Εκσυγχρονίστε και αναβαθμίστε τη ψηφιακή υποδομή του λογιστικού σας γραφείου!

Μάθετε περισσότερα

Ο φορολογικός σας σύμβουλος! Αποκτήστε πρόσβαση στη γνώση από €8,33/ μήνα.

Μάθετε περισσότερα

Νομολογία

ΣτΕ 404/2018

Αριθμός 404/2018

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Μαΐου 2017, με την εξής σύνθεση: Ι. Γράβαρης, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Κ. Νικολάου, Ι. Σύμπλης, Σύμβουλοι, Μ. Σταματοπούλου, Ο.-Μ. Βασιλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κ. Κεχρολόγου.

Για να δικάσει την από 12 Δεκεμβρίου 2005 αίτηση: του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. Κορίνθου, ο οποίος παρέστη με την Γεωργία Μπουρδάκου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "ΟΙΝΟΧΥΜ Ε.Π.Ε.", που εδρεύει στο Χιλιομόδι Κορινθίας, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Ιωάννη Παπανδρουλάκη (Α.Μ. 12147), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 445/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Κ. Νικολάου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την εκπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, η οποία ασκήθηκε κατά το νόμο χωρίς καταβολή παραβόλου, ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της 445/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως, με την οποία, κατ' αποδοχήν εφέσεως της ήδη αναιρεσίβλητης εταιρείας, εξαφανίσθηκε η 54/2001 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κορίνθου, περαιτέρω δε, κατ' αποδοχή προσφυγής της εταιρείας αυτής, ακυρώθηκε η 1/1995 πράξη προσδιορισμού αποτελεσμάτων του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Κορίνθου, με την οποία τα καθαρά κέρδη της κατά το οικονομικό έτος 1988 είχαν προσδιορισθεί σε 53.900.000 δραχμές και είχε επιβληθεί σε βάρος της χαρτόσημο 539.000 δραχμών, ΟΓΑ χαρτοσήμου 107.800 δραχμών και πρόστιμο χαρτοσήμου 1.617.000 δραχμών. Με την πρωτόδικη ως άνω απόφαση είχε γίνει εν μέρει δεκτή η προσφυγή, είχε μεταρρυθμισθεί η ανωτέρω πράξη προσδιορισμού αποτελεσμάτων, είχαν προσδιορισθεί τα καθαρά κέρδη της αναιρεσίβλητης στο ποσό των 49.000.000 δραχμών, και είχε ακυρωθεί η εν λόγω πράξη κατά το κεφάλαιο που αφορούσε την επιβολή χαρτοσήμου, ΟΓΑ χαρτοσήμου και πρόστιμο χαρτοσήμου.

2. Επειδή, η υπόθεση συζητήθηκε αρχικά στις 3.6.2015 με εισηγητή το Σύμβουλο Η. Τσακόπουλο, όμως δεν κατέστη δυνατό να ολοκληρωθεί η διάσκεψη και να εκδοθεί απόφαση πριν από την αποχώρηση αυτού από την υπηρεσία, λόγω παραιτήσεως, στις 6.5.2016. Ως εκ τούτου, με την από 13.7.2016 πράξη της Προέδρου του Τμήματος, η υπόθεση εισήχθη προς ανασυζήτηση [βλ. άρθρο 40 του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ 8 τ.Α΄) και, κατά παραπομπή αυτού, άρθρο 307 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985 ΦΕΚ 182 τ.Α΄), καθώς και άρθρο 11 παρ. 8 του ν. 2145/1993, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 2207/1994 (ΦΕΚ 65 τ.Α΄)] και νομίμως, κατόπιν αυτού, συζητήθηκε κατά την παρούσα δικάσιμο.

