ΣτΕ 4075/2012
Αριθμός 4075/2012
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26 Ιανουαρίου 2011 με την εξής σύνθεση: Ι. Γράβαρης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και των αρχαιοτέρων του Συμβούλων, που είχαν κώλυμα, Β. Καλαντζή, Εμμ. Κουσιουρής, Σύμβουλοι, Ι. Σύμπλης, Π. Γρουμπού, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κ. Κεχρολόγου.
Για να δικάσει την από 9 Ιουνίου 2009 αίτηση: του Θ.Ζ., κατοίκου Αθηνών (οδός ........... αρ. ..-..), ως εκτελεστή της διαθήκης του Ι.Α., ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (Α.Μ. 2976), κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τη Δέσποινα Γάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπΆ αριθμ. 1579/2009 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Εμμ. Κουσιουρή.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αναιρεσείοντα ως δικηγόρο, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπΆ αριθμ. 876197, 876198/11.6.2009 ειδικά έντυπα παραβόλου, σειράς Α΄).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 1579/2009 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποίαν απερρίφθη έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 17022/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί προσφυγή του αναιρεσείοντος για την ακύρωση
α) του υπΆ αριθ. 1.114/30-6-2003 οριστικού φύλλου ελέγχου φόρου εισοδήματος της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Φορολογίας Ανωνύμων Εμπορικών Εταιρειών (ΔΟΥ ΦΑΕΕ Αθηνών) και
β) της 2619/27-10-2006 πράξεως (αρνητικής απαντήσεως) του Προϊσταμένου της ιδίας ΔΟΥ περί απορρίψεως της από 24-7-2006 αιτήσεως του αναιρεσείοντος, ως εκτελεστή διαθήκης του Ι.Α., για την έντοκη επιστροφή φόρου εισοδήματος ποσού 371.309,76 ευρώ.
Το ποσό αυτό είχε καταβληθεί από την υπό εκκαθάριση ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «........... ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΑΕ», μοναδικός μέτοχος της οποίας υπήρξε ο προαναφερόμενος διαθέτης βάσει της από 7-11-2002 δηλώσεως φόρου εισοδήματος της εν λόγω εταιρείας.
3. Επειδή, στο άρθρο 61 παρ. 4 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως αυτός κυρώθηκε με τον ν. 2238/1994 (Α΄-151) και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζονται τα εξής :
«Η δήλωση αποτελεί δεσμευτικό τίτλο για το φορολογούμενο. Μπορεί, όμως, για λόγους συγγνωστής πλάνης να την ανακαλέσει εν όλω ή εν μέρει φέροντας και το βάρος της απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που τη συνιστούν. Η ανάκληση γίνεται με την υποβολή δήλωσης μέσα στο οικείο οικονομικό έτος στον Προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, με την οποία ανακαλείται φορολογητέα ύλη […]. Στην περίπτωση απόρριψης της ανάκλησης επιδίδεται, από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, με απόδειξη, γνωστοποίηση αυτής στον φορολογούμενο, ο οποίος μπορεί να την προσβάλει προσφεύγοντας, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 66 του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου. Αν η ανακλητική δήλωση υποβληθεί σε χρόνο μεταγενέστερο του οικείου οικονομικού έτους, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας υποχρεούται να γνωστοποιήσει στο φορολογούμενο, επί αποδείξει, ότι η ανάκληση δεν γίνεται δεκτή λόγω παρόδου του οικείου οικονομικού έτους και ο φορολογούμενος μπορεί να προσφύγει μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 66 του ν. 2717/1999 κατά της γνωστοποίησης αυτής ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου, το οποίο αποφαίνεται στην ουσία».
Περαιτέρω, στο άρθρο 70 του πιο πάνω Κώδικα ορίζονται τα ακόλουθα :
«1. Ο υπόχρεος, σε βάρος του οποίου εκδόθηκε το φύλλο ελέγχου, μπορεί, αν αμφισβητεί την ορθότητά του, να προτείνει τη διοικητική επίλυση της διαφοράς μεταξύ αυτού και του αρμόδιου προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας.
2 […].
