ΠΟΛ. 1163/30-6-1994 Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων του ν. 2214/1994, που αφορούν τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ & Δ. Π.
Δ/ΝΣΗ 15η ΒΙΒΛΙΩΝ & ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
ΤΜΗΜΑΤΑ Α΄ & Β΄
Τηλέφωνο : 3635940, 3638878, 3638389, 3610030, 3610065
Αρ. Πρ. 1076242/524/0015 ΠΟΛ 1163/30.6.1994
ΘΕΜΑ : "Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων του ν. 2214/1994, που αφορούν τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων".
Σας κοινοποιούμε κατωτέρω τις διατάξεις των άρθρων 43, 44, 27 και 66 περίπτ. ιγ΄, ιδ΄, ιε΄ και ιστ΄ του Ν. 2214/1994 «Αντικειμενικό σύστημα φορολογίας εισοδήματος» και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α΄ 75) και σας παρέχουμε τις ακόλουθες διευκρινίσεις για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους, πάνω σε θέματα αρμοδιότητας ΚΩΔΙΚΑ ΒΙΒΛΙΩΝ και ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ.
ΓΕΝΙΚΑ: Στα πλαίσια των προσπαθειών που Καταβάλλονται από το Υπουργείο Οικονομικών για τον εκσυγχρονισμό του φορολογικού συστήματος περιλαμβάνονται και οι κοινοποιούμενες διατάξεις, με τις οποίες τροποποιούνται, προστίθενται και συμπληρώνονται ορισμένες διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ. 186/1992 - ΦΕΚ Α΄ 84), όπως και ορισμένες διατάξεις των ηλεκτρονικών (φορολογικών) ταμειακών μηχανών (Ν. 1809/1988 - ΦΕΚ Α΄ 222).
Με τις κοινοποιούμενες διατάξεις επιδιώκεται κυρίως η περιστολή της φοροδιαφυγής, η συμπλήρωση κενών σε ορισμένες διατάξεις του Κώδικα, καθώς και η νομική οριοθέτηση άλλων. Συμπερασματικά, δηλαδή με τις επελθούσες αλλαγές, τροποποιήσεις ή συμπληρώσεις απλοποιούνται και σ΄ ένα βαθμό εκλογικεύονται ορισμένες περιπτώσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.
Ειδικότερα, κατ΄ άρθρο, επέρχονται οι εξής τροποποιήσεις- συμπληρώσεις:
Α) Αρθρο 43 - ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Κ.Β.Σ.
Με το άρθρο 43 του παραπάνω νόμου τροποποιούνται, συμπληρώνονται, αντικαθίστανται και προστίθενται ορισμένες διατάξεις στον μέχρι σήμερα ισχύοντα Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (π.δ. 186/1992), που κατά παράγραφο, έχουν ως εξής:
Παράγραφος 1 (βιβλίο απογραφών επιτηδευματία δεύτερης κατηγορίας).
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής προστίθεται νέα παράγραφος στο άρθρο 6 του Κώδικα, σύμφωνα με την οποία ο επιτηδευματίας της δεύτερης κατηγορίας υποχρεώνεται να τηρήσει βιβλίο απογραφών για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά του στοιχεία. Με τη μεταβατική διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου αυτής ορίζεται ότι απαλλάσσεται από την υποχρέωση σύνταξης απογραφής την 31.12.1994, ο επιτηδευματίας του οποίου τα ακαθάριστα έσοδα της χρήσης 1.1.1994-31.12.1994 δεν θα ξεπεράσουν τα 80.000.000 δρχ. Καθολική υποχρέωση τήρησης του βιβλίου απογραφών από τους επιτηδευματίες της δεύτερης κατηγορίας δημιουργείται για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία της 31ης Δεκεμβρίου 1995, με εξαίρεση τις κατηγορίες των επιτηδευματιών οι οποίοι με απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών και κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 34 του άρθρου αυτού, θα απαλλαγούν από την υποχρέωση τήρησης του βιβλίου αυτού.
Σημειώνεται ότι υποχρεώνονται σε τήρηση βιβλίου απογραφών μόνο ο επιτηδευματίας που εμπορεύεται αγαθά αυτούσια ή μετά από προηγούμενη επεξεργασία. Έτσι, δεν δημιουργείται υποχρέωση τήρησης βιβλίου απογραφών για τον επιτηδευματία της δεύτερης κατηγορίας, ο οποίος παρέχει υπηρεσίες και χρησιμοποιεί διάφορα υλικά για τη διεξαγωγή των εργασιών του (π.χ. συνεργείο αυτοκινήτων).
Οι επιτηδευματίες των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 4 του Κώδικα, οι οποίοι εντάσσονται στην πρώτη κατηγορία βιβλίων, στις περιπτώσεις που διατηρούν και άλλο κλάδο για τον οποίο τηρούν βιβλία δεύτερης κατηγορίας, για άλλη δραστηριότητα τους, υποχρεώνονται σε τήρηση βιβλίου απογραφών μόνο για τη δραστηριότητα εκείνη για την οποία εντάσσονται στη δεύτερη κατηγορία.
Διευκρινίζεται ότι στις παραπάνω περιπτώσεις, αλλά και στην περίπτωση που ο επιτηδευματίας ασκεί παράλληλα με τον κλάδο εμπορίας και κλάδο παροχής υπηρεσιών, για τον καθορισμό της υποχρέωσης σύνταξης απογραφής κατά την 31.12.1994 λαμβάνονται υπόψη μόνο τα ακαθάριστα έσοδα του κλάδου εκείνου για τον οποίον υπάρχει υποχρέωση τήρησης βιβλίου απογραφών. Για παράδειγμα: Επιτηδευματίας με αντικείμενο εργασιών την εκμετάλλευση πρατηρίου καυσίμων και την εμπορία ανταλλακτικών, ο οποίος κατά την χρήση 1.1 - 31.12.1994, πραγματοποίησε ακαθάριστα έσοδα εκ δραχμών 200.000.000 από την εμπορία βενζίνης, 30.000.000 δρχ. από την εμπορία λιπαντικών και 40.000.000 δρχ. από την εμπορία ανταλλακτικών, ο επιτηδευματίας αυτός δεν θα υποχρεωθεί σε καταγραφή και αποτίμηση των αγαθών του της 31.12.1994, δεδομένου ότι τα ακαθάριστα έσοδα από την πώληση λιπαντικών και ανταλλακτικών θα υπερέβησαν τα 80.000.000 δρχ. Θα τηρήσει όμως βιβλίο απογραφών την 31.12.1995 για τα αγαθά αυτά ανεξαρτήτως ύψους ακαθαρίστων εσόδων της χρήσης 1.1 - 31.12.1995.
Στο παραπάνω παράδειγμα μας, αν ο επιτηδευματίας αυτός πραγματοποιούσε έσοδα 200.000.000 δρχ. από την εμπορία βενζίνης, 30.000.000 δρχ. από την εμπορία λιπαντικών και 55.000.000 δρχ. από την εμπορία ανταλλακτικών, τότε, κατά την 31.12.1994 θα τηρήσει βιβλίο απογραφών για τα λιπαντικά και τα ανταλλακτικά. (30.000.000 + 55.000.000 = 85.000.000).
Όταν η διαχειριστική περίοδος είναι μικρότερη του δωδεκαμήνου, δηλαδή επί έναρξης λειτουργίας μιας επιχείρησης κατά τη διάρκεια της χρήσης 1994 τα ακαθάριστα έσοδα για την υποχρέωση τήρησης βιβλίου απογραφών κατά την 31.12.1994 προσδιορίζονται με αναγωγή. Για παράδειγμα επιτηδευματίας υπόχρεος σε τήρηση βιβλίου εσόδων-εξόδων, υπέβαλε δήλωση έναρξης εργασιών την 1.4.1994 με αντικείμενο εργασιών την εμπορία ενδυμάτων, πραγματοποίησε δε ακαθάριστα έσοδα από 1.4.1994 έως 31.12.1994, δρχ. 90.000.000, τα οποία, μετά από αναγωγή σε ετήσια βάση, ανέρχονται σε 120.000.000 δρχ. (90.000.000 :9 Χ 12). Ως εκ τούτου υπέχει υποχρέωση σύνταξης απογραφής για τα εμπορεύσιμα στοιχεία της 31.12.1994.
Τρόπος τήρησης βιβλίου απογραφών. Ο επιτηδευματίας της δεύτερης κατηγορίας τηρεί βιβλίο απογραφών μόνο για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά του στοιχεία. Υπενθυμίζεται ότι τα αγαθά που θεωρούνται εμπορεύσιμα προσδιορίζονται από την παράγραφο 2.2.200 περίπτωση 3 του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου (Ε.Γ.Λ.Σ. Π.Δ. 1123/1980 - ΦΕΚ Α΄ 283) και κατονομάζονται στην παράγραφο 27.3.1, της ερμηνευτικής εγκυκλίου 3/1992 (αριθμ. πρωτ. 1118148/936/0015/24.11.1992), με την οποία δόθηκαν λεπτομερείς οδηγίες για την εφαρμογή των διατάξεων του π.δ. 186/1992.
Σημειώνεται ότι, στις παραγράφους 27.0-27.7 της εγκυκλίου αυτής (3/1992) διευκρινίζονται θέματα που αφορούν την τήρηση του βιβλίου απογραφών από τον επιτηδευματία της τρίτης κατηγορίας. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, και λαμβανομένου υπόψη άτι η τήρηση του βιβλίου απογραφών από τον επιτηδευματία της δεύτερης κατηγορίας δεν συνεπάγεται και το λογιστικό προσδιορισμό του αποτελέσματος, διευκρινίζεται άτι ο επιτηδευματίας της κατηγορίας αυτής (της δεύτερης) θα τηρήσει βιβλίο απογραφών μόνο για τα εμπορεύματα, τις πρώτες και βοηθητικές ύλες, τα υλικά συσκευασίας και τα έτοιμα προϊόντα.
Ακόμη, σημειώνεται, ότι, όσα αναφέρονται στις παραγράφους 27.3.2, 27.3.4 περίπτ. β΄, 28.1, 28.1.1, 28.1.2 της ερμηνευτικής εγκυκλίου του Κώδικα, αναφορικά με τον τρόπο τήρησης του βιβλίου απογραφών από τον επιτηδευματία της τρίτης κατηγορίας έχουν ανάλογη εφαρμογή και στην τήρηση του βιβλίου απογραφών από τον επιτηδευματία της δεύτερης κατηγορίας.
Χρόνος ενημέρωσης
Το βιβλίο απογραφών ενημερώνεται, από τον επιτηδευματία της δεύτερης κατηγορίας, στις ίδιες προθεσμίες που ισχύουν και για την ενημέρωση του βιβλίου αυτού, από τον επιτηδευματία της τρίτης κατηγορίας. Οι προθεσμίες αυτές καθορίζονται από τις παραγράφους 7 και 8 του άρθρου 17 του Κώδικα, και είναι η 20η Φεβρουαρίου για την ποσοτική καταγραφή των αγαθών και η 31η Μαρτίου για την αποτίμηση τους.
Προσδιορισμός καθαρών κερδών
Διευκρινίζεται ότι η τήρηση του βιβλίου απογραφών από τον επιτηδευματία της δεύτερης κατηγορίας δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο λογιστικού προσδιορισμού του καθαρού εισοδήματος του επιτηδευματία της κατηγορίας αυτής. `Αλλωστε τέτοια δυνατότητα δεν παρέχεται ούτε από τις σχετικές διατάξεις «της Φορολογίας Εισοδήματος» (ν.δ. 3323/1955).
Παράγραφος 2 (Τίτλος άρθρου 8 του Κώδικα)
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής αντικαθίσταται ο τίτλος του άρθρου 8 του Κώδικα από «Βιβλίο αποθήκης» σε «Βιβλίο αποθήκης, παραγωγής-κοστολογίου». Η διαφοροποίηση της ονομασίας ήταν αναγκαία μετά την επαναφορά της τήρησης του βιβλίου παραγωγής-κοστολογίου.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 11.5.1994.
Παράγραφος 3 (Υλικά συσκευασίας)
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε, στην παράγραφο 4 του άρθρου 8 του Κώδικα, η φράση «είδη συσκευασίας» με τη φράση «υλικά συσκευασίας», δεδομένου ότι τα αγαθά για τα οποία πρέπει να τηρείται το βιβλίο αποθήκης, κατονομάζονται στην παράγραφο 2.2.200 περίπτωση 3 του Ε.Γ.Λ.Σ. ως υλικά συσκευασίας και όχι είδη συσκευασίας. Η αντικατάσταση αυτή κρίθηκε αναγκαία προκειμένου να εναρμονιστούν οι διατάξεις του Κώδικα με το Ε.Γ.Λ.Σ.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 11.5.1994.
Παράγραφος4 (Βιβλιοπαραγωγής-κοστολογίου)
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής προστέθηκε, στο τέλος του άρθρου 8 του Κώδικα,νέα παράγραφος 12, σύμφωνα με την οποία επαναφέρεται, από 1.1.1995, η υποχρέωση τήρησης βιβλίου παραγωγής-κοστολογίου, η οποία, ως γνωστό είχε καταργηθεί με τις διατάξεις του π.δ. 186/1992 και από 1.7.1992 και εφεξής σταμάτησε η υποχρεωτική τήρηση του ως βιβλίου του Κώδικα.
Με τις κοινοποιούμενες διατάξεις κρίθηκε σκόπιμη η επαναφορά του βιβλίου αυτού, το οποίο, ως γνωστό, έχει ιδιαίτερη σημασία για τον έλεγχο των υπόχρεων, στην τήρηση του, βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων.
Η επαναφορά του βιβλίου αυτού μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν αποτελεί ουσιαστική επιβάρυνση στις υπόχρεες για την τήρηση του επιχειρήσεις, επειδή το βιβλίο αυτό τηρείται προαιρετικά, για την υποβοήθηση των ίδιων των επιχειρήσεων, στον προσδιορισμό του ακριβούς κόστους παραγωγής των προϊόντων τους.
Υπόχρεοι στην τήρηση βιβλίου παραγωγής-κοστολογίου
Υπόχρεοι στην τήρηση βιβλίου παραγωγής-κοστολογίου είναι οι επιτηδευματίες οι οποίοι πωλούν δικά τους αγαθά μετά από προηγούμενη επεξεργασία (βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις), ανεξάρτητα εάν αυτή γίνεται σε δικές τους εγκαταστάσεις (εργοστάσια ή εργαστήρια) ή σε εγκαταστάσεις τρίτων και οι οποίοι έχουν υποχρέωση τήρησης βιβλίου αποθήκης.
Δεν υποχρεούνται στην τήρηση βιβλίου παραγωγής-κοστολογίου οι επιτηδευματίες που τηρούν βιβλίο αποθήκης προαιρετικά, ως και οι επιτηδευματίες που ενεργούν επεξεργασία αγαθών για λογαριασμό τρίτων (για τα έτοιμα προϊόντα των τρίτων).
Στο βιβλίο παραγωγής-κοστολογίου τηρείται ξεχωριστή μερίδα για κάθε είδος ετοίμου προϊόντος αντίστοιχη του βιβλίου αποθήκης ετοίμων προϊόντων.
Τεχνικές προδιαγραφές
Σε κάθε μερίδα του βιβλίου παραγωγής-κοστολογίου αναγράφονται, πριν από την έναρξη της παραγωγής, οι τεχνικές προδιαγραφές του προϊόντος. Οι προδιαγραφές περιλαμβάνουν πλην των άλλων τεχνικών δεδομένων την για κάθε μονάδα παραγομένου έτοιμου προϊόντος απαιτούμενη ποσότητα πρώτων υλών, καθώς και βοηθητικών υλών και υλικών συσκευασίας, όταν γι΄ αυτά τηρείται βιβλίο αποθήκης κατ΄ είδος. Δηλαδή δεν αναγράφονται στο βιβλίο τεχνικών προδιαγραφών οι βοηθητικές ύλες και τα υλικά συσκευασίας, που, κατ΄ εφαρμογή των προβλεπομένων από τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του Κώδικα, παρακολουθούνται στο βιβλίο αποθήκης συνολικά, μόνο κατ΄ αξία, σε αντίστοιχο λογαριασμό. Επίσης αναγράφεται η προϋπολογιζόμενη φύρα παραγωγής.
Εάν κατά τη διάρκεια της χρήσης γίνει κάποια μεταβολή στις τεχνικές προδιαγραφές, η μεταβολή αυτή αναγράφεται στη σχετική μερίδα του βιβλίου παραγωγής-κοστολογίου πριν από την έναρξη της παραγωγής του προϊόντος αυτού. Στην περίπτωση αυτή αναγράφεται και η χρονολογία έναρξης της παραγωγής του προϊόντος.
Τρόπος τήρησης του εξωλογιστικού βιβλίου παραγωγής-κοστολογίου
Το αργότερο εντός της προθεσμίας σύνταξης του ισολογισμού συγκεντρώνονται και αναγράφονται, σε κάθε μερίδα του βιβλίου, παραγωγής-κοστολογίου, οι ποσότητες του έτοιμου προϊόντος που παράχθηκαν κατά τη διάρκεια της χρήσης που έληξε, όπως προκύπτουν από το βιβλίο αποθήκης ετοίμων προϊόντων, από το οποίο και μεταφέρονται στο βιβλίο παραγωγής-κοστολογίου.
Επίσης στο βιβλίο αυτό μεταφέρονται οι ποσότητες και η αξία των πρώτων υλών που αναλώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν εντός της χρήσης για την παραγωγή του έτοιμου προϊόντος, όπως και οι ποσότητες και η αξία των βοηθητικών υλών και υλικών συσκευασίας, όταν γι΄ αυτά τηρείται βιβλίο αποθήκης κατ΄ είδος, και κατανέμονται στις σχετικές μερίδες των παραχθέντων προϊόντων του βιβλίου παραγωγής-κοστολογίου με βάση τις τεχνικές προδιαγραφές.
Η κατά τα ανωτέρω κατανομή των πρώτων υλών κλπ. μπορεί να γίνεται και με βάση τα δελτία εσωτερικής διακίνησης.
Στη συνέχεια, εντός της προθεσμίας σύνταξης του ισολογισμού, στην κοστολογηθείσα αξία πρώτων υλών, βοηθητικών υλών και υλικών συσκευασίας, προστίθενται και τα λοιπά στοιχεία του κόστους (δαπάνες παραγωγής κλπ.), τα οποία βαρύνουν κάθε είδος (προϊόν), το άθροισμα των οποίων αποτελεί και το πραγματικό (ιστορικό) κόστος παραγωγής, με βάση το οποίο γίνεται και η αποτίμηση της απογραφής.
Ο προσδιορισμός του πραγματικού (ιστορικού) κόστους παραγωγής γίνεται βάση κανόνων, οι οποίοι πρέπει να ακολουθούνται πάγια από τον επιτηδευματία.
Τήρηση του βιβλίου παραγωγής όταν το παραγόμενο προϊόν διέρχεται περισσότερα σταδία επεξεργασίας
Στην περίπτωση αυτή το προϊόν παρακολουθείται στο βιβλίο παραγωγής- κοστολογίου χωριστά κατά στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας, εφόσον η παρακολούθηση αυτή κρίνεται απαραίτητη για την εξεύρεση και τον έλεγχο του κόστους του ολοκληρωμένου προϊόντος. Τέτοια παρακολούθηση είναι απαραίτητη, εάν σε κάθε στάδιο επεξεργασίας παράγονται ευδιάκριτα προϊόντα τα οποία θεωρούνται σαν έτοιμα προϊόντα και πωλούνται ως έχουν, χρησιμοποιούνται όμως και ως πρώτη ύλη για την παραγωγή προϊόντος σε επόμενο στάδιο επεξεργασίας. Στις περιπτώσεις αυτές τηρούνται ξεχωριστές μερίδες τόσο στο βιβλίο αποθήκης όσο και στο βιβλίο παραγωγής-κοστολογίου.
