ΣτΕ 67/2023 Εκκίνηση προθεσμίας παραγραφής για τον καταλογισμό των μη καταβληθέντων τελών χαρτοσήμου
Αριθμός 67/2023
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Δεκεμβρίου 2022, με την εξής σύνθεση: Μιχαήλ Πικραμένος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Σοφία Βιτάλη, Ευσταθία Σκούρα, Σύμβουλοι, Γεωργία Φλίγγου, Δημήτριος Ζιαμπάρας, Πάρεδροι. Γραμματέας η Αναστασία Ζυγουρίτσα, Γραμματέας του Β΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 12 Νοεμβρίου 2019 αίτηση:
της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), η οποία παρέστη με τον Γεώργιο Καφίρη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΥΣΙΜΑ ΟΡΥΚΤΕΛΑΙΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ & ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής (Χειμάρας 8α), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Γεώργιο Κατρινάκη (Α.Μ. 23222), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα Αρχή επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 2452/2019 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Δημητρίου Ζιαμπάρα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον εκπρόσωπο της αναιρεσείουσας Αρχής, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά νόμο η καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 2452/2019 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που έγινε δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητης εταιρείας και ακυρώθηκε η σιωπηρή απόρριψη από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) ενδικοφανούς προσφυγής της αναιρεσίβλητης κατά της 2318/28.12.2017 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού τελών χαρτοσήμου του Προϊσταμένου του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ.), διαχειριστικής περιόδου 1.1.2011 – 31.12.2011. Με την πράξη αυτή είχαν επιβληθεί σε βάρος της αναιρεσίβλητης τέλη χαρτοσήμου ποσού 140.000 ευρώ, ειδική εισφορά υπέρ Ο.Γ.Α. ποσού 28.000 ευρώ και προσαυξήσεις συνολικού ποσού 201.600 ευρώ.
2. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων των παρ. 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και, περαιτέρω, η παρ. 3 με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), για το παραδεκτό αίτησης αναιρέσεως απαιτείται, σωρευτικώς, αφενός το χρηματικό αντικείμενο της διαφοράς να υπερβαίνει το ποσό των 40.000 ευρώ, αφετέρου ο αναιρεσείων να τεκμηριώσει επαρκώς, με ειδικούς ισχυρισμούς περιεχόμενους στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς και επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε η σχετική κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι αντίθετη προς παγιωμένη ή, πάντως, μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 965/2022, 703/2021, 1153/2020, 2894/2019, 2280/2019, 2097/2018, 2007/2017, 2403/2016). Το ζήτημα, εξάλλου, αυτό πρέπει να αντιστοιχεί σε ρητή ή και εμμέσως, πλην σαφώς, συναγόμενη ερμηνευτική κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, η οποία μπορεί να εντοπίζεται είτε στη μείζονα είτε στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλομένης και των λοιπών αποφάσεων, προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση (ΣτΕ 256/2022, 954/2021, 420/2021, 342/2021, 3021/2020, 2308/2019).
3. Επειδή, το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου με την παρούσα αίτηση είναι ανώτερο των 40.000 ευρώ (βλ. το συνημμένο στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης υπ’ αρ. πρωτ. 20811/9.10.2019 σημείωμα προσδιορισμού φορολογικής διαφοράς του Προϊσταμένου του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ.).
