αυτές αφοορύν παροχή εξασφάλισης έναντι συστημάτων ή διαχειριστών συστημάτων που ορίζονται για τους σκοπούς του Ν. 2789/2000, κεντρικών αντισυμβαλλομένων, και κεντρικών τραπεζών, σε σχέση με περιουσιακά στοιχεία που έχουν ενεχυριαστεί ή παρασχεθεί ως περιθώριο ή εξασφάλιση από το ίδρυμα υπό εξυγίανση.
Στο άρθρο 71 περιγράφεται η εξουσία της αρχής εξυγίανσης να αναστέλλει τα δικαιώματα καταγγελίας οποιουδήποτε αντισυμβαλλόμενου του ιδρύματος υπό εξυγίανση υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης, καθώς και η παροχή εξασφάλισης εφόσον τηρούνται εγγυημένες υποχρεώσεις, που στηρίζονται στο γεγονός της αφερεγγυότητας και έχει ασκηθεί ή ενδέχεται να ασκηθεί εξουσία μεταβίβασης με ισχύ της εν λόγω απόφασης από τη δημοσίευση έως τα μεσάνυχτα της εργάσιμης ημέρας που έπεται της δημοσίευσης.
Περιγράφονται επίσης οι ειδικές περιπτώσεις που υπάρχει η δυνατότητα καταγγελίας της σύμβασης, ενώ περιγράφεται και ειδική διαδικασία στις περιπτώσεις που η αρχή εξυγίανσης ασκήσει την εξουσία που προβλέπεται για την αναστολή δικαιωμάτων καταγγελίας, και αυτή δεν έχει κοινοποιηθεί καταλλήλως.
Στο άρθρο 72 περιγράφεται η εξουσία της αρχής εξυγίανσης, να ασκεί τον έλεγχο του ιδρύματος υπό εξυγίανση, άμεσα ή έμμεσα, κρίνοντας τα κατάλληλα μέσα. Η αρχή μπορεί να διευθύνει τις δραστηριότητες και τις υπηρεσίες του υπό εξυγίανση ιδρύματος με όλες τις εξουσίες των μετόχων του και του Διοικητικού Συμβουλίου, και να διαχειρίζεται και να διαθέτει τα περιουσιακά του στοιχεία. Διευκρινίζεται επίσης ότι η αρχή εξυγίανσης δεν ευθύνεται βάσει του εταιρικού ή του πτωχευτικού δικαίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΠ
Τα άρθρα 73 έως 80 ρυθμίζουν τα θέματα μεταχείρισης μετόχων και πιστωτών κατά την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης σύμφωνα με την αρχή της μη χειροτερευσης της θέσης τους, καθώς και θέματα σχετικά με τη διασφάλιση των συμφερόντων των αντισυμβαλλομένων των υπό εξυγίανση ιδρυμάτων.
Το άρθρο 73 περιλαμβάνει τις αναγκαίες ρυθμίσεις που αφορούν τη μεταχείριση των μετόχων και των πιστωτών σε περίπτωση εν μέρει μεταβιβάσεων και εφαρμογής του μέτρου αναδιάρθρωσης παθητικού. Ειδικότερα, θεσπίζεται η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης τους από αυτή στην οποία θα βρίσκονταν αν αντί των μέτρων εξυγίανσης το σχετικό ίδρυμα ή οντότητα εκκαθαριζόταν άμεσα.
Το άρθρο 74 θεσπίζει την υποχρέωση αποτίμησης προκειμένου να προσδιορισθεί κατά πόσο οι μέτοχοι και πιστωτές θα είχαν καλύτερη μεταχείριση αν το ίδρυμα υπο εξυγίανση είχε εκκαθαριστεί άμεσα χωρίς να ληφθούν μέτρα εξυγίανσης, και προσδιορίζεται το περιεχόμενο της αποτίμησης και τις βασικές παραδοχές βάσει των οποίων διενεργείται.
