ΣτΕ 1519/2018
Αριθμός 1519/2018
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 25 Οκτωβρίου 2017, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Σ. Βιτάλη, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Σύμβουλοι, Αγ. Σδράκα, Κ. Λαζαράκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 29 Ιουλίου 2016 αίτηση: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", όπως μετονομάσθηκε η «ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ Α.Σ.Ε.Ε.», που εδρεύει στην Κηφισιά Αττικής (οδός Όθωνος αρ. 86Α και Κόκκοτα), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους:
1) Σπυρίδωνα Οικονομίδη (Α.Μ. 2355) και
2) Γεώργιο Κοντό (Α.Μ. 24651), που τους διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο, κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Χρήστο Κοραντζάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 3359/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Κ. Λαζαράκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους της αναιρεσείουσας εταιρείας, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση και τον εκπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (Θ 1017682/26-7-2016 διπλότυπο είσπραξης τύπου Α της Δ.Ο.Υ. Δ' Αθηνών).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 3359/2015 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, με την οποία έγινε δεκτή έφεση της αναιρεσείουσας εταιρείας, εξαφανίσθηκε η 4172/2013 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, στη συνέχεια δε δικάσθηκε και απορρίφθηκε προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά:
α) του 81/2006 φύλλου ελέγχου φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 1987, του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Φορολογίας Ανωνύμων Εταιρειών Πειραιά, με το οποίο καταλογίσθηκε σε βάρος της αναιρεσείουσας κύριος φόρος εισοδήματος ύψους 434.109.532 δραχμών και πρόσθετος φόρος σε ποσοστό 75% του κυρίου φόρου,
β) του 352 σημειώματος εκκαθάρισης και υπολογισμού εισφοράς του παραπάνω Προϊσταμένου, με το οποίο επεβλήθη στην αναιρεσείουσα εισφορά ύψους 72.654.628 δραχμών για το ίδιο οικονομικό έτος με βάση την Ε 3789/128/1988 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που κυρώθηκε με το άρθρο 22 του ν. 1796/1988 και
γ) της 12 πράξης επιβολής προστίμου του ν. 820/1978 του ίδιου Προϊσταμένου ύψους 800.000 δραχμών, λόγω υποβολής ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του ίδιου οικονομικού έτους.
3. Επειδή, η παράγραφος 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α' 8), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α' 213) και, περαιτέρω, με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016 – έναρξη ισχύος του άρθρου 15 από τη δημοσίευση του νόμου 4446/2016 στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 32 του νόμου αυτού), ορίζει, στο εδάφιο α΄, ότι «Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. […]» (η ως άνω διάταξη τέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 και επαναλήφθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016). Επιπλέον, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ [...]. Προκειμένου για διαφορές από ασφαλιστικές εισφορές, φόρους, δασμούς, τέλη και συναφή δικαιώματα, πρόστιμα και λοιπές κυρώσεις, ως ποσό της διαφοράς νοείται το ποσό εισφοράς, φόρου κ.λπ., χωρίς προσαυξήσεις και πρόσθετους φόρους, που αμφισβητείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας [...]». Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναίρεσης, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων αμφοτέρων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (βλ. ΣτΕ 1873/2012 7μ., 435/2017 κ.ά.). Ειδικότερα, κατά την έννοια της πρώτης των ανωτέρω παραγράφων, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αίτησής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθένα από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο, κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς, νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, που κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση με μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, ως τέτοια δε νομολογία νοείται η διαμορφωθείσα επί αυτού τούτου του κρίσιμου νομικού ζητήματος και όχι επί ανάλογου ή παρόμοιου (βλ. ΣτΕ 4163/2012 7μ., 1365/2017 7μ. κ.ά.). Επομένως, σε περίπτωση επίκλησης εκ μέρους του αναιρεσείοντος έλλειψης νομολογίας ή αντίθεσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς υφισταμένη, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, νομολογία, πρέπει η έλλειψη ή η αντίθεση αυτή να μην αναφέρεται σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υπόθεσης, αλλά να αφορά αποκλειστικά στην ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής, δυνάμενης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως εάν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και των λοιπών αποφάσεων, προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση (βλ. ΣτΕ 1703, 173/2017, 1676, 1369, 736/2016, 4560/2015, 2945-2954, 1913/2014 κ.ά.). Εξάλλου, κατά την έννοια των διατάξεων της ανωτέρω παραγράφου 4 του π.δ. 18/1989,
(α) όταν με μία προσφυγή έχουν προσβληθεί περισσότερες πράξεις και το διοικητικό δικαστήριο εκδίδει μία απόφαση επί αυτής, ως ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας λαμβάνεται το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε πράξη χωριστά, διότι η προσβολή με μία προσφυγή περισσότερων πράξεων, καθώς και η έκδοση από τα διοικητικά δικαστήρια μίας απόφασης, αποτελούν τυχαία γεγονότα που δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, προκειμένου να κριθεί εάν παραδεκτώς ασκείται η αίτηση αναιρέσεως από απόψεως ποσού (βλ. ΣτΕ 2934/2017 7μ., 3254/2017, 1897/2016 7μ., 886/2016 7μ., 2698/2015 7μ. κ.ά.). Κατ’ εξαίρεση λαμβάνεται υπόψη, για τον υπολογισμό του ποσού της διαφοράς, κατά την παρ. 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, το επιβαλλόμενο με αυτοτελή πράξη παρακολουθηματικό πρόστιμο, εάν με την αίτηση αναιρέσεως προβάλλονται λόγοι αναγόμενοι σε αυτοτελείς πλημμέλειες του καταλογισμού του προστίμου (ΣτΕ 3254/2017, 496/2017, 2379/2012, 4222/2011 κ.ά.).
