Εκσυγχρονίστε και αναβαθμίστε τη ψηφιακή υποδομή του λογιστικού σας γραφείου!

Μάθετε περισσότερα

Ο φορολογικός σας σύμβουλος! Αποκτήστε πρόσβαση στη γνώση από €8,33/ μήνα.

Μάθετε περισσότερα

Νομολογία

ΣτΕ 39/2018

Αριθμός 39/2018

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Μαρτίου 2017, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Ε. Νίκα, Μ. Πικραμένος, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Ι. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.

Για να δικάσει την από 11 Μαρτίου 2004 αίτηση: του ..., κατοίκου Πύργου Ηλείας (...), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Ιωάννη Μαρκουλάκο (Α.Μ. 5675), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Χρήστο Κοραντζάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 577/2003 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ε. Νίκα.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον εκπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Eπειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως κατεβλήθη το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 1144350/2004 ειδικά έντυπα παραβόλου).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το από 29.8.2008 δικόγραφο προσθέτων λόγων, και επανεισάγεται προς συζήτηση μετά την υπ’ αριθμ. 2627/2013 αναβλητική απόφαση, ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 577/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία συνεκδικάσθηκαν και απορρίφθηκαν αντίθετες εφέσεις των δύο διαδίκων κατά της υπ’ αριθμ. 2047/1998 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει εν μέρει δεκτή προσφυγή του αναιρεσείοντος και είχε ακυρωθεί ως προς αυτόν η υπ’ αριθμ. 264/91/28.3.1996 πράξη του Διευθυντού της Ειδικής Υπηρεσίας Τελωνειακών Ερευνών (Ε.Υ.Τ.Ε.), καθ’ ό μέρος με την πράξη αυτή είχε επιβληθεί εις βάρος του, ως συνυπαιτίου τελωνειακής λαθρεμπορικής παραβάσεως, πολλαπλό τέλος ύψους, κατ’ επιμερισμό, 149.000.000 δραχμών, και είχε κηρυχθεί αυτός αλληλεγγύως υπόχρεος για την καταβολή του συνολικώς επιβληθέντος πολλαπλού τέλους 161.000.000 δραχμών, ενώ επιβλήθηκαν εις βάρος του αλληλεγγύως και εις ολόκληρον οι διαφυγόντες δασμοί και λοιποί φόροι ύψους 82.636.987 δραχμών.

3. Επειδή, το άρθρο 4 παρ. 1 του κυρωθέντος με το ν. 1705/1987 (ΦΕΚ Α΄ 89) 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ορίζει ότι:

«1. Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού». Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, για την ενεργοποίηση της προβλεπομένης σε αυτήν απαγορεύσεως (ne bis in idem), απαιτείται, κατ’ αρχήν, να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) πρέπει να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κυρώσεων, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους,

β) οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι “ποινικές” κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, ήτοι, βάσει των αποκαλουμένων κριτηρίων Engel, κατ’ εφαρμογή των οποίων μπορούν να θεωρηθούν ως “ποινικές” και κυρώσεις που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα, εν όψει της φύσεως των σχετικών παραβάσεων ή/και του είδους και της βαρύτητας των προβλεπομένων γι’ αυτές διοικητικών κυρώσεων,

γ) η μία από τις διαδικασίες πρέπει να έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση και

δ) οι διαδικασίες πρέπει να στρέφονται κατά του ιδίου προσώπου και να αφορούν στην ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά (βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ της 30.4.2015, Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδος, της 9.6.2016, Σισμανίδης και Σιταρίδης κατά Ελλάδος, της 15.11.2016, Α και Β κατά Νορβηγίας, βλ. ΣτΕ 7μελούς 680/2017 σκέψη 8, 167-169/2017, 1778/2017, 1992/2016).

4. Επειδή, με την υπ’ αριθμ. Δ.245/11/1.3.1988 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 195), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 11 παρ. 4 του ν. 1839/1989 (ΦΕΚ Α΄ 90), προβλέφθηκε απαλλαγή από τους δασμούς και λοιπούς φόρους για προσωπικά είδη, μεταξύ των οποίων και τα ιδιωτικής χρήσεως επιβατικά αυτοκίνητα, που εισάγονται οριστικά στην Ελλάδα από τις κατηγορίες προσώπων τις οποίες αφορά η απόφαση αυτή, μεταξύ των οποίων οι Έλληνες και ομογενείς πολιτικοί πρόσφυγες που επαναπατρίζονται στην Ελλάδα (άρθρο 12 παρ. 1), καθώς και οι ΄Ελληνες και Ομογενείς Πόντιοι, που μεταφέρουν την συνήθη κατοικία τους στην Ελλάδα από την Ε.Σ.Σ.Δ. (άρθρο 12Α, το οποίο προσετέθη με το άρθρο 1 της υπ’ αριθμ. Δ.58/5/0018/21.2/15.1.90 αποφάσεως τού Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 12), που κυρώθηκε με το εδάφ. δ΄ της παρ. 11 του άρθρου 51 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ Α΄ 43/23.3.1990), όπως η παράγραφος 1 τού εν λόγω άρθρου 12Α αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 1 της υπ’ αριθμ. Δ.342/29/Β0018/1990 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών, η οποία κυρώθηκε με το εδάφ. ε΄ της παρ. 10 του άρθρ. 51 του ν.1882/1990).

