ΠΟΛ. 1017/24-1-2001 Κοινοποίηση διατάξεων των παρ. 1, 3 και 4 του άρθρου 24 του ν. 2873-28.12.2000
YΠOIK 1007417/296/26/B0014/ΠOΛ. 1017/24.1.2001
Κοινοποίηση διατάξεων των παρ. 1, 3 και 4 του άρθρου 24 του ν. 2873/28.12.2000 (ΦEK 285 A)
Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις των παρ. 1, 3 και 4 του άρθρου 24 του νόμου 2873/28.12.2000 και σας παρέχουμε τις ακόλουθες διευκρινήσεις για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους.
1. Μη διενέργεια διακανονισμού για καταστροφή, απώλεια ή κλοπή αγαθών σε φορολογική αποθήκη (άρθρο 24, παρ. 1α).
Με τις διατάξεις αυτές αντικαθίσταται το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 13 του άρθρου 26 του ν. 2859/2000 και προβλέπεται ότι, δε διενεργείται διακανονισμός στην περίπτωση λήψης αποζημίωσης για καταστροφή, απώλεια ή κλοπή αγαθών που βρίσκονται σε φορολογική αποθήκη.
H ρύθμιση αυτή είναι συνέπεια της τροποποίησης που έγινε με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 15 του ν. 2836/2000 στις διατάξεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου 26 του ν. 1642/86 (παρ. 1 και 3 του άρθρου 33 του ν. 2859/2000), με την οποία καταργήθηκε από 1.1.2000 η υποχρέωση διακανονισμού, σε περίπτωση, κατά την οποία ο υποκείμενος στο φόρο λαμβάνει αποζημίωση για καταστραφέντα, απωλεσθέντα ή κλαπέντα αγαθά της επιχείρησής του.
H διάταξη αυτή ισχύει, για αποζημιώσεις που λαμβάνονται από 1.1.2000 και μεταγενέστερα και κατά συνέπεια, για αποζημιώσεις που έχουν ληφθεί από επιχειρήσεις από 1.1.2000, για καταστροφή, απώλεια ή κλοπή αγαθών, κατά το χρόνο που αυτά βρίσκονταν σε καθεστώς φορολογικής αποθήκης, δεν θα πραγματοποιηθεί διακανονισμός.
Επισημαίνεται ότι, το ποσό αυτό της αποζημίωσης συνιστά εκροή χωρίς φόρο και χωρίς δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών και κατά συνέπεια δημιουργείται υποχρέωση προσδιορισμού του εκπιπτόμενου φόρου των κοινών εισροών (prorata).
2. Εφαρμογή χαμηλού συντελεστή σε ορισμένες υπηρεσίες εντάσεως εργασίας (άρθρο 24, παρ. 1, τρίτο και τέταρτο εδάφιο).
Με τις διατάξεις αυτές προστίθενται δύο νέες περιπτώσεις (14 και 15) στο κεφάλαιο B Υπηρεσίες του Παραρτήματος III του ν. 2859/2000, στο οποίο περιλαμβάνονται τα αγαθά και υπηρεσίες που υπάγονται σε χαμηλό συντελεστή ΦΠA (8%).
Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι υπάγονται στο χαμηλό συντελεστή:
α) Oι επιδιορθώσεις και μετατροπές ενδυμάτων και υφασμάτινων ειδών οικιακής χρήσης. Πρόκειται για μεταποιήσεις και επιδιορθώσεις κάθε είδους ενδυμάτων και υφασμάτινων ειδών οικιακής χρήσης όπως κουρτίνες, σεντόνια κ.λπ., που παρέχονται από ράπτες, μοδίστρες και από επιχειρήσεις που ασχολούνται με τις επιδιορθώσεις και μεταποιήσεις των ειδών αυτών.
Επισημαίνεται ότι στο συντελεστή Φ.Π.A. 8% υπάγονται μόνο οι μεταποιήσεις και επιδιορθώσεις. Αντίθετα η ραφή καινούργιων ενδυμάτων και υφασμάτινων ειδών οικιακής χρήσης εξακολουθεί να υπάγεται στον κανονικό συντελεστή Φ.Π.A. (18%).
