ΣτΕ 845/2017
Αριθμός 845/2017
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Φεβρουαρίου 2017, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Σ. Βιτάλη, Α. Χαλκιαδάκη, Σύμβουλοι, Ειρ. Σταυρουλάκη, Ν. Σεκέρογλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 15 Μαρτίου 2010 αίτηση: του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. ΙΑ΄ Αθηνών, ο οποίος παρέστη με τον Χρήστο Κοραντζάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά της Ερασμίας-Λουΐζας Σταυροπούλου, κατοίκου Αθηνών (οδός Χέϋδεν αρ. 19), η οποία δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 17233/2009 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ειρ. Σταυρουλάκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, με την αίτηση αυτή, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 17233/2009 αποφάσεως του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, καθ’ ό μέρος με αυτήν, κατόπιν εν μέρει αποδοχής προσφυγής της ήδη αναιρεσίβλητης, μεταρρυθμίσθηκε η 342/1-4-2004 αρνητική απάντηση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ΙΑ΄ Αθηνών, καθ’ ό μέρος είχε απορριφθεί αίτηση περί ανακλήσεως της δηλώσεώς της φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 1999, και αναγνωρίσθηκε ότι ποσά, που η ανωτέρω είχε λάβει ως Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών αφ’ ενός ως πάγια μηνιαία αποζημίωση για δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης και συμμετοχή σε συνέδρια και αφ’ ετέρου ως ειδικό ερευνητικό επίδομα για εκτέλεση μεταδιδακτορικής έρευνας και ταχύτερη και αποτελεσματικότερη προώθηση των ερευνητικών προγραμμάτων κατ’ επίκληση του άρθρου 13 παρ. 2 περ. δ΄ και ε΄, αντιστοίχως, του ν. 2530/1997, δεν υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος.
2. Επειδή, όπως προκύπτει από το 1132/24-1-2017 αποδεικτικό επιδόσεως της δικαστικής επιμελητρίας ..., αντίγραφα του δικογράφου της κρινομένης αιτήσεως και της οικείας πράξεως της Προέδρου του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας περί ορισμού εισηγητή και δικασίμου επιδόθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως στην αναιρεσίβλητη. Επομένως, παρά την μη παράσταση αυτής κατά την συζήτηση της επίδικης υποθέσεως στο ακροατήριο, η υπό κρίση αίτηση παραδεκτώς ασκείται από την άποψη αυτή και είναι περαιτέρω εξεταστέα.
3. Επειδή, κατ’ άρθρο 53 παρ.3 του π.δ.τος 18/1989, όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 36 παρ.2 του ν.2721/1999 και 35 παρ.1 του ν. 3772/2009 [Α’112-έναρξη ισχύος από 10-7-2009, πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ.1 του ν.3900/2010 (Α’213), το οποίο άρχισε να ισχύει από 1-1-2011 κατ’ άρθρο 70 του τελευταίου αυτού νόμου], αίτηση αναιρέσεως με αντικείμενο υπολειπόμενο των 40.000 ευρώ είναι παραδεκτή, μόνον εάν ο αναιρεσείων προβάλλει με το εισαγωγικό δικόγραφο και με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, μεταξύ άλλων, ότι τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα (ΣτΕ 3475-6/2011 Ολ.).
4. Επειδή, το ποσό της διαφοράς που άγεται με την κρινομένη αίτηση, η οποία, ως εκ του χρόνου ασκήσεώς της (26.3.2010) διέπεται από τις ανωτέρω διατάξεις του ν.3772/2009, ανέρχεται σε 2.063,12 ευρώ (βλ. το συνημμένο στο δικόγραφο της εν λόγω αιτήσεως έγγραφο της φορολογικής αρχής), ήτοι υπολείπεται των 40.000 ευρώ. Το Δημόσιο ισχυρίζεται, προς θεμελίωση του παραδεκτού, ότι τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα αναγόμενο στο χαρακτήρα της ως άνω αποζημιώσεως και του επιδόματος του άρθρου 13 παρ.2 περ. δ΄ και ε΄ του ν.2530/1997, αντιστοίχως, ως φορολογητέου ή μη εισοδήματος κατά τις διατάξεις του άρθρου 45 του ν. 2238/1994, το οποίο, μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως, επιλύθηκε με τις 29/2014 (Ολομ.) και 1026/2013 (επταμ.) αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, αντιστοίχως.
5. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει, στο άρθρο 78, ότι
«1. Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους στις οποίες αναφέρεται ο φόρος…
4. Το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία … δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης…»
και στο άρθρο 4 παρ. 5 ότι
«Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους».
Περαιτέρω, στο ν. 2238/1994 «Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος» (Α’ 51) (ΚΦΕ) ορίζεται, στο άρθρο 4, ότι
«1. Εισόδημα, στο οποίο επιβάλλεται ο φόρος, είναι το εισόδημα που προέρχεται από κάθε πηγή ύστερα από την αφαίρεση των δαπανών για την απόκτησή του, όπως αυτό προσδιορίζεται ειδικότερα στα άρθρα 20 έως 51…»
και στο άρθρο 45 ότι
«1. Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες είναι το εισόδημα που προκύπτει κάθε ένα οικονομικό έτος από μισθούς, ημερομίσθια, επιχορηγήσεις, επιδόματα, συντάξεις και γενικά κάθε παροχή που χορηγείται περιοδικά με οποιαδήποτε μορφή είτε σε χρήμα είτε σε είδος ή άλλες αξίες για παρούσα ή προηγούμενη υπηρεσία ή για οποιαδήποτε άλλη αιτία, το οποίο αποκτάται από μισθωτούς γενικά και συνταξιούχους».
Εξάλλου, από 1.1.1997 με το άρθρο 1 περ.15 του ν. 2459/1997 «Κατάργηση φορολογικών απαλλαγών και άλλες διατάξεις» (Α’ 17) καταργήθηκε το δεύτερο εδάφιο της περιπτώσεως α΄ της παραγράφου 4 του ανωτέρω άρθρου 45 του ΚΦΕ που όριζε ότι
«Προκειμένου για αποζημιώσεις υπαλλήλων του Δημοσίου, που παρέχονται με διάταξη νόμου κατ’ αποκοπή για κάλυψη δαπανών ειδικής υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί, εξαιρείται της φορολογίας ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%), εκτός εάν ο δικαιούχος αποδεικνύει δαπάνες μεγαλύτερου ποσού με βάση στοιχεία του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων».
6. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του Συντάγματος και του ΚΦΕ, ως εισόδημα που υπόκειται σε φόρο θεωρείται το καθαρό εισόδημα, δηλαδή, αυτό που απομένει μετά την αφαίρεση από το ακαθάριστο εισόδημα των δαπανών απόκτησής του, οι δε δαπάνες που μνημονεύονται στην παρ. 1 του άρθρου 78 του Συντάγματος λαμβάνονται υπ’ όψιν, όσον αφορά στη φορολογία εισοδήματος, για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος ορισμένων κατηγοριών φορολογουμένων βάσει ενδείξεων, όπως είναι οι δαπάνες. Παρέπεται ότι, όταν πρόκειται για εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, κάθε παροχή που καταβάλλεται στο μισθωτό, με οποιαδήποτε ονομασία (επιχορήγηση, αποζημίωση, επίδομα κλπ.), αν κατά το νόμο ή από τη φύση της προορίζεται να καλύψει δαπάνες, στις οποίες ο ίδιος υποβάλλεται για την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί ή την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεξαγωγή της, δεν αποτελεί προσαύξηση μισθού και δεν υποβάλλεται σε φόρο εισοδήματος, έστω και αν από την παροχή αυτή ωφελείται έμμεσα ο μισθωτός (ΣτΕ 29/2014 Ολομ.). Εξάλλου, η κατάργηση της προαναφερθείσης διατάξεως του άρθρου 45 παρ.4 εδ. δεύτερο περ. α΄ του ΚΦΕ με το άρθρο 1 περ. 15 του ν. 2459/1997 δεν συνεπάγεται από μόνη της την φορολόγηση όλων αδιακρίτως των παροχών που καταβάλλονται στους μισθωτούς, ήτοι και εκείνων που κατά το νόμο ή από τη φύση τους δεν αποτελούν εισόδημα κατά την έννοια του άρθρου 78 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 4 παρ. 1 του ΚΦΕ, αλλά δίνονται για να