Τήρηση βιβλίου παραγωγής-κοστολογίου από επιχειρήσεις κατασκευής προϊόντων κατόπιν παραγγελίας του πελάτη
Στις περιπτώσεις παραγωγής προϊόντων, κατά παραγγελία του πελάτη εξατομικευμένων κατασκευών, όπου η πρώτη ύλη διατίθεται από την επιχείρηση που ενεργεί την παραγωγή έχει γίνει δεκτό με την παράγραφο8.6.3 της εγκυκλίου 3/1992 ότι, αντί της τήρησης βιβλίου αποθήκης κατ΄ είδος παραγόμενου προϊόντος, μπορεί να τηρείται διακεκριμένη μερίδα γιακάθε παραγγελία.
Κατ΄ αναλογία με τα ανωτέρω και το βιβλίο παραγωγής-κοστολογίου μπορεί να τηρείται σε μερίδες κατά παραγγελία. Σε κάθε μερίδα (παραγγελία) καταχωρούνται οι χρησιμοποιούμενες για την κατασκευή της παραγγελίας πρώτες ύλες βοηθητικές ύλες και υλικά συσκευασίας για τα οποία τηρείται βιβλίο αποθήκης κατ΄ είδος, καθώς και οι παραγόμενες ποσότητες ετοίμων προϊόντων (ειδών).
Από την ίδια καρτέλα προκύπτει η φύρα κατεργασίας των πρώτων υλών που χρησιμοποιήθηκαν, καθώς και το μικτό κέρδος, όταν συγκεντρωθούν όλα τα στοιχεία του κόστους, καθώς και η αξία της παραγγελίας.
Τόπος τήρησης του βιβλίου παραγωγής-κοστολογίου
Το βιβλίο παραγωγής-κοστολογίου τηρείται στην έδρα της επιχείρησης. Το υποκατάστημα στο οποίο τηρούνται βιβλία από τα οποία εξάγεται αυτοτελές αποτέλεσμα τηρεί ίδιο βιβλίο παραγωγής-κοστολογίου.
Υποχρεώσεις επιχειρήσεων που τηρούν τους λογαριασμούς της ομάδας 9 (αναλυτική λογιστική) του π.δ. 1123/1980 (Ε.Γ.Λ.Σ.)
Οι Επιχειρήσεις που σύμφωνα με ειδικές διατάξεις (ν. 1882/1990, άρθρο 7 παρ. 1), υποχρεούνται να εφαρμόζουν το Ε.Γ.Λ.Σ. (π.δ. 1123/ 1980 ΦΕΚ Α΄283) στο σύνολο του, δηλαδή τόσο τη γενική λογιστική όσο και την αναλυτική λογιστική (ομάδα 9), καθώς και οι επιχειρήσεις που τηρούν προαιρετικά, πλήρως τους λογαριασμούς της αναλυτικής λογιστικής (ομάδα 9), σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις του Ε.Γ.Λ.Σ., η παραπάνω υποχρέωση με βάση τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 43 του ν. 2214/1994 εξαντλείται στην τήρηση μόνο τεχνικών προδιαγραφών και ο προσδιορισμός του κόστους γίνεται μέσα από την αναλυτική λογιστική.
Χρησιμότητα βιβλίου παραγωγής-κοστολογίου-Ελεγκτικές Επαληθεύσεις- Κυρώσεις
Το βιβλίο παραγωγής-κοστολογίου έχει ιδιαίτερη σημασία για τον ουσιαστικό έλεγχο των βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων, δεδομένου ότι από την τήρηση του βιβλίου τούτου προκύπτει η φύρα παραγωγής, για κάθε προϊόν όπως και ο προσδιορισμός του κόστους των παραγόμενων προϊόντων.
Ενόψει των ανωτέρω ο έλεγχος και οι επαληθεύσεις, βάσει του βιβλίου αυτού, είναι υποχρεωτικές και στις σχετικές εκθέσεις ελέγχου θα πρέπει να υπάρχει ειδικό κεφάλαιο. Οι επαληθεύσεις αυτές θα πρέπει να είναι ουσιαστικές και όχι μόνο τυπικού χαρακτήρα.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 παράγραφος 3 περίπτωση α΄ του Κώδικα, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις της παραγράφου 23 του παρόντος άρθρου (43), η μη τήρηση ή η μη διαφύλαξη του βιβλίου παραγωγής- κοστολογίου και του βιβλίου τεχνικών προδιαγραφών, αποτελεί λόγο ανεπάρκειας των βιβλίων.
Έχει κριθεί από τη δικαστηριακή νομολογία (ΣτΕ 805/1989) ότι η παράλειψη τήρησης τεχνικών προδιαγραφών, καθιστά αδύνατες τις ελεγκτικές επαληθεύσεις και ανέφικτο το λογιστικό προσδιορισμό των αποτελεσμάτων και τα βιβλία κρίνονται ανεπαρκή.
Έναρξη εφαρμογής
Σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης ιδ΄ του άρθρου 66 του νόμου αυτού, η υποχρέωση τήρησης του βιβλίου παραγωγής-κοστολογίου έχει εφαρμογή από 1.1.1995. Η ημερομηνία αυτή συμπίπτει με την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου όλων των επιτηδευματιών που τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας και ακολουθούν διαχειριστική περίοδο που λήγει την 31.12.1994.
Για τις επιχειρήσεις που ακολουθούν διαχειριστική περίοδο που δεν λήγει την 31.12.1994, αλλά σε χρόνο μεταγενέστερο (δηλαδή στις 30 Ιουνίου ή και αργότερα σε περίπτωση υπερδωδεκάμηνης περιόδου κλπ.), για λόγους πρακτικής και ομαλής λειτουργίας των υπόχρεων, η υποχρέωση τήρησης βιβλίου παραγωγής κοστολογίου για τις επιχειρήσεις αυτές, αρχίζει μετά την ολοκλήρωση και λήξη της διανυόμενης διαχειριστικής περιόδου. Έτσι, για παράδειγμα ο επιτηδευματίας του οποίου η διαχειριστική περίοδος λήγει στις 30 Ιουνίου 1995, θα τηρήσει το βιβλίο παραγωγής-κοστολογίου από 1.7.1995.
Επιτροπή Λογιστικών Βιβλίων (Ε.Λ.Β.)
Οι αρμοδιότητες της ΕΛΒ που απορρέουν από τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 37 του Κώδικα () και ρυθμίζουν θέματα του βιβλίου αποθήκης, καταλαμβάνουν ως παρεπόμενη υποχρέωση της τήρησης βιβλίου αποθήκης, μετά και την αλλαγή του τίτλου του άρθρου 8 με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού σε «Βιβλίο αποθήκης, παραγωγής κοστολογίου», και τα αντίστοιχα θέματα του βιβλίου παραγωγής-κοστολογίου.
Διευκρινίζεται ότι, ενόψει και των διατάξεων της παραγράφου 5 του άρθρου 39 του Κώδικα, οι αποφάσεις της Κεντρικής Επιτροπής Λογιστικών Βιβλίων, της Επιτροπής Λογιστικών Αμφισβητήσεων και της Επιτροπής Λογιστικών Βιβλίων που έχουν εκδοθεί και ρυθμίζουν υποχρεώσεις που αφορούν την τήρηση βιβλίου παραγωγής κοστολογίου, εξακολουθούν να ισχύουν για το χρόνο και τα θέματα που ορίζονται από αυτές.
Επίσης, οι επιχειρήσεις που θα κλείσουν διαχειριστική περίοδο την 31.12.1994 και θα υποχρεωθούν από 1.1.1995 στην τήρηση βιβλίου παραγωγής-κοστολογίου, μπορούν να υποβάλλουν αίτηση στην ΕΛΒ για τη ρύθμιση θεμάτων που αφορούν την υποχρέωση αυτή (τήρηση βιβλίου παραγωγής-κοστολογίου). Η αίτηση αυτή θα πρέπει να υποβληθεί στον αρμόδιο Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ., εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, από τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 37, προθεσμίας, δηλαδή μέχρι 31.7.1994. Οι επιχειρήσεις που θα κλείσουν διαχειριστική περίοδο την 30.6.1995 και θα υποχρεωθούν στην τήρηση βιβλίου παραγωγής-κοστολογίου από 1.7.1995 πρέπει να υποβάλλουν, εφόσον επιθυμούν, την παραπάνω αίτηση μέχρι 31.1.1995.
Παράγραφος 5 (βιβλίο ποσοτικής παραλαβής)
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Κώδικα και υποχρεώνονται σε τήρηση βιβλίου ποσοτικής παραλαβής οι επισκευαστές ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών για τις προς επισκευή παραλαμβανόμενες συσκευές, στο κατάστημα τους (κεντρικό ή υποκατάστημα), είτε από ιδιώτες είτε από επιτηδευματίες στις περιπτώσεις που δεν υφίσταται νόμιμο συνοδευτικό στοιχείο.
Ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές, για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, θεωρούνται ιδίως ψυγεία, πλυντήρια, σκούπες, μίξερ, σίδερα, καλοριφέρ, στερεοφωνικά, ραδιοκασετόφωνα, τηλεοράσεις, βίντεο, ηλεκτρονικοί υπολογιστές κλπ.
Επισημαίνεται, ότι, την υποχρέωση αυτή της τήρησης του βιβλίου ποσοτικής παραλαβής την έχουν γενικά όσοι επισκευάζουν ηλεκτρικές ή ηλεκτρονικές συσκευές, ανεξάρτητα αν είναι το κύριο αντικείμενο εργασιών τους ή όχι. Έτσι, λόγου χάρη, ο επιτηδευματίας που εμπορεύεται ηλεκτρικές συσκευές και παράλληλα ασχολείται και με την επισκευή ηλεκτρικών συσκευών, έχει την υποχρέωση της τήρησης του βιβλίου ποσοτικής παραλαβής για τις συσκευές που παραλαμβάνει προς επισκευή.
Τρόπος τήρησης
Στο βιβλίο αυτό καταχωρούνται τα δεδομένα που ορίζονται από το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Κώδικα, δηλαδή:
α) η χρονολογία παραλαβής, β) το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία του αποστολέα, γ) το επάγγελμα και η διεύθυνση του, ε) το είδος που στέλλεται, στ) η ποσότητα του και ζ) ο σκοπός της παραλαβής (επισκευή).
Διευκρινίζεται ότι, επειδή οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν έναρξη εφαρμογής από 1.1.1995, οι ως άνω επιτηδευματίες έχουν υποχρέωση να καταχωρήσουν στο βιβλίο ποσοτικής παραλαβής τις συσκευές που θα έχουν προς επισκευή στο κατάστημα τους, κατά την ημερομηνία αυτή (1.1.1995).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΟΣΟΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ ΕΠΙΣΚΕΥΗΣΑΓΑΘΩΝ
ΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΕΑ |
ΠΑΡΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΑ ΑΓΑΘΑ |
2
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ |
ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ Η ΕΠΩΝΥΜΙΑ |
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ |
ΠΟΣΟΤΗΤΑ |
ΕΙΔΟΣ |
ΣΚΟΠΟΣ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ |
|
1995 |
||||||
2 Ιανουαρίου |
Α. Αθανασιάδης |
Ιδιώτης |
Φορμίωνος 120 ΒΥΡΩΝΑΣ |
1 |
1 ψυγείο ΙΖΟΛΑ 14 ποδ. |
Επισκευή |
2 Ιανουαρίου |
ΟΕ «Α» |
Κατ/μα Ηλ. ειδών |
Γρ. Αυξεντίου 50 ΙΛΙΣΙΑ |
10 |
ψηστιέρες τύπου... |
Επισκευή |
Παράγραφος 6 (Πρόσθετα βιβλία)
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής προστέθηκαν στην παράγραφο 5 του άρθρου 10 του Κώδικα νέες περιπτώσεις ιγ΄, ιδ΄, ιε΄ και ιστ΄, με τις οποίες υποχρεώνονται στην τήρηση πρόσθετων βιβλίων κι άλλες κατηγορίες επιτηδευματιών. Έτσι, υποχρεώνονται να τηρούν πρόσθετα (ειδικά βιβλία) και οι εξής επιτηδευματίες:
α) Ο εκμεταλλευτής συνεργείου επισκευής και συντήρησης σκαφών θαλάσσης, υποχρεώνεται να τηρήσει βιβλίο εισερχομένων. Ως γνωστό βιβλίο εισερχομένων μέχρι σήμερα τηρείται από τα συνεργεία αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών καθώς και από τις επιχειρήσεις πώλησης μεταχειρισμένων αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών.
Ως σκάφη θαλάσσης για την εφαρμογή της διάταξης αυτής θεωρούνται τα σκάφη αναψυχής ανοικτού τύπου (φουσκωτά και μη), ανεξάρτητα από το εάν είναι ταχύπλοα ή όχι, ή εάν έχουν χώρο ενδιαίτησης, καθώς και τα Jet ski. Ως επισκευή- συντήρηση θεωρείται κάθε εργασία που γίνεται επί του σκάφους και αφορά επισκευή, αντικατάσταση, συντήρηση, προσθήκη, έλεγχο, βάψιμο κλπ.
Επισημαίνεται ότι δεν υπάρχει υποχρέωση τήρησης πρόσθετου βιβλίου από τους επισκευαστές μηχανών θαλάσσης.
Τρόπος τήρησης. Στο βιβλίο αυτό καταχωρούνται:
α) η χρονολογία εισόδου και εξόδου, β) το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία του κατόχου, γ) η διεύθυνση του και δ) ο αριθμός νηολόγησης του σκάφους και εφόσον δεν υπάρχει τέτοιος αριθμός το όνομα του σκάφους κι όταν δεν υπάρχει ούτε όνομα του σκάφους κρίνεται σκόπιμο να γίνεται γενική περιγραφή του σκάφους (ταχύπλοο, φουσκωτό, μέτρα κλπ.).
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΒΙΒΛΙΟΥ ΕΙΣΕΡΧΟΜΕΝΩΝ ΣΚΑΦΩΝ
(Αρθρο 10 παρ. 5 περίπτ. ιγ΄) ()
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ |
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ |
ΑΡΙΘΜΟΣ ΝΗΟΛΟΓΗΣΗΣ |
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΕΛΑΤΗ |
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΕΛΑΤΗ |
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ |
ΕΙΣΟΔΟΥ |
ΕΞΟΔΟΥ |
ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ή ΕΠΩΝΥΜΙΑ |
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ |
- |
|
20.1.95 |
30.1.95 |
ΛΠ 3344 |
Δ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ |
Φιλολάου 35, ΠΑΓΚΡΑΤΙ |
- |
25.1.95 |
ΛΠ 2536 |
Ε. ΕΥΘΥΜΙΟΥ |
Τενέδου 15, ΚΥΨΕΛΗ |
Χωρίς αριθμό - |
|
25.1.95 |
25.1.95 |
ΜΕΔΟΥΣΑ |
Ζ. ΖΑΧΑΡΙΟΥ |
Η. Πολυτεχνείου 25, ΧΑΛΑΝΔΡΙ |
Επισκευή Δωρεάν (Υπογραφή) |
26.1.95 |
Jet ski |
Ι. ΙΩΑΝΝΟΥ |
Γ. Λαμπράκη 40, ΠΕΙΡΑΙΑΣ |
Χωρίς όνομα & αριθμό |
Τα παραπάνω δεδομένα αναγράφονται και στην περίπτωση που δεν λαμβάνεται ιδιαίτερη αμοιβή για τις εργασίες, κρίνεται όμως σκόπιμο στην περίπτωση αυτή να γράφεται η ένδειξη «δωρεάν» και να υπογράφει παραπλεύρως ο πελάτης.
Όταν το σκάφος προσωρινά εξέλθει του συνεργείου, έχει ανάλογη εφαρμογή η παράγραφος 10.5.10.8 της ερμηνευτικής εγκυκλίου του Κώδικα (3/1992), ενημερώνεται δηλαδή το βιβλίο με κάθε είσοδο και έξοδο του σκάφους.
β) Ο φυσιοθεραπευτής, υποχρεώνεται να τηρήσει βιβλίο πελατών για τους πελάτες που τον επισκέπτονται στην επαγγελματική του εγκατάσταση. Δεν υπάρχει υποχρέωση τήρησης του βιβλίου αυτού για τους πελάτες που επισκέπτεται στο σπίτι τους ή σε άλλους χώρους (π.χ. αθλητικούς συλλόγους κλπ.).
Τρόπος τήρησης: Στο βιβλίο αυτό καταχωρούνται:
α) το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του πελάτη, β) το είδος της υπηρεσίας που του παρέχει, γ) η χρονολογία της επίσκεψης και δ) ο αριθμός της απόδειξης παροχής υπηρεσιών. Όταν εκδίδεται μια απόδειξη για περισσότερες από μια επισκέψεις του ιδίου πελάτη, ο αριθμός αυτός αναγράφεται στις επισκέψεις που καλύπτονται από αυτές.
Επί διαρκούς παροχής υπηρεσίας, που η αμοιβή καταβάλλεται κατόπιν συμφωνίας, στο βιβλίο καταχωρούνται: α) το ονοματεπώνυμο του πελάτη, β) η διεύθυνση του, γ) το ποσό που συμφωνείται και δ) η χρονολογία έναρξης και διακοπής της παροχής υπηρεσίας.
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΒΙΒΛΙΟΥ ΠΕΛΑΤΩΝ ΦΥΣΙΟΘΕΡΑΠΕΥΤΩΝ.
(Αρθρο 10 παρ. 5 περίπτ. ιδ΄) ()
Συμπληρώνονται επί διαρκούς παροχής υπηρεσίας
Διευκρινίζεται ότι, οι φυσιοθεραπευτές υποχρεώνονται κατ΄ αρχήν να καταχωρούν όλους τους πελάτες που δέχονται με αμοιβή ή χωρίς αμοιβή (δωρεάν). Ειδικά οι φυσιοθεραπευτές που έχουν συμβληθεί με το Δημόσιο και με λοιπά ασφαλιστικά ταμεία (ΙΚΑ, ΤΕΒΕ κλπ.) και έχουν την υποχρέωση να δέχονται τους ασφαλισμένους στην επαγγελματική τους εγκατάσταση, χωρίς να λαμβάνεται ιδιαίτερη αμοιβή από τους πελάτες, δεν υποχρεούνται να καταχωρούν τα στοιχεία των πελατών στο τηρούμενο βιβλίο. Η ιδιότητα των πελατών ως ασφαλισμένων στο Δημόσιο ή σε κάποιο ταμείο θα αποδεικνύεται από το ατομικό βιβλιάριο υγείας, από το οποίο θα έχει αποκοπεί η σχετική απόδειξη.
Σημειώνεται ότι σε συνδυασμό και με τις διατάξεις της περίπτωσης ιζ΄ της παραγράφου 14 του άρθρου αυτού, το βιβλίο αυτό ενημερώνεται με τους πελάτες που εισέρχονται στο χώρο παροχής των υπηρεσιών και όχι με τους πελάτες που παραμένουν στο χώρο αναμονής.
γ) Ο κατασκευαστής προκατασκευασμένων οικιών υποχρεώνεται να τηρήσει βιβλίο παραγγελιών κατασκευής για τις οικίες που κατασκευάζει. Το βιβλίο αυτό ενημερώνεται όχι μόνο με την παραγγελία για κατασκευή ολόκληρης οικίας αλλά και με την παραγγελία για κατασκευή τμήματος ή προσαρτήματος οικίας.
Τόπος τήρησης: Τηρείται στην εγκατάστάση ή στις εγκαταστάσεις όπου λαμβάνονται οι παραγγελίες (γραφείο ή εργοστάσιο ή έκθεση).
Τρόπος τήρησης: Για κάθε παραγγελία στο βιβλίο παραγγελιών καταχωρείται: α) το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία του παραγγέλοντος πελάτη, β) η διεύθυνση του, γ) συνοπτική περιγραφή του είδους που παραγγέλλεται, όπως τα τετραγωνικά μέτρα της κύριας οικίας ή του εξώστη, τον τύπο του, τις τυχόν προσθήκες ή βελτιώσεις ή αλλαγές στον προκαθορισμένο τύπο οικίας κλπ., αντί των δεδομένων αυτών μπορεί να γίνεται μνεία του σχετικού συμφωνητικού, το οποίο θα επιδεικνύεται σε κάθε ζήτηση του φορολογικού ελέγχου, δ) την αξία που συμφωνείται και ε) τον αριθμό του τιμολογίου ή της απόδειξης λιανικής πώλησης.
