Εκσυγχρονίστε και αναβαθμίστε τη ψηφιακή υποδομή του λογιστικού σας γραφείου!

Μάθετε περισσότερα

Ο φορολογικός σας σύμβουλος! Αποκτήστε πρόσβαση στη γνώση από €8,33/ μήνα.

Μάθετε περισσότερα

Νόμοι

Εισηγητική έκθεση νόμου 2523/1997: Κώδικας διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις

ΕΙΣΗΓΗΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ στο σχέδιο νόμου "Κώδικας διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις" (Νόμος 2523/1997)

Προς τη Βουλή των Ελλήνων

ΓΕΝΙΚΑ

Με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου καθιερώνεται για πρώτη φορά ενιαίος Κώδικας Διοικητικών και Ποινικών Κυρώσεων, ο οποίος θα αφορά όλες τις φορολογίες εκτός από την Τελωνειακή. Με το σημερινό νομοθετικό πλαίσιο υφίστανται ιδιαίτερες διοικητικές και ποινικές κυρώσεις για κάθε φορολογία που είναι διασπαρμένες σε πλήθος νομοθετημάτων. Οι κυρώσεις αυτές έχουν υποστεί αναρίθμητες μεταβολές με αποτέλεσμα, πολλές φορές, να επικαλύπτουν η μία την άλλη και να επιβάλλονται σε αρκετές περιπτώσεις σωρευτικά για την ίδια φορολογική παράβαση ή αδίκημα. Αυτή η πολυνομία και ιδιαιτερότητα των σχετικών διατάξεων προκάλεσε άμεσα δυσμενή αποτελέσματα στην εφαρμογή τους, παραβιάζοντας ταυτόχρονα βασικές αρχές της επιβολής των κυρώσεων, που πρέπει να είναι η δικαιοσύνη, η απλότητα και η βεβαιότητα αυτών. Η πολυπλοκότητα και το πολυδαίδαλο νομοθετικό πλαίσιο των διοικητικών και ποινικών κυρώσεων, αλλά και η υπέρμετρη πολλές φορές επιβάρυνση με σωρευτικές κυρώσεις κάποιας φορολογικής παράβασης, φυσικό ήταν να γεννήσει το αίτημα για την εκλογίκευση και απλοποίηση αυτών των διατάξεων, τη συγκέντρωσή τους σε ενιαίο κείμενο και την ενιαία εφαρμογή τους, εκτός ορισμένων ρητά αναφερόμενων στον Κώδικα εξαιρέσεων, σε όλες τις φορολογίες κατά δικαιότερο τρόπο. Έτσι, με το νομοθέτημα αυτό ελπίζουμε ότι ικανοποιείται το κοινό περί δικαίου αίσθημα, καταπολεμάται η βασική αδυναμία των αναφερόμενων στις επί μέρους διοικητικές και ποινικές κυρώσεις διατάξεων, που είναι η πολυνομία και η πολυπλοκότητα και εξυπηρετείται και διευκολύνεται το έργο των φορολογικών αρχών, των δικαστηρίων και των μελετητών και ερευνητών του φορολογικού δικαίου.

Ο Κώδικας αυτός χωρίζεται σε τέσσερα μέρη και το κάθε μέρος σε ειδικότερα κεφάλαια.

Το ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ αφορά τους πρόσθετους φόρους, τα πρόστιμα και τις λοιπές διοικητικές κυρώσεις.

Το Κεφάλαιο Α' που αναφέρεται στους πρόσθετους φόρους χαρακτηρίζεται από το ενιαίο των ρυθμίσεών του σε όλες τις φορολογίες αλλά και για το σύστημα της συνάρτησης του ύψους του πρόσθετου φόρου με το χρόνο περαίωσης της φορολογικής υπόθεσης. Με τον τρόπο αυτόν παύει πλέον η ύπαρξη διάσπαρτων διατάξεων σε όλες τις φορολογίες, ώστε ούτε και αυτοί που εφαρμόζουν τις σχετικές διατάξεις να μπορούν να γνωρίζουν, χωρίς τη βοήθεια νομοθετικών κειμένων, ποιοι πρόσθετοι φόροι ίσχυαν για τη συγκεκριμένη φορολογία και για τον κρίσιμο εκάστοτε χρόνο. Εξάλλου, καταργείται το πράγματι άδικο σύστημα να καταβάλλει τον ίδιο πρόσθετο φόρο τόσο αυτός που εκπληρώνει τη φορολογική του υποχρέωση σε σύντομο χρόνο όσο και εκείνος που την εκπληρώνει μετά από δεκαετίες. Τέρμα πλέον στις περιπτώσεις που κάποιος φορολογούμενος εκαλείτο ενδεχομένως μετά 25/ετία να πληρώσει πρόσθετο φόρο π.χ. 50%, ποσοστό, το οποίο δεν κάλυπτε ούτε το διαμεσολαβήσαντα πληθωρισμό και όχι μόνο δεν αποτελούσε κύρωση σε βάρος του παραβάτη της φορολογικής νομοθεσίας, αλλά αντίθετα αποτελούσε κίνητρο προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια, με πρωταρχικό σκοπό να επιμηκύνεται ο χρόνος καταβολής του κύριου και πρόσθετου φόρου. Όμως και επειδή πολλές φορές οι δικαστικές διενέξεις αργούν να διεκπεραιωθούν χωρίς υπαιτιότητα του φορολογούμενου, ορίζεται πλαφόν πέραν από το οποίο δεν μπορεί να φθάσει ο οποιοσδήποτε πρόσθετος φόρος. Στο ίδιο κεφάλαιο περιλαμβάνεται και η διάταξη με βάση την οποία δεν επιβάλλεται πρόσθετος φόρος στις περιπτώσεις που ο φορολογούμενος ακολούθησε τις εγκύκλιες του Υπουργείου Οικονομικών ή τις έγγραφες θέσεις της αρμόδιας φορολογικής αρχής αναφορικά με τη φορολογική του υποχρέωση.

Το Κεφάλαιο Β' του πρώτου μέρους αφορά στα πρόστιμα. Καθιερώνεται η αρχή ότι αυτά επιβάλλονται μόνο στις περιπτώσεις που δεν επιβάλλεται πρόσθετος φόρος. Επίσης, καθιερώνεται αντικειμενικός τρόπος επιβολής προστίμων για τις παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, ώστε οι φορολογούμενοι να γνωρίζουν εκ των προτέρων το ακριβές ύψος του προστίμου για κάθε συγκεκριμένη παράβαση του Κ.Β.Σ. Εξάλλου και για τις αυτοτελείς παραβάσεις του άρθρου 33 του Κ.Β.Σ., οι οποίες διαπράττονται πολλές φορές, θεσπίζεται πλαφόν πέρα από το οποίο δεν μπορεί να φθάσει το συνολικό ύψος του επιβλητέου προστίμου του Κ.Β.Σ. για κάθε φορολογικό έλεγχο. Τέλος, δίνεται πληρέστερος ορισμός του πλαστού και εικονικού φορολογικού στοιχείου με βάση τα νομολογικά δεδομένα και επιβάλλεται αυξημένο πρόστιμο για τις περιπτώσεις αυτές. Θεσπίζεται η αρχή με βάση την οποία ο λήπτης πλαστού στοιχείου για συναλλαγή που πράγματι έλαβε χώρα θεωρείται πάντοτε καλόπιστος, γιατί δεν νοείται κάποιος να πληρώνει για τη διενεργηθείσα συναλλαγή του και ταυτόχρονα με γνώση του να λαμβάνει πλαστό στοιχείο. Ένας τέτοιος λήπτης είναι εύλογο να μην υπόκειται σε καμιά κύρωση, όπως άλλωστε αυτό ισχύει και σήμερα στα πλαίσια του Κ.Β.Σ.

Το Κεφάλαιο Γ' το ίδιου μέρους ασχολείται με τις επί μέρους διοικητικές κυρώσεις και βασικά επιφέρει ορισμένες βελτιώσεις στη νομοθεσία που ήδη ισχύει για τις κυρώσεις αυτές.

Το ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ασχολείται με τις ποινικές διατάξεις. Προσδιορίζονται τρία ποινικά αδικήματα που σχετίζονται με τη φοροδιαφυγή στη φορολογία εισοδήματος, με τη μη απόδοση Φ.Π.Α. και παρακρατούμενων φόρων γενικά και με την έκδοση ή αποδοχή πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων. Ειδικότερα, φοροδιαφυγή στο εισόδημα συντρέχει όταν λαμβάνει χώρα απόκρυψη καθαρών φορολογητέων εισοδημάτων και όχι απλή συνδρομή λογιστικών διαφορών, ασύνδετη με τέτοια απόκρυψη.Θεσπίζεται η αρχή ότι οι φορολογικές υποθέσεις για τις οποίες ανακύπτει ζήτημα ενδεχόμενης ποινικής δίωξης του φορολογούμενου εκδικάζονται κατά προτεραιότητα στα διοικητικά δικαστήρια και στο ΣτΕ. Ορίζεται ότι η ποινική δίωξη δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής και τούτο προς άρση των οποιωνδήποτε αμφισβητήσεων για τη συνδρομή ή μη φοροδιαφυγής αλλά και για τη γενικότερη διασφάλιση των φορολογουμένων. Κατ' εξαίρεση, στις περιπτώσεις της έκδοσης ή αποδοχής πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου. Ορίζεται ότι στις περιπτώσεις του συνολικού διοικητικού ή δικαστικού συμβιβασμού δεν εφαρμόζονται οι ποινικές διατάξεις για τη φοροδιαφυγή. Συμβιβασμός πάντως δεν καταρτίζεται αν κατά την υπογραφή του δεν καταβληθεί ποσό ίσο με το 1/5 του οφειλόμενου κύριου και πρόσθετου φόρου. Στις ίδιες διατάξεις προβλέπεται ότι σε δεύτερη και κάθε περαιτέρω υποτροπή δεν επιτρέπεται μετατροπή της ποινής, ακριβώς για να μη εντάσσει αυτός που φοροδιαφεύγει στο γενικότερο σχεδιασμό της φοροδιαφυγής του το οικονομικό κόστος της μετατροπής της ποινής, αλλά να γνωρίζει ότι τελικά θα συντρέξει και χωρίς μετατροπή, στερητική της ελευθερίας ποινή. Τέλος, καθιερώνεται η δίωξη της φοροδιαφυγής σε βαθμό κακουργήματος για πολύ σοβαρές υποθέσεις.

Στο ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ του σχεδίου ρυθμίζονται θέματα είσπραξης δημοσίων εσόδων για τη βελτίωση των ήδη ισχυουσών διατάξεων.

Τέλος, στο ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ περιλαμβάνονται οι μεταβατικές διατάξεις με ρυθμίσεις και για τις ήδη εκκρεμείς υποθέσεις σε τρόπο ώστε να απεμπλακούν οι φορολογούμενοι, η διοίκηση και τα δικαστήρια από τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν με βάση το ήδη ισχύον φορολογικό ποινικό καθεστώς.

ΕΙΔΙΚΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α' ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΦΟΡΟΙ

Άρθρο 1

Πρόσθετοι φόροι

1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου επιβάλλεται πρόσθετος φόρος για κάθε μήνα καθυστέρησης με τις ακόλουθες διακρίσεις: α) Για την υποβολή εκπρόθεσμης δήλωσης από τον υπόχρεο, πρόσθετος φόρος με συντελεστή 1,5% επί του οφειλόμενου με τη δήλωση φόρου. β) Για την υποβολή ανακριβούς δήλωσης από τον υπόχρεο, πρόσθετος φόρος με συντελεστή 3% επί του φόρου, την πληρωμή του οποίου θα απέφευγε λόγω της ανακρίβειας. γ) Για μη υποβολή δήλωσης από τον υπόχρεο, πρόσθετος φόρος με συντελεστή 3,5% επί του φόρου, την πληρωμή του οποίου θα απέφευγε λόγω μη υποβολής δήλωσης. Οι παραπάνω πρόσθετοι φόροι επιβάλλονται ανεξάρτητα από το αν επιδιώκει ή όχι ο υπόχρεος την αποφυγή πληρωμής φόρου. Τα παραπάνω ποσοστά πρόσθετων φόρων, προκειμένου για παρακρατούμενους φόρους, διαμορφώνονται σε 2,5% για την εκπρόθεσμη δήλωση, 4,5% για την ανακριβή δήλωση και 5% για τη μη υποβολή δήλωσης. Με τις προτεινόμενες διατάξεις απλοποιούνται και γενικεύονται οι σχετικές διατάξεις για τους πρόσθετους φόρους.

2. Στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού ορίζονται τα ποσοστά του πρόσθετου φόρου για την εκπρόθεσμη δήλωση, την ανακριβή δήλωση και τη μη υποβολή δήλωσης στο φόρο προστιθέμενης αξίας, στο φόρο κύκλου εργασιών και στους παρακρατούμενους φόρους, τέλη και εισφορές. Η επιβολή αυξημένου πρόσθετου φόρου στις περιπτώσεις αυτές κρίνεται δικαιολογημένη λόγω του ότι οι υπόχρεοι καταβάλλοντας το φόρο εκπληρώνουν μεν δική τους υποχρέωση έναντι του Δημοσίου, τα σχετικά όμως ποσά τα έχουν παρακρατήσει από τρίτους ή τα έχουν επιρρίψει σε βάρος τους. Έτσι η διαφοροποίηση αυτή σε σχέση με τις λοιπές φορολογίες κρίθηκε αναγκαία, λόγω του χαρακτήρα των φόρων αυτών και του διαφορετικού μηχανισμού λειτουργίας τους. Εξάλλου ορίζεται ρητά ότι απαγορεύεται η με οποιονδήποτε τρόπο επίρριψη του πρόσθετου φόρου από τον υπόχρεο σε παρακράτηση στον πραγματικό φορολογούμενο. Τούτο κρίνεται δικαιολογημένο γιατί διαφορετικά θα είχαμε μετάθεση του βάρους της πληρωμής του πρόσθετου φόρου από τον πραγματικό υπόχρεο (παραβάτη) σε πρόσωπα, τα οποία ουδεμία ευθύνη έχουν για την απόδοση του φόρου στο Δημόσιο.

3. Στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού ορίζεται, για να μη δημιουργείται αμφισβήτηση, ότι τα αναφερόμενα στο άρθρο αυτό εφαρμόζονται και όταν από την κείμενη νομοθεσία προβλέπεται απόδοση φόρου εντός ορισμένης προθεσμίας χωρίς την υποβολή δήλωσης. Η διάταξη αυτή αποβλέπει στο να υπαγάγει στις νέες ρυθμίσεις και τις αποδόσεις φόρων, τελών κ.τ.λ. για τις οποίες δεν προβλέπεται υποβολή δήλωσης όπως συμβαίνει με τα περισσότερα τέλη χαρτοσήμου κ.τ.λ. και επομένως και οι περιπτώσεις αυτές να αντιμετωπίζονται ομοιόμορφα από την πλευρά του πρόσθετου φόρου. Περαιτέρω ορίζεται ότι οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται για τα τέλη κυκλοφορίας των οχημάτων που καταβάλλονται με ειδικό σήμα και το τέλος διενέργειας ψυχαγωγικών τεχνικών παιγνίων. Για τα τέλη αυτά, λόγω της ειδικότερης φύσης τους, κρίθηκε αναγκαίο να ισχύουν οι ειδικές ρυθμίσεις που προβλέπονται στα άρθρα 7 και 8 του σχεδίου νόμου, οι οποίες κατά βάση ισχύουν και σήμερα.

4. Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 αυτού του άρθρου ορίζεται η έννοια της ανακριβούς δήλωσης, η υποβολή της οποίας επισύρει την επιβολή του κατά τα πιο πάνω πρόσθετου φόρου. Ειδικά στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων, μεγάλης ακίνητης περιουσίας, κληρονομιών, δωρεών, προικών και γονικών παροχών η έννοια της ανακριβούς δήλωσης είναι διαφορετική συγκριτικά με τα άλλα φορολογικά αντικείμενα.

5. Με τις διατάξεις των παραγράφων 5 και 6 αυτού του άρθρου καθορίζεται ότι σε περίπτωση υποβολής εκπρόθεσμης συμπληρωματικής δήλωσης επιβάλλεται πρόσθετος φόρος λόγω εκπροθέσμου και στη συνέχεια σε περίπτωση που από τον έλεγχο προκύψουν διαφορές φορολογητέας ύλης επιβάλλεται πρόσθετος φόρος λόγω ανακρίβειας, στη διαφορά μεταξύ του φόρου που προέκυψε με βάση την αρχική και συμπληρωματική δήλωση και του ελέγχου, από την ημερομηνία που έληξε η προθεσμία υποβολής της αρχικής εμπρόθεσμης δήλωσης. Ακόμα, ο πρόσθετος φόρος ανακρίβειας σε επιπλέον διαφορά που προσδιορίζεται από το δικαστήριο, ύστερα από μερική διοικητική επίλυση της διαφοράς επιβάλλεται στη διαφορά του φόρου που διαμορφώνεται κατά τις δύο αυτές φάσεις. Με τις προτεινόμενες αυτές διατάξεις αποσαφηνίζεται το εύρος της διαφοράς του φόρου επί του οποίου επιβάλλεται ο πρόσθετος φόρος ανακρίβειας.

6. Με τις διατάξεις της παραγράφου 7 αυτού του άρθρου καθορίζεται ότι παράλειψη υποβολής δήλωσης στη φορολογία κεφαλαίου θεωρείται και η μη αναγραφή περιουσιακών στοιχείων στην υποβληθείσα δήλωση, καθώς και η δωρεά που με το συμβόλαιο χαρακτηρίστηκε εικονικά ως αγοραπωλησία. Στην περίπτωση ανακρίβειας δηλωθέντων περιουσιακών στοιχείων και παράλειψης δήλωσης άλλων στοιχείων οι πρόσθετοι φόροι υπολογίζονται επιμεριστικά.

7. Με τις διατάξεις της παραγράφου 8 αυτού του άρθρου καθορίζονται οι περιπτώσεις στις οποίες δεν επιβάλλεται πρόσθετος φόρος (όταν ο φορολογούμενος εφαρμόσει εγκύκλιες διαταγές του Υπουργείου Οικονομικών ή έγγραφες θέσεις της αρμόδιας φορολογικής αρχής και όταν υποβάλει συμπληρωματική δήλωση αποδοχής τεκμαρτού ακαθάριστου εισοδήματος από οικοδομές), για τη χρηστή διοίκηση και την άρση των προστριβών μεταξύ φορολογουμένων και φορολογικών αρχών.

Άρθρο 2

Χρόνος υπολογισμού των πρόσθετων φόρων - Διοικητική επίλυση της διαφοράς

1. Με τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 αυτού του άρθρου ορίζεται το χρονικό σημείο αφετηρίας υπολογισμού του πρόσθετου φόρου (λόγω υποβολής εκπρόθεσμης ή ανακριβούς δήλωσης ή λόγω μη υποβολής δήλωσης), καθώς και το χρονικό σημείο μέχρι του οποίου υπολογίζονται αυτοί οι φόροι. Ειδικά για το Φ.Π.Α. οι διατάξεις αυτές δίνουν λύση στις συγκεχυμένες καταστάσεις που δημιουργούν οι μέχρι σήμερα ισχύουσες διατάξεις ως προς την αφετηρία υπολογισμού του πρόσθετου φόρου και ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που από έλεγχο προέκυπτε διαφορά φόρου που δεν μπορούσε να ενταχθεί σε συγκεκριμένες περιοδικές δηλώσεις.

2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 αυτού του άρθρου ορίζονται ως ανώτατο όριο πρόσθετων φόρων τα ποσοστά 200% για υποβολή εκπρόθεσμης δήλωσης και 300% για την υποβολή ανακριβούς δήλωσης ή μη υποβολής δήλωσης.

3. Ειδικότερα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 αυτού του άρθρου ορίζεται ότι στη φορολογία εισοδήματος ο πρόσθετος φόρος επιβάλλεται, είτε ο φόρος εξευρίσκεται με τις γενικές διατάξεις (άρθρο 4 ν. 2238/ 1994) είτε με τις διατάξεις των άρθρων 15 έως και 19 του ν. 2238/1994 (προσδιορισμός φορολογητέας ύλης με βάση τις δαπάνες).

4. Με την παράγραφο 6 του άρθρου αυτού ρυθμίζεται το θέμα του τρόπου επιβολής και βεβαίωσης του πρόσθετου φόρου. Ειδικότερα, ο πρόσθετος φόρος λόγω εκπροθέσμου επιβάλλεται και συμβεβαιώνεται με το φόρο της δήλωσης, ενώ στις περιπτώσεις της ανακριβούς δήλωσης ή μη υποβολής δήλωσης επιβάλλεται με την καταλογιστική πράξη του φόρου. Προβλέπεται όμως ότι ο πρόσθετος φόρος λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της δήλωσης επιβάλλεται με καταλογιστική πράξη της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας στις περιπτώσεις που η υποβολή της δήλωσης δεν γίνεται σε δημόσια οικονομική υπηρεσία ή σε άλλη αρχή που έχει αρμοδιότητα για επιβολή πρόσθετου φόρου, όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει με τον ειδικό φόρο τηλεοπτικών διαφημίσεων που αποδίδεται σε τράπεζα, η οποία, βέβαια, δεν μπορεί να επιβάλει πρόσθετο φόρο.

5. Περαιτέρω με τις διατάξεις των παραγράφων 7 και 8 αυτού του άρθρου καθορίζονται οι κατά νόμο υπεύθυνοι για την καταβολή του πρόσθετου φόρου και ο περιορισμός του στα 2/3 σε περίπτωση δικαστικού συμβιβασμού ή ολικής ή μερικής διοικητικής επίλυσης της διαφοράς.

Άρθρο 3

Πρόσθετα τέλη, εισφορές και δικαιώματα

Με το άρθρο αυτό προβλέπεται ότι οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων 1 και 2 εφαρμόζονται και για τα τέλη, εισφορές και δικαιώματα υπέρ του Δημοσίου, καθώς και για το τέλος εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης αεροδρομίων, την εισφορά υπέρ ΕΛ.Γ.Α., την εισφορά δακοκτονίας, τα δικαιώματα του Δημοσίου από τα εισιτήρια εισόδου στα καζίνο και για κάθε τέλος, εισφορά ή δικαίωμα υπέρ τρίτου που αποδίδεται στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες και η εκπλήρωση ή μη της φορολογικής υποχρέωσης ελέγχεται από αυτές. Η ρύθμιση αυτή αποβλέπει στην ομοιόμορφη αντιμετώπιση των περιπτώσεων αυτών με τους εν γένει φόρους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β' ΠΡΟΣΤΙΜΑ

Άρθρο 4

Πρόστιμα

1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου καθορίζεται ότι στα πρόσωπα που παραβαίνουν τις φορολογικές υποχρεώσεις τους επιβάλλεται πρόστιμο από 30.000 δραχμές έως 300.000 δραχμές Το πρόστιμο αυτό επιβάλλεται μόνο στις περιπτώσεις που δεν προβλέπεται η επιβολή πρόσθετου φόρου ή δεν προκύπτει ποσό φόρου για καταβολή. Με την προτεινόμενη διάταξη ρυθμίζεται η επιβολή του προστίμου σε συνδυασμό με την επιβολή του πρόσθετου φόρου, ώστε να μη επιβάλλονται για την ίδια παράβαση και πρόσθετος φόρος και πρόστιμο. Επίσης καθιερώνονται πρόστιμα για όσους κατέχουν και χρησιμοποιούν περισσότερους από έναν αριθμούς φορολογικού μητρώου, αλλά και για όσους αναγράφουν στα φορολογικά τους στοιχεία ως αριθμό του φορολογικού τους μητρώου άλλον αριθμό, ο οποίος είτε ανήκει σε άλλο πρόσωπο είτε δεν τους έχει χορηγηθεί.

