ΣτΕ 2034/2011
Αριθμός 2034/2011
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2010, με την εξής σύνθεση: Π. Πικραμμένος, Πρόεδρος, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Ρόζος, Ε. Δανδουλάκη, Χ. Ράμμος, Γ. Παπαγεωργίου, Ι. Μαντζουράνης, Δ. Αλεξανδρής, Δ. Σκαλτσούνης, Κ. Ευστρατίου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Ι. Ζόμπολας, Π. Καρλή, Δ. Γρατσίας, Β. Καμπίτση, Α. Ντέμσιας, Σπ. Παραμυθιώτης, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Η. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Σύμβουλοι, Θ. Αραβάνης, Μ. Πικραμένος, Μ.-Α. Τσακάλη, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Α. Ντέμσιας, Δ. Κυριλλόπουλος, καθώς και ο Πάρεδρος Θ. Αραβάνης μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3716/2008. Γραμματέας η Α. Τριάδη.
Για να δικάσει την από 6 Απριλίου 2004 τριτανακοπή: των:
1) ... και 23) ... οι οποίοι παρέστησαν με τη δικηγόρο Ειρ. Σπεντζοπούλου (Α.Μ. 17824), που την διόρισαν με πληρεξούσιο,
κατά των:
1) Δήμου Κασσάνδρας Χαλκιδικής, ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Αλεξ. Καρέτσου (Α.Μ. 11778), που την διόρισε με απόφασή της η Δημαρχιακή του Επιτροπή,
2) Αστικής Εταιρείας με την επωνυμία «Όμιλος Οικολόγων Θεσσαλονίκης – Νομικοί Περιβάλλοντος», που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (Φράγκων 1) και
3) σωματείου με την επωνυμία «Οικολογική Κίνηση Θεσσαλονίκης», που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (Φιλίππου 51), οι οποίοι δεν παρέστησαν, και κατά της υπ΄ αριθμ. 335/2004 αποφάσεως του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 15 Νοεμβρίου 2004 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 εδάφ. α του π.δ. 18/1989.
Στη δίκη παρέστη η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χαλκιδικής, με το δικηγόρο Λ. Γεωργακόπουλο (Α.Μ. 25632), που τον διόρισε με απόφασή της η Νομαρχιακή της Επιτροπή.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Δ. Σκαλτσούνη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια των τριτανακοπτόντων, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους τριτανακοπής και ζήτησε να γίνει δεκτή η τριτανακοπή, τον πληρεξούσιο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Χαλκιδικής, που ζήτησε να γίνει δεκτή η τριτανακοπή και την πληρεξούσια του Δήμου Κασσάνδρας, που ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την κρινόμενη τριτανακοπή καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (657821, 808555/2004 έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, με την τριτανακοπή αυτή ζητείται η εξαφάνιση της 335/2004 απόφασης του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά το μέρος που με την απόφαση αυτή ακυρώθηκαν οι 252/1997, 253/1997, 265/1997, 267/1997 και 268/1997 οικοδομικές άδειες του Τμήματος Πολεοδομικών Εφαρμογών Νέων Μουδανιών, κατ’ αποδοχή κοινής αίτησης ακυρώσεως της Κοινότητας Νέας Φώκαιας Νομού Χαλκιδικής, την οποία διαδέχθηκε ο Δήμος Κασσάνδρας (άρθρα 1 περ. 49.5 και 2 παρ. 4, 11 ν. 2539/1997 – Α΄ 244), της αστικής εταιρείας «Όμιλος Οικολόγων Θεσσαλονίκης - Νομικοί Περιβάλλοντος» και του σωματείου «Οικολογική Κίνηση Θεσσαλονίκης».
3. Επειδή, η τριτανακοπή εισήχθη ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας με την 3015/2004/15.11.2004 πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου.
4. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής:
Με την 34547/296/25.2.1961 απόφαση του Υφυπουργού Γεωργίας αναγνωρίστηκε ότι το δάσος Μετοχίου Σταυρονικήτα, συνολικού εμβαδού 4.000 στρεμμάτων, στη δυτική πλευρά της χερσονήσου της Κασσάνδρας Χαλκιδικής, αποτελούσε ιδιωτική έκταση, η οποία ανήκε στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα. Η κυριότητα, νομή και κατοχή της ανωτέρω «δασώδους εκ πεύκων» έκτασης μεταβιβάστηκε με το 1516/31.3.1962 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Νέων Μουδανίων ... στους ..., εξ αδιαιρέτου. Ύστερα από αίτηση των νέων συγκυρίων, εκδόθηκε η 122076/1683/1.7.1964 απόφαση του Υφυπουργού Γεωργίας, με την οποία τους χορηγήθηκε άδεια κατάτμησης δασικής έκτασης 2.233,388 στρεμμάτων, υπό την προϋπόθεση της τήρησης των αναγραφομένων σε αυτήν όρων. Η άδεια αυτή τροποποιήθηκε εν μέρει με την 56001/621/27.2.1965 απόφαση του ίδιου Υφυπουργού. Εν συνεχεία, εκδόθηκε το από 23.3/8.4.1965 β.δ. «Περί καθορισμού ζωνών δομήσεως κ.λπ. και των όρων δομήσεως της περιοχής “Σταυρονικήτα” της Κοινότητος Κασσάνδρας (Χαλκιδικής)» (Δ΄ 57), το οποίο τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το από 15/25.1.1977 π.δ. (Δ΄ 10). Κατ’ εφαρμογή των διαταγμάτων αυτών εκδόθηκαν οικοδομικές άδειες για την ανέγερση κατοικιών σε ακίνητα, τα οποία κείνται εντός της κατατμηθείσας έκτασης.
Με κοινή αίτηση της Κοινότητας Νέας Φώκαιας (Νομού Χαλκιδικής), της αστικής εταιρείας «Όμιλος Οικολόγων Θεσσαλονίκης - Νομικοί Περιβάλλοντος» και του σωματείου «Οικολογική Κίνηση Θεσσαλονίκης» (Ε 8139/1997) ζητήθηκε η ακύρωση:
(α) των 645/1995, 32/1996, 274/1996, 397/1996, 398/1996, 399/1996, 400/1996, 401/1996, 402/1996, 504/1996, 71/1997, 96/1997, 102/1997, 156/1997, 252/1997, 253/1997, 265/1997, 267/1997, 268/1997, 323/1997, 363/1997 και 412/1997 οικοδομικών αδειών του Τμήματος Πολεοδομικών Εφαρμογών Νέων Μουδανιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Χαλκιδικής, και
(β) των 122076/1683/ 1.7.1964 και 56001/621/27.2.1965 αποφάσεων του Υφυπουργού Γεωργίας. Επί της αίτησης αυτής εκδόθηκε αρχικώς η 2311/2000 απόφαση του Ε΄ Τμήματος, με την οποία διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να εξακριβωθεί ο δασικός ή μη χαρακτήρας της επίδικης έκτασης. Εν συνεχεία, η υπόθεση εισήχθη λόγω σπουδαιότητας στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος, το οποίο εξέδωσε την 416/2002 απόφαση.