Το άρθρο 75 διασφαλίζει το δικαίωμα αποκατάστασης των μετόχων και πιστωτών με την καταβολή αποζημίωσης από το Ταμείο Εξυγίανσης που καλύπτει αποκλειστικά τη διαφορά μεταξύ της ζημίας που υπέστησαν και αυτής την οποία θα υφίσταντο αν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί άμεσα, όταν από τη διενεργηθείσα αποτίμηση προκύψει αυτή η διαφορά.
Το άρθρο 76 αποβλέπει στην προστασία των τρίτων μερών, αντισυμβαλλομένων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, περιουσιακά στοιχεία του οποίου μεταβιβάστηκαν εν μέρει κατά την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης. Τα επόμενα άρθρα, 77, 78, 79 και 80 αναφέρουν αναλυτικά την προστασία ανάλογα με το είδος της συμφωνίας. Καλύπτουν τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου και των συμφωνιών συμψηφισμού, την προστασία των συμφωνιών εξασφάλισης, την προστασία των συμφωνιών δομημένης χρηματοδότησης και των καλυμμένων ομολογιών και τέλος, την προστασία των συστημάτων διαπραγμάτευσης, εκκαθάρισης και διακανονισμού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ'
Με τα άρθρα του κεφαλαίου αυτού προσδιορίζονται οι διαδικαστικές υποχρεώσεις των εμπλεκομένων μερών, δηλαδή διοίκησης ιδρύματος υπό εξυγίανσης, αρχής εξυγίανσης ή αρμόδιας αρχής προκειμένου να διασφαλιστεί η αναγκαία δημοσιότητα και ενημέρωση των λοιπών αρμοδίων αρχών για τη λήψη μέτρων εξυγίανσης σε ένα ίδρυμα.
Το άρθρο 81 αναφέρεται διεξοδικά στους υπόχρεους άμεσης ενημέρωσης.
Το άρθρο 82 αναφέρεται στις διαδικαστικές υποχρεώσεις της αρχής εξυγίανσης. Περιγράφει το περιεχόμενο της απόφασής της για την ανάγκη λήψης μέτρων εξυγίανσης, τον τρόπο ενημέρωσης και δημοσιοποίησης των σχετικών αποφάσεων σε άλλες αρμόδιες αρχές καθώς και στους μετόχους.
Το άρθρο 83 καθορίζει το υπηρεσιακό επαγγελματικό απόρρητο που δεσμεύει τις αρχές (ως όργανα) και το προσωπικό τους κατά την λήψη μέτρων εξυγίανσης, τους όρους άρσης αυτού, και τις κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασής του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ' (άρθρα 84-89)
Τα άρθρα του δέκατου πέμπτου κεφαλαίου αφορούν την εξυγίανση διασυνοριακού ομίλου. Ειδικότερα, το άρθρο 84 θέτει τις γενικές αρχές που εφαρμόζονται στη λήψη αποφάσεων εξυγίανσης σε όμιλο με διασυνοριακή δραστηριότητα.
Το άρθρο 85 αναφέρεται στην υποχρέωση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου να συγκροτεί Σώματα αρχών εξυγίανσης προκειμένου να μπορεί να επιτελεί τα καθήκοντά της και να διασφαλίσει την αναγκαία συνεργασία και το συντονισμό με τις αρχές εξυγίανσης τρίτων χωρών, όπου απαιτείται. Αναφέρεται η σύνθεση των Σωμάτων και ο τρόπος λειτουργίας, και λήψης αποφάσεων. Το άρθρο 86 περιγράφει τις αρμοδιότητες και τον τρόπο λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Σώματος Αρχών Εξυγίανσης, το οποίο συγκροτείται όταν θυγατρικές ή υποκαταστήματα τρίτης χωράς, στην ΕΕ θεωρούνται σημαντικά (με την έννοια του νόμου 4261/2014).
