ΣτΕ 756/2008
Αριθμός 756/2008
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Νοεμβρίου 2006, με την εξής σύνθεση: Δ. Κωστόπουλος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου του Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Ν. Σκλίας, Α.-Γ. Βώρος, Σύμβουλοι, Σ. Βιτάλη, Κ. Λαζαράκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Στεργιοπούλου.
Για να δικάσει την από 30 Μαρτίου 2005 αίτηση: του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών, ο οποίος παρέστη με τον Ευριπίδη Τσιτσέλλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ", που εδρεύει στην Α. (Π. 1), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους:
α) Απόστολο Πατρίκιο (Α.Μ. 14977) και
β) Καλλιόπη Ζαχαράκη (Α.Μ. 17145), που τους διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ‘ αριθμ. 4161/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Κ. Λαζαράκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τους πληρεξούσιους της αναιρεσίβλητης εταιρείας, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση ασκήθηκε κατά το νόμο χωρίς καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της υπ’ αριθ. 4161/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη έφεση του Δημοσίου κατά της υπ’ αριθ. 4313/2003 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία, κατ’ αποδοχή προσφυγής της αναιρεσίβλητης εταιρείας, είχε ακυρωθεί η σιωπηρή απόρριψη εκ μέρους του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε. Αθηνών της από 17-5-2000 επιφυλάξεως, την οποία είχε αυτή διατυπώσει στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2000, είχε κριθεί εκπεστέο από τα ακαθάριστα έσοδά της ποσό 2.797.883.638 δραχμών καταβληθέν κατ’ αρθρ. 79 περ. δ του ν. 1969/1991 υπέρ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και είχε υποχρεωθεί ο ως άνω Προϊστάμενος σε διενέργεια νέας εκκαθαρίσεως και επιστροφή του αναλογούντος στο ποσό αυτό, τυχόν αχρεωστήτως καταβληθέντος, φόρου.
3. Επειδή, η διάταξη του άρθρου 31 παρ. 1 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2238/1994 (Α 151) Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, η οποία, κατ’ αρθρ. 105 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, εφαρμόζεται και στη φορολογία εισοδήματος νομικών προσώπων, όριζε, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, τα εξής:
«Το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων, που τηρούν επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, καθώς και των επιχειρήσεων που τηρούν επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, εφόσον αυτές παρέχουν αποκλειστικά υπηρεσίες και στερούνται αξιόλογων αποθεμάτων κατά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου, εξευρίσκεται λογιστικώς με έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα, όπως αυτά ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, των ακόλουθων εξόδων:
α) …
ε) Των ποσών των κάθε είδους φόρων, τελών και δικαιωμάτων, που βαρύνουν την επιχείρηση. Ως χρόνος έκπτωσης λογίζεται ο χρόνος της καταβολής αυτών υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων. …».
4. Επειδή, ο ν. 1806/1988 «Τροποποίηση της νομοθεσίας για τα χρηματιστήρια αξιών και άλλες διατάξεις» (Α 207) όριζε στο άρθρο 33 αυτού, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 56 του ν. 1892/1990 (Α 101), η δε παρ. 12 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 1960/1991 (Α 123) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 27 του ν. 2166/1993 (Α 137), τροποποιήθηκε δε με το άρθρο 25 παρ. 3 του ν. 2324/1995 (Α 146), τα εξής:
«1. Η εν ζωή μεταβίβαση ονομαστικών μετοχών με χρηματιστηριακή συναλλαγή οποιασδήποτε μορφής στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών γίνεται μόνο αφού προηγηθεί κατάθεση των τίτλων των μετοχών στην Εταιρεία Αποθετηρίων, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 33α και η οποία εκδίδει έγγραφη απόδειξη για την κατάθεση τίτλων στο όνομα εκείνου που αποκτά τις μετοχές (αποθετήριο).
2. …
12. … Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Ε. Αποθετηρίων Τίτλων, καθορίζονται τα δικαιώματα της Εταιρείας Αποθετηρίων για τη φύλαξη των τίτλων των ανωνύμων μετοχών, την έκδοση, τροποποίηση, αντικατάσταση ή ακύρωση ανωνύμων αποθετηρίων εγγράφων και γενικώς για κάθε υπηρεσία που παρέχει η Εταιρεία Αποθετηρίων στους δικαιούχους ανωνύμων αποθετηρίων εγγράφων, στις εκδότριες εταιρείες ή τρίτους κατά την επιδίωξη του εταιρικού σκοπού της. Με όμοια απόφαση ρυθμίζεται κάθε ειδικό θέμα και λεπτομέρεια σχετικά με την έκδοση, τροποποίηση, αντικατάσταση ή ακύρωση των ανωνύμων αποθετηρίων εγγράφων, τον τύπο τους, την άσκηση των δικαιωμάτων των κομιστών των αποθετηρίων και γενικώς κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή αυτού του άρθρου. …».