Με την απόφαση αυτή η υπόθεση παραπέμφθηκε λόγω σπουδαιότητας στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, η οποία εξέδωσε την 535/2003 απόφαση. Με αυτήν κρίθηκε ότι η αίτηση ακυρώσεως απαραδέκτως στρεφόταν κατά των 122076/1683/1.7.1964 και 56001/621/27.2.1965 αποφάσεων του Υφυπουργού Γεωργίας, καθώς και ότι παραδεκτώς παρενέβη στην ανοιγείσα δίκη υπέρ του κύρους των 397/1996, 398/1996, 399/1996, 252/1997 και 267/1997 οικοδομικών αδειών η ..., επ’ ονόματι της οποίας είχαν εκδοθεί οι άδειες αυτές. Με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι με το από 23.3/8.4.1965 β.δ. είχαν καθοριστεί ζώνες και όροι δόμησης σε ιδιωτική δασική έκταση κειμένη στην εκτός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως περιοχή «Σταυρονικήτα», καθώς και ότι το διάταγμα αυτό δεν περιείχε ρυμοτομικού χαρακτήρα ρυθμίσεις σχετικές με τη διάταξη και τη διαρρύθμιση των οικοδομησίμων και κοινοχρήστων χώρων, τη χάραξη ρυμοτομικών και οικοδομικών γραμμών και τον καθορισμό κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων, αλλά μόνο προϋποθέσεις για τυχόν μεταγενέστερη έγκριση ρυμοτομικού σχεδίου στην ίδια περιοχή. Σύμφωνα με την ίδια απόφαση, τέτοιο ρυμοτομικό σχέδιο ουδέποτε εγκρίθηκε, η δε έκδοση από τις πολεοδομικές αρχές οικοδομικών αδειών στην επίδικη περιοχή έγινε βάσει ιδιωτικού, μη εγκεκριμένου, διαγράμματος ρυμοτομίας του τουριστικού οικισμού «Σταυρονικήτα». Ενόψει των δεδομένων αυτών, το Δικαστήριο έκρινε ότι το ανωτέρω βασιλικό διάταγμα, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το από 15/25.1.1977 π.δ., είχε κανονιστικό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, η νομιμότητά του ήταν ελεγκτή παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο της ανοιγείσας ακυρωτικής δίκης. Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι το διάταγμα αυτό, με το οποίο το πρώτον επετράπη η δόμηση, χωρίς να έχει προηγηθεί η έκδοση ρυμοτομικού διατάγματος, εντός περιοχής με δάσος χαλεπίου πεύκης, είχε εκδοθεί καθ’ υπέρβαση των εξουσιοδοτικών διατάξεων των άρθρων 9, 10 παρ. 2, 14 και 17 του από 17.7/16.8.1923 ν.δ., οι οποίες, και πριν από την ισχύ του Συντάγματος του 1975, δεν επέτρεπαν, ενόψει και της ειδικής περί δασών νομοθεσίας, την οικιστική αξιοποίηση δασών και δασικών εκτάσεων. Ενόψει τούτων, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι οικοδομικές άδειες, οι οποίες είχαν εκδοθεί με την αντίληψη ότι το επίμαχο διάταγμα αποτελούσε ρυμοτομικό σχέδιο που μετέβαλε το δασικό χαρακτήρα της περιοχής σε οικιστικό, δεν ήταν νόμιμες. Ωστόσο, ενόψει των ισχυρισμών των παρεμβαινόντων περί απαραδέκτου προσβολής των συγκεκριμένων οικοδομικών αδειών, η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Ε΄ Τμήμα. Το Τμήμα υπό επταμελή σύνθεση εξέδωσε την 335/2004 απόφαση. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι στην ανοιγείσα δίκη, πέραν της Αθηνάς Ανδρεάδη, παραδεκτώς παρενέβησαν, κατά το στάδιο αυτό, ο Λεωνίδας Ζησιάδης υπέρ του κύρους των 253/1997 και 265/1997 οικοδομικών αδειών, η Μαρίνα Ζησιάδη υπέρ του κύρους της 268/1997 οικοδομικής άδειας, και ο Θαλής Αυδής υπέρ του κύρους της 323/1997 οικοδομικής άδειας. Επίσης, κρίθηκε ότι η δίκη έπρεπε να καταργηθεί ως προς την 156/1997 οικοδομική άδεια, διότι αυτή είχε ήδη ακυρωθεί με την 533/2003 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι οι αιτούντες είχαν ασκήσει την αίτηση ακυρώσεως με έννομο συμφέρον και ότι παραδεκτώς είχαν προσβληθεί με το ίδιο δικόγραφο πλείονες οικοδομικές άδειες, εφόσον με τον προβαλλόμενο κοινό λόγο ακυρώσεως αμφισβητείτο το κύρος των διατάξεων βάσει των οποίων είχαν εκδοθεί οι άδειες αυτές. Τέλος, κρίθηκε ότι η Κοινότητα Νέας Φώκαιας είχε προσβάλει εμπροθέσμως όλες τις οικοδομικές άδειες, ενώ η αιτούσα αστική εταιρεία και το αιτούν σωματείο μόνο τις 265/1997, 267/1997, 268/1997, 323/1997, 363/1997 και 412/1997 άδειες. Ενόψει των ανωτέρω, και των κριθέντων με την 535/2003 απόφαση της Ολομέλειας, το Τμήμα δέχτηκε εν μέρει την αίτηση ακυρώσεως και ακύρωσε, μεταξύ άλλων, τις 252/1997, 253/1997, 265/1997, 267/1997 και 268/1997 οικοδομικές άδειες. Με την κρινόμενη τριτανακοπή ζητείται η εξαφάνιση της ανωτέρω 335/2004 απόφασης του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά το μέρος που με αυτήν ακυρώθηκαν οι ανωτέρω πέντε οικοδομικές άδειες, βάσει των οποίων είχαν ανεγερθεί κατοικίες, των οποίων οι τριτανακόπτοντες φέρονται ως κύριοι.
5. Επειδή, στο άρθρο 49 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) ορίζονται τα ακόλουθα:
«1. Οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να παρέμβει στη δίκη επί αίτησης ακυρώσεως, μόνο για τη διατήρηση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης.
2. Η παρέμβαση ασκείται επί ποινή απαραδέκτου με δικόγραφο που κατατίθεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19 παρ. 1 του παρόντος και κοινοποιείται με επιμέλεια του παρεμβαίνοντος, έξι τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με επίδοση κυρωμένου αντιγράφου προς τους διαδίκους.
3. ...».
Στο άρθρο 51 του ίδιου διατάγματος ορίζεται ότι:
«1. Τρίτος, που βλάπτεται από την ακυρωτική απόφαση, δικαιούται να την ανακόψει μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών, η οποία αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης προς αυτόν, ή αφότου έλαβε γνώση της απόφασης με οποιοδήποτε άλλο τρόπο.