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΒΙΒΛΙΟΥ ΠΡΟΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΈΝΩΝ ΟΙΚΙΩΝ
((Αρθρο 10 παρ. 5 περίπτ. ιε΄) ()
ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ή ΕΠΩΝΥΜΙΑ |
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ |
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ |
ΣΥΜΦΩΝΗΘΕΙΣΑ ΑΞΙΑ |
ΑΡΙΘΜΟ ΑΛΠ. ή Τιμ. |
Δ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ |
Κέκροπος12 |
Οικία 70 m2 = Εξώστης 10m2 =τύπος ...με ξύλινα πατώματα |
8.000.000 |
10 |
Σε περίπτωση τροποποίησης της αρχικής παραγγελίας καταχωρείται η τροποποίηση αυτή στο βιβλίο παραγγελιών με αναφορά της αρχικής παραγγελίας η οποία τροποποιήθηκε ή γίνεται σχετική παρατήρηση στην εγγραφή της αρχικής παραγγελίας.
δ) Ο εκμεταλλευτής χώρου στάθμευσης σκαφών θαλασσής, υποχρεώνεται να τηρήσει βιβλίο στάθμευσης. Το βιβλίο αυτό τηρείται μόνο από τους εκμεταλλευτές θαλάσσιων χώρων στάθμευσης σκαφών θαλάσσης. Σκάφος θαλάσσης για την υποχρέωση τήρησης βιβλίου αυτού νοείται οποιοδήποτε σκάφος θαλάσσης όπως αυτό προσδιορίζεται στην εγκύκλιο αυτή για την τήρηση του βιβλίου εισερχομένων σκαφών.
Την υποχρέωση τήρησης του παραπάνω βιβλίου την έχουν και οι Δήμοι ή οι Κοινότητες, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τους παραπάνω χώρους, εφόσον για τη δραστηριότητα τους αυτή έχουν υποχρέωση υποβολής δήλωσης ΦΠΑ, οπότε σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του Κώδικα () εξομειώνονται με επιτηδευματίες. Όταν ο Δήμος ή η Κοινότητα έχει παραχωρήσει την εκμετάλλευση σε άλλο πρόσωπο, τότε το βιβλίο τηρείται από τον εκμεταλλευτή του χώρου αυτού.
Τρόπος τήρησης: Στο βιβλίο αυτό καταχωρούνται: α) η ημερομηνία εισόδου και εξόδου του σκάφους, β) ο αριθμός νηολόγησης του σκάφους κι όταν δεν υπάρχει τέτοιος αριθμός το όνομα του σκάφους. Κρίνεται σκόπιμο, όταν δεν υπάρχει ούτε και το όνομα του σκάφους να γράφεται το ονοματεπώνυμο του κατόχου του σκάφους, το μήκος του σκάφους και η γενική περιγραφή αυτού (ιστιοφόρο, φουσκωτό κλπ.).
Επί μηνιαίας ή διαρκούς μίσθωσης καταχωρείται: α) η χρονολογία έναρξης ή λήξης της μίσθωσης, β) το ποσό που συμφωνείται και γ) ο αριθμός νηολόγησης του σκάφους, στην περίπτωση που δεν υπάρχει αριθμός νηολόγησης ισχύουν κατ΄ αναλογία τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω.
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΒΙΒΛΙΟΥ ΣΤΑΘΜΕΥΣΗΣ ΣΚΑΦΩΝ
(Αρθρο 10 παρ. 5 περίπτ. ιστ΄) ()
Συμπληρώνονται επί μηνιαίας ή διαρκούς μίσθωσης
Συμπληρώνονται επί μηνιαίας ή διαρκούς μίσθωσης |
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ |
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ |
ΑΡΙΘΜΟΣ νηολόγησης |
Παρατηρήσεις |
|||
Διάρκεια μίσθωσης |
Διάρκεια μίσθωσης |
Συμφωνούμενο ποσό |
||||
Εισόδου |
Εξόδου |
έναρξη |
λήξη |
|||
10.1.1995 |
25.1.1995 |
ΑΠ 2214 |
||||
11.1.1995 |
«ΑΡΓΩ» |
|||||
18.1.1995 |
ΑΠ 3125 |
16.1.1995 |
18.4.1995 |
10.000 δρχ. μηνιαίως |
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής αρχίζουν από 1.1.1995.
Έκδοση αποδείξεων από τους επιτηδευματίες αυτούς
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του Κώδικα, όσοι εκδίδουν αποδείξεις παροχής υπηρεσιών και τηρούν πρόσθετα βιβλία της παραγράφου 5 του άρθρου 10 στις εκδιδόμενες αποδείξεις υποχρεούνται να αναγράφουν εκτός των άλλων το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του πελάτη, καθώς και το είδος της υπηρεσίας.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 παράγραφος 3 (τελευταίο εδάφιο) όσοι εκτελούν οποιοδήποτε τεχνικό έργο ή εγκατάσταση σε ιδιώτη εκδίδουν αποδείξεις στις οποίες αναγράφονται, εκτός, των άλλων το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του πελάτη και το είδος του έργου ή της εγκατάστασης.
Οι επιτηδευματίες των πιο πάνω περιπτώσεων εξαιρούνται της υποχρέωσης έκδοσης αποδείξεων με φ.τ.μ. σύμφωνα με την Α.Υ.Ο. 1014655/ 185/ΠΟΛ.1037/12.2.1992 (ΦΕΚ Β΄ 128).
Ενόψει των ανωτέρω από 1.1.1995 οι επιτηδευματίες των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 43 του ν. 2214/1994, θα εκδίδουν αποδείξεις για τις συναλλαγές που αναφέρονται στις υπόψη διατάξεις ως εξής:
(1) Επισκευαστές ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών
Οι επιτηδευματίες αυτοί, εφόσον χρησιμοποιούν φ.τ.μ. θα συνεχίσουν να εκδίδουν τις Α.Π.Υ. με τον ίδιο τρόπο με την υποχρέωση όμως να σημειώνουν τον α/α της σχετικής απόδειξης στο βιβλίο ποσοτικής παραλαβής.
Οι ίδιοι επιτηδευματίες μπορούν να μη χρησιμοποιούν για τις επισκευές φ.τ.μ., εφόσον στις εκδιδόμενες Α.Π.Υ. αναγραφούν το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του πελάτη.
(2) Εκμεταλλευτές συνεργείων επισκευής και συντήρησης σκαφών αναψυχής.
Οι επιτηδευματίες αυτοί από 1.1.1995 θα εκδίδουν τις Α.Π.Υ. για την αμοιβή τους από θεωρημένα χειρόγραφα ή μηχανογραφικά έντυπα, επειδή υποχρεούνται να αναγράφουν τα στοιχεία του πελάτη και το είδος των υπηρεσιών.
(3) Φυσιοθεραπευτές
Για τους φυσιοθεραπευτές ισχύουν τα αναφερόμενα στην περίπτωση (2)
(4)Κατασκευαστές προκατασκευασμένων οικιών.
Οι επιτηδευματίες αυτοί επειδή εκτελούν τεχνικό έργο ή εγκατάσταση και είχαν ήδη την υποχρέωση να αναγράφουν τα στοιχεία του πελάτη και περιγραφή του έργου ή της εγκατάστασης, οπότε θα συνεχίσουν να εκδίδουν θεωρημένες αποδείξεις με τον ίδιο τρόπο που τις εξέδιδαν μέχρι τώρα (δηλαδή αποδείξεις χειρόγραφες ή μηχανογραφικές).
(5) Οι εκμεταλλευτές χώρων στάθμευσης σκαφών
Για τους επιτηδευματίες αυτούς ισχύουν τα αναφερόμενα στην περίπτωση (2).
Παράγραφος 7 (βιβλίο ασθενών ιατρών)
Η διάταξη της παραγράφου αυτής ουσιαστικά είναι ανενεργός, γιατί η διατύπωση της είναι επανάληψη του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 11 του άρθρου 64 του ν. 2065/1992. Στο σημείο αυτό κρίνεται απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι, στο αρχικό σχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή η τροποποίηση του παραπάνω εδαφίου αφορούσε
και τους οδοντιάτρους, έθετε δηλαδή υποχρέωση τήρησης πρόσθετου βιβλίου ασθενών και σ΄ αυτούς (τους οδοντιάτρους), στο τελικό όμως σχέδιο όπως ψηφίστηκε από τη Βουλή και διαμορφώθηκε η σχετική διάταξη δεν συμπεριλήφθηκαν οι οδοντίατροι. Έτσι, νομοτεχνικά έπρεπε να απαλειφθεί η διάταξη αυτή, επειδή όμως δεν διαγράφηκε παραμένει ως επανάληψη πλέον διάταξης που ήδη ισχύει από διετίας περίπου.
Παράγραφος 8 (τιμολόγηση επαναλαμβανόμενων πωλήσεων αγαθών και υπηρεσιών)
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής απλοποιείται η τιμολόγηση των επαναλαμβανόμενων πωλήσεων αγαθών και παροχών υπηρεσιών, από 11 Μαΐου 1994 (ημέρα δημοσίευσης ν. 2214/1994). Ειδικότερα, για την ορθή εφαρμογή της διάταξης αυτής, παρέχονται οι εξής εναλλακτικές δυνατότητες:
α) Να τηρείται η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 12 παράγραφος 2 του Κώδικα αθεώρητη κατάσταση επαναλαμβανόμενων πωλήσεων σε δυο αντίτυπα, προκειμένου το ένα εξ αυτών να επισυνάπτεται στο εκδιδόμενο σε μηνιαία βάση τιμολόγιο (δεν απαγορεύεται η τιμολόγηση και σε μικρότερα χρονικά διαστήματα π.χ. εβδομάδα, 15νθήμερο κ.λπ.), οπότε δεν απαιτείται επί του τιμολογίου η αναλυτική περιγραφή των αγαθών ή των υπηρεσιών.
Με βάση τα ανωτέρω αρκεί η έκδοση του τιμολογίου με συνοπτική περιγραφή των αγαθών ή των υπηρεσιών (π.χ. βιβλία, διαφημίσεις από ραδιόφωνο κ.λπ.), χωρίς ανάλυση κατά είδος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 3 παράγραφος 3 του Κώδικα, δεδομένου ότι η ανάλυση αυτή προκύπτει από την επισυναπτόμενη κατάσταση, η οποία ουσιαστικά αποτελεί συμπλήρωμα του τιμολογίου.
Επισημαίνεται ότι επί του εκδιδόμενου με συνοπτική περιγραφή τιμολογίου επαναλαμβανόμενων πωλήσεων αγαθών ή υπηρεσιών πρέπει να γίνεται σαφής αναφορά στην επισυναπτόμενη κατάσταση (π.χ. βενζίνη μηνός Μαΐου, ως συνημμένη κατάσταση ... δρχ.). Ακόμη, η κατάσταση πρέπει να φέρει εντύπως ή με σφραγίδα τα πλήρη στοιχεία του εκδότη αυτής και τα πλήρη στοιχεία του πελάτη (αντισυμβαλλόμενου), σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 12 παράγραφος 10 του Κώδικα. Διευκρινίζεται ότι τα στοιχεία του πελάτη, ως περιεχόμενο της κατάστασης, δεν απαιτείται να τίθενται εντύπως ή με σφραγίδα (μπορεί να αναγράφονται χειρόγραφα ή με Η/Υ).
Περαιτέρω διευκρινίζεται, ότι, στο κατά τα ανωτέρω εκδιδόμενο τιμολόγιο, με συνοπτική περιγραφή των πωληθέντων αγαθών, δεν απαιτείται η αναγραφή των ποσοτήτων ή της τιμής μονάδας των αγαθών, εφόσον τα δεδομένα αυτά προκύπτουν από την επισυναπτόμενη κατάσταση.
Καθόσον αφορά τον τρόπο συμπλήρωσης της κατάστασης επαναλαμβανόμενων πωλήσεων και τον τρόπο έκδοσης του τιμολογίου από τους πωλούντες φάρμακα, οπτικά κ.λπ. είδη προς το Δημόσιο και τα διάφορα ασφαλιστικά ταμεία, εξακολουθούν να εφαρμόζονται τα μέχρι σήμερα ισχύοντα, βάσει των διαταγών μας Σ. 535/52/ ΠΟΛ.125/23.4.1969, Σ. 4339/1082/ΠΟΛ.178/6.6.1969, Σ. 682/52/ΠΟΛ. 54/23.2.1987 και εγκ. 3/1992.
β) Να μη συντάσσεται η κατάσταση επαναλαμβανόμενων πωλήσεων, εφόσον όμως το σχετικό τιμολόγιο εκδοθεί με αναλυτική περιγραφή των πωληθέντων αγαθών (είδος, ποσότητα, τιμή μονάδας) ή των παρασχεθέντων υπηρεσιών.
Σχετικά με τις διαφημιστικές επιχειρήσεις επισημαίνεται ότι με τις διατάξεις του άρθρου 65 παρ. 1 στ΄ του ν. 2214/1994, καταργείται η διάταξη του άρθρου 17 παράγραφος 12 του ν. 2166/1993, οπότε παύουν να ισχύουν τα αναγραφόμενα στην εγκύκλιο μας 1138458/1044/ ΠΟΛ.1346/5.11.1993 - ΚΕΦ. Β. 1 - και κατά συνέπεια για τις επαναλαμβανόμενες διαφημιστικές υπηρεσίες καθόσον αφορά τον τρόπο και το χρόνο τιμολόγησης ισχύουν οι διατάξεις του Κώδικα (άρθρο 12 παράγραφος 2 και 15) ( και ).
Καθόσον αφορά τους τηρούντες πρόσθετα βιβλία του άρθρου 10 του Κώδικα σημειώνεται, ότι με τις διατάξεις του ν. 2214/ 1994, δεν επήλθε καμιά μεταβολή ως προς τον τρόπο και το χρόνο τιμολόγησης στις επαναλαμβανόμενες συναλλαγές. Συνεπώς οι προαναφερόμενοι συνεχίζουν να μην τηρούν κατάσταση επαναλαμβανόμενων συναλλαγών και εκδίδουν τα παραστατικά αξίας με αναλυτική περιγραφή.
Τέλος, διευκρινίζεται ότι για τις επαναλαμβανόμενες αγορές αγροτικών προϊόντων δεν παρέχεται δυνατότητα μη τήρησης της κατάστασης, σε μερίδες κατά πωλητή παραγωγό (δεδομένου ότι μεταβολή επήλθε στην παράγραφο 2 του άρθρου 12 του Κώδικα () και όχι στην παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου, από την οποία προβλέπεται η πιο πάνω κατάσταση), τα δε εκδιδόμενα τιμολόγια αγοράς αγροτικών προϊόντων θα έχουν σε κάθε περίπτωση αναλυτική περιγραφή.
Παράγραφος 9 (Αναγραφή ονοματεπώνυμου πελάτη στις Α.Λ.Π. και Α.Π.Υ. άνω των 10.000 δρχ.)
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής επιβάλλεται υποχρέωση από 11 Μαΐου 1994 στις εκδιδόμενες αποδείξεις λιανικής πώλησης αγαθών και παροχής υπηρεσιών αξίας άνω των δέκα χιλιάδων (10.000) δρχ. να αναγράφεται και το ονοματεπώνυμο του αγοραστή, όταν αφορούν πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών που εκπίπτεται στη φορολογία εισοδήματος.
Ειδικά, στις εκδιδόμενες αποδείξεις από φορολογικές ταμειακές μηχανές (φ.τ.μ.), που δεν έχουν δυνατότητα αναγραφής του ονοματεπωνύμου του πελάτη, το ονοματεπώνυμο του αγοραστή για συναλλαγές άνω των 10.000 δρχ., οι οποίες, ως γνωστό, χρησιμεύουν ως παραστατικό για τον υπολογισμό του προς έκπτωση ποσού στη φορολογία εισοδήματος, θα αναγράφεται στο πίσω μέρος της απόδειξης το ονοματεπώνυμο του πελάτη και θα τίθεται η σφραγίδα του πωλητή επιτηδευματία.
Διευκρινίζεται, ότι, στις χειρόγραφα ή μηχανογραφικά εκδιδόμενες αποδείξεις δεν απαιτείται, πέραν της αναγραφής του ονοματεπώνυμου του αγοραστή, να τίθεται επιπλέον και η σφραγίδα του πωλητή.
Τέλος, σημειώνεται ότι ομοίου περιεχομένου διάταξη περιέχεται και στο άρθρο 13 παράγραφος 5 του ν. 2214/1994 για την εφαρμογή της οποίας καθόσον αφορά την αναγραφή του ονοματεπώνυμου του ιδιώτη - αγοραστή αγαθών και υπηρεσιών άνω των 10.000 δρχ. και την σφράγιση των αποδείξεων, ισχύουν τα προαναφερόμενα (σφραγίδα δηλαδή του πωλητή τίθεται μόνο στις αποδείξεις από φ.τ.μ.).
Παράγραφος 10 (Α.Π.Υ. τηρούντων πρόσθετα βιβλία και ελευθέρων επαγγελματιών)
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής συμπληρώνονται οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του Κώδικα (), καθόσον αφορά το περιεχόμενο των Α.Π.Υ. των τηρούντων πρόσθετα βιβλία (άρθρο 10 παράγραφος 5) και διευκρινίζονται οι διατάξεις της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου (13), καθόσον αφορά τις αποδείξεις των ελεύθερων επαγγελματιών.
Ειδικότερα:
α) Καθιερώνεται υποχρέωση από 11.5.1994, αναγραφής στις αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, που εκδίδουν όσοι τηρούν πρόσθετα βιβλία του άρθρου 10 παράγραφος 5 του Κώδικα ()(συνεργεία, σχολές οδηγών, ινστιτούτα αισθητικής, οίκοι ευγηρίας κ.λπ.), και του είδους των παρεχομένων υπηρεσιών. Η περιγραφή του είδους των παρεχόμενων υπηρεσιών πρέπει να είναι λεπτομερής κατά τρόπο που να προσδιορίζεται η συνάφεια των παρασχεθεισών υπηρεσιών προς την αμοιβή.
β) Διευκρινίζεται προκειμένου να μην υπάρχουν αμφισβητήσεις ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες εκδίδουν απόδειξη παροχής υπηρεσιών σε κάθε περίπτωση επαγγελματικής τους είσπραξης. Η μεταβολή δηλαδή της διάταξης του άρθρου 13 παράγραφος 3 του Κώδικα συνίσταται στην αντικατάσταση της φράσης «κατά την είσπραξη της αμοιβής» με την φράση «με κάθε επαγγελματικής τους είσπραξης».
Η φραστική αυτή μεταβολή έγινε προκειμένου να μην υπάρχουν αμφισβητήσεις ως προς την υποχρέωση έκδοσης Α.Π.Υ. από τους ελεύθερους επαγγελματίες, κατά την είσπραξη ποσών που έχουν σχέση με την επαγγελματική τους δραστηριότητα ανεξάρτητα από το αν μπορούν ή μη να χαρακτηρισθούν ευθέως ως αμοιβές (π.χ. είσπραξη τόκων που επιδικάσθηκαν και αφορούν την επαγγελματική τους δραστηριότητα κ.λπ.).
Για την πάγια αντιμισθία των δικηγόρων επισημαίνεται ότι, εφόσον αυτή, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 19 παράγραφος 10 του νόμου αυτού (2214/1994), θεωρείται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες στο εξής δεν απαιτείται η έκδοσης Α. Π.Υ. για την είσπραξη της πάγιας αντιμισθίας.
Παράγραφος 11 (Αναγραφή Α.Φ.Μ. στις επιταγές)
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής καθιερώνεται υποχρέωση αναγραφής του Α.Φ.Μ. του εκδότη, του εκάστοτε οπισθογράφου και του τελευταίου κομιστή στις επιταγές που θα φέρουν ημερομηνία έκδοσης από 1.1.1995 και μετά και καλύπτουν επαγγελματικές συναλλαγές, ανεξαρτήτως ποσού.