Το άρθρο 87 θεσπίζει την υποχρέωση ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρχών εξυγίανσης και αρμοδίων αρχών και ρυθμίζει ειδικότερα θέματα που αφορούν την ανταλλαγή πληροφοριών που έχουν δοθεί από τρίτη χώρα. Η ανταλλαγή πληροφοριών με το υπουργείο Οικονομικών είναι υποχρεωτική όταν η απόφαση ή το ζήτημα απαιτεί διαβούλευση μαζί του ή ενδέχεται να έχει επίπτωση στα δημόσια οικονομικά.
Το άρθρο 88 προσδιορίζει αναλυτικά τον τρόπο δράσης της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τις σχετικές υποχρεώσεις ενημέρωσης άλλων αρχών, όταν οι σχετικές ενέργειες εξυγίανσης αφορούν θυγατρική επιχείρηση ομίλου.
Αντίστοιχα, το άρθρο 89 περιγράφει τον τρόπο δράσης της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, όταν οι σχετικές αποφάσεις αφορούν μητρική επιχείρηση της ΕΕ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IΣΤ'
Τα άρθρα 90 έως 94 ρυθμίζουν θέματα που αφορούν σχέσεις με τρίτες χώρες ως προς την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης.
Με το άρθρο 90 τίθενται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία αναγνώρισης διαδικασιών εξυγίανσης που έχουν ληφθεί από τρίτη χώρα σε μητρική της επιχείρηση όταν αυτή έχει θυγατρικά ιδρύματα ή υποκαταστήματα που βρίσκονται ή θεωρούνται σημαντικά σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ή διαθέτει περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις που βρίσκονται σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ή διέπονται από τη νομοθεσία των εν λόγω κρατών μελών. Προβλέπεται η συμμετοχή του ευρωπαϊκού Σώματος αρχών εξυγίανσης και καθορίζεται το εύρος των εξουσιών της αρχής εξυγίανσης να προβεί σε δικές της ενέργειες.
Το άρθρο 91 προβλέπει το δικαίωμα άρνησης αναγνώρισης ή εκτέλεσης των διαδικασιών εξυγίανσης τρίτων χωρών σε ιδρύματα εντός της ΕΕ.
Το δε άρθρο 92 αναφέρεται στο δικαίωμα της αρχής εξυγίανσης να λάβει μέτρα εξυγίανσης σε υποκατάστημα τρίτης χωράς, όταν αυτό δεν υπόκειται σε διαδικασίες εξυγίανσης της χώρας αυτής ή όταν οι σχετικές διαδικασίες δεν αναγνωρίζονται ή δεν εκτελούνται για τους λόγους που ειδικά αναφέρονται στο άρθρο 91.
Το άρθρο 93 καθιερώνει την υποχρέωση και τον τρόπο συνεργασίας με τρίτες χώρες, δίνοντας το πλαίσιο της σχετικής συνεργασίας, ενώ το άρθρο 94 προβλέπει διαδικασία ανταλλαγής εμπιστευτικών πληροφοριών για τους σκοπούς εξυγίανσης με τρίτες χώρες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΖ’
Στα άρθρα 95-104 περιλαμβάνονται οι διατάξεις που αφορούν τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις, τη συμμετοχή δηλαδή του Ταμείου Εξυγίανσης στις σχετικές ενέργειες εξυγίανσης.
Με το άρθρο 95, θεσπίζεται Ταμείο Εξυγίανσης, το οποίο αποτελεί τον μηχανισμό χρηματοδότησης των ενεργειών εξυγίανσης. Ως Ταμείο Εξυγίανσης ορίζεται για μεν τα εποπτευόμενα από την Τραπεζα της Ελλάδος ιδρύματα το Σκέλος Εξυγίανσης του ΤΕΚΕ, για δε τα εποπτευόμενα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, το Σκέλος Εξυγίανσης του Συνεγγυητικού Κεφαλαίου. Κάθε Ταμείο Εξυγίανσης διαθέτει επαρκείς ίδιους πόρους, οι οποίοι αποτελούν ανεξάρτητη και αυτοτελή ομάδα περιουσίας που διαχωρίζεται από τα υπόλοιπα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού των υπολοίπων σκελών του ΤΕΚΕ και του Συνεγγυητικού αντίστοιχα, και οι οποίοι χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τους σκοπούς της εξυγίανσης.
