Εκσυγχρονίστε και αναβαθμίστε τη ψηφιακή υποδομή του λογιστικού σας γραφείου!

Μάθετε περισσότερα

Ο φορολογικός σας σύμβουλος! Αποκτήστε πρόσβαση στη γνώση από €8,33/ μήνα.

Μάθετε περισσότερα

Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων

Υ.Α. 206/52595/2022 Μέτρα για τους ελέγχους για την εξασφάλιση εφαρμογής της νομοθεσίας για ζωοτροφές

Αριθμ. 206/52595

ΦΕΚ B' 1106/14.03.2022

Καθορισμός των αναγκαίων συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/625 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (L 95) και άλλων εθνικών μέτρων, για τους επίσημους ελέγχους που διενεργούνται με σκοπό την εξασφάλιση της εφαρμογής της νομοθεσίας για τις ζωοτροφές.

Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις :

α) Της παρ. 7 του άρθρου 23 του ν. 4691/2020 «Ρυθμίσεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων για την αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό του αγροτικού τομέα και άλλες διατάξεις» (Α’ 108).

β) Των περ. β’ και δ’ της παρ. 2α του άρθρου 9 του ν.δ. 185/1973 (Α’ 262) «Περί μέτρων βελτιώσεως της κτηνοτροφίας» (Α’ 262), όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 34 του ν. 3147/2003 (Α’ 135).

γ) Του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα (άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005, Α’ 98).

δ) Του π.δ. 68/2021 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρώτριας Υπουργού και Υφυπουργών» (Α’ 155).

2. Τον Κανονισμό (ΕΕ) 2017/625 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2017 για τους επίσημους ελέγχους και τις άλλες επίσημες δραστηριότητες που διενεργούνται με σκοπό την εξασφάλιση της εφαρμογής της νομοθεσίας για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές και των κανόνων για την υγεία και την καλή μεταχείριση των ζώων, την υγεία των φυτών και τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, για την τροποποίηση των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) υπ’ αρ. 999/2001, (ΕΚ) υπ’ αρ. 396/2005, (ΕΚ) υπ’ αρ. 1069/2009, (ΕΚ) υπ’ αρ. 1107/2009, (ΕΕ) υπ’ αρ. 1151/2012, (EE) υπ’ αρ. 652/2014, (ΕΕ) 2016/429 και (ΕΕ) 2016/2031, των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) υπ’ αρ. 1/2005 και (ΕΚ) υπ’ αρ. 1099/2009 και των οδηγιών του Συμβουλίου 98/58/ΕΚ, 1999/74/ΕΚ, 2007/43/ΕΚ, 2008/119/ΕΚ και 2008/120/ΕΚ και για την κατάργηση των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) υπ’ αρ. 854/2004 και (ΕΚ) υπ’ αρ. 882/2004, των οδηγιών του Συμβουλίου 89/608/ΕΟΚ, 89/662/ΕΟΚ, 90/425/ΕΟΚ, 91/496/ΕΟΚ, 96/23/ΕΚ, 96/93/ΕΚ και 97/78/ ΕΚ και της απόφασης 92/438/ΕΟΚ του Συμβουλίου (κανονισμός για τους επίσημους ελέγχους) (L 95).

3. Την υπ’ αρ. 6310/9.9.2021 απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Συμεών Κεδίκογλου» (Β’ 4190).

4. Την υπ’ αρ. 3096/20-04-2021 (ΥΟΔΔ 323) κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων για το διορισμό της Χριστιάνας Καλογήρου του Δούκα στη θέση της Γενικής Γραμματέως Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.

5. Την από 25/10/2021 εισήγηση της Διεύθυνσης Ζωοτροφών και Βοσκήσιμων Γαιών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.

6. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, αποφασίζουμε:

Άρθρο 1

Σκοπός - Ορισμοί

1. Με την παρούσα απόφαση καθορίζονται τα αναγκαία συμπληρωματικά μέτρα για την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/625 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2017 (L 95) και άλλα εθνικά μέτρα, για τους επίσημους ελέγχους και τις άλλες επίσημες δραστηριότητες που διενεργούνται με σκοπό την εξασφάλιση της εφαρμογής της νομοθεσίας για τον τομέα της περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κανονισμού αυτού (εφεξής «Κανονισμός»).

2. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης ισχύουν οι ορισμοί του Κανονισμού.

Άρθρο 2

Κεντρική αρμόδια αρχή

Η Διεύθυνση Ζωοτροφών και Βοσκήσιμων Γαιών (ΔΖΒΓ) της Γενικής Διεύθυνσης Γεωργίας του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥΠΑΑΤ) ορίζεται ως κεντρική αρμόδια αρχή για την οργάνωση, την εποπτεία και το συντονισμό των επίσημων ελέγχων και των άλλων επίσημων δραστηριοτήτων, καθώς και την εφαρμογή του Κανονισμού στον τομέα των ζωοτροφών και της ασφάλειας των ζωοτροφών. Οι υπάλληλοι της ΔΖΒΓ μπορεί να συνδράμουν τους Επόπτες/τριες Κυκλοφορίας Ζωοτροφών (ΕΚΖ) του άρθρου 3 της παρούσας στους επίσημους ελέγχους, σε έκτακτες περιπτώσεις για την αποφυγή ή/και τη διαχείριση κρίσεων.

Άρθρο 3

Περιφερειακές αρμόδιες αρχές και Επόπτες/τριες Κυκλοφορίας Ζωοτροφών

1. Ως αρμόδιες αρχές για τη διεξαγωγή των επίσημων ελέγχων και των άλλων επίσημων δραστηριοτήτων στη χώρα για τον τομέα των ζωοτροφών και της ασφάλειας των ζωοτροφών (περιφερειακές αρμόδιες αρχές) ορίζονται:

α) Τα Τμήματα Αγροτικής Ανάπτυξης και Ελέγχων (ΤΑΑΕ) των Διευθύνσεων Αποκεντρωμένων Υπηρεσιών του ΥΠΑΑΤ. Σε κάθε ΤΑΑΕ ορίζονται ως ΕΚΖ ένας/μία υπάλληλος του κλάδου ΠΕ1 Γεωπονικού, με τουλάχιστον έναν/μία αναπληρωτή/τρια, του ίδιου κλάδου και αν δεν υπάρχει του κλάδου ΤΕ1 Γεωπονικού. Ο ορισμός, η ανανέωση της θητείας και η αντικατάσταση των ΕΚΖ γίνεται με απόφαση του/της προϊσταμένου/ης της Γενικής Διεύθυνσης Αποκεντρωμένων Δομών του ΥΠΑΑΤ, μετά από εισήγηση της οικείας Διεύθυνσης Αποκεντρωμένων Υπηρεσιών και η θητεία τους ορίζεται στα τρία (3) έτη. Υπάλληλοι που έχουν ορισθεί ως ΕΚΖ πριν τη δημοσίευση της παρούσας, εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους μέχρι τη λήξη της θητείας τους.