2. Με την παράγραφο 2 αυτού του άρθρου ορίζεται ότι έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 1 με τις οποίες καθορίζονται οι περιπτώσεις στις οποίες δεν επιβάλλεται πρόσθετος φόρος (όταν ο φορολογούμενος εφαρμόσει εγκύκλιες διαταγές του Υπουργείου Οικονομικών ή έγγραφες θέσεις της αρμόδιας φορολογικής αρχής και όταν υποβάλει συμπληρωματική δήλωση αποδοχής τεκμαρτού ακαθάριστου εισοδήματος από οικοδομές), για τη χρηστή διοίκηση και την άρση των προστριβών μεταξύ φορολογουμένων και φορολογικών αρχών.

Άρθρο 5

Πρόστιμα για παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.) - Αντικειμενικό σύστημα

Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού επέρχεται καθοριστική τομή στο πλαίσιο προστίμων του Κ.Β.Σ. με κύριους στόχους: - Τη διαφάνεια και τη σαφήνεια του συστήματος. - Την απλότητα και αποτελεσματικότητα. - Την εκλογίκευση. - Τη διευκόλυνση μηχανογραφικής διαχείρισης των προστίμων.

Ειδικότερα:

1. Με την παράγραφο 1 αυτού του άρθρου, καθιερώνεται ως βασική αρχή ο αντικειμενικός τρόπος επιβολής των προστίμων, σε όλες τις περιπτώσεις παραβάσεων του Κ.Β.Σ. Έτσι καταργούνται τα κυμαινόμενα πρόστιμα και η διακριτική ευχέρεια των προϊσταμένων Δ.Ο.Υ. να επιβάλλουν πρόστιμα μεταξύ κατώτατων και ανώτατων ορίων. 'Oπως είναι γνωστό μέχρι σήμερα το σύνολο των παραβάσεων του Κ.Β.Σ., εκτός των περιπτώσεων που επισύρουν πρόστιμο ισόποσο της συναλλαγής, τιμωρούνται με κυμαινόμενο πρόστιμο, με μεγάλο εύρος διακύμανσης, γεγονός που έχει οδηγήσει σε επιβολή διαφοροποιούμενου προστίμου για όμοιες περιπτώσεις, τόσο σε επίπεδο διαφορετικών Δ.Ο.Υ., όσο και σε επίπεδο της ίδιας Δ.Ο.Υ., με αποτέλεσμα τη δημιουργία αισθήματος αδικίας και καχυποψίας. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις, για την αποφυγή των ανωτέρω παρενεργειών, προϊστάμενοι Δ.Ο.Υ. επιβάλλουν κατά ισοπεδωτικό τρόπο ανώτατα πρόστιμα, χωρίς κριτήρια ή με τη χρησιμοποίηση άτυπων κριτηρίων. Ακόμη από την καθιέρωση προστίμου μέχρι του πενταπλάσιου της αξίας (από το 1992) μέχρι σήμερα η διάταξη αυτή λειτούργησε με ακραίο τρόπο, ώστε να μην εξυπηρετείται πλέον ο σκοπός για τον οποίο θεσπίστηκε και να έχει αρνητική επίδραση στην περαίωση και άλλων φορολογιών (εισοδήματος κ.λπ.). Με βάση λοιπόν το αντικειμενικό σύστημα επιβολής προστίμων προκύπτουν τα εξής πλεονεκτήματα. - Απλότητα και αποτελεσματικότητα - Διαφάνεια και σαφήνεια - Εκλογίκευση - Διευκόλυνση διαχείρισης (Μηχανογραφική κ.λπ.)

2. Με την παράγραφο 2 προσδιορίζονται οι έννοιες των βάσεων υπολογισμού των προστίμων, του συντελεστή βαρύτητας, καθώς και των γενικών και αυτοτελών παραβάσεων.

Ειδικότερα:

2.1.Βάσεις υπολογισμού Ως βάση υπολογισμού λογίζεται το αντικειμενικό ποσό επί του οποίου εφαρμόζονται οι συντελεστές βαρύτητας. Ορίζονται δύο τέτοιες βάσεις ήτοι:

2.1.1. Βάση υπολογισμού Νο 1 ή ΒΑΣ.ΥΠ-1 Ως ΒΑΣ. ΥΠ.-1 ορίζεται το ανώτατο προβλεπόμενο από τις διατάξεις όριο προστίμου ανάλογα με την κατηγορία βιβλίων που υποχρεούται να τηρεί ο φορολογούμενος. Συγκεκριμένα η ΒΑΣ.ΥΠ-1 ορίζεται: α) Για τους τηρούντες βιβλία Γ' κατηγορίας 300.000 δρχ. β) Για τους τηρούντες βιβλία Β' κατηγορίας 200.000 δρχ. γ) Για τους τηρούντες βιβλία Α' κατηγορίας 100.000 δρχ. δ) Για τους μη τηρούντες βιβλία & τους λοιπούς υποχρέους 100.000 δρχ. Η βάση αυτή χρησιμοποιείται για όλες τις παραβάσεις που δεν εμπίπτουν στη βάση υπολογισμού Νο 2.

2.1.2. Βάση υπολογισμού Νο 2 ή ΒΑΣ.ΥΠ.-2 Ως ΒΑΣ.ΥΠ.-2 ορίζεται η αξία της συναλλαγής ή του στοιχείου, κατά περίπτωση. Η βάση αυτή χρησιμοποιείται για τις εξής παραβάσεις: - Μη έκδοση στοιχείων αξίας εφόσον προκύπτει απόκρυψη άνω των 300.000 δρχ. - Ανακριβής έκδοση στοιχείων εφόσον η αποκρυβείσα αξία είναι άνω των 300.000 δρχ. - Διακίνηση χωρίς συνοδευτικά στοιχεία, εφόσον η αξία των διακινούμενων είναι πάνω από 300.000 δρχ. (Οι πιο πάνω περιπτώσεις αναφέρονται και σήμερα στο άρθρο 32 παράγραφος 2 του Κ.Β.Σ.). - Έκδοση εικονικού στοιχείου - Λήψη εικονικού στοιχείου - Έκδοση πλαστού στοιχείου. (Οι πιο πάνω περιπτώσεις καλύπτονται και σήμερα στο άρθρο 33 παράγραφος 4 του Κ.Β.Σ.).

2.1.3. Συντελεστές βαρύτητας (Σ.Β.) Είναι ειδικοί, ανά είδος παράβασης, συντελεστές, οι οποίοι εφαρμόζονται στην αντίστοιχη ΒΑΣ. ΥΠ. (σταθερή). Οι συντελεστές αυτοί καθόσον αφορά την τιμή τους ορίζονται με βάση τη σοβαρότητα και τις επιπτώσεις των καταλογιζόμενων παραβάσεων.

3. Στις παραγράφους 3, 4 και 5 περιλαμβάνονται διατάξεις όμοιου περιεχομένου με τις ισχύουσες.

4. Με την παράγραφο 6 καθιερώνεται για όλες τις γενικές παραβάσεις συντελεστής βαρύτητας (Σ.Β.) που ισούται με τη μονάδα (1), εκτός από τις περιοριστικά αναφερόμενες στη διάταξη αυτή περιπτώσεις, για τις οποίες ορίζεται μεγαλύτερος (Σ.Β.), επειδή οι παραβάσεις αυτές κρίνονται ως βαρύτερες. Ειδικότερα: α. Σε μη τήρηση βιβλίων τρίτης κατηγορίας ή τήρηση κατώτερης αυτής, σε δύο (2). β. Σε μη τήρηση πρόσθετων βιβλίων της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του Κ.Β.Σ. και της παραγράφου 11 του άρθρου 64 του ν. 2065/1992 (ΦΕΚ 113 Α'), σε δύο (2). γ. Σε μη τήρηση βιβλίου αποθήκης ή παραγωγής κοστολογίου, σε δύο (2). δ. Σε περίπτωση ελλιπούς περιγραφής του είδους των αγαθών ή υπηρεσιών στα βιβλία ή στοιχεία, σε δύο(2). ε. Σε περίπτωση μη επίδειξης των βιβλίων και στοιχείων, μετά από προηγούμενη πρόσκληση, σε δύο(2). στ. Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης ενημέρωσης του βιβλίου απογραφών ή μη τήρησης αυτού, σε τρία (3). ζ. Σε περίπτωση μη υποβολής στοιχείων του άρθρου 20 του Κ.Β.Σ. ή εκπρόθεσμης υποβολής τους μετά την παρέλευση τριών (3) μηνών από την οριζόμενη προθεσμία, καθώς και στις περιπτώσεις παράλειψης καταχώρησης αντισυμβαλλόμενων ή ανακριβούς καταχώρησης της αξίας, εφόσον οι παραλείψεις ή ανακρίβειες αυτές, αναφέρονται σε συναλλαγές συνολικής αξίας άνω των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών, σε τρία (3). η. Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης σύνταξης και καταχώρησης του ισολογισμού, σε τέσσερα (4). θ. Σε περίπτωση παρεμπόδισης του προληπτικού φορολογικού ελέγχου με θετικές ενέργειες, σε τέσσερα (4).

5. Στην παράγραφο 7 επαναλαμβάνονται οι ισχύουσες διατάξεις (άρθρο 33 παρ. 6).

6. Με την παράγραφο 8 οριοθετούνται και προσδιορίζονται επακριβώς οι αυτοτελείς παραβάσεις, για τις οποίες εφαρμόζεται η ΒΑ.ΣΥΠ.-1 (βάση ανάλογη της κατηγορίας βιβλίων), για τις οποίες ο Σ.Β. ορίζεται σε (1).

7. Με την παράγραφο 9 καθιερώνεται "οροφή" (ανώτατο όριο προστίμου) μόνο για τις αυτοτελείς παραβάσεις της προηγούμενης παραγράφου, η οποία ("οροφή") ισούται με το δεκαπλάσιο ή το τριακονταπλάσιο του προστίμου της κατηγορίας Βιβλίων, κατά περίπτωση. Αντίθετα, δεν περιορίζεται το ανώτατο όριο των προστίμων στην περίπτωση που εκ νέου διαπιστωθούν οι πιο πάνω παραβάσεις. Η θέσπιση "οροφής" κρίθηκε σκόπιμη για την αποφυγή επιβολής εξοντωτικών προστίμων, σε περιπτώσεις μεγάλου πλήθους αυτοτελών παραβάσεων, που διαπιστώνονται για πρώτη φορά. Η "οροφή" αυτή αυξάνεται όταν από νέο έλεγχο διαπιστωθεί ότι οι παραβάσεις αυτές επαναλαμβάνονται και καταργείται στην περίπτωση που για τρίτη φορά διαπιστωθεί η επανάληψή τους.

8. Με την παράγραφο 10 (περίπτ. α') επαναλαμβάνονται οι ισχύουσες οι διατάξεις (άρθρο 32 παρ. 2), που αναφέρονται στο ισόποσο της συναλλαγής πρόστιμο.

9. Με την παράγραφο 10 (περίπτ. β') αντικειμενικοποιείται το πρόστιμο που αφορά την έκδοση πλαστών ή εικονικών στοιχείων, καθώς και τη λήψη εικονικών και ορίζεται στο διπλάσιο της αξίας του στοιχείου όταν αυτή είναι μεγαλύτερη των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) δραχμών. Αν η αξία του στοιχείου είναι μικρότερη των 300.000 δραχμών, τότε το πρόστιμο ισούται με το διπλάσιο της ΒΑΣ.ΥΠ.-1 (κατηγορία βιβλίων). Θεσπίζεται για τα μερικώς εικονικά φορολογικά στοιχεία αντιμετώπιση ανάλογη των μερικώς ανακριβών στοιχείων. Στην περίπτωση αυτή το πρόστιμο ισούται με το διπλάσιο της μερικώς εικονικής αξίας. Αν αυτή (μερικώς εικονική αξία) δεν μπορεί να προσδιορισθεί, επιβάλλεται πρόστιμο μειωμένο κατά πενήντα τοις εκατό (50%), ήτοι ίσο με την αξία του μερικώς εικονικού στοιχείου. Ουσιαστικά δηλαδή και για την περίπτωση αυτή επιβάλλεται πρόστιμο ισόποσο της συναλλαγής. Ακόμη, επειδή έχει παρατηρηθεί, ιδίως στις περιπτώσεις μεταβίβασης φορολογικών ταμειακών μηχανών (φ.τ.μ.), ο νέος κάτοχος - χρήστης να μην αλλάζει το "κλισέ" με τα ατομικά στοιχεία του εκδότη των αποδείξεων, επιβάλλεται σ' αυτή την περίπτωση το πρόστιμο των γενικών παραβάσεων. Με τις τροποποιήσεις των διατάξεων που αναφέρονται στα πρόστιμα για τα πλαστά και εικονικά στοιχεία, εκλογικεύεται το σύστημα και παράλληλα καταργείται η δυνατότητα διακύμανσης του προστίμου, από το ισόποσο της αξίας μέχρι του πενταπλάσιου αυτής, και αντικειμενικοποιείται η επιβολή του στο διπλάσιο της αξίας.

