ΣτΕ 336/2018
Αριθμός 336/2018
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Ιανουαρίου 2018, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Ε. Νίκα, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Ειρ. Σταυρουλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 23 Ιουνίου 2014 αίτηση: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΔΑΜΕΙΑ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΑΙ – ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑΙ - ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΑΙ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Α.Ε.", ήδη λυθείσας και τελούσας σε εκκαθάριση, που εδρεύει στη θέση Βόθωνας της νήσου Θήρας, η οποία δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Χρήστο Κοραντζάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 2264/2013 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ειρ. Σταυρουλάκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον εκπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 1343539-40, 3915541/2014 ειδικά γραμμάτια παραβόλου σειράς Α΄).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 2264/2013 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, καθ’ ό μέρος με αυτήν, κατόπιν αποδοχής κατά το αντίστοιχο μέρος εφέσεως του Δημοσίου, εξαφανίσθηκε η 135/2008 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Σύρου και, περαιτέρω, απερρίφθη προσφυγή της ήδη αναιρεσείουσας κατά των 2 και 176/20-9-2005 πράξεων του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Θήρας περί προσωρινού προσδιορισμού ΦΠΑ και επιβολής προσθέτου φόρου συνολικού ύψους 214.077,18 ευρώ (με την πρώτη από τις ανωτέρω πράξεις) και επιβολής του κατ’ άρθρο 48 παρ. 3 του ν.1642/1986 προστίμου ύψους 265.945,71 ευρώ λόγω επιστροφής ΦΠΑ βάσει πλαστού και εικονικού φορολογικού στοιχείου (με την δεύτερη ως άνω πράξη) για την διαχειριστική περίοδο από 1-6-1993 έως 30-6-1993.
3. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ.τος 18/1989 (Α΄ 8), όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016),
«Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση».
Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ως άνω άρθρου 53 του π.δ.τος 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010,
«Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ ...».
Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, για το παραδεκτό αιτήσεως αναιρέσεως επί διαφοράς τουλάχιστον 40.000 ευρώ, απαιτείται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου, να τεκμηριώσει ο αναιρεσείων με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, ήτοι επί ζητήματος ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, είτε ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της οικείας υποθέσεως, έρχεται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή πάντως μη ανατραπείσα νομολογία επί του αυτού νομικού ζητήματος, και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για την διάγνωση των σχετικών υποθέσεων, του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Στην τελευταία δε περίπτωση, οι αποφάσεις, προς τις οποίες προβάλλεται αντίθεση, πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς, το δε κριθέν με αυτές νομικό ζήτημα πρέπει να ήταν ουσιώδες για την επίλυση των ενώπιον των δικαστηρίων εκείνων διαφορών (βλ. ΣτΕ 3008, 2582/2013, 4987, 3933/2012). Εξάλλου, επί επικλήσεως αντιθέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς νομολογία, πρέπει η αντίθεση αυτή να μην αναφέρεται σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινομένης υποθέσεως, αλλά να αφορά αποκλειστικά στην ερμηνεία διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής, δυναμένης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως εάν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στην μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και των λοιπών αποφάσεων, προς τις οποίες προβάλλεται αντίθεση (ΣτΕ 173/2017, 958/2015, 1913/2014, 3011, 3008/2013).