Στο άρθρο 7 παρ. 1 της ως άνω αποφάσεως όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 3 της υπ’ αριθμ. 1106.476/4521/0018/1989 αποφάσεως του ιδίου Υπουργού (ΦΕΚ Β΄ 754), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 51 παρ. 7 εδ. δ΄ του ν. 1882/1990, ορίζεται ότι «Τα προσωπικά είδη, με εξαίρεση τα «λοιπά είδη», που παραλαμβάνονται ή έχουν παραληφθεί με τις απαλλαγές του άρθρου 3, δεν επιτρέπεται με οποιοδήποτε τρόπο τυπικό ή άτυπο, μέχρι να συμπληρωθεί ετήσια προθεσμία από την ημερομηνία αποδοχής ή έκδοσης κατά περίπτωση του παραστατικού εισαγωγής:

α. να μεταβιβαστούν,

β. να εκμισθωθούν,

γ. να αποτελέσουν αντικείμενο ενεχύρου ή χρησιδανείου,

δ. να παραχωρηθεί η χρήση τους σε τρίτους,

ε. να παραμένουν, έστω και για φύλαξη σε χώρους εμπορίας παρομοίων ειδών ή, προκειμένου για αυτοκίνητα, και σε χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων (PARKING) που είναι και χώροι εμπορίας αυτοκινήτων και

στ. προκειμένου για αυτοκίνητα, να οδηγούνται έστω και για μία μόνον φορά από τρίτους ανεξάρτητα της υπαιτιότητας ή όχι του δικαιούχου προσώπου».

Περαιτέρω, στο άρθρο 9 της ως άνω αποφάσεως, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 13 παρ. 1 του ν. 2443/1996 (ΦΕΚ Α΄ 165/3.12.1996), ορίζεται ότι :

«1. Η παράβαση των διατάξεων του άρθρου 7 είναι απλή τελωνειακή παράβαση.

2. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του άρθρου 7, αίρεται αναδρομικά, από της εισαγωγής των προσωπικών ειδών, η χορηγηθείσα κατά το άρθρο 3 απαλλαγή και οφείλονται άμεσα:

α) όλες οι δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις από τις οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 3, έτυχαν απαλλαγής τα προσωπικά είδη κατά την εισαγωγή, προσαυξημένες με τέλη εκπρόθεσμης καταβολής ... και

β) πρόσθετο τέλος, ίσο, με το σύνολο στο ακέραιο, των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων που αναλογούν στα εισαχθέντα προσωπικά είδη, την ημερομηνία αποδοχής ή έκδοσης του παραστατικού εισαγωγής.

3. ...

11. Κάθε άλλη παράβαση των διατάξεων της απόφασης αυτής, εφόσον γίνεται με σκοπό να στερήσει το Δημόσιο από δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις που οφείλονται κατά την εισαγωγή, αποτελεί λαθρεμπορία και διώκεται ποινικά και διοικητικά, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικα».

Εξ άλλου, στα άρθρα 89 και επόμενα του ΙΒ΄ Κεφαλαίου περί τελωνειακών παραβάσεων του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 1165/1918, ΦΕΚ Α΄ 73), στα οποία γίνεται η τελευταία ως άνω παραπομπή, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: Στην παράγραφο 2 του άρθρου 89, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 3 του κυρωθέντος με το ν. 1591/1950 (ΦΕΚ Α΄ 295) α.ν. 1514/1950, (ΦΕΚ Α΄ 240), ότι

«Ως τελωνειακαί παραβάσεις χαρακτηρίζονται επίσης η καθ’ οιονδήποτε των εν άρθρω 100 του παρόντος μνημονευομένων τρόπων διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της πληρωμής των ανηκόντων τω Δημοσίω τελών και δικαιωμάτων, ως και η μη τήρησις των εν τω αυτώ άρθρω 100 καθοριζομένων λοιπών διατυπώσεων, επισύρουν δε κατά των υπευθύνων πολλαπλούν τέλος συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος νόμου και αν έτι ήθελε κριθή αρμοδίως ότι δεν συντρέχουσι τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας», στην παράγραφο 3 του άρθρου 97, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 4 του ως άνω α.ν. 1514/1950 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 23 του ν. 495/1976 ΦΕΚ (ΦΕΚ Α’ 337), ότι «Κατά των οπωσδήποτε συμμετασχόντων της κατά την παρ. 2 του άρθρου 89 του παρόντος τελωνειακής παραβάσεως και αναλόγως του βαθμού της συμμετοχής εκάστου, ασχέτως της ποινικής διώξεως αυτών, επιβάλλεται κατά τας διατάξεις των άρθρων 100 και επόμενα του παρόντος, ιδιαιτέρως εις έκαστον και αλληλεγγύως πολλαπλούν τέλος από του διπλού μέχρι του δεκαπλού των βαρυνόντων το αντικείμενον ταύτης δασμών και λοιπών φόρων εν συνόλω δια πάντας τους συνυπαιτίους …»,

στην παράγραφο 5 του άρθρου 97, ότι

«Ο … Προϊστάμενος του αρμοδίου Τελωνείου, μετά την ενέργειαν διοικητικής ανακρίσεως … συντάσσει και εκδίδει, το δυνατόν ταχύτερον, ητιολογημένην πράξιν, δια της οποίας, κατά περίπτωσιν, ή απαλλάσσει ή προσδιορίζει τους κατά τας διατάξεις του νόμου τούτου υπαιτίους, τον βαθμόν της ευθύνης εκάστου, τους ανήκοντας ή διαφυγόντας δασμούς και λοιπούς φόρους τους βαρύνοντας το αντικείμενον της λαθρεμπορίας και καταλογίζει το κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου πολλαπλούν τέλος, εφ’ όσον δε συντρέχει περίπτωσις και τους διαφυγόντας δασμούς και λοιπούς φόρους»

και, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 100, όπως η πρώτη από αυτές τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του α.ν. 2081/1939 (ΦΕΚ Α΄ 495), ότι

«1. Λαθρεμπορία είναι

α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ή εξ αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων, υποκειμένων είτε εις εισαγωγικόν δασμόν, είτε εις εισπραττόμενον εν τοις Τελωνείοις τέλος, φόρον ή δικαίωμα, άνευ γραπτής αδείας της αρμοδίας τελωνειακής αρχής ή εν άλλω παρά τον ωρισμένον παρ’ αυτής τόπω ή χρόνω και

β) πάσα οιαδήποτε ενέργεια, σκοπούσα να στερήση το Δημόσιον των υπ’ αυτού εισπρακτέων δασμών, τελών, φόρων και δικαιωμάτων επί των εισαγομένων εκ της αλλοδαπής ή εξαγομένων εμπορευμάτων και αν έτι ταύτα εισεπράχθησαν κατά χρόνον και τρόπον έτερον ή τον υπό του νόμου οριζόμενον.