3. Επειδή, στις διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 45 του π.δ. 99/1977 (Κ.Φ.Σ. - ΦΕΚ 34 τ.Α΄ ), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ορίζονται τα εξής :

«4. Υπαρχούσης παρά τω αρμοδίω Επιθεωρητή [...] ή τω αρμοδίω Οικονομικώ Εφόρω βασίμου υπονοίας ότι εις την επαγγελματικήν εγκατάστασιν του επιτηδευματίου [...] αποκρύπτονται βιβλία, έγγραφα, εμπορεύματα ή άλλα στοιχεία, τα οποία ασκούν επιρροήν επί του ακριβούς προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης, ο Εισαγγελεύς [...] δύναται αιτήσει του αρμοδίου [...] να αναθέτη εις ανακριτικόν υπάλληλον την ανεύρεσιν των βιβλίων [...] ή άλλων στοιχείων τούτων τη συμπράξει εφοριακών υπαλλήλων [...]. Τα κατά την έρευνα τυχόν ανευρισκόμενα [...] κατάσχονται και παραδίδονται εις τον αρμόδιον Οικονομικόν Έφορον [...]. Περί της ερεύνης και της κατασχέσεως συντάσσεται έκθεσις υπογραφομένη υπό των ενεργούντων ταύτην, αντίγραφον δε ταύτης επιδίδεται εις τον υπόχρεων.

5. Εάν κατά την ενέργειαν του φορολογικού ελέγχου υποπέσουν εις την αντίληψιν του ενεργούντος τον έλεγχον βιβλία, έγγραφα και λοιπά στοιχεία σχετιζόμενα προς τον έλεγχον, εκ των οποίων είναι ενδεχόμενον να προκύπτη απόκρυψις φορολογητέας ύλης, κατάσχονται υπό του ενεργούντος τον φορολογικόν έλεγχον και παραδίδονται εις τον αρμόδιον Οικονομικόν Έφορον [...]. Επί των κατασχέσεων της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου».

Κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, η τήρηση της διαγραφομένης σ' αυτές διαδικασίας κατασχέσεως βιβλίων, εγγράφων και λοιπών στοιχείων απαιτείται ως ουσιώδης τύπος και, συνεπώς, ως προϋπόθεση νομιμότητας της επακολουθούσης τυχόν και στηριζομένης στα εν λόγω στοιχεία καταλογιστικής πράξεως της φορολογικής αρχής. Ειδικότερα, επί εκδόσεως τέτοιας πράξεως βάσει στοιχείων που έχουν κατασχεθεί κατά παράβαση της ως άνω διαδικασίας, στην περίπτωση μεν κατά την οποία η πράξη έχει στηριχθεί αποκλειστικά στα εν λόγω στοιχεία, καθίσταται, εκ του λόγου τούτου, νομικά πλημμελής και ακυρωτέα. Αν όμως εκδόθηκε κατά συνεκτίμηση τόσον των στοιχείων που κατασχέθηκαν παρατύπως όσον και άλλων που δεν συνδέονται προς αυτά και που έχουν νομίμως ληφθεί υπ' όψη από τη φορολογική αρχή, τότε, επί ασκήσεως προσφυγής κατά της πράξεως, απόκειται στα δικαστήρια της ουσίας, εκτιμώντας, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας τους, τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά μέσα, να κρίνουν κατά πόσον η πράξη μπορεί, ασυνδέτως προς τα παρατύπως κατασχεθέντα (τα οποία σε καμιά περίπτωση δεν είναι ληπτέα υπ' όψη) να θεμελιωθεί αυτοτελώς, κατά την πραγματική της βάση, στα λοιπά στοιχεία· και, σε καταφατική περίπτωση, να την θεωρήσουν νομίμως, κατ' αποτέλεσμα, εκδοθείσα (ΣτΕ 3442/2001).