2. Στερείται το δικαίωμα ανακοπής ο τρίτος, στον οποίο με επιμέλεια του εισηγητή κοινοποιήθηκε αντίγραφο της αίτησης ακυρώσεως με σημείωση της δικασίμου, είκοσι πλήρεις ημέρες πριν από αυτήν, καθώς και οποιοσδήποτε άσκησε παρέμβαση κατά τη συζήτηση.
3. Οι διατάξεις του παρόντος που αφορούν την προδικασία, τη συζήτηση και την έκδοση απόφασης επί της αίτησης ακυρώσεως, εφαρμόζονται αναλόγως και για την τριτανακοπή».
Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 51, σε τριτανακοπή υπόκεινται μόνον αποφάσεις, με τις οποίες περατούται οριστικώς η ακυρωτική δίκη με την έκδοση απόφασης, κατά το διατακτικό της οποίας γίνεται εν όλω ή εν μέρει δεκτή η αίτηση ακυρώσεως. Δεν υπόκεινται, συνεπώς, αυτοτελώς σε τριτανακοπή μη οριστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου, έστω και αν αυτές περιέχουν και οριστικές κρίσεις, παρά μόνο μετά την έκδοση οριστικής ακυρωτικής απόφασης, συμπροσβαλλόμενες με αυτήν. Το αυτό ισχύει και στην περίπτωση που με απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου επιλύονται οριστικώς ζητήματα της υπόθεσης και η υπόθεση παραπέμπεται προς περαιτέρω εκδίκαση στον αρμόδιο δικαστικό σχηματισμό, ο οποίος εκδίδει την τελική απόφαση. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η κρινόμενη τριτανακοπή παραδεκτώς στρέφεται κατά της 335/2004 απόφασης του Ε΄ Τμήματος, διότι με την απόφαση αυτή, εκδοθείσα μετά την 535/2003 απόφαση της Ολομέλειας, ακυρώθηκαν οι οικοδομικές άδειες, βάσει των οποίων είχαν ανεγερθεί οι κατοικίες των τριτανακοπτόντων. Επίσης, πρέπει να θεωρηθεί ότι παραδεκτώς συμπροσβάλλεται η παραπάνω 535/2003 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, η οποία, αν και παραπέμπει την υπόθεση στο Ε΄ Τμήμα, περιέχει οριστικές, δεσμευτικού χαρακτήρα, κρίσεις, κατά των οποίων προβάλλονται συγκεκριμένοι λόγοι.
6. Επειδή, με τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, κατοχυρώνεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 49 και 51 του π.δ. 18/1989, το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος για την άσκηση τριτανακοπής είναι στενά συνδεδεμένο με το έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης, υπό την έννοια ότι κατά ακυρωτικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας δικαιούται να ασκήσει τριτανακοπή ο τρίτος, ο οποίος είχε έννομο συμφέρον να παρέμβει στην ακυρωτική δίκη για τη διατήρηση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης. Εξ άλλου, για το παραδεκτό της παρέμβασης, το έννομο συμφέρον δεν απαιτείται να συντρέχει και κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, πρέπει όμως να υφίσταται κατά το χρόνο άσκησης της παρέμβασης και κατά το χρόνο συζήτησης της υπόθεσης (Σ.τ.Ε. 2173/2002 Ολομ., 2597/2005). Τέλος, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων του π.δ. 18/1989, ερμηνευομένων σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α., παρέμβαση και, κατά συνέπεια, τριτανακοπή, μπορεί να ασκήσει και ο ειδικός διάδοχος του έχοντος το δικαίωμα τούτο, ανεξάρτητα αν ο δικαιοπάροχός του έχει ασκήσει παρέμβαση ή αν στο δικαιοπάροχο έχει κοινοποιηθεί νομίμως αντίγραφο της αίτησης ακυρώσεως με σημείωση της δικασίμου. Αντιθέτως όμως, στερείται του δικαιώματος να ασκήσει τριτανακοπή ο ειδικός διάδοχος, εφόσον έχει κοινοποιηθεί σ’ αυτόν νομίμως αντίγραφο της αίτησης ακυρώσεως με σημείωση της δικασίμου ή αν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου πλήρης γνώση της υπάρχουσας εκκρεμοδικίας σε χρόνο απέχοντα τουλάχιστον είκοσι πλήρεις ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Κ. Ευστρατίου, Ε. Νίκα και Μ. Παπαδοπούλου, οι οποίοι διατύπωσαν τη γνώμη ότι απαραδέκτως ασκείται τριτανακοπή από ειδικό διάδοχο, αν ο δικαιοπάροχός του παρενέβη υπέρ του κύρους της προσβληθείσας διοικητικής πράξης ή κλήθηκε νομίμως προς τούτο.
7. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι οι τριτανακόπτοντες είναι κύριοι κατοικιών, οι οποίες έχουν ανεγερθεί βάσει των ακυρωθεισών 252/1997, 253/1997, 265/1997, 267/1997 και 268/1997 οικοδομικών αδειών. Οι τριτανακόπτοντες απέκτησαν τις κατοικίες αυτές κατόπιν ειδικής διαδοχής πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον της Ολομέλειας (20.9.2002). Εξ άλλου, ο τριτανακόπτων ... μεταβίβασε την κατοικία του το έτος 2006 προς τους ... και .... Περαιτέρω, δεν προκύπτει ότι στους τριτανακόπτοντες κοινοποιήθηκε αντίγραφο της αίτησης ακυρώσεως με σημείωση της δικασίμου ή ότι αυτοί είχαν πλήρη γνώση της εκκρεμοδικίας σε χρόνο απέχοντα τουλάχιστον είκοσι πλήρεις ημέρες πριν από την ανωτέρω δικάσιμο. Κατά συνέπεια, παραδεκτώς, από την άποψη αυτή, ασκείται η κρινόμενη τριτανακοπή από τους τριτανακόπτοντες ή τους μνημονευθέντες ειδικούς διαδόχους τους (πρβλ. Σ.τ.Ε. 4036/2005, 228/2009), είναι δε αδιάφορο ότι, όπως εκτέθηκε στην τέταρτη σκέψη, ορισμένοι από τους δικαιοπαρόχους των τριτανακοπτόντων είχαν ασκήσει παρέμβαση υπέρ του κύρους των οικοδομικών αδειών που είχαν προσβληθεί.
8. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει κοινοποίηση των προσβαλλομένων αποφάσεων του Δικαστηρίου στους τριτανακόπτοντες ή γνώση αυτών εκ μέρους τους, σε χρόνο ο οποίος θα καθιστούσε εκπρόθεσμη την κρινόμενη τριτανακοπή. Κατά συνέπεια, αυτή ασκείται εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 που μνημονεύθηκε στην πέμπτη σκέψη.