Η υποχρέωση αυτή καλύπτει και τις επιταγές που εκδίδονται για εξόφληση οφειλής προς το Δημόσιο.
Παράγραφος 12 (Δελτίο κίνησης)
α) Γενικά
Ως γνωστό, με την Α.Υ.Ο. 10123853/230/ΠΟΛ.1062/23.3.1990 είχε καθιερωθεί τα τουριστικά και ταξιδιωτικά γραφεία να εκδίδουν για κάθε διενεργούμενη εκδρομή δελτίο εκδρομών. Κατά την εφαρμογή της απόφασης προέκυψαν διάφορες αντικειμενικές δυσχέρειες και κυρίως, ότι το δελτίο αυτό δεν εξεδίδετο σε όλες τις περιπτώσεις μεταφοράς προσώπων.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 35 του άρθρου αυτού καταργείται από 1.7.1994 η ως άνω απόφαση και με την παράγραφο 12 του ίδιου άρθρου και νόμου προστίθεται νέο άρθρο 13α, στο Π.Δ. 186/1992 (), με τις διατάξεις του οποίου θεσπίζεται από την ίδια ημερομηνία (1.7.1994) η έκδοση δελτίου κίνησης τουριστικών λεωφορείων. Προκειμένου όμως να δοθεί ο απαιτούμενος χρόνος εκτύπωσης του δελτίου τούτου, παρέχεται η ευχέρεια μη έκδοσης του, χωρίς να καταλογίζονται παραβάσεις, μέχρι 11.7.1994. Η αλλαγή αυτή κρίθηκε επιβεβλημένη και αποσκοπεί στην καλύτερη παρακολούθηση και εμφάνιση των συναλλαγών των τουριστικών επιχειρήσεων και παράλληλα διευκολύνει τα τουριστικά - ταξιδιωτικά γραφεία.
β) Υπόχρεοι έκδοσης.
Υποχρέωση έκδοσης του δελτίου κίνησης έχουν οι εκμεταλλευτές τουριστικών λεωφορείων, οι οποίοι εκδίδουν το δελτίο αυτό πριν από κάθε εκκίνηση του λεωφορείου και για κάθε μεταφορά προσώπων, ανεξάρτητα αν η μεταφορά γίνεται για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου.
Σημειώνεται, ότι, υποχρέωση έκδοσης του δελτίου εκδρομών έχουν και τα ξενοδοχεία τα οποία εκμεταλλεύονται τουριστικά λεωφορεία και διαθέτουν αυτά για εκδρομές, περιηγήσεις κ.λπ., των πελατών τους. Την ίδια υποχρέωση έχουν και τα υπεραστικά ΚΤΕΛ, όταν πραγματοποιούν εκδρομές ή μεταφορές προσώπων πέραν από τις καθορισμένες συγκοινωνιακές γραμμές.
γ) Τρόπος έκδοσης
Το δελτίο εκδίδεται τουλάχιστον σε τρία αντίτυπα και είναι θεωρημένο σύμφωνα με τις διατάξεις της υποπερίπτωσης στ΄ της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του Κώδικα, όπως αυτές συμπληρωθείσες ισχύουν. Τηρείται σε κινητά φύλλα, ή σε στέλεχος (μπλοκ) με δυνατότητα αποκοπής του κάθε δελτίου κίνησης. Το Δελτίο παραμένει επί του λεωφορείου σε όλη τη διάρκεια της εκδρομής ή της μεταφοράς προσώπων.
Ο τρόπος τήρησης του δελτίου κίνησης παρέχει τη δυνατότητα η όποια μεταβολή γίνει κατά τη διάρκεια της εκδρομής να αναγράφεται σε όλα τα αντίτυπα και όχι μόνο στο πρωτότυπο όπως συνέβαινε με το καταργηθέν δελτίο εκδρομών.
Διευκρινίζεται, ότι, όταν ο εκμεταλλευτής τουριστικών λεωφορείων έχει περισσότερα από ένα λεωφορεία, δεν είναι απαραίτητο να έχει ιδιαίτερη σειρά δελτίων κίνησης για κάθε λεωφορείο, αφού αυτά μπορεί να τηρούνται σε κινητά φύλλα. Επιτρέπεται όμως, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 18 του Κώδικα, μετά από γνωστοποίηση στον προϊστάμενο της αρμόδιας για την φορολογία Δ.Ο.Υ., η χρησιμοποίηση διαφορετικών σειρών, για κάθε λεωφορείο, όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο, από τον επιτηδευματία, για λόγους οργανωτικούς.
Μετά την ολοκλήρωση της μεταφοράς και σε εύλογο χρονικό διάστημα, όχι όμως πέραν των δεκαπέντε (15) ημερών, το πρώτο αντίτυπο του δελτίου κίνησης παραδίδεται στο πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου διενεργήθηκε η μεταφορά. Όταν η μεταφορά γίνεται για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό γραφείου του εξωτερικού, είναι αυτονόητο, ότι το πρώτο αντίτυπο παραμένει στον εκμεταλλευτή του τουριστικού λεωφορείου και φυλάσσεται απ΄ αυτόν.
Το δεύτερο αντίτυπο του δελτίου, κάθε μεταφοράς που έχει γίνει για λογαριασμό τρίτου επιτηδευματία του εσωτερικού, αποστέλλεται με απόδειξη, συγκεντρωτικά για κάθε επιτηδευματία, στο χρόνο υποβολής των συγκεντρωτικών καταστάσεων του άρθρου 20 του Κώδικα, δηλαδή μέχρι την 25η Μαΐου του επόμενου έτους, στην αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος Δ.Ο.Υ. του αντισυμβαλλομένου επιτηδευματία.
Τονίζεται ότι δεν υποβάλλονται τα αντίτυπα των δελτίων κίνησης που έχουν εκδοθεί για συλλόγους, σωματεία, σχολεία κ.λπ. ή για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό γραφείου του εξωτερικού. Στην περίπτωση αυτή, το δεύτερο αντίτυπο παραμένει στον εκμεταλλευτή του λεωφορείου και φυλάσσεται απ΄ αυτόν.
Οι Προϊστάμενοι των Δ.Ο.Υ. που παραλαμβάνουν τα αντίτυπα των δελτίων κίνησης, πρέπει να τα τοποθετούν στους οικείους φακέλους εισοδήματος των επιτηδευματιών που αφορούν ή να τα αρχειοθετούν κατά τέτοιο τρόπο, ούτως ώστε εύκολα να λαμβάνονται αυτά υπόψη από τους ελεγκτές της οικείας Δ.Ο.Υ., σε κάθε περίπτωση ελέγχου, για να γίνουν οι απαραίτητες ελεγκτικές επαληθεύσεις.
δ) Περιεχόμενο του δελτίου κίνησης
Στο δελτίο κίνησης αναγράφονται: η χρονολογία και η ώρα εκκίνησης του λεωφορείου με τετραψήφιο αριθμό, π.χ. 08.00, ο τόπος εκκίνησης, ο αριθμός κυκλοφορίας του αυτοκινήτου, ο τόπος προορισμού (π.χ. Δελφοί), ο συνολικός αριθμός των ατόμων που μεταφέρονται καθώς και κάθε μεταβολή που γίνεται στη διάρκεια της εκδρομής. Όταν η μεταφορά ενεργείται για λογαριασμό τρίτου, αναγράφονται τα πλήρη στοιχεία του τρίτου, είτε πρόκειται για τουριστική επιχείρηση είτε για συλλόγους, σωματεία, σχολεία κ.λπ.
Επίσης, όταν η μεταφορά γίνεται για ίδιο λογαριασμό, δηλαδή για λογαριασμό του εκμεταλλευτή του τουριστικού λεωφορείου στη θέση επί των δελτίων εκδρομών, αναγράφεται η ένδειξη «για ίδιο λογαριασμό».
Τέλος, στις περιπτώσεις πραγματοποίησης εκδρομών, αναγράφεται και η χρονική διάρκεια αυτών π.χ. ημερήσια εκδρομή στους Δελφούς, διήμερη εκδρομή στη Βυτίνα - Ολυμπία.
ε) Μη έκδοση δελτίου
Κατ΄ εξαίρεση το δελτίο κίνησης δεν απαιτείται να εκδίδεται:
α) Σε περίπτωση που παραδίδονται στους επιβάτες κατά την εκκίνηση του τουριστικού λεωφορείου, θεωρημένες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών (π.χ. εκδρομές για θαλάσσια μπάνια) ή όταν πραγματοποιούνται διαδρομές τύπου συγκοινωνίας από τους ιδιοκτήτες των τουριστικών λεωφορείων.
β)Σε περίπτωση μεταφοράς προσωπικού επιχειρήσεων ή μαθητών σχολείων, εφόσον επί του τουριστικού λεωφορείου φέρεται θεωρημένο από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. συμφωνητικό μεταφοράς. Από το συμφωνητικό αυτό πρέπει να προκύπτουν με σαφήνεια, οι παρεχόμενες υπηρεσίες, καθώς και η συμφωνηθείσα αμοιβή.
Επισημαίνεται ιδιαιτέρως ότι για τα συμφωνητικά μεταφοράς μαθητών, πρέπει να γίνεται έλεγχος του συμφωνηθέντος τιμήματος, γιατί συχνά παρατηρείται απόκρυψη ή υποτιμολόγηση των προσφερομένων υπηρεσιών κυρίως κατά τη μεταφορά μαθητών σχολείων, όταν η συμφωνία γίνεται απ΄ ευθείας από τους εκμεταλλευτές τουριστικών λεωφορείων, με τους συλλόγους γονέων.
γ) Διευκρινίζεται ότι σε περιπτώσεις μεταφοράς από ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, του προσωπικού τους, από τα σπίτια τους στο χώρο εργασίας και αντίστροφα, με τουριστικά λεωφορεία που ανήκουν στην επιχείρηση ή εκμεταλλεύονται απ΄ αυτήν, δεν απαιτείται η έκδοση δελτίου κίνησης. Πρέπει, όμως, στις περιπτώσεις αυτές, προκειμένου να αποδεικνύεται η συγκεκριμένη μεταφορά, να υποβάλλεται σχετική έγγραφη γνωστοποίηση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., σε δύο αντίτυπα, ένα εκ των οποίων θεωρημένο από τη Δ.Ο.Υ., θα παραδίδεται στην επιχείρηση και θα αποτελεί συνοδευτικό της συγκεκριμένης μεταφοράς φερόμενο επί τους λεωφορείου.
στ) Δελτίο κίνησης πολλαπλών διαδρομών
Διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση που διενεργούνται επαναλαμβανόμενες μεταφορές προσώπων, για ίδιο λογαριασμό ή προς τον ίδιο πελάτη, επιτρέπεται, αντί να εκδίδεται ένα δελτίο κίνησης για κάθε διαδρομή, να εκδίδεται από τον εκμεταλλευτή του λεωφορείου ημερήσιο δελτίο κίνησης πολλαπλών διαδρομών, κατάλληλα γραμμογραφημένο. Για την έκδοση του δελτίου αυτού τίθεται απαραίτητη προϋπόθεση, ότι για κάθε διαδρομή αναγράφονται τα δεδομένα που ορίζονται από την παράγραφο 1 του άρθρου 13α΄ του Κώδικα.
ζ) Δελτία συμμετοχής
Όταν παρέχονται υπηρεσίες από τους εκμεταλλευτές τουριστικών ή ταξιδιωτικών γραφείων, σε πρόσωπα που έχουν προμηθευτεί δελτίο συμμετοχής σε εκδρομή ή περιήγηση από τρίτους όπως λόγου χάρη, τουρλίντερς, υπαλλήλους ξενοδοχείων κ.ά., για λογαριασμό τουριστικού ή ταξειδιωτικού γραφείου, μπορεί να μην εκδίδονται από τον εκμεταλλευτή του γραφείου αυτού οι αποδείξεις παροχής υπηρεσιών που ορίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 13 παράγραφος 1 του Κώδικα, με την προϋπόθεση ότι εκδίδεται μία συγκεντρωτική απόδειξη παροχής υπηρεσιών για το σύνολο των δελτίων συμμετοχής της κάθε εκδρομής ή περιήγησης. Στη συγκεντρωτική αυτή απόδειξη αναγράφεται η εκδρομή ή η περιήγηση για την οποία εκδόθηκε, ο συνολικός αριθμός των δελτίων συμμετοχής καθώς και η συνολική αμοιβή, όπως αυτή προκύπτει από τα δελτία. Τα δελτία αυτά διαφυλάσσονται όπως και τα άλλα φορολογικά στοιχεία του άρθρου 21 του Κώδικα.
Τα ανωτέρω, ουσιαστικά ίσχυαν και με την παράγραφο 3 της Α.Υ.Ο. 1023858/230/ΠΟΛ.1062/23.3.1990, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, καταργείται οπό 1.7.1994. Με τις νέες διατάξεις καθιερώνεται η υποχρέωση έκδοσης συγκεντρωτικής για κάθε εκδρομή απόδειξης παροχής υπηρεσιών και για το σύνολο των εκδοθέντων δελτίων συμμετοχής σε αντίθεση με τις προϊσχύουσες όπου δεν υπήρχε υποχρέωση έκδοσης Α.Π.Υ. αλλά γινόταν σημείωση για τα έσοδα αυτά στο δελτίο εκδρομών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΔΕΛΤΙΟΥ ΚΙΝΗΣΗΣ
ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ...........................................................Νο ...............
ή ΕΠΩΝΥΜΙΑ..................................................................... ΣΕΙΡΑ..........
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ........................................................................................
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ..........................................................................................
Α.Φ.Μ...................................................................................................
Δ.Ο.Υ....................................................................................................
ΔΕΛΤΙΟ ΚΙΝΗΣΗΣ
Αριθμός Κυκλοφορίας Λεωφορείου:....................
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΕΛΑΤΗ
ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ή ΕΠΩΝΥΜΙΑ ..................... ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ.................
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ .............................................................Α.Φ.Μ. .............Δ.Ο.Υ........
ΕΙΔΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ:................................................................................
ΧΡΟΝΟΛΟΓΊΑ ΕΚΚΙΝΗΣΗΣ:.................................. ΩΡΑ ΕΚΚΙΝΗΣΗΣ..........
ΤΟΠΟΣ ΕΚΚΙΝΗΣΗΣ:..............................................................................
ΤΟΠΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΥ:.............................................................................
ΣΥΝΟΛΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΤΟΜΩΝ:..............................................................
ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΕΚΔΡΟΜΗΣ:............................................................................
ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ...........................................................................................................
...........................................................................................................
...........................................................................................................
Παράγραφος 13 (Αποδείξεις αυτοπαράδοσης)
Με τις διατάξεις της παραγράφου 13 αντικαταστάθηκε το δεύτερο εδάφιο (πρόταση) του άρθρου 14 του Κώδικα.
Ειδικότερα, με τις διατάξεις που προΐσχυσαν παρέχονταν η δυνατότητα στους επιτηδευματίες, για πράξεις αυτοπαράδοσης αγαθών ή ιδιοχρησιμοποίησης υπηρεσιών, να εκδίδουν αντί της απόδειξης αυτής τιμολόγιο ή απόδειξη δαπάνης εφόσον κατά την έκδοση τους αναγράφεται η ένδειξη «απόδειξη αυτοπαράδοσης».
Με τις νέες διατάξεις και για διευκόλυνση των συναλλαγών από 1.7.1994 μπορεί να εκδίδεται οποιοδήποτε στοιχείο αξίας, πέραν αυτών που περιοριστικά αναφέρονταν στο άρθρο 14 του Κώδικα, λόγου χάρη απόδειξη παροχής υπηρεσιών, απόδειξη λιανικής πώλησης, φορτωτική κ.λπ. αρκεί να αναγράφεται ότι εκδίδεται ως στοιχείο αυτοπαράδοσης.
Παράγραφος 14 (χρόνος ενημέρωσης πρόσθετων βιβλίων)
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής προστίθενται, στο τέλος της παραγράφου 10 του άρθρου 17 του Κώδικα, νέες περιπτώσεις ιστ΄, ιζ΄, ικ΄ και ιθ΄ με τις οποίες ορίζεται ο χρόνος ενημέρωσης των πρόσθετων βιβλίων που ορίζονται με την παράγραφο 6 του άρθρου 43 του νόμου αυτού.
Αναλυτικότερα τα βιβλία αυτά ενημερώνονται:
α) Το βιβλίο εισερχομένων, που τηρείται από τα συνεργεία επισκευής και συντήρησης σκαφών θαλάσσης, με την είσοδο και την έξοδο του σκάφους.
β) Το βιβλίο πελατών, που τηρείται από τους φυσιοθεραπευτές, με την είσοδο του πελάτη στο χώρο εξέτασης ή παροχής συμβουλών.
γ) Το βιβλίο παραγγελιών, που τηρείται από τους κατασκευαστές προκατασκευασμένων οικιών, με τη λήψη της παραγγελίας.
δ) Το βιβλίο στάθμευσης σκαφών, που τηρείται από τους εκμεταλλευτές χώρου στάθμευσης σκαφών θαλάσσης, με την είσοδο και την έξοδο του σκάφους. Στην περίπτωση της διαρκούς παροχής υπηρεσίας το βιβλίο δεν ενημερώνεται με την προσωρινή είσοδο ή έξοδο του σκάφους.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από 1.1.1995
Παράγραφος 15 (χρόνος μεταφοράς δεδομένων υποκαταστήματος)
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής διαφοροποιείται ο χρόνος ενσωμάτωσης των δεδομένων του υποκαταστήματος στα μηχανογραφικά τηρούμενα βιβλία του κεντρικού, με βάση το ημερολόγιο ταμιακών και συμψηφιστικών πράξεων ή το φύλλο ανάλυσης και ελέγχου. Έτσι, όταν το κεντρικό τηρεί τα βιβλία του μηχανογραφικά και το υποκατάστημα τηρεί ημερολόγιο ταμιακών και συμψηφιστικών πράξεων ή διπλότυπο φύλλο ανάλυσης και ελέγχου πρέπει το ένα αντίγραφο αυτών να περιέρχεται στο κεντρικό μέχρι την 15η ημέρα του επόμενου μήνα και μέσα στην ίδια προθεσμία, πρέπει να γίνει η σχετική ημερολογιακή εγγραφή στα ημερολόγια του κεντρικού, με τα δεδομένα του υποκαταστήματος.
Όταν τα ημερολόγια του κεντρικού τηρούνται χειρόγραφα, ανεξάρτητα από τον τρόπο τήρησης (χειρόγραφα ή μηχανογραφικά) του ημερολογίου ταμιακών και συμψηφιστικών πράξεων ή του φύλλου ανάλυσης και ελέγχου του υποκαταστήματος, τα δεδομένα του υποκαταστήματος ενσωματώνονται στα βιβλία του κεντρικού μέχρι την 20ή ημέρα του επόμενου μήνα.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από την ημερομηνία της δημοσίευσης του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 11.5.1994.
Παράγραφος 16 (θεώρηση στοιχείων)
Με τις διατάξεις της ως άνω παραγράφου 16 αντικαταστάθηκαν οι υποπεριπτώσεις γ΄ και δ΄ της περίπτωσης Β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 19 και προστέθηκαν δύο νέες περιπτώσεις ε΄ και στ΄ σύμφωνα με τις οποίες επιβάλλεται η θεώρηση από 1.7.1994 και των παρακάτω φορολογικών στοιχείων, πλέον των ήδη θεωρουμένων.
1. α) Του τιμολογίου για αγορά αγροτικών προϊόντων.
β. Του τιμολογίου που εκδίδεται επί αρνήσεως έκδοσης τιμολογίου πώλησης ή παροχής υπηρεσιών ή όταν εκδίδεται με ανακριβές περιεχόμενο.
γ) Του τιμολογίου που εκδίδεται για αγορά αγαθών από μη υπόχρεο σε έκδοση στοιχείων (ιδιώτη, συγγραφείς Δ.Υ., κ.λπ.).
