ΣτΕ 285/2018
Αριθμός 285/2018
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Ιανουαρίου 2018, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Σ. Βιτάλη, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Σύμβουλοι, Ι. Δημητρακόπουλος, Μ. Σκανδάλη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 12 Ιανουαρίου 2009 αίτηση: του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. Κορωπίου Αττικής, ο οποίος παρέστη με την Δέσποινα Γάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά των :
1) .. και
2) ... τέως ομορρύθμων εταίρων της λυθείσας και εκκαθαρισθείσας εταιρείας με την επωνυμία "... και Σία Ο.Ε.", οι οποίοι δεν παρέστησαν.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 2627/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ι. Δημητρακόπουλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την εκπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά το νόμο η καταβολή παραβόλου, ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 2627/2008 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 7922/2006 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την εν λόγω πρωτόδικη απόφαση ακυρώθηκε, κατ’ αποδοχή προσφυγής των ήδη αναιρεσιβλήτων, τέως ομορρύθμων εταίρων της λυθείσας και εκκαθαρισθείσας εταιρίας με την επωνυμία “... και Σια Ο.Ε.”, η 437/2003 πράξη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Κορωπίου, περί επιβολής σε βάρος της προαναφερόμενης εταιρείας προστίμου του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ. - π.δ. 186/1992, Α΄ 84), συνολικού ύψους 290.832 ευρώ, για επτά παραβάσεις έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων, κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1.1.1992 έως 31.12.1992.
2. Επειδή, η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α του Συντάγματος και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, επιβάλλει, μεταξύ άλλων, τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε θεσπιζόμενων κανονιστικών ρυθμίσεων και πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους ενδιαφερόμενους, όπως είναι οι διατάξεις που προβλέπουν την επιβολή χρηματικών κυρώσεων για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, η ως άνω θεμελιώδης αρχή απαιτεί η κατάσταση του φορολογούμενου, όσον αφορά την εκ μέρους του τήρηση των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας, να μην μπορεί να τίθεται επ’ αόριστον εν αμφιβόλω. Συνακόλουθα, για τον καταλογισμό παραβάσεων των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας και, περαιτέρω, για την επιβολή στον παραβάτη σχετικών κυρώσεων, όπως τα πρόστιμα για παραβάσεις των διατάξεων του Κ.Β.Σ., απαιτείται να εφαρμόζεται προθεσμία παραγραφής, η οποία, προκειμένου να εκπληρώνει τη συνιστάμενη στη διασφάλιση της ως άνω αρχής λειτουργία της, πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και να είναι επαρκώς προβλέψιμη από τον ενδιαφερόμενο (βλ. ΣτΕ 1623/2016 επταμ.), μετά δε τη λήξη της να μην είναι πλέον δυνατή η απόδοση παράβασης και η επιβολή σε βάρος του διοικουμένου σχετικής κύρωσης (πρβλ. ΣτΕ 1738/2017 Ολομ., 2934-35/2017 επταμ.). Η παραγραφή αυτή πρέπει επίσης, να έχει, συνολικά, εύλογη διάρκεια, δηλαδή να συνάδει προς τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (βλ. ΣτΕ 1623/2016 επταμ., 1738/2017 Ολομ., 2934-35/2017 επταμ.). Εξάλλου, νομοθετικές διατάξεις παρατείνουσες το χρόνο παραγραφής που ορίζεται για την επιβολή φόρων ή κυρώσεων λόγω παραβάσεων της φορολογικής νομοθεσίας, ανεξαρτήτως εάν συνάδουν προς τις ανωτέρω συνταγματικές επιταγές (πρβλ. ΣτΕ 1738/2017 Ολομ., 2934-35/2017 επταμ., 173/2018 επταμ.), πρέπει να ερμηνεύονται στενά, ως θεσπίζουσες απόκλιση από κανόνα, ο οποίος, μάλιστα, έχει τεθεί προς εξυπηρέτηση της θεμελιώδους αρχής της ασφάλειας δικαίου (βλ. ΣτΕ 1623/2016 επταμ., 2934-35/2017 επταμ.).