4. Επειδή, περαιτέρω, κατά μεν τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο (άρθρα 33α, 34, 36 ν.δ. 3323/1955), ο προσδιορισμός του φορολογητέου εισοδήματος επιχειρήσεων που δεν τηρούν ή τηρούν ανακριβώς ή ανεπαρκώς τα βιβλία και στοιχεία τους, γίνεται εξωλογιστικώς, εφ' όσον οι σχετικές πλημμέλειες των βιβλίων και στοιχείων είναι ουσιώδεις και καθιστούν αδύνατη τη διενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων και ανέφικτο τον λογιστικό προσδιορισμό· κατά δε την έννοια των διατάξεων των άρθρων 144 επ. του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ. - ν. 2717/1999, ΦΕΚ 97 τ.Α΄), το διοικητικό δικαστήριο της ουσίας, ενώπιον του οποίου αμφισβητείται η κρίση της φορολογικής αρχής περί του ανεφίκτου του λογιστικού προσδιορισμού, έχει την υποχρέωση, προκειμένου να εκφέρει κρίση ως προς τη διάπραξη των αποδιδομένων σε ορισμένη επιχείρηση παραβάσεων, να σχηματίσει πλήρη και βέβαιη δικανική πεποίθηση, χρησιμοποιώντας προς τούτο τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα, περί της συνδρομής των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, μετά από συνολική εκτίμηση όλων των στοιχείων του φακέλου της υποθέσεως. Αν, εξ άλλου, το δικαστήριο της ουσίας ήθελε κρίνει ότι τα υπάρχοντα στοιχεία είναι ανεπαρκή για το σχηματισμό βέβαιης δικανικής πεποιθήσεως, έχει τη δυνατότητα, κατά την κρίση του, να διατάξει κατ' άρθρο 151 επ. (και 96 παρ. 3) του Κ.Δ.Δ. τη συμπλήρωση των αποδείξεων· τελικώς δε, αν, έχοντας εξαντλήσει τις παρεχόμενες δυνατότητες, και πάλι αδυνατεί να σχηματίσει βέβαιη δικανική πεποίθηση, κρίνει την υπόθεση, κατανέμοντας κατά νόμο το βάρος της αποδείξεως μεταξύ των διαδίκων (πρβλ. και ΣτΕ 4605/2012, 2122/2012, 872/2012).