3. Η πρόταση υποβάλλεται στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που έχει εκδώσει το φύλλο ελέγχου […].
6. Αν συμπέσουν οι απόψεις του υποχρέου και :
α) του Προϊσταμένου της Δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, όταν πρόκειται για πρόσωπα που ασκούν επιχείρηση […], συντάσσεται και υπογράφεται, από όλα τα μέρη που μετείχαν στη διαδικασία, πράξη επίλυσης της διαφοράς […]. Με την πράξη αυτή που είναι αμετάκλητη θεωρείται ότι η διαφορά επιλύθηκε ολικά ή μερικά, κατά περίπτωση,[…]».
Εξάλλου, κατά το άρθρο 75 του ιδίου Κώδικα,
«1. Το φύλλο ελέγχου που οριστικοποιήθηκε επειδή δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο, καθώς και αυτό που αφορά δήλωση η οποία κρίθηκε ειλικρινής, δύναται να ακυρωθεί ή να τροποποιηθεί, κατά περίπτωση, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται πιο κάτω, περιοριστικά :
α) Για ολική ή μερική έλλειψη φορολογικής υποχρέωσης. […]. Η αίτηση αυτή υποβάλλεται μέσα σε τρία (3) έτη από την καταχώρηση του οικείου φύλλου ελέγχου στο βιβλίο που ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 68».
Τέλος, στο μεν άρθρο 90 του ν. 2362/1995, «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (Α-247)
ορίζεται ότι
«1. Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής
2. Η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή αχρεωστήτως ή παρά το νόμο καταβληθέντος σΆ αυτό χρηματικού ποσού παραγράφεται μετά τρία έτη, από της καταβολής….»,
στο δε άρθρο 91 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι
«Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής».
4. Επειδή, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, η αξίωση του φορολογουμένου για επιστροφή φόρου εισοδήματος που έχει καταβάλει βάσει δηλώσεώς του, προϋποθέτει την αντίστοιχη ανάκληση της δηλώσεως. Η ανάκληση αυτή μπορεί να γίνει είτε εντός του οικονομικού έτους κατά το οποίο υποβλήθηκε η δήλωση είτε και μεταγενεστέρως μέχρις όμως του χρόνου εντός του οποίου είναι δυνατή η βεβαίωση του φόρου από τη φορολογική αρχή, δηλαδή εντός του χρόνου παραγραφής της σχετικής φορολογικής αξιώσεως του Δημοσίου, εκτός αν οριστικοποιηθεί εν τω μεταξύ η φορολογική εγγραφή. Εξάλλου, φύλλο ελέγχου, το οποίο κατέστη οριστικό με πράξη διοικητικής επίλυσης της διαφοράς («συμβιβασμό») είναι δυνατόν να ακυρωθεί με την εξαιρετική διαδικασία και για τους περιοριστικούς λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 75 του Κώδικα (πρβλ. ΣτΕ 2802/1994 επταμ., 1324/1994,3006/1997). Από την τυχόν αποδοχή της πιο πάνω ανάκλησης ή την ακύρωση του συμβιβασμού καθίσταται αχρεώστητος ο φόρος που καταβλήθηκε με βάση τους τίτλους αυτούς και γεννάται, εκ του λόγου τούτου, αξίωση επιστροφής του? συνακόλουθα δε αρχίζει και η παραγραφή της εν λόγω αξίωσης, κατά τις προμνημονευθείσες περί δημοσίου λογιστικού διατάξεις του ν. 2362/1995 (πρβλ. ΣτΕ, επταμ., 3458/2001). Οι τελευταίες, συνεπώς, αυτές διατάξεις, προϋποθέτουσες το αχρεώστητο της καταβολής του φόρου, δεν έχουν πεδίο εφαρμογής στο προηγούμενο, διάφορο ζήτημα της ανατροπής των πιο πάνω τίτλων, ζήτημα που ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
5. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, όπως δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία .............. ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΑΕ τελούσα υπό εκκαθάριση από 16-10-1961 μέχρι 30-11-2002, υπέβαλε την 7-11-2002 στη ΔΟΥ ΦΑΕΕ Αθηνών δήλωση φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2002 (διαχειριστική περίοδος 16-10-2001 έως 15-10-2002), με την οποία δήλωσε το ποσό των 1.307.519,73 ευρώ, προερχόμενο από αποζημίωση λόγω αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ενός ακινήτου της, κειμένου στο Δήμο Ηρακλείου Αττικής. Μοναδικός μέτοχος της εν λόγω εταιρείας, της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο ήταν διαιρεμένο σε 16.000 μετοχές, ήταν ο Ι.Α., ο οποίος απεβίωσε την 7-7-1985 αφήνοντας ιδιόγραφη διαθήκη, με την οποία όρισε η περιουσία του να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία «βρεφονηπιακού σταθμού» που θα φέρει τα ονόματα Ι., O. και Ν.Α. Εκτελεστής της διαθήκης ορίσθηκε ο αναιρεσείων με την 4658/1986 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με βάση την ανωτέρω δήλωση προέκυψε φόρος εισοδήματος 371.309,76 ευρώ, ο οποίος καταβλήθηκε στο Δημόσιο με το 118330/7-11-2002 διπλότυπο είσπραξης της ΔΟΥ ΦΑΕΕ Αθηνών (συνολικά καταβλήθηκε ποσό ύψους 573.401,04 ευρώ, αφού αφαιρέθηκε το ποσό του φόρου 2.129,08 ευρώ που φέρεται ως παρακρατούμενος, πλέον το ποσό του φόρου 204.401,04 ευρώ ως προκαταβολή φόρου εισοδήματος επόμενου οικονομικού έτους). Κατόπιν ελέγχου της δηλώσεως αυτής εξεδόθη το από 30-6-2003 φύλλο ελέγχου φόρου εισοδήματος του προϊσταμένου ΔΟΥ ΦΑΕΕ Αθηνών, με το οποίο προσδιορίσθηκε σε βάρος της εταιρείας κύριος φόρος 371.309,76 ευρώ, προκαταβολή φόρου 204.401,04 ευρώ και συνολικά, αφού αφαιρέθηκε ποσό 2.129,08 ευρώ, ως παρακρατούμενος φόρος, 573.401,04 ευρώ. Επί του εν λόγω φύλλου ελέγχου διενεργήθηκε διοικητική επίλυση της διαφοράς (συμβιβασμός) και συντάχθηκε επί του σώματός του η από 30-6-2003 πράξη συμβιβασμού, η οποία υπεγράφη από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ και τον νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας. Εν συνεχεία, ο αναιρεσείων, ως εκτελεστής της ανωτέρω διαθήκης, υπέβαλε στη ΔΟΥ την 26195/24-7-2006 αίτηση, με την οποία ζήτησε την έντοκη επιστροφή του ως άνω φόρου των 371.309,76 ευρώ, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, για το λόγο ότι η αποζημίωση από αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος. Το αίτημα αυτό απερρίφθη με την 26.195/27-10-2006 πράξη (αρνητική απάντηση) του Προϊσταμένου της ανωτέρω ΔΟΥ με την αιτιολογία ότι η αξίωση για επιστροφή φόρου έχει παραγραφεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 90 παρ. 2 του ν. 2362/1995, δεδομένου ότι η σχετική αίτηση υπεβλήθη εκπρόθεσμα και επιπλέον δεν συντρέχει κανένας λόγος ακύρωσης του οριστικού