ΣτΕ 1102/2018
Αριθμός 1102/2018
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Μαΐου 2018, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Μ. Πικραμένος, Σ. Βιτάλη, Π. Τσούκας, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Σύμβουλοι, Ι. Δημητρακόπουλος, Ο.-Μ. Βασιλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 21 Ιουνίου 2013 αίτηση: του ..., κατοίκου Πειραιώς (οδός ...), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Σωτήριο Σδούκο (Α.Μ. 9900), που τον διόρισε στο ακροατήριο, κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Δέσποινα Γάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων ζητεί, σύμφωνα με το άρθρο 34Α παρ. 2 του Π.Δ. 18/1989, να συζητηθεί στο ακροατήριο του Δικαστηρίου η από 8 Ιουλίου 2011 αίτησή του κατά του Υπουργού Οικονομικών, η οποία απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 291/2013 απόφαση του Τμήματος σε συμβούλιο.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ι. Δημητρακόπουλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την εκπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης συζήτησης, έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ' αριθμ. 1303611-12, 1303620-23 και 3631977-79/2013 ειδικά γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α΄).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία έχει ασκηθεί βάσει του άρθρου 34Α παρ. 2 του π.δ. 18/1989 και έχει εισαχθεί στην επταμελή σύνθεση του Β΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, λόγω σπουδαιότητας, με την από 18.7.2013 πράξη του (τότε) Προέδρου του, ζητείται να συζητηθεί στο ακροατήριο η από 8.7.2011 αίτηση αναίρεσης του αιτούντος, η οποία απορρίφθηκε ως προδήλως απαράδεκτη με την 291/2013 εν συμβουλίω εκδοθείσα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ειδικότερα, με την ως άνω απορριφθείσα αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 324/2010 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Τρίπολης, με την οποία έγινε εν μέρει μόνο δεκτή έφεση του ήδη αιτούντος κατά της 263/2003 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κορίνθου και, κατά μεταρρύθμιση της εν λόγω πρωτόδικης απόφασης, περιορίσθηκε σε 111.973.480 δρχ. (328.608,89 ευρώ) το ποσό του πολλαπλού τέλους (160.000.000 δρχ.) που είχε επιβληθεί σε βάρος του, επιμεριστικώς, με την 95/2000 πράξη της Αναπληρώτριας Προϊσταμένης του Τελωνείου Κορίνθου, λόγω συμμετοχής του σε τελωνειακή παράβαση λαθρεμπορίας τσιγάρων.
3. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση του άρθρου 34Α παρ. 2 του π.δ. 18/1989 ασκήθηκε εν γένει παραδεκτώς και, επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή. Κατ’ ακολουθίαν, παύει να ισχύει η προαναφερόμενη 291/2013 απόφαση εν συμβουλίω του Δικαστηρίου και πρέπει να εξεταστεί η αίτηση για την αναίρεση της 324/2010 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Τρίπολης.
4. Επειδή, για την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, όπως αυτή έχει συμπληρώθηκε με το από 22.5.2017 δικόγραφο πρόσθετων λόγων αναίρεσης, έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ' αριθμ. 1149320-21 και 2791608/2011 ειδικά γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α΄).
5. Επειδή, η παράγραφος 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213/17.12.2010), ορίζει ότι
«Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου».
Επιπλέον, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010,
«Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ [...]».
Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναίρεσης, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων αμφοτέρων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (βλ. ΣτΕ 1873/2012 επταμ., 2934/2017 επταμ. κ.ά.). Ειδικότερα, κατά την έννοια της πρώτης των ανωτέρω παραγράφων, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αίτησής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθένα από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο, κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς, νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, που κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση με μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, προς ανέκκλητη/τελεσίδικη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, ως τέτοια δε νομολογία νοείται η διαμορφωθείσα επί αυτού τούτου του κρίσιμου νομικού ζητήματος και όχι επί ανάλογου ή παρόμοιου (βλ. 167-169/2017 επταμ., 1365/2017 επταμ. κ.ά.). Ειδικότερα, νομολογία «ανωτάτου δικαστηρίου», κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, αποτελεί και απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), από την οποία προκύπτει, κατά τρόπο αρκούντως σαφή, ερμηνεία διάταξης της ΕΣΔΑ, λαμβανομένου υπόψη, αφενός, ότι, όσον αφορά την ερμηνεία της ΕΣΔΑ στην ημεδαπή έννομη τάξη, οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ έχουν σημασία και βαρύτητα ανάλογη με εκείνη της νομολογίας των εθνικών ανωτάτων δικαστηρίων και, αφετέρου, ότι η προβαλλόμενη αντίθεση μεταξύ της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και της νομολογίας του ΕΔΔΑ δημιουργεί, κατά τεκμήριο, σοβαρό νομικό ζήτημα, αναγόμενο στο σεβασμό των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας στο πεδίο των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ώστε να δικαιολογείται, ενόψει και του σκοπού της προαναφερόμενης διάταξης, η εξέτασή του από το Συμβούλιο της Επικρατείας, προς διασφάλιση της ορθότητας και της ενότητας της νομολογίας, περί της ερμηνείας και της εφαρμογής της ΕΣΔΑ, στο πλαίσιο της απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης (βλ. ΣτΕ 167-169/2017 επταμ., 2987/2017 επταμ., 3076/2017, 175/2018, 951/2018 επταμ.).