Τέλος, σε περίπτωση που με την προσφυγή έχουν προσβληθεί πράξη επιβολής κυρίου φόρου και πράξη ή πράξεις επιβολής κυρώσεων, ερειδόμενες στην επιβολή του κυρίου φόρου, και η αίτηση αναιρέσεως, κατά το μέρος που αφορά τον κύριο φόρο, ασκείται παραδεκτώς, δεν απορρίπτεται ως απαράδεκτη (η αίτηση αναιρέσεως) λόγω ποσού ή λόγω μη προβολής ισχυρισμών περί αντίθεσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς τη νομολογία ή περί ανυπαρξίας νομολογίας καθ΄ό μέρος αφορά στις πράξεις επιβολής κυρώσεων, εφόσον οι πράξεις αυτές έχουν παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια διαφορά του φόρου (ΣτΕ 3254/2017, πρβλ. ΣτΕ 857/2017, 1584, 4187/2015, 3268/2014 7μ.).
4. Επειδή, εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση και από το 69834/2016 σημείωμα προσδιορισμού του ποσού της φορολογικής διαφοράς της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά προς το Δικαστήριο (αριθ. πρωτ. ΣτΕ ΕΠ 3684/18-10-2016), προκύπτει ότι η υπό κρίση αίτηση ασκείται παραδεκτώς, από απόψεως ποσού, όσον αφορά στο 81/2006 φύλλο ελέγχου φόρου εισοδήματος, καθόσον το προσδιορισθέν με την πράξη αυτή ποσό του κύριου φόρου υπερβαίνει το ελάχιστο ποσό των 40.000 ευρώ. Ενόψει τούτου, η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς και όσον αφορά τις λοιπές πράξεις, δηλαδή όχι μόνον ως προς το 352 σημείωμα εκκαθάρισης και υπολογισμού εισφοράς της Α.Υ.Ο. Ε 3789/1988, το ποσό του οποίου επίσης υπερβαίνει το ανωτέρω όριο, αλλά και κατά το μέρος που αφορά στην 12 πράξη επιβολής προστίμου, αν και το ποσό του προστίμου που είχε επιβληθεί με αυτήν, υπολείπεται του ως άνω ποσού (πρβλ. ΣτΕ 3254/2017).
5. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Η αναιρεσείουσα “ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΑΣΕΕ” και μετέπειτα “ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ” με αντικείμενο εργασιών τη βιομηχανική επεξεργασία παλαιοσιδήρων και την παραγωγή απ' αυτά πρισμάτων χάλυβα και σιδήρου μπετόν, τηρούσε κατά την ένδικη χρήση (1986) βιβλία και στοιχεία Δ' κατηγορίας του Κ.Φ.Σ. και στη συνέχεια Γ' κατηγορίας του Κ.Β.Σ. Στο πρώτο από τα εργοστάσιά της (στο Βελεστίνο) δεν πραγματοποιούνταν συναλλαγές αλλά γινόταν η επεξεργασία της πρώτης ύλης για παραγωγή πρισμάτων χάλυβα και εκδίδονταν μόνο στοιχεία εσωτερικής διακίνησης, ενώ στο δεύτερο (στο 4ο χιλιόμετρο εθνικής οδού Βόλου-Λάρισας) γινόταν η επεξεργασία των ανωτέρω πρισμάτων προς παραγωγή σιδήρου μπετόν διαφόρων διατομών και ετηρούντο βιβλία υποκαταστήματος και στοιχεία διακίνησης Α' και Β' υλών, έτοιμων προϊόντων κ.λπ.. Στο πλαίσιο ελέγχου που διενεργήθηκε στην αναιρεσείουσα, διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι είχαν εκδοθεί σε βάρος της οι 92/1986, 16/1987 και 47/1990 αποφάσεις επιβολής προστίμου Κ.Φ.Σ. του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά για παραβάσεις κατά τη χρήση 1986 που αναφέρονταν σε εκθέσεις ελέγχου της ΥΠΕΔΑ Ιωαννίνων.