4. Επειδή, μετά την άσκηση της κρινόμενης αίτησης (στις 13.11.2019) δημοσιεύθηκαν οι 432-433/2020 αποφάσεις της επταμελούς σύνθεσης του Τμήματος. Με τις αποφάσεις αυτές κρίθηκε ότι για την παραγραφή της αξίωσης του Δημοσίου προς επιβολή του οφειλόμενου τέλους χαρτοσήμου και της -έχουσας παρεπόμενο χαρακτήρα προς τα καταλογιζόμενα τέλη χαρτοσήμου- κατ’ άρθρο 11 παρ. 1 περ. Γ του ν. 4169/1961 εισφοράς υπέρ ΟΓΑ, για την οποία (παραγραφή) δεν υπάρχουν διατάξεις ούτε στον Κώδικα νόμων περί τελών χαρτοσήμου (ΚΝΤΧ, π.δ. της 28.7.1931, Α΄ 239) ούτε, αντιστοίχως, στον ανωτέρω ν. 4169/1961 (“περί Γεωργικών Κοινωνικών Ασφαλίσεων”, Α΄ 81), δεν μπορούν να εφαρμοσθούν οι γενικές διατάξεις περί παραγραφής του Αστικού Κώδικα, όπως η διάταξη του άρθρου 249 Α.Κ. («Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, οι αξιώσεις παραγράφονται σε είκοσι χρόνια»), που αφορά αστικές σχέσεις και δικαιώματα και δεν διέπει φορολογικές διαφορές· ότι, αντιθέτως, ισχύει κατ’ αρχήν πενταετής προθεσμία παραγραφής της σχετικής αξίωσης του Δημοσίου από το τέλος του έτους εντός του οποίου γεννάται η υποχρέωση καταβολής τέλους χαρτοσήμου, κατ’ ανάλογη εφαρμογή (για χρήσεις όπως η ένδικη) της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 84 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε., ν. 2238/1994, Α΄ 151), και, κατ’ εξαίρεση, δεκαετής προθεσμία παραγραφής της εν λόγω αξίωσης, με την αυτή αφετηρία, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της παρ. 4 του ίδιου άρθρου 84 του Κ.Φ.Ε., εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου αυτής. Τούτο, δε, διότι η φορολογική αρχή (οφείλει να) διαπιστώνει την οικεία οφειλή και επιβάλλει τα τέλη χαρτοσήμου και την κατ’ άρθρο 11 παρ. 1 περ. Γ του ν. 4169/1961 εισφορά επί τη βάσει δεδομένων που προκύπτουν από στοιχεία που τηρεί ο φορολογούμενος στο πλαίσιο υποχρεώσεων που του επιβάλλονται από τη νομοθεσία περί φορολογικών στοιχείων με σκοπό την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων του ίδιου και των συναλλασσόμενων με αυτόν και ιδίως την εκπλήρωση της υποχρέωσης σε φορολόγηση του εισοδήματός του, ο περί της οποίας φορολογικός έλεγχος πρέπει, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του Κ.Φ.Ε., να διενεργείται, κατ’ αρχήν, εντός πενταετίας και, κατ’ εξαίρεση, εντός δεκαετίας από το τέλος του έτους, εντός του οποίου έληξε η προθεσμία για την επίδοση της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος. Άλλωστε, και με τις μεταγενέστερες διατάξεις του άρθρου 36 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, στο πεδίο εφαρμογής του οποίου εμπίπτουν και τα τέλη χαρτοσήμου (άρθρο 2 παρ. 1 περ. δ και Παράρτημα ν. 4174/2013, Α΄ 170), ο νομοθέτης θέσπισε ως κανόνα την κριθείσα από τον ίδιο ως επαρκή για την άσκηση της ελεγκτικής αρμοδιότητας της Διοίκησης, περαιτέρω δε και εύλογη (ΣτΕ 1738/2017 Ολομ., 2934/2017 7μ. κ.ά.) πενταετή προθεσμία παραγραφής από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής της οικείας δήλωσης.
5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα προκύπτοντα από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατόπιν ελέγχου διεξαχθέντος από υπαλλήλους του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ., διαπιστώθηκε ότι η αναιρεσίβλητη εταιρεία, κατά τη διαχειριστική περίοδο 1.1.2011 έως 31.12.2011, εισέπραξε (σε δύο δόσεις) από συνδεδεμένη επιχείρηση, δυνάμει δανειακής σύμβασης συναφθείσας στις 9.2.2010, το συνολικό ποσό των 7.000.000 ευρώ, η λήψη του οποίου καταχωρήθηκε στα τηρούμενα βιβλία της. Κατόπιν τούτου, η φορολογική αρχή θεώρησε ότι το προαναφερθέν ποσό δανείου υπέκειτο σε αναλογικό τέλος χαρτοσήμου, το οποίο δεν είχε καταβάλει η αναιρεσίβλητη, και εξέδωσε την ένδικη πράξη καταλογισμού τελών χαρτοσήμου, ΟΓΑ χαρτοσήμου και προστίμου τελών χαρτοσήμου και ΟΓΑ (βλ. σκέψη 1). Κατά της πράξης αυτής η αναιρεσίβλητη άσκησε ενώπιον της Δ.Ε.Δ. της Α.Α.Δ.Ε. ενδικοφανή προσφυγή (1679/26.1.2018) και, ακολούθως, κατά της σιωπηρής απόρριψης αυτής, προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία έγινε δεκτή με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατ’ αποδοχή προβληθέντος λόγου περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς βεβαίωση των ενδίκων φορολογικών επιβαρύνσεων. Ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι ναι μεν, ελλείψει διάταξης περί παραγραφής στον Κώδικα των νόμων περί τελών χαρτοσήμου και στο ν. 4169/1961, ο κανόνας του άρθρου 249 του Αστικού Κώδικα, που προβλέπει εικοσαετή παραγραφή των αξιώσεων, εφαρμόζεται κατ’ αρχήν και στις περιπτώσεις επιβολής των οφειλομένων τελών χαρτοσήμου και της επ’ αυτών υπολογιζομένης ειδικής εισφοράς υπέρ ΟΓΑ, πλην, εν όψει και των κριθέντων με την απόφαση 1738/2017 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η εφαρμογή του κανόνα της εικοσαετούς παραγραφής κατά την επιβολή των εν λόγω επιβαρύνσεων αντιβαίνει στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, κατ’ εφαρμογή δε της αρχής αυτής εφαρμοστέα ρύθμιση πρέπει να θεωρηθεί εκείνη της πενταετούς παραγραφής που προβλέπεται στη φορολογία εισοδήματος και στο νόμο περί φόρου προστιθέμενης αξίας, η οποία αρχίζει από το τέλος της διαχειριστικής περιόδου στην οποία ανάγονται οι εν λόγω επιβαρύνσεις. Στη συνέχεια, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, αφού έκανε δεκτό ότι νομοθετικές διατάξεις, στο μέτρο που παρατείνουν την προθεσμία παραγραφής φορολογικών αξιώσεων αναγομένων σε ημερολογιακά έτη προγενέστερα του προηγούμενου της δημοσίευσης των σχετικών νόμων έτους, αντίκεινται στις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να στηρίξουν τη βεβαίωση τελών χαρτοσήμου και εισφοράς υπέρ ΟΓΑ για την ένδικη φορολογητέα ύλη (κρίση που δεν πλήττεται κατ’ αναίρεση), κατέληξε ότι δεν είναι νόμιμος ο καταλογισμός των ενδίκων φορολογικών επιβαρύνσεων με την έκδοση της ως άνω οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού τελών χαρτοσήμου στις 28.12.2017, δηλαδή μετά τη συμπλήρωση της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, η οποία άρχισε από το τέλος της ένδικης διαχειριστικής περιόδου (2011) και έληξε στις 31.12.2016.
6. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης σύμφωνα με την οποία ο κανόνας της κατά το άρθρο 249 Α.Κ. εικοσαετούς παραγραφής, εκτιμώμενος υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, δεν μπορεί να τύχει ανάλογης εφαρμογής επί του δικαιώματος του Δημοσίου για την επιβολή χαρτοσήμου και της υπέρ ΟΓΑ κοινωνικής εισφοράς, είναι εσφαλμένη. Υποστηρίζεται ειδικότερα ότι η διάταξη του άρθρου 249 Α.Κ., η οποία εφαρμόζεται επί επιβολής τελών χαρτοσήμου και της κατ’ άρθρο 11 παρ. 1 περ. Γ του ν. 4169/1961 εισφοράς, ελλείψει ειδικής ρύθμισης, ευθέως -και όχι κατ’ αναλογία, όπως δέχθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση- δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, τούτο δε ενόψει του πλήθους των υποκείμενων στα τέλη χαρτοσήμου πράξεων και της κατόπιν δήλωσης επιβολής αυτών. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης περί εφαρμογής πενταετούς παραγραφής κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της φορολογίας εισοδήματος και προστιθέμενης αξίας είναι εσφαλμένη, καθώς παραβιάζει την κατ’ άρθρο 78 του Συντάγματος αρχή της νομιμότητας του φόρου, και ότι, εν πάση περιπτώσει, εφαρμοστέα αναλογικώς, με βάση την αρχή της αναλογικότητας, είναι η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 84 του ν. 2238/1994 περί δεκαπενταετούς παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλει φόρο εισοδήματος στην περίπτωση της μη υποβολής δήλωσης, προς την οποία άλλωστε προσομοιάζει η μη πληρωμή του χαρτοσήμου. Εν όψει της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989, όπως ισχύει, διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι επί των ανωτέρω ζητημάτων δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος, καθόσον, κατά τον χρόνο άσκησης της κρινόμενης αίτησης, πράγματι δεν υπήρχε νομολογία επί των ζητημάτων αυτών και, συνεπώς, οι οικείοι λόγοι αναιρέσεως προβάλλονται παραδεκτώς, πλην είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, διότι, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω (σκέψη 4), οι πληττόμενες κρίσεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι, ανεξαρτήτως της ειδικότερης αιτιολογίας της, νόμιμες (βλ. ΣτΕ 967/2022, 173/2022).