6. Επειδή, οι προπαρατεθείσες διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτές τέθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, θεσπίστηκαν για τη θεραπεία αναγκών αναγόμενων στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, ήτοι χάριν της αποσυμφόρησης του Συμβουλίου της Επικρατείας από μεγάλο όγκο αναιρετικών υποθέσεων, που είτε είναι μικρού χρηματικού αντικειμένου είτε θέτουν νομικά ζητήματα τα οποία έχουν ήδη επιλυθεί ή δεν είναι σοβαρά, τούτο δε προκειμένου να εξυπηρετηθεί τόσο ο προορισμός του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως ανωτάτου δικαστηρίου με κύρια αποστολή, κατά την άσκηση των αναιρετικών αρμοδιοτήτων του, τη διασφάλιση της ενότητας της νομολογίας των διοικητικών δικαστηρίων, όσο και η ταχύτητα της απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης (βλ. λ.χ. ΣτΕ 2987/2017 επταμ.). Οι διατάξεις αυτές συνάδουν προς τα άρθρα 20 (παρ. 1), 25 (παρ. 1), 26 (παρ. 1) και 95 (παρ. 1) του Συντάγματος (πάγια νομολογία του Δικαστηρίου - βλ., ενδεικτικά, ΣτΕ 2987/2017 επταμ., 1987/2015 επταμ.), προς το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) [βλ. λ.χ. ΣτΕ 2987/2017 επταμ., ΕΔΔΑ 2.6.2016, 18880/15, Παπαϊωάννου κατά Ελλάδας], καθώς και προς το άρθρο 14 παρ. 1 του (κυρωθέντος με το ν. 2462/1997, Α΄ 25) Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ). Συνεπώς, είναι απορριπτέα, προεχόντως ως αβάσιμα, όλα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με το από 31.5.2017 υπόμνημα του αναιρεσείοντος (σε σχέση με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989), ενώ τα προβαλλόμενα με το ίδιο υπόμνημα περί παραβίασης και του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κρίνονται απορριπτέα προεχόντως ως αλυσιτελή, δεδομένου ότι δεν προβάλλεται (με το εισαγωγικό δικόγραφο ή με το δικόγραφο πρόσθετων λόγων) λόγος αναίρεσης περί παράβασης κανόνα του ενωσιακού δικαίου και, άλλωστε, ο λόγος αναίρεσης περί παράβασης του άρθρου 4 παρ. 1 του Έβδομου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ, που έχει ανάλογη κανονιστική εμβέλεια με το άρθρο 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κρίνεται παραδεκτός και εξετάζεται, περαιτέρω, ως προς τη βασιμότητά του (και από τη σκοπιά του άρθρου 50 του Χάρτη - βλ. κατωτέρω σκέψεις 9 και 13). Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι οι ως άνω προβληθέντες με το από 31.5.2017 υπόμνημα ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος δεν συμβιβάζονται με το περιεχόμενο του δικογράφου της αίτησης αναίρεσης, στο οποίο αναφέρεται, δίχως επιφύλαξη, ως εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (βλ. και επόμενη σκέψη).
7. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση κατατέθηκε το 2011 και, επομένως, διέπεται από τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, έστω κι αν η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε το 2010 (βλ. ΣτΕ 2177/2011 επταμ., 1873/2012 επταμ., 415/2013, 910/2015 κ.ά.), δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη άρχισε να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 70 του ν. 3900/2010, από 1.1.2011 (βλ., ενδεικτικά, ΣτΕ 2177/2011 επταμ., 1873/2012 επταμ., 415/2013, 910/2015). Η εν λόγω ρύθμιση διαχρονικού δικαίου, αφενός, είναι μεταγενέστερη και ειδική σε σχέση με εκείνη του άρθρου 77 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 και, αφετέρου, συνάδει προς το Σύνταγμα (άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, 25 παρ. 1, 95 παρ. 1 και αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης), το ΔΣΑΠΔ (άρθρα 2 παρ. 1, 14 παρ. 1 και 26 παρ. 1) και την ΕΣΔΑ (άρθρα 6 παρ. 1, 13 και 14), καθόσον ερείδεται σε γενικό και αντικειμενικό κριτήριο (χρόνος άσκησης της αίτησης αναίρεσης), το οποίο είναι συναφές προς το αντικείμενο της διάταξης του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 και συνιστά εύλογο μέσο επιδίωξης του (αναγόμενου στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης: βλ. παραπάνω, σκέψη 6) σκοπού της διάταξης αυτής, ενόψει και του ευρέος περιθωρίου εκτίμησης που διαθέτει σχετικώς ο νομοθέτης. Συνεπώς, είναι απορριπτέα, προεχόντως ως αβάσιμα, όλα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με το από 31.5.2017 υπόμνημα του αναιρεσείοντος, ο οποίος, άλλωστε, όχι μόνο άσκησε την αίτησή του (την 8.7.2011) σε χρονικό σημείο πολύ μεταγενέστερο της ημέρας έναρξης ισχύος και εφαρμογής (1.1.2011) της διάταξης του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, αλλά, επιπλέον, στη σελίδα 39 του δικογράφου της κρινόμενης αίτησης, αναφέρεται ρητώς και χωρίς επιφύλαξη στην εν λόγω διάταξη, ως εφαρμοστέα εν προκειμένω, με συνέπεια, αφενός, ο ισχυρισμός του περί παραβίασης των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του, λόγω αιφνίδιας μεταβολής των όρων του παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης, να είναι αλυσιτελής (αφού, εν πάση περιπτώσει, γνώριζε τη νέα διάταξη και προέβαλε, κατ’ εφαρμογή αυτής, ισχυρισμούς για θεμελίωση του παραδεκτού των προβληθέντων λόγων αναίρεσης), και, αφετέρου, η όψιμη αμφισβήτηση, με το από 31.5.2017 υπόμνημά του, της εφαρμογής της ίδιας ανωτέρω διάταξης στην παρούσα υπόθεση να μην συμβιβάζεται με το περιεχόμενο του δικογράφου της αίτησης αναίρεσης.
8. Επειδή, το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου με την παρούσα αίτηση είναι ανώτερο των 40.000 ευρώ.
9. Επειδή, το άρθρο 4 του (κυρωθέντος με τον ν. 1705/1987, Α΄ 8) Έβδομου Πρόσθετου Πρωτόκολλου (7ου ΠΠ) της ΕΣΔΑ ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι: «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με τον νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού». Παρομοίως, το άρθρο 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Χάρτης ΘΔΕΕ), στο οποίο αποτυπώνεται γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου (βλ. ΣτΕ Ολομ. 1741/2015, με παραπομπές στη νομολογία του ΔΕΚ), ορίζει ότι «Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί εντός της Ένωσης με οριστική [αμετάκλητη] απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο». Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων της ΕΣΔΑ και του Χάρτη ΘΔΕΕ, οι οποίες έχουν ανάλογο κανονιστικό περιεχόμενο (βλ. ΣτΕ 951/2018 επταμ.), προκειμένου να ενεργοποιηθεί η προβλεπόμενη σε αυτές απαγόρευση (ne bis in idem), απαιτείται, μεταξύ άλλων, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να έχει “αθωωθεί ή καταδικαστεί”, για την ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά, με αμετάκλητη απόφαση. Ειδικότερα, τέτοια “αθώωση” υπονοεί και πρέπει να στηρίζεται σε επαρκή έρευνα και εκτίμηση σχετικά με την ουσία της υπόθεσης, δηλαδή την τέλεση ή μη της παράβασης (βλ. ΣτΕ 167-169/2017 επταμ., με παραπομπή στην απόφαση ΔΕΕ μειζ. συνθ. 29.6.2016, C-486/14, Kossowski, σκέψεις 42-54). Toύτο στοιχεί, αφενός, προς το σκοπό και τη λειτουργία της αρχής ne bis in idem, ως εκδήλωσης των θεμελιωδών αρχών του κράτους δικαίου, της αναλογικότητας και, ιδίως, του δεδικασμένου, που εξυπηρετεί την (επίσης θεμελιώδους σημασίας) ανάγκη για ασφάλεια και σταθερότητα της έννομης κατάστασης των προσώπων και, αφετέρου, προς την αναγόμενη στο δημόσιο συμφέρον ανάγκη να προαχθεί η πρόληψη και η καταστολή των σχετικών παραβάσεων (ιδίως, δε, των πλέον σοβαρών), η οποία, σύμφωνα με την πρόσφατη νομολογία της μείζονας σύνθεσης τόσο του ΕΔΔΑ όσο και του ΔΕΕ, συνιστά θεμιτό λόγο περιορισμού της κανονιστικής εμβέλειας της απαγόρευσης ne bis in idem (βλ. ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. 27.5.2014, Margus v. Croatia, 4455/10, σκέψεις 124-141, ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. 15.11.2016, Α και Β κατά Νορβηγίας, 24130/11 & 29758/11, σκέψεις 121-130, ΔΕΕ μειζ. συνθ. 27.5.2014, C-129/14 PPU, Spasic, σκέψεις 62-63, ΔΕΕ μειζ. συνθ. 29.6.2016, C-486/14, Kossowski, σκέψεις 46-49, ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκέψεις 41 και 44 και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-537/16, Garlsson Real Estate SA κλπ., σκέψεις 43 και 46) και μπορεί να δικαιολογήσει τη σώρευση ποινικής και διοικητικής δίωξης και κύρωσης για την ίδια παράβαση της τελωνειακής/φορολογικής νομοθεσίας (βλ. ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. 15.11.2016, Α και Β κατά Νορβηγίας, 24130/11 & 29758/11, σκέψεις 121-130 και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C524/15, Menci, σκέψεις 20 και 44-45 - συναφώς υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του ΔΕΚ/ΔΕΕ, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προβλέπουν και να επιβάλλουν αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές κυρώσεις για παραβάσεις της κοινοτικής τελωνειακής νομοθεσίας ή των ενωσιακών κανόνων περί ΦΠΑ και ειδικών φόρων κατανάλωσης: βλ. λ.χ. ΔΕΚ 26.10.1995, C-36/94, Siesse, σκέψη 20, ΔΕΚ 7.12.2000, C-213/99, De Andrade, σκέψη 19, ΔΕΕ μειζ. συνθ. 26.2.2013, C-617/10, Akerberg Fransson, σκέψεις 25-27, 35-36, ΔΕΕ μειζ. συνθ. 8.9.2015, C-105/14, Taricco κλπ., σκέψεις 36-40, ΔΕΕ 2.6.2016, C-81/15, Καπνοβιομηχανία Καρέλια AE, σκέψεις 35-37 και 48 και ΔΕΕ μειζ. συνθ. 5.12.2017, C-42/17, M.A.S. και Μ.Β., σκέψεις 30-36), για την διαπίστωση της οποίας (παράβασης), πάντως, αρμόδια είναι, κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος, τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, η νομιμότητα των πράξεων των οποίων υπόκειται, κατά το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, στον έλεγχο των διοικητικών δικαστηρίων (βλ. ΣτΕ 680/2017 επταμ., 951/2018 επταμ.).
Συνεπώς, αμετάκλητο βούλευμα δικαστικού συμβουλίου περί οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης, λόγω παραγραφής του ποινικού αδικήματος για το οποίο αυτή είχε ασκηθεί, δεν αποτελεί αμετάκλητη απόφαση με την οποία “αθωώθηκε” ο διωχθείς (βλ. ΣτΕ 167-169/2017 επταμ., με παραπομπή στην απόφαση ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. 27.5.2014, Margus v. Croatia, 4455/10, σκέψεις 118, 120, 121), και, ως εκ τούτου, δεν δεσμεύει τα αρμόδια για την διαπίστωση παράβασης της τελωνειακής/φορολογικής νομοθεσίας όργανα της εκτελεστικής εξουσίας και τα διοικητικά δικαστήρια, δεδομένου ότι τέτοιο βούλευμα ερείδεται στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης, συνεπεία της παραγραφής (ήτοι της άπρακτης παρόδου της προθεσμίας εντός της οποίας μπορεί να ασκηθεί η ποινική αξίωση της Πολιτείας), και όχι σε εκτίμηση για τη διάπραξη ή μη του αδικήματος (βλ. ΣτΕ 167-169/2017 επταμ.), η δε προτεινόμενη από τον αναιρεσείοντα αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή (περί “αθώωσης” του διωχθέντος, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων της ΕΣΔΑ και του Χάρτη ΘΔΕΕ, και σε περίπτωση αμετάκλητου βουλεύματος περί οριστικής παύσης της εναντίον του ποινικής δίωξης, λόγω παραγραφής του αδικήματος) κρίνεται απορριπτέα, διότι
(α) ενέχει επεκτατική ερμηνεία της έννοιας της “αθώωσης”,
(β) κείται εκτός της ως άνω προστατευτικής λειτουργίας της αρχής ne bis in idem, καθόσον το δεδικασμένο ενός τέτοιου βουλεύματος δεν καλύπτει το ζήτημα της διάπραξης ή μη από τον διωχθέντα της σχετικής ποινικής παράβασης,
(γ) ουδόλως επιβάλλεται από την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι (σε αντίθεση προς την υπόθεση που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-596/16 και C-597/16, Di Puma & Zecca, σκέψεις 41-45) δεν υπάρχει αμετάκλητη κρίση του αρμόδιου οργάνου της ποινικής δικαιοσύνης ότι δεν στοιχειοθετείται (ή ότι δεν τεκμηριώνεται επαρκώς) το οικείο ποινικό αδίκημα, αλλά μόνον απόφασή του περί παύσης της ποινικής δίωξης, λόγω παραγραφής,
