ΣτΕ 474/1998 Η έκθεση ελέγχου ως δημόσιο έγγραφο
Αριθμός 474/1998
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ B'
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Ιανουαρίου 1998 με την εξής σύνθεση : Θ. Χατζηπαύλου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου του Συμβούλου που είχαν κώλυμα, Σ. Καραλής, Ν. Σκλίας, Σύμβουλοι, Ε. Αναγνωστοπούλου, Σ. Βιτάλη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Μπερδεμπέ, Γραμματέας του Β' Τμήματος.
Για να δικάσει την από 28 Αυγούστου 1989 αίτηση: τ ο υ Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) ΙΕ' Αθηνών, ο οποίος παρέστη με τον Θ. Ψυχογυιό, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κ α τ ά του Νικολάου Δημητρίου του Αναστασίου, κατοίκου Αθηνών, οδός Η. αρ. 64, Μιχ. Βόδα, ο οποίος δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθ. 5795/1988 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Ε. Αναγνωστοπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου, και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως δεν απαιτείται , κατά το νόμο, καταβολή τελών και παραβόλου.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της υπ' αριθ. 5795/1988 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, κατ' αποδοχήν εφέσεως του αναιρεσιβλήτου, εξαφανίστηκε η υπ' αριθ. 7420/1986 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και στη συνέχεια, κατόπιν αποδοχής προσφυγής του ιδίου, ακυρώθηκε η υπ' αριθ. 173/1984 πράξη επιβολής προστίμου για παράβαση του Κ.Φ.Σ., του Οικονομικού Εφόρου ΙΕ' Αθηνών.
3. Επειδή, στις παρ. 1 και 9 του άρθρου 45 του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων (π.δ.99/1977, Α' 34) προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι ο Οικονομικός Έφορος ή ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Προληπτικού Φορολογικού Ελέγχου (Υ.Π.Φ.Ε.), ήδη δε (π.δ. 960/1978, Α' 237) ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Ελέγχου Διακινήσεως Αγαθών (ΥΠ.Ε.Δ.Α.) ή οι οριζόμενοι από αυτούς υπάλληλοι δικαιούνται οποιαδήποτε εργάσιμη για τον υπόχρεο ώρα, να ελέγχουν και να θεωρούν όλα τα βιβλία και στοιχεία που ορίζονται από τον κώδικα αυτόν ή από άλλους νόμους. Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 47 του ίδιου κώδικα ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ο αρνούμενος να διευκολύνει τον φορολογικό έλεγχο και γενικά εκείνος που παραβαίνει τις διατάξεις του κώδικα αυτού τιμωρείται για κάθε παράβαση με πρόστιμο, καθώς και ότι ως παράβαση που επισύρει αυτοτελώς την επιβολή προστίμου νοείται και η άρνηση του υποχρέου να διευκολύνει το φορολογικό έλεγχο, όπως και κάθε νέα άρνησή του. Εξ άλλου, στο άρθρο 123 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (π.δ. 331/1985, Α' 116) προβλέπεται ότι αποδεικτικά μέσα είναι και τα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και οι εκθέσεις ελέγχου των φορολογικών οργάνων, περαιτέρω δε στο άρθρο 144 του ίδιου κώδικα ορίζεται ότι "1. 'Εγγραφα που έχουν συνταχτεί σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους από το αρμόδιο καθ' ύλην και κατά τόπο δημόσιο όργανο (δημόσια έγγραφα) αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλα όσα βεβαιώνεται σ' αυτά ότι έγιναν από εκείνον που τα συνέταξε ή ενώπιόν του, ως προς τα οποία μόνο για πλαστότητα μπορούν να προσβληθούν.
2. Κατά τα λοιπά, το περιεχόμενο των δημόσιων και των άλλων εγγράφων εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο...". Τέλος στο άρθρο 145 του αυτού κώδικα ορίζεται ότι η διάταξη της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου ισχύει και για τις εκθέσεις ελέγχου που συντάσσονται από τα φορολογικά όργανα, εκτός από τις πληροφορίες η ομολογίες του ελεγχομένου που αναφέρονται σ' αυτές.