7. Επειδή, προβάλλεται, περαιτέρω, ότι οι λογιστικές εγγραφές στα βιβλία των εμπορικών επιχειρήσεων οριστικοποιούνται κατά το κλείσιμο του ισολογισμού, το οποίο, όσον αφορά τις ανώνυμες εταιρείες, διενεργείται, σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 17 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (ΚΒΣ, π.δ. 186/1992), εντός τεσσάρων (4) μηνών από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου, εν όψει δε αυτού, στην περίπτωση δανείου συναπτομένου μεταξύ ανωνύμων εταιρειών, τα τέλη χαρτοσήμου καταβάλλονται, κατά την αληθή έννοια του πέμπτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 3 του ΚΝΤΧ (όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο), εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου του μήνα που έπεται όχι της εγγραφής των οικείων πράξεων στα βιβλία της εταιρείας αλλά της παρόδου της ανωτέρω προθεσμίας κλεισίματος του ισολογισμού. Συνεπώς, κατά τα προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση, η προθεσμία παραγραφής για τον καταλογισμό των μη καταβληθέντων τελών χαρτοσήμου και της εισφοράς υπέρ ΟΓΑ αρχίζει, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 84 του ν. 2238/1994, από το τέλος του έτους που έπεται εκείνου της διαχειριστικής περιόδου κατά την οποία έγιναν οι οικείες εγγραφές στα βιβλία, ως εκ τούτου δε, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του ΚΒΣ και του ΚΝΤΧ δέχθηκε το δικάσαν δικαστήριο ότι η παραγραφή των επίδικων αξιώσεων του Δημοσίου άρχισε στις 31.12.2011 και όχι στις 31.12.2012. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου αυτού, κατά την παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989, το αναιρεσείον ισχυρίζεται ότι για το νομικό αυτό ζήτημα δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ωστόσο, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει ρητή ερμηνευτική κρίση για τις εν λόγω διατάξεις (τις οποίες ούτε καν μνημονεύει) ούτε μπορεί να συναχθεί συγκεκριμένη και σαφής κρίση του δικάσαντος εφετείου για το νόημα αυτών, όπως αβασίμως ισχυρίζεται το αναιρεσείον, δεδομένου μάλιστα ότι το αναιρεσείον με την έκθεση απόψεων και τα υπομνήματα που υπέβαλε ενώπιον του διοικητικού εφετείου ουδόλως τις είχε επικαλεστεί για να στηρίξει τον ισχυρισμό του ότι η προθεσμία παραγραφής για τις επίδικες αξιώσεις του Δημοσίου άρχισε στις 31.12.2012 (πρβλ. ΣτΕ 2093/2021, 954/2021, 844/2021, 2810/2020, 880/2020, 675/2017). Επομένως, ο ως άνω λόγος αναιρέσεως, αναφερόμενος σε νομικό ζήτημα που δεν κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, σε υπόθεση όπως η προκείμενη, κατά το σαφές γράμμα της προαναφερθείσας διάταξης του πέμπτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 3 του ΚΝΤΧ, η υποχρέωση καταβολής των τελών χαρτοσήμου καθίσταται ληξιπρόθεσμη με την παρέλευση του πρώτου δεκαπενθημέρου του μήνα που έπεται της εγγραφής της σχετικής πράξης στα λογιστικά βιβλία του υποχρέου και, συνεπώς, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά με τις αποφάσεις 432-433/2020 της επταμελούς σύνθεσης του Τμήματος, η προθεσμία παραγραφής για τον καταλογισμό των οφειλόμενων τελών εκκινεί από το τέλος του έτους εντός του οποίου επήλθε το ληξιπρόθεσμο της οφειλής [την ερμηνεία, άλλωστε, αυτή ασπάζεται ήδη και η ίδια η φορολογική διοίκηση (βλ. την υπ’ αριθμ. Ε.2049/26.2.2021 ερμηνευτική εγκύκλιο του Διοικητή της ΑΑΔΕ)].
8. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση.
Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος Δημοσίου τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου 2023
Ο Πρόεδρος του Β΄ ΤμήματοςΗ Γραμματέας του Β΄ Τμήματος
Μιχαήλ Πικραμένος Αναστασία Ζυγουρίτσα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 18ης Ιανουαρίου 2023.
Ο Προεδρεύων ΑντιπρόεδροςΗ Γραμματέας
Κωνσταντίνος ΚουσούληςΚαλλιόπη Ανδρέου
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!