4. Επειδή, εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1, 25 παρ. 1 και 40 του ν.1642/1986 (Α’ 125), όπως τροποποιήθηκαν με τα άρθρα 1 παρ. 34 και 38 του ν.2093/1992 (Α’ 181), συνάγεται, όπως, άλλωστε, κρίθηκε και με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ότι επιτρέπεται η έκδοση προσωρινής πράξεως προσδιορισμού ΦΠΑ, εφ’ όσον η παράλειψη δηλώσεως της φορολογητέας αξίας ή η ανακρίβεια της δηλωθείσης αξίας ή ο εσφαλμένος υπολογισμός των ποσοστών ή εκπτώσεων προκύπτει από τα βιβλία ή τα στοιχεία του υποχρέου στον φόρο, ότι αποκλείεται τόσο η επέκταση του φορολογικού ελέγχου σε στοιχεία πέραν αυτών όσο και η προσθήκη φορολογητέας αξίας ομοίως προκύπτουσας από στοιχεία πέραν των ανωτέρω και ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις αποκλείουν μεν τον εξωλογιστικό προσδιορισμό των εισροών και των ακαθαρίστων εσόδων του υποχρέου, όχι, όμως, και την λογιστική τους αναμόρφωση, κατόπιν ελέγχου της ακριβείας, της γνησιότητος και, εν γένει, του αληθούς των εγγραφών στα βιβλία, των τιμολογίων και του περιεχομένου της δηλώσεως. Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται, επίσης, ότι στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού των δεδομένων των βιβλίων και στοιχείων δεν αποκλείεται ο έλεγχος της γνησιότητας και του αληθούς εν γένει της συναλλαγής (εν όλω ή εν μέρει), για την οποία φέρονται ότι εκδόθηκαν τα τιμολόγια ή άλλα στοιχεία, με βάση τα οποία η ελεγχόμενη επιχείρηση προέβη σε έκπτωση φόρου εισροών, όταν, μάλιστα, με αυτά έτυχε επιστροφής φόρου, εάν, είτε λόγω του εμφανούς της μη γνησιότητας ή του μη αληθούς της συναλλαγής είτε για οποιονδήποτε άλλον λόγο, όπως οι πληροφορίες του ελέγχου ή τα πορίσματα ελέγχου σε τρίτη επιχείρηση, ο έλεγχος αχθεί αιτιολογημένως στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία αυτά δεν ανταποκρίνονται σε συναλλαγές (εν όλω ή εν μέρει). Και τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για φορολογικό έλεγχο προς εξακρίβωση φορολογητέας αξίας πέραν αυτής που προκύπτει από τα βιβλία και στοιχεία του υπόχρεου στο φόρο, αλλά για έλεγχο προς εξακρίβωση της γνησιότητας και εν γένει της ακριβείας της δηλώσεως που έχει υποβληθεί στη φορολογική αρχή ως προς τις εισροές και τα στοιχεία που τις δικαιολογούν, ήτοι τα φορολογικά στοιχεία που ο υπόχρεος έχει λάβει από τρίτες επιχειρήσεις‚ όπως αυτά έχουν καταχωρισθεί στα βιβλία της επιχειρήσεώς του (ΣτΕ 3950, 3956/2012, 68-70/2011 επταμ., 1375, 1773/2010, 3292/2007 επταμ.).
5. Επειδή, κατά τα παγίως κριθέντα (ΣτΕ 4328/2013, 4570, 4269/2014, 1405, 3336-40, 3347, 3399/2015) και όπως, άλλωστε, και με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κρίθηκε περαιτέρω, όταν αποδίδεται σε επιτηδευματία η παράβαση της λήψεως τιμολογίου ή δελτίου αποστολής εικονικού, υπό την έννοια είτε ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί η συναλλαγή, στην οποία αυτό αναφέρεται, είτε ότι έχει μεν