Το άρθρο 96 οριοθετεί το σκοπό χρήσης του Ταμείου Εξυγίανσης και τους τρόπους επίτευξης αυτού.
Το άρθρο 97 θέτει τον οικονομικό στόχο με ορίζοντα δεκαετίας (έως την 31η Δεκεμβρίου 2024) για την κάλυψη των διαθέσιμων χρηματοδοτικών μέσων του Ταμείου Εξυγίανσης.
Το άρθρο 98 αναφέρεται στις τακτικές εισφορές που καταβάλλονται εκ των προτέρων, δηλαδή πριν και ανεξάρτητα από ενδεχόμενη χρήση των ποσών για σκοπούς εξυγίανσης.
Το άρθρο 99 αναφέρεται στον προσδιορισμό των έκτακτων -εκ των υστέρων εισφορών που καλούνται να καταβάλουν τα μέλη του Ταμείου για την κάλυψη ζημιών, δαπανών ή άλλων εξόδων λόγω χρήσης του Ταμείου για σκοπούς εξυγίανσης, όταν υπάρχει ανεπάρκεια των διαθέσιμων χρηματοδοτικών μέσων.
Το άρθρο 100 προβλέπει τη δυνατότητα των Ταμείων να συνάπτουν δάνεια ή να λαμβάνουν με άλλο τρόπο χρηματοδοτική υποστήριξη, σε περίπτωση που οι πόροι που προέρχονται από τις τακτικές εισφορές δεν είναι επαρκείς ή αυτοί που προέρχονται από τις έκτακτες εισφορές δεν είναι επαρκείς ή άμεσα διαθέσιμοι.
Το άρθρο 101 προβλέπει την δυνατότητα και τον τρόπο εφαρμογής του δανεισμού μεταξύ Ταμείων Εξυγίανσης.
To άρθρο 102 αναφέρεται στην αλληλέγγυα χρήση των εθνικών ταμείων εξυγίανσης σε περίπτωση εξυγίανσης διασυνοριακού ομίλου. Στην περίπτωση αυτή εκπονείται -αν είναι αναγκαίο- σχέδιο χρηματοδότησης. Στο ίδιο άρθρο καθορίζονται οι ειδικότερες προϋποθέσεις χρήσης πόρων από Ταμείο Εξυγίανσης που ορίζεται αρμόδιο για την εξυγίανση σε επίπεδο ομίλου.
Το άρθρο 103 παραπέμπει στις εφαρμοστέες διατάξεις για την κατάταξη των απαιτήσεων σε περίπτωση ειδικής εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων επενδύσεων.
Το άρθρο 104 αναφέρεται στη δυνατότητα χρήσης των συστημάτων εγγύησης καταθέσεων στο πλαίσιο της εξυγίανσης. Παρουσιάζεται ο τρόπος συμμετοχής του εν λόγω συστήματος ανάλογα με το μέτρο εξυγίανσης. Τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων κατά την ανωτέρω συνεισφορά τους δεν συμμετέχουν καθ’ υπέρβαση της υποχρέωσης που θα είχαν αν το ίδρυμα ετίθετο σε ειδική εκκαθάριση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΗ'
Τα άρθρα 105 έως 110 αφορούν τις κυρώσεις και τη δικαστική προστασία.