3. Επειδή, στην παρ. 4 του άρθρου 34 του Κ.Β.Σ. ορίζεται ότι «Για την διοικητική επίλυση της διαφοράς και τη διαδικασία βεβαίωσης και καταβολής του προστίμου [για παραβάσεις των διατάξεων του Κώδικα] εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του ν.δ. 3323/1955, όπως ισχύουν κάθε φορά. […] Οι περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς ενέργεια αρχικής ή συμπληρωματικής φορολογικής εγγραφής στη φορολογία εισοδήματος διατάξεις, όπως ισχύουν κάθε φορά, εφαρμόζονται αναλόγως και για την επιβολή του προστίμου του άρθρου αυτού.
Η προθεσμία αρχίζει από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου που έπεται εκείνης, στην οποία αφορά η παράβαση.». Περαιτέρω, το άρθρο 68 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων (ν.δ. 3323/1955), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 παρ. 1 του ν. 1828/1989 (Α΄ 2), ορίζει ότι
«Η κοινοποίηση φύλλου ελέγχου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 52, δε μπορεί να γίνει μετά την πάροδο δεκαετίας από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία για την επίδοση της δήλωσης. [...] το δικαίωμα του Δημοσίου για επιβολή του φόρου παραγράφεται μετά την πάροδο της δεκαετίας.».
Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 13 παρ. 2 και παρ. 5 του ν. 2065/1992 (Α΄ 113), του άρθρου δευτέρου περ. ζ΄ και του άρθρου 84 παρ. 1 του (κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2238/1994, Α΄ 151) Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ) και του άρθρου 35 παρ. 1 του ν. 2468/1998 (Α΄ 238), το άρθρο 84 του ΚΦΕ εφαρμόζεται
«[...] αναλόγως στην επιβολή προστίμων του Κ.Β.Σ. για υποθέσεις που αφορούν σε οικονομικά έτη 1996 και μετά, ενώ για υποθέσεις, που αφορούν σε οικονομικά έτη προ του 1996, (διαχειριστικές περίοδοι από 1-1 έως 31-12-1992, από 1-1 έως 31-12-1993 και από 1-1 έως 31-12-1994), εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 68 του Ν.Δ. 3323/1955. Επομένως, στην κρινόμενη περίπτωση [...], το δικαίωμα του Δημοσίου προς επιβολή προστίμου για παραβάσεις του Κ.Β.Σ., υπόκειται σε δεκαετή παραγραφή, ο χρόνος της οποίας αρχίζει από τη λήξη της επόμενης διαχειριστικής περιόδου εκείνης που αφορά η παράβαση [...]».
Περαιτέρω, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκαν τα ακόλουθα:
«[Γ]ια να επέλθει διακοπή της παραγραφής του ως άνω δικαιώματος του Δημοσίου, δεν αρκεί η εντός του χρόνου αυτής έκδοση της πράξης επιβολής προστίμου, αλλά απαιτείται και η εντός του χρόνου αυτής νόμιμη κοινοποίηση της. Επομένως, αν δεν γίνει κοινοποίηση της πράξης επιβολής προστίμου εντός της δεκαετίας ή αν γίνει μη νόμιμη κοινοποίηση αυτής, το δικαίωμα του Δημοσίου προς επιβολή προστίμου παραγράφεται και, ως εκ τούτου, η φορολογική αρχή δεν δύναται μετά τη συμπλήρωση της να κοινοποιήσει πράξη επιβολής προστίμου στον φορολογούμενο [...].».
Η τελευταία αυτή ερμηνευτική κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου δεν πλήττεται από το αναιρεσείον Δημόσιο.
4. Επειδή, στις παραγράφους 18 και 19 του άρθρου 19 του ν. 3091/2002 (Α΄ 330/24.12.2002) ορίζονται τα εξής:
«18. Για υποθέσεις φόρου εισοδήματος, φόρου προστιθέμενης αξίας και λοιπών παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών και εισφορών των προσώπων του άρθρου 2 του π.δ. 186/1992 (ΦΕΚ 84Α΄), σε βάρος των οποίων έχουν εκδοθεί και κοινοποιηθεί αποφάσεις επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ., για έκδοση εικονικών ή πλαστών φορολογικών στοιχείων ή λήψη εικονικών ή νόθευση φορολογικών στοιχείων μέχρι το χρόνο παραγραφής του δικαιώματος του δημοσίου για κοινοποίηση των φύλλων ελέγχου ή πράξεων επιβολής του φόρου, παρατείνεται το δικαίωμα αυτό για δύο ακόμη έτη πέραν του χρόνου που ορίζεται από τις οικείες κατά περίπτωση διατάξεις. Οι διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου εφαρμόζεται για τις διαχειριστικές περιόδους που βαρύνονται με τα εικονικά, πλαστά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία και ισχύει για υποθέσεις για τις οποίες η προθεσμία παραγραφής λήγει από 31-12-2002 και μετά.