β) Oι υπηρεσίες κατ` οίκον φροντίδας παιδιών, ηλικιωμένων, ασθενών και ατόμων με ειδικές ανάγκες.
Πρόκειται για υπηρεσίες φύλαξης και φροντίδας παιδιών, ηλικιωμένων, ασθενών και ατόμων με ειδικές ανάγκες αποκλειστικά και μόνο όταν προσφέρονται κατ` οίκον, με μορφή ανεξάρτητης υπηρεσίας. Διευκρινίζεται ότι η διάταξη αυτή δεν αφορά υπηρεσίες που εμπίπτουν στις απαλλακτικές από τον Φ.Π.A. διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 2859/2000, όπως ισχύει.
Oι διατάξεις αυτές ισχύουν από 1.1.2001 μέχρι 31.12.2002, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του εδαφίου 4 και κατά συνέπεια η εφαρμογή του χαμηλού συντελεστή στις εν λόγω υπηρεσίες θα παύσει να ισχύει από 1.1.2003, χωρίς την ανάγκη νέας τροποποίησης του νόμου.
H μετάταξη των υπηρεσιών αυτών από το συντελεστή 18% στον συντελεστή 8% έγινε από την ανάγκη μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο των διατάξεων της οδηγίας 1999/85/EE της υπ` αριθ. 1825/2.3.2000 Απόφασης του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής λνωσης, με τις οποίες η χώρα μας εξουσιοδοτήθηκε να εφαρμόσει χαμηλό συντελεστή Φ.Π.A. στις ανωτέρω δύο κατηγορίες υπηρεσιών.
Σκοπός των διατάξεων αυτών είναι να ερευνηθεί αν η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης σε υπηρεσίες εντάσεως εργασίας και χαμηλής εξειδίκευσης, θα επιφέρει μείωση της τιμής των προσφερομένων υπηρεσιών, αύξηση της ζήτησής τους, με συνέπεια την αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων στις υπηρεσίες αυτές και μείωση της ανεργίας.
Σύμφωνα με τις ανωτέρω κοινοτικές διατάξεις, η χώρα μας, όπως και όλα τα κράτη μέλη που θα κάνουν χρήση της ευχέρειας αυτής, έχει την υποχρέωση να καταρτίσει, πριν από την 1η Οκτωβρίου 2002, αναλυτική έκθεση που να περιέχει συνολική αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του μέτρου στην δημιουργία θέσεων εργασίας την οποία θα γνωστοποιήσει στη Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Με βάση τις εκθέσεις αυτές των κρατών μελών, η Επιτροπή θα συντάξει συνολική έκθεση αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας του μέτρου. H έκθεση αυτή θα διαβιβαστεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και θα αποτελέσει τη βάση για τη λήψη οριστικής απόφασης για την επέκταση ή μη εφαρμογής του μέτρου και μετά την 31.12.2002.
Προς το σκοπό διευκόλυνσης της σύνταξης της ανωτέρω έκθεσης, οι υποκείμενοι στο φόρο, οι οποίοι εμπίπτουν στις διατάξεις αυτές θα πρέπει να συνυποβάλλουν, με την περιοδική δήλωση ΦΠA που αφορά τη φορολογική περίοδο που λήγει στις 30 Ιουνίου 2000, ειδική κατάσταση, ως το συνημμένο υπόδειγμα.
Σε περίπτωση διακοπής, η ανωτέρω κατάσταση πρέπει να υποβληθεί με την εκκαθαριστική δήλωση που θα υποβληθεί μετά τη διακοπή.
Oι αρμόδιες ΔOY θα πρέπει να ενημερώσουν τις εν λόγω επιχειρήσεις για τις υποχρεώσεις αυτές και να συγκεντρώσουν τα παραπάνω στοιχεία, ώστε να είναι δυνατή η ενημέρωση της Yπηρεσίας μας, όταν αυτό ζητηθεί.
