ΣτΕ 1041/2009
Αριθμός 1041/2009
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Γ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2008, με την εξής σύνθεση: Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του Αναπληρωτή Προέδρου που είχαν κώλυμα, Ν. Μαρκουλάκης, Α. Καραμιχαλέλης, Γ. Τσιμέκας, Φ. Ντζίμας, Σύμβουλοι, Δ. Μακρής, Π. Τσούκας, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Τριάδη, Γραμματέας του Γ’ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 10 Ιουνίου 2005 αίτηση:
Των :
1) Χ........ Ζ........ του Γεωργίου,
2) Α........ Π........ του Αθανασίου, οι οποίες παρέστησαν με τη δικηγόρο Μαρία - Μαγδαληνή Τσίπρα (Α.Μ. 21969) που τη διόρισαν με πληρεξούσιο,
3) Ε........ Σ........, η οποία παρέστη με την ίδια ως άνω δικηγόρο Μαρία – Μαγδαληνή Τσίπρα (Α.Μ. 21969) στην οποία δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 24.4.2008 για τη νομιμοποίησή της,
4) Κ........ Σ........, η οποία παρέστη με την ίδια ως άνω δικηγόρο Μαρία – Μαγδαληνή Τσίπρα (Α.Μ. 21969) που τη διόρισε με πληρεξούσιο,
5) Γ........ Δ........,
6) Χ........ Λ........,
7) Ν........ Κ........, οι οποίες παρέστησαν με την ίδια ως άνω δικηγόρο Μαρία – Μαγδαληνή Τσίπρα (Α.Μ. 21969) στην οποία δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 24.4.2008 για τη νομιμοποίησή της,
8) Σ........Γ........, η οποία παρέστη με την ίδια ως άνω δικηγόρο Μαρία – Μαγδαληνή Τσίπρα (Α.Μ. 21969) που τη διόρισε με πληρεξούσιο,
9) Α........ Π........,
10) Α........ Τ........ , οι οποίες παρέστησαν με την ίδια ως άνω δικηγόρο Μαρία – Μαγδαληνή Τσίπρα (Α.Μ. 21969) στην οποία δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 24.4.2008 για τη νομιμοποίησή της,
11) Φ….. Α…., η οποία παρέστη με την ίδια ως άνω δικηγόρο Μαρία – Μαγδαληνή Τσίπρα (Α.Μ. 21969) που τη διόρισε με πληρεξούσιο,
12) Σ........ – Α........ Κ........,
13) Ε........ Κ........,
14) Α........ ........ οι οποίες παρέστησαν με την ίδια ως άνω δικηγόρο Μαρία – Μαγδαληνή Τσίπρα (Α.Μ. 21969) στην οποία δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 24.4.2008 για τη νομιμοποίησή της,
15) Σ........ Α........,
16) Π........ Κ........, οι οποίες παρέστησαν με την ίδια ως άνω δικηγόρο Μαρία – Μαγδαληνή Τσίπρα (Α.Μ. 21969) που τη διόρισαν με πληρεξούσιο,
17) Α........ Σ........ και
18) Γ........ Σ........, οι οποίες παρέστησαν με την ίδια ως άνω δικηγόρο Μαρία – Μαγδαληνή Τσίπρα (Α.Μ. 21969) στην οποία δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 24.4.2008 για τη νομιμοποίησή της, όλων κατοίκων Αθηνών,
κατά του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο παρέστη με τη Νίκη Μαριόλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 1/15.3.2005 απόφαση του Α.Σ.Ε.Π.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Γ. Τσιμέκα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία των αιτουσών, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Α.Σ.Ε.Π., η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 610403, 1225290/2005 ειδικά έντυπα παραβόλου, σειράς Α΄).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθμ. 1/15.3.2005 αποφάσεως του Δ΄ Τμήματος του ΑΣΕΠ, κατά το μέρος που με αυτήν απορρίφθηκαν οι αιτήσεις των και ήδη αιτουσών να μετατραπούν οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που είχαν συνάψει κατά το παρελθόν με την Α.. .......Τ....... της Ελλάδος (Α....Α.Ε.), ως προσωπικό καθαριότητας σε συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004 (Α΄134) και του άρθρου 4 του Π.Δ. 180/2004 (Α΄ 160).
3. Eπειδή, η υπόθεση αφορά τη σύσταση υπηρεσιακής σχέσεως (συμβάσεως εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου) μεταξύ καθεμιάς από τις αιτούσες και της Α....Α.Ε., τραπεζικής ανώνυμης εταιρείας εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, η οποία περιλαμβάνεται στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 8Α παρ. 1 του Π.Δ. 81/2003 το οποίο προστέθηκε με τη διάταξη του άρθρου 4 του Π.Δ. 180/2004. Συνεπώς, εφόσον δεν πρόκειται για υπόθεση που αφορά διορισμό ή υπηρεσιακή κατάσταση προσωπικού του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., η εκδίκαση της κρινομένης αιτήσεως υπάγεται στην γενική ακυρωτική δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 95 παρ. 1 α΄ του Συντάγματος (Βλ. ΣτΕ 2228-2229/2007) και, ειδικότερα, στην αρμοδιότητα του Γ΄ Τμήματος, εφόσον πρόκειται για πρόσληψη σε ν.π.ι.δ., όπως είναι η Α.. .......Τ....... (άρθρο 3 παρ. 1 εδ. β΄ Π.Δ. 361/2001 - Α΄ 244).
4. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 27 του Π.Δ. 18/1989 (A΄ 8), όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 2479/1997 (Α΄ 67), ως προς τις αιτούσες οι οποίες αναγράφονται στο δικόγραφο υπό στοιχεία 3 (Ε........ Σ........), 5 (Γ........ Δ........), 6 (Χ........ Λ........), 7 (Ν........ Κ........), 9 (Α........ Π........), 10 (Α........ Τ........), 12 (........Σ........ Κ........), 13 (Ε........α Κ........), 14 (Α........ Β........), 17 (Α........ Σ........) και 18 (Γ........ Σ........), δεδομένου ότι γι’ αυτές δεν προσκομίσθηκε συμβολαιογραφική πράξη παροχής πληρεξουσιότητας στη δικηγόρο που υπογράφει το δικόγραφο της αίτησης και παρέστη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, παρά τη χορήγηση από το Δικαστήριο σχετικής προθεσμίας, ύστερα από αίτημα της εν λόγω δικηγόρου, μέχρι τις 24-4-2008. Οι λοιπές αιτούσες, οι οποίες νομιμοποιήθηκαν με την προσκομιδή συμβολαιογραφικών πράξεων παροχής πληρεξουσιότητας στη ως άνω δικηγόρο εντός της χορηγηθείσης προθεσμίας και παραδεκτώς ασκούν και κατά τα λοιπά την υπό κρίση αίτηση, παραδεκτώς ομοδικούν προβάλλοντας κοινούς λόγους ακυρώσεως κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, που ερείδονται στην αυτή νομική και πραγματική αιτία.
5. Eπειδή, στο άρθρο 103 παρ. 1 έως 6 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής :
«1. Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του Κράτους και υπηρετούν το Λαό ? οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην πατρίδα. Τα προσόντα και ο τρόπος του διορισμού τους ορίζονται από το νόμο.
2. Κανένας δεν μπορεί να διορισθεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου.
3. Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται.
4. Οι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι, εφ’ όσον αυτές οι θέσεις υπάρχουν. Αυτοί εξελίσσονται μισθολογικά σύμφωνα με τους όρους του νόμου και, εκτός από τις περιπτώσεις που αποχωρούν λόγω ορίου ηλικίας ή παύονται με δικαστική απόφαση, δεν μπορούν να μετατεθούν χωρίς γνωμοδότηση ούτε να υποβιβασθούν ή να παυθούν χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους. Κατά των αποφάσεων των συμβουλίων αυτών επιτρέπεται προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως νόμος ορίζει.
5. Με νόμο μπορεί να εξαιρούνται από τη μονιμότητα ανώτατοι διοικητικοί υπάλληλοι που κατέχουν θέσεις εκτός της υπαλληλικής ιεραρχίας, οι διοριζόμενοι απ’ ευθείας με πρεσβευτικό βαθμό, οι υπάλληλοι της Προεδρίας της Δημοκρατίας και των γραφείων του Πρωθυπουργού, των Υπουργών και Υφυπουργών.
6. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων έχουν εφαρμογή και στους υπαλλήλους της Βουλής, οι οποίοι κατά τα λοιπά διέπονται από τον Κανονισμό της, καθώς και στους υπαλλήλους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου».
Περαιτέρω, με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (Α΄ 84/17.4.2001) συμπληρώθηκε το άρθρο 103 του Συντάγματος με τις παραγράφους 7 και 8, που έχουν το εξής περιεχόμενο :
«7. Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 5, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει. Νόμος μπορεί να προβλέπει ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας ή ειδικές διαδικασίες επιλογής προσωπικού για θέσεις, το αντικείμενο των οποίων περιβάλλεται από ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις ή προσιδιάζει σε σχέση εντολής.
8. Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου».
Τέλος, με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, εν όψει της κατά τα ως άνω συμπληρώσεως του άρθρου 103 με τις διατάξεις των παραγράφων 7 και 8, προστέθηκε στο άρθρο 118 του Συντάγματος, που περιλαμβάνει μεταβατικές διατάξεις, παράγραφος 7 με το εξής περιεχόμενο :
«7. Νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν την τακτοποίηση της υπηρεσιακής κατάστασης προσωπικού που υπάγεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 103 εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών».
6. Επειδή, με την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος η Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη Διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα, με σκοπό την μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της διαφάνειας, της ισότητας ενώπιον του νόμου και της αξιοκρατίας. Ο υφιστάμενος κανόνας των παραγράφων 2 και 3 αυτού του άρθρου, ο οποίος επιβάλλει την νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των παγίων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των άλλων ν.π.δ.δ., ενισχύθηκε με τους νέους κανόνες της παραγράφου 7, σύμφωνα με τους οποίους η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα γίνεται με διαγωνισμό ή επιλογή βάσει προκαθορισμένων και αντικειμενικών κριτηρίων και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής (με την επιφύλαξη των ειδικών ρυθμίσεων του δευτέρου εδαφίου της παρ. 7 του άρθρου 103 και της παρ. 6 του άρθρου 118). Στους κανόνες αυτούς, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις διατάξεις του Ν. 2190/1994 (Α΄ 28) και οι οποίοι κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, εν όψει της αδιάστικτης διατύπωσης της παραγράφου 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. και τα άλλα ν.π.δ.δ. με υπαλληλική σχέση δημοσίου δικαίου και έχει τη συνταγματική εγγύηση της μονιμότητας, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001, ο αναθεωρητικός νομοθέτης θέλησε να αποτρέψει τη συνέχιση μιας συνήθους πρακτικής του παρελθόντος, η οποία συνίστατο στην πρόσληψη προσωπικού με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου για την κάλυψη, τύποις, απρόβλεπτων ή επειγουσών ή παροδικών αναγκών (κατά τις διατάξεις των άρθρων 103 παρ. 2 του Συντάγματος και 56 έως 82 του Π.