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, με την ένδικη πράξη της φορολογικής αρχής, στηριχθείσα στην από 15-10-1983 έκθεση ελέγχου των αρμοδίων υπαλλήλων της ΥΠ.Ε.Δ.Α., επεβλήθη εις βάρος του αναιρεσιβλήτου πρόστιμο για το λόγο ότι στις 3-12-1983 ενώ γινόταν έλεγχος στην περιοχή της πλατείας Βάθης, το επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως, ιδιοκτησίας του αναιρεσιβλήτου, που περνούσε από την οδό Μάρνη με κατεύθυνση την οδό Μενάνδρου, δεν στάθμευσε για έλεγχο, παρά το ειδικό σήμα σταθμεύσεως που απευθύνθηκε στον οδηγό του, και διέφυγε προς την οδό Καρόλου, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί ο φορολογικός έλεγχος, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 45 παρ. 1 και 47 παρ. 1 του Κ.Φ.Σ. (π.δ.99/1977). Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι ναι μέν η έκθεση ελέγχου ως προς τις διαπιστώσεις του ελεγκτού αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο που προσκομίζεται από τη φορολογική αρχή για την απόδειξη των ισχυρισμών της, η έκθεση, όμως, αυτή ως δημόσιο έγγραφο, αποτελεί πλήρη απόδειξη για όλα όσα βεβαιώνονται σ' αυτήν ότι έγιναν από τον συντάκτη της ή ενώπιόν του, ως προς τα οποία μόνον για πλαστότητα μπορεί να προσβληθεί, ενώ κατά τα λοιπά (διαπιστώσεις, κρίσεις κ.α.) εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο το οποίο δεν δεσμεύεται από αυτήν. Λαμβάνοντας δε υπόψη τα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι ο αναιρεσίβλητος δεν υπέπεσε στην παράβαση που του αποδίδεται δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι αντιλήφθηκε το ειδικό σήμα σταθμεύσεως (STOP) που του απηύθυναν οι ελεγκτές της ΥΠ.Ε.Δ.Α. και ότι επομένως εσφαλμένα με την πρωτόδικη απόφαση έγινε εν μέρει μόνον δεκτή η προσφυγή του αναιρεσιβλήτου αντί να ακυρωθεί η ένδικη πράξη επιβολής προστίμου. Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νομίμου βάσεως διότι αν και δέχθηκε το δικάσαν δικαστήριο ότι η έκθεση ελέγχου ως δημόσιο έγγραφο αποτελεί πλήρη απόδειξη για όλα όσα βεβαιώνονται σ' αυτήν ότι έγιναν από το συντάκτη της ή ενώπιόν του, στη συνέχεια δέχθηκε ότι δεν απεδείχθη ότι ο αναιρεσίβλητος αντελήφθη το ειδικό σήμα σταθμεύσεως που του απήυθυναν οι ελεγκτές, η δε έκθεση ελέγχου δεν δημιουργεί πλήρη απόδειξη για το γεγονός αυτό. Ο μόνος αυτός λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, ως ορθώς εδέχθη και η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την παρ. 1 του ως άνω άρθρου 144 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, πλήρη απόδειξη αποτελούν τα δημόσια έγγραφα μόνον "για όλα όσα βεβαιώνεται σ' αυτά ότι έγιναν από εκείνον που τα συνέταξε ή ενώπιόν του", δεν εμπίπτει δε στη διάταξη αυτή η κρίση των αρμοδίων ελεγκτικών οργάνων ότι ο οδηγός αυτοκινήτου αντελήφθη τα σήματα σταθμεύσεως και, επομένως, η σχετική βεβαίωση που περιέχεται στην έκθεση ελέγχου δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη αλλά εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο της ουσίας, κατά την παρ. 2 του αυτού άρθρου 144. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Διάταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 21 Ιανουαρίου 1997
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος
Θ. Χατζηπαύλου
Η Γραμματέας του Β' Τμήματος
Μ. Μπερδεμπέ
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 4ης Φεβρουαρίου 1998.
Ο Πρόεδρος του Β' Τμήματος
Κ.Γ. Χαλαζωνίτης
Η Γραμματέας του Β' Τμήματος
Μ. Μπερδεμπέ
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!