5. Επειδή, εν προκειμένω, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σε συνδυασμό και προς τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα προκύπτουν τα εξής : Στις 23.1.1992, μικτά συνεργεία ελέγχου, αποτελούμενα από υπαλλήλους της Υ.Π.Ε.Δ.Α. και της ειδικής Υπηρεσίας Τελωνειακών Ερευνών Οικονομικών Εγκλημάτων, κατέσχεσαν επίσημα και ανεπίσημα βιβλία και στοιχεία της οινοποιητικής επιχείρησης της αναιρεσίβλητης, στην έδρα αυτής, στο Χιλιομόδι Κορινθίας και στα υποκαταστήματά της στον ¶σσο Κορινθίας, στο Περιστέρι Αττικής, στη Νέα Πέραμο Καβάλας και στον Τύρναβο Λάρισας. Συντάχθηκαν δε προς τούτο οι 23/23.1.1992, 32/23.1.1992, 67/23.1.1992, 116/23.1.1992, Φ.30/23.1.1992 και 33/30.1.1992 εκθέσεις κατάσχεσης, από τις οποίες οι τρείς πρώτες θυροκολλήθηκαν στις ως άνω αντίστοιχες εγκαταστάσεις λόγω απουσίας της «αναιρεσίβλητης». Εξ άλλου, η τέταρτη από τις εκθέσεις αυτές, καθώς και η έκθεση κατασχέσεως με αριθμό 33/30.1.1992 - οι οποίες, κατά τα διαλαμβανόμενα στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δεν υπήρχαν ανάμεσα στα στοιχεία της δικογραφίας -, υπεγράφησαν, όπως αναφερόταν στην πρωτόδικη απόφαση, από την υπεύθυνη του υποκαταστήματος στη Νέα Πέραμο (Σουλτάνα Φλώρα), ενώ η προμνημονευθείσα 30/23.1.1992 (έκθεση κατάσχεσης) έφερε την υπογραφή της συζύγου (Βικτωρίας) υπαλλήλου (Κ. Αναστασίου) της ατομικής επιχείρησης του Ανδρέα Κανέλλου στον Τύρναβο Λάρισας «και όχι της [αναιρεσίβλητης] εταιρείας». Τα κατασχεθέντα αυτά βιβλία και στοιχεία παραδόθηκαν, στις 10.2.1992, στο 6ο Ειδικό Συνεργείο Ελέγχου του Υπουργείου Οικονομικών, το οποίο συνέταξε την από 4.10.1995 έκθεση ελέγχου. Με την εν λόγω έκθεση, αφού κρίθηκαν ανακριβή και ανεπαρκή τα βιβλία και στοιχεία της αναιρεσίβλητης, προσδιορίσθηκαν, για την ένδικη διαχειριστική περίοδο (1/9-31/12/1987), εξωλογιστικώς, το συνολικό ακαθάριστο εισόδημά της σε 550.000.000 δραχμές και τα καθαρά της κέρδη, με τη χρήση συντελεστή καθαρού κέρδους 9,8%, σε 53.900.000 δραχμές, έναντι δηλωθείσας ζημίας 4.497.697 δραχμών. Ακολούθως, εκδόθηκε σε βάρος της αναιρεσίβλητης η 1/1995 πράξη προσδιορισμού αποτελεσμάτων, οικονομικού έτους 1988, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Κορίνθου κατά τα αναφερόμενα στην πρώτη σκέψη της παρούσας απόφασης. Η προσφυγή της αναιρεσίβλητης κατά της εν λόγω πράξεως έγινε, κατά τα προεκτεθέντα, εν μέρει δεκτή με την πρωτόδικη απόφαση και, πέραν του κεφαλαίου που αφορούσε την επιβολή χαρτοσήμου, εισφ. ΟΓΑ χαρτοσήμου και σχετικού προστίμου, ως προς το οποίο ακυρώθηκε η πράξη ελλείψει αναφοράς σχετικών διατάξεων, τα μεν ακαθάριστα έσοδα της αναιρεσίβλητης καθορίσθηκαν, εξωλογιστικώς, και πάλι, σε 500.000.000 δραχμές, τα δε καθαρά της κέρδη, με τη χρήση του ίδιου ως άνω συντελεστή (9,8%), σε 49.000.000 δραχμές.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε στον εξωλογιστικό προσδιορισμό, αφού, δέχθηκε μεν, κατ' αρχάς, ότι από την επεξεργασία των στοιχείων που κατασχέθηκαν με τις 116/23.1.1992 και 33/30.1.1992 - νόμιμες - εκθέσεις δεν προέκυπταν παραβάσεις, και ότι οι παραβάσεις που διαπιστώθηκαν από την επεξεργασία των βιβλίων και στοιχείων, τα οποία κατασχέθηκαν με τις 23, 32, 67 και Φ.30/23.1.1992 εκθέσεις, δεν μπορούσαν λόγω μη νόμιμης έκδοσης και κοινοποίησης των εκθέσεων αυτών, να στηρίξουν την επίδικη πράξη, έκρινε όμως, στη συνέχεια, ότι η μη νομότυπη έκδοση και κοινοποίηση των τελευταίων αυτών εκθέσεων κατάσχεσης (23, 32, 67 και Φ.30/23.1.1992) δεν είχε ως αναγκαία συνέπεια τη νομική πλημμέλεια της ως άνω πράξεως, εφόσον στην προαναφερόμενη έκθεση ελέγχου υπήρχαν και άλλες πλημμέλειες, πέραν εκείνων που διαπιστώθηκαν από την επεξεργασία των κατασχεθέντων, τις οποίες όφειλε (το δικαστήριο - και μνημόνευε σχετικά την ΣτΕ 3550/1994) να συνεκτιμήσει και να κρίνει αιτιολογημένα περί της ενέργειας λογιστικού ή εξωλογιστικού προσδιορισμού του εισοδήματος. Κατ' ακολουθία αυτών έκρινε περαιτέρω το διοικητικό πρωτοδικείο ότι οι «άλλες» αυτές πλημμέλειες, οι αναφερόμενες στην ανωτέρω έκθεση ελέγχου (ήτοι η μη καταχώριση στον ισολογισμό του ένδικου έτους μεταφορικών μέσων, μηχανημάτων, μηχανολογικών εγκαταστάσεων και δεξαμενών, η μη τήρηση για τα υποκαταστήματα της Νέας Περάμου Καβάλας και Περιστερίου βιβλίων υποκαταστήματος, η μη θεώρηση διπλότυπων καταστάσεων, απογραφών για τα ανωτέρω υποκαταστήματα, η μη τήρηση αναλυτικών καθολικών για τους πρωτοβάθμιους λογαριασμούς του Γενικού Καθολικού, και η μη εμφάνιση απασχόλησης εργατοτεχνικού προσωπικού στα αναλυτικά-συμπληρωματικά στοιχεία που συνυποβλήθηκαν με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικείου έτους) αποτελούσαν παραβάσεις, κάθε μία από τις οποίες συνιστούσε αφενός ανεπάρκεια των βιβλίων και στοιχείων της επιχειρήσεως σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι αντικειμενικά αδύνατη η διενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων, αφετέρου δε ανακρίβεια αυτών σε βαθμό που να επηρεάζονται ουσιωδώς τα οικονομικά της αποτελέσματα. Και, με τις σκέψεις αυτές απέρριψε, μεταξύ άλλων, λόγο της προσφυγής περί ακυρότητας των καταλογιστικών πράξεων λόγω μη νόμιμης σύνταξης και κοινοποίησης των ως άνω εκθέσεων κατασχέσεως. Το διοικητικό εφετείο, κατ' αποδοχή της εφέσεως της αναιρεσίβλητης, έκρινε, με την αναιρεσιβαλλόμενη ήδη απόφαση, ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον προβληθέντα ως άνω με την προσφυγή ισχυρισμό, κατά τον οποίο η επίδικη πράξη ήταν νομικώς πλημμελής και ακυρωτέα για το λόγο ότι κατά την έκδοσή της είχαν ληφθεί υπόψη πλημμέλειες προκύπτουσες από βιβλία και στοιχεία που κατασχέθηκαν, χωρίς να λάβει χώρα νομότυπη επίδοση των σχετικών εκθέσεων κατάσχεσης.