9. Επειδή, η μνημονευθείσα αίτηση ακυρώσεως, επί της οποίας εκδόθηκαν οι τριτανακοπτόμενες 535/2003 και 335/2004 αποφάσεις του Δικαστηρίου εστράφη και κατά της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Χαλκιδικής, υπηρεσία της οποίας είχε εκδώσει τις προσβληθείσες οικοδομικές άδειες. Η ανωτέρω Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση παραδεκτώς παρέστη στην παρούσα δίκη και υπέβαλε υπόμνημα, με το οποίο ζητεί να γίνει δεκτή η κρινόμενη τριτανακοπή και να εξαφανιστεί η 335/2004 απόφαση του Δικαστηρίου (Στ.Ε. 856/2009).
10. Επειδή, με την κρινόμενη τριτανακοπή προβάλλεται ότι η Κοινότητα Νέας Φώκαιας δεν μπορούσε να παραστεί προς υποστήριξη της αίτησης ακυρώσεως που είχε ασκήσει, διότι, κατά το χρόνο εκδίκασης της αίτησης (4.6.2003):
(α) είχε ήδη καταργηθεί, υποκατασταθείσα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 49 και 2 παρ. 4 και 11 του ν. 2539/1997, από το Δήμο Κασσάνδρας και
(β) ο Δήμος Κασσάνδρας όχι μόνο δεν ενέκρινε την άσκησή της, αλλά εκδήλωσε με την 86/1999 απόφαση του Δημοτικού του Συμβουλίου την αντίθεσή του προς το περιεχόμενο της αίτησης αυτής. Συναφώς, προβάλλεται ότι κατά την εκδίκαση της αίτησης ακυρώσεως παρέστη, ως πληρεξούσιος δικηγόρος της ανωτέρω Κοινότητας, ο ..., στον οποίο όμως δεν είχε παρασχεθεί πληρεξουσιότητα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 111 παρ. 2 του π.δ. 410/1995, με απόφαση δηλαδή, της αρμόδιας προς τούτο Δημαρχιακής Επιτροπής του Δήμου Κασσάνδρας.
11. Επειδή, στο άρθρο 1 του ν. 2539/1997 ορίζεται ότι:
«Οι πρωτοβάθμιοι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης συγκροτούνται ανά νομό ως εξής: … 49. Νομός Χαλκιδικής: Συνιστώνται οι κατωτέρω δήμοι: 49.1. … 49.5. Δήμος Κασσάνδρας αποτελούμενος από το Δήμο Κασσανδρείας και τις Κοινότητες:
1. …
6. Νέας Φώκαιας … οι οποίοι καταργούνται … »
? στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι:
«1. …
4. Οι νέοι δήμοι και οι κοινότητες, που συνιστώνται με το άρθρο 1, αρχίζουν να λειτουργούν από την εγκατάσταση των αρχών τους που θα προκύψουν από τις γενικές δημοτικές και κοινοτικές εκλογές του Οκτωβρίου του 1998. Η εγκατάσταση γίνεται την 1.1.1999 …
11. Οι δήμοι και οι κοινότητες που προκύπτουν από συνένωση άλλων δήμων και κοινοτήτων καθίστανται από την έναρξη της λειτουργίας τους καθολικοί διάδοχοι των καταργούμενων δήμων και κοινοτήτων και υπεισέρχονται αυτοδικαίως και χωρίς καμία άλλη διατύπωση σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συνενωθέντων δήμων και κοινοτήτων. Οι εκκρεμείς δίκες, στις οποίες διάδικο μέρος είναι συνενωθείς δήμος ή κοινότητα, συνεχίζονται επ’ ονόματι του νέου δήμου, χωρίς άλλη διατύπωση, μη επερχομένης βιαίας διακοπής τούτων εκ της ως άνω διαδοχής.
12 …».
Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η Κοινότητα Νέας Φώκαιας είχε καταργηθεί από την 1η.1.1999, σε χρόνο δηλαδή προγενέστερο της εκδίκασης της αίτησης ακυρώσεως, κατ’ αποδοχή της οποίας εκδόθηκαν οι τριτανακοπτόμενες αποφάσεις. Κατά συνέπεια, στην ανοιγείσα ακυρωτική δίκη η πιο πάνω Κοινότητα δεν μπορούσε να παραστεί προς υποστήριξη της αίτησής της, δυνατότητα, την οποία είχε ο Δήμος Κασσάνδρας, ο οποίος υπεισήλθε αυτοδικαίως στη θέση της καταργηθείσας Κοινότητας (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2240/1999 Ολομ., 1945/2001).
12. Επειδή, εξ άλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 του π.δ. 18/1989, το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακυρώσεως είναι απαράδεκτο σε περίπτωση που ο αιτών έχει αποδεχθεί την προσβαλλόμενη πράξη. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η αποδοχή πρέπει είτε να περιέχεται σε ρητή δήλωση του αιτούντος, είτε να προκύπτει από την εν γένει συμπεριφορά του, κατά τρόπο που δεν καταλείπει αμφιβολίες (Σ.τ.Ε. 432/1983 Ολομ., 3600/1996, 1535/2000, 2903/2001, 1178/2003). Στο άρθρο 30 παρ. 1 του ίδιου π.δ. 18/1989 ορίζεται ότι η παραίτηση από το δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως, η οποία επιτρέπεται έως τη συζήτηση της υπόθεσης, γίνεται με δήλωση που κατατίθεται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ή προφορικώς στο ακροατήριο είτε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος έχει γενικό ή ειδικό πληρεξούσιο, είτε και από τον ίδιο τον αιτούντα. Παραίτηση γίνεται επίσης και με δήλωση του αιτούντος ενώπιον συμβολαιογράφου, εφόσον το αντίγραφο της συμβολαιογραφικής πράξης περιέλθει στο Δικαστήριο μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης. Οποιοδήποτε έγγραφο δεν πληροί τις προϋποθέσεις που τάσσονται με τις ανωτέρω διατάξεις ή το οποίο δεν περιέρχεται στο Δικαστήριο μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης, δεν λαμβάνεται υπόψη, έστω και αν με αυτό εκδηλώνεται βούληση παραίτησης από ήδη ασκηθέν ένδικο βοήθημα ή μέσο (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1790/1991, 1413/1993, 4360/1997 Ολομ., 825/2006).