β) Οι Διευθύνσεις Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής (ΔΑΟΚ) των Περιφερειακών Ενοτήτων. Σε κάθε ΔΑΟΚ ορίζονται ως ΕΚΖ ένας/μία υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Γεωτεχνικών, ειδικότητας Γεωπονίας, σύμφωνα με το π.δ. 50/2001 με τουλάχιστον έναν/μία αναπληρωτή/τρια του ίδιου κλάδου και αν δεν υπάρχει του κλάδου ΤΕ Τεχνολόγων Γεωπονίας. Ο ορισμός, η ανανέωση της θητείας και η αντικατάσταση των ΕΚΖ γίνεται με απόφαση του/της Περιφερειάρχη, μετά από εισήγηση της οικείας ΔΑΟΚ και η θητεία τους ορίζεται στα τρία (3) έτη. Υπάλληλοι που έχουν ορισθεί ως ΕΚΖ πριν τη δημοσίευση της παρούσας, εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους μέχρι τη λήξη της θητείας τους.

2. Οι αποφάσεις ορισμού, ανανέωσης της θητείας ή αντικατάστασης των ΕΚΖ της παρ. 1 εκδίδονται σύμφωνα με υποδείγματα της κεντρικής αρμόδιας αρχής που αναρτώνται στο εσωτερικό δίκτυο (intranet) του ΥΠΑΑΤ και κοινοποιούνται σε αυτήν.

3. Ο επιμερισμός των επίσημων ελέγχων μεταξύ των ΕΚΖ των περιφερειακών αρμόδιων αρχών, καθορίζεται στο ετήσιο Εθνικό Πρόγραμμα Ελέγχου Ζωοτροφών (ΕΠΕΖ) της παρ. 2 του άρθρου 6.

4. Οι περιφερειακές αρμόδιες αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους σε θέματα κατάρτισης και ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με τους επίσημους ελέγχους του άρθρου 4, υπό την εποπτεία της κεντρικής αρμόδιας αρχής.

5. Οι ΕΚΖ εφοδιάζονται με ειδική ταυτότητα, την οποία εκδίδει ο/η προϊστάμενος/η της Γενικής Διεύθυνσης Αποκεντρωμένων Δομών του ΥΠΑΑΤ ή ο/η αρμόδιος/α Περιφερειάρχης αντίστοιχα, σύμφωνα με το υπόδειγμα 1 του παραρτήματος.

Άρθρο 4

Διαδικασίες επίσημων ελέγχων

1. Η κεντρική αρμόδια αρχή καταρτίζει, σύμφωνα με την παρ. 1 και την περ. β’ της παρ. 3 του άρθρου 12 του Κανονισμού, εγχειρίδιο επίσημων ελέγχων, το οποίο περιλαμβάνει γραπτές διαδικασίες για την ομοιόμορφη και τεκμηριωμένη διεξαγωγή των επίσημων ελέγχων στον τομέα των ζωοτροφών και της ασφάλειας των ζωοτροφών.

2. Οι ΕΚΖ διεξάγουν τους επίσημους ελέγχους με βάση τον κίνδυνο και με κατάλληλη συχνότητα σε όλους τους υπεύθυνους επιχειρήσεων ζωοτροφών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 9 του Κανονισμού και τα άρθρα 137 έως 139 του ν. 4512/2018 (Α’ 5), καθώς και για τον εντοπισμό ενδεχόμενων σκόπιμων παραβάσεων των κανόνων που αφορούν στον τομέα της περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κανονισμού, οι οποίες πραγματοποιούνται μέσω δόλιων ή παραπλανητικών πρακτικών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 9 του Κανονισμού.

3. Οι ΕΚΖ διεξάγουν τους επίσημους ελέγχους πριν τη διάθεση στην αγορά ζωοτροφών με σκοπό την έκδοση επίσημων πιστοποιητικών ή βεβαιώσεων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 9 του Κανονισμού.

4. Οι επίσημοι έλεγχοι διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 4, 5 και 6 του άρθρου 9 και την παρ. 1 του άρθρου 10 του Κανονισμού, καθώς και σύμφωνα με τις μεθόδους και τεχνικές του άρθρου 14 του Κανονισμού.

5. Οι ΕΚΖ έχουν δικαίωμα πρόσβασης και διενέργειας ελέγχου σε οποιαδήποτε επιχείρηση ζωοτροφών, όπως αυτή ορίζεται στην παρ. 5 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΚ) υπ’ αρ. 178/2002, καθώς και σε οποιοδήποτε χώρο υποκείμενο σε τελωνειακή επιτήρηση, για τη διαπίστωση της τήρησης της νομοθεσίας για τις ζωοτροφές.

6. Οι διαδικασίες της επαλήθευσης της αποτελεσματικότητας των επίσημων ελέγχων της παρ. 2 του άρθρου 12 του Κανονισμού για τον τομέα των ζωοτροφών και της ασφάλειας των ζωοτροφών, ορίζονται στην υπ’ αρ. 1156/82215/18.7.2016 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (Β’ 2440).

7. Οι υπάλληλοι της κεντρικής αρμόδιας αρχής, οι ΕΚΖ, καθώς και όσοι εμπλέκονται στις διαδικασίες των επίσημων ελέγχων και των άλλων επίσημων δραστηριοτήτων, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τηρούν τις υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας του άρθρου 8 του Κανονισμού. Επιπρόσθετα, οι υπάλληλοι της κεντρικής αρμόδιας αρχής και οι ΕΚΖ, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τηρούν τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 131 και των άρθρων 135, 136 και 143 του ίδιου Κανονισμού, καθώς και τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 (L 119 και διορθωτικό L 127), του εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1715 της Επιτροπής της 30ης Σεπτεμβρίου 2019 (L 261) και του ν. 4624/2019 (Α’ 137).