Κατά το άρθρο 33α του ίδιου νόμου, το οποίο προσετέθη με το προαναφερθέν άρθρο 56 του ν. 1892/1990, η δε παράγραφος 14 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 2324/1995
«1. Η Εταιρεία Αποθετηρίων θα συσταθεί σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του άρθρου με τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας και σκοπό το έργο της εκκαθαρίσεως των χρηματιστηριακών συναλλαγών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, την έκδοση, τροποποίηση, ακύρωση ή αντικατάσταση αποθετηρίων, τη φύλαξη των τίτλων για τους οποίους εκδίδονται αποθετήρια, καθώς και κάθε συναφή προς τις ανωτέρω εργασίες δραστηριότητα (η «Εταιρεία Αποθετηρίων»).
2. Κατά την ίδρυση της Εταιρείας Αποθετηρίων μοναδικός μέτοχος θα είναι το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. …
3. …
14. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Ε. Αποθετηρίων Τίτλων, καθορίζονται τα δικαιώματα της Εταιρείας Αποθετηρίων για τη φύλαξη των τίτλων των αξιών, για την έκδοση, τροποποίηση, αντικατάσταση ή ακύρωση ονομαστικών αποθετηρίων εγγράφων και γενικώς για κάθε υπηρεσία που παρέχει η Εταιρεία Αποθετηρίων στους δικαιούχους ονομαστικών αποθετηρίων εγγράφων, στις εκδότριες εταιρείες ή τρίτους κατά την επιδίωξη του εταιρικού της σκοπού. Με όμοια απόφαση ρυθμίζεται κάθε ειδικό θέμα και λεπτομέρεια σχετικά με την έκδοση, τροποποίηση, αντικατάσταση ή ακύρωση ονομαστικών αποθετηρίων εγγράφων και τον τύπο τους και γενικώς κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή αυτού του άρθρου.
15. …».
Εξάλλου, κατά το άρθρο 76 του ν. 1969/1991 «Εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου, αμοιβαία κεφάλαια, διατάξεις εκσυγχρονισμού και εξυγιάνσεως της κεφαλαιαγοράς και άλλες διατάξεις» (Α 167), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του ν. 2166/1993
«1. Συνιστάται νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με έδρα την πόλη των Αθηνών και υπό την επωνυμία «Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς», εποπτευόμενο από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας.
2. Στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανατίθεται ο έλεγχος της εφαρμογής των διατάξεων της νομοθεσίας περί κεφαλαιαγοράς.
3. Στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που συνιστάται με την παράγραφο 1 περιέρχονται όλες οι αρμοδιότητες που η κείμενη νομοθεσία έχει απονείμει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία είχε αρχικά συσταθεί με το άρθρο 12 του α.ν. 148/1967 (ΦΕΚ 173 Α) όπως ισχύει.
4. …»,
κατά το άρθρο 78, όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 11 του ν. 2166/1993 και 18 του ν. 2198/1994 (Α 43),
«1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει τις κάτωθι αρμοδιότητες:
α. Εκδίδει πράξεις κανονιστικού χαρακτήρα όπου προβλέπεται απ’ το νόμο, όπως … επί … αποθετηρίου τίτλων …
β. …
γ. Γνωμοδοτεί προς τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας επί θεμάτων κεφαλαιαγοράς.
δ. Διενεργεί ελέγχους … στην Α.Ε. Αποθετηρίων Τίτλων σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας περί Κεφαλαιαγοράς, ιδία, ελέγχει την τήρηση των κανόνων δεοντολογίας από τα στελέχη αυτών των εταιρειών και προβαίνει σε ανακοινώσεις επί των αποτελεσμάτων των ελέγχων.
ε. …
ζ. Ρυθμίζει κάθε θέμα που έχει σχέση με την ομαλή λειτουργία της χρηματιστηριακής αγοράς, την τήρηση της χρηματιστηριακής νομοθεσίας και κάθε άλλο θέμα που απορρέει από άλλες διατάξεις.
η. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει την τήρηση των διατάξεων του παρόντος νόμου … »,
κατά δε το άρθρο 79, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 2471/1997 (Α 46),
«Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει τους εξής πόρους:
α. …
δ. Ποσοστό επτά τοις εκατό (7%) ετησίως επί του κύκλου εργασιών της Ανώνυμης Εταιρείας Αποθετηρίων (Α.Ε.ΑΠΟΘ.).
ε. …».
5. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής:
«Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Η εφεσίβλητη (ήδη αναιρεσίβλητη) ανώνυμη εταιρεία, που εδρεύει στην Α. (οδός Π. αρ. 1) και έχει ως αντικείμενο εργασιών την εκκαθάριση χρηματιστηριακών συναλλαγών, υπέβαλε στην … φορολογική αρχή (Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε. Αθηνών) την από 17-5-2000 δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2000 (χρήση 1.1 έως 31.12.1999) με την με αριθμό πρωτοκόλλου 19131/17-5-2000 δήλωση ρητής επιφυλάξεως περί εκπτώσεως από τα ακαθάριστα έσοδά της κατά το οικονομικό αυτό έτος ποσού ύψους 2.797.883.638 δρχ., το οποίο είχε καταβάλει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 79 περ. δ’ του ν. 1969/1991, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ο δε Προϊστάμενος της Αρχής αυτής απέρριψε σιωπηρώς το ανωτέρω αίτημα. Ακολούθως, η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου προσφυγή, με την οποία υποστήριξε ότι ο καταβαλλόμενος στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως άνω πόρος υπάγεται στην έννοια των εκπιπτομένων ποσών της περ. ε’ του άρθρου 31 του ν. 2238/1994, εφ’ όσον αποτελεί οικονομικό βάρος που επιβάλλεται υπέρ αυτής (Επιτροπής) για τις υπηρεσίες που της προσφέρει κατά την άσκηση ελέγχου και εποπτείας αλλά και εγκρίσεως όλων των καθοριστικής σημασίας αποφάσεων που αυτή λαμβάνει ώστε να επιτυγχάνεται η εύρυθμη λειτουργία της εταιρείας της και γενικότερα της Χρηματιστηριακής Αγοράς, χωρίς τις οποίες (υπηρεσίες) δεν θα μπορούσε να επιτελέσει το έργο της και ότι ο πόρος αυτός χαρακτηριζόμενος είτε ως εισφορά για τις ανωτέρω υπηρεσίες της εν λόγω Επιτροπής, οπότε φέρει τα στοιχεία της ανταποδοτικότητας, είτε ως άμεσο τέλος για την παροχή αδείας λειτουργίας της πρέπει να εκπεσθεί από τα ακαθάριστα έσοδά της σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη.
Εξάλλου, αυτή προσκόμισε και επικαλέσθηκε
α) την 747/7-12-1995 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία έγινε αποδεκτή από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας με την από 5-1-1996 ενυπόγραφη δήλωσή του και στην οποία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι ο πόρος-εισφορά που επιβλήθηκε υπέρ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς σε βάρος της εταιρείας αποθετηρίων που δραστηριοποιείται στον ίδιο χώρο, προκειμένου αυτή (Επιτροπή) να ενισχυθεί οικονομικά για να μπορέσει να επιτελέσει το έργο της, αποτελεί οικονομικό βάρος που επιβάλλεται δυνάμει διατάξεως νόμου, βαρύνει δε τελικώς τα αποτελέσματα της οικείας χρήσεως της εταιρείας αυτής και
β) το 114144/21-3-2000 γραμμάτιο εκδόσεως της Τράπεζας Πίστεως για την είσπραξη ποσού 2.865.032.845 δραχμών που περιλαμβάνει το πιο πάνω οφειλόμενο στην Επιτροπή αυτή ποσό και το αντίστοιχο χαρτόσημο. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή της εφεσίβλητης και έκρινε ότι το προαναφερόμενο ποσό που καταβλήθηκε ως πόρος υπέρ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, φέρει το χαρακτήρα δημοσιονομικού βάρους και ως τοιούτο πρέπει να εκπέσει από τα ακαθάριστα έσοδά της.
Με την κρινόμενη έφεση του Ελληνικού Δημοσίου προβάλλεται ότι δεδομένης της ισχύουσας στο φορολογικό δίκαιο γενικής αρχής ότι οι φορολογικές διατάξεις ερμηνεύονται στενώς, απαγορεύεται δε η διασταλτική ερμηνεία και αναλογική εφαρμογή αυτών, το συγκεκριμένο οικονομικό βάρος που επιβάλλεται από το νόμο στην εφεσίβλητη δεν υπάγεται σε καμία των αναφερομένων στο άρθρο 31 του ν. 2238/1994 εκπιπτομένων δαπανών, ούτε δηλαδή στην περίπτωση ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, διότι η συγκεκριμένη εισφορά δεν χαρακτηρίζεται ως φόρος ή τέλος ή δικαίωμα, ούτε στην περίπτωση α’, διότι η συγκεκριμένη εισφορά δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία για να χαρακτηρισθεί ως παραγωγική δαπάνη, ήτοι
1) να συμβάλει στη διεύρυνση των εργασιών της επιχείρησης,
2) να συμβάλει στην αύξηση του εισοδήματός της, δοθέντος ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει εποπτικές αρμοδιότητες και ουδεμία σχέση έχει το έργο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με τη διεύρυνση των εργασιών της εφεσίβλητης και την αύξηση του εισοδήματός της».