2. Ως λαθρεμπορία θεωρείται:

α) η εις την γενικήν κατανάλωσιν άνευ εγγράφου αδείας της αρμοδίας τελωνειακής αρχής και πληρωμής του εισαγωγικού δασμού διάθεσις αντικειμένων εισαχθέντων κατά το δασμολόγιον ή δυνάμει νόμου ή συμβάσεως, ατελώς ή επί ηλαττωμένω δασμώ δι’ ωρισμένας ειδικάς χρήσεις ή η χρησιμοποίησις των αντικειμένων τούτων εις άλλας χρήσεις εκτός των ωρισμένων ειδικών τοιούτων …».

5. Επειδή, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), ήδη με την απόφασή του της 11.1.2007 επί της υποθέσεως Μαμιδάκη κατά Ελλάδος (αριθμ. προσφυγής 35533/04) είχε καταλήξει -εφαρμόζοντας τα κριτήρια Engelότι η επιβολή της ως άνω προβλεπομένης από τον Τελωνειακό Κώδικα για το αδίκημα της λαθρεμπορίας κυρώσεως του πολλαπλού τέλους συνιστά, λόγω της αυστηρότητας και του αποτρεπτικού χαρακτήρα τούτου, «κατηγορία ποινικής φύσεως» κατά την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (σκ. 20-21), διαπιστώνοντας παράλληλα ότι η διοικητική διαδικασία επιβολής πολλαπλού τέλους διεξάγεται με τρόπο εντελώς ανεξάρτητο από την ποινική διαδικασία που προβλέπεται για τον κολασμό της ιδίας παραβάσεως (σκ. 30). (βλ. και απόφαση της 6.12.2007, Γιαννετάκης Ε. και Σ. Μεταφορική ΕΠΕ κλπ. κατά Ελλάδος, αριθμ. προσφυγής 29829/05, σκ. 18-19). Εξ άλλου, στις μεταγενέστερες αποφάσεις του της 30.4.2015 επί των προσφυγών με αριθμούς 3453/12 (Ευ. Καπετάνιος), 42941/12 (Αθ. Νικολόπουλος) και 9028/13 (Ν. Αγγλούπας) και της 9.6.2016 επί της προσφυγής με αριθμό 66602/09 (Χρ. Σισμανίδης), με τις οποίες προσφυγές προεβλήθη ότι στην περίπτωση των προσφευγόντων, στους οποίους είχαν επιβληθεί πολλαπλά τέλη λαθρεμπορίας, παραβιάσθηκε η αρχή ne bis in idem, εφ’ όσον “καταδικάσθηκαν” από τα διοικητικά δικαστήρια για τις προβλεπόμενες από τον Τελωνειακό Κώδικα λαθρεμπορικές παραβάσεις παρά την προηγουμένη αθώωσή τους από τα ποινικά δικαστήρια αναφορικά με όμοια πραγματικά περιστατικά, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν βρήκε «κανένα λόγο να απομακρυνθεί από τα προαναφερόμενα συμπεράσματά του στην απόφαση Μαμιδάκης, δηλαδή ότι οι εν λόγω κυρώσεις ανήκαν στην ύλη του ποινικού δικαίου» (σκ. 54 της Καπετάνιος και λοιποί, σκ. 33 της Σισμανίδης). Περαιτέρω με τις ανωτέρω αποφάσεις του το ΕΔΔΑ, αφού δέχθηκε ότι τόσο οι ποινικές όσο και οι αντίστοιχες διοικητικές διαδικασίες αφεώρουν τα ίδια πραγματικά περιστατικά (το στοιχείο αυτό δεν είχε αμφισβητηθεί από την Κυβέρνηση στις παρατηρήσεις της), οι δε προσφεύγοντες είχαν αθωωθεί με αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων που είχαν καταστεί αμετάκλητες, και αφού επεσήμανε ότι το άρθρο 4 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου δεν απαγορεύει κατά κανόνα την επιβολή στερητικής της ελευθερίας ποινής και προστίμου για τα ίδια επίδικα γεγονότα υπό τον όρο ότι τηρείται η αρχή ne bis in idem και ότι, ως εκ τούτου, σε περίπτωση καταστολής της λαθρεμπορίας η αρχή ne bis in idem δεν παραβιάζεται εάν και οι δύο κυρώσεις, στερητική της ελευθερίας και χρηματική, επιβάλλονται στο πλαίσιο μιάς ενιαίας δικαστικής διαδικασίας, κατέληξε ότι στις περιπτώσεις πάντως των προαναφερθέντων προσφευγόντων υπήρξε παραβίαση του άρθρου 4 του υπ’ αριθμ. 7 Προσθέτου Πρωτοκόλλου (βλ. αντίστοιχα, παράγραφοι 75 και 47).

6. Επειδή, ακολούθως, το ΕΔΔΑ με την από 15.11.2016 απόφαση της ευρείας συνθέσεώς του επί των προσφυγών με αριθμούς 24130/11 και 29758/11 (Α και Β κατά Νορβηγίας) ενέμεινε στην εφαρμογή των κριτηρίων Engel, στο πλαίσιο του άρθρου 4 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, όσον αφορά την εκτίμηση του “ποινικού” χαρακτήρα της διοικητικής διαδικασίας (ή δίκης) περί επιβολής διοικητικών χρηματικών κυρώσεων για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας και, περαιτέρω επιβεβαίωσε την “ποινική” φύση τέτοιων κυρώσεων, που ανέρχονται σε σημαντικό ποσό (αρκετών χιλιάδων ευρώ) και προβλέπονται ως ποσοστό των διαφυγόντων φόρων, όπως το επίμαχο εν προκειμένω πολλαπλό τέλος που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα.