3. Απαλλαγή δικηγόρων, συμβολαιογράφων, κ.λπ. και ψυχολόγων από ΦΠA (άρθρο 24, παρ. 3).
Με τις διατάξεις αυτές, αντικαθίσταται η περίπτωση ε της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του ν. 2859/2000.
Με την αντικατάσταση αυτή, κατ` αρχήν διορθώνεται τυπικά η κωδικοποίηση των διατάξεων του ν. 1642/86, η οποία έγινε με το ν. 2859/2000. Συγκεκριμένα πρόκειται για τη μεταφορά της διάταξης της περίπτωσης ε της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν. 1642/86, (άρθρο 22 του ν. 2859/2000), η οποία είχε παραλειφθεί από την κωδικοποίηση. H συγκεκριμένη διάταξη είχε τροποποιηθεί με την παράγραφο 11 του άρθρου 2 του ν. 2093/92, διαγράφοντας την απαλλαγή των υπηρεσιών που παρέχονται από δικηγόρους, συμβολαιογράφους, άμισθους υποθηκοφύλακες και δικαστικούς επιμελητές. H διαγραφή όμως αυτή τελούσε υπό αναστολή μέχρις ότου τεθεί σε ισχύ αντίστοιχη κοινοτική οδηγία, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της ίδιας ως άνω παραγράφου 11 του άρθρου 2 του ν. 2093/92.
Δεδομένου ότι πρόκειται για τυπική προσαρμογή, είναι σαφές ότι η απαλλαγή των προσώπων αυτών δεν έπαυσε ποτέ να ισχύει.
Επίσης με τη διάταξη αυτή επεκτείνεται η απαλλαγή και στις υπηρεσίες των ψυχολόγων. H απαλλαγή των υπηρεσιών των ψυχολόγων ισχύει από 7.11.2000, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου.
H ρύθμιση αυτή κρίθηκε σκόπιμη, καθόσον οι υπηρεσίες που παρέχουν τα ανωτέρω πρόσωπα και οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την ψυχοθεραπευτική μελέτη, διάγνωση και θεραπεία ασθενών με ψυχικές διαταραχές, εξομοιώνονται με υπηρεσίες υγείας.
Διευκρινίζεται ότι, στις απαλλακτικές αυτές διατάξεις εντάσσονται οι ψυχολόγοι στους οποίους έχει χορηγηθεί άδεια άσκησης του επαγγέλματός τους από τις αρμόδιες υπηρεσίες των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, οι οποίοι σύμφωνα με το ν. 991/79, το ν. 2646/98, άρθρο 27 παράγραφος 1α, καθώς και την Οδηγία 89/48/EOK του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών κοινοτήτων, πληρούν τους όρους και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την ιδιωτική άσκηση του επαγγέλματος του ψυχολόγου στους διάφορους τομείς της ψυχολογίας.
Συνεπώς για την ένταξη των ψυχολόγων στις απαλλακτικές διατάξεις, απαιτείται η προσκόμιση, στις αρμόδιες ΔOY, της άδειας άσκησης επαγγέλματος που έχει χορηγηθεί από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση.
Επισημαίνεται ότι, η απαλλαγή ισχύει και για τα νομικά πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες ψυχολογίας, εφόσον οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται από ψυχολόγους, οι οποίοι πληρούν τις παραπάνω προϋποθέσεις (δηλ. τους έχει χορηγηθεί άδεια άσκησης επαγγέλματος από τη Νομαρχία).
Τα προαναφερόμενα πρόσωπα εφόσον έχουν ήδη υποβάλλει δήλωση έναρξης δραστηριότητας και έχουν ενταχθεί στο κανονικό καθεστώς, υποχρεούνται να υποβάλλουν δήλωση μεταβολών - μετάταξης, με την οποία θα δηλώσουν ότι ασκούν, απαλλασσόμενη δραστηριότητα. H δήλωση αυτή, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 35 του ίδιου νόμου, μπορεί να υποβληθεί, χωρίς καμία κύρωση, μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2001.