Δ. 410/1988, Α’ 191) στην εκ των υστέρων διαπίστωση ότι οι ανάγκες αυτές είναι πάγιες και διαρκείς και, τελικά, στην «τακτοποίηση» του προσληφθέντος κατά τα ως άνω με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου προσωπικού δια της συστάσεως οργανικών θέσεων για την κάλυψη των εν λόγω παγίων και διαρκών αναγκών και δια της πληρώσεως των οργανικών αυτών θέσεων από το ίδιο προσωπικό, είτε με το διορισμό του ως μόνιμου δημοσιοϋπαλληλικού είτε με την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, κατ’ αποκλεισμό όλων των λοιπών ενδιαφερομένων που θα ηδύναντο να διεκδικήσουν τις θέσεις αυτές βάσει των παγίων διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας (βλ. Πρακτικά Συνεδριάσεων Βουλής ΡΜΔ΄/21.3.2001, σελ. 731, 744, 754, 755 και ΡΜΕ΄/21.3.2001, σελ. 768, 771, 772, 782). Για να αποτρέψει τη συνέχιση της εν λόγω πρακτικής ο αναθεωρητικός νομοθέτης προσέθεσε στο άρθρο 103 την αναφερόμενη στην προηγούμενη σκέψη διάταξη της παρ. 8, η οποία απαγορεύει τη μονιμοποίηση και τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Δεδομένου, όμως, ότι διαδικασίες «τακτοποίησης» προσωπικού με τον ως άνω τρόπο ήσαν ακόμη εκκρεμείς κατά το χρόνο της αναθεώρησης του Συντάγματος (βλ. ιδίως τις διατάξεις του άρθρου 17 του Ν. 2839/2000, Α΄ 196, που ακολούθησαν την πρακτική των ρυθμίσεων των άρθρων 32 του ν. 2508/1997, Α 124, 10 επ. του Ν. 2266/1994, Α΄ 218, όπως συμπληρώθηκαν με το άρθρο 21 παρ. 2 του Ν. 2738/1999, Α΄ 180, και της Υ.Α. ΔΙΠΙΔ/Φ. 24/11.440/1986, Β΄ 921, που κυρώθηκε με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1735/1987, Α΄ 195), ο αναθεωρητικός νομοθέτης προσέθεσε στο άρθρο 118 του Συντάγματος την παρ. 7, που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη, προκειμένου οι διαδικασίες αυτές να ολοκληρωθούν, χωρίς να «προσκρούσουν σε οψιγενή αντισυνταγματικότητα» οι σχετικές διατάξεις του κοινού νομοθέτη (βλ. Πρακτικά Συνεδριάσεων της Βουλής ΡΜΕ΄/21.3.2001, σελ. 783).
7. Eπειδή, στις 18.3.1999 συνήφθη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου μεταξύ τριών διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα που λειτουργούν σε κοινοτικό επίπεδο ως εκπρόσωποι των «κοινωνικών εταίρων» (εργαζομένων και εργοδοτών), ήτοι της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων (CES, στην οποία μετέχει η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος), της Ένωσης των Συνομοσπονδιών της Βιομηχανίας και των Εργοδοτών (UNICE, στην οποία μετέχει ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών) και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Επιχειρήσεων (CEEP). Οι εν λόγω διεπαγγελματικές οργανώσεις διεβίβασαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το κείμενο της συμφωνίας τους και υπέβαλαν κοινό αίτημα να «υλοποιηθεί» η συμφωνία αυτή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 139 παρ. 2 της Συνθήκης ΕΚ. Το αίτημά τους προωθήθηκε αρμοδίως με πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και, τελικά, έγινε δεκτό από το Συμβούλιο, που εξέδωσε σχετικά την Οδηγία 1999/70/ΕΚ (ΕΕ L 175/10.7.1999). Η εν λόγω Οδηγία περιέλαβε προοίμιο και τέσσερα (4) άρθρα, περαιτέρω δε ενσωμάτωσε, ως Παράρτημα, την από 18.3.1999 συμφωνία πλαίσιο των διεπαγγελματικών οργανώσεων, που περιλαμβάνει προοίμιο, δώδεκα (12) γενικές παρατηρήσεις και οκτώ (8) ρήτρες.
8. Eπειδή, η από 18.3.1999 συμφωνία για την εργασία ορισμένου χρόνου των διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα CES, UNICE και CEEP, που ενσωματώθηκε, σύμφωνα με τα εκτεθέντα, ως Παράρτημα στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου και προσέλαβε κατ’ αυτόν τον τρόπο την ισχύ παράγωγου κοινοτικού δικαίου, ορίζει στην ρήτρα 1 αυτής ότι σκοπός της είναι
«α) η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης,
β) η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου». Περαιτέρω, στη ρήτρα 2 της συμφωνίας πλαισίου ορίζεται ότι αυτή «εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος» (παρ. 1)
και ότι
«τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να αποφασίσουν ότι η παρούσα συμφωνία δεν εφαρμόζεται :
α) στις σχέσεις βασικής επαγγελματικής κατάρτισης και τα συστήματα μαθητείας?
β) στις συμβάσεις ή τις σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού δημόσιου ή από το δημόσιο υποστηριζόμενου προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης».
Στη ρήτρα 3 δίδονται ορισμοί για τους σκοπούς της συμφωνίας, του «εργαζόμενου ορισμένου χρόνου» και του «αντίστοιχου εργαζόμενου αορίστου χρόνου». Με τις ρήτρες 4 και 5 καθορίζεται το ρυθμιστικό πλαίσιο εντός του οποίου δύναται να κινηθεί ο εθνικός νομοθέτης για την επίτευξη των προαναφερθέντων σκοπών της συμφωνίας. Ειδικότερα, στην ρήτρα 4 καθιερώνεται η αρχή της μη διάκρισης, σύμφωνα με την οποία «όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζόμενους αορίστου χρόνου μόνον επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους» (παρ. 1), περαιτέρω δε προβλέπεται ότι «οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας ρήτρας καθορίζονται από τα κράτη μέλη ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και από τους κοινωνικούς εταίρους, λαμβάνοντας υπόψη την κοινοτική νομοθεσία και τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις και την πρακτική σε εθνικό επίπεδο» (παρ. 3).
Στη δε ρήτρα 5 της συμφωνίας, υπό τον τίτλο «Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης», ορίζεται ότι :
«1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα :
α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας?
β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου?
γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.
2. Τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου :
α) θεωρούνται «διαδοχικές»?
β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου».