Περαιτέρω, κατ’ επίκληση προγενέστερης νομολογίας του (βλ. τις ανωτέρω αναφερθείσες ελληνικές υποθέσεις), την οποία αποσαφήνισε και εμπλούτισε, έκρινε ότι το άρθρο 4 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δεν απαγορεύει την διπλή, ποινική και διοικητική (κατά το εθνικό δίκαιο), διαδικασία επιβολής κυρώσεων για φορολογικές παραβάσεις, εάν οι δύο διαδικασίες συνδέονται αρκούντως στενά μεταξύ τους, τόσο κατ’ ουσίαν όσο και κατά χρόνον, ώστε να αποτελούν ένα συνεκτικό σύνολο, καθ’ όσον εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς και αντιμετωπίζουν διαφορετικές όψεις/πτυχές της παραβάσεως και, μάλιστα, κατά τρόπο προβλέψιμο και χωρίς να επιβάλλεται δυσανάλογο βάρος στον καθ’ ού, θεώρησε δε ότι τα κριτήρια που λαμβάνονται υπ’ όψη για να εξεταστεί ο κατ’ ουσίαν σύνδεσμος μεταξύ των δύο διαδικασιών είναι, ιδίως:

(i) εάν οι διαδικασίες επιδιώκουν συμπληρωματικούς σκοπούς και, επομένως, αφορούν όχι μόνο in abstracto αλλά και in concreto διαφορετικές όψεις/πτυχές της σχετικής παραβατικής συμπεριφοράς,

(ii) εάν η διπλή διαδικασία είναι προβλέψιμη συνέπεια, κατά το νόμο και στην πράξη, της ίδιας επίμαχης συμπεριφοράς,

(iii) εάν οι διαδικασίες διεξάγονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγεται, κατά το δυνατό, η επανάληψη τόσο της συλλογής όσο και της εκτιμήσεως των αποδείξεων, ιδίως μέσω επαρκούς διάδρασης μεταξύ των αρμοδίων αρχών, προκειμένου η κρίση περί του πραγματικού στη μία διαδικασία να χρησιμοποιηθεί και στην άλλη, και

(iv) πάνω απ’ όλα, εάν η κύρωση που επιβάλλεται στη διαδικασία που περατώνεται αμετάκλητα λαμβάνεται υπ’ όψη στην διαδικασία που τελειώνει δεύτερη, ώστε να αποτρέπεται η επιβολή στον καθ’ ού υπέρμετρου βάρους, πράγμα το οποίο είναι λιγότερο πιθανό στην περίπτωση που υπάρχει μηχανισμός με σκοπό την διασφάλιση της αναλογικότητας των συνολικά καταλογιζομένων ποινών.

Στο πλαίσιο αυτό, το ΕΔΔΑ αναφέρθηκε στις ως άνω υποθέσεις Καπετάνιος και άλλοι και Σισμανίδης ως παραδείγματα περιπτώσεων ελλείψεως τέτοιου ουσιαστικού συνδέσμου, σημειώνοντας ότι, στις εν λόγω υποθέσεις, παρά την αθώωση των προσφευγόντων από τα ποινικά δικαστήρια, τα διοικητικά δικαστήρια τους επέβαλαν βαρειά διοικητικά πρόστιμα για την ίδια παραβατική συμπεριφορά (βλ. σκέψη 116). Αναφέρθηκε ακόμη στις υποθέσεις της αποφάσεως Καπετάνιος και άλλοι ως περιπτώσεις ελλείψεως χρονικού συνδέσμου, λόγω της πολυετούς διαρκείας της διοικητικής δίκης για τις επίμαχες πράξεις επιβολής πολλαπλών τελών λαθρεμπορίας (σκέψη 134), ανάλογη δε κρίση περί ελλείψεως χρονικού συνδέσμου των δύο διαδικασιών διατυπώθηκε και στην σκέψη 43 της αποφάσεως επί της προσφυγής Σισμανίδη, η οποία έχει ειδικότερα ως εξής: «το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αθώωση του πρώτου προσφεύγοντα από τα ποινικά δικαστήρια έλαβε χώρα πολλά χρόνια πριν την εξέταση της επίμαχης υπόθεσης από το Συμβούλιο της Επικρατείας και την επικύρωση από εκείνο του επιβληθέντος διοικητικού προστίμου. Ακόμη και αν στην αρχή της διοικητικής διαδικασίας θα μπορούσε κανείς να δει κάποια χρονική σχέση μεταξύ των δύο διαδικασιών, δεδομένης της μεταγενέστερης εξέλιξης της διαδικασίας αυτής, δεν θα μπορούσε κανείς εύλογα να θεωρήσει εν προκειμένω ότι διαδικασίες με [ουσιώδη] σχέση μεταξύ τους κινήθηκαν σε βάρος του πρώτου προσφεύγοντα από αρχές που ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες δικαστηρίων …».

