Οδηγία 2009/133/ εκ του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 2009 σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το εφαρμοστέο στις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, μερικές διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών που αφορούν εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών καθώς και με τη μεταφορά της καταστατικής έδρας μιας SE ή μιας SCE από ένα κράτος μέλος σε άλλο
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη:
- τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 94
- την πρόταση της Επιτροπής,
- τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),
- τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) Η οδηγία 90/434/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς για τις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, μερικές διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών που αφορούν εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών καθώς και με τη μεταφορά της καταστατικής έδρας μιας SE ή μιας SCE μεταξύ κρατών μελών (3), έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα και ουσιωδώς (4). Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση της εν λόγω οδηγίας.
(2) Οι συγχωνεύσεις, διασπάσεις, μερικές διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών που αφορούν εταιρείες ευρισκόμενες σε διαφορετικά κράτη μέλη είναι δυνατόν να είναι αναγκαίες για να δημιουργηθούν στην Κοινότητα συνθήκες ανάλογες με τις επικρατούσες σε εσωτερική αγορά και να εξασφαλισθεί έτσι η ομαλή λειτουργία μιας τέτοιας αγοράς. Οι πράξεις αυτές δεν θα πρέπει να εμποδίζονται από περιορισμούς, μειονεκτήματα ή στρεβλώσεις που απορρέουν ιδίως από τις φορολογικές διατάξεις των κρατών μελών. Κατά συνέπεια, για τις πράξεις αυτές επιβάλλεται η πρόβλεψη φορολογικών κανόνων ουδέτερων όσον αφορά τον ανταγωνισμό, ώστε να μπορούν οι επιχειρήσεις να προσαρμόζονται στις απαιτήσεις της εσωτερικής αγοράς, να αυξάνουν την παραγωγικότητά τους και να ενισχύουν την ανταγωνιστική τους θέση διεθνώς.
(3) Ορισμένες φορολογικές διατάξεις θέτουν σήμερα σε μειονεκτική θέση τις πράξεις αυτές σε σύγκριση με πράξεις που αφορούν εταιρείες του ιδίου κράτους μέλους. Αυτή η δυσμενής μεταχείριση είναι ανάγκη να καταργηθεί.
(4) Ο στόχος αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί με την επέκταση σε κοινοτικό επίπεδο των εσωτερικών καθεστώτων που ισχύουν στα κράτη μέλη, διότι οι διαφορές μεταξύ καθεστώτων ενδέχεται να προκαλέσουν στρεβλώσεις. Μόνον ένα κοινό φορολογικό καθεστώς μπορεί να αποτελέσει ικανοποιητική λύση ως προς τα ζητήματα αυτά.
(5) Το κοινό φορολογικό καθεστώς θα πρέπει να αποφεύγει τη φορολογία σε περίπτωση συγχώνευσης, διάσπασης, μερικής διάσπασης, εισφοράς ενεργητικού ή ανταλλαγής μετοχών, ενώ παράλληλα να διασφαλίζει τα δημοσιονομικά συμφέροντα του κράτους της εισφέρουσας ή εξαγορασθείσας εταιρείας.
(6) Όσον αφορά τις συγχωνεύσεις, διασπάσεις και εισφορές ενεργητικού, οι πράξεις αυτές έχουν κανονικά ως αποτέλεσμα είτε τη μετατροπή της εισφέρουσας εταιρείας σε μόνιμη εγκατάσταση της λήπτριας εταιρείας είτε την προσάρτηση του ενεργητικού σε μόνιμη εγκατάσταση της τελευταίας.
(7) Το καθεστώς αναβολής, μέχρι την ουσιαστική της πραγματοποίηση, της φορολογίας της υπεραξίας των εισφερόμενων περιουσιακών στοιχείων, εφαρμοζόμενο επί των περιουσιακών στοιχείων που προσαρτώνται στη μόνιμη εγκατάσταση, επιτρέπει την αποφυγή φορολογίας της αντίστοιχης υπεραξίας ενώ παράλληλα εξασφαλίζει και τη μεταγενέστερη φορολογία της από το κράτος μέλος της εισφέρουσας εταιρείας, όταν πλέον η υπεραξία θα έχει πραγματοποιηθεί.
(8) Ενώ οι εταιρείες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι μέρος Α αποτελούν εταιρείες που φορολογούνται στο κράτος μέλος κατοικίας, ορισμένες από αυτές ενδεχομένως θεωρούνται ως φορολογικά διαφανείς από άλλα κράτη μέλη. Για να διατηρηθεί η αποτελεσματικότητα της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν τις φορολογούμενες εταιρείες που δεν είναι εγκατεστημένες σε αυτά ως φορολογικά διαφανείς, θα πρέπει να παρέχουν σ’ αυτές τα οφέλη της παρούσας οδηγίας. Ωστόσο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν την ευχέρεια να μην εφαρμόζουν τις σχετικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας όταν φορολογούν τους άμεσους ή έμμεσους εταίρους των εν λόγω φορολογουμένων εταιρειών.