πραγματοποιηθεί η συναλλαγή, όχι όμως, όπως εμφανίζεται, με τον φερόμενο ως εκδότη του τιμολογίου ή δελτίου αποστολής, η φορολογική αρχή βαρύνεται, κατ’ αρχήν, με την απόδειξη της εν λόγω εικονικότητας. Προς τούτο αρκεί, κατ’ αρχήν, ν’ αποδείξει είτε ότι ο εκδότης του φορολογικού στοιχείου είναι φορολογικώς ανύπαρκτος, ήτοι δεν είχε δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε είχε θεωρήσει στοιχεία στην αρμόδια φορολογική αρχή (οπότε ο λήπτης βαρύνεται πλέον ν’ αποδείξει την αλήθεια της συναλλαγής και την καλή του πίστη κατά το χρόνο πραγματοποιήσεώς της), είτε ότι ο ανωτέρω εκδότης είναι φορολογικώς μεν υπαρκτός αλλά συναλλακτικώς ανύπαρκτος (οπότε, επί αποδείξεως ανυπαρξίας της συναλλαγής, δεν είναι δυνατόν να τεθεί θέμα καλής πίστεως του λήπτη του εικονικού στοιχείου), ή ότι, ενόψει των επιχειρηματικών του δυνατοτήτων, όπως προκύπτουν από την συνολική εκτίμηση της συναλλακτικής του συμπεριφοράς και της φύσεως και του κύκλου εργασιών του, δεν είναι δυνατόν να ήταν σε θέση να εκπληρώσει την επίμαχη παροχή (οπότε, και πάλι, ο λήπτης του φορολογικού στοιχείου βαρύνεται ν’ αποδείξει την αλήθεια της συναλλαγής, ήτοι ότι αυτή πραγματοποιήθηκε μεταξύ αυτού και του φερόμενου ως εκδότου, έτσι όπως περιγράφεται στο τιμολόγιο). Εξάλλου, όπως ομοίως κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το δικαστήριο της ουσίας, ενώπιον του οποίου αμφισβητείται ο χαρακτηρισμός του στοιχείου ως εικονικού, υποχρεούται, κατά τις διατάξεις περί αποδείξεως (άρθρα 144 επ. του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας-ΚΔΔ), να εκφέρει κρίση, σχηματίζοντας πλήρη και βέβαιη δικανική πεποίθηση, χρησιμοποιώντας όλα τα επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα, ήτοι και τα δικαστικά τεκμήρια, περί της συνδρομής των κρισίμων πραγματικών περιστατικών, αφού εκτιμήσει συνολικώς τα υφιστάμενα στον φάκελλο της υποθέσεως στοιχεία και όχι μεμονωμένα το καθένα απ’ αυτά. Αν δε το δικαστήριο ήθελε κρίνει ότι τα υπάρχοντα στοιχεία είναι ανεπαρκή προς σχηματισμό βέβαιης δικανικής πεποιθήσεως, έχει δυνατότητα να διατάξει, κατ’ άρθρο 152 επ. (και 96 παρ. 3) του ΚΔΔ, συμπλήρωση των αποδείξεων και, τελικώς, να κρίνει την υπόθεση, αφού κατανείμει το βάρος αποδείξεως μεταξύ των διαδίκων.
6. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έγινε δεκτό ότι η ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία είχε, κατά την ένδικη διαχειριστική περίοδο, αντικείμενο εργασιών τις ξενοδοχειακές, τουριστικές, ναυτιλιακές και εμπορικές επιχειρήσεις, ότι στο πλαίσιο ελέγχου - επί του οποίου συντάχθηκε η από 18-9-1996 έκθεση ΚΒΣ - στην εταιρεία «ΠΑΝΤΕΚ ΕΠΕ» με αντικείμενο την κατασκευή οικοδομικών έργων διαπιστώθηκε ότι η τελευταία εξέδωσε προς την αναιρεσείουσα το .../30-6-1993 πλαστό και εικονικό τιμολόγιο πωλήσεως-δελτίο αποστολής με αιτιολογία διάφορες οικοδομικές εργασίες και ότι, σύμφωνα με την από 28-11-2000 έκθεση, διενεργήθηκε προσωρινός