Από τις ανωτέρω διατάξεις της συμφωνίας πλαισίου συνάγεται, κατ’ αρχάς, ότι οι ρυθμίσεις της, εφ’ όσον δεν γίνεται σχετική διάκριση (βλ. ρήτρα 2 παρ. 1), αναφέρονται σε όλους τους εργαζόμενους με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν απασχολούνται στον ιδιωτικό ή στο δημόσιο τομέα κατά τη νομοθεσία ενός εκάστου κράτους μέλους. Περαιτέρω, ο σκοπός της συμφωνίας πλαισίου είναι διττός και συνίσταται αφενός μεν στη διασφάλιση της αρχής της μη διάκρισης, όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου έναντι των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, αφετέρου δε στην καθιέρωση ενός ελάχιστου αναγκαίου ρυθμιστικού πλαισίου για την αποτροπή της κατάχρησης που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.
Οι ρυθμίσεις του εθνικού νομοθέτη πρέπει, για να είναι σύμφωνες με το δεύτερο σκοπό της συμφωνίας πλαισίου, να περιλαμβάνουν ένα τουλάχιστον από τα περιοριστικά μέτρα που υποδεικνύονται στην παρ. 1 της ρήτρας 5 της συμφωνίας πλαισίου για την αποτροπή της κατάχρησης που είναι δυνατόν να προκύψει από τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (δηλαδή αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, μέγιστη επιτρεπτή συνολική διάρκειά τους και μέγιστο επιτρεπτό αριθμό ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας). Για την περίπτωση δε της παραβάσεως των ως άνω περιορισμών, ο εθνικός νομοθέτης δύναται να καθορίζει, «όταν χρειάζεται», υπό ποιες συνθήκες οι διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου. Με τις ως άνω ρυθμίσεις δεν τίθενται κανόνες παράγωγου κοινοτικού δικαίου άμεσης εφαρμογής, τα δε κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία ευχέρεια επιλογής μεταξύ περισσοτέρων λύσεων για να αποτρέπουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλεται, σε περίπτωση συνάψεως τέτοιων συμβάσεων, ο χαρακτηρισμός αυτών ως συμβάσεων ή σχέσεων αορίστου χρόνου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό («όταν χρειάζεται»). Συνεπώς, δεν αποκλείεται η πρόβλεψη άλλων, πρόσφορων κατά την κρίση του εθνικού νομοθέτη, κυρώσεων εις βάρος του εργοδότη για την αποτελεσματική προστασία του εργαζόμενου που, ως οικονομικά ασθενέστερος, συχνά υποχρεώνεται αδικαιολόγητα στη σύναψη ασύμφορων για τον ίδιο διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου αντί της συνάψεως συμβάσεως αορίστου χρόνου, όπως είναι η ακυρότητα των συναπτομένων συμβάσεων, με παράλληλη εξασφάλιση για τον εργαζόμενο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε και αποζημίωσης. Η ευχέρεια του νομοθέτη να προβλέπει άλλες πρόσφορες κυρώσεις, πλην του χαρακτηρισμού των ανεπίτρεπτων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου, συνάγεται και από την παρ. 3 του προοιμίου της συμφωνίας πλαισίου, στην οποία ορίζεται ότι «η παρούσα συμφωνία καθορίζει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι για τις λεπτομέρειες της εφαρμογής της πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία των συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων», καθώς και από την υπ’ αριθμ. 10 γενική παρατήρηση αυτής, όπου ορίζεται ότι «η παρούσα συμφωνία παραπέμπει στα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών αρχών της, των ελάχιστων απαιτήσεων και διατάξεων, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση σε κάθε κράτος μέλος και οι ιδιαίτερες συνθήκες ορισμένων τομέων και επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποχικής φύσης» (βλ. Σ.τ.Ε. 1253/2006, 2228/2007, ομοίως έκρινε ήδη και το ΔΕΚ με απόφαση της 4.7.2006, του τμήματος μείζονος συνθέσεως, C-212/04, Κωνσταντίνος Αδενέλερ κ.λ.π. κατά Ελληνικού Οργανισμού Γάλακτος, βλ. ιδίως τις σκέψεις 91, 92 της αποφάσεως).
9. Eπειδή, στο άρθρο 2 της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου ορίζεται ότι στα κράτη μέλη παρέχεται προθεσμία συμμορφώσεως προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής μέχρι την 10.7.2001, με δυνατότητα παρατάσεως της εν λόγω προθεσμίας μέχρι την 10.7.2002. Η Ελλάδα έκαμε χρήση της ευχερείας παρατάσεως της προθεσμίας συμμορφώσεως. Τελικά, για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία εκδόθηκαν, κατ’ επίκληση των διατάξεων των άρθρων 3, 4 και 5 του Ν. 1338/1983 (Α΄ 34), όπως ισχύουν, το Π.Δ. 81/2003 «Ρυθμίσεις για τους εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου» (Α΄ 77/2.4.2003), το οποίο τροποποιήθηκε με το Π.Δ. 180/2004 (Α΄ 160/23.8.2004), και το Π.Δ. 164/2004 «Ρυθμίσεις για τους εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα» (ΦΕΚ 134 Α΄/19.7.2004 και διορθώσεις σφαλμάτων στο ΦΕΚ 135 Α΄/19.7.2004). Το Π.Δ. 81/2003, παρά τη γενικότητα του τίτλου του, περιέλαβε ρυθμίσεις που δεν αφορούν τους εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα. Το Π.Δ. 164/2004 αφορά αποκλειστικά την εργασία ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο και στα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, όπως προκύπτει τόσο από τον τίτλο του, όσο και από τις διατάξεις των άρθρων του 2 παρ. 1 και 3 γ΄ που αναφέρονται στο πεδίο εφαρμογής του (βλ. ΣτΕ 1253/2006, 2228/2007).
10. Eπειδή, για την αποτροπή της κατάχρησης της μισθωτής εργασίας που προκαλείται από την χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και δη σε συμμόρφωση, καθόσον αφορά το Δημόσιο και τα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, με τις ρήτρες 2 και 5 της από 18.3.1999 συμφωνίας πλαισίου των διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα CES, UNICE και CEEP που ενσωματώθηκε στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, το Π.Δ. 164/2004 περιέλαβε τις διατάξεις των άρθρων 5, 6 και 7. Οι διατάξεις αυτές, των οποίων η ισχύς αρχίζει από τη δημοσίευση του Π.Δ/τος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (19.7.2004) σύμφωνα με το άρθρο 12 αυτού, ορίζουν τα εξής :
«Άρθρο 5.