19. Οι προθεσμίες παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου ή πράξεων επιβολής φόρων, τελών και εισφορών, οι οποίες λήγουν την 31η Δεκεμβρίου των ετών 2002, 2004 και 2005, λήγουν αντί των ημερομηνιών αυτών, την 31η Δεκεμβρίου 2003 [...]».
Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του ν. 3212/2003 (Α΄ 308/31-12-2003),
«Οι προθεσμίες παραγραφής που λήγουν στις 31-12-2003, ημερομηνία μετά την οποία παραγράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου, επιβολής φόρων, τελών, εισφορών και προστίμων, παρατείνονται μέχρι 27-2-2004».
Τέλος, η παράγραφος 10 του άρθρου 5 του ν. 3296/2004 (Α΄ 253/14.12.2004) προέβλεψε ότι
«Η προθεσμία παραγραφής των υποθέσεων του οικονομικού έτους 1999 (χρήση 1998), καθώς και των υποθέσεων προηγούμενων ετών για τις οποίες έχει παραταθεί ο χρόνος παραγραφής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Ν. 3091/2002 και του άρθρου 22 του Ν. 3212/2003, η οποία λήγει στις 31.12.2004, ημερομηνία μετά την οποία παραγράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου για την κοινοποίηση φύλλων ελέγχου επιβολής φόρου, τελών και εισφορών, παρατείνεται για ένα (1) έτος από τη λήξη της».
Οι προεκτεθείσες διατάξεις περί παράτασης της παραγραφής είναι στενώς ερμηνευτέες, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 2.
5. Επειδή, η ως άνω διάταξη του άρθρου 19 παρ. 18 του ν. 3091/2002 αναφέρεται σε «υποθέσεις φόρου εισοδήματος, φόρου προστιθέμενης αξίας και λοιπών παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών και εισφορών των προσώπων του άρθρου 2 του π.δ. 186/1992, σε βάρος των οποίων έχουν εκδοθεί και κοινοποιηθεί αποφάσεις επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ., για έκδοση εικονικών [...] φορολογικών στοιχείων [...] μέχρι το χρόνο παραγραφής του δικαιώματος του δημοσίου για κοινοποίηση των φύλλων ελέγχου ή πράξεων επιβολής του φόρου» και παρατείνει την παραγραφή για «κοινοποίηση των φύλλων ελέγχου ή πράξεων επιβολής του φόρου». Επομένως, η διάταξη αυτή δεν αφορά στην προθεσμία παραγραφής για την έκδοση και κοινοποίηση πράξης επιβολής προστίμων του Κ.Β.Σ., λόγω παραβάσεων έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων, αλλά η έκδοση τέτοιας πράξης τίθεται ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης, ήτοι για την παράταση της παραγραφής του δικαιώματος κοινοποίησης φύλλων ελέγχου ή πράξεων επιβολής φόρου, σε βάρος επιτηδευματιών, σε υποθέσεις φόρου εισοδήματος, ΦΠΑ κ.λπ.. Εξάλλου, η προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 5 παρ. 10 του ν. 3296/2004 αναφέρεται στο «δικαίωμα του Δημοσίου για την κοινοποίηση φύλλων ελέγχου επιβολής φόρου, τελών και εισφορών», όχι όμως και κυρώσεων, όπως το ένδικο πρόστιμο για παραβάσεις των διατάξεων του Κ.Β.Σ.. Επομένως, οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 18 του ν. 3091/2002 και του άρθρου 5 παρ. 10 του ν. 3296/2004 δεν αφορούν σε πράξεις προστίμου για παραβάσεις του Κ.Β.Σ. (πρβλ. ΣτΕ 1623/2016 επταμ.).
6. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά και κρίθηκαν τα εξής (σκέψεις 6, 7 και 8):
«6. Με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού λήφθηκε υπόψη ότι στην προκείμενη περίπτωση οι παραβάσεις για τις οποίες επιβλήθηκαν, με την ένδικη 437/2003 απόφαση επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. Κορωπίου σε βάρος της λυθείσας εταιρίας “... και Σια Ο.Ε.”, τα ένδικα πρόστιμα, φέρονται ότι τελέσθηκαν κατά την διαχειριστική περίοδο από 1-1 έως 31-12-1992, οπότε ο χρόνος της δεκαετούς παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου δια την επιβολή των προστίμων βάσει των εφαρμοστέων διατάξεων, άρχισε την 31-12-93, ήτοι από τη λήξη της επομένης διαχειριστικής περιόδου, καθώς και ότι η ανωτέρω πράξη επιβολής προστίμου κοινοποιήθηκε προς τους εφεσίβλητους την 20-5-2005 και 2-6-2005, αντίστοιχα, δοθέντος ότι η κοινοποίηση αυτής στις 30-12-2003 ήταν άκυρη, κρίθηκε ότι η πράξη αυτή ήταν ακυρωτέα για το λόγο ότι κοινοποιήθηκε στους βαρυνόμενους και ήδη [αναιρεσίβλητους] μετά την παρέλευση του χρόνου παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς επιβολή του προστίμου, ο οποίος έληξε ενόψει της παράτασης που εχώρησε δυνάμει της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 3212/2003, την 27-2-2004. Έτσι με την εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτή η ένδικη προσφυγή και ακυρώθηκε η ανωτέρω πράξη επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Κορωπίου.
7. Ήδη, με την υπό κρίση έφεση, το Ελληνικό Δημόσιο ζητά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης. Ειδικότερα, το εκκαλούν ισχυρίζεται τα εξής: με τις διατάξεις της παραγράφου 10 του άρθρου 5 του νόμου 3296/2004 (ΦΕΚ 253 Α΄) ορίζεται ότι [...]. Έτσι ισχυρίζεται ότι παρατάθηκε για ένα ακόμη έτος από την λήξη του, ο χρόνος παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να κοινοποιήσει πράξεις επιβολής προστίμων μεταξύ άλλων και των υποθέσεων προηγουμένων ετών για τις οποίες είχε παραταθεί ο χρόνος παραγραφής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 3091/2002, δηλαδή για διαχειριστικές περιόδους που βαρύνονταν με εικονικά πλαστά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία και η προθεσμία παραγραφής έληγε αρχικά στις 31-12-2002 και ύστερα από την ισχύ της παραγράφου 18 του άρθρου 19 του ανωτέρω νόμου 3091/2002 παρατάθηκε για δύο έτη, δηλαδή μέχρι 31-12-2004
α) των υποθέσεων προηγουμένων ετών και
β) των υποθέσεων προηγουμένων ετών για τις οποίες είχε παραταθεί ο χρόνος παραγραφής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 19 του άρθρου 19 του ν. 3091/2002 των οποίων η προθεσμία παραγραφής έληξε αρχικά στις 31-12-2003 και μετά και ύστερα από την ισχύ της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του ν. 3212/2003 παρατάθηκε μέχρι 27-2-2004. Έτσι ισχυρίζεται ότι για τις ανωτέρω περιπτώσεις ο χρόνος παραγραφής παρατάθηκε μέχρι τις 31-12-2005.
8. Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο, ενόψει του ότι:
α) με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3212/2003 [...] παρατάθηκαν γενικώς [...] οι προθεσμίες παραγραφής που έληγαν στις 31-12-2003 μέχρι 27-2-2004 και
β) η παράγραφος 18 του άρθρου 19 του ν. 3091/2002 [...] αφορά μόνο υποθέσεις φόρου εισοδήματος φόρου προστιθέμενης αξίας και λοιπών παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών και εισφορών των προσώπων του άρθρου 2 του π.δ. 186/1992, για τις οποίες έχει νομίμως κοινοποιηθεί μέσα στο χρόνο της παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου απόφαση επιβολής προστίμου ΚΒΣ για λήψη ή έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων, αφού δεν γίνεται ρητή αναφορά στην παράγραφο αυτή για τις υποθέσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ούτε γίνεται παραπομπή στο σχετικό περί παραγραφής άρθρο 68 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος φυσικών προσώπων (ν.δ. 3323/1955, με αντικατάσταση προσθήκη κλπ. σε αυτό της σχετικής διάταξης) κρίνει ότι η επικαλούμενη από το εκκαλούν διάταξη της παραγράφου 10 του άρθρου 5 του ν. 3296/2004 δεν εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση.
