ΣτΕ 413/2018
Αριθμός 413/2018
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 28 Σεπτεμβρίου 2016, με την εξής σύνθεση: Ι. Γράβαρης, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Κ. Νικολάου, Ι. Σύμπλης, Σύμβουλοι, Μ.-Α. Τσακάλη, Μ. Σταματοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κ. Κεχρολόγου.
Για να δικάσει την από 21 Ιουλίου 2011 αίτηση: του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. Α΄ Αθηνών, ο οποίος παρέστη με την Γεωργία Μπουρδάκου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά της ..., κατοίκου Ψυχικού Λουτρακίου (οδός ...), η οποία παρέστη με την δικηγόρο Νικολίτσα Σκουφή (Α.Μ. 11557), που την διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθούν οι υπ' αριθμ. 919/2011 και 877/2010 (συμπροσβαλλόμενη) αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Μ. Σταματοπούλου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε, σύμφωνα με τον νόμο, χωρίς να καταβληθεί παράβολο.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση των αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών 919/2011 (τελειωτικής) και 877/2010 (εν μέρει οριστικής), με τις οποίες, κατʼ αποδοχή εφέσεως και ακολούθως προσφυγής της αναιρεσίβλητης, εξαφανίσθηκε, αντιστοίχως, η 11673/2007 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, και ακυρώθηκε η 17/18.9.2001 πράξη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αʼ Αθηνών. Με την εν λόγω πράξη είχε καταλογισθεί στην αναιρεσίβλητη φόρος προστιθέμενης αξίας (φ.π.α.) ύψους 19.961.107 δρχ. και ισόποσος πρόσθετος φόρος λόγω ανακριβούς δηλώσεως, για την διαχειριστική περίοδο 1992.
3. Επειδή, στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτές ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), και διέπουν την κρινόμενη αίτηση ως εκ του χρόνου ασκήσεώς της, ορίζονται τα εξής:
«3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προς την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου.
4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ […]».
4. Επειδή, από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις προκύπτουν τα εξής: Κατά το έτος 2001, υπάλληλοι της φορολογικής αρχής (Δ.Ο.Υ. Αʼ Αθηνών) διενήργησαν έλεγχο στην επιχείρηση της αναιρεσίβλητης, η οποία κατά την κρίσιμη περίοδο (1992) τηρούσε βιβλία Γʼ κατηγορίας και ασκούσε δραστηριότητα με αντικείμενο την παραγωγή, εμπορία και λιθογράφηση προϊόντων λευκοσιδηρουργίας. Όπως διαπιστώθηκε, η Υπηρεσία Διακίνησης και Ελέγχου Αγαθών (ΥπΕΔΑ) είχε αποστείλει στην ως άνω φορολογική αρχή, από το έτος 1997, βιβλία και στοιχεία της αναιρεσίβλητης για τις χρήσεις των ετών 1993, 1994 και 1995. Ακολούθως, και εν όψει του ότι από 1.1.1996 η επιχείρηση είχε τεθεί σε αδράνεια, θυροκολλήθηκε στην έδρα της επί της οδού Αναξαγόρα 1 πρόσκληση, προκειμένου να προσκομίσει τα βιβλία και στοιχεία της πέραν εκείνων που βρίσκονταν στην διάθεση της αρχής, η αναιρεσίβλητη όμως δεν ανταποκρίθηκε. Η φορολογική αρχή, αφού έλαβε υπόψη της τα 28/5.6.1996 και 6591/6.4.1994 Δελτία Πληροφοριών Ειδικού Συνεργείου Ελέγχου, περί εκδόσεως ανακριβών δελτίων αποστολής της αναιρεσίβλητης προς άλλη επιχείρηση, θεώρησε ότι, κατά την ελεγχόμενη περίοδο 1992, η αναιρεσίβλητη είχε εκδώσει σε εξήντα τρείς (63) περιπτώσεις ανακριβή, ως προς την ποσότητα και την αξία, δελτία αποστολής, τα οποία και χαρακτήρισε ως εικονικά, έκρινε δε, κατόπιν αυτού, ότι τα βιβλία και στοιχεία της αναιρεσίβλητης ήταν ανακριβή και προσδιόρισε, ως εκ τούτου εξωλογιστικά τις φορολογητέες εκροές της, σε 388.451.856 δρχ., αντί των 243.747.340 δρχ. που είχε διαλάβει στην οικεία εκκαθαριστική δήλωσή της. Βάσει των ανωτέρω εκδόθηκε η επίδικη καταλογιστική πράξη, με την οποία, κατά τα προεκτεθέντα (σκέψη 2), επιβλήθηκε στην αναιρεσίβλητη φόρος 19.961.107 δρχ. (ως χρεωστικό υπόλοιπο), καθώς και ισόποσος πρόσθετος φόρος λόγω ανακριβούς δήλωσης. Η προσφυγή κατά της εν λόγω καταλογιστικής πράξης απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την σκέψη ότι, ναι μεν, όπως βασίμως ισχυρίσθηκε η αναιρεσίβλητη, ουδέποτε είχε εκδώσει εικονικά τιμολόγια, πλην όμως, εφόσον δεν προσκόμισε τα βιβλία και στοιχεία της για έλεγχο, κατέστη «[...] εξ αντικειμένου αδύνατη [...] η διενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων [και, επομένως], νομίμως η [φορολογική] Αρχή έκρινε τα βιβλία της [...] ανεπαρκή και ανακριβή και προσδιόρισε εξωλογιστικώς τις φορολογητέες εκροές της». Επί εφέσεως της αναιρεσίβλητης κατά της πρωτόδικης απόφασης, εκδόθηκε αρχικά η 877/2010 απόφαση του διοικητικού εφετείου (βʼ προσβαλλόμενη) με την οποία κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι «[...] από το περιεχόμενο της [ένδικης] εκθέσεως ελέγχου Φ.