Διαδοχικές συμβάσεις.
1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφ’ όσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών.
2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, εφ’ όσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεις συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης.
3. Η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων γίνεται εγγράφως και οι λόγοι που τη δικαιολογούν αναφέρονται ρητώς στη σύμβαση, εφ’ όσον δεν προκύπτουν ευθέως από αυτήν. Κατ’ εξαίρεση, ο έγγραφος τύπος δεν απαιτείται, όταν η ανανέωση της σύμβασης, λόγω του ευκαιριακού χαρακτήρα της απασχόλησης, δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη του ενός μηνός, εκτός αν ο έγγραφος τύπος προβλέπεται ρητά από άλλη διάταξη. Αντίγραφο της σύμβασης παραδίδεται στον εργαζόμενο εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την έναρξη της απασχόλησής του.
4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου.
Άρθρο 6.
Ανώτατη διάρκεια συμβάσεων.
1. Συμβάσεις που καταρτίζονται διαδοχικώς και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, απαγορεύεται να υπερβαίνουν τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες σε συνολικό χρόνο διάρκειας της απασχόλησης, είτε συνάπτονται κατ’ εφαρμογήν του προηγούμενου άρθρου είτε συνάπτονται κατ’ εφαρμογήν άλλων διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας.
2. Συνολικός χρόνος διάρκειας απασχόλησης άνω των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών επιτρέπεται μόνον σε περιπτώσεις ειδικών, από τη φύση και το είδος της εργασίας τους, κατηγοριών εργαζομένων που προβλέπονται από την κειμένη νομοθεσία, όπως, ιδίως, διευθυντικά στελέχη, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται στο πλαίσιο συγκεκριμένου ερευνητικού ή οιουδήποτε επιδοτούμενου ή χρηματοδοτούμενου προγράμματος, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται για την πραγματοποίηση έργου σχετικού με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις με διεθνείς οργανισμούς.
Άρθρο 7.
Συνέπειες παραβάσεων.
1. Οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος είναι αυτοδικαίως άκυρη.
2. Σε περίπτωση που η άκυρη σύμβαση εκτελέσθηκε εν όλω ή εν μέρει, καταβάλλονται στον εργαζόμενο τα οφειλόμενα βάσει αυτής χρηματικά ποσά, τυχόν δε καταβληθέντα δεν αναζητούνται. Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα, για το χρόνο που εκτελέσθηκε η άκυρη σύμβαση εργασίας, να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του. Εάν οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο καταλογίζονται στον υπαίτιο.
3. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος τιμωρείται με φυλάκιση (άρθρο 5 Ν. 1338/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 5 του Ν. 1440/1984). Αν το αδίκημα διαπράχθηκε από αμέλεια, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Η ίδια παράβαση στοιχειοθετεί παράλληλα και σοβαρό πειθαρχικό αδίκημα».
Με τις διατάξεις αυτές του Π.Δ/τος 164/2004 προσαρμόσθηκε, από 19.7.2004, η ελληνική νομοθεσία στο κοινοτικό δίκαιο, καθόσον αφορά τη λήψη μέτρων για την αποτροπή της κατάχρησης της μισθωτής εργασίας που είναι δυνατόν να προκαλείται σε περιπτώσεις χρησιμοποίησης, από το Δημόσιο και τα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Συγκεκριμένα, απαγορεύθηκαν, κατ’ αρχήν, οι «διαδοχικές» συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, ήτοι οι συμβάσεις μεταξύ των οποίων μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών, καθορίσθηκαν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, η σύναψη μέχρι τριών διαδοχικών, κατά την ως άνω έννοια, συμβάσεων με συνολική διάρκεια απασχόλησης μέχρι είκοσι τεσσάρων μηνών, καθώς και οι ειδικές περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται η υπέρβαση των ως άνω ορίων στη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων, όλως κατ’ εξαίρεση και για αντικειμενικούς λόγους, που συνδέονται με τη φύση και το είδος της εργασίας κατηγοριών εργαζομένων. Ως κύρωση για την περίπτωση της παράνομης, ήτοι κατά παράβαση των ως άνω κανόνων, κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων, προβλέφθηκε η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέσθηκαν εν όλω ή εν μέρει, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό που δικαιούται ο «αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου» σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του, τέλος δε θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Με τα δεδομένα αυτά, η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στο κοινοτικό δίκαιο έγινε, δυνάμει των ως άνω διατάξεων, με σεβασμό της απαγόρευσης μετατροπής συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, που θεσπίσθηκε με την παράγραφο 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, καθόσον δεν προβλέφθηκε ως κύρωση για τη χρησιμοποίηση από το Δημόσιο και τα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου η μετατροπή αυτών σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ( ΣτΕ 1256/2006, 2228/2007).
11. Eπειδή, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην όγδοη σκέψη, το Π.Δ. 164/2004 έπρεπε να περιλάβει ρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν οπωσδήποτε από 10.7.2002 την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου. Δεδομένου ότι οι διατάξεις των άρθρων 5, 6 και 7 του Π.Δ/τος ισχύουν από 19.7.2004, όπως εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη, για την κάλυψη του προγενέστερου χρονικού διαστήματος τουλάχιστον μέχρι την 10.7.2002 προστέθηκαν στο Π.Δ/γμα οι διατάξεις του άρθρου 11, ως μεταβατικές, οι οποίες ορίζουν τα εξής :
«Άρθρο 11.
Μεταβατικές διατάξεις.
1. Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφ’ όσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις :
α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρείς τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δεκαοκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση.
β) Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου (α) να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση. Προκειμένου περί συμβάσεων που έχουν συναφθεί με την Ελληνική Εταιρία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Ε.Τ.Α.), στο πλαίσιο εφαρμογής συγκεκριμένου προγράμματος, ως φορέας νοείται ο οικείος Ο.Τ.Α. στον οποίο ο εργαζόμενος προσέφερε πραγματικά τις υπηρεσίες του.