Άρθρο 5

Κατάρτιση - Ενημέρωση

1. Η κεντρική αρμόδια αρχή σχεδιάζει πενταετή εθνικά προγράμματα κατάρτισης στον τομέα των ζωοτροφών και συντονίζει όλες τις απαραίτητες ενέργειες για τη διοργάνωσή τους. Για τον σχεδιασμό των εθνικών προγραμμάτων κατάρτισης λαμβάνονται υπόψη ιδίως οι απαιτήσεις της παρ. 4 του άρθρου 5 του Κανονισμού, καθώς και τα αποτελέσματα των ελέγχων στο πλαίσιο της διαδικασίας επαλήθευσης της παρ. 6 του άρθρου 4 της παρούσας.

2. Τα εθνικά προγράμματα κατάρτισης μπορεί να διενεργούνται και με μεθόδους και μέσα εξ αποστάσεως επικοινωνίας.

3. Η κεντρική αρμόδια αρχή μεριμνά για την επιλογή των ΕΚΖ που θα παρακολουθήσουν τα ευρωπαϊκά προγράμματα κατάρτισης στον τομέα των ζωοτροφών. Οι ΕΚΖ που έχουν παρακολουθήσει ευρωπαϊκό πρόγραμμα μεριμνούν για τη διάχυση της γνώσης στους ΕΚΖ της οικείας Περιφέρειας ή της οικείας Διεύθυνσης Αποκεντρωμένων Υπηρεσιών του ΥΠΑΑΤ εντός δύο (2) μηνών από την παρακολούθησή του.

4. Η κεντρική αρμόδια αρχή τηρεί ηλεκτρονικό αρχείο με τους/τις υπαλλήλους της και τους/τις ΕΚΖ που έχουν παρακολουθήσει προγράμματα κατάρτισης.

5. Οι υπάλληλοι της κεντρικής αρμόδιας αρχής και οι ΕΚΖ συμμετέχουν σε τουλάχιστον ένα εθνικό ή ευρωπαϊκό πρόγραμμα κατάρτισης, μέσα σε ένα (1) έτος από την ημερομηνία ανάληψης των καθηκόντων τους ή την ημερομηνία ορισμού τους, αντίστοιχα.

6. Η κεντρική αρμόδια αρχή διοργανώνει ενημερωτικά προγράμματα που απευθύνονται στο προσωπικό των επιχειρήσεων ζωοτροφών σχετικά με θέματα νομοθεσίας ζωοτροφών. Τα προγράμματα αυτά μπορεί να διενεργούνται και με μεθόδους και μέσα εξ αποστάσεως επικοινωνίας.

Άρθρο 6

Προγραμματισμός και αποτελέσματα ελέγχων

1. Η κεντρική αρμόδια αρχή καταρτίζει τα πολυετή εθνικά σχέδια ελέγχων του άρθρου 109 (ΠΟΕΣΕ) του Κανονισμού για τον τομέα των ζωοτροφών και της ασφάλειας αυτών ανά πενταετία και σύμφωνα με τα άρθρα 110 και 111 του Κανονισμού.

2. Η κεντρική αρμόδια αρχή καταρτίζει, με βάση τα ΠΟΕΣΕ και μέχρι την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους, το ΕΠΕΖ του επόμενου έτους και το αποστέλλει στις περιφερειακές αρμόδιες αρχές προς εφαρμογή. Το ΕΠΕΖ δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του ΥΠΑΑΤ.

3. Οι περιφερειακές αρμόδιες αρχές υποβάλλουν στην κεντρική αρμόδια αρχή μέχρι την 31η Οκτωβρίου κάθε έτους τις προτάσεις τους για το ΕΠΕΖ του επόμενου έτους.

4. Για την κατάρτιση των ΠΟΕΣΕ και των ΕΠΕΖ λαμβάνονται υπόψη τα άρθρα 137 έως 139 του ν. 4512/2018 (Α’ 5).

5. Η κεντρική αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη για την σύνταξη και υποβολή της ετήσιας έκθεσης της παρ. 1 του άρθρου 113 του Κανονισμού για τον τομέα των ζωοτροφών και της ασφάλειας αυτών.

6. Οι περιφερειακές αρμόδιες αρχές αποστέλλουν στην κεντρική αρμόδια αρχή μέχρι την 31η Μαρτίου κάθε έτους τα αποτελέσματα των επίσημων ελέγχων που αφορούν το ΕΠΕΖ του προηγούμενου έτους.

Άρθρο 7

Έκθεση ελέγχου

1. Οι ΕΚΖ, μετά το τέλος κάθε ελέγχου που πραγματοποιούν, συντάσσουν και υπογράφουν έκθεση ελέγχου. Την έκθεση ελέγχου συνυπογράφει εκπρόσωπος της ελεγχόμενης επιχείρησης, στον/στην οποίο/α χορηγείται ένα αντίγραφο, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 13 του Κανονισμού.

2. Τα ειδικότερα στοιχεία και το περιεχόμενο της έκθεσης ελέγχου καθορίζονται με απόφαση του/της προϊσταμένου/ης της ΔΖΒΓ του ΥΠΑΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 147 του ν. 4512/2018 και την παρ. 1 του άρθρου 13 του Κανονισμού.

3. Η επιχείρηση μπορεί να υποβάλει εγγράφως, στην αρμόδια αρχή που διενήργησε τον έλεγχο, τις απόψεις της επί του περιεχομένου της έκθεσης ελέγχου εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών.

4. Αν ο/η εκπρόσωπος της επιχείρησης αρνείται να παραλάβει την έκθεση ελέγχου, η αρμόδια αρχή την αποστέλλει, ταχυδρομικά με απόδειξη, στη διεύθυνση της έδρας της επιχείρησης με σημείωση της άρνησης παραλαβής και την κοινοποιεί στην κεντρική αρμόδια αρχή.