καλύψουν δαπάνες για την εκτέλεση της υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί ή για την καλύτερη διεξαγωγή της. Περαιτέρω, ούτε η απαρίθμηση των περιπτώσεων παροχών, που αναφέρονται στα εδάφια α΄ - ε΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του ΚΦΕ και οι οποίες, κατά ρητή διάταξη του νόμου, δεν θεωρούνται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκεινται σε φόρο, είναι αποκλειστική, με την έννοια ότι η απαρίθμηση αυτή των μη θεωρουμένων ως εισόδημα παροχών δεν αποκλείει στο νομοθέτη να θεσπίσει με τυπικό νόμο και άλλες απαλλαγές από το φόρο εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες ούτε την κρίση της φορολογικής αρχής και των διοικητικών δικαστηρίων ότι ορισμένη παροχή που καταβάλλεται στους μισθωτούς δεν αποτελεί κατά το νόμο ή από τη φύση της προσαύξηση μισθού, ήτοι φορολογητέο εισόδημα του μισθωτού, αλλά καταβάλλεται για την εκτέλεση της υπηρεσίας ή την καλύτερη διεξαγωγή της (ΣτΕ 1026/2013 επταμ.).
7. Επειδή, στα άρθρα 13 και 14 του εν προκειμένω εφαρμοστέου ν. 2530/1997 «Υπηρεσιακή κατάσταση και αναμόρφωση μισθολογίου του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού και του εκπαιδευτικού προσωπικού των Ιδρυμάτων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Α.Ε.Ι.-Τ.Ε.Ι.) …» (Α’ 218), υπό τους τίτλους «Αποδοχές μελών ΔΕΠ πλήρους απασχόλησης» και «Αποδοχές μελών ΔΕΠ μερικής απασχόλησης», αντιστοίχως, ορίζονταν τα εξής:
«1. Ο βασικός μηνιαίος μισθός όλων των βαθμίδων των μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. με πλήρη απασχόληση… καθορίζεται με βάση το βασικό μισθό του Λέκτορα, με τους παρακάτω συντελεστές …
2. Πέρα από το βασικό μισθό της προηγούμενης παραγράφου παρέχονται και τα εξής επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις κατά μήνα:
α. …δ. Πάγια μηνιαία αποζημίωση για δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης και για συμμετοχή σε συνέδρια, οριζόμενη ως εξής:
αα) ….
ε. ειδικό ερευνητικό επίδομα για την εκτέλεση μεταδιδα-κτορικής έρευνας και την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη προώθηση των ερευνητικών προγραμμάτων οριζόμενο ως εξής:
αα) ….»
(άρθρο 13) και
«Οι μηνιαίες αποδοχές των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ μερικής απασχόλησης ορίζονται στο ένα τρίτο (1/3) του συνόλου αποδοχών και επιδομάτων (πλην οικογενειακής παροχής) αντίστοιχης βαθμίδας πλήρους απασχόλησης με τα ίδια έτη υπηρεσίας»
(άρθρο 14).
8. Επειδή, η κατ’ άρθρο 13 παρ. 2 περ. δ΄ του ν. 2530/1997 πάγια αποζημίωση χορηγείται στα μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ για δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης και συμμετοχή σε συνέδρια, ήτοι προς κάλυψη των προσθέτων δαπανών στις οποίες υποβάλλονται και οι οποίες είναι από τη φύση τους, κρίνονται δε και από τον νομοθέτη, αναγκαίες προς εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Εξάλλου, τον χαρακτήρα αυτό της πάγιας αποζημίωσης δεν αναιρεί το γεγονός ότι παρέχεται ανεξάρτητα από την ύπαρξη συγκεκριμένης μηνιαίας συμμετοχής σε συνέδρια και χωρίς την προσκόμιση σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, διότι αποτελεί προφανή επιμερισμό τους σε ετήσια βάση, θεωρουμένης από το νομοθέτη ως ελάχιστης αναγκαίας δαπάνης που καταβάλλεται για τον ως άνω σκοπό. Επομένως, η εν λόγω αποζημίωση δεν αποτελεί φορολογητέο εισόδημα (ΣτΕ 29/2014 Ολομ.).