Το δικάσαν διοικητικό εφετείο λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι με τη διάταξη του άρθρου 79 περ. δ’ του ν. 1969/1991 επιβάλλεται ευθέως εκ του νόμου σε βάρος της αναιρεσίβλητης ετήσιος πόρος σε ποσοστό 7% επί των ακαθαρίστων εσόδων της υπέρ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, στη γενική αρμοδιότητα της οποίας ανάγεται η δημοσίου δικαίου αρμοδιότητά της για τον έλεγχο της εφαρμογής της νομοθεσίας περί κεφαλαιαγοράς (αρθρ. 76 παρ. 2 ν. 1969/1991) ενώ στις ειδικότερες αρμοδιότητές της συμπεριλαμβάνεται και η διενέργεια ελέγχων στην αναιρεσίβλητη προς το σκοπό αυτό με αποτέλεσμα η λειτουργία και οι αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να επηρεάζουν την επιχειρηματική δραστηριότητα της αναιρεσίβλητης, ότι, περαιτέρω, ο πόρος αυτός, ανεξαρτήτως του ότι δεν χαρακτηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 79 περ. δ’ του ν. 1969/1991 ως φόρος ή τέλος ή δικαίωμα, αποτελεί, ως αναγκαία δαπάνη επιβαρύνουσα το κατά χρήση αποκτώμενο εισόδημα της αναιρεσίβλητης, οικονομικό βάρος υπό δημοσιονομική έννοια και υπάγεται στη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 1 περ. ε’ του ν. 2238/1994, από τη γενική διατύπωση της οποίας συνάγεται η βούληση του νομοθέτη προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων οποιουδήποτε οικονομικού βάρους που φέρει τον ανωτέρω χαρακτήρα (δημοσιονομικό) και δημιουργείται από τη δραστηριότητά τους για την απόκτηση εισοδήματος, έκρινε ότι το προαναφερόμενο ποσό που καταβλήθηκε από την αναιρεσίβλητη ως πόρος υπέρ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά το οικονομικό έτος 2000 είναι εκπεστέο από τα κατά το έτος αυτό ακαθάριστα έσοδά της, όπως ορθά και νόμιμα είχε κρίνει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και απέρριψε την έφεση.
6. Επειδή, η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς, δοθέντος ότι ο ένδικος, κατά νόμον (άρθρ. 79 περ. δ ν. 1969/1991, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 2 ν. 2471/1997) προβλεπόμενος, πόρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία, προς διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος (εύρυθμη λειτουργία κεφαλαιαγοράς), μεταξύ άλλων, ελέγχει την εφαρμογή των διατάξεων της νομοθεσίας περί κεφαλαιαγοράς γενικώς αλλά και ειδικώς από την αναιρεσίβλητη, συνιστά, ως αναγκαστική παροχή μονομερώς επιβαλλόμενη από το Κράτος, δαπάνη, η οποία εκπίπτεται από τα ακαθάριστα έσοδα επιχειρήσεως κατά τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 1 περ. ε’ του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, στα προβλεπόμενα από την οποία εκπεστέα ποσά των κάθε είδους φόρων, τελών και δικαιωμάτων που βαρύνουν την επιχείρηση, συγκαταλέγονται δημοσιονομικές επιβαρύνσεις οι οποίες επιβάλλονται είτε χάριν κρατικού εν γένει σκοπού είτε έναντι ειδικής προς το βαρυνόμενο αντιπαροχής. Είναι δε απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ότι η στενώς ερμηνευτέα διάταξη του άρθρου 31 παρ. 1 περ. ε του ν. 2238/1994 προβαίνει σε περιοριστική απαρίθμηση των εκπεστέων από τα ακαθάριστα έσοδα επιχειρήσεων δαπανών, στις οποίες δεν συγκαταλέγεται, συνεπώς, ο καταβαλλόμενος από την αναιρεσίβλητη εταιρεία πόρος υπέρ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ο οποίος, ακόμη και αν έχει χαρακτήρα οικονομικού βάρους υπό δημοσιονομική έννοια, δεν χαρακτηρίζεται από την οικεία διάταξη του άρθρου 79 περ. δ του ν. 1969/1991 ως φόρος, τέλος ή δικαίωμα (πρβλ. ΣΕ 2810/1978).
7. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω και μη προβαλλομένου άλλου λόγου αναιρέσεως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Και Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης εταιρείας, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Νοεμβρίου 2006
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας
Δ. Κωστόπουλος Π. Στεργιοπούλου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 27ης Φεβρουαρίου 2008.
Ο Πρόεδρος του Β' Τμήματος Η Γραμματέας του Β’ Τμήματος
Φ. Στεργιόπουλος Π. Στεργιοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!