Άρθρο 8

Επίσημα εργαστήρια ελέγχου

1. Σε εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 37 του Κανονισμού, ορίζονται ως επίσημα εργαστήρια για τον εργαστηριακό έλεγχο των ζωοτροφών, τα ακόλουθα εργαστήρια:

α) Τα Εργαστήρια Ελέγχου Κυκλοφορίας Ζωοτροφών (ΕΕΚΥΖ) Αθήνας, Λάρισας και Θεσσαλονίκης της ΔΖΒΓ του ΥΠΑΑΤ, για τον εργαστηριακό έλεγχο των ζωοτροφών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο π.δ. 97/2017.

β) Το Εργαστήριο Φασματομετρίας Μάζας και Ανάλυσης Διοξινών του Εθνικού Κέντρου Έρευνας Φυσικών Επιστημών “Δημόκριτος” για την ανάλυση δειγμάτων ζωοτροφών για περιεκτικότητα σε διοξίνες και παρόμοιες με τις διοξίνες ουσίες (PCB’s).

γ) Το Εργαστήριο Υπολειμμάτων Γεωργικών Φαρμάκων του Μπενάκειου Φυτοπαθολογικού Ινστιστούτου για την ανάλυση δειγμάτων ζωοτροφών φυτικής προέλευσης για περιεκτικότητα σε υπολείμματα φυτοφαρμάκων.

2. Με όμοια με την παρούσα απόφαση μπορεί να ορίζεται ένα υπάρχον επίσημο εργαστήριο προσωρινά ως επίσημο εργαστήριο για τη χρήση μεθόδου ανάλυσης, δοκιμών ή διάγνωσης για την οποία δεν έχει λάβει διαπίστευση, σύμφωνα με το άρθρο 42 του Κανονισμού.

3. Ειδικά για την εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 10 της παρούσας, ο ορισμός του επίσημου εργαστηρίου γίνεται με απόφαση του/ης προϊσταμένου/ης της ΔΖΒΓ.

Άρθρο 9

Δειγματοληψία

1. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τη δειγματοληψία και τις εργαστηριακές αναλύσεις, δοκιμές και διαγνώσεις κατά τους επίσημους ελέγχους και άλλες επίσημες δραστηριότητες του Κανονισμού στις ζωοτροφές συμμορφώνονται με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) υπ’ αρ. 152/2009, με τις κατευθυντήριες οδηγίες των εργαστηρίων αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ενωσιακά Εργαστήρια Αναφοράς) και με τις εγκυκλίους που για τον σκοπό αυτό εκδίδονται από την κεντρική αρμόδια αρχή.

2. Δειγματοληψία δύναται να πραγματοποιηθεί και σε ζωοτροφές που πωλούνται με μεθόδους εξ αποστάσεως επικοινωνίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 36 του Κανονισμού.

3. Κατά τη δειγματοληψία συμπληρώνεται το πρωτόκολλο δειγματοληψίας της παρ. 10 του παραρτήματος Ι του Κανονισμού (ΕΚ) υπ’ αρ. 152/2009 (Υπόδειγμα 2), το οποίο συντάσσεται σε τρία (3) τουλάχιστον αντίτυπα και υπογράφεται από το/τα πρόσωπο/α που πραγματοποίησαν τον έλεγχο και τον/την εκπρόσωπο της επιχείρησης. Ένα αντίτυπο λαμβάνει ο/η εκπρόσωπος της επιχείρησης, ένα διατηρεί ο/η ΕΚΖ στο αρχείο του/της και ένα αποστέλλεται, μαζί με τα δείγματα, στο αρμόδιο ΕΕΚΥΖ. Κάθε δείγμα προορίζεται για μία μόνο κατηγορία ανάλυσης και συνοδεύεται από το αντίστοιχο πρωτόκολλο δειγματοληψίας.

4. Οι διενεργούντες τη δειγματοληψία αποστέλλουν δύο δείγματα στο αρμόδιο ΕΕΚΥΖ, εκ των οποίων το ένα (δείγμα ελέγχου) χρησιμοποιείται για την ανάλυση και το δεύτερο (μέσο άμυνας) φυλάσσεται για την περίπτωση εφαρμογής της διαδικασίας της παραγράφου 5 του άρθρου 10. Επίσης, παραδίδεται ένα δείγμα στην επιχείρηση (δείγμα επιχείρησης) στις εγκαταστάσεις της οποίας πραγματοποιήθηκε η δειγματοληψία, το οποίο χρησιμοποιείται σε περίπτωση που η επιχείρηση κρίνει σκόπιμο να το αναλύσει, με δικά της έξοδα και να χρησιμοποιήσει το αποτέλεσμα της ανάλυσης στο πόρισμα της παραγράφου 3 του άρθρου 10. Στην περίπτωση που η επιχείρηση δεν είναι η παρασκευάστρια της ζωοτροφής από την οποία ελήφθη το δείγμα, αποστέλλεται ένα επιπλέον δείγμα στην παρασκευάστρια επιχείρηση.

Άρθρο 10

Γνώμη δεύτερου εμπειρογνώμονα

1. Οποιαδήποτε επιχείρηση ζωοτροφών εμπλέκεται στον επίσημο έλεγχο έχει δικαίωμα να υποβάλει εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση του αποτελέσματος σε αυτήν, αίτηση στο αρμόδιο ΕΕΚΥΖ προκειμένου να λάβει γνώμη δεύτερου εμπειρογνώμονα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 35 του Κανονισμού. Το δικαίωμα σε γνώμη δεύτερου εμπειρογνώμονα επιτρέπει στην εμπλεκόμενη επιχείρηση να ζητά την επανεξέταση της τεκμηρίωσης της δειγματοληψίας ή της ανάλυσης ή της αξιολόγησης του αποτελέσματος ανάλυσης. Οι δαπάνες για τη διατύπωση γνώμης δεύτερου εμπειρογνώμονα βαρύνουν την επιχείρηση.

2. Στην αίτηση της παραγράφου 1 αναγράφονται υποχρεωτικά τα στοιχεία του δεύτερου εμπειρογνώμονα, ο οποίος ορίζεται από τον υπεύθυνο της επιχείρησης και επισυνάπτεται η τεκμηρίωση της επιστημονικής και τεχνικής του κατάρτισης σχετικά με την υπηρεσία που καλείται να προσφέρει.