Για όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις (α, β, γ), το τιμολόγιο μπορεί να εκδίδεται από αθεώρητο στέλεχος, εφόσον έχει προηγηθεί η έκδοση άλλου θεωρημένου στοιχείου για την ίδια συναλλαγή (Δελτίο Αποστολής, Απόδειξη ή Δελτίο ποσοτικής παραλαβής).
2. Η απόδειξη λιανικής πώλησης που δεν εκδίδεται με τη χρήση φ.τ.μ. (π.χ. λιανικές πωλήσεις από κυρίως χονδροπωλητές ή χονδροπωλητές, πωλήσεις επί πιστώσει με βιβλία τρίτης κατηγορίας, ιδιωτικά τεχνικά έργα κ.λπ.).
3. Η απόδειξη ποσοτικής παραλαβής αγροτικών προϊόντων.
4. Τα δελτία κίνησης τουριστικών λεωφορείων.
Παλαιού τύπου ή μη εγκεκριμένες ταμιακές μηχανές
Ειδικά για τις παλαιού τύπου ή μη εγκεκριμένες ταμιακές μηχανές διευκρινίζουμε τα εξής:
α) Σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 43 (παρ. 16) και 66 (περίπτ. ιε) του ν. 2214/1994 (ΦΕΚ Α 75), από την 1.7.1994 επιβάλλεται η υποχρέωση θεώρησης των Α.Λ.Π. σε κάθε περίπτωση εφόσον για την έκδοση τους δεν χρησιμοποιείται φ.τ.μ.
β) Περαιτέρω με τις διατάξεις του άρθρου 27 (παρ. 1 και 6) του προαναφερόμενου νόμου (ν. 2214/94,οι κυρίως χονδροπωλητές, εκτός από την υποχρέωση θεώρησης των Α.Λ.Π., που θα εκδίδουν από 1.7.94, όπως πιο πάνω σημειώνεται, υπάγονται για τις λιανικές τους πωλήσεις και στην υποχρέωση χρήσης φορολογικών ταμιακών μηχανών του ν. 1809/88, από 1.1.1995.
γ) Ακόμη υπενθυμίζουμε, ότι με την εγκύκλιο μας 1132791/1100/ΠΟΛ.1289/28.12.1992 είχε παρασχεθεί η δυνατότητα στους επιτηδευματίες, που δεν υπάγονταν στην υποχρέωση χρησιμοποίησης φ.τ.μ. (κυρίως χονδροπωλητές και λοιποί εξαιρούμενοι του μέτρου υποχρεωτικής χρήσης φ.τ.μ.), να εκδίδουν, αντί αθεώρητων χειρογράφων ή μηχανογραφικών Α.Λ.Π., αποδείξεις λιανικής πώλησης (όχι και Α.Π.Υ.) με μη φορολογικές ταμιακές μηχανές (παλαιού τύπου ταμιακές μηχανές κ.λπ.), για όσο χρόνο διαρκούσε η εξαίρεση τους (έκδοση αθεώρητων Α.Λ.Π.).
Ενόψει των ανωτέρω και προκειμένου να παρασχεθεί ο αναγκαίος χρόνος εγκατάστασης και χρησιμοποίησης φ.τ.μ. χωρίς να δημιουργηθούν προβλήματα στην ομαλή λειτουργία των επιχειρήσεων, που ως κυρίως χονδροπωλήτριες χρησιμοποιούσαν μη φορολογικές ταμιακές μηχανές, παρέχουμε τη δυνατότητα συνέχισης της χρησιμοποίησης των ταμιακών μηχανών αυτών παλαιού τύπου (μη εγκεκριμένες) για την έκδοση Α.Λ.Π. (όχι και Α.Π.Υ.), μέχρι 31.12.1994, με την προϋπόθεση ότι από 1η Ιουλίου 1994 θα θεωρούνται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. οι χαρτοταινίες των ταμιακών μηχανών (μη εγκεκριμένων) που χρησιμοποιούνται ως στελέχη κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο κεφάλαιο Γ της εγκυκλίου μας Σ. 2144/192/ΠΟΛ. 215/6.7.1987.
Εξαιρέσεις: Δεν θεωρούνται τα εισιτήρια των πλοίων, εφόσον τα έσοδα από τη δραστηριότητα αυτή απαλλάσσονται από τον Φ.Π.Α, και στη φορολογία εισοδήματος φορολογούνται με ειδικό τρόπο (ν. 27/1975).
Σημειώνεται ότι, αντίστοιχη εξαίρεση υπήρχε και στην Α.Υ.Ο.Σ. 2605/166/ΠΟΛ.275/17.10.1988, η οποία καταργήθηκε από την 1.7.1992, με τις διατάξεις του νέου Κώδικα (π.δ. 186/92).
Τέλος, διευκρινίζεται ότι για το μεσοδιάστημα, δηλαδή, από 1.7.1992 μέχρι 1.7.1994, τα εισιτήρια πλοίων ήταν σε κάθε περίπτωση θεωρημένα.
Παράγραφος 17 (Υποβολή συγκεντρωτικών καταστάσεων)
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής τροποποιούνται οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του Κώδικα, που αναφέρονται στην υποβολή των τριπλοτύπων συγκεντρωτικών καταστάσεων για διασταύρωση, με απώτερο σκοπό την αποτελεσματικότερη λειτουργία των διατάξεων αυτών, όπως και την ολοκλήρωση του μέτρου της πλήρους μηχανογραφικής διασταύρωσης των εκδιδομένων στοιχείων.
Ειδικότερα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής επέρχονται οι εξής μεταβολές:
α) Επεκτείνεται, από 1.1.1995, η υποχρέωση υποβολής συγκεντρωτικών καταστάσεων και για τις περιπτώσεις αγοράς αναλωσίμων αγαθών, τα οποία με βάση τις ισχύουσες διατάξεις, ήταν εκτός συναλλαγής. Όπως είναι γνωστό, με βάση τις υφιστάμενες διατάξεις, οι συγκεντρωτικές καταστάσεις προμηθευτών περιλαμβάνουν τις αγορές των εμπορευσίμων και των παγίων αγαθών. Ήδη, με τις νέες διατάξεις οι συγκεντρωτικές καταστάσεις προμηθευτών, του ημερολογιακού έτους 1995, που θα υποβληθούν μέχρι 25 Μαΐου 1996, θα περιλαμβάνουν τις αγορές όλων των αγαθών, δηλαδή των εμπορευσίμων, των αναλωσίμων και των παγίων.
Ο δικαιολογητικός λόγος της επέκτασης της υποχρέωσης αυτής και σε άλλες συναλλαγές είναι, αφενός μεν η διασταύρωση σημαντικού ύψους συναλλαγών με φορολογικό ενδιαφέρον και αφετέρου δε η σύγκριση στοιχείων που υποβάλλονται για τις ίδιες συναλλαγές από αγοραστές και πωλητές.
β) θεσπίζεται όριο απαλλαγής από την υποχρέωση υποβολής συγκεντρωτικών καταστάσεων. Με βάση τις νέες διατάξεις από το ημερολογιακό έτος 1995, δεν θα συμπεριλαμβάνονται στις καταστάσεις αυτές συναλλαγές, που η αξία καθενός στοιχείου, που έχει εκδοθεί γι΄ αυτές, δεν υπερβαίνει τις δέκα πέντε χιλιάδες (15.000) δραχμές.
Ο δικαιολογητικός λόγος της ρύθμισης αυτής είναι αφενός μεν η απαλλαγή των υπόχρεων, σε υποβολή στοιχείων, από τη σημαντική απασχόληση που συνεπάγεται η καταχώρηση, στις συγκεντρωτικές καταστάσεις, μικροσυναλλαγών, όχι ιδιαίτερου ενδιαφέροντος σε πολλές περιπτώσεις, και αφετέρου ο περιορισμός του όγκου των διασταυρούμενων στοιχείων από το ΚΕ.Π.Υ.Ο.
Στο σημείο αυτό κρίνεται απαραίτητο να διευκρινίσουμε ότι, ο ι συναλλαγές αυτές (κάτω των 15.000 δρχ. δεν πρέπει να περιλαμβάνονται, έστω και προαιρετικά, στις συγκεντρωτικές καταστάσεις γιατί η ενδεχόμενη αναγραφή τους δεν εξυπηρετεί καμία σκοπιμότητα, αφού απαραίτητη προϋπόθεση στη διασταύρωση των στοιχείων αποτελεί η υποβολή τους από όλα τα συναλλασσόμενα πρόσωπα, για τα οποία όμως, σε ό,τι αφορά τις συναλλαγές αυτές (κάτω των 15.000 δρχ.), δεν υφίσταται σχετική υποχρέωση.
γ) Υποχρεώνονται, από 1.1.1995, οι μεταφορείς και τα μεταφορικά γραφεία να υποβάλλουν συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών. Όπως είναι γνωστό, με βάση τις τροποποιούμενες διατάξεις (άρθρο 20 παρ. 6γ) οι επιτηδευματίες αυτοί (μεταφορείς και μεταφορικά γραφεία) απαλλάσσονταν από την υποχρέωση υποβολής συγκεντρωτικών καταστάσεων για τις φορτωτικές. Ήδη, με τις νέες διατάξεις, με τις οποίες καταργείται η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 20, υποχρεώνονται οι εν λόγω επιτηδευματίες από το ημερολογιακό έτος 1995 να υποβάλλουν και συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από 1.1.1995, δηλαδή οι υποχρεώσεις ή οι απαλλαγές που καθορίζονται από τις διατάξεις της παραγράφου αυτής καταλαμβάνουν το ημερολογιακό έτος 1995. Επομένως για τις υποχρεώσεις του ημερολογιακού έτους 1994, σε ό,τι αφορά το άρθρο 20, θα εφαρμόζονται όσα ορίζουν οι ήδη ισχύουσες διατάξεις και όχι όσα ορίζουν οι νέες διατάξεις της παραγράφου αυτής (17).
Με την ευκαιρία κρίνεται σκόπιμο να διευκρινίσουμε ορισμένα θέματα που αναφέρονται στην εφαρμογή του άρθρου 20 του Κώδικα. Έτσι, στις συγκεντρωτικές καταστάσεις:
α) Αναγράφεται, από 1.1.1995, η αξία του εσόδου ή της δαπάνης πάντοτε χωρίς Φ.Π.Α., ακόμη και στην περίπτωση που ο Φ.Π.Α, δεν εκπίπτεται από τον αγοραστή, σε αντίθεση με όσα διευκρινίζονταν στην παράγραφο 20.4 περίπτωση ε΄ της ερμηνευτικής εγκυκλίου 3/1992.
β) Αναγράφεται, από 1.1.1995, η καθαρή αξία των τιμολογίων, πριν από οποιοδήποτε φόρο ή τέλος, έτσι ώστε να υπάρχει συμφωνία των συγκεντρωτικών καταστάσεων προμηθευτή και πελάτη.
γ) Αναγράφεται, από 1.1.1995, ο συνολικός αριθμός των στοιχείων που εξέδωσε ή έλαβε, αντίστοιχα, ο υπόχρεος, δηλαδή χρεωστικά συν πιστωτικά.
δ) Δεν συμπεριλαμβάνονται οι λιανικές πωλήσεις ακόμη και εάν εκδοθεί τιμολόγιο προς ιδιώτη. Σε περίπτωση που έχει εκδοθεί τέτοιο τιμολόγιο, για λόγους συμφωνίας, μπορεί να αναγράφεται στο τέλος της συγκεντρωτικής κατάστασης, όχι όμως με τις συναλλαγές του Δημοσίου και των λοιπών προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
ε) Δεν συμπεριλαμβάνονται, από 1.1.1995, στις συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών και προμηθευτών, κατ΄ εξαίρεση των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 20, όπως ισχύουν, το ηλεκτρικό ρεύμα (ΔΕΗ), νερό (ΕΥΔΑΠ και λοιποί δημοσίου χαρακτήρα φορείς), τηλεπικοινωνίες (μόνο ΟΤΕ), ταχυδρομικά τέλη (ΕΛ.ΤΑ.), φορτωτικές Ο.Σ.Ε., αποδείξεις ΚΤΕΛ, συνδρομές σε εφημερίδες και περιοδικά - επαγγελματικές οργανώσεις, κοινόχρηστες δαπάνες, ενοίκια ακινήτων, πάρκινγκ επαγγελματικών αυτοκινήτων, διόδια, έξοδα κίνησης προσωπικού και εισιτήρια μεταφορικών μέσων.
Επίσης, δεν θα υποβάλλονται στοιχεία για τα τιμολόγια αγοράς αγαθών από μη υπόχρεους σε έκδοση στοιχείων (π.χ. Δημόσιοι Υπάλληλοι) καθώς και τα τιμολόγια που εκδόθηκαν προς πρόσωπα που αρνήθηκαν να εκδώσουν τιμολόγιο ή εξέδωσαν τιμολόγιο με ανακριβές περιεχόμενο, δεδομένου ότι στην τελευταία αυτή περίπτωση το πρωτότυπο του τιμολογίου αποστέλλεται, εντός του επομένου από την έκδοση του μήνα, στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. του αντισυμβαλλόμενου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγρ. 5 του άρθρου 12 του Κώδικα.
στ) θα σημειώνεται, από 1.1.1995, ο αριθμός ένα «1» στη θέση του επαγγέλματος μόνο όταν ο αντισυμβαλλόμενος δεν είναι υπόχρεος σε υποβολή συγκεντρωτικών καταστάσεων.
Είναι γνωστό ότι οι αγρότες δεν έχουν υποχρέωση υποβολής συγκεντρωτικών καταστάσεων για τις αγορές ή πωλήσεις που πραγματοποιούν, καθώς και οι περιστασιακά απασχολούμενοι και γενικά τα πρόσωπα που χαρακτηρίζονται ως μη επιτηδευματίες και λαμβάνουν την αμοιβή τους, με απόδειξη δαπάνης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 15 του Κώδικα. Έτσι είναι απαραίτητο να διακρίνονται στις συγκεντρωτικές καταστάσεις, τα πρόσωπα αυτά από τους λοιπούς υπόχρεους υποβολής συγκεντρωτικών καταστάσεων, με τις οποίες επιδιώκεται η διασταύρωση των επαγγελματικών συναλλαγών των αντισυμβαλλομένων.
Στις λοιπές περιπτώσεις η θέση του επαγγέλματος να παραμένει κενή, δεδομένου ότι η μηχανογραφική διασταύρωση γίνεται με τη χρήση του Α.Φ.Μ. και της επωνυμίας, η δε αναγραφή του επαγγέλματος δεν εξυπηρετεί κάποιο ιδιαίτερο σκοπό. `Αλλωστε το επάγγελμα προκύπτει και από τα στοιχεία του επιτηδευματία τα οποία είναι καταχωρημένα στα αρχεία. Επιτρέπεται, όσοι από τους αντισυμβαλλόμενους δεν είναι υπόχρεοι υποβολής συγκεντρωτικών καταστάσεων, να αναγράφονται αλφαβητικά στο τέλος των αντίστοιχων συγκεντρωτικών καταστάσεων.
ζ) Οι περιγραφές των RECORDS, όπως αυτές αναγράφονται στην παράγραφο 20.6.1 της Ερμηνευτικής Εγκυκλίου 3/1992, τροποποιούνται για τις συγκεντρωτικές καταστάσεις του ημερολογιακού έτους 1995 και στο εξής, ως ακολούθως:
Στα στοιχεία πωλήσεων
γ1) Αναλυτική γραμμή πωλήσεων (κατά πελάτη).
Η θέση έξι (6) διαμορφώνεται:
6. Επάγγελμα 43 - 57 Χ (15).
6α. Μη υπόχρεοι σε υποβολή συγκεντρωτικής κατάστασης (αγρότες) 58 - 58 Χ
Στα στοιχεία αγορών
δ1) Αναλυτική γραμμή αγορών - δαπανών (κατά προμηθευτή)
Η θέση έξι (6) διαμορφώνεται:
6. Επάγγελμα 43-57 Χ (15)
6α. Μη υπόχρεοι σε υποβολή συγκεντρωτικής κατάστασης (αγρότες περιστασιακά απασχολούμενοι) 58-58 Χ
Παρατήρηση: Η θέση 6α συμπληρώνεται με τον αριθμό ένα «1» μόνο όταν ο αντισυμβαλλόμενος δεν είναι υπόχρεος σε υποβολή συγκεντρωτικής κατάστασης, όπως συμβαίνει στις αγορές ή πωλήσεις προς και από τους αγρότες ή με τις καταβολές αμοιβών σε περιστασιακά απασχολούμενους (αποδείξεις δαπανών). Στις λοιπές περιπτώσεις η θέση αυτή παραμένει κενή.
η) Από τη Διοίκηση έχει γίνει δεκτό ότι συγκεντρωτικές καταστάσεις μπορεί να μην υποβάλλονται όταν έχουν γίνει μόνο συναλλαγές με πρόσωπα της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του Κώδικα (Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. κ.λπ.). Η θέση αυτή παύει να ισχύει και από το ημερολογιακό έτος 1995 και στο εξής θα υποβάλλονται οι συγκεντρωτικές καταστάσεις, έστω και εάν έχουν γίνει συναλλαγές μόνο με το Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. και λοιπά μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα πρόσωπα.
θ) Διευκρινίζεται ότι οι αντιπρόσωποι οίκων εξωτερικού για την προμήθεια που εισπράττουν, μέσω τραπέζης, από αλλοδαπούς επιτηδευματίες, δεν υποχρεούνται σε υποβολή συγκεντρωτικών καταστάσεων για τις συναλλαγές αυτές. Κάθε αντίθετη, προηγούμενη θέση μας, ανακαλείται. (Η ρύθμιση αυτή καλύπτει και τις συναλλαγές του έτους 1994).
ι) Τέλος σημειώνεται ότι η παράγραφος 20.9 της ερμηνευτικής εγκυκλίου 3/1992 εξακολουθεί να ισχύει. Δηλαδή συγκεντρωτικές καταστάσεις δεν υποβάλλονται για τα μερίσματα που καταβάλλει ή πιστώνει η ανώνυμη εταιρία, καθώς και για τις αμοιβές του Διοικητικού της Συμβουλίου, εφόσον ο φόρος υπολογίζεται στο εισόδημα του νομικού προσώπου και εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων. Τα παραπάνω ισχύουν και για τα διανεμόμενα κέρδη αμοιβαίων κεφαλαίων εφόσον συντρέχουν οι ίδιες προϋποθέσεις.
Παράγραφος 18 (Δυνατότητα μη εκτύπωσης βιβλίου αποθήκης και αναλυτικών καθολικών)
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής προστέθηκε στο τέλος της παραγράφου του άρθρου 24 νέο εδάφιο με το οποίο δίνεται η δυνατότητα στον επιτηδευματία να μην εκτυπώνει στο τέλος της χρήσης τα αναλυτικά καθολικά καθώς και το βιβλίο αποθήκης στην περίπτωση που κάθε μήνα εκτυπώνονται θεωρημένες μηνιαίες καταστάσεις. Προϋπόθεση για τη μη εκτύπωση στο τέλος της χρήσης των αναλυτικών καθολικών και του βιβλίου αποθήκης είναι να φυλάσσονται τα ηλεκτρομαγνητικά μέσα απομνημόνευσης των δεδομένων αυτών και να υπάρχει η δυνατότητα εκτύπωσης όλων ή ορισμένων λογαριασμών του αναλυτικού καθολικού ή των μερίδων του βιβλίου αποθήκης, εντός τριών ημερών από τότε που θα ζητηθούν από τον φορολογικό έλεγχο.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από την ημερομηνία της δημοσίευσης του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 11.5.1994
Παράγραφος 19 (Χρόνος εκτύπωσης βιβλίων υποκαταστήματος)
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε η περίπτωση β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 24 και ορίζεται ο χρόνος εκτύπωσης του ημερολογίου ταμιακών και συμψηφιστικών πράξεων ή του φύλλου ανάλυσης και ελέγχου εντός των πρώτων δεκαπέντε ημερών του επόμενου μήνα, αντί των 20 ημερών που ορίζονταν με τις ήδη ισχύουσες διατάξεις του Κώδικα.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από την ημερομηνία της δημοσίευσης του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 11.5.1994.