7. Επειδή, το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος έχει την έννοια ότι ουδόλως αποκλείει την εφαρμογή του κανόνα του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ σε υποθέσεις πολλαπλών τελών λαθρεμπορίας, όπως η παρούσα, διότι ο κανόνας αυτός, όπως ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ, δεν θίγει την κατανομή της δικαιοδοσίας μεταξύ των διοικητικών και των ποινικών δικαστηρίων, αλλά έχει διαφορετικό αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής, συγκεκριμένα δε, κατοχυρώνει θεμελιώδη εγγύηση υπέρ του διωκομένου από τις δημόσιες αρχές, η οποία, σε περίπτωση διώξεώς του για ποινικό αδίκημα λαθρεμπορίας και αμετάκλητης περάτωσης της οικείας ποινικής διαδικασίας, δύναται, μεταξύ άλλων, να έχει επιρροή στη νομιμότητα της διοικητικής πράξεως περί επιβολής εις βάρος του πολλαπλού τέλους και, συνακόλουθα, να έχει συνέπειες ως προς το βάσιμο της κατ’ αυτής ασκουμένης προσφυγής ή των περαιτέρω ασκουμένων ενδίκων μέσων. Τούτων έπεται ότι η εφαρμογή του άρθρου 4 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ στην υπό κρίση υπόθεση δεν προσκρούει στο άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε, άλλωστε, ανακύπτει ζήτημα αντιθέσεώς της προς κάποια άλλη συνταγματική διάταξη (βλ. ΣτΕ 680/2017 επταμ., 1992/2016 επταμ.).

8. Επειδή, εξ άλλου, το ΕΔΔΑ, ερμηνεύοντας την διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει το τεκμήριο αθωότητας, έχει δεχθεί ότι απόφαση διοικητικού δικαστηρίου που έπεται τελικής αθωωτικής αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου για το ίδιο πρόσωπο δεν πρέπει να την παραβλέπει και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση, έστω και αν αυτή εχώρησε λόγω αμφιβολιών (ως “τελική” απόφαση στο πλαίσιο της προαναφερομένης νομολογίας νοείται η αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, βλ. ΣτΕ 2951/2013, 2957/2013, 1713/2014, 1879/2014, 1184/2015, 2403/2015 κ.ά.).

9. Επειδή, εν προκειμένω με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Με τις υπ’ αριθμ. .../19.2.1990 οκτώ διασαφήσεις εισαγωγής που κατατέθηκαν στο Τελωνείο Αθηνών από τον εκτελωνιστή ... εισήχθησαν στη χώρα ατελώς, δυνάμει της προαναφερθείσης υπ’ αριθμ. Δ.245/1988 υπουργικής αποφάσεως, επ’ ονόματι των ..., αντιστοίχως, Ποντίων ομογενών μετοικούντων από την πρώην Ε.Σ.Σ.Δ., τα αναφερόμενα στις διασαφήσεις αυτές οκτώ (8) επιβατικά αυτοκίνητα μάρκας ΒΜW (το αυτοκίνητο της ...) και Mercedes τα υπόλοιπα. Στις 25.5.1990 έφθασε στην τελωνειακή αρχή η πληροφορία ότι τα ανωτέρω αυτοκίνητα εισήχθησαν, στην πραγματικότητα, για λογαριασμό του αναιρεσείοντος, εμπόρου παλαιών ειδών.

Μετά από έρευνα της τελωνειακής αρχής προέκυψε ότι:

α) για το αυτοκίνητο του ... είχε συνταχθεί το υπ’ αριθμ. .../3.1.1990 πληρεξούσιο προς τον αναιρεσείοντα της συμβολαιογράφου Αθηνών ... για την πώληση του αυτοκινήτου σε κάθε τρίτο ακόμη και στον εαυτό του με αυτοσύμβαση και, ακολούθως, το υπ’ αριθμ. .../21.5.1990 πληρεξούσιο του τελευταίου προς τον .... Το αυτοκίνητο αυτό βρέθηκε τελικά στις 9.8.1990 στο σπίτι του ... και κατασχέθηκε,

β) για το αυτοκίνητο της ... είχε συνταχθεί το υπ’ αριθμ. .../10.5.1990 πληρεξούσιο προς τον ...,

γ) για το αυτοκίνητο του ... είχε συνταχθεί το υπ’ αριθμ. .../3.1.1990 πληρεξούσιο προς τον αναιρεσείοντα της ιδίας συμβολαιογράφου,

δ) για το αυτοκίνητο της ... είχε συνταχθεί το υπ’ αριθμ. .../2.1.1990 πληρεξούσιο προς τον ... της ιδίας συμβολαιογράφου,

ε) για το αυτοκίνητο της ... είχε συνταχθεί το υπ’ αριθμ. .../28.12.1989 πληρεξούσιο προς τον αναιρεσείοντα της ιδίας συμβολαιογράφου,

στ) για το αυτοκίνητο του ... είχε συνταχθεί το υπ’ αριθμ. 867/2.1.1990 πληρεξούσιο προς τον αναιρεσείοντα της ανωτέρω συμβολαιογράφου. Στο πλαίσιο της έρευνας αναζητήθηκαν επανειλημμένως από την τελωνειακή αρχή οι προαναφερθέντες Πόντιοι ομογενείς στις δηλωθείσες με τις διασαφήσεις διευθύνσεις, πλην, όλες οι διευθύνσεις ήταν ψεύτικες.

Περαιτέρω, διαπιστώθηκε ότι όλα τα εισαχθέντα αυτοκίνητα είχαν αγοραστεί στην Δυτική Γερμανία από τον έμπορο αυτοκινήτων ..., Έλληνα υπήκοο που κατοικεί στη Δ. Γερμανία και διατηρεί εταιρία εισαγωγών – εξαγωγών, και είχαν μεταφερθεί στην Ελλάδα με την νταλίκα με αριθμό κυκλοφορίας RI-.... Ο αναιρεσείων, κληθείς αρχικά από την τελωνειακή αρχή, κατέθεσε ότι τα ανωτέρω πληρεξούσια συντάχθηκαν προκειμένου να διευκολύνει στις τελωνειακές διαδικασίες κάποιους γνωστούς του Ποντίους, των οποίων, όμως, αγνοεί τις ακριβείς διευθύνσεις, με το δε υπ’ αριθμ. .../2.9.1993 απολογητικό υπόμνημά του, υποστήριξε ότι δεν ασκεί εμπορία αυτοκινήτων και ότι η μοναδική ανάμιξή του στην εισαγωγή των ως άνω αυτοκινήτων είναι ότι έφερε σε επαφή τον ... με τον .... Ο εκτελωνιστής ... κατέθεσε στην τελωνειακή αρχή ότι για τον τελωνισμό των ανωτέρω αυτοκινήτων πληρώθηκε από τους Πόντιους πελάτες του χωρίς μεσολάβηση τρίτου προσώπου.