3. Ο δεύτερος εμπειρογνώμονας αποστέλλει πόρισμα στο αρμόδιο ΕΕΚΥΖ εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης της παρ. 1 ή είκοσι (20) εργάσιμων ημερών, στην περίπτωση που η επιχείρηση πραγματοποιήσει ανάλυση στο δείγμα επιχείρησης.

4. Το πόρισμα εξετάζεται από τη ΔΖΒΓ και ενημερώνεται εγγράφως η επιχείρηση για το εάν γίνεται αποδεκτό ή μη.

5. Σε περίπτωση μη αποδοχής του πορίσματος και εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την έγγραφη ενημέρωσή της, η επιχείρηση μπορεί να ζητήσει με αίτησή της προς το αρμόδιο ΕΕΚΥΖ επανεξέταση της τεκμηρίωσης της αρχικής ανάλυσης ή της αξιολόγησης του αποτελέσματος ανάλυσης ή/και τη διεξαγωγή άλλης ανάλυσης από άλλο επίσημο εργαστήριο. Σε περίπτωση που ζητηθεί η διεξαγωγή άλλης ανάλυσης, το ΕΕΚΥΖ αποστέλλει το μέσο άμυνας στο ορισμένο επίσημο εργαστήριο. Οι δαπάνες της επανεξέτασης ή/και της διεξαγωγής άλλης ανάλυσης βαρύνουν την επιχείρηση.

6. Οι διαδικασίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο πραγματοποιούνται χωρίς να θίγονται οι υποχρεώσεις περί εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο και αφορούν είτε τον εντολέα του εμπειρογνώμονα, είτε άλλους υπεύθυνους επιχειρήσεων.

7. Οι διαδικασίες των παρ. 1 και 5 του παρόντος άρθρου δε θίγουν την υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να λαμβάνουν χωρίς καθυστέρηση μέτρα για την εξάλειψη ή τον περιορισμό των κινδύνων για την υγεία των ανθρώπων, των ζώων ή του περιβάλλοντος, σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τον τομέα της περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κανονισμού.

8. Η διαδικασία της διεξαγωγής άλλης ανάλυσης από άλλο επίσημο εργαστήριο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση των μυκοτοξινών και στην περίπτωση εκτέλεσης μικροβιολογικής ανάλυσης.

Άρθρο 11

Εισαγωγές από τρίτες χώρες

1. Οι επιχειρήσεις ζωοτροφών που εισάγουν ζωοτροφές από τρίτες χώρες υποβάλλουν αίτηση στην περιφερειακή αρμόδια αρχή, στην περιοχή δικαιοδοσίας της οποίας ανήκει το σημείο θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία (σημείο εκτελωνισμού) της ζωοτροφής, τουλάχιστον τρεις (3) εργάσιμες ημέρες πριν την άφιξη του φορτίου, ενημερώνοντας για το είδος του προϊόντος, τον χρόνο άφιξης και το συγκεκριμένο σημείο θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία.

2. Κατά την άφιξη των προϊόντων στο σημείο θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία, η περιφερειακή αρμόδια αρχή πραγματοποιεί έλεγχο εγγράφων σε κάθε παρτίδα και δειγματοληπτικά έλεγχο ταυτότητας και φυσικό έλεγχο με βάση τον κίνδυνο, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 44 και την παρ. 1 του άρθρου 45 του Κανονισμού. Ο φυσικός έλεγχος μπορεί να περιλαμβάνει δειγματοληψία για εργαστηριακή ανάλυση, όπως προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 46 του Κανονισμού. Η λήψη δειγμάτων σε εμπορεύματα υπό τελωνειακή επιτήρηση διενεργείται σε συνεννόηση με τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές.

3. Ζωοτροφές που εισάγονται από τρίτες χώρες και πρόκειται να χρησιμοποιηθούν στη χώρα ή σε άλλο κράτος-μέλος, συνοδεύονται πάντα από το έντυπο του παραρτήματος Α του άρθρου 3 της υπ’ αρ. 414555/ 27.12.2000 απόφασης του Υπουργού Γεωργίας (Β’ 179), στο οποίο αναγράφονται οι έλεγχοι που πραγματοποιήθηκαν και το οποίο συμπληρώνεται από την περιφερειακή αρμόδια αρχή στην οποία υπάγεται το σημείο θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία. Αν η παρτίδα χωριστεί σε τμήματα, κάθε τμήμα συνοδεύεται από αντίγραφο του ανωτέρω εντύπου. Οι τελωνειακές αρχές επιτρέπουν τη θέση των ζωοτροφών σε ελεύθερη κυκλοφορία σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 2 της υπ’ αρ. 414555/27.12.2000 απόφασης (Β’ 179).

4. Οι έλεγχοι των ζωοτροφών σε Συνοριακούς Σταθμούς Ελέγχου (ΣΣΕ), διεξάγονται σύμφωνα με το Τμήμα ΙΙ του Κεφαλαίου V του Κανονισμού. Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις ζωοτροφών που φέρουν την ευθύνη για τα φορτία ζωοτροφών που εισέρχονται στην Ένωση αποστέλλουν προηγούμενη (εκ των προτέρων) κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή του ΣΣΕ της πρώτης άφιξης φορτίου στην Ένωση, τουλάχιστον τρεις (3) εργάσιμες ημέρες πριν από την αναμενόμενη άφιξη του εν λόγω φορτίου. Η εκ των προτέρων κοινοποίηση πραγματοποιείται με την υποβολή του μέρους Ι του Κοινού Υγειονομικού Εγγράφου Εισόδου (ΚΥΕΕ) μέσω του συστήματος IMSOC που αναφέρεται στο άρθρο 14 της παρούσας απόφασης. Το ΚΥΕΕ οριστικοποιείται από τις αρμόδιες αρχές με την συμπλήρωσή του με τα αποτελέσματα των επίσημων ελέγχων που διενεργήθηκαν και των αποφάσεων που ελήφθησαν με βάση τους ελέγχους αυτούς, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης για την απόρριψη φορτίου.

5. Η πραγματοποίηση των ελέγχων της παρ. 2 και της παρ. 4 δεν αποκλείει την πραγματοποίηση επιπλέον ελέγχων σε μεταγενέστερο στάδιο, όταν κρίνεται απαραίτητο.