10. Με την παράγραφο 11 επαναλαμβάνονται ισχύουσες διατάξεις.

11. Η παράγραφος 12 αναφέρεται σε νομοτεχνική ρύθμιση.

Άρθρο 6

Πρόστιμα Φ.Π.Α. για πλαστά, νοθευμένα ή εικονικά φορολογικά στοιχεία

Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού επιβάλλονται ειδικές κυρώσεις για τους υποκείμενους στο Φ.Π.Α. που ως εκδότες ή λήπτες έκαναν χρήση πλαστών νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων με σκοπό να εκπέσουν, να λάβουν επιστροφή ή να μην αποδώσουν στο Δημόσιο το σωστό φόρο, και αντιμετωπίζεται διαφορετικά η χρήση πλαστών τιμολογίων ανάλογα αν γίνεται από τους εκδότες ή τους λήπτες αυτών.

Άρθρο 7

Πρόστιμα για παραβάσεις στην προμήθεια του ειδικού σήματος των τελών κυκλοφορίας

Με το άρθρο αυτό ορίζονται τα πρόστιμα για τις παραβάσεις αναφορικά με το ειδικό σήμα τελών κυκλοφορίας των αυτοκινήτων οχημάτων και ειδικότερα για την εκπρόθεσμη προμήθεια του ειδικού σήματος, την προμήθεια σήματος μικρότερης κατηγορίας ή την παράλειψη προμήθειας σήματος, καθώς και τη μη επικόλληση του σήματος. Ως προς το ύψος των προστίμων αυτών δεν γίνεται μεταβολή σε σχέση με τα ισχύοντα πλην του προστίμου για τα οχήματα που απαλλάσσονται από τα τέλη κυκλοφορίας κυλινδρισμού από 786 κ.ε. και πάνω, το οποίο περιορίζεται στο μισό (αντί του ισόποσου) των τελών κυκλοφορίας που αντιστοιχούν στον κυλινδρισμό του οχήματος. Η επιβολή μειωμένου προστίμου στην περίπτωση αυτή δικαιολογείται γιατί και η μη προμήθεια κ.τ.λ. του σήματος προκειμένου περί απαλλασσόμενων οχημάτων, ουσιαστικά αποτελεί παράβαση ήσσονος σημασίας σε σχέση με τα μη απαλλασσόμενα. Εξάλλου, η διατήρηση των υψηλών προστίμων για τις παραβάσεις που αφορούν τα ειδικά σήματα τελών κυκλοφορίας και η μη υπαγωγή τους στη γενική ρύθμιση του άρθρου 1 υπαγορεύτηκε από την ανάγκη της εξασφάλισης της ομαλής εφαρμογής των διατάξεων των σχετικών με την είσπραξη, με ειδικό σήμα, τελών κυκλοφορίας.

Άρθρο 8

Πρόστιμα για παραβάσεις που αφορούν το τέλος διενέργειας ψυχαγωγικών τεχνικών παιγνίων

Το άρθρο αυτό αναφέρεται στα πρόστιμα για τις παραβάσεις που αφορούν το τέλος διενέργειας ψυχαγωγικών τεχνικών παιγνίων. Ως προς τα πρόστιμα αυτά δεν γίνεται καμιά μεταβολή σε σχέση με τις διατάξεις που ψηφίστηκαν πρόσφατα και με τις οποίες ρυθμίστηκε γενικά το θέμα των ψυχαγωγικών τεχνικών παιγνίων. Η διατήρηση των υψηλών προστίμων και για τις παραβάσεις που αφορούν το τέλος αυτό και η μη υπαγωγή τους στη γενική ρύθμιση του άρθρου 1 κρίθηκε αναγκαία λόγω της ειδικότερης φύσης των παραβάσεων αυτών και της ανάγκης εξασφάλισης ομαλής εφαρμογής των σχετικών με το τέλος αυτό διατάξεων.

Άρθρο 9 Επιβολή προστίμων - Διοικητική επίλυση της διαφοράς

Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού ρυθμίζονται διαδικαστικά θέματα που αφορούν την επιβολή προστίμων και στη διοικητική επίλυση της διαφοράς.

Ειδικότερα ρυθμίζονται θέματα που αναφέρονται: - Στα πρόσωπα σε βάρος των οποίων επιβάλλονται τα πρόστιμα. - Στην αρμόδια αρχή για την έκδοση της απόφασης επιβολής προστίμων και ορίζεται ότι σε κάθε περίπτωση αρμόδιος είναι ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της έδρας και όχι του υποκαταστήματος σε αντίθεση με προϊσχύσασες διατάξεις. Η ρύθμιση αυτή αποτελεί απλοποίηση και διευκόλυνση της διαχείρισης των παραβάσεων σε επίπεδο Δ.Ο.Υ. - Στη διαδικασία εξώδικης λύσης της διαφοράς με την οποία όλα πλέον τα πρόστιμα μειώνονται στο 1/3 του αρχικού ποσού προστίμου. Έτσι με τον τρόπο αυτόν αντικειμενικοποιείται και ο συμβιβασμός, ο οποίος είναι δυνατός για όλα τα πρόστιμα, τόσο του Κ.Β.Σ. (ισόποσα, πλαστά, εικονικά κ.λπ.), όσο και των άλλων φορολογιών. Επίσης θεσπίζεται η δυνατότητα της ολικής ή μερικής διαγραφής του προστίμου, αν η παράβαση για την οποία επιβλήθηκε δεν υφίσταται ολικά ή μερικά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ' ΑΛΛΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Άρθρα 10 και 11

Κυρώσεις σε όσους δεν δηλώνουν το εισόδημα από ακίνητα και από γεωργικές επιχειρήσεις

Με τις διατάξεις αυτών των άρθρων ενσωματώνονται στον παρόντα Κώδικα τα άρθρα 88 και 89 του ν. 2238/ 1994, τα οποία ορίζουν την επιβολή κυρώσεων σε όσους δεν δηλώνουν το εισόδημα από ακίνητα και από γεωργικές επιχειρήσεις, αντίστοιχα.

Άρθρο 12

Κυρώσεις σε όσους δεν καταβάλλουν τέλη κυκλοφορίας αυτοκινήτων

1. Με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού γίνονται ρυθμίσεις για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε όσους δεν καταβάλλουν τα τέλη κυκλοφορίας, εισφορές και άλλα τέλη των αυτοκινήτων οχημάτων. Οι κυρώσεις αυτές συνίστανται στην αφαίρεση των πινακίδων και της άδειας κυκλοφορίας του οχήματος από την αστυνομική αρχή. Οι ίδιες κυρώσεις ισχύουν και σήμερα και αποτελούν ένα επιπλέον μέσο για την εξασφάλιση της κανονικής είσπραξης των οφειλόμενων τελών και εισφορών δεδομένου ότι τα λοιπά αναγκαστικά μέτρα είσπραξης δεν κρίνονται επαρκή για την είσπραξη αυτών εν όψει και του σχετικά μικρού ύψους των επί μέρους ποσών αυτών.

2. Στον ίδιο σκοπό αποβλέπει και η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού, η οποία αποτελεί κατά βάση επανάληψη ισχυουσών διατάξεων και με την οποία προβλέπεται απαγόρευση μεταβίβασης της κυριότητας αυτοκινήτου οχήματος αν προηγουμένως δεν καταβληθούν τα τέλη κυκλοφορίας, περιλαμβανομένης και της αξίας του ειδικού σήματος, και οι λοιπές οφειλόμενες, κατά περίπτωση, επιβαρύνσεις (τέλη χαρτοσήμου, φόρος υπέρ του Ταμείου Νομικών).

Άρθρο 13

Αναστολή λειτουργίας επαγγελματικών εγκαταστάσεων επιτηδευματιών και αφαίρεση πινακίδων και αδειών κυκλοφορίας μεταφορικών μέσων

1. Στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού ενσωματώνεται η παράγραφος 13 του άρθρου 21 του ν. 2166/ 1993, η οποία διαρρυθμίζεται ανάλογα, ώστε να καλύπτεται η παρεμπόδιση κάθε μορφής φορολογικού ελέγχου και όχι μόνο του προληπτικού ελέγχου εφαρμογής των διατάξεων του π. δ/τος 186/1992, που προβλέπεται με την ενσωματούμενη ανωτέρω διάταξη. Επίσης με την προτεινόμενη διάταξη ορίζεται και η διαδικασία επιβολής του μέτρου. Οι διατάξεις του άρθρου 91 του ν. 2238/1994 θα παύσουν να ισχύουν στο σύνολό τους. Η ανωτέρω ρύθμιση κρίθηκε αναγκαία, καθόσον οι καταργούμενες διατάξεις προβλέπουν την επιβολή του μέτρου της αναστολής λειτουργίας καταστήματος, γραφείου, εργοστασίου ή εργαστηρίου επιτηδευματία και για φορολογικές παραβάσεις για τις οποίες παράλληλα και αθροιστικά επιβάλλονται βαρύτατα χρηματικά πρόστιμα, οδηγούν σε απόρριψη των βιβλίων και στοιχείων του επιτηδευματία με όλες τις συνέπειες που έχει αυτό και διώκονται και ποινικά.

2. Στις παραγράφους 2 έως και 8 του άρθρου αυτού ενσωματώνονται οι διατάξεις του άρθρου 33 του ν.1591/1986 (ΦΕΚ 50 Α'), οι οποίες διαρρυθμίζονται ανάλογα έτσι ώστε: α) Μειώνεται ο χρόνος αφαίρεσης των πινακίδων και αδειών κυκλοφορίας των μεταφορικών μέσων καθώς και των αδειών οδήγησης των οδηγών από 1 μέχρι 6 μήνες σε 15 ημέρες μέχρι 3 μήνες (παράγραφος 2). β) Αυξάνεται σε 25% από 20% η διαφορά επί της συνολικής ποσότητας των μεταφερόμενων αγαθών, όταν προκύπτει ανακρίβεια μεταξύ των αναγραφόμενων ποσοτήτων στα φορολογικά στοιχεία και των πράγματι μεταφερόμενων και περιορίζεται η αφαίρεση των πινακίδων και των αδειών κυκλοφορίας και αδειών οδήγησης σε χρόνο μέχρι 2 μήνες αντί μέχρι 6 μήνες που προβλέπεται από τις ενσωματούμενες διατάξεις (παράγραφος 3). γ) Για τους οδηγούς των μεταφορικών μέσων που προσφέρουν εξαρτημένη εργασία στον αποστολέα ή παραλήπτη των αγαθών, προβλέπεται η αφαίρεση των αδειών οδήγησης μόνο όταν αυτοί αρνηθούν στα αρμόδια ελεγκτικά όργανα να διενεργήσουν έλεγχο (εδάφιο δεύτερο παρ. 2 και παρ. 4). δ) Προσδιορίζεται επακριβώς η διαδικασία επιβολής των κυρώσεων και ορίζεται αρμόδιος για την επιβολή τους ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας αντί του νομάρχη που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 33 του ν.1591/1986. Η ρύθμιση αυτή κρίνεται αναγκαία τόσο γιατί ο νομάρχης, ως όργανο της Κεντρικής Διοίκησης, δεν υφίσταται πλέον, όσο και γιατί η μέχρι τώρα εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης υπήρξε αναποτελεσματική και γραφειοκρατική (παράγραφοι 6, 7 και 8).

