Ε1 - Οδηγίες συμπλήρωσης της δήλωσης εισοδήματος φυσικών προσώπων
- Υπολογισμός και καταβολή της οφειλής
Υπολογισμός και καταβολή της οφειλής
Από την εκκαθάριση της δήλωσης μπορεί να προκύψει υποχρέωση καταβολής (χρεωστικό υπόλοιπο) ή δικαίωμα επιστροφής φόρου (πιστωτικό υπόλοιπο).
Η καταβολή του φόρου γίνεται σε τρεις (3) ισόποσες διμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Ιουλίου και η καθεμία από τις επόμενες μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των μηνών Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου, από την προθεσμία υποβολής της δήλωσης.
Οι ίδιες ημερομηνίες ισχύουν και για τις δηλώσεις που υποβάλλονται χειρόγραφα.
Από το φορολογικό έτος 2018 και μετά στις περιπτώσεις κοινής δήλωσης συζύγων η βεβαίωση του φόρου ή η επιστροφή φόρου, κατά περίπτωση, αφορά τον κάθε σύζυγο χωριστά και δεν θα γίνεται συμψηφισμός μεταξύ χρεωστικού και πιστωτικού ποσού μεταξύ των συζύγων.
Στις κοινές δηλώσεις συζύγων η εκτύπωση των δύο (2) πράξεων προσδιορισμού φόρου (εκκαθαριστικά) πραγματοποιείται με τους κωδικούς πρόσβασης του καθενός συζύγου και σε περίπτωση που η σύζυγος δεν διαθέτει κωδικούς πρόσβασης στο TAXISnet οι πράξεις προσδιορισμού φόρου θα εκτυπώνονται με τους κωδικούς του συζύγου. Στις πράξεις προσδιορισμού φόρου των κοινών δηλώσεων των έγγαμων αναφέρονται τα εισοδήματα και των δύο συζύγων/ΜΣΣ και διαφοροποιείται μεταξύ τους ο Πίνακας Γ΄ της πράξης, στον οποίο αναγράφονται τα ποσά του κάθε συζύγου/ΜΣΣ χωριστά.
Η καταβολή του φόρου που προσδιορίζεται από δηλώσεις που υποβάλλονται καθ’ όλη τη διάρκεια του φορολογικού έτους, γίνεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του πρώτου μήνα του επόμενου έτους, ενώ για τις δηλώσεις αυτής της περίπτωσης που υποβάλλονται στη Δ.Ο.Υ. εμπρόθεσμα και η πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου εκδίδεται το επόμενο έτος, η καταβολή γίνεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από την έκδοση της πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου.
Η καταβολή του φόρου που προσδιορίζεται από δηλώσεις φορολογούμενων που συμμετέχουν σε νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες που τηρούν απλογραφικά βιβλία, οι οποίοι μπορούν να υποβάλουν δήλωση φορολογίας εισοδήματος μέχρι το πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου μήνα από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, πραγματοποιείται σε δύο (2) ισόποσες διμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του Σεπτεμβρίου 2020 και η δεύτερη μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του Νοεμβρίου 2020.
Αν προκύψει πιστωτικό υπόλοιπο, εμφανίζεται μήνυμα που ενημερώνει για την υποχρέωση γνωστοποίησης του λογαριασμού πληρωμών στη Φορολογική Διοίκηση (του αριθμού ΙΒΑΝ) η οποία πραγματοποιείται με υποβολή ηλεκτρονικής Αίτησης /Υπεύθυνης Δήλωσης του δικαιούχου στην διαδικτυακή πύλη www.aade.gr της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) στο περιβάλλον TAXISnet, σύμφωνα με την Α. 1019/2020 Απόφαση του Διοικητή ΑΑΔΕ.
Κατά την υποβολή της δήλωσης, μέσω υπερσύνδεσμου, δίνεται η δυνατότητα στον υπόχρεο να μεταβεί στην αντίστοιχη ηλεκτρονική εφαρμογή, ενώ ο/η σύζυγος/ΜΣΣ στην περίπτωση που με βάση την εκκαθάριση της κοινής τους δήλωσης δικαιούται επιστροφή φόρου, θα εισέλθει σε αυτήν, με τους δικούς του/ης κωδικούς πρόσβασης.
Σε περίπτωση κοινού λογαριασμού αυτός δύναται να δηλώνεται από έως δύο δικαιούχους.
Δεν βεβαιώνεται το ποσό που οφείλεται με βάση την πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου, εφόσον τούτο δεν υπερβαίνει τα τριάντα (30) ευρώ ανά σύζυγο (παρ. 1 άρθρου 18 ν.3522/2006 ΦΕΚ 276 Α΄).
Δεν επιστρέφεται ποσό φόρου με βάση την πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου μικρότερο των πέντε (5) ευρώ ανά σύζυγο (παρ. 2 άρθρου 18 ν.3522/2006).
Στις περιπτώσεις που η δήλωση υποβάλλεται εμπρόθεσμα, είτε στη Δ.Ο.Υ είτε ηλεκτρονικά, καλείται ο φορολογούμενος για έλεγχο δικαιολογητικών και η δήλωση εκκαθαρίζεται από τη Δ.Ο.Υ. μετά την καταληκτική ημερομηνία της πρώτης δόσης, ο φόρος καταβάλλεται σε τρεις (3) ισόποσες δόσεις ανά δίμηνο, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 67 του ΚΦΕ.
Για τις δηλώσεις που υποβάλλονται εκπρόθεσμα, ως αφετηρία υπολογισμού των τόκων λαμβάνεται η λήξη της προθεσμίας που θα έπρεπε να είχε αρχικά καταβληθεί. Ειδικότερα, για δηλώσεις που υποβάλλονται εκπρόθεσμα και οδηγούνται για έλεγχο στη ΔΟΥ δεν λαμβάνεται υπόψη, για τον υπολογισμό των τόκων, το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την υποβολή της δήλωσης μέχρι την εκκαθάριση αυτής από τη ΔΟΥ.
Σημειώνεται ότι εάν προκύψει πιστωτικό υπόλοιπο, αυτό θα επιστραφεί μέσω των τραπεζών, όπως περιγράφεται στη συμπλήρωση του Πίνακα 10 της δήλωσης.
Τονίζεται ότι αν το επιστρεφόμενο ποσό προέρχεται από προκαταβολή προηγούμενου έτους που δεν εξοφλήθηκε, καθώς και αν υπάρχει οποιαδήποτε οφειλή στο Δημόσιο ή Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, η επιστροφή του φόρου (πιστωτικού υπολοίπου) θα ακολουθηθεί η διαδικασία της παρ.1 του άρθρου 42 του ν.4174/2013 (Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας).
Σχετ. και η απόφαση Α.1070/2020