γ) Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός.
δ) Ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. Οι διαδοχικές συμβάσεις μειωμένου ωραρίου εργασίας συνιστούν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, συμβάσεις αορίστου χρόνου μειωμένης απασχόλησης αντίστοιχης με την αναγραφόμενη στην αρχική σύμβαση.
2. Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγουμένης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία. Στις δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις αρμόδιο όργανο είναι, σε κάθε περίπτωση, το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο του οικείου Ο.Τ.Α., ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου ή του διοικούντος οργάνου της επιχείρησης. Το κατά τα ανωτέρω αρμόδιο όργανο κρίνει περαιτέρω εάν στις συμβάσεις έργου ή άλλες συμβάσεις ή σχέσεις υποκρύπτεται σχέση εξαρτημένης εργασίας. Η κατά τις ως άνω διατάξεις κρίση του αρμόδιου οργάνου ολοκληρώνεται το αργότερο εντός πέντε (5) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος.
3. Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις των αρμόδιων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων.
4. Στις διατάξεις αυτού του άρθρου υπάγονται οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 3 περ. γ΄ του παρόντος διατάγματος, καθώς και στις δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις, αποκλειομένων σε κάθε περίπτωση των εργαζομένων σε ανώνυμες εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου δεν εφαρμόζονται στα απ’ ευθείας διοριζόμενα διευθυντικά στελέχη, το καθεστώς των οποίων, λόγω του είδους των καθηκόντων τους και των προνομίων που απολαμβάνουν, ρυθμίζεται από ειδικές κάθε φορά διατάξεις, καθώς και στο προσωπικό των εκτός Ελλάδος υπηρεσιών του Υπουργείου Εξωτερικών και στο προσωπικό των Γραφείων Τύπου και Επικοινωνίας στο εξωτερικό της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης, που προσλαμβάνεται επιτοπίως.
5. Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος, λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδ. α της παρ. 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης.
6. … ».
12. Eπειδή, με τη διάταξη του άρθρου 4 του Π.Δ. 180/2004, προστέθηκε ως μεταβατική διάταξη το άρθρο 8Α στο Π.Δ. 81/2003, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η περίπτωση των απασχολουμένων με διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου σε φορείς που ανήκαν ή ανήκουν στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός οριοθετείται από τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 1 του Ν. 1892/1990 (Α' 101), και οι οποίοι, κατά την έναρξη ισχύος του Π.Δ. 164/2004 (Α' 134), ήταν εισηγμένοι στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας, δεδομένου ότι οι φορείς αυτοί είχαν εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής του Π.Δ. 164/2004 με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. γ΄ του ιδίου Π.Δ/τος.
Ειδικότερα, με την ως άνω διάταξη ορίστηκε ότι: «Μετά το άρθρο 8 του Π.Δ. 81/2003 προστίθεται νέο άρθρο με αριθμό 8Α που έχει ως εξής:
«1. Στις διαδοχικές συμβάσεις, που είναι ενεργές ως την έναρξη ισχύος του παρόντος Διατάγματος και έχουν συναφθεί με φορείς που ανήκαν ή ανήκουν στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός οριοθετείται από τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 1 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ Α' 101) ή από άλλες ειδικές διατάξεις, όπως εκάστοτε ισχύουν και οι οποίοι, κατά την έναρξη ισχύος του Π.Δ. 164/2004 (ΦΕΚ Α' 134), ήταν εισηγμένοι στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 11 του ως άνω Π.Δ.
2. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου ως "υπηρεσιακό συμβούλιο" νοείται το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας.
3. Διαδοχικές συμβάσεις, για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, θεωρούνται οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίζονται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και ίδιου εργαζόμενου, με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών (3) μηνών». Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 2 του ν.3302/2004 (Α΄ 267) ορίστηκε ότι: « Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 8Α του Π.Δ. 81/2003 (ΦΕΚ 77 Α'), όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 4 του Π.Δ. 180/2004 (ΦΕΚ 160 Α'), επί των κρίσεων των διοικητικών συμβουλίων των κατά περίπτωση ανωνύμων εταιρειών, με τις οποίες κρίνονται οι αιτήσεις των ενδιαφερομένων αναφορικά με τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων της υπαγωγής τους στη διάταξη αυτή, έχει εφαρμογή και η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004 (ΦΕΚ 134 Α΄)».
13. Eπειδή, όπως έχει ήδη κριθεί, οι διατάξεις του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004, αν είχαν θεσπισθεί ως πάγιες διατάξεις προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου αντί των διατάξεων των άρθρων 5, 6 και 7 του ίδιου Π.Δ/τος, θα προσέκρουαν οπωσδήποτε στις διατάξεις του άρθρου 103 του Συντάγματος, όπως ήδη ισχύουν συμπληρωθείσες με τις παραγράφους 7 και 8, οι οποίες προστέθηκαν με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής και αφ’ ενός μεν κατοχύρωσαν τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα με διαγωνισμό ή επιλογή βάσει προκαθορισμένων και αντικειμενικών κριτηρίων υπό τον έλεγχο ανεξάρτητης διοικητικής αρχής (παρ. 7), αφ’ ετέρου δε απαγόρευσαν την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και των συμβάσεων έργου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, όταν εργοδότης είναι το Δημόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο του δημόσιου τομέα (παρ. 8). Οι ίδιες, όμως, διατάξεις του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004 είναι συνταγματικώς ανεκτές όλως ειδικώς, ως μεταβατικές διατάξεις «τακτοποίησης» εκκρεμών εργασιακών σχέσεων του Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα με εργαζόμενους που συνέχισαν, ακόμη και μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, να απασχολούνται με διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, τελούντες εν αγνοία των δικαιωμάτων που θα ηδύναντο να αντλήσουν από την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου εν όψει της καθυστέρησης της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην εν λόγω Οδηγία (ΣτΕ 1256/2006, 2228/2007). Έχοντας δε τον ως άνω χαρακτήρα και μόνη την ανοχή του συνταγματικού νομοθέτη, οι διατάξεις του άρθρου 11 του Π.Δ/τος 164/2004 είναι εφαρμοστέες με όλους τους όρους των οποίων επέβαλαν τη συνδρομή, σωρευτικώς, για την «τακτοποίηση», με σύσταση εφεξής συμβάσεως εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (βλ. ΣτΕ 30/2008).