Το άρθρο 105 προβλέπει καταρχάς τη δυνατότητα των αρχών εξυγίανσης και των αρμοδίων αρχών να επιβάλουν διοικητικά μέτρα και διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος σχεδίου νόμου. Τα διοικητικά μέτρα και οι κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναγκαία, κατάλληλα και αναλογικά προς το είδος της παράβασης και τις συνέπειες που έχει αυτή για τη χρηματοπιστωική σταθερότητα και την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Τα ανωτέρω επιβάλλονται άμεσα από τις ίδιες τις αρχές και όπου απαιτείται κατόπιν συνεργασίας με άλλες αρχές, συμπεριλαμβανομένων, δικαστικών αρχών όταν απαιτείται η δική τους συνδρομή.
Το άρθρο 106, περιγράφει τους λόγους επιβολής διοικητικών μέτρων από την αρμόδια αρχήκαι την αρχή εξυγίανσης. Η επιβολή κυρώσεων είναι δυνατή και σε κάθε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του νόμου.
Το άρθρο 107 προβλέπει την υποχρεωτική δημοσιοποίηση των κυρώσεων με ενημέρωση του κοινού για το δικαίωμα άσκησης ένδικων βοηθημάτων και μέσων και συνοπτική ενημέρωση για το στάδιο της διαδικασίας. Ωστόσο, προβλέπει εξαιρέσεις από την ανωτέρω δημοσιοποίησης για τους ειδικούς λόγους που αφορούν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Το άρθρο 108 θεσπίζει τις υποχρεώσεις των αρμοδίων αρχών και των αρχών εξυγίανσης να ενημερώνουν την κεντρική βάση της ΕΑΤ για τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλουν, τις προσφυγές κατά αυτών και τα αποτελέσματά τους.
Το άρθρο 109 ορίζει τις περιστάσεις που πρέπει να συνεκτιμήσει η αρμόδια αρχή ή η αρχή εξυγίανσης προκειμένου να καθορίσει το είδος και το ύψος του διοικητικού μέτρου ή της διοικητικής κύρωσης.
Το άρθρο 110 αφορά τη δικαστική προστασία των θιγομένων προσώπων (φυσικών και νομικών) κατά αποφάσεων της αρμόδιας αρχής και της αρχής εξυγίανσης δυνάμει του παρόντος σχεδίου νόμου. Οι αποφάσεις των αρμοδίων αρχών και των αρχών εξυγίανσης προσβάλλονται στα δικαστήρια όπως ήδη προβλέπεται στην κείμενη νομοθεσία, δηλαδή, της Τράπεζας της Ελλάδος στο Συμβουλιο Επικρατείας και της Επιτροπής κεφαλαιαγοράς στο Διοικητικό Εφετείο. Το σημαντικότερο στοιχείο, είναι η θέσπιση μαχητού τεκμηρίου των μέτρων εξυγίανσης, ως υπηρετούντων την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, γεγονός που πρεπει να αξιολογείται στη διαδικασία προσωρινής δικαστικής προστασίας. Επιπλέον, και προκειμένου να διασφαλιστεί η σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών, χωρίς ωστόσο να θιγεί το δικαίωμα δικαστικής προστασίας κάθε προσώπου που έχει έννομο συμφέρον, λαμβάνεται ειδική μέριμνα για την προστασία των καλόπιστων τρίτων που απέκτησαν περιουσιακά δικαιώματα, μετοχές και άλλους τίτλους ιδιοκτησίας λόγω εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης. Σε περίπτωση που οι αποφάσεις μέτρων εξυγίανσης ακυρωθούν, δεν ανατρέπονται οι μεταβιβάσεις που έγιναν δυνάμει των ακυρωθέντων αποφάσεων αλλά οι ζημιωθέντες εξ αυτού του λόγου δικαιούνται αποζημίωση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΘ'
Τα άρθρα 111 έως 126 περιλαμβάνουν τις τροποποιήσεις των νόμων, με τους οποίους ενσωματώθηκαν στην ελληνική νομοθεσία αντίστοιχες οδηγίες (82/891/ΕΟΚ, 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ). Οι τροποποιήσεις αυτές είναι αναγκαίες προκειμένου το περιεχόμενο των διατάξεων τους να συμβαδίζει με το σχέδιο του παρόντος νόμου.