(δ) σε περίπτωση που με πράξη της φορολογικής διοίκησης έχει διαπιστωθεί η παράβαση (οπότε και μόνον μπορεί να ανακύψει ζήτημα στοιχειοθέτησης ποινικού αδικήματος έχοντος σχέση με φοροδιαφυγή), προσκρούει στην προαναφερόμενη ανάγκη για αποτελεσματική πρόληψη και καταστολή αυτής, η οποία εξυπηρετείται μέσω της επιβολής (και της εκτέλεσης) των οριζόμενων στο νόμο διοικητικών κυρώσεων (μόνων εναπομενουσών μετά την οριστική παύση της σχετικής ποινικής δίωξης, λόγω παραγραφής του αδικήματος, και της συνακόλουθης αδυναμίας επιβολής κύρωσης από τον ποινικό δικαστή) για την αντίστοιχη τελωνειακή/φορολογική παράβαση και, σταθμιζόμενη προς την ανάγκη προστασίας των έννομων συμφερόντων του προσώπου που θίγεται από τη σώρευση “ποινικών” διώξεων σε βάρος του, δικαιολογεί τον καταλογισμό ή/και τη διατήρηση των ως άνω διοικητικών κυρώσεων, σε περίπτωση που η stricto sensu ποινική διαδικασία εναντίον του προσώπου αυτού έπαυσε λόγω παραγραφής του οικείου ποινικού αδικήματος (πρβλ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 26.2.2013, C-617/10, Akerberg Fransson, σκέψη 36) και
(ε) στηρίζεται, κατά βάση (σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται στο από 31.5.2017 υπόμνημα του αναιρεσείοντος), στην από 28.9.2006 απόφαση του (Πρώτου Τμήματος του) ΔΕΕ στην υπόθεση C-467/04, Gasparini, η οποία (ναι μεν δέχθηκε ότι η αρχή ne bis in idem, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 54 της Σύμβασης Εφαρμογής της Συμφωνίας Σένγκεν και ενόψει του σκοπού του άρθρου αυτού, έχει εφαρμογή στην περίπτωση αμετάκλητης απόφασης συμβαλλομένου κράτους που εκδόθηκε μετά την άσκηση ποινικής δίωξης και με την οποία ο κατηγορούμενος απαλλάχθηκε, λόγω παραγραφής του εγκλήματος για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη, αλλά) είναι παρωχημένη, δεν συνδέεται με την ερμηνεία του άρθρου 50 του Χάρτη ΘΔΕΕ (που δεν ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσής της) ή της αντίστοιχης γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης, ουδόλως συνεκτίμησε την (μεταγενεστέρως αναδειχθείσα στις προαναφερόμενες αποφάσεις Spasic και Kossowski του ΔΕΕ) ανάγκη πρόληψης και καταστολής της εγκληματικότητας εντός του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης της ΕΕ (βλ. σκέψεις 58-72 της απόφασης Spasic και, ιδίως, σκέψεις 46-49 της απόφασης Kossowski) και, ανεξαρτήτως του ότι δεν αφορά υπόθεση σώρευσης ποινικής και διοικητικής δίωξης για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση, το κρίσιμο σκεπτικό της (σκέψεις 26-28 και 33) έχει κλονισθεί, σε βαθμό που να μην μπορεί να θεωρείται πλέον ισχυρό, από τις ως άνω πρόσφατες αποφάσεις της μείζονας σύνθεσης του ΔΕΕ στις υποθέσεις Spasic, Kossowski, Menci και Garlsson Real Estate SA, οι οποίες ερμηνεύουν (και) το άρθρο 50 του Χάρτη ΘΔΕΕ.
10. Επειδή, το ΕΔΔΑ, με την από 16.6.2009 απόφασή του στην υπόθεση Ruotsalainen v. Finland (13079/03), διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 4 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ σε περίπτωση στην οποία, ενώ καταλογίσθηκε στον προσφεύγοντα ποινικό πρόστιμο, για φορολογική παράβαση, με συνοπτική ποινική διάταξη η οποία κατέστη αμετάκλητη, αφού δεν προσβλήθηκε, επιβλήθηκε, περαιτέρω, σε βάρος του και διοικητική χρηματική κύρωση, για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση, τα δε ένδικα βοηθήματα και μέσα που αυτός άσκησε ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων κατά της σχετικής διοικητικής πράξης απορρίφθηκαν. Από τις σκέψεις 41-57 της εν λόγω απόφασης του ΕΔΔΑ συνάγεται, κατά τρόπο αρκούντως σαφή, η ερμηνευτική κρίση ότι το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ αντιτίθεται (τουλάχιστον κατ’ αρχήν) στην εκκίνηση και εξακολούθηση διοικητικής, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασίας και δίκης περί της επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης για φορολογική παράβαση, όταν για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση έχει ήδη περατωθεί αμετάκλητα η αντίστοιχη ποινική, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασία, λαμβανομένου υπόψη ότι αμφότερες οι διαδικασίες έχουν “ποινικό” χαρακτήρα, κατά την ΕΣΔΑ, βάσει των κριτηρίων Engel (βλ. ΣτΕ 167-12169/2017 επταμ., 951/2018 επταμ.).