3. Με την παράγραφο 9 αυτού του άρθρου παρέχεται η δυνατότητα άσκησης προσφυγής, σύμφωνα με τον Κ.Φ.Δ., κατά των αποφάσεων που προβλέπονται από το άρθρο αυτό και ακόμα ότι η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκηση αυτής αναστέλλουν την εκτέλεση των αποφάσεων. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής είναι νέες και προτείνονται για πρώτη φορά, ώστε να επιβάλλονται οι προβλεπόμενες κυρώσεις μετά και την κρίση του διοικητικού πρωτοδικείου, εφόσον φυσικά ο φορολογούμενος προσφύγει σε αυτό.

4. Τέλος με τις διατάξεις της παραγράφου 10 παρέχεται εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Οικονομικών, Δημόσιας Τάξης και Μεταφορών και Επικοινωνιών να καθορίζουν με κοινές αποφάσεις τους τον τρόπο, τη διαδικασία και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.

Άρθρο 14

Διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου σε περίπτωση φοροδιαφυγής

Με το άρθρο αυτό επαναλαμβάνονται οι διατάξεις του άρθρου 92 του ν. 2238/1994, όπως αυτές συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των παραγράφων 10 και 11 του ν. 2386/1996, συμπληρώνονται και επιπλέον ορίζεται με μεγαλύτερη σαφήνεια η διαδικασία εφαρμογής των μέτρων.

Ειδικότερα:

α) με την παράγραφο 1 α.α) απαλείφεται η παράβαση της απόκρυψης φορολογητέας ύλης πάνω από 300 εκατ. δρχ. και θεωρείται παράβαση για τη λήψη των μέτρων μόνο το ύψος του φόρου των 50 εκατ. δρχ. και άνω που οφείλεται από Φ.Π.Α. και άλλους παρακρατούμενους φόρους, καθόσον για τον προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης απαιτούνται χρονοβόρες ελεγκτικές επαληθεύσεις ώστε να οδηγούμεθα στη λήψη των μέτρων όταν πια αυτά χάνουν το χαρακτήρα του επείγοντος και της πρόληψης στη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου. Αντίθετα ο προσδιορισμός του οφειλόμενου και μη αποδοθέντος ποσού Φ.Π.Α. και άλλων παρακρατούμενων φόρων γίνεται σε σύντομο χρόνο και με συγκεκριμένες ελεγκτικές επαληθεύσεις, α.β) επεκτείνεται το μέτρο σε όλα τα πρόσωπα που ορίζονται στο άρθρο 20 του σχεδίου νόμου, έτσι ώστε να μη διαφεύγουν των μέτρων οι πράγματι υπεύθυνοι για τη μη απόδοση των φόρων, με τη μέθοδο της αλλαγής του Δ.Σ. των Α.Ε. ή των διαχειριστών των Ε.Π.Ε. και προσωπικών εταιριών πριν προλάβει η διοίκηση να λάβει τα μέτρα, φαινόμενο που παρατηρείται σήμερα. α.γ) Επιβάλλονται οι ίδιες κυρώσεις και σ' αυτούς προς τους οποίους επιβλήθηκαν τα πρόστιμα των τρίτου και τέταρτου εδαφίων της παραγράφου 1 του άρθρου 4 (για διπλό Α.Φ.Μ. κ.λπ.).

β) με την παράγραφο 2 επαναλαμβάνεται η παράγραφος 2 του άρθρου 92 του ν. 2238/1994 που αναφέρεται σε διαδικαστικά θέματα,

γ) με την παράγραφο 3 γ.α) θεσπίζεται υποχρέωση να κοινοποιείται και αντίγραφο της ειδικής έκθεσης στο φορολογούμενο, γ.β) ορίζεται ότι στο αίτημα για άρση των μέτρων αποφαίνεται ο Υπουργός Οικονομικών μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα (15 ημέρες) χωρίς προηγούμενη απόφαση Επιτροπής,

δ) με την παράγραφο 4 δ.α) μειώνεται το ποσοστό από 80% σε 70% του οφειλόμενου φόρου, προσαυξήσεων και προστίμων που πρέπει να καταβάλλει ο φορολογούμενος για να αρθούν αυτοδίκαια τα μέτρα, δ.β) ορίζεται συντομότατη διαδικασία (2 μήνες) για την έκδοση των φύλλων ελέγχου ή άλλων πράξεων προσδιορισμού του φόρου, ώστε και ο στόχος που έχουν τα μέτρα να επιτυγχάνεται με τη σύντομη είσπραξη του οφειλόμενου φόρου και ο φορολογούμενος να μην κρατείται σε ομηρία για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Άρθρο 15

Λοιπές διοικητικές κυρώσεις

1. Στην παράγραφο 1 αυτού του άρθρου προβλέπεται η επιβολή των κυρώσεων που ορίζουν οι διατάξεις της παραγράφου 12 του άρθρου 95 του ν. 2238/1994, αλλά για διαφορετικά αδικήματα φοροδιαφυγής και με άλλες διαδικασίες επιβολής των κυρώσεων, έτσι ώστε να είναι προσαρμοσμένες οι νέες διατάξεις στο πνεύμα του σχεδίου νόμου. Ακόμα η κύρωση της περίπτωσης β' της παραγράφου 12 του άρθρου 95 του ν. 2238/1994 μειώνεται από 1 έτος σε 3 μήνες.

2. Με την παράγραφο 2 προβλέπεται η υποχρέωση του προϊστάμενου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας να απευθύνεται στο διοικητικό εφετείο για να επιβάλλει τις κυρώσεις της παραγράφου 1 στις περιπτώσεις που η οριστικοποίηση της καταλογιστικής πράξης επήλθε λόγω μη άσκησης προσφυγής ή επί ασκήσεως προσφυγής αυτή κρίθηκε τελεσίδικα ως εκπρόθεσμη ή κατέστη τελεσίδικη με απόφαση του διοικητικού πρωτοδικείου.

3. Με την παράγραφο 3 επαναλαμβάνονται οι διατάξεις της παρ.13 του άρθρου 95 του ν. 2238/1994, με ανάλογη προσαρμογή.

4. Με την παράγραφο 4 ορίζεται με σαφήνεια ότι οι κυρώσεις του άρθρου αυτού καθώς και των άρθρων 10 έως και 14 του σχεδίου νόμου επιβάλλονται ανεξάρτητα από τους πρόσθετους φόρους και τα πρόστιμα που προβλέπουν οι άλλες διατάξεις του σχεδίου νόμου.

5. Με την παράγραφο 5 ορίζεται ότι δεν επιβάλλονται οι κυρώσεις του άρθρου αυτού σε περίπτωση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς ή δικαστικού συμβιβασμού (ν.δ. 4600/1966), σε αντίθεση με τις διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 95 του ν. 2238/1994 που ορίζουν ότι "η επίλυση της διαφοράς σύμφωνα με τις ισχύουσες σχετικές φορολογικές διατάξεις δεν ασκεί επίδραση στην ποινική υπόθεση αυτού του άρθρου."

Άρθρο 16

Ειδικές κυρώσεις στη φορολογία χαρτοσήμου

Με το άρθρο 16 προβλέπονται ορισμένες απαγορεύσεις και κυρώσεις σχετικά με τη φορολογία χαρτοσήμου. Ο ειδικές αυτές κυρώσεις αποτελούν επανάληψη ισχυουσών κατά βάση κυρώσεων. Γίνεται όμως και αναπροσαρμογή του ύψους των επιβαλλόμενων προστίμων, τα οποία παραμένουν αμετάβλητα από πολλές δεκαετίες και τα οποία με βάση τις σημερινές συνθήκες θα ήταν ασήμαντα και αδύνατα να εξασφαλίσουν το σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκαν αρχικά. Η αναπροσαρμογή γίνεται είτε με τον καθορισμό συγκεκριμένου ύψους προστίμου, όπως στις παραγράφους 2 και 4 του άρθρου αυτού είτε με την υπαγωγή των παραβάσεων στη γενική ρύθμιση της παραγράφου 1 του άρθρου 4.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Άρθρο 17

Αδίκημα φοροδιαφυγής για την παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος

1. Στις παραγράφους 1 και 2 αυτού του άρθρου προσδιορίζεται πότε διαπράττεται αδίκημα λόγω μη υποβολής ή υποβολής ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος και καθορίζονται οι αντίστοιχες, κατά περίπτωση, ποινές. Με τις παραγράφους αυτές καλύπτονται κατά τρόπο ενιαίο οι ισχύουσες σχετικές διατάξεις παράγραφοι 1 (περιπτώσεις β', γ') και 2 άρθρο 93 και άρθρο 94 ν. 2238/ 1994, οι οποίες τροποποιούνται και διαρρυθμίζονται, εις τρόπον ώστε: α) ορίζεται με μεγαλύτερη σαφήνεια σε ποιες περιπτώσεις διαπράττεται το παραπάνω αδίκημα και β) καθορίζεται η επιβολή αυστηρότερων ποινών, ανάλογα όμως με το ύψος του φόρου που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί και με εκλογίκευση των σχετικών ορίων. αα) Ειδικότερα: αν ο πιο πάνω φόρος υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο τα πέντε εκατομμύρια (5.000.000) δραχμές, τότε επιβάλλεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και ββ) αν ο φόρος υπερβαίνει τα πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) δραχμές επιβάλλεται ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα (10) έτη.

2. Στην παράγραφο 3 αυτού του άρθρου προσδιορίζεται εννοιολογικά προς αποφυγή οποιωνδήποτε παρερμηνειών, οι όροι "καθαρό εισόδημα" και "φόρος που αναλογεί στο καθαρό εισόδημα" είτε πρόκειται για φυσικά πρόσωπα, είτε για τα πρόσωπα της παραγράφου 4 άρθρου 2 και του άρθρου 101 ν. 2238/1994 (νομικά πρόσωπα κ.λπ.).

3. Με την παράγραφο 4 θεσπίζεται ως αδίκημα φοροδιαφυγής και η αποφυγή πληρωμής φόρου πλοίων με ανάλογη εφαρμογή των υποπεριπτώσεων αα' και ββ' της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.

Άρθρο 18

Αδίκημα φοροδιαφυγής για μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση Φ.Π.Α. και παρακρατούμενων φόρων, τελών ή εισφορών

1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού θεσπίζεται ως αδίκημα φοροδιαφυγής η μη απόδοση ή η ανακριβής απόδοση στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών και των παρακρατούμενων φόρων, τελών και εισφορών. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής αδίκημα μη απόδοσης ή ανακριβής απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών και των παρακρατούμενων φόρων, τελών και εισφορών διαπράττει ο φορολογούμενος, ο οποίος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών, δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς τις ανωτέρω επιβαρύνσεις ή συμψήφισε ή εξαπατώντας τη φορολογική αρχή έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. Το αδίκημα αυτό τιμωρείται, κατά περίπτωση με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους ή με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη, ανάλογα με το ύψος του ποσού. Εξάλλου, για να μη δημιουργείται αμφισβήτηση ορίζεται ότι σε περίπτωση συρροής περισσότερων τέτοιων φόρων τα ποσά υπολογίζονται ξεχωριστά για κάθε μερικότερο φόρο, τέλος ή εισφορά.

2. Με την παράγραφο 2 δίδεται η έννοια των παρακρατούμενων φόρων, τελών και εισφορών. Ειδικότερα παρακρατούμενοι φόροι, τέλη και εισφορές είναι εκείνοι για τους οποίους ορίζεται σε επί μέρους διατάξεις ότι παρακρατούνται και τελικά αποδίδονται στο Δημόσιο ή άλλο φορέα από πρόσωπο διάφορο του πραγματικού φορολογούμενου.