Τούτο δε διότι:
α) η αναφορά που γίνεται στον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων στην παρ. 18 του εν λόγω άρθρου είναι μόνο η προϋπόθεση της νόμιμης εντός του χρόνου της παραγραφής κοινοποίησης πράξης επιβολής προστίμου ΚΒΣ για έκδοση πράξεων καταλογιστικών επί υποθέσεων φόρου εισοδήματος κλπ.,
β) το δικαίωμα του Δημοσίου για κοινοποίηση της ένδικης πράξης 437/2003 επιβολής προστίμου του Κ.Β.Σ. έληξε στις 27-2-2004, αφού οι παραβάσεις φέρονται ότι τελέσθηκαν κατά την διαχειριστική περίοδο από 1-1/31-12-92 οπότε ο χρόνος της δεκαετούς παραγραφής του δικαιώματος του δημοσίου για την υποβολή των προστίμων άρχισε την 31-12-1993, ήτοι από την λήξη της επομένης διαχειριστικής περιόδου και έληξε στις 27-2-2004, ενόψει της παράτασης που εχώρησε δυνάμει της προαναφερόμενης διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του ν. 3212/2003, αφού η ένδικη απόφαση κοινοποιήθηκε στους εφεσιβλήτους την 20-5-2005 και 2-6-2005 αντίστοιχα, ήτοι μετά την ως άνω ημερομηνία 27-2-2004 μετά την οποία παραγράφηκε το δικαίωμα του δημοσίου προς επιβολή του ένδικου προστίμου και
γ) δεν είχε λάβει διετή παράταση με την παράγραφο 18 του άρθρου 19 του ν. 3091/2002, δεδομένου ότι η προκείμενη παράταση του χρόνου παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου ή πράξεων επιβολής του φόρου, αφορούσε στις υποθέσεις φόρου εισοδήματος, φόρου προστιθέμενης αξίας κλπ., για τις οποίες προηγήθηκε νόμιμη κοινοποίηση πράξης επιβολής προστίμου ΚΒΣ, και όχι υποθέσεις του Κ.Β.Σ., όπως ανωτέρω προαναφέρθηκε. Επομένως, εφόσον κατά το χρόνο ισχύος της παραγράφου 10 του άρθρου 5 του ν. 3296/2004 (ΦΕΚ 253Α/14-12-2004) το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή προστίμου Κ.Β.Σ. είχε ήδη υποπέσει σε παραγραφή, η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση και ο αντίθετος ισχυρισμός του εκκαλούντος είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος.».
7. Επειδή, με το μοναδικό λόγο αναίρεσης προβάλλεται ότι η κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για την επιβολή και την κοινοποίηση της ένδικης πράξης προστίμου του Κ.Β.Σ. είναι μη νόμιμη, διότι από τη συνδυαστική ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 34 (παρ. 4) του Κ.Β.Σ., 68 (παρ. 1) του ν.δ. 3323/1955, 19 (παρ. 18 και 19) του ν. 3091/2002, 22 (παρ. 1) του ν. 3212/2003 και 5 (παρ. 10) του ν. 3296/2004 προκύπτει ότι, ενόψει της παράτασης που χορηγήθηκε με την τελευταία των παραπάνω διατάξεων, η προθεσμία παραγραφής έληγε, εν προκειμένω, την 31.12.2005. Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 5, οι διατάξεις των άρθρων 19 (παρ. 18) του ν. 3091/2002 και 5 (παρ. 10) του ν. 3296/2004 δεν είχαν εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση και, επομένως, νομίμως το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι η κοινοποίηση της ένδικης πράξης προστίμου στους ήδη αναιρεσίβλητους, την 20.5.2005 και την 2.6.2005 αντίστοιχα, έγινε καθ’ υπέρβαση της προθεσμίας παραγραφής, που ορίζεται στο άρθρο 34 παρ. 4 του Κ.Β.Σ., σε συνδυασμό με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 68 παρ. 1 του ν.δ. 3323/1955.
8. Επειδή, κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 31 Ιανουαρίου 2018
Η Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος Η Γραμματέας
Ε. Σάρπ Α. Ζυγουρίτσα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 7ης Φεβρουαρίου 2018.
Η Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος Ο Γραμματέας του Β΄ Τμήματος
Ε. Σάρπ Ι. Μητροτάσιος
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!