Είναι ευνόητο ότι εφόσον τα πρόσωπα αυτά, έχουν επιβαρύνει τις υπηρεσίες τους με ΦΠA, μέχρι την ημερομηνία υποβολής της δήλωσης μεταβολών - μετάταξης, ο φόρος αυτός πρέπει να αποδοθεί στο δημόσιο. Σε κάθε περίπτωση πάντως, για πράξεις που πραγματοποιούνται μετά την 1.1.20001, δεν παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης του φόρου των εισροών, ανεξάρτητα αν οι εν λόγω υπηρεσίες έχουν επιβαρυνθεί ή όχι με φόρο.
Επισημαίνεται ότι, καθώς οι ψυχολόγοι, απαλλάσσονται πλέον από το φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 2859/2000, υποχρεούνται, σύμφωνα με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου, σε διακανονισμό του φόρου των παγίων τους (ιατρικά μηχανήματα, εξοπλισμός γραφείου, κ.λπ.), τα οποία ενδεχομένως αγοράστηκαν μετά την 1.1.1997 και για τα οποία έχουν εκπέσει το φόρο των εισροών, ανάλογα με τα εναπομένοντα έτη της πενταετίας, από την έναρξη χρησιμοποίησης των παγίων αυτών.
Δεδομένου ότι ο νόμος 2873/2000 δημοσιεύτηκε στις 28.12.2000 (ΦEK 285 A) και για λόγους χρηστής διοίκησης, γίνεται δεκτό ότι, τα πάγια αυτά χρησιμοποιήθηκαν καθ` όλη τη διάρκεια του έτους 2000 σε φορολογητέες πράξεις και ως εκ τούτου δε θα γίνει διακανονισμός του ΦΠA για το έτος αυτό. Π.χ. για αγαθό που άρχισε να χρησιμοποιείται κατά το έτος 1997 υπάρχει υποχρέωση καταβολής του 1/5 του φόρου εισροών, κατά το έτος 1998, των 2/5, κ.ο.κ.
H καταβολή του φόρου που θα προκύψει από τον εν λόγω διακανονισμό, πρέπει να πραγματοποιηθεί με την εκκαθαριστική δήλωση που θα υποβληθεί για το έτος 2000.
4. Διαγραφή οφειλομένων ποσών από Ενώσεις Ράδιο - Ταξί (άρθρο 24, παρ. 4) Με τη διάταξη αυτή αντικαθίσταται το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου 21 του άρθρου 13 του ν. 2601/1998.
Με την νέα διάταξη προβλέπεται ότι δεν υπάρχει υποχρέωση επιβολής ΦΠA καθώς και κυρώσεων σε βάρος ορισμένων Ενώσεων Ράδιο - Ταξί, ακόμη και στην περίπτωση που η φορολογική αρχή είχε προχωρήσει στη διαδικασία έκδοσης πράξεων ελέγχου και βεβαιώσεως των οφειλομένων ποσών Φ.Π.A. για υπηρεσίες που παρείχαν στα μέλη τους μέχρι 31.12.97, με την προϋπόθεση ότι τα ποσά αυτά δεν είχαν εισπραχθεί από τα μέλη τους, έστω και αν οι πράξεις αυτές οριστικοποιήθηκαν προ της ισχύος του ν. 2601/98.
H διάταξη αυτή θεσπίσθηκε για λόγους επιείκειας, και ίσης μεταχείρισης μεταξύ των Ενώσεων Ράδιο - Ταξί, οι οποίες δεν είχαν επιβαρύνει τις πράξεις τους, με ΦΠA κατά το χρονικό διάστημα μέχρι 31.12.1997.
H έναρξη εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης ανατρέχει στο χρόνο έναρξης ισχύος της διάταξης της παρ. 21 του άρθρου 13 του ν. 2601/98, ήτοι ισχύει από 15.4.1998.
Συνεπώς, παύουν να ισχύουν τυχόν πράξεις που έχουν εκδοθεί για το ανωτέρω χρονικό διάστημα και ποσά που έχουν ενδεχομένως βεβαιωθεί, διαγράφονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!