6. Οι ΕΚΖ καταχωρίζουν την ημερομηνία άφιξης, το είδος, την ποσότητα, τη χώρα προέλευσης, τον εισαγωγέα και τον προορισμό των εισαγόμενων προϊόντων στην ηλεκτρονική βάση της παρ. 3 του άρθρου 14.

7. Ο ορισμός, η αναστολή και η ανάκληση των ΣΣΕ για τις ζωοτροφές γίνεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα του ΥΠΑΑΤ.

Άρθρο 12

Εξαγωγές ζωοτροφών

1. Σύμφωνα με την περ. β’ του άρθρου 87 του Κανονισμού, η περιφερειακή αρμόδια αρχή, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου, χορηγεί:

α) πιστοποιητικό εξαγωγής ζωοτροφής, όταν οι αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας απαιτούν, για να επιτραπεί μια εισαγωγή, επίσημο πιστοποιητικό ότι η ζωοτροφή είναι απαλλαγμένη από ανεπιθύμητες ή απαγορευμένες ουσίες (υπόδειγμα 10) ή

β) πιστοποιητικό ελεύθερης διακίνησης ζωοτροφής, όταν οι αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας, για να επιτραπεί μια εισαγωγή, απαιτούν επίσημο πιστοποιητικό το οποίο βεβαιώνει ότι η εν λόγω ζωοτροφή, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή και Εθνική νομοθεσία, είτε επιτρέπεται να παραχθεί και να διακινηθεί στη χώρα προέλευσης της καθώς και να εξαχθεί, είτε επιτρέπεται να εξαχθεί με την προϋπόθεση ότι η χώρα εισαγωγής εγκρίνει την εισαγωγή της (υπόδειγμα 11).

2. Για την έκδοση πιστοποιητικού εξαγωγής ζωοτροφής, ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει αίτηση στην περιφερειακή αρμόδια αρχή, την οποία ενημερώνει για τις απαιτήσεις της τρίτης χώρας και προσκομίζει τα αντίστοιχα πιστοποιητικά ανάλυσης, καθώς και την ετικέτα της ζωοτροφής στην ελληνική γλώσσα. Τα έξοδα της ανάλυσης βαρύνουν τον ενδιαφερόμενο.

3. Για την έκδοση πιστοποιητικού ελεύθερης διακίνησης ζωοτροφής, ο ενδιαφερόμενος συμπληρώνει την αίτηση του υποδείγματος 12 του παραρτήματος και την υποβάλλει στην περιφερειακή αρμόδια αρχή συνοδευόμενη από την ετικέτα της ζωοτροφής, τόσο στην ελληνική γλώσσα όσο και στη γλώσσα της χώρας προορισμού, καθώς και από το πιστοποιητικό της σύστασης της ζωοτροφής. Εκδίδεται ένα πιστοποιητικό ελεύθερης διακίνησης για κάθε ζωοτροφή και για κάθε χώρα στην οποία εξάγεται.

4. Τα πιστοποιητικά που αναφέρονται στις παρ. 2 και 3 του παρόντος άρθρου υπογράφονται από τον/την αρμόδιο/α ΕΚΖ και τον/την προϊστάμενο/η της περιφερειακής αρμόδιας αρχής.

5. Σε εφαρμογή του στοιχείου (ii) της περ. α’ της παρ. 3 του άρθρου 88 του Κανονισμού και στην περίπτωση που η τρίτη χώρα απαιτεί την έκδοση κτηνιατρικού πιστοποιητικού εξαγωγής για ζωοτροφές, τότε εκδίδεται το πιστοποιητικό εξαγωγής ζωοτροφών της περ. α’ της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, το οποίο διαβιβάζεται στην αρμόδια κτηνιατρική αρχή.

6. Ο επιμερισμός της έκδοσης των ανωτέρω πιστοποιητικών μεταξύ των ΕΚΖ των αρμόδιων περιφερειακών αρχών καθορίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 3 της παρούσας.

Άρθρο 13

Υποχρεώσεις υπευθύνων επιχειρήσεων ζωοτροφών

1. Ως υπεύθυνοι/ες επιχειρήσεων ζωοτροφών, κατά την παρ. 29 του άρθρου 3 του Κανονισμού, ορίζονται τα φυσικά πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 7 του άρθρου 27 του ν. 4235/2014 (Α’ 32).

2. Για την αποτελεσματική διενέργεια των επίσημων ελέγχων οι υπεύθυνοι/ες επιχειρήσεων ζωοτροφών έχουν τις υποχρεώσεις του άρθρου 15 του Κανονισμού, του Κανονισμού (ΕΚ) 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002 (L 131), του Κανονισμού (ΕΚ) υπ’ αρ. 183/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Ιανουαρίου 2005 (L 35), καθώς και του ν. 4235/2014 (Α’ 32).

3. Οι υπεύθυνοι/ες επιχειρήσεων ζωοτροφών ορίζουν εκπρόσωπό τους για να παρίσταται σε οποιοδήποτε επίσημο έλεγχο, τακτικό ή έκτακτο πραγματοποιείται στην επιχείρησή, όταν οι ίδιοι/ες απουσιάζουν.

4. Οι υπεύθυνοι/ες επιχείρησης ζωοτροφών γνωστοποιούν κάθε αλλαγή της νομικής ή της πραγματικής κατάστασης της επιχείρησής τους μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες, σύμφωνα με το υπόδειγμα 13 του παραρτήματος.

Άρθρο 14

Μηχανογραφικά συστήματα

1. H ΔΖΒΓ συντονίζει, διαχειρίζεται και επιβλέπει την εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης πληροφοριών για τους επίσημους ελέγχους (IMSOC) του άρθρου 131 του Κανονισμού στον τομέα των ζωοτροφών και της ασφάλειας των ζωοτροφών.

2. Για την εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 10 του Κανονισμού, δημιουργείται ηλεκτρονικό μητρώο επιχειρήσεων ζωοτροφών, στο οποίο καταχωρίζονται οι επιχειρήσεις ζωοτροφών που διαθέτουν ή λαμβάνουν κωδικό εγγραφής ή/και έγκρισης, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) υπ’ αρ. 183/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Ιανουαρίου 2005 (L 35) και την υπ’ αρ. 340668/26.11.2008 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (Β’ 2422), καθώς και οι επιχειρήσεις που διαθέτουν ή λαμβάνουν έγκριση χρήσης συστατικών ζωικής προέλευσης σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) υπ’ αρ. 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2001 (L 147) και την υπ’ αρ. 290710/07.06.2007 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (Β’ 909).