11. Επειδή, το ΕΔΔΑ, ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει το τεκμήριο αθωότητας, έχει δεχθεί ότι απόφαση διοικητικού δικαστηρίου που έπεται τελικής αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου για το ίδιο πρόσωπο δεν πρέπει να την παραβλέπει και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση, έστω και αν αυτή εχώρησε λόγω αμφιβολιών, ως “τελική” δε απόφαση, στο πλαίσιο της προαναφερόμενης νομολογίας, νοείται η αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Ενόψει της ανωτέρω νομολογίας του ΕΔΔΑ, το εκ των υστέρων επιλαμβανόμενο διοικητικό δικαστήριο, που κρίνει επί της διοικητικής παράβασης της λαθρεμπορίας, δεν δεσμεύεται από την οικεία αμετάκλητη απαλλακτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ή το οικείο αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα δικαστικού συμβουλίου, αλλά υποχρεούται να τη/το συνεκτιμήσει και, δη, κατά τρόπο ειδικό, ώστε, εφόσον αποκλίνει από τις ουσιαστικές κρίσεις του ποινικού δικαστή, να μην καταλείπονται εύλογες αμφιβολίες ως προς το σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας, που απορρέει από την τελική έκβαση της ποινικής δίκης/διαδικασίας (βλ. ΣτΕ 1713-1714/2014, 2069/2014, 1184/2015, 2403/2015, 1992/2016 επταμ., 2503/2016, 167-169/2017 επταμ., 434/2017 επταμ., 826/2017, 3051/2017 επταμ., 951/2018 επταμ.). Εξάλλου, το διοικητικό δικαστήριο, κρίνοντας υπόθεση διοικητικής παράβασης λαθρεμπορίας, δεν δεσμεύεται από τυχόν αμετάκλητο βούλευμα που παύει τη σχετική ποινική δίωξη εναντίον του προσφεύγοντος, λόγω παραγραφής του ποινικού αδικήματος της λαθρεμπορίας (πρβλ. ΕΔΔΑ decision 13.9.2007, 27521/04, Moullet κατά Γαλλίας), ούτε, άλλωστε, ενόψει της αιτιολογικής βάσης τέτοιου βουλεύματος ανακύπτει ζήτημα συνεκτίμησής του από το διοικητικό δικαστήριο, στο πλαίσιο της κρίσης του για τη διάπραξη ή μη της επίμαχης διοικητικής παράβασης (βλ. ΣτΕ 3264/2014, 167-169/2017 επταμ.). Συναφώς, δεν προκύπτει κάτι διαφορετικό από τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ στις υποθέσεις Διαμαντίδης κατά Ελλάδας (71563/01), Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας (35522/04), Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδας (3453/12, 42941/12, 9028/13), Σισμανίδης και Σιταρίδης κατά Ελλάδας (66602/09, 71879/12 - στην υπόθεση Σισμανίδη, η αιτίαση περί παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας απορρίφθηκε ως απαράδεκτη) και Παραπονιάρης κατά Ελλάδας (42132/06), τις οποίες επικαλείται ο αναιρεσείων, προεχόντως διότι οι τέσσερεις πρώτες αποφάσεις δεν αφορούσαν σε περιπτώσεις παραγραφής των ποινικών αδικημάτων, ενώ στην τελευταία υπόθεση (Παραπονιάρης) η διαπιστωθείσα παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας του προσφεύγοντος δεν είχε σχέση με κάποια διοικητική διαδικασία ή δίκη, αλλά έλαβε χώρα αποκλειστικά στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας σε βάρος του, στην οποία το δικαστικό συμβούλιο, αν και έπαυσε την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, του επέβαλε χρηματική ποινή (βλ. ΣτΕ 167-169/2017 επταμ.).
12. Επειδή, εν προκειμένω, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε και έκρινε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα (σκέψεις 4 και 6 ):
«4. […] [A]πό τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 97 παρ. 8 [του Τελωνειακού Κώδικα] και 5 [του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας] προκύπτει ότι η διαδικασία της διοικητικής βεβαιώσεως της τελωνειακής παραβάσεως, η οποία κατατείνει στην επιβολή του πολλαπλού τέλους είναι αυτοτελής και διακεκριμένη σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία. Η αυτοτέλεια δε των δύο διαδικασιών (ποινικής και διοικητικής) έχει την έννοια ότι το διοικητικό δικαστήριο όταν κρίνει για τη διοικητική παράβαση δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αλλά υποχρεούται κατά τη διαμόρφωση της κρίσεώς του να την συνεκτιμήσει κατά τρόπο συγκεκριμένο. [...]