Παράγραφος 20 (Χρήση κεντρικής μονάδας Η/Υ)
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 24 και δίνεται η δυνατότητα σε όλους τους επιτηδευματίες να κάνουν χρήση κεντρικής μονάδας Η/Υ, μόνο με απλή γνωστοποίηση στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. της έδρας, ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασης της κεντρικής μονάδας, ενώ, με τις τροποποιούμενες διατάξεις του Κώδικα, απαιτείτο έγκριση εάν η κεντρική μονάδα ήταν σε τόπο εκτός της χωρικής αρμοδιότητας ή επρόκειτο για Α.Ε. με έδρα το νομό Αττικής ή Θεσσαλονίκης.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από την ημερομηνία της δημοσίευσης του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 11.5.1994
Παράγραφος 21 (Εκτύπωση βιβλίων ή κατάστασης από ενιαίο έντυπο)
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής προστέθηκε στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 25 νέο εδάφιο και δίνεται η δυνατότητα στον επιτηδευματία να εκτυπώνει μεταγενέστερα από το ήδη θεωρημένο ενιαίο έντυπο νέο βιβλίο ή κατάσταση για το οποίο δεν είχε δηλωθεί η θεώρηση του με το αρχικό σημείωμα θεώρησης. Η δυνατότητα αυτή δίνεται με την προϋπόθεση ότι ο επιτηδευματίας θα γνωστοποιήσει στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. την εκτύπωση του νέου βιβλίου ή της κατάστασης από το ενιαίο έντυπο πριν από το χρόνο της εκτύπωσης του. Για παράδειγμα επιτηδευματίας που έχει θεωρήσει ενιαίο έντυπο για την εκτύπωση του ημερολογίου διαφόρων πράξεων, του ημερολογίου ταμείου και του γενικού καθολικού δηλώνει την 30.5.1994 ότι από αυτό θα εκτυπώνει και το ημερολόγιο πωλήσεων και το ημερολόγιο αγορών για το μήνα Απρίλιο και μετά.
Σημειώνεται ότι η δυνατότητα, που δίνεται με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, ίσχυε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 25 του Κώδικα, για τα στοιχεία από 1.7.1992.
Επισημαίνεται ότι στην περίπτωση που μεταγενέστερα από την θεώρηση του ενιαίου εντύπου δηλώνεται η εκτύπωση νέου βιβλίου ή κατάστασης από το ήδη θεωρημένο και χαρτοσημασμένο έντυπο δεν χρειάζεται νέα χαρτοσήμανση του ενιαίου εντύπου για το βιβλίο ή την κατάσταση που προστίθεται, δεδομένου ότι, όπως διευκρινίζεται στην παράγραφο 25.1.1. της ερμηνευτικής εγκυκλίου του Κώδικα (3/1992) το ενιαίο έντυπο χαρτοσημαίνεται με πάγιο τέλος χαρτοσήμου 50 δρχ. ανά εκατό φύλλα, ανεξάρτητα από τον αριθμό των βιβλίων ή των καταστάσεων και τις σελίδες κάθε βιβλίου ή κατάστασης που θα εκτυπωθούν από αυτό.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από την ημερομηνία της δημοσίευσης του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 11.5.1994.
Παράγραφος 22 (Δικαίωμα υπογραφής ισολογισμού και λογαριασμών αποτελεσμάτων χρήσης επιχειρήσεων).
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκαν το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 29, που αναφέρονταν στο δικαίωμα υπογραφής του ισολογισμού και του λογαριασμού των αποτελεσμάτων χρήσης της επιχείρησης με ακαθάριστα έσοδα πάνω από εκατόν ογδόντα εκατομμύρια (180.000.000) δραχμές.
Με τις διατάξεις αυτές ουσιαστικά επέρχονται οι εξής μεταβολές:
α) Παρέχεται το δικαίωμα και στους πτυχιούχους του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης του Πάντειου Πανεπιστημίου Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών, να υπογράφουν τους ισολογισμούς και τους λογαριασμούς αποτελεσμάτων χρήσης των επιχειρήσεων με ακαθάριστα έσοδα πάνω από εκατόν ογδόντα εκατομμύρια(180.000.000)δραχμές. Αναγκαία προϋπόθεση, για την υπογραφή των ισολογισμών και των λογαριασμών αποτελεσμάτων χρήσης των επιχειρήσεων, από τους πτυχιούχους αυτούς αποτελεί η εγγραφή τους στο Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδας, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για την άσκηση του οικονομολογικού επαγγέλματος. Σημειώνεται ότι το δικαίωμα αυτό, (της υπογραφής ισολογισμού) στους εν λόγω πτυχιούχους δεν παρέχεται για πρώτη φορά, είχε θεσμοθετηθεί και με τις διατάξεις του Π.Δ. 356/1986 (άρθρο 11 παρ. 5), δηλαδή από 1.1.1987 μέχρι 30.6.1992.
β) Τίθεται ως προϋπόθεση, για την υπογραφή των ισολογισμών και των λογαριασμών αποτελεσμάτων χρήσης των επιχειρήσεων, για τους πτυχιούχους των τμημάτων των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Τ.Ε.Ι.), η χορήγηση σχετικής άδειας, από το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδας.
Έτσι απαιτείται η χορήγηση της άδειας αυτής τόσο για τους πτυχιούχους του Τμήματος Λογιστικής της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας των Τ.Ε.Ι. (για ισολογισμούς και λογαριασμούς αποτελεσμάτων χρήσης πάνω από 180.000.000 δρχ.), για πτυχιούχους δηλαδή που προσδιορίζονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 29, όσο και για τους πτυχιούχους των τμημάτων Εμπορίας και Διαφήμισης, Διοίκησης Επιχειρήσεων και Τουριστικών Επιχειρήσεων της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας των Τ.Ε.Ι. (για ισολογισμούς και λογαριασμούς αποτελεσμάτων χρήσης από 180.000.000δραχμές μέχρι350.000.000 δραχμές), για πτυχιούχους δηλαδή που προσδιορίζονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 29.
γ) Επίσης, στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 29, ρητά πλέον και με ειδική περίπτωση β, για τα πρόσωπα της περίπτωσης α΄ του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, που έχουν δικαίωμα υπογραφής ισολογισμών και λογαριασμών αποτελεσμάτων χρήσης των επιχειρήσεων (δηλαδή οι έχοντες άδεια άσκησης Οικονομικού Επαγγέλματος, πτυχιούχοι του τμήματος Δημόσιας Διοίκησης του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών και πτυχιούχοι του τμήματος Λογιστικής της Σχολής της Διοίκησης και Οικονομίας των Τ.Ε.Ι.), τίθεται ως προϋπόθεση, για την άσκηση αυτού του δικαιώματος, η πενταετής, τουλάχιστο, συναφής προϋπηρεσία, μετά τη λήψη του πτυχίου, σε λογιστικοοικονομικό κλάδο του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα. Είναι γνωστό ότι, στην ερμηνευτική εγκύκλιο 3/1992, διευκρινίζονταν, ότι η προηγούμενη προϋπόθεση του απαιτούμενου δηλαδή χρόνου για την υπογραφή των ισολογισμών και των λογαριασμών αποτελεσμάτων χρήσης των επιχειρήσεων, ήταν απαραίτητη για όλα τα πρόσωπα που αναφέρονταν στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3. Στην πράξη όμως προέκυψε θέμα ερμηνείας εάν η προϋπόθεση αυτή συνέτρεχε, πέραν των πτυχιούχων του τμήματος Λογιστικής της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας των Τ.Ε.Ι. και για τους έχοντες άδεια άσκησης Οικονομολογικού Επαγγέλματος. Έτσι προς άρση της αμφιβολίας αυτής τέθηκε η ρητή προαναφερθείσα περίπτωση β΄.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 11.5.1994.
Παράγραφος 23 (Ανεπάρκεια βιβλίων Γ΄ κατηγορίας).
Με την παράγραφο αυτή αντικαταστάθηκε η περίπτωση α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 30, που αναφέρεται στην ανεπάρκεια των βιβλίων και στοιχείων της τρίτης κατηγορίας σε περιπτώσεις μη τήρησης ή μη διαφύλαξης ορισμένων βιβλίων. Έτσι, με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, περίπτωση ανεπάρκειας, σε βιβλία και στοιχεία του επιτηδευματία της τρίτης κατηγορίας, αποτελείται:
α) Η μη τήρηση ή μη διαφύλαξη του βιβλίου παραγωγής-κοστολογίου και του βιβλίου τεχνικών προδιαγραφών και β) Η μη τήρηση ή μη διαφύλαξη μόνο των πρόσθετων βιβλίων της παραγράφου 1 του κώδικα. Στο σημείο αυτό διευκρινίζεται ότι σύμφωνα με την ισχύουσα διάταξη περίπτωση ανεπάρκειας ήταν η μη τήρηση ή η μη διαφύλαξη των πρόσθετων βιβλίων του άρθρου 10 του κώδικα. Ήδη με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής ως ανεπάρκεια των βιβλίων και στοιχείων του επιτηδευματία της τρίτης κατηγορίας οριοθετείται η μη τήρηση και η μη διαφύλαξη μόνο των πρόσθετων βιβλίων της παραγράφου 1 του άρθρου 10, δηλαδή του βιβλίου ή του διπλότυπου δελτίου ποσοτικής παραλαβής, που υποχρεούται να τηρεί ο επιτηδευματίας σε περίπτωση που παραλαμβάνει εμπορεύσιμα αγαθά χωρίς συνοδευτικό στοιχείο, όπως και του βιβλίου ποσοτικής παραλαβής που υποχρεώνονται να τηρούν οι επισκευαστές ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών, που καθιερώνεται με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού. Στο σημείο αυτό διευκρινίζεται ότι η μη τήρηση η η μη διαφύλαξη των πρόσθετων βιβλίων της παραγράφου 5 του άρθρου 10, ύστερα από τις διατάξεις της παραγράφου 24, αποτελεί ανακρίβεια, όπως ειδικότερα αναφέρουμε στην επόμενη παράγραφο μας,
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από 1.1.1995
Παράγραφος 24 (Ανακρίβεια βιβλίων Γ κατηγορίας).
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής προστέθηκαν, στην παράγραφο 4 του άρθρου 30, περιπτώσεις δ΄ και ε΄ και οριοθετούνται νέες περιπτώσεις ανακρίβειας των βιβλίων και στοιχείων της τρίτης κατηγορίας. Έτσι, με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής περίπτωση ανακρίβειας, σε βιβλία και στοιχεία του επιτηδευματία της τρίτης κατηγορίας, αποτελεί και: α) Η μη εμφάνιση της πραγματικής κατάστασης της επιχείρησης. Συμφωνά με τις αρχές της λογιστικής η επιχείρηση πρέπει, σε οποιαδήποτε στιγμή, να εμφανίζει την πραγματική κατάσταση της. Στην έννοια της πραγματικής κατάστασης περιλαμβάνεται η οικονομική κατάσταση της επιχείρησης, δηλαδή τα στοιχεία του ενεργητικού, του παθητικού και το οικονομικό αποτέλεσμα, όπως αυτή εμφανίζεται στα βιβλία ή στα στοιχεία της επιχείρησης. Η μη εμφάνιση της πραγματικής κατάστασης της επιχείρησης αποτελεί, κατά πάγια δικαστηριακή νομολογία (ΣΤΕ. 6-10/1969), λόγο απόρριψης των βιβλίων. Πρέπει να σημειώσουμε ότι με τις τροποποιούμενες διατάξεις, στις περιπτώσεις που οι επιχειρήσεις εμφάνιζαν πιστωτικό ταμείο ή πιστωτική αποθήκη (ελλείμματα) η αμφισβήτηση του κύρους των βιβλίων, καθίστατο δυσχερής, ενώ συμφωνά με πάγια δικαστηριακή νομολογία (ΣΤΕ 3185/1980) η εμφάνιση πιστωτικού ταμείου αποτελεί σοβαρή ανακρίβεια.
Ήδη, με τις νέες διατάξεις, μπορούμε να πούμε ότι καλύπτεται νομοθετικά το κενό που υπήρχε στις διατάξεις του Κώδικα.
Στο σημείο αυτό κρίνεται απαραίτητο να διευκρινίσουμε ότι στην παραπάνω περίπτωση, (της μη εμφάνισης της πραγματικής κατάστασης), για να κριθούν τα βιβλία και τα στοιχεία της τρίτης κατηγορίας ως ανακριβή και να συνεπάγονται εξωλογιστικό προσδιορισμό των αποτελεσμάτων θα πρέπει να συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις που ορίζουν οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 30. Δηλαδή οι πράξεις ή οι παραλείψεις να είναι μεγάλης έκτασης σε σχέση με τα οικονομικά μεγέθη των βιβλίων ώστε να τα επηρεάζουν σημαντικά ή να οφείλονται σε πρόθεση του υπόχρεου για απόκρυψη φορολογητέας ύλης. Ειδικότερες διευκρινίσεις, για τις προϋποθέσεις αυτές, δόθηκαν με την εγκύκλιο μας 3/ 1992 στην παράγραφο 30.4., στην οποία και παραπέμπουμε.
Επίσης, περίπτωση ανακρίβειας αποτελεί και:
β) Η μη τήρηση των πρόσθετων βιβλίων της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του Κώδικα () και η μη τήρηση του βιβλίου της παραγράφου 11 του άρθρου 64 του ν. 2065/1992, ήτοι:
— Του βιβλίου κίνησης πελατών (πόρτας) (άρθρο 10 παρ. 5 περίπτωση α΄)
— Του βιβλίου μητρώου μαθητών (άρθρο 10 παρ. 5 περίπτωση β΄)
— Του βιβλίου εισόδου-εξόδου ασθενών (άρθρο 10 παρ. 5 περίπτωση γ΄, υποπερίπτωση γα΄)
— Του βιβλίου ασθενών (άρθρο 10 παρ. 5 περίπτωση γ΄, υποπερίπτωση γβ΄)
— Του βιβλίου μεριδολογίου γιατρών φυσικών προσώπων (άρθρο 10 παρ. 5 περίπτωση γ΄, υποπερίπτωση γγ΄)
— Του βιβλίου επίσκεψης ασθενών (άρθρο 10 παρ. 5 περίπτωση δ΄)
— Του βιβλίου πελατών (άρθρο 10 παρ. 5 περίπτωση ε΄)
— Του βιβλίου εκπαιδευομένων οδηγών (άρθρο 10 παρ. 5 περίπτωση στ΄)
— Του βιβλίου πρέσας (άρθρο 10 παρ. 5 περίπτωση ζ΄)
— Του βιβλίου αποθήκευσης (άρθρο 10 παρ. 5 περίπτωση η΄)
— Του βιβλίου στάθμευσης αυτοκινήτων (περίπτωση θ΄)
— Του βιβλίου εισερχομένων αυτοκινήτων (περίπτωση ι΄)
— Του βιβλίου ασφαλιστηρίων συμβολαίων κ.λπ. (περίπτωση ια΄)
— Του βιβλίου διάθεσης λαχείων (περίπτωση ιβ΄)
— Του βιβλίου εισερχομένων σκαφών (περίπτωση ιγ΄)
— Του βιβλίου πελατών, φυσιοθεραπευτών (περίπτωση ιδ΄)
— Του βιβλίου παραγγελιών προκατασκευασμένων οικιών (περίπτωση ιε΄)
— Του βιβλίου στάθμευσης σκαφών (περίπτωση ιστ΄)
— Του βιβλίου επίσκεψης ασθενών των ιατρών (άρθρο 64 παρ. 11 και 12 Ν. 2065/1992, Α.Υ.Ο. 1089300/720/ΠΟΛ 1191/17.9.1992, ΦΕΚ Β΄ 575).
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από 1.1.1995.
Παράγραφος 25 (Σύνθεση Επιτροπής κρίσης βιβλίων ως ανεπαρκών ή ανακριβών),
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής αλλάζει η σύνθεση της Επιτροπής της παραγράφου 5 του άρθρου 30 του Κώδικα, που κρίνει το κύρος των βιβλίων και στοιχείων των επιτηδευματιών της τρίτης κατηγορίας. Έτσι, με τις νέες διατάξεις, πέραν του Προέδρου (δηλαδή του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επιθεώρησης και Συντονισμού Δ.Ο.Υ. ή των Φορολογικών Προϊσταμένων των Δ/νσεων του Υπουργείου Οικονομικών για το νομό Αττικής) και του μέλους (δηλαδή του εκπροσώπου του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου), συμμετέχει ως έτερο μέλος ένας Επιθεωρητής Δημόσιων Οικονομικών Υπηρεσιών που εποπτεύει Δ.Ο.Υ., η οποία βρίσκεται μέσα στην ίδια περιφέρεια διοικήσεως, αντί της μέχρι σήμερα συμμετοχής του ορκωτού λογιστή του Σώματος Ορκωτών Λογιστών (τώρα Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών).
Η διάταξη αυτή ισχύει από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 11.5.1994.
Παράγραφος 26 (Κατάργηση διατάξεων, αναφορικά με τη σύνθεση Επιτροπής κρίσης βιβλίων ως ανεπαρκών ή ανακριβών).
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής καταργούνται τα εδάφια που αναφέρονταν στην αναπλήρωση του Ορκωτού λογιστή του Σ.Ο.Λ., δηλαδή της συμμετοχής του καθηγητή της λογιστικής των Τ.Ε.Ι. ή τον εκπρόσωπο του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας.
Η κατάργηση των εδαφίων αυτών κρίθηκε αναγκαία μετά την κατάργηση της συμμετοχής του Ορκωτού λογιστή του Σ.Ο.Λ. ως μέλους της Επιτροπής που κρίνει το κύρος των βιβλίων και στοιχείων των Επιτηδευματιών της τρίτης κατηγορίας, ως συναφείς διατάξεις με αυτές της προηγούμενης παραγράφου 25.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 11.5.1994.
Παράγραφος 27 (Ανακρίβεια βιβλίων Β΄ κατηγορίας).
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής οριοθετείται νέα περίπτωση ανακρίβειας των βιβλίων και στοιχείων της δεύτερης κατηγορίας. Έτσι, με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής περίπτωση ανακρίβειας, σε βιβλία και στοιχεία του επιτηδευματία της δεύτερης κατηγορίας, αποτελεί και η μη τήρηση των πρόσθετων βιβλίων της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του Κώδικα, όπως και η μη τήρηση του βιβλίου της παραγράφου 11 του άρθρου 64 του Ν. 2065/1992. Όσα παρατέθηκαν παραπάνω, στην παράγραφο μας 24, για την μη τήρηση των πρόσθετων αυτών βιβλίων, ισχύουν και στην περίπτωση αυτή.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από 1.1.1995.
Παράγραφος 28 (Μη επιβολή προστίμου).
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής προστίθεται νέα παράγραφος 6 του άρθρου 32 του Κ.Β.Σ. ()
Ειδικότερα, με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, οι οποίες ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου (11.5.1994), ορίζεται ρητά ότι δεν επιβάλλεται πρόστιμο για περιπτώσεις εκ παραδρομής έκδοσης στοιχείων, χωρίς τήρηση της ενιαίας αρίθμησης, εφόσον τα εκδοθέντα στοιχεία έχουν εμπρόθεσμα καταχωρηθεί στα τηρούμενα βιβλία και ο φορολογούμενος δηλώσει το γεγονός εγγράφως στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., πριν από οποιοδήποτε φορολογικό έλεγχο.
Η ρύθμιση αστή αποσκοπεί στην εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ φορολογούσας αρχής και φορολογουμένων με την μη επιβολή κυρώσεων για μικροπαρατυπίες, που οφείλονται σε παραδρομή ή συγγνωστή πλάνη.