Ειδικότερα, στο άρθρο 111 τροποποιούνται οι διατάξεις του ν. 3458/2006 που αφορά την ενημέρωση των αρχών όταν συντρέχουν περιπτώσεις λήψης μέτρων αναδιοργάνωσης πιστωτικών ιδρυμάτων, προκειμένου να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του (αφορά και επιχειρήσεις επενδύσεων πλέον) και να είναι συμβατός με το νέο πλαίσιο εξυγίανσης.
Στο άρθρο 112 προβλέπονται οι αναγκαίες τροποποιήσεις του ν. 3301/2004 για θέματα συμφωνιών χρηματοοικονομικής ασφάλειας
Το άρθρο 113 αφορά τροποποιήσεις του ν. 3461/2006 και το άρθρο 114 του ν.3377/2009.
Με το άρθρο 115 εισάγονται παρεκκλίσεις από τη νομοθεσία ανωνύμων εταιριών (κατά το μέρος που αποτελεί ενσωμάτωση αντίστοιχων οδηγιών που αποβλέπουν στην προστασία μετόχων και πιστωτών των ιδρυμάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους) έτσι ώστε κατά τη λήψη αποφάσεων και την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης να μην παρακωλύεται η δράση των αρχών εξυγίανσης. Για λόγους ασφάλειας δικαίου, οι παρεκκλίσεις ορίζονται στενά και με σαφήνεια και πρέπει να εφαρμόζονται μόνον χάριν του δημοσίου συμφέροντος και όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις ενεργοποίησης της εξυγίανσης.
Με το άρθρο 116 προβλέπεται ο τρόπος συνεργασίας των αρχών εξυγίανσης με την ΕΑΤ.
Με το άρθρο 117 τροποποιείται ο ν. 2533/1997, στα ειδικότερα άρθρα που αφορούν το Συνεγγυητικό Κεφαλαίο Επενδύσεων προκειμένου να μπορεί να επιτελέσει το νέο ρόλο του ως Ταμείο Εξυγίανσης και ειδικότερα θεσπίζεται το Σκέλος Εξυγίανσης και ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την αποτελεσματική λειτουργία του.
Το άρθρο 118 αφορά τροποποιήσεις του ν. 3864/2010 ως προς τη σύνθεση του Συμβουλίου Συστημικής Ευστάθειας προκειμένου να ανταποκρίνεται στο ρόλο του και ως εισηγητικό -γνωμοδοτικό όργανο σε θέματα χρήσης δημόσιων πόρων για σκοπούς εξυγίανσης.
Το άρθρο 119 περιέχει τις αναγκαίες τροποποιήσεις του ν. 3746/2009 προκειμένου να εναρμονιστεί ο τρόπος λειτουργίας του υφισταμένου Σκέλους Εξυγίανσης του ΤΕΚΕ με το περιεχόμενο της υπό ενσωμάτωση οδηγίας, ενώ λαμβάνεται μέριμνα για τις υποχρεώσεις του Σκέλους Εξυγίανσης που δημιουργήθηκαν από την έναρξη λειτουργίας του (ν.4021/2011) έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, οι οποίες, λόγω του διαφορετικού νομικού καθεστώτος κρίνεται ασφαλέστερο να μεταφερθούν σε λογαριασμό τακτοποίησης παρελθουσών χρήσεων, ώστε το Σκέλος Εξυγίανσης του ΤΕΚΕ, στο νέο του ρόλο ως Ταμείο Εξυγίανσης να μην είναι βεβαρυμένο με προηγούμενες λογιστικές υποχρεώσεις.