Ειδικότερα:
1) με την 92/1986 απόφαση επιβλήθηκε σε βάρος της πρόστιμο Κ.Φ.Σ. ύψους 55.000 δρχ., διότι εξέδωσε 98 τιμολόγια με πίστωση και 12 πιστωτικά σημειώματα από αθεώρητα μπλοκ τιμολογίων και πιστωτικών σημειωμάτων, κατά παράβαση του άρθρου 20 του Κ.Φ.Σ.,
2) με την 16/1987 απόφαση επιβλήθηκε σε βάρος της πρόστιμο Κ.Φ.Σ. ύψους 60.000 δρχ., διότι εξέδωσε ανακριβώς ως προς το όνομα του παραλήπτη τα 22970/16.09.1986 και 80619/16.09.1986 δελτία αποστολής, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 20 παρ. 4 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1 και 43 παρ. 2 του Κ.Φ.Σ. και
3) με την 47/1990 απόφαση επιβλήθηκε σε βάρος της πρόστιμο Κ.Φ.Σ., διότι
α) εξέδωσε 64 εικονικά δελτία λιανικής πώλησης, συνολικής αξίας 86.368.343 δρχ. προς διάφορους αγοραστές ιδιώτες, οι οποίοι ούτε παρήγγειλαν ούτε παρέλαβαν μπετόν σίδερα από την αναιρεσείουσα, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 18 παρ. 1 και 2 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 8 και 47 παρ. 1 του Κ.Φ.Σ.,
β) εξέδωσε 10 εικονικά δελτία λιανικής πώλησης συνολικής αξίας 11.829.631 δρχ. προς ανύπαρκτους αγοραστές ιδιώτες, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 18 παρ. 1 και 2 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 8 και 47 παρ. 1 του Κ.Φ.Σ.,
γ) δεν εξέδωσε 102 τιμολόγια πώλησης σε διάφορους επιτηδευματίες για παραδόσεις-πωλήσεις συνολικής αξίας 60.014.450 δρχ., κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 20 παρ. 1 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 47 παρ. 1 του Κ.Φ.Σ. και
δ) εξέδωσε 3 ανακριβή δελτία λιανικής πώλησης ως προς την ποσότητα και αξία, τα οποία αφορούσαν πωλήσεις μπετοσιδήρων διαφόρων διατομών προς ιδιώτες, οι οποίοι ούτε παρήγγειλαν ούτε παρέλαβαν ολόκληρες τις αναγραφόμενες ποσότητες, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 18 παρ. 1 και 2 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 43 παρ. 2 και 47 παρ. 1 του Κ.Φ.Σ..
Ενόψει του ότι οι παραπάνω παραβάσεις, κατά την κρίση της ελεγκτικής αρχής, μπορούσαν να επιδράσουν στο κύρος των βιβλίων και στοιχείων της αναιρεσείουσας, καθώς συνιστούσαν περιπτώσεις ανεπάρκειας και ανακρίβειας, κοινοποιήθηκε σε αυτή, στις 5.11.1997, το 24051/1997 σημείωμα ελέγχου, κατ’ άρθρο 30 παρ. 5 του Κ.Β.Σ.. Η αναιρεσείουσα ζήτησε με αίτησή της την κρίση της Επιτροπής του Υπουργείου Οικονομικών, προκειμένου η τελευταία να αποφανθεί αν οι ανεπάρκειες ή ανακρίβειες που αναφέρονταν στο σημείωμα με τις διαπιστώσεις του ελέγχου συνεπάγονταν την απόρριψη των βιβλίων και στοιχείων της και τον εξωλογιστικό προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης. Η εν λόγω Επιτροπή με την 8/1997 απόφασή της χαρακτήρισε ως ανακριβή τα βιβλία της αναιρεσείουσας για την ένδικη χρήση, εκτιμώντας ότι η εμφάνιση εικονικών συναλλαγών και η απόκρυψη συναλλαγών (μη έκδοση τιμολογίων πώλησης) δεν εμφάνιζε την πραγματική κατάστασή της και επηρέαζε ουσιωδώς τα δεδομένα των βιβλίων της. Κατόπιν αυτών, και αφού συντάχθηκε η από 18.12.1997 έκθεση ελέγχου και ελήφθη υπόψη η ως άνω απόφαση της Επιτροπής, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά εξέδωσε το 69/1997 φύλλο ελέγχου φορολογίας εισοδήματος για την ένδικη χρήση, με το οποίο προέβη σε εξωλογιστικό προσδιορισμό του εισοδήματος της αναιρεσείουσας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 36 του ν.δ/τος 3323/1955, μη αποδεχόμενος τα οικονομικά αποτελέσματα που προέκυπταν από τα βιβλία της.