Ακόμη, για την υπόθεση αυτή, κατατέθηκαν στην τελωνειακή αρχή και τα ακόλουθα απολογητικά υπομνήματα:

α) το από 12.7.1993 υπόμνημα του ..., ο οποίος ισχυρίστηκε ότι εξαπατήθηκε από τον αναιρεσείοντα και τον ...,

β) το από 23.7.1993 υπόμνημα της ..., με το οποίο ισχυρίστηκε ότι παρέλαβε μόνο οικοσκευή με την βοήθεια του συγγενούς της ... που κράτησε το πιστοποιητικό μετοικεσίας της για να πάρει αυτοκίνητο, το οποίο όμως η ίδια δεν είδε,

γ) το από 20.7.1995 υπόμνημα του ..., στο οποίο αναφέρεται ότι ο αναιρεσείων μαζί με τον ..., κατά τον μήνα Απρίλιο του 1990, του πρότειναν να αγοράσει το αυτοκίνητο της ... και συντάχθηκε ερήμην του σχετικό πληρεξούσιο, στη συνέχεια όμως συμβουλεύθηκε τον δικηγόρο του και ειδοποίησε τον αναιρεσείοντα, ο οποίος του είχε στείλει το αυτοκίνητο να το δει, ότι δεν σκοπεύει να το αγοράσει.

Εξ άλλου, στην από 8.2.1996 απολογία του ο προαναφερόμενος ... ισχυρίστηκε ότι επιθυμούσε, κατ’ αρχάς, να αγοράσει το αυτοκίνητο της ..., άλλαξε, όμως, γνώμη, πριν αυτό περιέλθει στην κατοχή του. Μετά την έρευνά της η τελωνειακή αρχή οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι τα προαναφερόμενα αυτοκίνητα εισήχθησαν στη χώρα, στην πραγματικότητα, για λογαριασμό τρίτων, μη δικαιούχων ατελείας προσώπων. Αφού καταχώρισε την συνταχθείσα σχετικώς από 17.5.1991 πορισματική αναφορά στα βιβλία παραβάσεως τελωνειακών νόμων, η Ε.Υ.Τ.Ε. απέστειλε στον αρμόδιο Εισαγγελέα την από 10.9.1991 μηνυτήρια αναφορά και, μετά την ολοκλήρωση της διοικητικής προδικασίας - στο πλαίσιο της οποίας κατατέθηκαν τα προαναφερθέντα απολογητικά υπομνήματα - εξέδωσε την υπ’ αριθμ. .../28.3.1996 πράξη της, με την οποία χαρακτήρισε υπαίτιους λαθρεμπορίας τον αναιρεσείοντα για όλες τις προαναφερόμενες περιπτώσεις εισαγωγής, μαζί με τους ... στην πρώτη περίπτωση και ... στην έκτη περίπτωση, αλλά και τους Πόντιους εισαγωγείς κατά περίπτωση, πλην του ..., ο οποίος είχε εν τω μεταξύ αποβιώσει. Με την ανωτέρω πράξη επέβαλε σε αυτούς, βάσει των σχετικών εκθέσεων χρεώσεως των αναλογούντων δασμών, που συντάχθηκαν τον μήνα Ιούλιο του έτους 1991, τα ειδικότερα αναφερόμενα στην πράξη αυτή πολλαπλά τέλη, ανερχόμενα στο διπλάσιο περίπου των αναλογούντων δασμών, τα οποία και επιμέρισε ανάλογα με την ευθύνη του καθενός, στον δε αναιρεσείοντα καταλόγισε - εκτός από την πρώτη περίπτωση που το αυτοκίνητο κατασχέθηκε - και τους διαφυγόντες δασμούς για όλες τις περιπτώσεις, για την έκτη δε από αυτές εις ολόκληρον με τον .... Περαιτέρω, με την ίδια πράξη, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε αλληλεγγύως υπόχρεος για την καταβολή του συνολικώς επιβληθέντος πολλαπλού τέλους, όσον δε αφορά την πρώτη και έκτη περίπτωση μαζί με τους ..., αντίστοιχα. Με την υπ’ αριθμ. 2047/1998 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς κρίθηκε ότι δεν αποδείχθηκε από την τελωνειακή αρχή η τέλεση από τον αναιρεσείοντα της αποδιδομένης σε αυτόν λαθρεμπορίας όσον αφορά την εισαγωγή των αυτοκινήτων των ... και ακυρώθηκε κατά το μέρος αυτό η ως άνω καταλογιστική πράξη, ενώ απερρίφθη κατά τα λοιπά η προσφυγή. Εφέσεις του αναιρεσείοντος και του Ελληνικού Δημοσίου κατά της πρωτόδικης αποφάσεως απερρίφθησαν με την προσβαλλομένη υπ’ αριθμ. 577/2003 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς. Ειδικότερα, το δικάσαν διοικητικό εφετείο δέχθηκε μεν ότι δεν στοιχειοθετείται η αποδοθείσα στον αναιρεσείοντα λαθρεμπορία όσον αφορά την εισαγωγή αυτοκινήτων από τους ..., επικυρώνοντας κατά τούτο την απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς και απορρίπτοντας την έφεση του Δημοσίου, όμως, κατά τα λοιπά, θεώρησε ότι η μεθόδευση της παροχής από τους ομογενείς ..., δικαιούχους της ατελείας, ανέκκλητης εντολής και πληρεξουσιότητας προς τον αναιρεσείοντα (εντολοδόχο), μη δικαιούχο της ατελείας, προς πώληση σε οποιονδήποτε τρίτο και στον εαυτό του ακόμη δι’ αυτοσυμβάσεως των εισαχθέντων, στη συνέχεια, επ’ ονόματι των ως άνω δικαιούχων εντολέων, προπεριγραφομένων αυτοκινήτων, όταν, μάλιστα, η σύνταξη των εν λόγω πληρεξουσίων έλαβε χώρα στις 2.1.1990 και 3.1.1990, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο όχι μόνο του χρόνου εισαγωγής ατελώς των αυτοκινήτων αυτών (19.2.1990) από την Δυτική Γερμανία, αλλά και του χρόνου αγοράς τους από την Δ. Γερμανία (σύμφωνα με τα συνημμένα στις διασαφήσεις τιμολόγια αγοράς τα αυτοκίνητα που εισήχθησαν επ’ ονόματι των ... αγοράσθηκαν στις 6.2.1990, 6.2.1990, 17.1.1990, 9.1.1990 και 17.1.1990 αντιστοίχως) αποτελεί ιδιαίτερο τέχνασμα που στοιχειοθετεί εις βάρος του αναιρεσείοντος τόσο την αντικειμενική όσο και την υποκειμενική υπόσταση των εν λόγω αυτοτελών λαθρεμπορικών παραβάσεων. Και τούτο διότι, όπως έκρινε το δικάσαν δικαστήριο, με το ανωτέρω τέχνασμα εξαπατήθηκε η αρμόδια Τελωνειακή Αρχή (Τελωνείο Αθηνών) και εισήχθησαν ατελώς τα εν λόγω αυτοκίνητα (μάρκας BMW και ΜΕRCEDES), τα οποία προορίζονταν ουσιαστικώς για τον αναιρεσείοντα, ήτοι πρόσωπο μη δικαιούχο της ατελείας, με αποτέλεσμα να στερηθεί το Ελληνικό Δημόσιο τους αναλογούντες σε αυτά τα αυτοκίνητα δασμούς και λοιπούς φόρους. Περαιτέρω, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι δεν δεσμεύεται από την προσκομισθείσα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση υπ’ αριθμ. 43261/1996 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε αθώος, μεταξύ των άλλων, και της αποδιδομένης σ’ αυτόν πράξεως της λαθρεμπορίας, με την σκέψη ότι η αθωωτική αυτή απόφαση του ποινικού δικαστηρίου δεν διαλαμβάνει καμιά ειδικότερη αιτιολογία όσον αφορά την μεθόδευση της ατελούς εισαγωγής των εν λόγω αυτοκινήτων. Κατόπιν τούτων το διοικητικό εφετείο απέρριψε ως αβάσιμη και την έφεση του αναιρεσείοντος.