έλεγχος ΦΠΑ στην αναιρεσείουσα, βάσει του οποίου διαπιστώθηκε αφ’ ενός ότι το ως άνω τιμολόγιο καταχωρίσθηκε στα βιβλία της και αφ’ ετέρου ότι η τελευταία ζήτησε την επιστροφή του αναγραφομένου στο ως άνω τιμολόγιο και εκπεσθέντος από την ίδια ποσού ΦΠΑ. Στο πλαίσιο επαναλήψεως της διαδικασίας, λόγω ακυρώσεως για τυπική πλημμέλεια των αρχικώς εκδοθεισών πράξεων της φορολογικής αρχής, ελήφθησαν υπ’ όψιν οι προαναφερθείσες εκθέσεις ελέγχου και διενεργήθηκε εκ νέου προσωρινός έλεγχος ΦΠΑ στην αναιρεσείουσα, επί του οποίου συντάχθηκαν οι από 20-9-2005 εκθέσεις προσωρινού ελέγχου ΦΠΑ και προστίμου του άρθρου 48 παρ. 3 του ν.1642/1986. Βάσει των ως άνω εκθέσεων εκδόθηκαν οι ένδικες, παρατεθείσες στην σκέψη 2, πράξεις της φορολογικής αρχής, με τις οποίες, όπως έκρινε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, έγινε όχι εξωλογιστικός προσδιορισμός των οικονομικών αποτελεσμάτων της αναιρεσείουσας αλλά απλώς λογιστική αναμόρφωση των φορολογητέων εισροών της, υπό την έννοια της προσθήκης της αξίας που αναγραφόταν στο ως άνω, κριθέν ως πλαστό, λόγω μη θεωρήσεώς του από την φορολογική αρχή, και εικονικό, λόγω εκδόσεώς του από τρίτη επιχείρηση που δεν ήταν εκ των πραγμάτων σε θέση να δύναται να εκπληρώσει την παροχή των επιμάχων εργασιών, φορολογικό στοιχείο, το οποίο καταχωρίσθηκε στα βιβλία της αναιρεσείουσας. Συνακολούθως, έκρινε τελικώς το δικάσαν διοικητικό εφετείο, καθ’ ερμηνεία των παρατεθεισών στις προηγούμενες σκέψεις διατάξεων, ότι, λόγω της ως άνω καταχωρίσεως, δεν ανέκυψε ζήτημα ανεπίτρεπτης επεκτάσεως του φορολογικού ελέγχου σε στοιχεία πέραν αυτών της αναιρεσείουσας, εφ’ όσον ο περαιτέρω έλεγχος στα βιβλία και στοιχεία της εταιρείας «ΠΑΝΤΕΚ ΕΠΕ» αφορούσε όχι στην ύπαρξη αυτή καθ’ αυτή του προαναφερθέντος φορολογικού στοιχείου, αλλά αποκλειστικώς και μόνον στην απόδειξη της πλαστότητας και εικονικότητας αυτού, και ότι, συνεπώς, ήταν, από αυτήν την άποψη νόμιμη η ένδικη προσωρινή πράξη προσδιορισμού ΦΠΑ.
7. Επειδή, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 4, είναι νόμιμη η κρίση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας, διότι ο εν προκειμένω διενεργηθείς φορολογικός έλεγχος σε στοιχεία της εταιρείας «ΠΑΝΤΕΚ ΕΠΕ» και όχι αποκλειστικώς σε βιβλία της αναιρεσείουσας αποσκοπούσε, κατά νόμο, όχι στην εξακρίβωση φορολογητέας αξίας πέραν της προκυπτούσης από τα βιβλία και στοιχεία της τελευταίας, αλλά στην εξακρίβωση της γνησιότητας και εν γένει της ακριβείας της υποβληθείσης στην φορολογική αρχή δηλώσεως ως προς τις εισροές και τα στοιχεία που τις δικαιολογούν, ήτοι ως προς τα τιμολόγια που η υπόχρεη αναιρεσείουσα έλαβε από τρίτες επιχειρήσεις και καταχώρισε στα βιβλία της. Επομένως, ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως είναι, ανεξαρτήτως της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων παραδεκτής προβολής του κατ’ άρθρο 12 του ν. 3900/2010, απορριπτέος εν πάση περιπτώσει ως αβάσιμος.