9. Επειδή, αντιθέτως, η οικονομική παροχή του άρθρου 13 παρ.2 περ. ε΄ του ν.2530/1997, η οποία καταβάλλεται στα μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ μηνιαίως για την εκτέλεση μεταδιδακτορικής έρευνας και την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη προώθηση των ερευνητικών προγραμμάτων, ούτε κατά νόμο ούτε από την φύση της καταβάλλεται για την κάλυψη δαπανών, στις οποίες τα μέλη αυτά υποβάλλονται για την εκπλήρωση του λειτουργήματός τους, αλλά τους χορηγείται ως ενίσχυση και ως κίνητρο για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη προώθηση της ακαδημαϊκής έρευνας, που αποτελεί ένα εκ των βασικών τους καθηκόντων. Συνεπώς, αποτελεί πρόσθετη αμοιβή των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ, η οποία, προσαυξάνουσα το μισθό τους, υπόκειται σε φόρο εισοδήματος (ΣτΕ 1026/2013 επταμ.).
10. Επειδή, το ζήτημα του χαρακτήρα της κατ’ άρθρο 13 παρ. 2 περ. δ΄ του ν. 2530/1997 αποζημιώσεως ως φορολογητέου ή μη εισοδήματος επιλύθηκε με την προαναφερθείσα 29/2014 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και δη κατά τρόπο σύμφωνο προς τα κριθέντα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, ανεξαρτήτως του παραδεκτού ή μη της προβολής του, ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος εν πάση περιπτώσει ως αβάσιμος.
11. Επειδή, το ζήτημα της υπαγωγής σε φόρο εισοδήματος του κατ’ άρθρο 13 παρ. 2 περ. ε΄ του ν. 2530/1997 επιδόματος επιλύθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, με την 1026/2013 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά τρόπο αντίθετο προς τα κριθέντα με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Επομένως, ναι μεν δεν συνιστά πλέον «σπουδαίο νομικό ζήτημα», πλην, όμως, ανέκυψε αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία, για τον λόγο αυτό, αυτεπαγγέλτως εξεταστέο, καθιστά παραδεκτή, και, περαιτέρω, βάσιμη, καθ’ ό μέρος αφορά στο ως άνω επίδομα, την κρινομένη αίτηση.
12. Επειδή, το Δημόσιο προβάλλει, τέλος, ότι η αξίωση της αναιρεσίβλητης προς επιστροφή του καταβληθέντος αχρεωστήτως φόρου εισοδήματος (για την αφορώσα την κατ' άρθρο 13 παρ. 2 περ. δ΄ του ν. 2530/1997 αποζημίωση, όπως ο λόγος πλέον περιορίζεται, ενόψει των εκτεθέντων στις προηγούμενες δύο σκέψεις) είχε υποπέσει σε παραγραφή, σύμφωνα με τα άρθρα 90 παρ. 2 και 92 του ν. 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού» (Α΄ 247), διότι είχε παρέλθει τριετία από την καταβολή του, η παραγραφή δε αυτή έπρεπε να έχει ληφθεί υπ' όψιν από το δικάσαν δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 94 εδ. τελευταίο του ανωτέρω νόμου. Προς θεμελίωση δε του παραδεκτού του ανωτέρω λόγου αναιρέσεως το Δημόσιο προβάλλει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας 2418/2005, 326/2000, 3850/2000 και 3120/1998, οι οποίες έχουν ερμηνεύσει διατάξεις του προϊσχύσαντος Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού (ν.