Ειδικότερα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε, κατ' αρχάς, ότι μη νομίμως το πρωτοβάθμιο θεώρησε πως «δεν προέκυπτε ότι διαπιστώθηκαν παραβάσεις της ελεγχόμενης επιχείρησης από την επεξεργασία των κατασχεθέντων στοιχείων»· και τούτο με τη σκέψη ότι, «όπως προκύπτει από την [ως άνω] έκθεση ελέγχου, στην οποία στηρίζεται η ένδικη καταλογιστική πράξη, αποφασιστικής σημασίας για την κρίση της φορολογικής αρχής σχετικά με τον εξωλογιστικό προσδιορισμό των οικονομικών αποτελεσμάτων της [αναιρεσίβλητης] εταιρείας, υπήρξαν οι παραλείψεις και παραβάσεις που προέκυψαν από την επεξεργασία των κατασχεθέντων επισήμων και ανεπισήμων βιβλίων και στοιχείων αυτής. ΄Εκρινε δε περαιτέρω (το διοικητικό εφετείο) ότι η αναφορά στα τελευταία αυτά στοιχεία «γίνεται πάντοτε» [στην προαναφερόμενη έκθεση ελέγχου] «χωρίς διάκριση αυτών, δηλαδή χωρίς να προκύπτει ποιά ήταν η σχετική έκθεση επίδοσης της έκθεσης κατάσχεσης», με συνέπεια να μην είναι δυνατός ο διαχωρισμός των στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη από τη φορολογική αρχή ανάμεσα σε εκείνα που προέκυψαν από κατασχέσεις, για τις οποίες επιδόθηκαν νομίμως οι οικείες εκθέσεις κατάσχεσης και σε αυτά που κατασχέθηκαν βάσει εκθέσεων των οποίων δεν έγινε νόμιμη επίδοση. Επομένως, κατέληξε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με δεδομένο ότι οι 23, 32 και 67/23.1.1992 εκθέσεις κατάσχεσης θυροκολλήθηκαν στις εγκαταστάσεις της αναιρεσίβλητης λόγω απουσίας του νομίμου εκπροσώπου της και, ως εκ τούτου, δεν ήταν νόμιμη η επίδοσή τους (κατ' άρθρ. 61, 62, 65 Κ.Φ.Δ.), «εσφαλμένα λήφθηκαν υπόψη στοιχεία που προέκυψαν από αυτές». Και τούτο, -συνεχίζει το δικαστήριο«έστω κι αν μερικές από τις παραπάνω εκθέσεις κατάσχεσης, δηλαδή η 116/23.1.1992 και 33/30.1.1992, επιδόθηκαν νομίμως, αφού δεν γίνεται διαχωρισμός, στην προκειμένη έκθεση ελέγχου, των παραβάσεων που διαπιστώθηκαν με βάση τις σχετικές εκθέσεις κατάσχεσης». Ενόψει αυτών, με την προσβαλλόμενη απόφαση, έγινε δεκτή η έφεση, εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση και στη συνέχεια, κατ' αποδοχήν της προσφυγής, ακυρώθηκε ως νομικώς πλημμελής η ένδικη πράξη προσδιορισμού αποτελεσμάτων.