13. Επειδή, όπως βεβαιώνεται στην τριτανακοπτόμενη 335/2004 απόφαση του Ε΄ Τμήματος, κατά την εκδίκαση της αίτησης ακυρώσεως παρέστη, ως πληρεξούσιος της Κοινότητας Νέας Φώκαιας, ο δικηγόρος Γεώργιος Κόκκας, στον οποίο είχε νομίμως παρασχεθεί πληρεξουσιότητα και ο οποίος είχε υπογράψει την αίτηση ακυρώσεως (βλ. και την 2311/2000 προδικαστική απόφαση του Τμήματος). Η παράσταση αυτή, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ενδέκατη σκέψη δεν ήταν νόμιμη, γιατί κατά το χρόνο της εκδίκασης της υπόθεσης ενώπιον του Ε΄ Τμήματος (4.6.2003) η Κοινότητα Νέας Φώκαιας είχε παύσει να υπάρχει, αντικατασταθείσα από το Δήμο Κασσάνδρας. Η πλημμέλεια όμως της παράστασης στο ακροατήριο δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της άσκησης της αίτησης ακυρώσεως, δεδομένου ότι, κατά το χρόνο που αυτή ασκήθηκε (26.11.1997), η ως άνω Κοινότητα υπήρχε. Εξ άλλου, για τη συνέχιση της δίκης δεν απαιτείτο έγκριση της άσκησης της αίτησης από το Δήμο Κασσάνδρας, σύμφωνα με τη μνημονευθείσα στην ενδέκατη σκέψη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 11 του ν. 2539/1997. Κατά συνέπεια, ο εξεταζόμενος λόγος τριτανακοπής, με τον οποίο προβάλλεται πλημμέλεια της παράστασης της Κοινότητας Νέας Φώκαιας ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής. Εξ άλλου, από την προμνησθείσα 86/99 απόφαση του Δημοτικού Συμβούλιου του Δήμου Κασσάνδρας (συνεδρίαση της 17.2.1999), στην οποία αναφέρεται ότι αποφασίστηκε «να μην υποστηρίξει ο Δήμος Κασσάνδρας τις πιο πάνω αιτήσεις ακυρώσεως ... με οποιαδήποτε σημερινή παρέμβαση και να μην προχωρήσει σε εξουσιοδότηση δικηγόρου από μέρους της Δημαρχιακής Επιτροπής», δεν συνάγεται βούληση του εν λόγω Δήμου να ανακληθεί η παρασχεθείσα στο Γεώργιο Κόκκα πληρεξουσιότητα, ούτε αποδοχή των προσβληθεισών οικοδομικών αδειών? ούτε, τέλος, το έγγραφο αυτό αποτελεί παραίτηση του Δήμου από την ασκηθείσα από την Κοινότητα Νέας Φώκαιας αίτηση ακυρώσεως, ενέργεια, στην οποία, άλλωστε, θα μπορούσε να είχε προβεί ο διάδοχος οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης, μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης, με έναν από τους προβλεπόμενους από τις προμνησθείσες διατάξεις του π.δ. 18/1989 τρόπους. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Χ. Ράμμος, Γ. Παπαγεωργίου, Δ. Αλεξανδρής, Ι. Γράβαρης, Δ. Γρατσίας, Β. Καμπίτση και Η. Τσακόπουλος, οι οποίοι διατύπωσαν τη γνώμη ότι από την ανωτέρω 86/99 απόφαση του Δημοτικού Συμβούλιου του Δήμου Κασσάνδρας προκύπτει αποδοχή των επίδικων οικοδομικών αδειών εκ μέρους του? συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή, η αίτηση ακυρώσεως, κατά το μέρος που είχε ασκηθεί από την Κοινότητα Νέας Φώκαιας, θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
14. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω, ότι η αίτηση ακυρώσεως, κατ’ αποδοχή της οποίας εκδόθηκαν οι τριτανακοπτόμενες αποφάσεις, έπρεπε, κατά το μέρος που ασκηθηκε από την Κοινότητα Νέας Φώκαιας, να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη. Ειδικότερα, οι τριτανακόπτοντες προβάλλουν ότι από τα στοιχεία του φακέλου, σε συνδυασμό με το χρόνο που διέρρευσε από την έκδοση των επίδικων οικοδομικών αδειών, συνάγεται ότι η ανωτέρω Κοινότητα γνώριζε τις εν λόγω πράξεις σε χρόνο πολύ πέραν των εξήντα ημερών από την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως.
15. Επειδή, η κατά το άρθρο 46 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 εξηκονθήμερη προθεσμία για την άσκηση αίτησης ακυρώσεως κατά ατομικής διοικητικής πράξης μη δημοσιευτέας, η οποία δεν έχει κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο, αρχίζει από τότε που αυτός έλαβε πλήρη γνώση της έκδοσης της πράξης και του περιεχομένου της? το δε συγκεκριμένο χρονικό σημείο της πλήρους γνώσης μπορεί να τεκμαίρεται κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων κάθε υπόθεσης. Ειδικώς, επί προσβολής άδειας ανέγερσης οικοδομής, για την έναρξη της ανωτέρω προθεσμίας απαιτείται γνώση όχι μόνο της έκδοσης, αλλά και του περιεχομένου της άδειας ως προς τα βασικά στοιχεία και χαρακτηριστικά του κτηρίου και της χρήσης του? η γνώση δε αυτή συναρτάται και με τις πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη πράξη και το έννομο συμφέρον επί του οποίου θεμελιώνεται η άσκηση του ενδίκου βοηθήματος. Προκειμένου δε να εκφέρουν σχετική κρίση, τα δικαστήρια εκτιμούν τα στοιχεία του φακέλου, λαμβάνουν δε υπόψη και το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την έκδοση της πράξης ή την έναρξη των οικοδομικών εργασιών, σε συνδυασμό προς το εύλογο ενδιαφέρον του ασκούντος την αίτηση ακυρώσεως να λάβει πληροφορίες για την έκδοση της οικοδομικής άδειας και το περιεχόμενό της (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2065/2007).
16. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι οι ακυρωθείσες οικοδομικές άδειες κοινοποιήθηκαν στην Κοινότητα Νέας Φώκαιας. Εξ άλλου, από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι οι ανωτέρω οικοδομικές άδειες εκδόθηκαν έξι περίπου μήνες πριν από την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως. Υπό τα δεδομένα αυτά, από μόνο το διαρρεύσαν, κατά τα ανωτέρω, χρονικό διάστημα, καθώς και την ενδεχόμενη έναρξη των σχετικών οικοδομικών εργασιών, δεν μπορεί να συναχθεί τεκμήριο γνώσης των ακυρωθεισών οικοδομικών αδειών από την Κοινότητα Νέας Φώκαιας (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3279/2003 Ολομ.). Και ναι μεν, ενόψει του ότι με την αίτηση ακυρώσεως προβλήθηκαν λόγοι πλήττοντες τη νομιμότητα των επίδικων οικοδομικών αδειών λόγω της παρανομίας των πράξεων, επί των οποίων αυτές ερείδονταν, ιδίως δε του από 23.3./8.4.1965 β.δ., θα αρκούσε, κατ’ αρχήν, η γνώση της έκδοσης των προσβληθεισών οικοδομικών αδειών, όχι δε και του ειδικότερου περιεχομένου τους. Η γνώση όμως αυτή δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου. Οι τριτανακόπτοντες ισχυρίζονται περαιτέρω ότι οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης έχουν θεσμική υποχρέωση να λαμβάνουν γνώση της οικοδομικής δραστηριότητας που αναπτύσσεται πλησίον ευπαθών οικοσυστημάτων της ευρύτερης εδαφικής τους περιφέρειας. Ανεξαρτήτως όμως, αν από τις συνταγματικές διατάξεις περί τοπικής αυτοδιοίκησης εγκαθιδρύεται τέτοιου είδους υποχρέωση, οι παρεχόμενες στους οργανισμούς αυτούς από το Σύνταγμα αρμοδιότητες αφορούν, πάντως, τις εντός των διοικητικών τους ορίων δραστηριότητες. Ενόψει τούτων και δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η περιοχή Σταυρονικήτα, εντός της οποίας κείνται τα ακίνητα των τριτανακοπτόντων, ανήκε στη διοικητική περιφέρεια του πρώην Δήμου Κασσανδρείας, ο οποίος διαδέχθηκε την Κοινότητα Κασσάνδρας (άρθρο 12 ν. 4398/1964 – Α΄ 185), και όχι στην περιφέρεια της Κοινότητας Νέας Φώκαιας, η οποία απλώς γειτνίαζε με την περιοχή αυτή, από μόνη την, κατά τα ανωτέρω, υποχρέωση δεν θα μπορούσε να συναχθεί τεκμήριο γνώσης των επίδικων οικοδομικών αδειών από την Κοινότητα. Και ναι μεν οι τριτανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι ο οικισμός Σταυρονικήτα, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα βρισκόταν εντός των διοικητικών ορίων της Κοινότητας Φώκαιας? ο ισχυρισμός όμως αυτός, πέραν του ότι προβάλλεται απαραδέκτως με υπόμνημα που υποβλήθηκε στις 25.2.2010 μετά τη συζήτηση της υπόθεσης μέσα στην προθεσμία που χορήγησε ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου (άρθρο 25 παρ. 2 εδ. β΄ π.δ. 18/1989), πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί. Τούτο, διότι οι τριτανακόπτοντες επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, μαζί με το ανωτέρω υπόμνημα, την 25/1984 απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου Νέας Φώκαιας (συνεδρίαση 5/18.5.1984), με την οποία η Κοινότητα συναίνεσε να προσαρτηθεί στη διοικητική περιφέρεια αυτής ο οικισμός «Σάνη» της περιοχής Σταυρονικήτα, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 1065/1980. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 8 του εφαρμοστέου εν προκειμένω ως άνω ν. 1065/1980 (Α΄ 168), απαιτείτο, στη συνέχεια, να διατυπωθεί αιτιολογημένη γνώμη από νομαρχιακό συμβούλιο προβλεπόμενο στη διάταξη αυτή για το ζήτημα τούτο, τέλος δε, μετά τη σύμφωνη γνώμη του συμβουλίου αυτού, απαιτείτο, για την ολοκλήρωση της διαδικασίας, έκδοση προεδρικού διατάγματος (πρβλ. Π.Ε. 271, 824/1984). Ενόψει τούτων, μόνη η απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου της Κοινότητας Νέας Φώκαιας, με την οποία εκδηλώθηκε η συναίνεσή της για την προσάρτηση του ανωτέρω οικισμού, δεν αρκούσε για την ολοκλήρωση της νόμιμης διαδικασίας, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι, στη συνέχεια, διατυπώθηκε η κατά τα ανωτέρω γνωμοδότηση και εκδόθηκε το απαιτούμενο προς τούτο διάταγμα. Τέλος, οι τριτανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η Κοινότητα είχε πλήρη γνώση των ανωτέρω οικοδομικών αδειών σε χρόνο που καθιστά εκπρόθεσμη την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 8 του από 8/13.7.1993 π.δ., οι εκδιδόμενες οικοδομικές άδειες γνωστοποιούνται στους οικείους πρωτοβάθμιους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. Και ο ισχυρισμός όμως αυτός πρέπει να απορριφθεί, εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά αμέσως ανωτέρω. Τούτο, διότι, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 8 του από 8/13.7.1993 π.δ. «Τρόπος έκδοσης οικοδομικών αδειών και έλεγχος των ανεγειρομένων οικοδομών» (Δ΄ 795), με τις οποίες επαναλαμβάνονται οι προϋφιστάμενες ρυθμίσεις της 27067/1978 απόφασης του Υπουργού Δημοσίων Έργων (Δ΄ 585) και του από 3/8.9.1983 π.δ. (Δ΄ 394), ως οικείος Δήμος ή Κοινότητα νοείται μόνον ο πρωτοβάθμιος οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης, εντός των διοικητικών ορίων του οποίου κείται το ακίνητο, το οποίο αφορά η οικοδομική άδεια. Από όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Κοινότητα Νέας Φώκαιας δεν είχε πλήρη γνώση των επίδικων οικοδομικών αδειών και μάλιστα σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο απέχον περισσότερο των εξήντα ημερών από την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. 22.4.2010 Καμβύσης κατά Ελλάδος σκέψεις 19-22). Κατόπιν τούτων, η Κοινότητα αυτή εμπροθέσμως προσέβαλε τις μνημονευθείσες οικοδομικές άδειες, όπως κρίθηκε με την τριτανακοπτόμενη 335/2004 απόφαση και, συνεπώς, ο εξεταζόμενος λόγος τριτανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
17. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω, ότι εσφαλμένως κρίθηκε με την τριτανακοπτόμενη 335/2004 απόφαση του Ε΄ Τμήματος ότι η αστική εταιρεία «Όμιλος Οικολόγων Θεσσαλονίκης - Νομικοί Περιβάλλοντος» και το σωματείο «Οικολογική Κίνηση Θεσσαλονίκης» προσέβαλαν εμπροθέσμως τις 265/1997, 267/1997 και 268/1997 οικοδομικές άδειες, παρότι αυτές είχαν εκδοθεί στις 26.5.1997, δηλαδή λίγες μόνον ημέρες μετά την έκδοση των 252/1997 και 253/1997 οικοδομικών αδειών (19.5.1997), οι οποίες κρίθηκε με την απόφαση αυτή ότι προσβλήθηκαν εκπροθέσμως από τους ανωτέρω δύο διαδίκους λόγω της τεκμαιρόμενης γνώσης αυτών. Ο λόγος αυτός προβάλλεται αλυσιτελώς και πρέπει να απορριφθεί. Τούτο, διότι, εφόσον, όπως κρίθηκε ανωτέρω, οι μνημονευθείσες 265/1997, 267/1997 και 268/1997 οικοδομικές άδειες προσβλήθηκαν εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς από την Κοινότητα Νέας Φώκαιας, η κρίση περί εκπρόθεσμης προσβολής αυτών από τους άλλους δύο διαδίκους δεν θα ωφελούσε τους τριτανακόπτοντες.
18. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω, καθ’ ερμηνεία της κρινόμενης τριτανακοπής - εξετάζεται δε, εν πάση περιπτώσει, και αυτεπαγγέλτως – ότι ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας του ανωτέρω από 23.3/8.4.1965 β.δ., μετά την παρέλευση τεσσάρων περίπου δεκαετιών από την έκδοσή του, επ’ ευκαιρία προσβολής οικοδομικών αδειών που εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή των διατάξεών του, και η, κατόπιν του ελέγχου τούτου, επακολουθήσασα ακύρωση των αδειών αυτών, παραβιάζουν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας των τριτανακοπτόντων, όπως αυτό κατοχυρώνεται από τα άρθρα 17 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 παρ. 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Επί του ζητήματος αυτού μειοψήφησαν ο Σύμβουλος Δ. Αλεξανδρής και ο Πάρεδρος Μ. Πικραμένος, κατά τη γνώμη των οποίων με την κρινόμενη τριτανακοπή δεν προβάλλεται παραβίαση του άρθρου 1 παρ. 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Προβάλλεται επίσης ότι το Δικαστήριο, κατά παράβαση των συνταγματικών αρχών της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, προέβη σε παρεμπίπτοντα έλεγχο του κανονιστικού από 23.3/8.4.1965 β.δ., κατ’ εφαρμογή του οποίου είχαν εκδοθεί οι ακυρωθείσες οικοδομικές άδειες. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι ο παρεμπίπτων έλεγχος νομιμότητας των κανονιστικών πράξεων επιτρέπεται μόνον εντός πενταετίας από την έκδοσή τους, διότι, υπό την αντίθετη εκδοχή, θα ανατρέπονταν, μετά παρέλευση μακρού χρονικού διαστήματος, νομικές καταστάσεις, στις οποίες καλόπιστα απέβλεψαν οι διοικούμενοι. Τέλος, προβάλλεται ότι ο απεριόριστος κατά χρόνο παρεμπίπτων έλεγχος προσκρούει και στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας. Κατά τους ισχυρισμούς των τριτανακοπτόντων, παρεμπίπτων έλεγχος νομιμότητας των κανονιστικών πράξεων είναι επιτρεπτός εντός της ανωτέρω πενταετίας, όσον αφορά τον έλεγχο τόσο της εξωτερικής, όσο και της εσωτερικής νομιμότητας των κανονιστικών πράξεων, δεδομένου ότι δεν δικαιολογείται διαφοροποίηση, αναλόγως του αν οι πλημμέλειες αφορούν το περιεχόμενο της πράξης ή τη διαδικασία έκδοσής της.
19. Επειδή, ο παρεμπίπτων έλεγχος των κανονιστικών πράξεων, που αποτελούν κανόνες δικαίου, συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου των διοικητικών διαφορών, απορρέουσα από το κατοχυρούμενο στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ατομικό δικαίωμα της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Σκοπός του παρεμπίπτοντος ελέγχου της κανονιστικής πράξης, της οποίας οι έννομες συνέπειες δεν εξαντλούνται σε ατομική περίπτωση, αλλά που προορίζεται να εφαρμοστεί σε πολλές μελλοντικές περιπτώσεις, είναι η δυνατότητα έμμεσης προσβολής αυτής από πρόσωπα, τα οποία, κατά το χρόνο έκδοσης της κανονιστικής πράξης και εντός της προθεσμίας προσβολής της με αίτηση ακυρώσεως, δεν είχαν τις νόμιμες προϋποθέσεις (τον αναγκαίο δεσμό με την πράξη) να την προσβάλουν ευθέως. Ο χρονικός δηλαδή περιορισμός του ελέγχου αυτού θα οδηγούσε στο άτοπο η κανονιστική πράξη να θεωρείται μετά την πάροδο του, κατά τα ως άνω, χρονικού διαστήματος ως έχουσα οιονεί αμάχητο τεκμήριο νομιμότητας, ακόμα και στην περίπτωση που είχε τυχόν κριθεί από τα δικαστήρια με παρεμπίπτοντα έλεγχο, εντός του χρονικού αυτού διαστήματος, ως παράνομη. Σε καμία πάντως περίπτωση δεν μπορεί να περιοριστεί ο παρεμπίπτων έλεγχος κανονιστικής πράξης, όταν αυτή παραβιάζει το Σύνταγμα είτε ευθέως, κατά το περιεχόμενό της, είτε ως στηριζόμενη σε αντισυνταγματικό εξουσιοδοτικό νόμο, διότι τούτο θα προσέκρουε στα άρθρα 87 παρ. 2 και 93 παρ. 4 του Συντάγματος. Εξ άλλου, η δικαστική προστασία του έχοντος έννομο συμφέρον να προβάλει ως λόγο ακύρωσης ατομικής πράξης την παρανομία κανονιστικής πράξης, στην οποία στηρίζεται η πρώτη, δεν πρέπει να εξαρτάται από το τυχαίο γεγονός της έκδοσης ατομικής πράξης που θα μπορούσε να προσβληθεί εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος (Σ.τ.Ε. 3839/2009 Ολομ.).
20. Επειδή, ύστερα από όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, ο λόγος ακυρώσεως, κατά το μέρος που με αυτόν προβάλλεται ότι ο παρεμπίπτων έλεγχος των κανονιστικών πράξεων είναι περιοριστέος κατά χρόνο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
21. Επειδή, πρέπει ακολούθως να εξεταστεί αν, με την ακύρωση των επίδικων οικοδομικών αδειών κατόπιν του παρεμπίπτοντος ελέγχου του από 23.3/8.4.1965 κανονιστικού διατάγματος, παραβιάστηκαν περιουσιακά δικαιώματα των τριτανακοπτόντων ή οι αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας.
22. Επειδή, από την αρχή του κράτους δικαίου, και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος, απορρέει η συνταγματική αρχή της ασφάλειας δικαίου? ειδικότερη εκδήλωση αυτής αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου (Σ.τ.Ε. 1508/2002, 3777/2008), η οποία επιβάλλει τη διατήρηση της ισχύος της ευμενούς για τον καλόπιστο διοικούμενο πράξης (Σ.τ.Ε. 1501/2008, 2309/2009). Εξ άλλου, σύμφωνα με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδάφιο τέταρτο του Συντάγματος), οι επιβαλλόμενοι από το Σύνταγμα ή το νόμο περιορισμοί στα ατομικά δικαιώματα πρέπει να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογοι σε σχέση προς αυτόν.
23. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος προστατεύεται η ιδιοκτησία, ενώ με τις διατάξεις του άρθρου 24 αυτού προστατεύεται το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, οι οποίες είναι τυπικά ισοδύναμες (πρβλ. Σ.τ.Ε. 292/1984 Ολομ.), προκύπτει ότι τα εμπράγματα δικαιώματα, όπως είναι η κυριότητα, προστατεύονται στο πλαίσιο του προορισμού του ακινήτου? ο προορισμός αυτός περιλαμβάνει το φάσμα των επιτρεπτών χρήσεών του, οι οποίες καθορίζονται είτε απ’ ευθείας από συνταγματικές διατάξεις, είτε από το νομοθέτη ή, κατ’ εξουσιοδότησή του, από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση. Τα ακίνητα διαχωρίζονται, ανάλογα με τον προορισμό τους, σε ευρισκόμενα εντός και εκτός οικιστικών περιοχών. Οι οικιστικές περιοχές καθορίζονται βάσει της χωροταξικής και πολεοδομικής νομοθεσίας, τα δε εντός αυτών ακίνητα προορίζονται να δομηθούν σύμφωνα με τους ισχύοντες σε κάθε περιοχή κανόνες. Τα εκτός οικιστικών περιοχών ακίνητα, εφόσον δεν προστατεύονται πληρέστερα, όπως τα δάση ή οι αρχαιολογικοί χώροι, προορίζονται, κατ’ αρχήν, για γεωργική ή άλλη σχετική εκμετάλλευση, είναι δε δυνατόν να δομηθούν, εφόσον τούτο επιτρέπεται από το νόμο, υπό αυστηρότερες προϋποθέσεις σε σχέση με τις προϋποθέσεις δόμησης εντός των οικιστικών περιοχών (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3848/2005).
24. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. ορίζονται τα εξής: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι Νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Οι δύο τελευταίες διατάξεις, οι οποίες προβλέπουν περιπτώσεις επέμβασης στο δικαίωμα της αδιατάρακτης χρήσης και κάρπωσης της περιουσίας, πρέπει να ερμηνεύονται εν όψει του γενικού κανόνα ο οποίος διατυπώνεται στην πρώτη διάταξη. Επομένως, σε κάθε περίπτωση επέμβασης στην περιουσία ενός προσώπου, πρέπει να εξασφαλίζεται δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου και των απαιτήσεων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου. Για τη στάθμιση αυτή λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων κριτηρίων, και η αναγνώριση δικαιώματος αποζημίωσης του θιγομένου (Ε.Δ.Δ.Α. 23.9.1982 Sporrong και L?nnroth κατά Σουηδίας ιδίως σκέψεις 69-74). Ειδικότερα, η θεμιτή επιδίωξη της προστασίας των δασών δεν απαλλάσσει το κράτος από την ευθύνη να παρέχει επαρκή προστασία στους καλόπιστους κύριους ή νομείς περιουσίας? στην προστασία αυτή περιλαμβάνεται η αναγνώριση δικαιώματος αποζημίωσής τους (Ε.Δ.Δ.Α. 13.7.2006 Οικοδομικός Συνεταιρισμός Αναπήρων και Θυμάτων Πολέμου Αττικής και λοιποί κατά Ελλάδος σκέψεις 38 και 39, Σ.τ.Ε. 3111/2008, πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. 10.4.2003 Παπασταύρος και λοιποί κατά Ελλάδος σκέψη 37). Τέλος, στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται και ορισμένες διοικητικές άδειες περιουσιακού χαρακτήρα, όπως είναι οι άδειες ανέγερσης οικοδομών (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. 29.11.1991 Pine Valley Developments Ltd and Others κατά Ιρλανδίας).
25. Επειδή, όπως έχει προεκτεθεί, με το από 23.3/8.4.1965 β.δ., επετράπη η δόμηση στην περιοχή «Σταυρονικήτα», η οποία έχει δασικό χαρακτήρα. Περαιτέρω, οι επίδικες οικοδομικές άδειες εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή του ως άνω διατάγματος, λόγω του ότι η Διοίκηση υπελάμβανε ότι το διάταγμα αυτό αποτελούσε ρυμοτομικό σχέδιο. Τέλος, όπως εκτίθεται στην επόμενη σκέψη, οι τριτανακόπτοντες έχουν δικαίωμα να ζητήσουν αποζημίωση για την παράνομη δράση της Διοίκησης, η οποία, όπως προβάλλουν, δημιούργησε σ’ αυτούς τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι οι επίδικες οικοδομικές άδειες, ερειδόμενες επί του από 23.3/8.4.1965 β.δ., ήταν νόμιμες (πρβλ. Σ.τ.Ε. 980/2002, 2328/2003, 631/2010). Το Δικαστήριο σταθμίζει και συνεκτιμά το δεδομένο αυτό με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω και κρίνει ότι, κατ’ αυτό τον τρόπο, εναρμονίζεται εν προκειμένω αφενός η προστασία του δάσους και η απαγόρευση δόμησης δυνάμει νομιζομένου ρυμοτομικού σχεδίου, και αφετέρου η προστασία της ιδιοκτησίας των τριτανακοπτόντων και η προστατευτέα εμπιστοσύνη αυτών προς τις πράξεις της Διοίκησης. Κατά συνέπεια, με την ακύρωση των ως άνω οικοδομικών αδειών δεν υπήρξε επέμβαση στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας των τριτανακοπτόντων αντικείμενη στις μνημονευθείσες διατάξεις των άρθρων 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., καθώς και στην αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. 2.4.2009 Γκίκας κατά Ελλάδος σκέψεις 45 – 47 και μνημονευθείσες Ε.Δ.Δ.Α. 13.7.2006 Οικοδομικός Συνεταιρισμός Αναπήρων και Θυμάτων Πολέμου Αττικής και λοιποί κατά Ελλάδος σκέψεις 38 και 39, 10.4.2003 Παπασταύρος και λοιποί κατά Ελλάδος σκέψη 37, Σ.τ.Ε. 3111/2008). Τέλος, το μέτρο αυτό της ακύρωσης των επίδικων οικοδομικών αδειών δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Τούτο, διότι, σύμφωνα με όσα έχουν προεκτεθεί, παρίσταται πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει, δηλαδή την προστασία των δασών και την κατά τα ανωτέρω απαγόρευση δόμησης, δεν είναι δε δυσανάλογο, και μάλιστα προδήλως, σε σχέση προς αυτόν. Επομένως, ο υπό εξέταση λόγος, κατά το μέρος που με αυτόν προβάλλεται ότι με τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της νομιμότητας του ανωτέρω βασιλικού διατάγματος και τη συνακόλουθη ακύρωση των επίδικων οικοδομικών αδειών παραβιάστηκε το δικαίωμα της ιδιοκτησίας των τριτανακοπτόντων, καθώς και οι αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
26. Επειδή, ενόψει όσων εκτέθηκαν στις προηγούμενες σκέψεις, ο υπό εξέταση λόγος πρέπει να απορριφθεί, στο σύνολό του, ως αβάσιμος. Οι τριτανακόπτοντες έχουν όμως τη δυνατότητα να ασκήσουν αγωγή σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984 - Α΄ 164) - δυνατότητα που είχαν ήδη από την έκδοση της μνημονευθείσας 335/2004 απόφασης του Δικαστηρίου - και να ζητήσουν, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τάσσουν οι διατάξεις αυτές, την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις οργάνων του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
27. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη τριτανακοπή πρέπει να απορριφθεί.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την τριτανακοπή.
Διατάζει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει συμμέτρως στους τριτανακόπτοντες και στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χαλκιδικής τη δικαστική δαπάνη του Δήμου Κασσάνδρας, που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου 2010, στις 4 Ιουνίου και στις 10 Ιουνίου 2010
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Π. Πικραμμένος Α. Τριάδη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 1ης Ιουλίου 2011.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Π. Πικραμμένος Μ. Παπασαράντη
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!