6. Επειδή, από τη συνεκτίμηση των εκτεθέντων πραγματικών περιστατικών αποδεικνύεται [...] η συμμετοχή του εκκαλούντος [ήδη αναιρεσείοντος] στη λαθραία εισαγωγή των ποσοτήτων τσιγάρων [...] [και] στη τελωνειακή παράβαση της λαθρεμπορίας [...]. Εξάλλου το επικαλούμενο από τον εκκαλούντα 86/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Κέρκυρας, το οποίο παραδεκτώς προσκομίσθηκε το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, εφόσον εκδόθηκε μετά την έκδοση της εκκαλουμένης, δεν μπορεί να στηρίξει αντίθετη κρίση δεδομένου ότι αποφάνθηκε να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη σε βάρος του για το αδίκημα της λαθρεμπορίας λόγω παραγραφής του, απορρίπτονται δε ως αβάσιμοι όλοι οι λόγοι έφεσης. [...] Ειδικότερα, ο εκκαλών [...] υποστηρίζει ότι η επιβολή πολλαπλού τέλους στο 7πλάσιο των δασμών συνιστά ουσιαστικώς κατηγορία ποινικής φύσεως και έπρεπε να εφαρμοσθούν οι εξασφαλιστικές εγγυήσεις του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μεταξύ των οποίων και το τεκμήριο αθωότητας του διωκομένου, που καθιστά ανεπαρκή την αιτιολογία της επιβολής του τέλους, εφόσον δεν επακολούθησε καταδίκη ποινικού δικαστηρίου. Και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι απαιτείται καταδικαστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου για τη βεβαίωση της διοικητικής παράβασης της λαθρεμπορίας, ενώ σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν η ποινική διαδικασία χωρεί ανεξάρτητα από τη διαδικασία της επιβολής πολλαπλού τέλους, τυχόν δε [αμετάκλητη] απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αν μεν είναι καταδικαστική, δεσμεύει και το διοικητικό δικαστήριο, [το οποίο] άλλως οφείλει να τη συνεκτιμήσει χωρίς να το δεσμεύει. [...] Ενόψει δε των ανωτέρω είναι απορριπτέος και ο συναφής πρόσθετος λόγος ότι το πολλαπλό τέλους, που [επιβλήθηκε] παρά την παύση της ποινικής δίωξης σε βάρος του, παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας. [...]».
Εξάλλου, με το δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης, ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε παράλληλα παραβίαση του άρθρου 4 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ, προβάλλοντας ότι για την ίδια ακριβώς πράξη ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη και, στη συνέχεια, αθωώθηκε με το προαναφερόμενο αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Κέρκυρας, με συνέπεια να υποχρεούται το Διοικητικό Εφετείο να τερματίσει την ενώπιόν του διαδικασία με την ακύρωση του καταλογισθέντος σε βάρος του πολλαπλού τέλους. Ο ανωτέρω πρόσθετος λόγος, με τον οποίο προβλήθηκε παραβίαση του κανόνα ne bis in idem, δεν αντιμετωπίσθηκε ρητώς από το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, αλλά πρέπει να θεωρηθεί ότι απορρίφθηκε εμμέσως με τις προεκτεθείσες σκέψεις του περί αυτοτέλειας της διοικητικής διαδικασίας και δίκης σχετικά με την επιβολή πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας έναντι της αντίστοιχης ποινικής διαδικασίας και περί μη δέσμευσης του διοικητικού δικαστηρίου από την τυχόν προηγηθείσα αμετάκλητη απαλλακτική κρίση του ποινικού δικαστή (πρβλ. ΣτΕ 167,169/2017 επταμ., 664/2018).
13. Επειδή, ο αναιρεσείων προβάλλει (με το εισαγωγικό δικόγραφο καθώς και με το δικόγραφο πρόσθετων λόγων αναίρεσης) ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, δεχόμενο ότι το 86/2007 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Κέρκυρας δεν το δεσμεύει, απέρριψε τον ως άνω (πρόσθετο) λόγο έφεσης κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου, ενόψει της διάταξης του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, ο αναιρεσείων επικαλείται αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης, μεταξύ άλλων, προς την απόφαση Ruotsalainen του ΕΔΔΑ. Ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός είναι βάσιμος, δοθέντος ότι η ανωτέρω έμμεση ερμηνευτική κρίση του Διοικητικού Εφετείου για το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ [ότι, δηλαδή, ο εν λόγω κανόνας της ΕΣΔΑ έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει την εφαρμογή διατάξεων εθνικής νομοθεσίας, όπως εκείνων των άρθρων 97 (παρ. 8) του Τελωνειακού Κώδικα και 5 (παρ. 2) του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, από τις οποίες προκύπτει ότι η διοικητική διαδικασία και δίκη περί της επιβολής σε ορισμένο πρόσωπο χρηματικής κύρωσης για διοικητική παράβαση λαθρεμπορίας/φοροδιαφυγής είναι αυτοτελής σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία έναντι του ίδιου προσώπου, για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση, με συνέπεια να εξακολουθεί και να μην επηρεάζεται από την αμετάκλητη περάτωση, με αθωωτική απόφαση, της οικείας ποινικής διαδικασίας] έρχεται, κατ’ αρχήν, σε αντίθεση με την προεκτεθείσα ερμηνεία της ίδιας διάταξης της ΕΣΔΑ στην απόφαση Ruotsalainen του ΕΔΔΑ (βλ. ανωτέρω, σκέψη 10). Επομένως, ο παραπάνω λόγος αναίρεσης προβάλλεται παραδεκτώς. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 9, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (τούτο, δε, ισχύει και στην περίπτωση που ο λόγος εξεταστεί, ως προς τη βασιμότητά του, και από τη σκοπιά του άρθρου 50 του Χάρτη ΘΔΕΕ, το οποίο ο αναιρεσείων επικαλείται το πρώτον με το από 31.5.2017 υπόμνημά του), διότι, εν προκειμένω, η ποινική διαδικασία έναντι του αναιρεσείοντος τερματίσθηκε δια βουλεύματος, που έπαυσε την σε βάρος του ποινική δίωξη λόγω παραγραφής του αδικήματος της λαθρεμπορίας και όχι βάσει εκτίμησης για την στοιχειοθέτηση ή μη της παράβασης (πρβλ. ΣτΕ 167-169/2017 επταμ.).