6. Επειδή, η ως άνω κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι πλημμελώς αιτιολογημένη. Και τούτο, διότι, ανεξαρτήτως του ζητήματος εάν υφίσταντο πράγματι, όπως είχε δεχθεί, κατά τ' ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και όπως αναφέρεται στο αναιρετήριο του Δημοσίου, και πλημμέλειες που δεν προέκυπταν από τα παρανόμως κατασχεθέντα αλλά από άλλα στοιχεία, τα οποία, έστω κι αν δεν είχαν αποτελέσει το κατά την φορολογική αρχή έρεισμα του επίδικου εξωλογιστικού προσδιορισμού, θα μπορούσαν, ως αναφερόμενες στην έκθεση ελέγχου, να τον στηρίξουν κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, εφ' όσον, πάντως, το διοικητικό εφετείο θεώρησε ως αντικείμενο της σχετικής κρίσεώς του τα κατασχεθέντα στοιχεία επί των οποίων είχε στηριχθεί η φορολογική αρχή και διαπίστωσε ότι στην οικεία έκθεση ελέγχου δεν διακρίνονταν μεταξύ τους ανά έκθεση κατασχέσεως, - νομίμως και μη νομίμως επιδοθείσα -, όφειλε να μην αρκεσθεί στη διαπίστωση αυτή (του μη διαχωρισμού στην έκθεση ελέγχου) και, θεωρώντας, ως εκ τούτου, αδύνατο τον διαχωρισμό τους σε νομίμως και μη νομίμως ληφθέντα υπ' όψη, να ακυρώσει, ως νομικώς πλημμελή, την επίδικη πράξη, αλλά, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στις σκέψεις 3 και 4 της παρούσας απόφασης, ήταν υποχρεωμένο ασκώντας τη δικαιοδοσία του ως δικαστηρίου ουσίας, να σχηματίσει βέβαιη δικανική πεποίθηση για το ζήτημα αυτό, συνεκτιμώντας προς τούτο το σύνολο των στοιχείων της δικογραφίας και ειδικότερα τις σχετικές εκθέσεις κατασχέσεως (νομίμως και μη νομίμως επιδοθείσες)· εάν δε μερικές από τις εκθέσεις αυτές δεν περιλαμβάνονταν μεταξύ των στοιχείων της δικογραφίας, όπως εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση (νομίμως επιδοθείσες εκθέσεις κατασχέσεως 116/23.1.1992 και 33/30.1.1992), όφειλε να διατάξει τη συμπλήρωση των αποδείξεων με την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως για την προσκόμισή τους· τελικώς δε, αν και πάλι αδυνατούσε να σχηματίσει βέβαιη δικανική πεποίθηση, τότε πλέον όφειλε να κρίνει την υπόθεση κατανέμοντας το βάρος της απόδειξης στους διαδίκους. Για το λόγο, συνεπώς, αυτό, βασίμως προβαλλόμενο με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.

Διά ταύτα

Δέχεται την αίτηση.

Αναιρεί την 445/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, κατά το σκεπτικό.

Επιβάλλει στην αναιρεσίβλητη τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 23 Ιανουαρίου 2018

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 21ης Φεβρουαρίου 2018.

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας

Ι. Γράβαρης Κ. Κεχρολόγου

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δεν θέλετε να συμπληρώνετε το κείμενο αυτό σε κάθε αναζήτηση σας; Αρκεί απλά να γραφτείτε δωρεάν στο Forin.gr πατώντας εδώ ή να συνδεθείτε με τον λογαριασμό σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!