Άρθρο 19

Αδίκημα έκδοσης ή αποδοχής πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων

1. Με την παράγραφο 1 αυτού του άρθρου καθορίζονται οι επιβαλλόμενες ποινές και λοιπές κυρώσεις σε περιπτώσεις έκδοσης ή λήψης πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων καθώς και νόθευσης αυτών. Σχετικές είναι οι ήδη υφιστάμενες διατάξεις των παραγράφων 1 (περιπτώσεις ζ', η') και 2 άρθρο 31 του ν.1591/1986, καθώς και της παραγράφου 1 (περίπτωση α') άρθρο 48 του ν. 2065/1992, όπως αυτές ισχύουν. Με τις νέες όμως διατάξεις τα πιο πάνω θέματα τίθενται σε ορθολογικότερη βάση και επέρχονται ουσιαστικές μεταβολές, ιδίως ως προς τις περιπτώσεις στις οποίες επιβάλλονται οι εν λόγω ποινές και λοιπές κυρώσεις, καθώς και τον τρόπο επιβολής.

Ειδικότερα :

α) Εξακολουθούν να επιβάλλονται ποινικές κυρώσεις στους εκδότες πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, σ' αυτούς, που νοθεύουν τέτοια στοιχεία, καθώς και σ' αυτούς που αποδέχονται εικονικά φορολογικά στοιχεία και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν υφίσταται ή μη διαφυγή πληρωμής φόρου. Δεν προβλέπεται όμως πλέον η επιβολή ανάλογων κυρώσεων και στους λήπτες πλαστών ή και νοθευμένων φορολογικών στοιχείων. Η μεταβολή αυτή κρίθηκε απαραίτητη, καθόσον είναι δυνατόν λήπτες πλαστών ή νοθευμένων φορολογικών στοιχείων να αγνοούν την πλαστότητα ή τη νοθεία των στοιχείων.

β) Μειώνεται η ελάχιστη επιβαλλόμενη ποινή φυλάκισης σε τρεις (3) μήνες, ώστε να παρέχεται περισσότερη ευχέρεια κλιμάκωσης των επιβαλλόμενων ποινών, ανάλογα με το μέγεθος του αδικήματος.

γ) Το μέτρο της αναστολής λειτουργίας καταστημάτων που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 περίπτωση α' του άρθρου 48 του ν. 2065/1992 εξακολουθεί να υφίσταται, όχι όμως πλέον ως διοικητική κύρωση αλλά ως παρεπόμενη ποινή που επιβάλλεται από τις δικαστικές αρχές σε ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις αδικημάτων και ειδικότερα όταν η συνολική αξία των πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων για την πλαστότητα ή εικονικότητα των οποίων καταδικάζεται ο δράστης υπερβαίνει το ποσό των ογδόντα εκατομμυρίων (80.000.000) δραχμών.

δ) Για την αποφυγή παρερμηνειών καθορίζεται ο τρόπος αντιμετώπισης των μερικώς εικονικών φορολογικών στοιχείων, ενώ επαναλαμβάνεται η διάταξη της παραγράφου 7 άρθρο 48 του ν. 2065/1992, περί μη άσκησης ουδεμίας επίδρασης της παρεπόμενης πλέον ποινής, στις ενοχικές σχέσεις του επιτηδευματία με τους εργαζόμενους.

2. Στην παράγραφο 2 αυτού του άρθρου επαναλαμβάνεται επαναδιατυπούμενη ανάλογη διάταξη του άρθρου 48 του ν. 2065/1992 (παράγραφος 5) περί αυτοτέλειας και ανεξαρτησίας του αδικήματος του άρθρου αυτού, σε σχέση με τα λοιπά προβλεπόμενα φορολογικά αδικήματα.

3. Στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου αυτού καθορίζονται και οριοθετούνται οι έννοιες των πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων. Συγκεκριμένα, επαναλαμβάνονται οι αντίστοιχες διατάξεις της παραγράφου 1 περίπτωση ζ' του άρθρου 31 του ν.1591/1986, ειδικά όμως ως προς τα εικονικά στοιχεία οι διατάξεις αυτές συμπληρώνονται και επεκτείνονται ώστε να καταλαμβάνουν και πρόσθετες περιπτώσεις εικονικότητας που δεν καλύπτονται από τις υφιστάμενες διατάξεις. Έτσι, εικονικά πλέον, κατά ρητή διάταξη του νόμου, είναι τα στοιχεία:

α) στα οποία το ένα τουλάχιστον από τα πρόσωπα που αναγράφονται σ' αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο και

β) τα οποία φέρονται ότι εκδόθηκαν ή έχουν ληφθεί από εικονική εταιρία και γενικά εικονική επιχείρηση οποιασδήποτε μορφής ή από φυσικό πρόσωπο παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, καθορίζεται ότι οι σχετικές κυρώσεις και ποινές επιβάλλονται σε βάρος του πραγματικού υπεύθυνου που υποκρύπτεται. Τέλος, προς αποφυγή παρερμηνειών, καθορίζεται με σαφήνεια ο τρόπος αντιμετώπισης των φορολογικών στοιχείων στα οποία αναγράφεται αξία κατώτερη ή ανώτερη της πραγματικής. Συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις αυτές, τα πιο πάνω στοιχεία θα θεωρούνται ως ανακριβή και ως μερικώς εικονικά, αντίστοιχα.

Άρθρο 20

Αυτουργοί και συνεργοί

Με το άρθρο αυτό καθορίζεται, ποια πρόσωπα θεωρούνται αυτουργοί και συνεργοί των αδικημάτων φοροδιαφυγής, κατά τρόπο σαφή και ενιαίο για όλες τις μορφές των αδικημάτων αυτών. Ο ως άνω καθορισμός των πιο πάνω προσώπων, κρίθηκε απαραίτητος, καθόσον οι μέχρι τώρα σχετικές διατάξεις είναι διάσπαρτες και συγκεχυμένες, με αποτέλεσμα τη δημιουργία παρερμηνειών και αντιδικιών. Οι νέες διατάξεις αποτελούν ουσιαστικά ενσωμάτωση και ενοποίηση των ήδη υφιστάμενων σχετικών διατάξεων (παράγραφος 3 άρθρο 93 και άρθρο 94 του ν. 2238/ 1994, παράγραφος 3 άρθρο 31 του ν. 1591/1986, παράγραφοι 3, 4 και 5 άρθρο 45 του ν. 2065/1992), οι οποίες όμως αναδιατυπώνονται, τροποποιούνται και συμπληρώνονται, ώστε να είναι σαφείς και να καλύπτουν κάθε πιθανή περίπτωση.

Ειδικότερα, οι εν λόγω διατάξεις καθορίζουν ποια πρόσωπα θεωρούνται:

α) αυτουργοί αδικήματος φοροδιαφυγής σε περιπτώσεις: - ημεδαπών ανωνύμων εταιριών - ομόρρυθμων ή ετερόρρυθμων εταιριών ή εταιριών περιορισμένης ευθύνης - συνεταιρισμών - κοινοπραξιών, κοινωνιών, αστικών, συμμετοχικών ή αφανών εταιριών - αλλοδαπών επιχειρήσεων και οργανισμών γενικά - διαχείρισης αλλότριας περιουσίας - επιτροπίας ή κηδεμονίας ή διοίκησης αλλότριων κατά τις διατάξεις του Α.Κ.,

β) αναγκαίοι συνεργοί σε κάθε περίπτωση αδικήματος φοροδιαφυγής. Περαιτέρω στην παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου τίθεται προϋπόθεση καταδίκης των πιο πάνω προσώπων και ορίζεται ότι τα πρόσωπα αυτά τιμωρούνται, εφόσον εγνώριζαν ή λόγω ιδιότητας και περιστάσεων γίνεται σαφές ότι εγνώριζαν για τη διάπραξη του αδικήματος, θεωρουμένου κατά μαχητό τεκμήριο ότι κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων τα εν λόγω πρόσωπα έχουν σχετική γνώση.

Άρθρο 21

Προσφυγή - Ποινική δίωξη - Παραγραφή

Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού καθορίζεται με σαφήνεια η ακολουθούμενη διαδικασία άσκησης ποινικής δίωξης, ανάλογα με την περίπτωση του αδικήματος και ρυθμίζονται διάφορα συναφή θέματα, όπως της αρμοδιότητας των δικαστηρίων, παραγραφής των αδικημάτων και παράστασης στο δικαστήριο εκπροσώπου του Δημοσίου ως πολιτικώς ενάγοντος. Τα παραπάνω θέματα αντιμετωπίζονται μέχρι τώρα από τις διατάξεις των παραγράφων 6 έως 9 άρθρο 93 και άρθρο 94 του ν. 2238/1994 και άρθρο 32, ν.1591/1986 και 41 του ν. 1884/1990, όπως αυτά ισχύουν, πλην όμως οι διατάξεις αυτές χρήζουν επαναθεώρησης και επανεξέτασης, ώστε να είναι συμβατές και προσαρμοσμένες στο πνεύμα των νέων διατάξεων περί αδικημάτων φοροδιαφυγής και συγχρόνως σαφείς και αποτελεσματικές.

Ειδικότερα από τις επί μέρους παραγράφους του εν λόγω άρθρου προβλέπονται τα ακόλουθα:

α) Ορίζεται τακτή προθεσμία έξι (6) μηνών για την εκδίκαση των υποθέσεων που εμπίπτουν στα άρθρα 17 και 18 του σχεδίου νόμου σε κάθε βαθμό διοικητικού δικαστηρίου, καθώς και για την καθαρογραφή, θεώρηση και κοινοποίηση των αποφάσεων στους διαδίκους. Παράλληλα, τα πιο πάνω δικαστήρια υποχρεούνται να καθορίζουν στην απόφασή τους τα ποσά των αποκρυβέντων καθαρών εισοδημάτων και των αναλογούντων και οφειλόμενων, κατά περίπτωση, φόρων και των διαφορών αυτών.

β) Συνεχίζει να υφίσταται διαφοροποίηση ως προς το χρόνο άσκησης της ποινικής δίωξης, ανάλογα με το είδος του αδικήματος. Έτσι για αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του σχεδίου νόμου (παράλειψη υποβολής ή υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, μη απόδοση ή ανακριβής απόδοση Φ.Π.Α. και παρακρατούμενων φόρων, τελών ή εισφορών) η ποινική δίωξη δεν αρχίζει πριν από την τελεσιδικία της υπόθεσης ή την οριστικοποίησή της επί μη άσκησης προσφυγής. Για αδικήματα όμως του άρθρου 19 του σχεδίου νόμου (έκδοση ή αποδοχή πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων) η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα με την ολοκλήρωση του ελέγχου.

γ) Θεσμοθετείται υποχρέωση των ποινικών δικαστηρίων να δεσμεύονται ως προς το φορολογικό μέρος από την τελεσίδικη κρίση των διοικητικών δικαστηρίων και καθορίζεται η διαδικασία διαβίβασης στον αρμόδιο εισαγγελέα της τελεσίδικης απόφασης των διοικητικών δικαστηρίων για την περαιτέρω άσκηση της ποινικής δίωξης.

δ) Πέραν των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο άρθρο 19 του σχεδίου νόμου ορίζονται οι λοιπές περιπτώσεις στις οποίες η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. Συγκεκριμένα ορίζεται ότι ο προϊστάμενος της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας υποβάλλει σχετική μηνυτήρια αναφορά: δα) εφόσον δεν ασκήθηκε προσφυγή κατά του οικείου φύλλου ελέγχου, δβ) σε περίπτωση που ασκήθηκε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, πλην όμως αυτή απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους από το αρμόδιο δικαστήριο.

ε) Καθορίζονται τα δικαστήρια που είναι αρμόδια, κατά περίπτωση, για την εκδίκαση των αδικημάτων φοροδιαφυγής.

στ) Τονίζεται με σαφήνεια ότι τα εν λόγω αδικήματα είναι αυτοτελή και ανεξάρτητα μεταξύ τους και ότι οι σχετικές ποινές επιβάλλονται ανεξάρτητα από τις λοιπές κυρώσεις και την προσωποκράτηση.

η) Ορίζεται ότι δεν επιτρέπεται μετατροπή της ποινής σε περίπτωση δεύτερης και κάθε περαιτέρω υποτροπής και ότι εφόσον πρόκειται για κακουργήματα εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 20 και 21 του ν. 663/1977.

θ) Ρυθμίζεται το θέμα του χρόνου έναρξης της παραγραφής των πιο πάνω αδικημάτων και ορίζεται ότι η παραγραφή αρχίζει από το τέλος του έτους κατά το οποίο διαπιστώθηκε η τέλεση του αδικήματος από τη φορολογική αρχή.