3. Οι εισαγωγές ζωοτροφών καταχωρίζονται στο «Σύστημα Εισαγόμενων Αγροτικών Προϊόντων» στο εσωτερικό δίκτυο (intranet) του ΥΠΑΑΤ.

Άρθρο 15

Σύσταση ειδικής επιστημονικής - γνωμοδοτικής επιτροπής και ομάδων εργασίας

1. Συστήνεται στο ΥΠΑΑΤ ειδική επιστημονική - γνωμοδοτική επιτροπή για θέματα ζωοτροφών και ασφάλειας αυτών, η θητεία των μελών της οποίας ορίζεται σε τρία (3) έτη.

2. Μετά από αίτημα της κεντρικής αρμόδιας αρχής, η επιτροπή γνωμοδοτεί για τον καθορισμό των μέτρων διαχείρισης κινδύνου και ασφάλειας των ζωοτροφών, για θέματα συζήτησης ή ψήφισης συνεδριάσεων ευρωπαϊκών ή διεθνών οργάνων που αφορούν τις ζωοτροφές, για θέματα ανάλυσης επικινδυνότητας που αφορούν τον τομέα των ζωοτροφών και για οποιοδήποτε θέμα κριθεί σκόπιμο από την κεντρική αρμόδια αρχή.

3. Η επιτροπή αποτελείται από τα παρακάτω πρόσωπα με τους/τις αναπληρωτές/τριες τους:

α) τον/την προϊστάμενο/η της Γενικής Διεύθυνσης Γεωργίας του ΥΠΑΑΤ, ως πρόεδρο,

β) τον/την προϊστάμενο/η της Διεύθυνσης Ζωοτροφών και Βοσκήσιμων Γαιών του ΥΠΑΑΤ,

γ) εκπρόσωπο του Τμήματος Ζωικής Παραγωγής και Υδατοκαλλιεργειών του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών,

δ) εκπρόσωπο του Τομέα Ζωικής Παραγωγής του Τμήματος Γεωπονίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,

ε) εκπρόσωπο του Τμήματος Επιστήμης Τροφίμων και Διατροφής του Ανθρώπου του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών,

στ) εκπρόσωπο του ΕΛΓΟ «Δήμητρα» και

ζ) εκπρόσωπο του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Ζωοτροφών.

3. Ως εισηγητής/τρια των θεμάτων προς εξέταση από την επιτροπή, καθώς και για την τήρηση των πρακτικών των συνεδριάσεων της, ορίζεται υπάλληλος της κεντρικής αρμόδιας αρχής. Στις συνεδριάσεις της επιτροπής μπορεί να συμμετέχουν, ύστερα από πρόσκληση του/ της προέδρου της επιτροπής, ειδικοί επιστήμονες ή εκπρόσωποι κλάδων που λόγω επιστημονικής κατάρτισης, θέσης ή επαγγελματικής απασχόλησης ή εμπειρίας δύνανται να βοηθήσουν στο έργο της επιτροπής.

4. Για την εξέταση και διερεύνηση ειδικών θεμάτων που αφορούν τους ελέγχους στις ζωοτροφές, μπορεί να συστήνονται ομάδες εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4622/2019 (Α’ 133), στις οποίες μπορεί να συμμετέχουν υπάλληλοι της κεντρικής αρμόδιας αρχής, ΕΚΖ, υπάλληλοι άλλων υπηρεσιών ή φορέων, εκπρόσωποι εργαστηρίων ή πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και ερευνητικών φορέων.

5. Οι συνεδριάσεις της επιτροπής και των ομάδων εργασίας μπορεί να διενεργούνται και με μεθόδους και μέσα εξ αποστάσεως επικοινωνίας.

Άρθρο 16

Συνεργασία αρμόδιων αρχών

1. H κεντρική αρμόδια αρχή ενημερώνει τη Γενική Διεύθυνση Κτηνιατρικής του ΥΠΑΑΤ και οι περιφερειακές αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τις αρμόδιες κτηνιατρικές αρχές της οικείας Περιφερειακής Ενότητας, όταν μια ζωοτροφή δεν πληροί τους κανόνες ασφάλειας των ζωοτροφών και από τους ελέγχους προκύπτει ότι μέρος της παρτίδας έχει χορηγηθεί σε ζώα.

2. Αν μία μη συμμόρφωση αφορά σε άλλον τομέα αρμοδιότητας, η κεντρική αρμόδια αρχή ενημερώνει την κεντρική αρμόδια αρχή του τομέα αυτού.

Άρθρο 17

Ενέργειες σε περίπτωση μη συμμόρφωσης

1. Όταν διαπιστωθεί ή υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες ότι ζωοτροφές, σε οποιοδήποτε στάδιο της παραγωγής, της μεταποίησης, της διανομής και της χρήσης τους, δεν συμμορφώνονται με τους κανόνες για τις ζωοτροφές και την ασφάλεια των ζωοτροφών, τότε σε εφαρμογή των άρθρων 137 και 138 του Κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές προβαίνουν στις ενέργειες και επιβάλλουν τα διοικητικά μέτρα συμμόρφωσης των άρθρων 3 ως 8 και 10 ως 12 του ν. 4235/2014 (Α’ 32), συμπληρώνοντας τα αντίστοιχα έντυπα κατά περίπτωση, όπως αυτά αναφέρονται στα υποδείγματα 3 έως 6 του παραρτήματος. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για φορτία ζωοτροφών που εισέρχονται στην Ένωση από τρίτες χώρες εφαρμόζονται, σε συνδυασμό με το άρθρο 12 του ν. 4235/2014 (Α’ 32), τα άρθρα 65 έως 72 του Κανονισμού.

2. Όταν διαπιστωθεί ότι τμήμα μιας παρτίδας ζωοτροφών δεν συμμορφώνεται με τους κανόνες για τις ζωοτροφές και την ασφάλεια των ζωοτροφών, η παρ. 1 εφαρμόζεται για όλα τα τμήματα της παρτίδας αυτής.