Π.Α. δεν προκύπτει ότι η φορολογική αρχή χαρακτήρισε τα βιβλία και στοιχεία της [αναιρεσίβλητης] ανεπαρκή και ανακριβή λόγω του ότι η τελευταία δεν προσκόμισε αυτά για έλεγχο, [και, συνεπώς] το πρωτοβάθμιο δικαστήριο μετέβαλε ανεπιτρέπτως την πραγματική βάση επί της οποίας στηρίχθηκε η φορολογική αρχή για να προβεί εξωλογιστικώς στον προσδιορισμό των φορολογητέων εκροών [...], καθόσον στήριξε το ίδιο το πρώτον τον εξωλογιστικό προσδιορισμό τούτων σε πλημμέλεια περί την τήρηση των βιβλίων και στοιχείων διαφορετική από τις αναφερόμενες στην έκθεση ελέγχου (έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων) [...]». Για τον λόγο αυτό, ο οποίος κρίθηκε αυτεπαγγέλτως εξεταστέος, εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση, εν συνεχεία δε αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης επί της προσφυγής, προκειμένου η φορολογική αρχή να προσκομίσει στοιχεία, μεταξύ των οποίων και τα προαναφερθέντα Δελτία Πληροφοριών, προκειμένου να αποδειχθεί αν η αναιρεσίβλητη είχε πράγματι εκδώσει, κατά τα αναφερόμενα στην έκθεση ελέγχου τα πιο πάνω εικονικά φορολογικά στοιχεία. Η φορολογική αρχή δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος της απόδειξης και, ως εκ τούτου, με την 919/2011 τελειωτική απόφασή του (αʼ προσβαλλόμενη) το διοικητικό εφετείο δέχθηκε την προσφυγή της αναιρεσίβλητης και ακύρωσε την επίδικη καταλογιστική πράξη.
5. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, της οποίας το χρηματικό αντικείμενο υπερβαίνει τις 40.000 ευρώ, το Δημόσιο προβάλλει ως μόνο λόγο αναιρέσεως ότι, κατά παράβαση των άρθρων 79, 87, 95 και 97 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, το διοικητικό εφετείο εξέτασε αυτεπαγγέλτως το ζήτημα της πραγματικής βάσης επί της οποίας η φορολογική αρχή είχε στηρίξει την έκδοση της επίδικης καταλογιστικής πράξης, ενώ το ζήτημα αυτό δεν είχε μεταβιβαστεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, καθόσον η αναιρεσίβλητη δεν είχε αμφισβητήσει με την έφεσή της την σχετική κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Προς θεμελίωση δε του παραδεκτού του λόγου αυτού το αναιρεσείον ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας «[...] αναφορικά με το επιτρεπτό της αυτεπάγγελτης εξέτασης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο του ζητήματος της μεταβολής της πραγματικής βάσης έκδοσης πράξης προσδιορισμού Φ.Π.Α. από την φορολογική αρχή, όταν [...] δεν έχει προβληθεί σχετικός λόγος έφεσης». Οπως όμως έγινε, κατά τ' ανωτέρω, ανελέγκτως δεκτό από το διοικητικό εφετείο, και δεν αμφισβητείται, άλλωστε από το Δημόσιο, με την πρωτόδικη απόφαση είχε πράγματι μεταβληθεί η πραγματική βάση της επίδικης φορολογικής εγγραφής, αφού ο γενόμενος από το δικαστήριο εξωλογιστικός προσδιορισμός στηρίχθηκε σε πλημμέλεια άλλη από τις αναφερόμενες στην οικεία έκθεση ελέγχου και έχουσες αποτελέσει το έρεισμα της προσβληθείσας με την προσφυγή καταλογιστικής πράξης. το ζήτημα δε τούτο, ως συναπτόμενο με τα όρια της δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, τουτέστιν με τη δικαιοδοσία του να κρίνει επί του αντικειμένου της προσφυγής, όπως αυτό είχε οριοθετηθεί, μεταξύ άλλων, από την πραγματική βάση της επίδικης πράξης, ήταν όντως αυτεπαγγέλτως ερευνητέο κατ' έφεση κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 97 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (πρβλ. και ΣτΕ 614/2007, 2948, 3125/1989 κ.ά.), και, συνεπώς, ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος με την κρινόμενη αίτηση ως άνω μόνος λόγος αναιρέσεως είναι, σε κάθε περίπτωση, απορριπτέος, καθώς και η αίτηση στο σύνολό της.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 4 Οκτωβρίου 2016
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 21ης Φεβρουαρίου 2018.
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Ι. Γράβαρης Κ. Κεχρολόγου
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!