ι) Ορίζεται ότι στις περιπτώσεις που ασκείται δίωξη σε βαθμό πλημμελήματος, το Δημόσιο μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο ως πολιτικός ενάγων, με τον προϊστάμενο της αρμόδιας φορολογικής αρχής ή τον οριζόμενο από αυτόν υπάλληλο.

ια) Κατά τα λοιπά γίνεται παραπομπή στις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και του γενικού μέρους του Ποινικού Κώδικα.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

Άρθρο 22

Διοικητικές κυρώσεις για τη μη καταβολή χρεών Προσωποκράτηση

1. Mε την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού καθιερώνεται εκ νέου το ανώτατο όριο στην προσαύξηση εκπρόθεσμης καταβολής. Ανώτατο όριο υπήρχε ανέκαθεν αλλά απλώς κυμαινόταν ως προς το ύψος (οροφή) του. Όταν καταργήθηκε με υπουργική απόφαση το έτος 1992 ανερχόταν σε ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) σε σχέση με τη βασική οφειλή και σε εκατόν είκοσι τοις εκατό (120%) ειδικά για τους παρακρατούμενους φόρους. Σήμερα ήδη οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής των παλαιών χρεών ανέρχονται σε ποσοστό διακόσια εξήντα έξι τοις εκατό (266%) και διακόσια ογδόντα έξι τοις εκατό (286%) αντίστοιχα της οφειλής. Η κατάργηση του ανώτατου ορίου στην προσαύξηση λειτούργησε αρνητικά όλα αυτά τα χρόνια στην είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Ουσιαστικά σε πολλές περιπτώσεις αποτρέπει τον οφειλέτη από την καταβολή κάθε προσπάθειας για τακτοποίηση των προς το Δημόσιο χρεών του αφού του δημιουργεί- δικαιολογημένη πολλές φορές - πεποίθηση ότι δεν πρόκειται ποτέ να εξοφλήσει τα χρέη του. Με την επαναφορά του ορίου σε ύψος το οποίο υπερκαλύπτει τη σημερινή ποσοστιαία προσαύξηση των παλαιότερων χρεών προσδοκάται ότι πολλοί οφειλέτες του Δημοσίου που έχουν έστω και ελάχιστες δυνατότητες καταβολής θα τις εξαντλήσουν στην προσπάθειά τους να τακτοποιήσουν τις οφειλές τους, αφού κάθε ποσό που θα καταβάλλουν από ένα χρονικό σημείο και ύστερα θα έχει ως συνέπεια τη μείωση του χρέους τους.

2. Με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού καταργούνται διατάξεις οι οποίες έχουν περιληφθεί στην προηγούμενη παράγραφο.

3. Με την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται το άρθρο 7 του ν. 2120/1993, το οποίο προβλέπει το κλείσιμο καταστημάτων, γραφείων, κ.λπ. επαγγελματικών εγκαταστάσεων στις περιπτώσεις οφειλών προς το Δημόσιο. Η διάταξη γίνεται λειτουργικότερη και ρυθμίζει τις περιπτώσεις στις οποίες αναφέρεται με περισσότερες λεπτομέρειες ώστε να υπάρχει πλήρης και σαφής πρόβλεψη των σχετικών διαδικασιών εφαρμογής της. Ακόμη τίθεται κατώτατο όριο για την επιβολή του μέτρου (συνολική οφειλή δέκα εκατομμύρια δραχμές), ώστε να αποφεύγονται τυχόν υπερβολές και υπάρχει ρητή πρόβλεψη για την άσκηση ένδικου μέσου κατά της λήψης του.

4. Mε την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού επεκτείνεται το μέτρο της προσωποκράτησης, όπως ισχύει για το Δημόσιο, και για την είσπραξη χρεών προς τρίτους πλην ιδιωτών που εισπράττονται κατά Κ.Ε.Δ.Ε.

5. Με τις παραγράφους 5 και 6 του άρθρου αυτού κρίνεται, ότι είναι απαραίτητο να τροποποιηθεί η νομοθεσία για την προσωπική κράτηση για χρέη προς το Δημόσιο, προκειμένου να διαφοροποιείται η αντιμετώπιση των οφειλετών από φόρους που παρακρατήθηκαν ή εν πάση περιπτώσει εισπράχθηκαν προκειμένου να αποδοθούν στο Δημόσιο, ανεξάρτητα από το αν από τους σχετικούς νόμους προβλέπεται η δυνατότητα επίρριψης τους στην κατανάλωση, καθώς και από δάνεια που χορηγήθηκαν με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου και εισπράττονται υπέρ αυτού μετά την κατάπτωση της εγγύησης. Ο λόγος της ανωτέρω διαφοροποίησης είναι προφανής, καθόσον, όσον αφορά τις παραπάνω περιπτώσεις, είτε παρακρατήθηκαν ή εισπράχθηκαν για λογαριασμό του Δημοσίου απαιτήσεις του, χωρίς να αποδοθούν σ' αυτό τα σχετικά ποσά, είτε, το Δημόσιο, εκταμίευσε χρηματικά ποσά, ως εγγυητής, κατά περίπτωση. Η ανωτέρω διαφοροποίηση όσον αφορά στις βαριάς μορφής παραβάσεις που σχετίζονται με τους πιο πάνω φόρους μπορεί να λειτουργήσει μέχρι ένα βαθμό προληπτικά και κατασταλτικά. Επίσης, κρίθηκε σκόπιμο να οριστεί σαφώς με διάταξη νόμου ποιος είναι αρμόδιος να υπογράφει και να καταθέτει στο δικαστήριο τις αιτήσεις για την επιβολή του μέτρου της προσωπικής κράτησης.

6. Με την παράγραφο 7 ορίζεται ο τρόπος εκτέλεσης της περί προσωποκράτησης δικαστικής απόφασης, επαναφέρεται σε ισχύ η διάταξη της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 46 του ν. 2065/1992, το οποίο καταργήθηκε, με την παράγραφο 4 του άρθρου 33 του ν. 2214/1994 και πληρώνεται το κενό που δημιουργήθηκε. 7. Με τις παραγράφους 8 και 9 κρίθηκε ότι είναι απαραίτητο να οριστούν ρητά, οι εκπρόσωποι των νομικών προσώπων κ.λπ. κατά των οποίων διατάσσεται προσωπική κράτηση, προκειμένου έτσι, να αποφευχθεί η ταλαιπωρία προσώπων, που δεν προσωποκρατούνται κατά τις κείμενες διατάξεις. 8. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 7 του ν.1867/1989 η προσωπική κράτηση οφειλετών του Δημοσίου κ.λπ. αναστέλλεται αν ο κρατούμενος καταβάλλει τμήμα του χρέους το οποίο κατά την κρίση του προέδρου του δικαστηρίου είναι εύλογο. Το δικαίωμα αυτό δεν είναι δυνατό να ασκηθεί περισσότερο από δύο (2) φορές. Στην παράγραφο 15 του άρθρου 15 του ν. 2198/1994 ορίζεται ότι για όσο χρονικό διάστημα ο οφειλέτης είναι συνεπής στις αποφάσεις παροχής διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων χρεών αναστέλλεται η εκτέλεση των αποφάσεων προσωπικής κράτησης του άρθρου 46 του ν. 2065/1992. Προς άρση των σχετικών αμφισβητήσεων και επειδή η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 7 του ν.1867/1989 είναι χρονοβόρα και επειδή η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας δεν είναι στόχος του κράτους αλλά και για λόγους επιείκειας προς τους οφειλέτες, οι οποίοι θα μπορούν περισσότερες από δύο (2) φορές που ορίζει το άρθρο 7 του ν.1867/1989 να ζητούν διευκόλυνση τμηματικής καταβολής των χρεών τους προκειμένου να μην εκτελούνται οι αποφάσεις προσωποκράτησής τους, κρίνεται σκόπιμη με την προτεινόμενη παράγραφο 10 του παρόντος άρθρου η συμπλήρωση της νομοθεσίας.

Άρθρο 23

Ποινικές κυρώσεις για τη μη καταβολή χρεών

1.Με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται το παραπάνω άρθρο 25 του ν.1882/1990 και ποινικοποιείται η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους, πλην ιδιωτών που εισπράττονται από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες και τα τελωνεία. Επειδή διέρρευσε μεγάλο χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της ευθύνης με το ν. 1882/1990, αναπροσαρμόζονται τα ποσά για τα οποία υπάρχει η ευθύνη αυτή. Οι προβλεπόμενες ποινές και το όριο των οφειλών πάνω από τις οποίες υπάρχει ποινική ευθύνη διαφοροποιούνται ανάλογα της φύσης των οφειλών. Για τους παρακρατούμενους, τους επιρριπτόμενους και τους για λογαριασμό του Δημοσίου εισπραττόμενους και οφειλόμενους φόρους και για τα οφειλόμενα δάνεια που είχαν χορηγηθεί με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου οι ποινές είναι βαρύτερες και μικρότερο το ποσό πάνω από το οποίο υπάρχει ευθύνη. Η διάκριση κρίνεται απαραίτητη γιατί οι οφειλέτες στην πρώτη περίπτωση, αν και για ορισμένο χρονικό διάστημα στην πραγματικότητα αυτοχρηματοδοτήθηκαν με τα παρακρατηθέντα και για λογαριασμό του Δημοσίου εισπραχθέντα ποσά δεν τα απέδωσαν στο Δημόσιο στις ημερομηνίες που ορίζονται από τους νόμους, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, αν και έλαβαν δάνεια ή εγγυήθηκαν για την καταβολή τους, δεν φρόντισαν να τα εξοφλήσουν με αποτέλεσμα να καταπέσει η εγγύηση του Δημοσίου, να καταβληθούν αυτά από τον κρατικό προϋπολογισμό στους πιστωτικούς οργανισμούς που τα χορήγησαν και έτσι να επιβαρυνθεί τις δικές τους οικονομικές ενισχύσεις το κοινωνικό σύνολο. Για την άρση ερμηνευτικών προβλημάτων ορίζεται ότι μπορεί να κριθεί ατιμώρητη η παράβαση της προθεσμίας καταβολής χρεών μόνο στην περίπτωση που το ποσό, για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη καταβληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης. Επειδή υπήρξαν διαφορετικές ερμηνείες της διάταξης της περίπτωσης β' της παραγράφου 2 του αντικαθιστάμενου άρθρου διευκρινίζεται ποιοι είναι οι πράγματι ευθυνόμενοι ποινικά, για τη μη καταβολή χρεών, που οφείλονται από ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρίες και επιχειρείται να παταχθεί η καταχρηστική σε πολλές περιπτώσεις απουσία ή έλλειψη διαχειριστών εταιριών περιορισμένης ευθύνης, οι οποίοι είναι ποινικά υπεύθυνοι για την καταβολή των χρεών των νομικών προσώπων που εκπροσωπούν. Επίσης, για την άρση αμφισβητήσεων ορίζεται ρητά, ότι οι εκπρόσωποι νομικών προσώπων υπέχουν ποινική ευθύνη και για χρέη που βεβαιώθηκαν σε βάρος των νομικών προσώπων που εκπροσωπούσαν, έστω και αν στο μεταξύ αυτά λύθηκαν, εφόσον τα χρέη γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο που τα εκπροσωπούσαν. Προκειμένου να προσδιοριστεί ο χρόνος μετά τη συμπλήρωση του οποίου υπέχουν ποινική ευθύνη οι κληρονόμοι για τα χρέη του κληρονομούμενου, ορίζεται ρητά με τη διάταξη αυτή ότι αρχίζει μετά ένα (1) έτος από την πάροδο της προς αποποίηση της κληρονομίας ή κληροδοσίας προθεσμίας. Κρίθηκε ότι ενδείκνυται να ενοποιηθούν οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου που αντικαθίσταται και της παραγράφου 8 του άρθρου 20 του ν. 2298/ 1995, που προβλέπουν ότι με την παροχή αρμοδίως διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής του χρέους, για το οποίο πρέπει να ζητηθεί ή ζητήθηκε ποινική δίωξη, ή εκδόθηκε απόφαση και εφόσον τηρείται η σχετική απόφαση διευκόλυνσης αναστέλλεται η δίωξη ή η εκτέλεση της απόφασης. Επειδή δεν υπήρχε πρόβλεψη στη σχετική νομοθεσία για το χρόνο παραγραφής του αδικήματος, με τις προτεινόμενες διατάξεις, αυτός ορίζεται πενταετής από τη συμπλήρωση της παραγραφής του χρέους για το οποίο έπρεπε να ζητηθεί. Για την άρση αμφισβητήσεων για το αν ευθύνονται ποινικά και οι εγγυητές χρεών και οι συνυπόχρεοι καταβολής χρεών γενικότερα, ορίζεται ρητά ότι υπάρχει η ευθύνη αυτή. Επίσης ορίζεται ότι κατά των εγγυητών και λοιπών συνυπόχρεων καταβολής χρεών γενικότερα λαμβάνονται όλα τα μέτρα που προβλέπονται από τη νομοθεσία κατά των πρωτοφειλετών χωρίς να απαιτείται βεβαίωση σε βάρος τους των χρεών αυτών. Τέλος, ορίζεται ότι η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης για την εναρμόνιση με τα ισχύοντα προκειμένου περί υποβολής αίτησης για προσωποκράτηση.