Διευκρινίζεται δε ότι και για περιπτώσεις έκδοσης φορολογικών στοιχείων, χωρίς τήρηση της ενιαίας αρίθμησης, που ανάγονται στο προ της 11.5.1994 χρονικό διάστημα, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προαναφέρονται (εκ παραδρομής έκδοση καταχώρηση εμπροθέσμως στα βιβλία, έγγραφη δήλωση), κρίνεται σκόπιμο να μη επιβάλλονται πρόστιμα, ενόψει του σκοπού που εξυπηρετεί η συγκεκριμένη διάταξη.
Παράγραφος 29 (Η μη έκδοση κάθε στοιχείου του Κ.Β.Σ. αποτελεί αυτοτελή παράβαση).
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής αντικαθίσταται η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 33, έτσι ώστε να αντιμετωπίζονται από άποψη επιβολής διοικητικών κυρώσεων με τον ίδιο τρόπο ίδιες περιπτώσεις, θεωρούμενες πλέον (από 11.5.1994), ως αυτοτελείς παραβάσεις όλες οι περιπτώσεις μη έκδοσης στοιχείων του Κ.Β.Σ. και όχι μόνο ορισμένες, όπως ίσχυε με βάση τις αντικατασταθείσες διατάξεις.
Ειδικότερα, με βάση τις προισχύσασες διατάξεις για το χρονικό διάστημα 1.7.1992 έως 11.5.1994 αυτοτελές πρόστιμο επιβάλλονταν για τη μη έκδοση των εξής στοιχείων.
α. Καθενός τιμολογίου
β. Καθενός δελτίου αποστολής
γ. Καθεμιάς απόδειξης λιανικής πώλησης
δ. Καθεμιάς απόδειξης παροχής υπηρεσιών
ε. Καθενός στοιχείου αυτοπαράδοσης
στ. Καθενός άλλου στοιχείου εσόδου. Έτσι με βάση τις προισχύσασες διατάξεις και για το χρονικό διάστημα που αυτές ίσχυαν (1.7.1992 έως 11.5.1994) υπήρχαν περιπτώσεις μη έκδοσης στοιχείων, τα οποία δεν καταλαμβάνονται από τις διατάξεις του άρθρου 33 παράγραφος 1α του Κώδικα και εθεωρούντο ως μια παράβαση (όχι αυτοτελείς) ανεξάρτητα από το πλήθος των μη εκδοθέντων στοιχείων (π.χ. μη έκδοση στοιχείων εσωτερικής διακίνησης, μη έκδοση αποδείξεων δαπανών κ.λπ.).
Με βάση όμως τις διατάξεις του άρθρου 33 παραγράφου 1α του Κώδικα, όπως αυτές ισχύουν, μετά την τροποποίηση τους με τις διατάξεις του άρθρου 43 παρ. 29 του Ν. 2214/94, ήτοι από 11.5.1994, θεωρείται ως αυτοτελής παράβαση η μη έκδοση οποιουδήποτε στοιχείου, που ορίζεται από τις διατάξεις του Κώδικα ή άλλων νομοθετημάτων που τροποποιούν και συμπληρώνουν αυτόν (νόμοι, Π.Δ/τα ή υπουργικές αποφάσεις).
Με τον τρόπο αυτό καθολικά και χωρίς εξαιρέσεις αντιμετωπίζονται ομοιόμορφα όλες οι περιπτώσεις μη έκδοσης στοιχείων από άποψη επιβολής προστίμων του Κώδικα.
Παράγραφος 30 (Κατάρτιση διάταξης, αναφορικά με το πρόστιμο, σε μη καταχώρηση καθενός αριθμού λαχείου στο βιβλίο διάθεσης λαχείων).
Με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής καταργείται το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 33, που αναφέρεται στο επιβαλλόμενο πρόστιμο σε μη καταχώρηση καθενός αριθμού λαχείου στο βιβλίο διάθεσης λαχείων. Με βάση τις μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού, διατάξεις σε περίπτωση μη καταχώρησης καθενός αριθμού λαχείου στο βιβλίο διάθεσης λαχείων επιβάλλετο πρόστιμο για κάθε αριθμό λαχείου, που δεν καταχωρήθηκε, που σε κάθε περίπτωση ήτο ίσο με το ανώτατο όριο που προβλέπεται ανάλογα με την κατηγορία τήρησης βιβλίων και μάλιστα, χωρίς δυνατότητα συμβιβασμού από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Έτσι, στην πράξη παρουσιάστηκαν ακραίες και εξωπραγματικές περιπτώσεις επιβολής προστίμων σε μη ενημερώσεις (καταχωρήσεις) του βιβλίου διάθεσης λαχείων. Ήδη μετά την κατάργηση του παραπάνω σχετικού εδαφίου εκλογικεύονται οι ακρότητες αυτές και σε περιπτώσεις μη καταχώρησης καθενός αριθμού λαχείου επιβάλλεται πλέον πρόστιμο σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 32.
Για παράδειγμα επιτηδευματίας της δεύτερης κατηγορίας που δεν είχε καταχωρήσει 20 λαχεία στο βιβλίο διάθεσης λαχείων θα επιβάλλετο πρόστιμο:
Με τις προηγούμενες διατάξεις
Με τις νέες (ισχύουσες) διατάξεις
20 Χ 200.000 = 4.000.000 δρχ.
χωρίς δυνατότητα συμβιβασμού
20 Χ (1 -200.000 δρχ.) = 200-4.000.000 δρχ.
και με δυνατότητα συμβιβασμού
Η διάταξη του καταργούμενου εδαφίου ισχύει από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 11.5.1994.
Με τα επόμενα εδάφια της παραγράφου αυτής που είναι μεταβατικού χαρακτήρα λαμβάνεται μέριμνα και για τις ήδη εκκρεμείς παραβάσεις των περιπτώσεων αυτών. Έτσι, παραβάσεις που εμπίπτουν στις καταργούμενες διατάξεις που διαπράχθηκαν από 1.7.1992 (ημερομηνία ισχύος του Π.Δ. 186/1992) μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού (11.5.1994), ανεξάρτητα από το χρόνο διαπίστωσης τους από τις φορολογικές αρχές, και εκκρεμούν είτε στις Δ.Ο.Υ. (για έκδοση αποφάσεων επιβολής προστίμων, ή έχουν εκδοθεί και δεν έχουν περαιωθεί οριστικά με διοικητική επίλυση) είτε ενώπιον των διοικητικών πρωτοδικείων (εκκρεμούν δε οι συζητήσεις των προσφυγών), κρίνονται, για το ποσό του προστίμου, με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 32.
Για τις υποθέσεις που εκκρεμούν, για συζήτηση ενώπιον των διοικητικών πρωτοδικείων λαμβάνεται μέριμνα ώστε η υποβολή της σχετικής αίτησης από τον επιτηδευματία να γίνει μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία 30 ημερών, για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, οπότε στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν.Δ. 4600/1966 (κατάργηση φορολογικής δίκης κ.λπ.).
Εάν όμως δεν επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς οι υποθέσεις αυτές κρίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυσαν κατά το χρόνο της διάπραξης της παράβασης, δηλαδή με βάση τις καταργούμενες διατάξεις.
Παράγραφος 31 (`Αρνηση θεώρησης βιβλίων και στοιχείων σε συστεγαζόμενες επιχειρήσεις).
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής προστέθηκαν, στο τέλος της παραγράφου 8 του άρθρου 36, τρία νέα εδάφια βάσει των οποίων υποχρεούται ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. να αρνείται τη θεώρηση βιβλίων και Στοιχείων του Κώδικα στον επιτηδευματία εκείνον που πρόκειται να συστεγαστεί με άλλον επιτηδευματία, εφόσον στο αντικείμενο των εργασιών του περιλαμβάνεται η παραγωγή ή η εμπορία όμοιων αγαθών. Έτσι, με βάση τις διατάξεις αυτές, προϋπόθεση απαγόρευσης συστέγασης επιτηδευματία αποτελεί μόνο η παραγωγή ή η εμπορία όμοιων αγαθών. Επομένως η συστέγαση επιτηδευματιών με παραγωγή ή εμπορία παρόμοιων ή παρεμφερών αγαθών δεν απαγορεύεται. Για παράδειγμα, δεν απαγορεύεται να συστεγαστούν δύο επιτηδευματίες που έχουν ως αντικείμενο εργασιών, την εμπορία σιδήρων ο ένας και την εμπορία αλουμινίων ο άλλος, ή την εμπορία ηλεκτρικών ειδών (ψυγείων και τηλεοράσεων) ο ένας και ο άλλος την εμπορία κλιματιστικών μηχανημάτων.
Διευκρινίζεται ότι η κοινόχρηστη κεντρική είσοδος κάθε οικήματος, στο οποίο στεγάζονται, σε διακεκριμένους χώρους, ομοειδείς επιχειρήσεις, δεν αποτελεί κοινή είσοδο για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης π.χ. σε πολυκατοικία της οδού Αιόλου στεγάζονται σε διαφορετικούς ορόφους, διάφορες ομοειδείς επιχειρήσεις πώλησης ή παραγωγής ενδυμάτων. Αντίθετα, συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της υπόψη διάταξης, για οποιαδήποτε κοινή επαγγελματική εγκατάσταση- υποκατάστημα, αποθήκη κ.λπ.
Επίσης, με το επιχείρημα της αντιδιαστολής συνάγεται ότι η συστέγαση ελευθέρων επαγγελματιών ή επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών δεν απαγορεύεται. Ακόμη πρέπει να δεχθούμε ότι η συστέγαση γραφείων διοίκησης ή λογιστηρίων διαφορετικών επιχειρήσεων δεν απαγορεύεται.
Σημειώνεται ότι η παραπάνω ρύθμιση υπαγορεύτηκε από το γεγονός ότι η συστέγαση των επιτηδευματιών, εκτός του ότι δεν διευκόλυνε τον φορολογικό έλεγχο και δημιουργούσε παράλληλα δυσχέρειες στις ελεγκτικές επαληθεύσεις, απέβλεπε πολλές φορές στην εικονική κυρίως διάσπαση των επιχειρήσεων με απώτερο σκοπό την καταστρατήγηση των φορολογικών τους υποχρεώσεων.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από 1.1.1995.
Στο σημείο αυτό κρίνεται αναγκαίο να διευκρινίσουμε ότι με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου αυτής, που είναι μεταβατικού χαρακτήρα, λαμβάνεται μέριμνα, για τις ήδη συστεγαζόμενες επιχειρήσεις, ώστε προκειμένου να ρυθμιστούν οι μισθωτικές τους σχέσεις, η εφαρμογή της να ισχύσει από την 1η Ιουλίου 1995.
Παράγραφος 32 (`Αρνηση θεώρησης βιβλίων και στοιχείων χωρίς παροχή ασφάλειας).
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής προστέθηκε, στην παράγραφο 2 του άρθρου 36, νέα περίπτωση ι΄ και παρέχεται το δικαίωμα στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. να αρνείται τη θεώρηση βιβλίων και στοιχείων του κώδικα στον επιτηδευματία εκείνον που δεν εκπληρώνει τις φορολογικές του υποχρεώσεις, χωρίς παροχή σχετικής ασφάλειας. Η ασφάλεια αυτή που μπορεί να ανέλθει μέχρι 20.000.000 δρχ. γίνεται είτε με εγγραφή πρώτης υποθήκης σε ακίνητο είτε με εγγυητική επιστροφή τράπεζας.
Διευκρινίζεται ότι οι διατάξεις της παραγράφου αυτής είναι πέρα από τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 36 του κώδικα. Είναι γνωστό ότι με βάση τις διατάξεις αυτές (παράγραφος 8) ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. μπορεί να αρνηθεί τη θεώρηση μ ο ν ο των φορολογικών στοιχείων στις περιοριστικές περιπτώσεις που οριοθετούνται ρητά από την παράγραφο αυτή (α) μη καταβολή ληξιπρόθεσμων και απαιτητών υποχρεώσεων από φόρους κ.λπ. πάνω από 1.000.000 δρχ., και β) μη υποβολή δηλώσεων παρακρατουμένων φόρων. Σχετικά βλέπετε στην παράγραφο 36.8 της Εγκυκλίου 3/1992). Ήδη με τις νέες διατάξεις παρέχεται το δικαίωμα στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. να αρνείται την θεώρηση όχι μόνο των φορολογικών στοιχείων αλλά και των βιβλίων, χωρίς την παροχή ασφάλειας (κατά τ΄ ανωτέρω), στις περιπτώσεις εκείνες που ο επιτηδευματίας δεν εκπληρώνει τις φορολογικές του υποχρεώσεις. Έτσι, μη εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων δεν σημαίνει μόνο η μη καταβολή ληξιπροθέσμων και απαιτητών υποχρεώσεων από φόρους, από δάνεια με την εγγύηση του Δημοσίου και από πρόστιμα του Κώδικα, ή η μη υποβολή των φορολογικών δηλώσεων παρακρατουμένων φόρων, σημαίνει ακόμη και η μη υποβολή των φορολογικών δηλώσεων (π.χ. δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος κ.λπ.).
Όπως και παραπάνω τονίστηκε οι νέες διατάξεις είναι πέρα από τις διατάξεις της παραγράφου 8, όμως πρέπει να δεχθούμε ότι, μέχρι σ΄ ένα σημείο, οι διατάξεις αυτές (οι νέες) μπορούν να λειτουργούν είτε επικουρικά (λόγω μερικής επικάλυψης από τις παλαιές, της παραγράφου 8) είτε και σωρευτικά. Ως παράδειγμα, για επιτηδευματία που οφείλει στο Δημόσιο ληξιπρόθεσμους και απαιτητούς φόρους 1.500.000 δρχ., ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. έχει τις εξής δυνατότητες: α) να αρνηθεί, με βάση τις συνδυασμένες διατάξεις των παραγράφων 8 και 9, είτε τη θεώρηση στοιχείων (οφειλή πάνω από 1.000.000 δρχ.), είτε τη θεώρηση βιβλίων και στοιχείων (μη εκπλήρωση φορολογικών υποχρεώσεων), β) να προβεί, με βάση τις ίδιες διατάξεις, είτε σε θεώρηση περιορισμένου αριθμού φορολογικών στοιχείων, εφόσον ο επιτηδευματίας καταβάλλει μέρος της οφειλής που θα καθορίσει αυτός (ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ.), είτε σε θεώρηση βιβλίων και στοιχείων, εφόσον ο επιτηδευματίας παράσχει σχετική ασφάλεια και γ) να προβεί σε θεώρηση βιβλίων και στοιχείων (περιορισμένου ή μη αριθμού) μόνο με την παροχή σχετικής εγγύησης.
Διευκρινίζεται ότι σε όσες περιπτώσεις ζητείται παροχή ασφάλειας το ύφος αυτής θα προσδιορίζεται κάθε φορά από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ., ο οποίος θα εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά, ιδίως την οικονομική κατάσταση του επιτηδευματία, την εν γένει φορολογική συμπεριφορά του, κλπ.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 11.5.1994.
Παράγραφος 33 (Ανασύσταση Επιτροπής Λογιστικών Βιβλίων).
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής τροποποιείται η περίπτωση Α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 37 και γίνεται ανασύσταση-ανασυγκρότηση της Επιτροπής Λογιστικών Βιβλίων (Ε.Λ.Β.). Έτσι, με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής γίνονται οι εξής μεταβολές:
α) Στην Ε.Λ.Β. που λειτουργεί στο Υπουργείο Οικονομικών (στην Αθήνα) πρόεδρος της Επιτροπής ορίζεται ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Βιβλίων και Στοιχείων, αντί του Γενικού Διευθυντή Φορολογίας και Δημοσίας Περιουσίας, που συμμετείχε μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού.
β) Στην Ε.Λ.Β. τόσο σ΄ αυτή που λειτουργεί στην Αθήνα όσο και σ΄ αυτή που λειτουργεί στη Θεσσαλονίκη συμμετέχει ως μέλος ένας αντιπρόσωπος του Εθνικού Συμβουλίου Λογιστικής (Ε..Σ.Υ.Λ.), αντί του υπαλλήλου του Υπουργείου Εμπορίου που συμμετείχε μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως,δηλαδή από 11.5.1994
Παράγραφος 34 (Απαλλαγή τήρησης βιβλίου απογραφών, επιτηδευματιών Β΄ κατηγορίας).
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής προστέθηκε στην περίπτωση γ΄ του άρθρου 38 νέα υποπερίπτωση γκ΄ με την οποία δίδεται η δυνατότητα στον υπουργό των Οικονομικών να απαλλάσσει, κατηγορίες επιτηδευματιών σε ολόκληρη τη χώρα ή σε τμήματα αυτής, από την τήρηση βιβλίου απογραφών, το οποίο καθιερώθηκε με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Έτσι, με τις διατάξεις αυτές θα μπορεί ο Υπουργός των Οικονομικών να εκδίδει, κατ΄ έτος, αποφάσεις απαλλαγής τήρησης βιβλίου απογραφών για τους επιτηδευματίες της δεύτερης κατηγορίας, ιδίως στις περιπτώσεις εκείνες που θα αντιμετωπίζουν αντικειμενικές δυσχέρειες στην τήρηση του, κ.λπ. (Σχετικά με την τήρηση του βιβλίου απογραφών, των επιτηδευματιών της Β΄ κατηγορίας, βλέπετε παραπάνω στην παράγραφο μας 1).
Παράγραφος 35 (Κατάργηση αποφάσεων)
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής καταργούνται οι εξής αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών:
α) Αρ. Πρωτ. 10123858/230/ΠΟΛ. 1062/ 23.3.1990 (ΦΕΚ Β΄ 245) από 1.7.1994. Για τους λόγους κατάργησης της απόφασης αυτής περισσότερα αναφέρονται στην παράγραφο 12 της παρούσης εγκυκλίου.
β) Αρ. Πρωτ. 1115278/842/ΠΟΛ. 1292/8.9.1993 (ΦΕΚ 728 Β΄) και μόνο κατά το μέρος της παραγράφου 1 της απόφασης αυτής. Είναι γνωστό ότι με την παράγραφο 1 της απόφασης αυτής δόθηκε η δυνατότητα, από 1.1.1993 και στο εξής, να μην τηρούν βιβλία του Κώδικα οι εξής επιτηδευματίες: ι) εφημεριδοπώλες (υποπράκτορες εφημερίδων και περιοδικών), ια) πράκτορες ΠΡΟ-ΠΟ, ΛΟΤΤΟ, ιπποδρομιακών στοιχημάτων και συναφών, ιβ) πράκτορες λαχείων (το προβλεπόμενο από τις διατάξεις της παραγράφου 5 περίπτωση ι, υποπερίπτωση ιβ του άρθρου 10 του Κώδικα εξακολουθούσε να τηρείται), ιγ) πωλητές λαχείων, ιδ) φωτορεπόρτερ και ιε) ρακοσυλλέκτες παλαιού χάρτου και χαρτονιών. Ήδη μετά την κατάργηση της παραγράφου 1 της παραπάνω απόφασης οι επιτηδευματίες αυτοί υποχρεώνονται από 1.1.1995 στην τήρηση βιβλίων του Κώδικα.
Παράγραφος 36 ( Α.Φ.Μ. επί των φορτωτικών)
Με τις διατάξεις της ως άνω παραγράφου 36 προστέθηκε πρόταση στο τέλος της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 16 του Κώδικα, με την οποία καθιερώνεται από 1 Ιανουαρίου 1995 η υποχρέωση αναγραφής επί των φορτωτικών του Α.Φ.Μ. του καταβάλλοντος τα κόμιστρα. Η υποχρέωση αυτή θεσπίστηκε για τις ανάγκες υποβολής των φορολογικών στοιχείων για διασταύρωση, αφού όπως είναι γνωστό με την παράγραφο 17 του παρόντος άρθρου καταργήθηκε η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 20 του Κώδικα που αναφέρονταν στην απαλλαγή του μεταφορέα και του μεταφορικού γραφείου από την υποχρέωση υποβολής συγκεντρωτικών καταστάσεων. Διευκρινίζεται ότι στην περίπτωση που τα κόμιστρα καταβάλλονται από ιδιώτες, δεν απαιτείται η αναγραφή του Α.Φ.Μ., δεδομένου ότι δεν συμπεριλαμβάνονται στις συγκεντρωτικές καταστάσεις.