Το άρθρο 120 αφορά τροποποιήσεις της βασικής τραπεζικής νομοθεσίας αναγκαίες για την συμβατότητά τους με την υπο ενσωμάτωση οδηγία. Για λόγους συστηματικής συνέπειας, τροποποιείται το άρθρο 137 του ν. 4261/2014 που αφορά τον διορισμό Επιτρόπου σε πιστωτικά ιδρύματα προκειμένου να περιλαμβάνει και τις νέες αρμοδιότητες του παρόντος σχεδίου νόμου, καταργούνται διατάξεις που ρυθμίζονται εκ νέου με την υπό ενσωμάτωση οδηγία ή που έρχονται σε αντίθεση με αυτή και τέλος εισάγεται για λόγους ασφαλείας δικαίου, σε συνέχεια των άρθρων που αφορούν την ειδική εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυμάτων, νέο άρθρο που συστηματοποιεί την καταταξη των απαιτήσεων κατά την ειδική εκκαθάριση, σε συμμόρφωση με τις ειδικές διατάξεις της υπό ενσωμάτωση οδηγίας.
Τέλος, το άρθρο 121 αφορά τροποποιήσεις του ν. 3606/2007 σχετικά με τη σειρά ικανοποίησης του Συνεγγυητικού Κεφαλαίου, όταν αυτό ενεργοποιείται για τους σκοπούς εξυγίανσης επιχειρήσεων επενδύσεων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Κ'
Τα άρθρα αφορούν διατάξεις της Επιτροπής Κεφαλαιγοράς αναγκαίες για την εφαρμογή των νέων εξουσιών και αρμοδιοτήτων που αναλαμβάνει βάσει του παρόντος νόμου, ως αρχή εξυγίανσης.
Τα άρθρα 122 έως 129 αφορούν τροποποιήσεις της νομοθεσίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, προκειμένου να συμβαδίζουν με το παρόν σχέδιο νόμου και να επιτρέπουν την αποτελεσματική άσκηση των νέων αρμοδιοτήτων που αναλαμβάνει ως αρχή εξυγίανσης. Με τα άρθρα 122 έως 126 συνιστάται η Επιτροπή Λήψης Μέτρων Εξυγίανσης, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (άρθρο 122), προσδιορίζονται οι αρμοδιότητές της (άρθρο 123), ενώ κατ’ εφαρμογή της σχετικής επιταγής της οδηγίας για την οργανωτική ανεξαρτησία μεταξύ της λειτουργίας εξυγίανσης και της εποπτικής λειτουργίας της αρχής, συστήνεται Μονάδα Εξυγίανσης Επιχειρήσεων (άρθρο 124), καθορίζονται οι αρμοδιότητές της (άρθρο 125) και ρυθμίζονται λεπτομέρειες που αφορούν το προσωπικό (άρθρο 126) προβλέποντας τη στελέχωση με προσωπικό, που σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας, είναι διαρθρωτικά διαχωρισμένο από το υπόλοιπο προσωπικό της αρχής.
Με το άρθρο 127 γίνονται οι αναγκαίες προσαρμογές στη νομοθεσία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για να ρυθμιστούν ομοιόμορφα εσωτερικής λειτουργίας του προσωπικού, ενώ με το άρθρο 128 επιτρέπονται οι προσλήψεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μαζί με αυτές που πραγματοποιεί η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά παρέκκλιση του περιορισμού του ν. 3833/2010 για την εκπλήρωση του νέου ρόλου τους.
Τέλος, με το άρθρο 129 τροποποιείται ο ν. 2789/2000. Προς τον σκοπό της συμμόρφωσης με το άρθρο 87 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 «για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών» τροποποιείται η παράγραφος 1 του άρθρου 9 ν. 2789/2000, όπως ισχύει, ο οποίος έχει ενσωματώσει στο ελληνικό δίκαιο την Οδηγία 98/26/ΕΚ. Σημειώνεται ότι το σχετικό άρθρο 9 της Οδηγίας 98/26/ΕΚ έχει αντικατασταθεί σύμφωνα με την παράγραφο 10 του άρθρου 1 της Οδηγίας 2009/44/ΕΚ, που τροποποιεί διατάξεις της Οδηγίας 98/26/ΕΚ.