10. Επειδή, εν όψει όσων έγιναν ανωτέρω δεκτά στις σκέψεις 3, 5, 6 και 7, ιδία όσον αφορά την φύση του πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας ως ποινής, κατά την αυτόνομη έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, και τις προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση της προβλεπομένης στην διάταξη αυτή απαγορεύσεως (ne bis in idem), το Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το σκέλος αυτής που αναφέρεται στην επιβολή πολλαπλού τέλους, έλαβε υπ’ όψη του την υπ’ αριθμ. 43261/1996 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (περί αθώωσης του αναιρεσείοντος από την ποινική κατηγορία λαθρεμπορίας, για την ίδια παράβαση για την οποία του επιβλήθηκε πολλαπλό τέλος με την επίδικη υπ’ αριθμ. 264/28.3.1996 πράξη του Διευθυντού της Ειδικής Υπηρεσίας Τελωνειακών Ερευνών) κατά τρόπο που παραβιάζει τον κανόνα ne bis in idem, (πρβλ. ΣτΕ 1992/2016 επταμ.) και, ως εκ τούτου, κατά το μέρος αυτό η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, κατ’ αποδοχή του σχετικού λόγου περί παραβιάσεως (εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή) του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, οπότε παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση όλων των λοιπών λόγων που στρέφονται κατά του αυτού κεφαλαίου της προσβαλλομένης αποφάσεως συμπεριλαμβανομένου και του λόγου περί παραβιάσεως της διατάξεως του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και του εξ αυτής απορρέοντος τεκμηρίου αθωότητας του αναιρεσείοντος.

11. Επειδή, περαιτέρω, ο ως άνω λόγος περί παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητος, κατά το μέρος που ήθελε θεωρηθεί ότι στρέφεται κατά του σκέλους της προσβαλλομένης αποφάσεως, που αφορά τον καταλογισμό των διαφυγόντων δασμών κλπ., που δεν αποτελούν «ποινικές κυρώσεις» κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων της ΕΣΔΑ και του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο δε, διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη ερμηνευτική εκδοχή ότι το δικάσαν διοικητικό δικαστήριο δεσμευόταν από την προαναφερθείσα αμετάκλητη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, με την οποία ο αναιρεσείων απηλλάγη της κατηγορίας του ποινικού αδικήματος της λαθρεμπορίας σε σχέση με τα επίδικα αυτοκίνητα, και ότι, ως εκ τούτου, όφειλε, άνευ άλλου, να ακυρώσει τον καταλογισμό των αντιστοίχων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων. Όμως, αν και κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, η αμετάκλητη αθώωση από το ποινικό δικαστήριο σε σχέση με ορισμένη ποινική κατηγορία, όπως εν προκειμένω η διάπραξη λαθρεμπορίας αναφορικά με τα επίδικα ατελώς εισαχθέντα αυτοκίνητα, επιβάλλεται να γίνεται σεβαστή σε κάθε μεταγενέστερη διαδικασία - στην προκειμένη υπόθεση, καθ’ ό μέρος αφορά τις αναλογούσες στα επίδικα αυτοκίνητα δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις - εντούτοις ο νόμιμος καταλογισμός αυτών δεν προϋποθέτει αναγκαίως την διάπραξη λαθρεμπορικής παραβάσεως σε σχέση με τα εν λόγω αυτοκίνητα, αλλά ευρίσκει επαρκές νόμιμο έρεισμα στην ατελή εισαγωγή/κατοχή αυτοκινήτου υπό προσώπου μη δικαιούχου σχετικής ατελείας, ο δε αναιρεσείων ουδέποτε ισχυρίσθηκε ότι είναι δικαιούχος σχετικής ατελείας, ούτε προβάλλει και δή κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο ότι η αθώωσή του από την αποδοθείσα ποινική κατηγορία της λαθρεμπορίας κατά την εισαγωγή των επιμάχων αυτοκινήτων στην χώρα συνεπάγεται την απαλλαγή του και από τις ως άνω επιβαρύνσεις.