Προσφυγή κατά του φύλλου αυτού έγινε δεκτή με την 2370/2004 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία έκρινε ότι οι παραπάνω παραβάσεις στηρίχθηκαν σε στοιχεία που αφαιρέθηκαν με απόδειξη παραλαβής από την έδρα της αναιρεσείουσας χωρίς να συνταχθεί η προβλεπόμενη από τον νόμο έκθεση κατάσχεσης. Ακολούθησε, βάσει της 1022/07.11.2005 εντολής ελέγχου, κατ’ επανάληψη της διαδικασίας, νεότερος έλεγχος του τηρουμένου στα αρχεία της φορολογικής αρχής φακέλου της αναιρεσείουσας, κατά τον οποίο διαπιστώθηκαν τα εξής:
α) Κατά της 47/1990 απόφασης επιβολής προστίμου Κ.Φ.Σ. ασκήθηκε προσφυγή, η οποία έγινε δεκτή με την 3489/1998 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά· με αυτήν ακυρώθηκε η ανωτέρω πράξη για τον λόγο ότι η παραλαβή, στις 2-4-1987, των φορολογικών στοιχείων από την ΥΠΕΔΑ Ιωαννίνων έγινε με απόδειξη παραλαβής και όχι με έκθεση κατάσχεσης. Ακολούθως, κατ' επανάληψη της διαδικασίας, συντάχθηκε η 23874/20.12.1999 έκθεση κατάσχεσης και εκδόθηκε σε βάρος της αναιρεσείουσας η 350/1999 απόφαση επιβολής προστίμου. Κατά της νέας αυτής πράξης ασκήθηκε προσφυγή, η οποία έγινε δεκτή με την 2277/2002 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά· με αυτήν ακυρώθηκε η νεότερη απόφαση επιβολής προστίμου, με την αιτιολογία ότι και η νεότερη 23874/1999 έκθεση κατάσχεσης δεν συντάχθηκε νόμιμα. Κατ' επανάληψη και πάλι της διαδικασίας, αφού προηγήθηκε η σύνταξη των από 12-1-2004 πρωτοκόλλων παράδοσης και παραλαβής των παραληφθέντων από την ΥΠΕΔΑ, στις 2-4-1987, στοιχείων της αναιρεσείουσας (λεπτομερής αναφορά των οποίων γίνεται στις επισυναπτόμενες καταστάσεις, που αφορούν δελτία λιανικής πώλησης, δελτία αποστολής και τιμολόγια πώλησης των ετών 1984, 1985 και 1986), δυνάμει των οποίων τα εν λόγω στοιχεία παραδόθηκαν από τον έλεγχο στον Οικονομικό Διευθυντή της αναιρεσείουσας Δ. Λεβέντη και, στη συνέχεια, παραδόθηκαν από αυτόν και παραλήφθηκαν από τα ελεγκτικά όργανα, συντάχθηκε η 559/12.01.2004 έκθεση κατάσχεσης, η οποία επιδόθηκε στον ως άνω Οικονομικό Διευθυντή, που υπέγραψε τόσο την έκθεση αυτή, υπό τον τίτλο “Ο παραλαβών”, όσο και τα εν λόγω πρωτόκολλα. Στη συνέχεια, εκδόθηκε σε βάρος της αναιρεσείουσας η 12/2004 (νεότερη) απόφαση επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ., κατά της οποίας ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά· κατά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, “η τύχη [της εν λόγω προσφυγής] δεν προέκυπτε από τα στοιχεία του φακέλου”.
β) Κατά της 16/1987 απόφασης επιβολής προστίμου ασκήθηκε προσφυγή, με τη δε 2863/1994 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά ακυρώθηκε ως νομικώς πλημμελής. Κατ' επανάληψη της διαδικασίας εκδόθηκε η 64/1995 απόφαση επιβολής προστίμου Κ.Φ.Σ., προσφυγή κατά της οποίας απορρίφθηκε με την 19/1997 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά.
γ) Κατά της 92/1986 απόφασης επιβολής προστίμου Κ.Φ.Σ. ασκήθηκε προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε με την 2456/1992 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, ενώ έφεση κατά της απόφασης αυτής απορρίφθηκε με την 756/1996 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά. Κατόπιν αυτών, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά, αφού έλαβε υπόψη την προαναφερόμενη νεότερη 559/2004 έκθεση κατάσχεσης, τις 64/1995 και 97/1986 αποφάσεις επιβολής προστίμου Κ.Φ.Σ. καθώς και τις ελεγκτικές επαληθεύσεις και τα αποτελέσματα της από 22-12-1987 αρχικής έκθεσης ελέγχου φορολογίας εισοδήματος, και αφού συντάχθηκε η από 23-5-2006 έκθεση ελέγχου, προχώρησε στην έκδοση του 81/2006 φύλλου ελέγχου φόρου εισοδήματος. Με αυτό, αφού προσαύξησε λόγω ανακρίβειας το σύνολο των πωλήσεων και λοιπών εσόδων, όπως αποτυπώνονται στα κριθέντα ως ανακριβή βιβλία (8.557.293.419 δρχ.), κατά 10%, προσδιόρισε εξωλογιστικά τα ακαθάριστα έσοδα και τα καθαρά κέρδη της αναιρεσείουσας σε 9.413.022.761 δρχ. και 1.134.028.803 δρχ., αντίστοιχα. Ακολούθησε κατ' επανάληψη της διαδικασίας η έκδοση του 352 σημειώματος εκκαθάρισης και υπολογισμού της βάσει της Α.Υ.