14. Eπειδή, όπως συνάγεται από τις παρατιθέμενες στην ενδέκατη σκέψη διατάξεις του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004, για τη σύσταση εφεξής συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου βάσει των διατάξεων αυτών υποβάλλεται σχετική αίτηση από τον ενδιαφερόμενο στον οικείο φορέα απασχόλησης εντός καθοριζομένης αποκλειστικής προθεσμίας. Επί της αιτήσεως του ενδιαφερομένου, στην οποία πρέπει να αναφέρονται όλα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων για την σύσταση εφεξής της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, εκφέρει αρχικά αιτιολογημένη κρίση, θετική ή αρνητική, το κατά περίπτωση αρμόδιο όργανο του οικείου φορέα απασχόλησης. Σε τελευταίο δε στάδιο η αίτηση του ενδιαφερομένου, μαζί με τη θετική ή αρνητική κρίση του οργάνου του φορέα απασχόλησης και όλον το σχετικό φάκελο, διαβιβάζεται στο Α.Σ.Ε.Π., στο οποίο ανήκει η αποφασιστική αρμοδιότητα για την αποδοχή ή την απόρριψη της αιτήσεως, η σχετική δε πράξη του Α.Σ.Ε.Π. που απορρίπτει το αίτημα ή που αποδέχεται τη σύσταση σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, πρέπει να στηρίζεται σε νόμιμη και επαρκή αιτιολογία που να ανταποκρίνεται στα στοιχεία του φακέλου.
15. Eπειδή, στην προκειμένη περίπτωση, οι αιτούσες, οι οποίες απασχολούνταν σε διάφορα Υποκαταστήματα της Α... Α.Ε. με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ως προσωπικό καθαριότητας, υπέβαλαν στην ως άνω ανώνυμη εταιρεία αντίστοιχες αιτήσεις, με τις οποίες ζήτησαν να υπαχθούν στις διατάξεις του άρθρου 4 του π.δ.τος 180/2004 και άρθρου 11 του π.δ.τος 164/2004 και να συσταθούν εφεξής σχέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου μεταξύ των ιδίων και της Α....Α.Ε. Με το υπ’ αριθμ. πρωτ. ΑΠ 100/12.1.2005 έγγραφο της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού της Α....Α.Ε. διαβιβάσθηκαν στο ΑΣΕΠ το υπ’ αριθμ. 20/20.12.2004 πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της ανωτέρω Τράπεζας, καθώς και τα ατομικά δελτία για τη διαπίστωση της υπαγωγής, μεταξύ άλλων και των αιτουσών, στις ρυθμίσεις των ανωτέρω διατάξεων.
Όπως προέκυπτε από τα εν λόγω δελτία, οι αιτούσες δεν συγκέντρωναν τις προϋποθέσεις για να υπαχθούν στις διατάξεις αυτές, δεδομένου ότι:
α) στην περίπτωση της 13ης των αιτουσών Κορώνα Ευαγγελίας, ο συνολικός χρόνος απασχόλησής της ήταν μικρότερος των 24 μηνών, ενώ περαιτέρω, υφίστατο διακοπή μεταξύ των συμβάσεών της ορισμένου χρόνου μεγαλύτερη των τριών μηνών,
β) στην περίπτωση της 15ης των αιτουσών Κλείδωνα Παρασκευής, υφίστατο διακοπή μεταξύ των συμβάσεών της ορισμένου χρόνου μεγαλύτερη των τριών μηνών,
γ) στις υπόλοιπες περιπτώσεις των αιτουσών, ο συνολικός χρόνος απασχόλησής τους ήταν μικρότερος των 24 μηνών. Κατόπιν των ανωτέρω, το Διοικητικό Συμβούλιο της Α....Α.Ε. με το υπ’ αριθμ. 20/20.12.2004 πρακτικό του έκρινε ότι για εκατόν ογδόντα επτά (187) περιπτώσεις συμβασιούχων, μεταξύ των οποίων και οι αιτούσες, δεν συνέτρεχαν, όπως προέκυπτε από τα σχετικά ατομικά δελτία υπαγωγής, οι προϋποθέσεις για να υπαχθούν στις διατάξεις του άρθρου 4 του π.δ.τος 180/2004 και του άρθρου 11 του π.δ.τος 164/2004. Το ΑΣΕΠ με την υπ’αριθμ. 1/15.3.2005 απόφαση του Δ’ Τμήματος του, αφού έλαβε υπόψη του το ως άνω πρακτικό του ΔΣ της Α... Α.Ε και τα αντίστοιχα δελτία που είχε συντάξει η Α.. Α.Ε για την υπαγωγή των αιτουσών συμβασιούχων στις ως άνω διατάξεις, έκρινε ότι ήταν ορθή η κρίση του Δ.Σ της Α... Α.Ε ότι δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για να υπαχθούν αυτές στις διατάξεις του άρθρου 4 του π.δ.τος 180/2004, συνέταξε δε στη συνέχεια σχετικό πίνακα.
16. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του Ν. 2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευθεί (Ν. 4558/1920, άρθρο 11 Α.Ν. 547/1937), «είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικείμενη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον ... Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένην χρονική διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ’ ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου». Από τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες επιδιώχθηκε ήδη από τότε η αντιμετώπιση των καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προκύπτει ότι, όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αορίστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1, 2, 3 του Ν. 2112/1920 ή 1, 3, 5 του Β.Δ. 16/18.7.1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της συμβάσεως και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως (βλ. ΑΠ 20/2007 Ολομ.).