δ. 321/1969, Α΄ 205). Ο λόγος αυτός, ανεξαρτήτως αν προβάλλεται παραδεκτώς, είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως κρίθηκε με την υπ' αριθ. 425/2017 απόφαση της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος (πρβλ. και ΣτΕ 3458/2001 7μ., 4075/2012), η οποία δημοσιεύθηκε την ημέρα συζητήσεως της κρινομένης αιτήσεως, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 61 παρ. 4 και 84 παρ. 1 και 7 (όπως η τελευταία αυτή παράγραφος ίσχυε κατά τον κρίσιμο και για την προκειμένη υπόθεση χρόνο) του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, η αξίωση του φορολογουμένου για επιστροφή φόρου εισοδήματος που έχει καταβάλει βάσει δηλώσεώς του προϋποθέτει την αντίστοιχη ανάκληση της δηλώσεως. Η ανάκληση αυτή μπορεί να γίνει είτε εντός του οικονομικού έτους, κατά το οποίο υποβλήθηκε η δήλωση, είτε και μεταγενεστέρως, μέχρις, όμως, του χρόνου, εντός του οποίου είναι δυνατή η βεβαίωση του φόρου από την φορολογική αρχή, δηλαδή εντός του πενταετούς χρόνου παραγραφής της σχετικής φορολογικής αξιώσεως του Δημοσίου, εκτός αν οριστικοποιηθεί εν τω μεταξύ η φορολογική εγγραφή. Μόνον δε από την τυχόν αποδοχή της υποβληθείσης εντός της ως άνω πενταετίας ανακλήσεως, είτε με πράξη της φορολογικής αρχής είτε με απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, κατόπιν προσφυγής του φορολογουμένου κατά της ρητής ή σιωπηρής απορρίψεως της δηλώσεως ανακλήσεως, καθίσταται αχρεώστητος ο φόρος που καταβλήθηκε με βάση την δήλωση και αρχίζει η προβλεπόμενη από το άρθρο 84 παρ. 7 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος τριετής παραγραφή της αξιώσεως επιστροφής του. Συνεπώς, η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 90 του ν. 2362/1955, η οποία, ορίζουσα ότι «η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή αχρεωστήτως ... καταβληθέντος σ' αυτό χρηματικού ποσού παραγράφεται μετά τρία έτη, από της καταβολής ...», προϋποθέτει το αχρεώστητο της καταβολής χρηματικού ποσού στο Δημόσιο, δεν έχει πεδίο εφαρμογής ως προς το διάφορο ζήτημα του χρόνου, εντός του οποίου μπορεί να υποβληθεί ανάκληση δηλώσεως φόρου εισοδήματος, από την αποδοχή της οποίας και μόνον καθίσταται αχρεώστητος ο φόρος και μπορεί να αναζητηθεί, διότι το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
13. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να γίνει εν μέρει δεκτή και να αναιρεθεί, κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της, η προσβαλλομένη απόφαση. Περαιτέρω, δοθέντος ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται διευκρίνιση κατά το οικείο πραγματικό της, το Δικαστήριο την διακρατεί, εκδικάζει την προσφυγή, καθ’ ό μέρος με αυτήν προβάλλεται ότι το κατ’ άρθρο 13 παρ. 2 περ. ε του ν. 2530/1997 επίδομα δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, και την απορρίπτει κατά τούτο.
14. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, απαλλάσσει την αναιρεσίβλητη από την καταβολή της δικαστικής δαπάνης τόσο για την κατ’ αναίρεση όσο και για την ουσιαστική δίκη [άρθρα 39 παρ. 1 π.δ. 18/1989 και 275 παρ. 1 του κυρωθέντος με τον ν. 2717/1999 (Α’ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας] (ΣτΕ 2478/2016).
Δια ταύτα
Δέχεται εν μέρει την αίτηση.
Αναιρεί εν μέρει την 17233/2009 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Απορρίπτει την αίτηση κατά τα λοιπά.
Εκδικάζει την προσφυγή, καθ’ ό μέρος αφορά στην φορολόγηση του κατ’ άρθρο 13 παρ. 2 περ. ε΄ του ν. 2530/1997 επιδόματος, και την απορρίπτει, κατά τούτο.
Απαλλάσσει την αναιρεσίβλητη από την δικαστική δαπάνη τόσο για την κατ’ αναίρεση όσο και για την ουσιαστική δίκη.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2017
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 22ας Μαρτίου 2017.
Η Πρόεδρος του Β´ Τμήματος Η Γραμματέας
Ε. Σάρπ Α. Ζυγουρίτσα
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!