Ο. Ε 3789/128/1988 εισφοράς καθώς και της πράξης επιβολής προστίμου ν. 820/1978 λόγω υποβολής ανακριβούς δήλωσης, αφού ελήφθη υπόψη ότι η διαφορά μεταξύ δηλωθέντος και οφειλόμενου φόρου, ύψους 434.098.785 δρχ. (οφειλόμενος 442.721.233 μείον δηλωθείς 8.172.448) υπερέβαινε το 20% του δηλωθέντος φόρου. Προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά των παραπάνω πράξεων απορρίφθηκε με την 4172/2013 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά. Με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτή έφεση της αναιρεσείουσας εταιρείας, εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση, λόγω καθ' ύλην αναρμοδιότητας του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, στη συνέχεια δε δικάσθηκε και απορρίφθηκε η προσφυγή. Ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι από τις διατάξεις του άρθρου 45 παρ. 1, 4-6 του Κ.Φ.Σ. (π.δ. 99/1977, Α' 34), εφαρμοστέες για τις παραβάσεις που τελέσθηκαν υπό την ισχύ του, ενόψει των οριζομένων στο άρθρο 40 παρ. 3 του Κ.Β.Σ. (π.δ. 186/1992, Α' 84), συνάγεται ότι σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία υπάλληλοι δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, κατά τη διάρκεια φορολογικού ελέγχου σε ορισμένο τόπο και μάλιστα στην επαγγελματική εγκατάσταση επιτηδευματία, αφαιρούν από αυτή βιβλία, έγγραφα και λοιπά στοιχεία γενικά, απαιτείται, ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας και ως προϋπόθεση της νομιμότητας της επακολουθούσας τυχόν και στηριζόμενης στα εν λόγω στοιχεία καταλογιστικής πράξης ή πράξης επιβολής προστίμου της φορολογικής αρχής, η τήρηση της διαγραφόμενης στις διατάξεις αυτές διαδικασίας κατάσχεσης, δηλαδή απαιτείται να συντάσσεται επί τόπου από τους ελεγκτές σχετική έκθεση κατάσχεσης και να υπογράφεται από αυτούς και από τον επιτηδευματία, στον οποίο θα πρέπει να επιδίδεται αντίγραφο της εν λόγω έκθεσης· τήρηση της ανωτέρω διαδικασίας, δηλαδή κατάσχεση των βιβλίων και στοιχείων στην επαγγελματική εγκατάσταση του υποχρέου και σύνταξη της οικείας έκθεσης, απαιτείται εκ νέου στην περίπτωση κατά την οποία η προσβληθείσα με την προσφυγή πράξη της φορολογικής αρχής ακυρωθεί από το δικαστήριο ως νομικώς πλημμελής, για τον λόγο ότι δεν είχε συνταχθεί νόμιμη έκθεση κατάσχεσης.
Στη συνέχεια, το δικάσαν διοικητικό δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμους τους λόγους της προσφυγής ότι το ένδικο φύλλο ελέγχου ήταν άκυρο, διότι η 559/2004 έκθεση κατάσχεσης που εκδόθηκε κατ' επανάληψη διαδικασίας,
α) δεν ανέφερε τα κατασχεθέντα στοιχεία, ούτε τον τόπο και τον τρόπο διενέργειάς της,
β) συντάχθηκε μετά παρέλευση 17ετίας από την παραλαβή των στοιχείων της το έτος 1987, ενώ η σύνταξη της έκθεσης κατάσχεσης συναρτάται άμεσα με τον χρόνο και τον τόπο της πραγματοποίησης της υλικής πράξης της κατάσχεσης και
γ) η έκθεση αυτή, όπως και η από 2-4-1987 απόδειξη παραλαβής, δεν υπογραφόταν από τον νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας αλλά από τον οικονομικό διευθυντή της. Ειδικότερα, το διοικητικό δικαστήριο έκρινε ότι «τα κατασχεθέντα στοιχεία αναφέρονται στις επισυναπτόμενες στην εν λόγω έκθεση κατασχέσεως, που έτσι ενσωματώνονται σε αυτήν, ενώ αναφέρεται τόσο ο τόπος αυτής [έδρα της επιχειρήσεως] όσο και ο τρόπος διενέργειάς της [παράδοση, βάσει του από 12-1-2004 πρωτοκόλλου παραλαβής, στον οικονομικό διευθυντή της των κατασχεθέντων με την από 2-4-1987 στοιχείων και, στη συνέχεια, κατάσχεση αυτών στα χέρια του ίδιου προσώπου]», ότι «η έκθεση κατασχέσεως δεν αναφέρεται στην παραλαβή τους το 1987 από την έδρα της επιχειρήσεως [δηλ. σε υλική πράξη που συνέβη στο παρελθόν], αλλά [συνταγείσα κατά την ως άνω επανάληψη της διαδικασίας] αναφέρεται στην κατάσχεση που έγινε με τον παραπάνω τρόπο, στις 12-1-2004», καθώς και ότι «το κύρος της εκθέσεως αυτής δεν θίγεται από το γεγονός της υπογραφής της από τον οικονομικό διευθυντή της προσφεύγουσας, αντί για τον νόμιμο εκπρόσωπό της, δεδομένου ότι ο διευθυντής αυτός, ως κατ' εξοχήν αρμόδιος - λόγω της ιδιότητάς του - για τα λογιστικά και φορολογικά θέματα της εταιρείας, εκπροσωπούσε πράγματι αυτήν κατά την παραλαβή των ως άνω στοιχείων και την επακολουθήσασα κατάσχεσή τους».
6. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται αφενός ότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή του νόμου (γίνεται μνεία του άρθρου 36 του Κ.Β.Σ. και συναφώς της ΠΟΛ 1257/1998) και χωρίς αιτιολογία κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι η επίμαχη έκθεση κατασχέσεως ήταν νόμιμη. Και τούτο, κατά την αιτούσα, διότι η έκθεση αυτή παραπέμπει στα κατασχεθέντα στοιχεία που αναφέρονται στην αρχική από 2-4-1987 απόδειξη παραλαβής, δεν μνημονεύει ούτε ένα από τα στοιχεία αυτά, αλλά αναφέρει απλώς δελτία λιανικής πώλησης και δελτία αποστολής του έτους 1986 αναγραφόμενα όχι στην έκθεση κατάσχεσης αλλά στις εννέα δήθεν συνημμένες καταστάσεις, οι οποίες, όμως, δεν επισυνάπτονται στην έκθεση αυτή, πλημμέλεια κριθείσα και με την 2277/2002 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά ως προς την 23784/1999 έκθεση κατάσχεσης. Αφετέρου προβάλλεται ότι χωρίς νόμιμη αιτιολογία κρίθηκε ότι νομίμως συντάχθηκε η νεότερη έκθεση κατάσχεσης για την γενόμενη στις 12-1-2004 κατάσχεση, μετά την πάροδο δέκα επτά ετών από την αφαίρεση των στοιχείων από την έδρα της εταιρείας στις 2-4-1987, ημερομηνία από την οποία αδιαλείπτως, κατά την αναιρεσείουσα, βρίσκονταν αυτά στα χέρια της φορολογικής αρχής, διότι η υλική πράξη της αφαίρεσης των βιβλίων και στοιχείων της αναιρεσείουσας στις 12-1-2004 ήταν εικονική, καθόσον δεν έλαβε χώρα πραγματική επιστροφή των κατασχεθέντων στις 2-4-1987 στοιχείων στον νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας, αλλά τα ελεγκτικά όργανα, χωρίς να παραδώσουν τα στοιχεία αυτά, παρέπεισαν, υπό το πρόσχημα της περαίωσης των υποθέσεων της εταιρείας για τη χρήση του 1986, όχι τον νόμιμο εκπρόσωπο αλλά τον οικονομικό διευθυντή να υπογράψει τα προμνημονευθέντα πρωτόκολλα (καθώς και τη νεότερη έκθεση κατάσχεσης αυτών).
Αναφορικά δε με το παραδεκτό των λόγων αυτών, ενόψει της διάταξης του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ.τος 18/1989, διατυπώνονται οι ισχυρισμοί ότι οι ανωτέρω κρίσεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης αντιβαίνουν:
α) στις Σ.τ.Ε. 2458/2015, 1630/2013, 3341, 1752, 1283/2011, 3890, 274/2010, 1878-81, 1375, 286/2009, 3551, 3004, 2039, 1862/2008, 3562/2007, 347/2006, 3111/2004, 761/2003, 884/2002, 3969, 3450/2001, 4089/2000, 3142/1997, 551/1996, 2433/1996, 1999-2005/1995, 1824-1825/1993, με τις οποίες κρίθηκε ότι «η τήρηση της διαγραφομένης εκ του νόμου διαδικασίας κατάσχεσης (αναγομένης στην απαίτηση όπως, κατά την υλική πράξη της αφαίρεσης των στοιχείων και όχι οποτεδήποτε, συντάσσεται από τους ελεγκτές σχετική έκθεση κατάσχεσης και επιδίδεται αντίγραφό της στον επιτηδευματία) αποτελεί ουσιώδη τύπο για την νόμιμη έκδοση πράξης που στηρίζεται σε κατασχεθέντα βιβλία και στοιχεία ώστε η μη τήρηση αυτού να καθιστά νομικά πλημμελή και εντεύθεν ακυρωτέα την εκδοθείσα δυνάμει αυτής πράξη»,
β) στις Σ.τ.Ε. 3111-3, 2446/2015, 1752/2011, 1119, 283, 274/2010, 1375-8, 1295-8/2009, 1422, 2039/2008, 587/2007, 761/2003, με τις οποίες κρίθηκε ότι «η τήρηση της κατά τα ανωτέρω διαδικασίας (δηλαδή κατάσχεση των βιβλίων και στοιχείων στην επαγγελματική εγκατάσταση του υποχρέου και σύνταξη της οικείας εκθέσεως κατασχέσεως) απαιτείται εκ νέου στην περίπτωση που η προσβληθείσα με την προσφυγή πράξη της φορολογικής αρχής ακυρωθεί από το δικαστήριο ως νομικώς πλημμελής, για το λόγο ακριβώς ότι δεν είχε συνταχθεί νόμιμη έκθεση κατασχέσεως». Ωστόσο, δεν προσδιορίζεται, κατά τρόπο συγκεκριμένο, το κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς νομικό ζήτημα που τίθεται με καθέναν από τους ανωτέρω λόγους αναιρέσεως, ως προς το οποίο ανακύπτει, κατά την αναιρεσείουσα, αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης προς τις προμνημονευθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ούτε στο πλαίσιο ανάπτυξης των λόγων αυτών προσδιορίζονται νομικά ζητήματα, αναγόμενα σε ερμηνεία των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου, ως προς τα οποία υφίσταται αντίθεση της προσβαλλομένης με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, των οποίων γίνεται, κατά τα ανωτέρω, επίκληση. ¶λλωστε, οι κρίσεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης επί των νομικών ζητημάτων της υποχρέωσης τήρησης του ουσιώδους τύπου της διαδικασίας κατάσχεσης πριν από την έκδοση καταλογιστικής πράξης ή πράξης επιβολής προστίμου που στηρίζεται σε κατασχεθέντα στοιχεία, καθώς και της υποχρέωσης επανάληψης από τη φορολογική αρχή της υλικής πράξης της κατάσχεσης βιβλίων και στοιχείων στην επαγγελματική εγκατάσταση του επιτηδευματία και της σύνταξης έκθεσης κατάσχεσης σε περίπτωση ακύρωσης, για μη σύνταξη νόμιμης έκθεσης κατάσχεσης, της αρχικής πράξης, είναι σύμφωνες με τις αποφάσεις που η αναιρεσείουσα επικαλείται ως αντίθετες, σε ορισμένες εκ των οποίων, μάλιστα, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παραπέμπει (στις ΣτΕ 1422/2008, 1119/2010, 3343/2011, 1630/2013, 587/2007), και ειδικώς, με τις ΣτΕ 3450, 3969/2001, 3142/1997, 551, 2433/1996, 1999-2005/1995, 1824-1825/1993 που αφορούν στην τήρηση του ουσιώδους τύπου της διαδικασίας κατάσχεσης, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 45 του Κ.Φ.Σ., τις ΣτΕ 2446, 2458/2015, 1630/2013, 1283, 1752, 3341/2011, 274, 283, 1119, 3890/2010, 286, 1295-8, 1375-8, 1878-1881/2009, 1422, 1862, 2039, 3004, 3551/2008, 587, 3562/2007, 347/2006, 3111/2004, 761/2003, 884/2002, 4089/2000 που αφορούν στην τήρηση του ουσιώδους τύπου της διαδικασίας κατάσχεσης, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 36 του Κ.Β.Σ. (οι οποίες, όπως έχει κριθεί, έχουν την ίδια έννοια με τις προϊσχύσασες διατάξεις του Κ.Φ.Σ., βλ. Σ.τ.Ε. 587-590/2007), καθώς και τις ΣτΕ 2446, 2458/2015, 1630/2013, 1283, 1752/2011, 274, 283, 1119/2010, 1295-8, 1375-8/2009, 1422, 2039/2008, 587, 3562/2007, που αφορούν στην υποχρέωση επανάληψης από τη φορολογική αρχή της υλικής πράξης της κατάσχεσης βιβλίων και στοιχείων και της σύνταξης, υπογραφής και επίδοσης της έκθεσης κατάσχεσης σε περίπτωση ακύρωσης της αρχικής πράξης για μη σύνταξη έκθεσης κατάσχεσης, καθ' ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 36 του Κ.Β.Σ..
Αντιθέτως, οι ως άνω προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως πλήττουν τις κρίσεις της αναιρεσιβαλλομένης ως προς
α) το περιεχόμενο της ένδικης έκθεσης κατάσχεσης (αναφορά κατασχεθέντων στοιχείων) και των καταστάσεων που επισυνάπτονται σε αυτήν και
β) τη διενέργεια ή μη της υλικής πράξης της κατάσχεσης των στοιχείων από την έδρα της αναιρεσείουσας εταιρείας στις 12-1-2004, ήτοι κρίσεις εξενεχθείσες κατ’ εκτίμηση των πραγματικών δεδομένων κατά την υπαγωγή του πραγματικού της υπόθεσης στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, όπως δε αναπτύσσονται, αναφέρονται μόνον σε ζητήματα αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και των αποφάσεων προς τις οποίες η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης, τα οποία ζητήματα συνδέονται με το διαφορετικό πραγματικό της κάθε υπόθεσης που απετέλεσε κατά περίπτωση αντικείμενο κρίσεως. Εξάλλου, με τις ΣτΕ 3111-3113/2015 απορρίφθηκαν ισχυρισμοί περί ελλείψεως νομολογίας του Σ.τ.Ε. για το ζήτημα της υποχρέωσης ή μη επανάληψης από τη φορολογική αρχή της υλικής πράξης της κατάσχεσης, που είχαν προβληθεί με τις αιτήσεις αναιρέσεως του Δημοσίου για τη θεμελίωση του παραδεκτού των προβληθέντων λόγων αναιρέσεως, ενόψει της διάταξης του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010. Τέλος, η επίκληση των αποφάσεων 982/2009 και 437/2009 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ως εναρμονισθεισών, κατά την αναιρεσείουσα, προς τις ΣτΕ 3562/2007 και 2039/2008, 13033/2004 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ως “δείγματος ευθυκρισίας” και 3149/2002 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και 2038/2001 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών στο πλαίσιο προβολής και ανάπτυξης του δεύτερου λόγου γίνεται αποκλειστικώς προς ενίσχυση του βασίμου αυτού. Συνεπώς, οι προπαρατεθέντες λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