8. Επειδή, περαιτέρω, καθ’ ό μέρος η παρατεθείσα στην σκέψη 5 μείζων πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σε σχέση με το βάρος αποδείξεως που φέρει η φορολογική αρχή επί εικονικότητας φορολογικού στοιχείου ως προς το πρόσωπο του εκδότη ταυτίζεται με αυτήν της νομολογίας, την οποία επικαλείται η αναιρεσείουσα, προς θεμελίωση του παραδεκτού, ως αντίθετη στην προσβαλλομένη απόφαση, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος.
9. Επειδή, με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται, περαιτέρω, ότι, κατά παράβαση των άρθρων 79, 87 και 98 παρ. 1 του ΚΔΔ (περί των ορίων του δικαστικού ελέγχου της ένδικης διοικητικής πράξεως, του ελαχίστου περιεχομένου των δικογράφων και των δυνατοτήτων του δικαστηρίου επί αποδοχής εφέσεως, αντιστοίχως), το δικάσαν δικαστήριο υπερέβη τα καθήκοντά του, διότι έκρινε επί ζητημάτων, ως προς τα οποία το Δημόσιο δεν είχε προβάλει με την έφεσή του συγκεκριμένες αιτιάσεις κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, αντιθέτως, μάλιστα, είχε ενισχύσει με ισχυρισμούς του την ορθότητα της εν λόγω αποφάσεως. Επίσης προβάλλεται πλημμελής αιτιολόγηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μη λήψη υπ’ όψιν συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων πρωτοδίκως προσκομισθέντων από την αναιρεσείουσα, και, συναφώς, κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, καθώς και πλημμελής επίκληση και εφαρμογή από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της διατάξεως του άρθρου 8 παρ. 12 του ν.1882/1990 (Α΄ 43-διορθ.σφαλμ. Α΄ 51), η οποία αφ’ ενός «φέρεται καταργηθείσα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν.2523/1997» και αφ’ ετέρου θεσπίζει ως πραγματική βάση για την εφαρμογή της συγκεκριμένη προϋπόθεση, την συνδρομή της οποίας δεν εξέτασε το ως άνω δικαστήριο. Τέλος, προβάλλεται ότι μη νομίμως το δικάσαν διοικητικό εφετείο συνήγαγε «νόμιμο μαχητό τεκμήριο» υπέρ της εικονικότητας των ενδίκων τιμολογίων από την συνδρομή συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, «τα οποία δεν δύνανται να στοιχειοθετήσουν για τον λήπτη παράβαση εικονικότητας». Εφ’ όσον, όμως, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 3, επί επικλήσεως αντιθέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς νομολογία, πρέπει η αντίθεση αυτή να αναφέρεται στην ερμηνεία κανόνων δικαίου και όχι, ως εν προκειμένω, σε ζητήματα πλημμελειών περί την αιτιολογία, κακής εφαρμογής των κανόνων δικαίου και κακής εκτιμήσεως του αποδεικτικού υλικού, συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινομένης υποθέσεως, αβασίμως επικαλείται η αναιρεσείουσα, προς θεμελίωση του παραδεκτού, τέτοιου είδους αντίθεση, απορριπτομένων, συνακολούθως, ως απαραδέκτων των ως άνω λόγων αναιρέσεως, τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι, καθ’ό μέρος αφορά στην προαναφερθείσα διάταξη του ν.1882/1990, αυτή δεν φέρεται, πάντως, καταργηθείσα από το άρθρο 25 του ν.2523/1997.
10. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 31 Ιανουαρίου 2018
Η Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος Η Γραμματέας
Ε. Σάρπ Α. Ζυγουρίτσα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 14ης Φεβρουαρίου 2018.
Η Πρόεδρος του Β´ Τμήματος Ο Γραμματέας του Β´ Τμήματος
Ε. Σάρπ Ι. Μητροτάσιος
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!