(9) Θα πρέπει επίσης να ορισθεί το εφαρμοστέο φορολογικό καθεστώς σε ορισμένες προβλέψεις, αποθεματικά ή ζημίες της εισφέρουσας εταιρείας και να διευθετηθούν τα φορολογικά προβλήματα που τίθενται όταν μία από τις δύο εταιρείες συμμετέχει στο κεφάλαιο της άλλης.
(10) Η χορήγηση στους εταίρους της εισφέρουσας εταιρείας τίτλων της λήπτριας ή εξαγοράζουσας εταιρείας δεν θα πρέπει, καθεαυτήν, να οδηγεί στην επιβολή οποιασδήποτε φορολογίας των εταίρων αυτών.
(11) Η απόφαση μιας SE ή μιας SCE να αναδιοργανώσει τις δραστηριότητές της με τη μεταφορά της καταστατικής έδρας της δεν θα πρέπει να παρεμποδίζεται από φορολογικούς κανόνες που εισάγουν διακρίσεις ή από περιορισμούς, μειονεκτήματα ή στρεβλώσεις που απορρέουν από εθνική φορολογική νομοθεσία αντιβαίνουσα προς το κοινοτικό δίκαιο. Η μεταφορά της καταστατικής έδρας μιας εταιρείας, ή κάποιο γεγονός που συνδέεται με τη μεταφορά αυτή, όταν έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή της φορολογικής κατοικίας, ενδέχεται να συνεπάγεται κάποια μορφή φορολογίας στο κράτος μέλος από το οποίο γίνεται η μεταφορά της καταστατικής έδρας. Στην περίπτωση που, μετά τη μεταφορά της καταστατικής έδρας, τα στοιχεία ενεργητικού της SE ή της SCE εξακολουθούν να συνδέονται με μόνιμη εγκατάσταση στο κράτος μέλος από το οποίο μεταφέρθηκε η καταστατική έδρα, η εν λόγω μόνιμη εγκατάσταση θα πρέπει να απολαύει ευεργετημάτων παρόμοιων με αυτά που προβλέπονται στα άρθρα 4, 5 και 6. Επιπλέον, θα πρέπει να αποκλείεται η φορολόγηση των εταίρων λόγω μεταφοράς της καταστατικής έδρας.
(12) Η παρούσα οδηγία δεν αφορά τις ζημίες που υφίσταται μια μόνιμη εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος, οι οποίες αναγνωρίζονται στο κράτος μέλος της κατοικίας μιας SE ή μιας SCE. Ειδικότερα, στην περίπτωση που η καταστατική έδρα μιας SE ή μιας SCE μεταφέρεται σε άλλο κράτος μέλος, η μεταφορά αυτή δεν παρεμποδίζει το πρώτο κράτος μέλος κατοικίας να επανενσωματώσει, σε εύθετο χρόνο, τις ζημίες της μόνιμης εγκατάστασης.
(13) Θα πρέπει να προβλεφθεί η ευχέρεια για τα κράτη μέλη να αρνούνται την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας όταν η συγχώνευση, η διάσπαση, η μερική διάσπαση, η εισφορά ενεργητικού, η ανταλλαγή μετοχών ή η μεταφορά της καταστατικής έδρας μιας SE ή μιας SCE έχει ως σκοπό τη φοροαπάτη ή τη φοροδιαφυγή ή έχει ως αποτέλεσμα για μια εταιρεία, είτε αυτή συμμετέχει στην πράξη είτε όχι, να μην πληροί πλέον τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εκπροσώπηση των εργαζομένων στα όργανα της εταιρείας.
(14) Ένας από τους στόχους της παρούσας οδηγίας είναι η εξάλειψη των εμποδίων στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, όπως είναι η διπλή φορολόγηση. Στην περίπτωση που οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν επιτρέπουν την πλήρη επίτευξη του εν λόγω στόχου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την επίτευξη του στόχου αυτού.
(15) Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής των οδηγιών που εμφαίνονται στο παράρτημα II μέρος Β,
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II
ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΟΥ ΙΣΧΥΟΥΝ ΣΤΙΣ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΕΙΣ, ΔΙΑΣΠΑΣΕΙΣ, ΜΕΡΙΚΕΣ ΔΙΑΣΠΑΣΕΙΣ, ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΑΝΤΑΛΛΑΓΕΣ ΜΕΤΟΧΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III
ΕΙΔΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΙΣΦΟΡΑΣ ΜΙΑΣ ΜΟΝΙΜΗΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
ΕΙΔΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΙΑΦΑΝΩΝ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
ΙΣΧΥΟΝΤΕΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΕΔΡΑΣ ΜΙΑΣ SE Η ΜΙΑΣ SCE
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Λουξεμβούργο, 19 Οκτωβρίου 2009.
Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος E. ERLANDSSON