14. Επειδή, ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, απέρριψε τον (πρόσθετο) λόγο έφεσης περί παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας, δεδομένου ότι η επιβολή σε βάρος του πολλαπλού τέλους θέτει εν αμφιβόλω την αθώωσή του με το προαναφερόμενο βούλευμα, έστω κι αν αυτό στηρίχθηκε στην παραγραφή του αδικήματος. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου, ενόψει της διάταξης του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, διατυπώνεται, με το εισαγωγικό δικόγραφο, ο ισχυρισμός ότι υπάρχει αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ στις υποθέσεις Διαμαντίδης κατά Ελλάδας, Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας και Παραπονιάρης κατά Ελλάδας, ενώ περαιτέρω, με το δικόγραφο πρόσθετων λόγων αναίρεσης, προβάλλεται και αντίθεση προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ στις υποθέσεις Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδας και Σισμανίδης και Σιταρίδης κατά Ελλάδας. Ωστόσο, καμία από τις προαναφερόμενες πέντε αποφάσεις του ΕΔΔΑ δεν επιλύει το τιθέμενο, εν προκειμένω, νομικό ζήτημα, καθώς δεν αφορά σε κρίση διοικητικού οργάνου ή δικαστηρίου περί διοικητικής παράβασης, κατόπιν παύσης της σχετικής ποινικής διαδικασίας λόγω παραγραφής του αδικήματος (βλ. ανωτέρω σκέψη 11 in fine). Επομένως, από τις εν λόγω αποφάσεις του ΕΔΔΑ δεν προκύπτει ερμηνεία του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ αντίθετη με τις προεκτεθείσες κρίσεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (πρβλ. ΣτΕ 167-169/2017 επταμ.), οι οποίες άλλωστε, συνάδουν προς τη σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. ανωτέρω σκέψη 11). Τούτων έπεται ότι ο λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
15. Επειδή, με δικόγραφο πρόσθετων λόγων αναίρεσης αποδίδονται διάφορες άλλες πλημμέλειες στην προσβαλλόμενη απόφαση. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν, στο σύνολό τους, ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, διότι δεν προβλήθηκαν με το εισαγωγικό δικόγραφο (βλ. ΣτΕ 460/2018, 3415/2017, 1637/2017, 1405/2017 επταμ., 1019/2017, 167-169/2017 επταμ. κ.ά.). Εξάλλου, το ως άνω απαράδεκτο δεν μπορεί να θεραπευθεί με βάση τη νεότερη διάταξη του εδαφίου β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (σύμφωνα με την οποία το απαράδεκτο του εδαφίου α΄ «[...] καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμα και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση»), διότι η διάταξη αυτή δεν καλύπτει το απαράδεκτο που προκύπτει, βάσει του εδαφίου α΄ της ίδιας παραγράφου, από την παράλειψη προβολής λόγου αναίρεσης με το εισαγωγικό δικόγραφο, αλλά μόνον το απαράδεκτο που συνδέεται με την παράλειψη επίκλησης με το εισαγωγικό δικόγραφο, στο πλαίσιο του ισχυρισμού προς θεμελίωση του παραδεκτού προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης, αντίθεσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς ορισμένη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη/ τελεσίδικη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (βλ. ΣτΕ 460/2018, 3415/2017, 1637/2017, 1019/2017, 167-169/2017 επταμ.).
16. Επειδή, τούτων έπεται ότι η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί.
Δια ταύτα
Δέχεται την αίτηση συζήτησης.
Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου που καταβλήθηκε για την αίτηση συζήτησης και για την αίτηση αναίρεσης.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τη δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 9 Μαΐου 2018
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 23ης του ιδίου μήνα και έτους.
Η Πρόεδρος του Β´ Τμήματος Η Γραμματέας
Ε. Σάρπ Α. Ζυγουρίτσα
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!