φύλλου από αυτούς που προβλέπονται στο άρθρο 75 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της αρνητικής αυτής απαντήσεως, καθώς και του πιο πάνω φύλλου ελέγχου απερρίφθη με την πρωτόδικη απόφαση, έφεσή του δε απερρίφθη με την αναιρεσιβαλλομένη. Με την τελευταία κρίθηκε ότι, υπό τα ανωτέρω δεδομένα,«για να είχε νόμιμο έρεισμα η αξίωση του [αναιρεσείοντος] για επιστροφή του ένδικου φόρου που καταβλήθηκε με βάση την από 7-11-2002 δήλωση φόρου εισοδήματος που υπέβαλε στην ΔΟΥ ΦΑΕΕ Αθηνών, θα έπρεπε να είχε γίνει ανάκληση, εν όλω ή εν μέρει, της σχετικής δήλωσης μέχρι την 30-6-2003, οπότε το σχετικό φύλλο ελέγχου οριστικοποιήθηκε, αφού συντάχθηκε και υπογράφηκε η πράξη συμβιβασμού που έγινε μεταξύ του αναιρεσείοντος και της φορολογικής αρχής»? ότι την νέα αυτή πράξη ο [αναιρεσείων] μπορούσε να προσβάλει είτε με προσφυγή, αλλά μόνο για λόγους που αφορούσαν στην μη συνδρομή των όρων της λύσεως της διαφοράς με συμβιβασμό, είτε με αίτηση ακύρωσης, για τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 75 του ν 2238/1994»? και ότι «Εξάλλου, αν η από 24-7-2006 αίτηση του [αναιρεσείοντος] ήθελε θεωρηθεί ότι αποτελεί αίτηση ακύρωσης του άρθρου 75 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος κατά της από 30-6-2003 πράξης συμβιβασμού […] ασκήθηκε εκπρόθεσμα δεδομένου ότι η κατάρτιση του συμβιβασμού πραγματοποιήθηκε στις 30-6-2003 και με την υπογραφή της πράξης συμβιβασμού τεκμαίρεται ότι η ανώνυμη εταιρεία έλαβε πλήρη γνώση της πράξης αυτής, ενώ η «αίτηση ακύρωσης» υποβλήθηκε στον Προϊστάμενο της ΔΟΥ ΦΑΕΕ Αθηνών στις 24-7-2006 δηλαδή μετά την πάροδο της προθεσμίας των τριών […] ετών που ορίζεται από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου αυτού».
Με τη σκέψη δε ότι οι εν λόγω διατάξεις (του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος) «υπερισχύουν κάθε άλλης γενικής διατάξεως περί παραγραφής αξιώσεων κατά του Δημοσίου» απορρίφθηκαν ως «νόμω αβάσιμοι» λόγοι εφέσεως του αιτούντος περί εσφαλμένης εφαρμογής της ανωτέρω περί ενάρξεως της παραγραφής διατάξεως του άρθρου 91 του ν. 2362/1995, καθώς και περί ανισχύρου του άρθρου 90 παρ. 2 του ίδιου νόμου, καθΆ όσον θεσπίζει για τις αξιώσεις επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, χρόνο παραγραφής μικρότερο του γενικώς ισχύοντος για τις απαιτήσεις κατά του Δημοσίου. Τέλος, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε λόγος εφέσεως με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστήριζε ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτο το αίτημά του για επιστροφή του φόρου κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού των άρθρων 904 επ. του Αστικού Κώδικα, με την αιτιολογία ότι «Το αίτημα («της προσφυγής για επιστροφή του ως άνω φόρου ως αχρεωστήτως καταβληθέντος») […] αποτελεί κατΆ ουσία αίτημα αγωγής για επιστροφή φόρου, και επομένως, ορθώς απορρίφθηκε […], εφόσον η ικανοποίηση αξίωσης φορολογικού περιεχομένου δεν επιτρέπεται να επιδιωχθεί με αγωγή, παρά μόνο με προσφυγή».
6. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ο αναιρεσείων, επαναλαμβάνοντας κατά βάση τους ανωτέρω περί παραγραφής ισχυρισμούς του, προβάλλει, αφΆ ενός μεν ότι «η προσβαλλόμενη απόφαση ψευδώς ερμήνευσε και εσφαλμένα εφήρμοσε» την ως άνω περί ενάρξεως της παραγραφής διάταξη του άρθρου 91 του ν. 3262/1995, κατά την οποία, όπως ισχυρίζεται, η αξίωσή του παραγραφόταν στις 31.12.2006, μετά την υποβολή της αιτήσεώς του προς τη φορολογική αρχή, αφΆ ετέρου δε ότι εσφαλμένως απορρίφθηκε ο λόγος της εφέσεώς του περί ανισχύρου της διατάξεως του άρθρου 90 παρ. 2 του αυτού νόμου. Οι λόγοι όμως αυτοί αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Διότι στηρίζονται στην εσφαλμένη αντίληψη ότι είχαν στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή οι ως άνω διατάξεις περί παραγραφής των αξιώσεων του ν. 2362/1995? ενώ, υπό τα γενόμενα κατά τΆ ανωτέρω δεκτά, και σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη σκέψη 4, το κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα, όπως ορθώς, κατΆ αρχήν, θεώρησε το διοικητικό εφετείο, περιοριζόταν στο κατά πόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις ανατροπής του τίτλου βάσει του οποίου είχε καταβληθεί ο επίδικος φόρος (δήλωση αρχικά, φύλλο ελέγχου και διοικητική επίλυση στη συνέχεια), ώστε να μπορεί ακολούθως να γεννηθεί αξίωση επιστροφής του ως αχρεωστήτου. Οι ειδικότερες, εξάλλου, κρίσεις της αναιρεσιβαλλομένης περί μη συνδρομής εν προκειμένω των προϋποθέσεων αυτών δεν πλήσσονται με την κρινόμενη αίτηση. Με τα δεδομένα, τέλος αυτά, ο επίδικος φόρος δεν ήταν αχρεώστητος, αφού διατηρήθηκε εν ισχύει ο τίτλος καταβολής του, και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να επιστραφεί ούτε κατΆ αποδοχή της προσφυγής του αναιρεσείοντος ούτε, πάντως, με αγωγή αδικαιολογήτου πλουτισμού, όπως ορθώς έκρινε το διοικητικό εφετείο (πρβλ. και ΣτΕ 1062/2006) τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
7. Επειδή, αυτοτελείς λόγοι αναιρέσεως που περιέχονται στο από 27.1.2011 υπόμνημα που κατέθεσε ο αιτών (28.1.2011) μετά τη συζήτηση της υποθέσεως, μέσα στην προθεσμία που έλαβε σχετικά, και με το οποίο (υπόμνημα) ήταν επιτρεπτή μόνο η ανάπτυξη των ήδη προβληθέντων λόγων, είναι, προεχόντως γιΆ αυτό, απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
8. Επειδή, κατόπιν αυτών, και δεδομένου ότι δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέα στο σύνολό της παρέλκει δε, κατόπιν αυτού, η έρευνα των ζητημάτων εάν ο αιτών, υπό την ιδιότητά του ως εκτελεστή της ανωτέρω διαθήκης ενομιμοποιείτο στην άσκηση της ένδικης προσφυγής, καθώς και εάν για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης απαιτείτο έγκριση του Υπουργού Οικονομικών κατά το άρθρο 27 παρ.2 του α.ν. 2039/1939 (το τελευταίο, ενόψει και του ότι το Δημόσιο, δια του εν λόγω Υπουργού, είναι, πάντως, διάδικος και παρέστη κατά την παρούσα δίκη (πρβλ και Α.Π.,Ολομ., 74/1987). Κατά την γνώμη όμως της Συμβούλου Β. Καλαντζή, εν όψει του ότι το ένδικο φύλλο ελέγχου εξεδόθη επΆ ονόματι της εν λόγω εταιρείας, έτι δε ότι με αυτό κατελογίσθη σε βάρος της το επίμαχο ποσό φόρου, καθώς και ότι η επακολουθήσασα πράξη συμβιβασμού υπεγράφη από το νόμιμο εκπρόσωπό της, στις 30.6.2003, ζήτημα κατΆ αρχήν εξεταστέο, ως αναγόμενο στο τύποις παραδεκτό του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου, είναι αν ο εκτελεστής διαθήκης ενομιμοποιείτο σε άσκηση προσφυγής με αίτημα την επιστροφή του κατά τα άνω ποσού φόρου ως αχρεωστήτως καταβληθέντος από το πιο πάνω φορολογικό υποκείμενο, και μόνον μετΆ εξακρίβωση της συνδρομής της προϋπόθεσης αυτής είναι επιτρεπτή η περαιτέρω κατΆ ουσία έρευνα της ένδικης υπόθεσης.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 7 και 23 Φεβρουαρίου 2011
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας
Ι. Γράβαρης Κ. Κεχρολόγου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 24ης Οκτωβρίου 2012.
Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Η Γραμματέας
Ε. Γαλανού Κ. Κεχρολόγου
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!