3. Η καταστροφή ή η ειδική μεταχείριση ζωοτροφών, σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στην παρ. 1, πραγματοποιείται υπό την εποπτεία του/της ΕΚΖ της περιφερειακής αρμόδιας αρχής και με ευθύνη της επιχείρησης, η οποία επιβαρύνεται με το σχετικό κόστος. Κάθε τμήμα παρτίδας ζωοτροφών που μεταφέρεται, προκειμένου να καταστραφεί ή να υποστεί ειδική μεταχείριση, συνοδεύεται από την άδεια διακίνησης μέχρι το σημείο της καταστροφής ή της ειδικής μεταχείρισης. Η άδεια διακίνησης συμπληρώνεται σύμφωνα με το υπόδειγμα 7 του παραρτήματος της παρούσας. Κατά την καταστροφή ή την ειδική μεταχείριση συμπληρώνεται και υπογράφεται κατά περίπτωση πρωτόκολλο καταστροφής ή πρακτικό ειδικής μεταχείρισης, σύμφωνα με το υπόδειγμα 8 και υπόδειγμα 9 της παρούσας, αντίστοιχα.

4. Η απόφαση επίσημης κράτησης/δέσμευσης φορτίου ζωοτροφών, που εκδίδεται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 4235/2014 (Α’ 32) και την παρ. 1 του άρθρου 66 του Κανονισμού, μπορεί να προβλέπει τη μεταφορά του φορτίου σε εγκαταστάσεις που υποδεικνύει ο εισαγωγέας της ζωοτροφής, προκειμένου να εφαρμοστούν τα απαιτούμενα μέτρα συμμόρφωσης. Η υπηρεσία στην αρμοδιότητα της οποίας εμπίπτουν οι συγκεκριμένες εγκαταστάσεις ελέγχει την εφαρμογή των απαιτούμενων μέτρων και ενημερώνει εγγράφως την υπηρεσία έκδοσης της απόφασης επίσημης κράτησης/ δέσμευσης για τα αποτελέσματα των ελέγχων αυτών. Στην περίπτωση συμμόρφωσης η αρχή που εξέδωσε την απόφαση κράτησης/δέσμευσης, εκδίδει απόφαση άρσης αυτής.

5. Μετά την επαναποστολή φορτίου ζωοτροφών, σύμφωνα με την περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 4235/2014 (Α’ 32) και το άρθρο 72 του Κανονισμού, ο υπεύθυνος επιχείρησης που φέρει την ευθύνη για το φορτίο υποβάλλει εντός είκοσι (20) εργάσιμων ημερών στην περιφερειακή αρμόδια αρχή όλα τα απαραίτητα έγγραφα που αποδεικνύουν την πραγματοποίηση της επαναποστολής, μεταξύ των οποίων επίσημο έγγραφο των αρμόδιων αρχών της τρίτης χώρας που βεβαιώνει την άφιξη του φορτίου στη χώρα αυτή.

6. Αν ένα τρόφιμο είναι ακατάλληλο για ανθρώπινη κατανάλωση ή ένας σπόρος σποράς είναι μη αποδεκτός για σπορά, αλλά ενδέχεται να πληροί τις απαιτήσεις των κανόνων για τις ζωοτροφές και την ασφάλεια των ζωοτροφών, η υπηρεσία που έχει λάβει απόφαση για τη δέσμευση του τροφίμου ή τη μη αποδοχή του σπόρου, διαβιβάζει τη σχετική αίτηση του ενδιαφερόμενου για την αλλαγή χρήσης και όλα τα σχετικά δικαιολογητικά στην περιφερειακή αρμόδια αρχή του άρθρου 3, η οποία αποφαίνεται σχετικά, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 6 του ν. 4235/2014 (Α’ 32) και ενημερώνει την κεντρική αρμόδια αρχή. Η περιφερειακή αρμόδια αρχή μπορεί να ζητήσει τη διενέργεια επιπλέον ελέγχων, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν το εν λόγω προϊόν πληροί τις απαιτήσεις των κανόνων για τις ζωοτροφές και την ασφάλεια των ζωοτροφών.

Άρθρο 18

Κυρώσεις

Στις επιχειρήσεις ζωοτροφών που δεν συμμορφώνονται με τους κανόνες για τις ζωοτροφές και την ασφάλεια των ζωοτροφών, επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 23 του ν. 4235/2014 (Α’ 32) για τον τομέα των ζωοτροφών, σύμφωνα με την υπ’ αρ. 2158/ 121168/29.9.2014 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (Β’ 2623), καθώς και οι ποινικές κυρώσεις του άρθρου 27 του ίδιου νόμου.

Άρθρο 19

Καταργούμενες, διατηρούμενες και μεταβατικές διατάξεις

1. Από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, καταργείται η υπ’ αρ. 323306/13.9.2007 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (Β’ 1881), εκτός από τις διατάξεις της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 1, του άρθρου 19, των παρ. 1 και 2 του άρθρου 20 και του άρθρου 23, οι οποίες διατηρούνται σε ισχύ.

2. Από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, καταργούνται τα άρθρα 5 και 7 της υπ’ αρ. 300494/1984 (Β’ 757) κοινής απόφασης των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Γεωργίας και Εμπορίου.

3. Το υπόδειγμα 2 του παραρτήματος Ι της καταργούμενης απόφασης της παρ. 1 του παρόντος άρθρου εξακολουθεί να ισχύει μέχρι την έκδοση της απόφασης της παρ. 2 του άρθρου 7 της παρούσας.

Άρθρο 20

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εκτός από τις διατάξεις της περ. β’ της παρ. 1 και της παρ. 3 του άρθρου 12, οι οποίες αρχίζουν να ισχύουν έξι (6) μήνες μετά τη δημοσίευσή της παρούσας.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Αθήνα, 25 Φεβρουαρίου 2022

Ο Υφυπουργός

ΣΥΜΕΩΝ ΚΕΔΙΚΟΓΛΟΥ

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δεν θέλετε να συμπληρώνετε το κείμενο αυτό σε κάθε αναζήτηση σας; Αρκεί απλά να γραφτείτε δωρεάν στο Forin.gr πατώντας εδώ ή να συνδεθείτε με τον λογαριασμό σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!