12. Επειδή, όσον αφορά τις δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις που καταλογίσθηκαν εις βάρος του, ο αναιρεσείων προβάλλει ακόμη ότι με πλημμελή αιτιολογία απορρίφθηκε ως αόριστος ο λόγος της εφέσεώς του, με τον οποίο είχε αμφισβητήσει το ύψος αυτών. Το παράπονο που αυτός είχε προβάλει πρωτοδίκως ήταν ότι «τα ποσά που αναφέρονται στις χρεώσεις δασμών είναι εσφαλμένα και πεπλανημένα γιατί από 1.1.1993 οι δασμοί που αναλογούν για τα αυτοκίνητα αυτά ανέρχονται στο 40% ή 60% της τιμής χρέωσης και όχι στο 240%, όπως εσφαλμένα υπολογίζει η ΕΥΤΕ». Το Διοικητικό Πρωτοδικείο, αν και επεσήμανε ότι ο ισχυρισμός δεν είναι ειδικός, τον απέρριψε πάντως ως αλυσιτελή, δεχθέν ότι κρίσιμος χρόνος υπολογισμού των διαφυγόντων δασμών είναι ο χρόνος κατά τον οποίο επήλθε στο Δημόσιο η σχετική, λόγω της τελωνειακής παραβάσεως, ζημία, ήτοι εν προκειμένω προ του έτους 1993 και τις αλλαγές που επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων. Με την έφεσή του αυτός επανέλαβε την αυτή αιτίαση κατά της πράξεως χρεώσεως χωρίς να πλήξει την ως άνω απορριπτική κρίση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου υπό την εσφαλμένη αντίληψη ότι η πρωτόδικη απόφαση αντιπαρήλθε σιγή τον ως άνω ισχυρισμό του. Με τα δεδομένα αυτά νομίμως απορρίφθηκε ο σχετικός λόγος εφέσεως, ανεξαρτήτως ειδικότερης αιτιολογίας, και τα περί πλημμελούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι απορριπτέα.

13. Επειδή, κατόπιν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, κατά το μέρος της που αφορά στον καταλογισμό εις βάρος του αναιρεσείοντος των επιδίκων πολλαπλών τελών λαθρεμπορίας. Δεδομένου, δε, ότι η υπόθεση δεν χρήζει διευκρινίσεως κατά το οικείο πραγματικό της, το Δικαστήριο την διακρατεί, κατά το αναιρούμενο μέρος της, δικάζει και, για τον ίδιο ως άνω λόγο, δέχεται εν μέρει την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθμ. 2047/1998 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξαφανίζει την εν λόγω πρωτόδικη απόφαση, κατά το σκέλος της με το οποίο απορρίφθηκε η προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της επιβολής εις βάρος του πολλαπλών τελών, περαιτέρω δε, δικάζει και δέχεται εν μέρει την προσφυγή αυτή, για τον ίδιο ως άνω λόγο, και ακυρώνει την υπ’ αριθμ. 264/91/1996 πράξη του Διευθυντού της Ε.Ι.Τ.Ε., κατά το μέρος της με το οποίο επιβλήθηκαν στον αναιρεσείοντα πολλαπλά τέλη, για λαθραία εισαγωγή αυτοκινήτων στη χώρα. Δια ταύτα

Δέχεται εν μέρει την αίτηση.

Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αριθμ. 577/2003 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου.

Συμψηφίζει την δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Κρατεί την υπόθεση.

Δικάζει και δέχεται εν μέρει την έφεση του αναιρεσείοντος και εξαφανίζει εν μέρει την υπ’ αριθμ. 2047/1998 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δικάζει και δέχεται εν μέρει την προσφυγή.

Ακυρώνει την υπ’ αριθμ. 264/91/1996 πράξη του Διευθυντού της Ε.Ι.Τ.Ε., κατά το μέρος της με το οποίο επιβλήθηκαν στον αιτούντα πολλαπλά τέλη.

Διατάσσει την απόδοση στον αναιρεσείοντα του ημίσεος του παραβόλου που αυτός κατέβαλε για την άσκηση της εφέσεως και της προσφυγής.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων για τις δίκες επί της εφέσεως και της προσφυγής.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου, στις 10 Μαΐου και στις 20 Δεκεμβρίου 2017

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 10ης Ιανουαρίου 2018.

Η Πρόεδρος του Β´ Τμήματος Η Γραμματέας

Ε. Σάρπ Α. Ζυγουρίτσα

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δεν θέλετε να συμπληρώνετε το κείμενο αυτό σε κάθε αναζήτηση σας; Αρκεί απλά να γραφτείτε δωρεάν στο Forin.gr πατώντας εδώ ή να συνδεθείτε με τον λογαριασμό σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!