2. Με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού προβλέπεται ρητά, ότι αν εκδόθηκαν αποφάσεις δικαστηρίων για χρέη μικρότερα των οριζόμενων με την προηγούμενη παράγραφο και δεν έχουν εκτελεστεί, δεν εκτελούνται. Αν άρχισε η εκτέλεσή τους διακόπτεται. Επίσης δεν εισάγονται για συζήτηση οι αιτήσεις για ποινική δίωξη ή ένδικα μέσα κατά των πρωτόδικων αποφάσεων για χρέη κατώτερα των οριζόμενων από την προηγούμενη παράγραφο.

3. Με την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται το άρθρο 5 του α.ν.1819/1951, το οποίο προβλέπει επιβολή προσαύξησης εκατό τοις εκατό (100%) για την περίπτωση που ιδιωτική επιταγή εκδοθείσα εις διαταγή του Ελληνικού Δημοσίου προς εξόφληση οφειλής υποχρέου επιστρέφεται ακάλυπτη από την οικεία τράπεζα. Με την προτεινόμενη διάταξη η προσαύξηση αυτή μειώνεται στο πενήντα τοις εκατό (50%) για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι εκδότες ακάλυπτων επιταγών καταβάλλουν το ισόποσο της επιταγής για τακτοποίηση της οφειλής για την οποία αυτή είχε εκδοθεί εντός πενθημέρου από την επιστροφή της ως απλήρωτη από την Τράπεζα της Ελλάδος. Είναι προφανές ότι με την προτεινόμενη διάταξη παρέχεται ισχυρό κίνητρο για την έγκαιρη καταβολή του ισόποσου της επιταγής στο Δημόσιο. Εκτός αυτού η διατήρηση μιας τόσο αυστηρής διάταξης σε μία εποχή διαφορετική από εκείνη που θεσπίστηκε οπωσδήποτε δεν ενδείκνυται, αφού αποβαίνει σε βάρος των συναλλαγών και αντίκειται στο πνεύμα και τις συνθήκες της σημερινής οικονομικής δρστηριότητας. Τις περισσότερες φορές η έκδοση μιας ακάλυπτης επιταγής δεν οφείλεται σε δόλο του εκδότη αλλά σε κακούς υπολογισμούς, ατυχείς συγκυρίες κ.λπ. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι για παρεμφερείς λόγους καταργήθηκε πρόσφατα και η αυτεπάγγελτη άσκηση ποινικής δίωξης για την έκδοση ακάλυπτων επιταγών αλλά γίνεται κατ' έγκλιση.

Άρθρο 24

Γενικές και μεταβατικές διατάξεις

1. Με τη διάταξη της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου ορίζεται ότι το ποινολόγιο που θεσπίζεται με αυτό το νομοσχέδιο δεν εφαρμόζεται για τις τελωνειακές παραβάσεις, εκτός από τις διατάξεις αυτού που αναφέρονται στις διοικητικές κυρώσεις για τη μη καταβολή χρεών και στην προσωποκράτηση (άρθρο 22), καθώς και στις ποινικές κυρώσεις για τη μη καταβολή χρεών (άρθρο 23).

2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού ορίζεται μεταξύ των άλλων ότι δεν συντελείται διοικητικός ή δικαστικός συμβιβασμός, αν κατά την υπογραφή των πράξεων αυτών δεν καταβληθεί το 1/5 του οφειλόμενου κύριου και πρόσθετου φόρου ή προστίμου. Ειδικά στη φορολογία κληρονομιών ορίζεται ότι η καταβολή του ποσοστού αυτού γίνεται και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παράγραφος 1 εδάφιο δεύτερο του ν. 2097/1952, που προβλέπει τη δυνατότητα εξόφλησης του οφειλόμενου φόρου κληρονομίας με μεταβίβαση κληρονομιαίων ακινήτων στο Δημόσιο, σε περίπτωση οικονομικής αδυναμίας τον οφειλέτη.

3. Με την παράγραφο 3 και προς αποφυγή παρανοήσεων και παρερμηνειών, αλλά και για λόγους ίσης μεταχείρισης και εναρμόνισης με τις νέες διατάξεις, ορίζεται ότι τα ανώτατα όρια πρόσθετων φόρων που προβλέπονται από την παράγραφο 4 άρθρο 2 του σχεδίου νόμου, εφαρμόζονται χωρίς να εξετάζεται ο χρόνος γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης. Συνεπώς, τα ανώτατα αυτά όρια θα εφαρμόζονται και για επιβαλλόμενους εφεξής πρόσθετους φόρους σε περιπτώσεις εκπρόθεσμων ή ανακριβών δηλώσεων ή μη υποβολής δηλώσεων που αφορούν προγενέστερες χρήσεις.

4. Με την παράγραφο 4 και για τους ίδιους, ως άνω λόγους, ορίζεται ότι τα πρόστιμα του Κ.Β.Σ. και της παραγράφου 2 άρθρο 48 ν.1642/1986 που διαπράχθηκαν μέχρι το χρόνο έναρξης ισχύος των σχετικών διατάξεων αυτού του σχεδίου νόμου, κρίνονται με αυτές τις διατάξεις, αν αυτές είναι επιεικέστερες και εφόσον δεν έχουν εκδοθεί οι σχετικές αποφάσεις από τις Δ.Ο.Υ. ή έχουν εκδοθεί αυτές αλλά εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και του Σ.τ.Ε. Τα πρόστιμα όμως αυτά δεν μπορεί να μειωθούν σε ποσό μικρότερο του είκοσι τοις εκατό (20%) του προστίμου που είχε αρχικά επιβληθεί. Προϋπόθεση για την ευνοϊκή αυτή μεταχείριση είναι η εφάπαξ καταβολή πριν από το συμβιβασμό του ποσού του προστίμου που προκύπτει από αυτόν. Παρέχεται όμως στο φορολογούμενο η ευχέρεια να καταβάλει το ποσό αυτό σε τέσσερις ίσες μηνιαίες δόσεις καταβάλλοντας την πρώτη πριν από την υπογραφή του σχετικού πρακτικού και προσκομίζοντας για το ποσό των υπόλοιπων δόσεων εγγυητική επιστολή τράπεζας χωρίς επιφύλαξη. Το ποσό της κάθε δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο από δέκα εκατομμύρια (10.000.000) δραχμές, εκτός από την τελευταία δόση στην οποία μπορεί να είναι και μικρότερο.

5. Με την παράγραφο 5 καθορίζεται ο τρόπος αντιμετώπισης των εκκρεμών ποινικών υποθέσεων, νοουμένων ως εκκρεμών και αυτών για τις οποίες δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη. Έτσι, ορίζεται ότι οι εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις εκδικάζονται με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις, εκτός αν η αντιμετώπισή τους με τις νέες ρυθμίσεις είναι ευμενέστερη.

Άρθρο 25

Καταργούμενες και διατηρούμενες διατάξεις

Οι διατάξεις του άρθρου αυτού αναφέρονται στις καταργούμενες και διατηρούμενες διατάξεις.

Ειδικότερα:

1. Με την παράγραφο 1 ορίζεται ρητά ότι από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του νόμου καταργείται κάθε άλλη διάταξη που προβλέπει την επιβολή πρόσθετων φόρων, προστίμων και διοικητικών και ποινικών κυρώσεων για παράβαση της φορολογικής εν γένει νομοθεσίας, στην οποία αναφέρεται ο κώδικας αυτός και ότι η επιβολή πρόσθετων φόρων, προστίμων και διοικητικών κυρώσεων θα αντιμετωπίζεται με βάση τις διατάξεις του νόμου αυτού. Εξάλλου κρίθηκε αναγκαίο να ορισθεί ότι όπου προβλέπεται η επιβολή πρόσθετου φόρου και προστίμου για συγκεκριμένες παραβάσεις επιβάλλεται μόνο πρόσθετος φόρος. Με τον τρόπο αυτόν αποφεύγεται η σωρευτική (διπλή) κύρωση για την ίδια παράβαση.

2. Με την παράγραφο 2 ορίζεται ρητά, για να μη δημιουργείται αμφισβήτηση ότι δεν θίγονται οι διατάξεις που προβλέπουν άλλες συνέπειες για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας, που δεν εμπίπτουν δηλαδή στις καθιερωμένες με τις διατάξεις του νόμου αυτού κυρώσεις (π.χ. ακυρωτικές), καθώς και διατάξεις που επιβάλλουν την υποχρέωση των δημόσιων αρχών για ενέργεια ή μη πράξεων σε σχέση με την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας (π.χ. απαγόρευση σύνταξης συμβολαιογραφικού εγγράφου κ.λπ. για τη μεταβίβαση αυτοκινήτου, σκάφους κλπ. εάν δεν έχει προσκομισθεί βεβαίωση του προϊστάμενου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ότι τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία έχουν περιληφθεί στη δήλωση που υπέβαλε ο υπόχρεος για τη φορολογία του εισοδήματος για το άμεσο φορολογούμενο έτος (ν. 1882/1990 άρθρο 1 παράγραφος 11).

3. Με την παράγραφο 3 ορίζεται ότι διατηρούνται σε ισχύ οι διατάξεις που προβλέπουν ποινικές κυρώσεις του άρθρου 10 του ν.1809/1988, του άρθρου 60 του Κώδικα Χαρτοσήμου και του άρθρου 12 παράγραφοι 10 και 12 του ν. 2328/1995. Ειδικότερα ως προς τις διατάξεις των παραγράφων 10 και 12 του άρθρου 12 του ν. 2328/1995, όπως ισχύουν, που αφορούν τις κυρώσεις ως προς τον ειδικό φόρο των τηλεοπτικών διαφημίσεων και το αγγελιόσημο, κρίθηκε αναγκαίο να διατηρηθούν γιατί αποτελούν ρυθμίσεις στα πλαίσια των γενικότερων ρυθμίσεων που έγιναν με το ν. 2328/1995 ως προς τις διαφημίσεις. 4. Με την παράγραφο 4 ορίζεται ότι οι υφιστάμενες διατάξεις που αναφέρονται στην απαγόρευση εξόδου από τη χώρα και τη χορήγηση πιστοποιητικού φορολογικής ενημερότητας εξακολουθούν να ισχύουν. 5. Με την παράγραφο 5 κρίθηκε αναγκαίο να ορισθεί ρητά η διατήρηση ορισμένων διατάξεων με τις οποίες ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα διοικητικών κυρώσεων και προστίμων.

Αθήνα, 7 Ιουλίου 1997

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Γιάννος Παπαντωνίου    
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Ευάγγελος Γιαννόπουλος


ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δεν θέλετε να συμπληρώνετε το κείμενο αυτό σε κάθε αναζήτηση σας; Αρκεί απλά να γραφτείτε δωρεάν στο Forin.gr πατώντας εδώ ή να συνδεθείτε με τον λογαριασμό σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!