7. Επειδή, προβάλλεται ότι από τις διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 1, 2 του ν. 2190/1920, 50 παρ. 1 και 52 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. και 36 παρ. 4 του Κ.Β.Σ. (και συναφώς της ΠΟΛ 1110/2006) προκύπτει ότι τα απευθυνόμενα προς ανώνυμη εταιρεία έγγραφα πρέπει να επιδίδονται στα έχοντα εξουσία εκπροσωπήσεως όργανά της, ενώ σε περίπτωση απουσίας τους και επίδοσης σε κάποιο άλλο πρόσωπο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 52 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. πρέπει, ως στοιχείο του κύρους της έκθεσης κατάσχεσης, να βεβαιώνεται σε αυτήν ότι αναζητήθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος και δεν ανευρέθη, έσφαλε δε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία έκρινε ότι “το κύρος της έκθεσης [κατάσχεσης] δεν θίγεται από το γεγονός της υπογραφής της από τον οικονομικό διευθυντή της [αναιρεσείουσας], αντί για τον νόμιμο εκπρόσωπό της, δεδομένου ότι ο διευθυντής αυτός, ως κατ' εξοχήν αρμόδιος -λόγω της ιδιότητάς τουγια τα λογιστικά και φορολογικά θέματα της εταιρείας, εκπροσωπούσε πράγματι αυτήν κατά την παραλαβή των ως άνω στοιχείων και την επακολουθήσασα κατάσχεσή τους”, διατυπωθείσας, συναφώς, και μειοψηφίας. Αναφορικά με το παραδεκτό του λόγου αυτού, ενόψει της διάταξης του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ.τος 18/1989, διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι η ανωτέρω κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης αντιβαίνει, μεταξύ άλλων, στις ΣτΕ 1878-1881/2009, 2000/1995 και 544/1996, με τις οποίες έχει κριθεί ότι “η επίδοση της έκθεσης κατάσχεσης γίνεται νομίμως σε υπάλληλο μόνον εφόσον βεβαιώνεται στην έκθεση επιδόσεως ότι ο επιδίδων δεν βρήκε το νόμιμο εκπρόσωπο της προς ην η επίδοση εταιρείας στο γραφείο του στο κατάστημα της εταιρείας, όπου τον αναζήτησε”. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από το ανωτέρω εκτεθέν περιεχόμενό της, κρίθηκε ότι, σύμφωνα με τις, γενόμενες δεκτές ως εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις του άρθρου 45 του Κ.Φ.Σ., σε περίπτωση που η έκθεση κατάσχεσης υπογράφεται από τον οικονομικό διευθυντή της εταιρείας δεν απαιτείται, για τη νομιμότητα της κατάσχεσης, να βεβαιώνεται ότι αναζητήθηκε αλλά δεν ανευρέθη ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, διότι ο οικονομικός διευθυντής, ως αρμόδιος για τα λογιστικά και φορολογικά θέματα της εταιρείας, εκπροσωπεί πράγματι αυτήν κατά την κατάσχεση των στοιχείων της. Ενόψει αυτών, ο ανωτέρω ισχυρισμός της αναιρεσείουσας είναι βάσιμος και, συνεπώς, ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως προβάλλεται παραδεκτώς. Περαιτέρω, η πληττόμενη κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης δεν είναι νόμιμη, διότι δεν βεβαιώνεται σε αυτήν ότι ο ως άνω οικονομικός διευθυντής που υπέγραψε την έκθεση κατάσχεσης ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της αναιρεσείουσας κατά τον νόμο και το καταστατικό της, οπότε θα είχε τηρηθεί ο ανωτέρω ουσιώδης τύπος για την έκδοση της καταλογιστικής του φόρου πράξης (πρβλ. ΣτΕ 1999-2005/1995, 544, 545, 551/1996, 4184/1999, πρβλ. επίσης ΣτΕ 1878-1881/2009). Για τον λόγο αυτό που βασίμως προβάλλεται, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση, η εξέταση των λοιπών λόγων της οποίας παρέλκει, και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση, η οποία χρήζει διευκρινίσεων κατά το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο δικάσαν δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση. Ενώπιον αυτού, άλλωστε, εκκρεμεί, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, έφεσή της κατά της 3247/2013 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή της κατά της 12/2004 πράξης επιβολής προστίμου για παραβάσεις του Κ.Φ.Σ.. Δια ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί εν όλω την 3359/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
Επιβάλλει στο αναιρεσίβλητο τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 6 Noεμβρίου 2017 και στις 7 Φεβρουαρίου 2018
Η Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος Η Γραμματέας
Ε. Σάρπ Α. Ζυγουρίτσα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 13ης Ιουλίου 2018.
Η Πρόεδρος του Β´ Τμήματος Η Γραμματέας
Ε. Σάρπ Κ. Κεχρολόγου
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!