17. Επειδή, προβάλλεται ότι η διάταξη του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004 αντίκειται στην παρ. 3 της ρήτρας 8 της συμφωνίας για την εργασία ορισμένου χρόνου των διεπαγγελματικών οργανώσεων, που ενσωματώθηκε ως Παράρτημα στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ, η οποία ορίζει ότι: « Η εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επαρκή αιτιολογία για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα συμφωνία». Τούτο δε, διότι στην Ελλάδα, ήδη κατά την ψήφιση της ανωτέρω Οδηγίας οι προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920 θέσπιζαν πληρέστερη σε σχέση με τις ρυθμίσεις της Οδηγίας προστασία των εργαζομένων για την αποτροπή της κατάχρησης που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Ενόψει των οριζομένων στις διατάξεις αυτές, ισχυρίζονται οι αιτούσες, οι διατάξεις του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004, οι οποίες θέτουν περισσότερες προϋποθέσεις για τη μετατροπή συμβάσεως εργασίας ορισμένου σε αορίστου χρόνου από αυτές που ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, η οποία απαιτεί προς τούτο την κάλυψη εκ μέρους του εργαζόμενου παγίων και διαρκών αναγκών του εργοδότη, συνιστούν υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των Ελλήνων εργαζομένων κατά παράβαση της παρατεθείσας παρ. 3 της ρήτρας 8 της ανωτέρω συμφωνίας. Ο λόγος όμως αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, ενόψει της νεωτέρας διατάξεως της παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, με την οποία απαγορεύεται η μετατροπή συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου όταν εργοδότης είναι το Δημόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο του δημόσιου τομέα, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διατάξεως του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 (βλ. ΑΠ 20/2007). Για τον ίδιο λόγο και ενόψη όσων ειδικότερα εκτέθηκαν στη 13η σκέψη, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι και οι συναφείς ισχυρισμοί των αιτουσών, ότι κατά παράβαση της Οδηγίας 1999/70 προβλέπεται ως μέτρο κατά της καταχρηστικής χρησιμοποίησης των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, ο χαρακτηρισμός τους ως αορίστου, μόνο για το διάστημα από 23.8.2002 έως την δημοσίευση στο ΦΕΚ του Π.Δ. 180/2004 στις 23.8.2004, αποκλειομένης της εφαρμογής του μέτρου αυτού και για το μέλλον, καθώς και ότι τα χρονικά κριτήρια που ορίζει η μεταβατική διάταξη του άρθρου 11 του π.δ.τος 164/2004 ως προϋπόθεση για τη σύσταση εφεξής συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου μεταξύ νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα και απασχοληθέντων κατά το παρελθόν στους φορείς αυτούς με διαρκώς ανανεούμενες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου τουλάχιστον 24 μηνών ή ελάχιστος χρόνος απασχόλησης 18 μηνών μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση) είναι αυθαίρετα (πρβλ. ΣτΕ 30/2008).
18. Eπειδή, περαιτέρω, οι αιτούσες ισχυρίζονται ότι σε κάθε περίπτωση τυγχάνει εν προκειμένω άμεσης εφαρμογής η διάταξη της ρήτρας 5 της συμφωνίας πλαισίου που έχει ενσωματωθεί στην Οδηγία 1999/70, η οποία οδηγεί στη κατάρτιση συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου όταν από την εργασία του εργαζομένου καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη. Ανεξαρτήτως όμως του γεγονότος ότι, όπως προαναφέρθηκε, το ισχύον Σύνταγμα με τη διάταξη του άρθρου 103 παρ. 8 απαγορεύει τη μετατροπή συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και των συμβάσεων έργου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου όταν εργοδότης είναι το Δημόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο του δημόσιου τομέα, με τις ρυθμίσεις της ρήτρας 5 της συμφωνίας πλαισίου, δεν τίθενται κανόνες παράγωγου κοινοτικού δικαίου άμεσης εφαρμογής, τα δε κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία ευχέρεια επιλογής μεταξύ περισσοτέρων λύσεων για να αποτρέπουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλεται ως γενική υποχρέωση των κρατών μελών σε περίπτωση συνάψεως τέτοιων συμβάσεων, η μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό («όταν χρειάζεται») [βλ. ΣτΕ 1253/2006 επτ. κ.α., απόφαση ΔΕΚ C-212/2004 της 4.7.2006, Κωνσταντίνος Αδενέλερ κ.λ.π. κατά Ελληνικού Οργανισμού Γάλακτος, σκ. 90-94].
19. Eπειδή, τέλος, οι αιτούσες προβάλλουν, γενικώς, ότι συντρέχουν στην περίπτωσή τους όλες οι προϋποθέσεις που απαιτούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του π.δ.τος 164/2004 για την μετατροπή των συμβάσεως εργασίας τους ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου σε αορίστου και ότι, συνεπώς, μη νομίμως έκρινε αντιθέτως η προσβαλλόμενη απόφαση του ΑΣΕΠ, η οποία πρέπει, για το λόγο αυτό, να ακυρωθεί. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αορίστως προβαλλόμενος, εφόσον οι αιτούσες δεν αμφισβητούν το περιεχόμενο των δελτίων υπαγωγής τους που συνέταξε η Α....Α.Ε. και στα οποία περιέχονται τα χρονικά διαστήματα απασχολήσής τους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, στα οποία στήριξε την αρνητική κρίση του το ΑΣΕΠ, ούτε περαιτέρω επικαλούνται στοιχεία που να κλονίζουν το περιεχόμενο των δελτίων αυτών.
20. Eπειδή, κατόπιν αυτών και εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος ακυρώσεως η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου και
Επιβάλλει, συμμέτρως, σε βάρος των αιτουσών τη δικαστική δαπάνη του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 24 Απριλίου 2008
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας του Γ’ Τμήματος
Γ. Παπαμεντζελόπουλος Α. Τριάδη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 26ης Μαρτίου 2009.
Ο Πρόεδρος του Γ' Τμήματος Η Γραμματέας του Γ' Τμήματος
Γ. Σταυρόπουλος Α. Τριάδη
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!