Α) Αρθρο 44 Εκκρεμείς στην ΥΠΕΔΑ αποφάσεις επιβολής προστίμων.
Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού ορίζεται η διαδικασία περαίωσης των αποφάσεων επιβολής προστίμων που είχαν εκδοθεί μέχρι και της 23.8.1993 από την ΥΠΕΔΑ και τα παραρτήματα αυτής.
Ειδικότερα, με τις νέες ως άνω διατάξεις ανατίθεται στις οικείες Δ.Ο.Υ. η αρμοδιότητα ολοκλήρωσης της περαίωσης των εκκρεμών αποφάσεων επιβολής προστίμου, που εκδόθηκαν μέχρι 23.8.1993 από την ΥΠΕΔΑ και τα παραρτήματα της, με Βάση τις καταργηθείσες με τις διατάξεις του άρθρου 21 παράγραφος 10 και 11 του ν. 2166/1993.
Αναφορικά με την ολοκλήρωση της διαδικασίας περαίωσης διευκρινίζεται ότι εφόσον η πράξη επιβολής προστίμου έχει κοινοποιηθεί αρμόδια από την ΥΠΕΔΑ και κατ΄ αυτής έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα με αίτημα διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, ακολουθούνται, σε κάθε περαιτέρω στάδιο, οι διαδικασίες που ορίζονται από τις κείμενες διατάξεις.
Σε αντίθετη δε περίπτωση που για τις διαπιστωθείσες παραβάσεις έχουν εκδοθεί πράξεις επιβολής προστίμου, οι οποίες όπως δεν έχουν κοινοποιηθεί στους παραβάτες επιτηδευματίες, κρίνεται αναγκαίο, για το νομικό κύρος της πράξης να εκδοθεί νέα πράξη προστίμου από την οικεία Δ.Ο.Υ. για την οποία θα ακολουθηθεί η περαιτέρω νόμιμη διαδικασία περαίωσης (κοινοποίηση, ένδικα μέσα —διοικητική επίλυση διαφοράς— βεβαίωση προστίμου).
Β) Αρθρο 27 - ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΑΜΕΙΑΚΕΣ ΜΗΧΑΝΕΣ
Με το άρθρο 27 του παραπάνω νόμου προστίθενται και αντικαθίστανται ορισμένες διατάξεις του ν. 1809/1988, που αναφέρονται στις ηλεκτρονικές (φορολογικές) ταμιακές μηχανές (φ.τ.μ.) και που, κατά παράγραφο, έχουν ως εξής:
Παράγραφος 1 (Χρήση φ.τ.μ. από κυρίως χονδροπωλητές)
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής προστίθενται, μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 1809/1988, δύο νέα εδάφια, με βάση τα οποία επεκτείνεται από 1.1.1995 η υποχρέωση χρήσης φ.τ.μ. και στους κυρίως χονδροπωλητές επιτηδευματίες, όταν οι λιανικές τους πωλήσεις διενεργούνται κατά σύστημα και όχι περιστασιακά, μάλιστα δε ανεξάρτητα από το ποσοστό των πωλήσεων αυτών, σε σχέση με το σύνολο των ετήσιων πωλήσεων τους.
Υπάγονται δηλαδή στις υποχρεώσεις του ν. 1809/1988 και οι χονδροπωλήτριες επιχειρήσεις των οποίων το ποσοστό λιανικής πώλησης αγαθών και υπηρεσιών είναι μικρότερο του 40% των συνολικών τους ακαθαρίστων εσόδων, με την προϋπόθεση ότι οι λιανικές πωλήσεις τους διενεργούνται κατά σύστημα και όχι περιστασιακά.
Διευκρινίζεται ότι ως εκ περιστάσεως λιανικές πωλήσεις μπορεί να θεωρηθούν οι πωλήσεις που γίνονται για εκποίηση εμπορευμάτων κατόπιν αδείας της αρμόδιας αρχής, λόγω εκκαθάρισης ή επικείμενης διάλυσης της επιχείρησης, ή οι πωλήσεις που γίνονται σε περιορισμένο κύκλο προς την επιχείρηση προσώπων, ως λόγου χάρη, σε υπάλληλους της επιχείρησης, σε πρόσωπα του οικογενειακού κύκλου του φορέα της επιχείρησης κ.λπ.
Αντίθετα, δεν μπορεί να χαρακτηρισθούν περιστασιακές οι λιανικές πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών, που αντιπροσωπεύουν έστω και μικρό ποσοστό, σε σχέση με το συνολικό ύφος των ακαθαρίστων εσόδων, εφόσον αυτές επαναλαμβάνονται τακτικά και προγραμματισμένα από την επιχείρηση ή από κάποιο τμήμα αυτής ή από το πρατήριο της.
Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι, μεταξύ άλλων, εμπίπτουν στην υποχρέωση χρήσης φ.τ.μ. από 1.1.1995 τα εστιατόρια, τα μπαρ και τα λοιπά τμήματα των ξενοδοχείων, (με εξαίρεση τα τμήματα εκείνα που τα έσοδα τους παρακολουθούνται σε πρόσθετα βιβλία κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 10 παράγραφος 5 του Κώδικα ή εμπίπτουν σε άλλες εξαιρέσεις, ως λόγου χάρη, τα ιαματικά λουτρά του Ε.Ο.Τ. κ.λπ.), καθώς και τα φαρμακεία.
Επισημαίνεται, ότι, η υπαγωγή ή μη μιας χονδροπωλήτριας κατά κύριο λόγο επιχείρησης στην υποχρέωση χρήσης φ.τ.μ., ως γεγονός συναρτώμενο με πραγματικά περιστατικά και δεδομένα, είναι θέμα εκτίμησης, κατ΄ αρχήν της ίδιας της επιχείρησης και, στη συνέχεια, των φοροτεχνικών υπηρεσιών.
Επειδή όμως, ενδέχεται, να υπάρχουν οριακές περιπτώσεις, παρέχεται η δυνατότητα στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. της έδρας της επιχείρησης, με αιτιολογημένη απόφαση του ν΄ απαλλάσσει τη χονδροπωλήτρια επιχείρηση από την υποχρέωση χρήσης φ.τ.μ.
Διευκρινίζεται ότι η χρήση του πιο πάνω δικαιώματος πρέπει να γίνεται από τους προϊσταμένους των Δ.Ο.Υ., σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον η απαλλαγή είναι απόλυτα δικαιολογημένη, ως λόγου χάρη, λόγω επικείμενης συνταξιοδότησης του ασκούντος ατομική επιχείρηση ή εξαιτίας του μικρού ύψους των ακαθαρίστων εσόδων και της εμφανούς οικονομικής αδυναμίας απόκτησης φ.τ.μ., κ.λπ.
Σημειώνεται ότι, από τις διατάξεις του ν. 1809/ 1988 παρέχεται ευθέως στις χονδροπωλήτριες επιχειρήσεις η δυνατότητα χρήσης Η/Υ, αντί της φ.τ.μ.
Τέλος, επισημαίνεται, ότι, οι κυρίως χονδροπωλήτριες επιχειρήσεις, ανεξάρτητα μάλιστα από το χρόνο υπαγωγής τους στο μέτρο της υποχρεωτικής χρήσης φ.τ.μ. (1.1.1995) έχουν υποχρέωση έκδοσης από 1.7.1994 θεωρημένων χειρόγραφων ή μηχανογραφικών αποδείξεων (άρθρο 43 παρ. 16 του παρόντος νόμου. Σχετικές διευκρινίσεις βλέπετε παραπάνω στην ανάλυση της παραγράφου 16 του άρθρου 43).
Παράγραφος 2 (Κατάργηση ποσοστού εγχώριας παρατιθέμενης αξίας)
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε το άρθρο 2 του ν. 1809/1988.
Με τις νέες διατάξεις, επανακαθορίζονται οι διαδικασίες για τη χορήγηση άδειας καταλληλότητας, τόσο για τις εγχωρίως κατασκευαζόμενες, ή συναρμολογούμενες φ.τ.μ., όσο και για τις εισαγόμενες εκ του εξωτερικού.
Με τις ίδιες διατάξεις καταργείται η παράγραφος 2 του άρθρου 14 του ν. 1914/1990, σύμφωνα με την οποία «οι ταμιακές μηχανές πρέπει να εισάγονται σε τμήματα και τουλάχιστον το 35% του κόστους αυτών να καλύπτεται από εγχώρια προστιθέμενη αξία». Έτσι, από 11.5.1994, με τις ως άνω διατάξεις καταργείται, για όλες τις φ.τ.μ., ανεξάρτητα από τη χώρα προέλευσης τους, η υποχρέωση ύπαρξης εγχώριας προστιθέμενης αξίας, σε ποσοστό 35%. Με τη ρύθμιση αυτή προσαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του ν. 1809/1988, προς την Κοινοτική Νομοθεσία.
Παράγραφος 3 (παράδοση αντιτύπου τιμολογίου, τιμολογίου - Δ.Α. φ.τ.μ.)
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκαν το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 και η παράγραφος 2 του άρθρου 4 του ν. 1809/1988. Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι, κατά την πώληση φ.τ.μ. το τιμολόγιο ή το τιμολόγιο - δελτίο αποστολής εκδίδεται σε δύο επιπλέον αντίτυπα, με την ένδειξη για τη Δ.Ο.Υ. του αγοραστή.
Περαιτέρω, με τις ίδιες διατάξεις, υποχρεώνεται ο πωλητής φ.τ.μ. να παραδίδει από 11.5.1994 και εφεξής, ένα αντίτυπο του επιπλέον εκδοθέντος στοιχείου (τιμολόγιο ή τιμολόγιο -΄δελτίο αποστολής) στην οικεία Δ.Ο.Υ. του αγοραστή, μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την ημέρα της έκδοσης του.
Η ίδια υποχρέωση επιβάλλεται και στον αγοραστή, ο οποίος οφείλει και αυτός να παραδώσει το άλλο αντίτυπο του στοιχείου που έχει λάβει για την αγορά της Η.Τ.Μ. στη Δ.Ο.Υ. που υπάγεται μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από της επομένης της λήψης του.
Επειδή οι υποχρεώσεις που επιβάλλουν οι νέες διατάξεις είναι ουσιαστικού περιεχομένου, για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους, διευκρινίζονται τα παρακάτω.
Με την παράλληλη παράδοση στην οικεία Δ.Ο.Υ. του αγοραστή των επιπλέον αντιτύπων του στοιχείου που εκδόθηκε κατά την πώληση της φ.τ.μ., διασφαλίζεται ο έλεγχος των διατιθέμενων μηχανών, ενημερώνεται ο οικείος φάκελος του αγοραστή επιτηδευματία, αλλά και ελέγχεται ο αριθμός των χρησιμοποιουμένων απ΄ αυτόν φ.τ.μ. Συνεπώς, ενόψει του ουσιαστικού περιεχομένου των νέων διατάξεων, επιβάλλεται η παράδοση των επιπλέον αντιτύπων να προκύπτει από βεβαία χρονολογία ή τον αύξοντα αριθμό πρωτοκόλλου της Δ.Ο.Υ.
Διευκρινίζεται, ότι, κατ΄ εξαίρεση και προκειμένου να δοθεί ο απαιτούμενος χρόνος προσαρμογής και εκτύπωσης εντύπων, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του νόμου, στις περιπτώσεις που πράγματι προκύπτουν άμεσες δυσχέρειες εφαρμογής των νέων διατάξεων, ή και για την εξάντληση των ήδη τυπωθέντων στοιχείων, παρέχεται η ευχέρεια μέχρι 31.12.1994, στους κατ΄ επάγγελμα πωλητές φ.τ.μ. να παραδίδουν στην οικεία Δ.Ο.Υ. του αγοραστή φωτοαντίγραφο του εκδοθέντος στοιχείου, επικυρωμένου δια της υπογραφής και της σφραγίδας της επιχείρησης;.
Ακόμη επισημαίνεται ότι η υπόψη υποχρέωση καταλαμβάνει και τους επιτηδευματίες που μεταβιβάζουν (πωλούν κ.λπ.) τη φ.τ.μ., λόγω παύσης των εργασιών τους ή για άλλο λόγο, χωρίς να είναι κατ΄ επάγγελμα πωλητές ή μεταπωλητές -αντιπρόσωποι φ.τ.μ. Για τις περιπτώσεις αυτές επιτρέπεται η αποστολή στη Δ.Ο.Υ. και η χορήγηση στον αγοραστή, αντί αντιτύπων του εκδοθέντος τιμολογίου, φωτοαντιγράφων που να φέρουν τη σφραγίδα και την υπογραφή του πωλητή.
Για τον αγοραστή επιτηδευματία δεν τίθεται θέμα παράδοσης του εκδοθέντος στοιχείου, σε φωτοαντίγραφο, δεδομένου ότι, με τις καταργηθείσες διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 1809/1988 το τιμολόγιο ή το τιμολόγιο -δελτίο αποστολής εκδίδονταν και προηγούμενα με ένα επιπλέον αντίγραφο με την ένδειξη για τη Δ.Ο.Υ. του αγοραστή.
Τέλος, επισημαίνεται, ότι, σε όσες περιπτώσεις δεν παραδίδονται στις οικείες Δ.Ο.Υ. του αγοραστή τα επιπλέον εκδιδόμενα στοιχεία, στις προθεσμίες που ορίζονται από το νόμο, ή εάν παραδοθεί το σχετικό αντίτυπο μόνο από τον ένα υπόχρεο, αρμόδια επιβάλλονται οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις του ν. 1809/1988 κυρώσεις.
Παράγραφος 4 (Έλεγχος αξιοπιστίας φ.τ.μ. ή Ταμειακών Συστημάτων)
Με τις νέες διατάξεις της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε η παράγραφος 2 του άρθρου 7 του ν. 1809/1988 και προστέθηκε νέα παράγραφος 3.
Με τις νέες διατάξεις καθορίζονται οι διαδικασίες, ως και οι αρμόδιοι φορείς, ελέγχου καταλληλότητας των φ.τ.μ. και ορίζεται ότι για τις φ.τ.μ. ο έλεγχος γίνεται σε δείγμα, που η ποσότητα του καθορίζεται με βάση τα διεθνώς ισχύοντα και επαναλαμβάνεται με τη συμπλήρωση κάθε πεντακοσίων (500) μηχανών, όταν αυτές κατασκευάζονται ή συναρμολογούνται σε εγχώρια εργαστήρια ή με την εισαγωγή κάθε νέας ποσότητας.
Διευκρινίζεται ότι ως αφετηρία έναρξης υπολογισμού του αριθμού πεντακόσια (500), μετά τη συμπλήρωση του οποίου διενεργείται έλεγχος καταλληλότητας για τις μηχανές που κατασκευάζονται ή συναρμολογούνται σε εγχώρια εργαστήρια, λαμβάνεται η 11.5.1994. Για δε τις εισαγόμενες, λαμβάνεται δείγμα για έλεγχο, από κάθε νέα παρτίδα, ανεξαρτήτως αριθμού εισαγομένων μηχανών.
Επειδή οι διατάξεις της παραγράφου αυτής, σχετικά με τον έλεγχο αξιοπιστίας και καταλληλότητας των φ.τ.μ. ως και των ταμιακών συστημάτων, αφορούν κυρίως τους κατασκευαστές φ.τ.μ. και συστημάτων και δεδομένης της σαφήνειας τους δεν απαιτείται περαιτέρω ανάλυση τους.
Παράγραφος 5 (Έννοια κατασκευαστή φ.τ.μ.)
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 11 του ν. 1809/1988, που είχε τεθεί με την παράγραφο 6 του άρθρου 14 του ν. 1914/1990.
Με την ως άνω παράγραφο ως κατασκευαστής νοείται η επιχείρηση που έχει λάβει άδεια καταλληλότητας από την αρμόδια επιτροπή του άρθρου 7 του ν. 1809/1988 για συγκεκριμένο ή συγκεκριμένους τύπους φ.τ.μ. ή ταμιακών συστημάτων, τις οποίες κατασκευάζει σε εγχώρια εργαστήρια ή τις εισάγει ολοκληρωμένες από άλλη χώρα. Η διατύπωση της παραγράφου αυτής είναι απολύτως σαφής και συνεπώς δεν απαιτείται περαιτέρω ανάλυση της.
Παράγραφος 6 (χρόνος ισχύος)
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής ορίζεται ως χρόνος έναρξης της υποχρέωσης χρήσης φ.τ.μ. για τους κυρίως χονδροπωλητές αγαθών και υπηρεσιών η 1η Ιανουαρίου 1995, για δε τις λοιπές παραγράφους του άρθρου 27 του ν. 2214/1994, η 11.5.1994 δηλαδή η ημερομηνία δημοσίευσης του Νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως
Αρθρο 66 (περιπτώσεις ιγ΄, ιδ΄, ιε΄ και ιστ΄. Έναρξη ισχύος)
Με τις περιπτώσεις ιγ΄, ιδ΄, ιε΄ και ιστ΄ του άρθρου 66 ορίζεται ο χρόνος έναρξης ισχύος των διατάξεων που αναφέρονται στον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και στις Φορολογικές Ταμιακές Μηχανές. Στο σημείο αυτό διευκρινίζεται ότι, αν και στις κατ΄ ιδία διατάξεις (παραγράφους κ.λπ.) παρατίθεται ο χρόνος έναρξης ισχύος και έτσι να θεωρείται ότι, παρέλκει η εκ νέου επισήμανση της έναρξης εφαρμογής αυτών, εν τούτοις κρίνεται σκόπιμο να παρατεθεί και πίνακας χρόνος έναρξης ισχύος των νέων διατάξεων.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ
ΑΡΘΡΑ - ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΙ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΙΣΧΥΟΣ
Α) Αρθρο 43
Παράγραφος 1 Από 31.12.1994
Παράγραφος 2 Από 11. 5.1994
Παράγραφος 3 Από 11. 5.1994
Παράγραφος 4 Από 1. 1.1995
Παράγραφος 5 Από 1. 1.1995
Παράγραφος 6 Από 1. 1.1995
Παράγραφος 7 Ανενεργός διάταξη
Παράγραφος 8 Από 11. 5.1994
Παράγραφος 9 Από 11. 5.1994
Παράγραφος 10 Από 1. 7.1994
Παράγραφος 11 Από 1. 1.1995
Παράγραφος 12 Από 1. 7.1994
Παράγραφος 13 Από 11. 5.1994
Παράγραφος 14 Από 1. 1.1995
Παράγραφος 15 Από 11. 5.1994
Παράγραφος 16 Από 1. 7.1994
Παράγραφος 17 Από 1. 1.1995
Παράγραφος 18 Από 11. 5.1994
Παράγραφος 19 Από 11. 5.1994
Παράγραφος 20 Από 11. 5.1994
Παράγραφος 21 Από 11. 5.1994
Παράγραφος 22 Από 11. 5.1994
Παράγραφος 23 Από 1. 1.1995
Παράγραφος 24 Από 1. 1.1995
Παράγραφος 25 Από 11. 5.1994
Παράγραφος 26 Από 11. 5.1994
Παράγραφος 27 Από 1. 1.1995
Παράγραφος 28 Από 11. 5.1994
Παράγραφος 29 Από 11. 5.1994
Παράγραφος 30 Από 11. 5.1994
Παράγραφος 31 Από 1. 1.1995
Παράγραφος 32 Από 11. 5.1994
Παράγραφος 33 Από 11. 5.1994
Παράγραφος 34 Από 11. 5.1994
Παράγραφος 35 α) Από 1. 7.1994 για την Α.Υ.Ο.
ΠΟΛ.1062/1990
β) Από 1. 1.1995 για την Α.Υ.Ο.
ΠΟΛ.1292/1993
Παράγραφος 36 Από 1. 1.1995
Β) Αρθρο 44 Από 11. 5.1994
Γ) Αρθρο 27
Παράγραφος 1 Από 1. 1.1995
Παράγραφος 2 Από 11. 5.1994
Παράγραφος 3 Από 11. 5.1994
Παράγραφος 4 Από 11. 5.1994
Παράγραφος 5 Από 11. 5.1994
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!