Η περίπτωση της δια-λειτουργικότητας συστημάτων που εισάγει η διάταξη προέκυψε με την εφαρμογή νέων τεχνολογιών μεταξύ συστημάτων και χρειάστηκε να καλυφθεί με τροποποιητική διάταξη της Οδηγίας 98/26/ΕΚ, ώστε να προστατεύονται τα δικαιώματα του διαχειριστή συστήματος ο οποίος παρέχει ασφάλεια σε άλλον διαχειριστή συστήματος, σε περίπτωση διαδικασίας αφερεγγυότητας έναντι του εν λόγω λαμβάνοντος διαχειριστή συστήματος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑ'
Στο κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνεται το άρθρο 130
Με το άρθρο 130 ρυθμίζονται θέματα μεταβατικών διατάξεων αναγκαίων για την εύρυθμη λειτουργία των ειδικών εκκαθαρίσεων που ξεκίνησαν πριν την έναρξη ισχύος του προς ψήφιση νόμου ενώ με το άρθρο 3 καθορίζεται η έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.Σύμφωνα με αυτο, οι διατάξεις των άρθρων 43 έως 55 ισχύουν.από 1.1.2016.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Αναπόσπαστο τμήμα του νόμου αποτελεί το παράρτημα που αποτελείται από τρία τμήματα. Ειδικότερα,
Στο Τμήμα Α περιγράφεται ο κατάλογος όλων των κατηγοριών πληροφοριακών στοιχείων, κατάλληλων δράσεων, ρυθμίσεων και μέτρων που απαιτείται να περιλαμβάνονται στο σχέδιο ανάκαμψης του ιδρύματος.
Στο τμήμα Β περιλαμβάνονται οι πληροφορίες τις οποίες δύναται να απαιτούν οι αρχές εξυγίανσης από τα ιδρύματα στο πλαίσιο κατάρτισης και επικαιροποίησης των σχεδίων ανάκαμψης, ώστε να διασφαλίζονται οι σκοποί του σχεδίου εξυγίανσης. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται πληροφορίες για την οργανωτική δομή, την χρηματοοικονομική κατάσταση και την κεφαλαιακή σύνθεση των ιδρυμάτων, τις κρίσιμες λειτουργίες τους, τα συστήματα διοίκησης και διαχείρισης κινδύνων τους, τις αρμόδιες αρχές και αρχές εξυγίανσης κάθε μέλους του ομίλου, εφόσον πρόκειται για όμιλο, και τις ρυθμίσεις προς εξασφάλιση της ροής πληροφοριών και της στήριξης σε ρευστότητα σε περίπτωση εξυγίανσης.
Στο Τμήμα Γ' παρουσιάζονται τα ζητήματα των οποίων η εξέταση απαιτείται κατά την διαδικασία αξιολόγησης από την αρχή εξυγίανσης της δυνατότητας εξυγίανσης του ιδρύματος ή ομίλου. Μεταξύ των ζητημάτων αυτών περιλαμβάνονται η εξέταση της αποτελεσματικότητας δομών, λειτουργιών, εσωτερικών διαδικασιών, προβλέψεων και συστημάτων διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος ή του ομίλου, η αξιολόγηση της επάρκειας στη ροή των πληροφοριών και της διασφάλισης της συνέχειας στη λειτουργία των συναφών πληροφοριακών συστημάτων του ιδρύματος ή του ομίλου, και η εκτίμηση του συνόλου των ενδεχόμενων επιπτώσεων της εξυγίανσης, καθώς και της αποτελεσματικότητας των εργαλείων εξυγίανσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!