ΣτΕ 175/2018
Αριθμός 175/2018
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Ιανουαρίου 2018, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Ε. Νίκα, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Σύμβουλοι, Ι. Δημητρακόπουλος, Μ. Σκανδάλη, Πάρεδροι.
Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 12 Αυγούστου 2016 αίτηση: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "SANTAIR ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ Α.Ε.", που εδρεύει στη Δάφνη Αττικής (οδός Αγαμέμνονος αρ. 41), η οποία παρέστη με την δικηγόρο Γερασιμούλα Σιμωνετάτου (Α.Μ. 15921), κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Δέσποινα Γάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 1499/2016 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ι. Δημητρακόπουλου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, με την αίτηση αυτή, για την οποία έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ' αριθμ. 1410843-44/2016 και 3717228/2016 ειδικά γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α), ζητείται η αναίρεση της 1499/2016 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά της 10003/2014 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία απόφαση απορρίφθηκε η προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά της 1289/09/21.10.2009 πράξης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε. Αθηνών, περί επιβολής σε βάρος της προστίμου του Κ.Β.Σ., ύψους 112.204 ευρώ, λόγω έκδοσης ενός εικονικού φορολογικού στοιχείου, κατά τη διαχειριστική χρήση του 2003.
2. Επειδή, η παράγραφος 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), ορίζει ότι
«Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου» [η ως άνω διάταξη επαναλήφθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016), που αντικατέστησε, από 22.12.2016, την παράγραφο 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989).
Επιπλέον, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010,
«Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ [...]».
Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναίρεσης, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων αμφοτέρων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (βλ. ΣτΕ 1873/2012 επταμ., 435/2017 κ.ά.). Ειδικότερα, κατά την έννοια της πρώτης των ανωτέρω διατάξεων, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αίτησής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθένα από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, που είναι κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς και επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση με μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, ως τέτοια δε νομολογία νοείται η διαμορφωθείσα επί αυτού τούτου του κρίσιμου νομικού ζητήματος και όχι επί ανάλογου ή παρόμοιου (βλ. ΣτΕ 507/2014, 435/2017 κ.ά.). Εξάλλου, νομολογία «ανωτάτου δικαστηρίου», κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, αποτελεί και απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), από την οποία προκύπτει, κατά τρόπο αρκούντως σαφή, ερμηνεία διάταξης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), λαμβανομένου υπόψη αφενός, ότι, όσον αφορά την ερμηνεία της ΕΣΔΑ στην ημεδαπή έννομη τάξη, οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ έχουν σημασία και βαρύτητα ανάλογη με εκείνη της νομολογίας των εθνικών ανωτάτων δικαστηρίων και, αφετέρου, ότι η προβαλλόμενη αντίθεση μεταξύ της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και της νομολογίας του ΕΔΔΑ δημιουργεί, κατά τεκμήριο, σοβαρό νομικό ζήτημα, αναγόμενο στο σεβασμό των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας στο πεδίο των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ώστε να δικαιολογείται, ενόψει και του σκοπού της προαναφερόμενης διάταξης, η εξέτασή του από το Συμβούλιο της Επικρατείας, προς διασφάλιση της ορθότητας και της ενότητας της νομολογίας, περί της ερμηνείας και της εφαρμογής της ΕΣΔΑ, στο πλαίσιο της απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης (βλ. ΣτΕ 167-169/2017 επταμ., 2987/2017 επταμ., 3076/2017).
3. Επειδή, το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου με την παρούσα αίτηση είναι ανώτερο των 40.000 ευρώ.
4. Επειδή, το άρθρο 4 του (κυρωθέντος με τον ν. 1705/1987, Α΄ 8) Έβδομου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (7ου ΠΠ) της ΕΣΔΑ ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι: «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με τον νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού». Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η προβλεπόμενη σε αυτήν απαγόρευση (ne bis in idem), απαιτείται, κατ’ αρχήν, να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους,
(β) οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι “ποινικές” κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, ήτοι βάσει των κριτηρίων Engel, κατ’ εφαρμογή των οποίων μπορούν να θεωρηθούν ως “ποινικές” και κυρώσεις που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα, εν όψει της φύσης των σχετικών παραβάσεων ή/και του είδους και της βαρύτητας των προβλεπόμενων για αυτές διοικητικών κυρώσεων,
(γ) η μία από τις εν λόγω διαδικασίες πρέπει να έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση και
(δ) οι διαδικασίες πρέπει να στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου και να αφορούν στην ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά (βλ. ΣτΕ 1992/2016 επταμ., 167-169/2017 επταμ., 680/2017 επταμ., 2987/2017 επταμ. κ.ά.).
Ειδικότερα, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της παραπάνω διάταξης της ΕΣΔΑ ούτε, άλλωστε, της αντίστοιχης διάταξης του άρθρου 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εάν υποτεθεί ότι ο Χάρτης αυτός βρίσκει πεδίο εφαρμογής σε υπόθεση όπως η παρούσα) στην περίπτωση κατά την οποία η μία “ποινική” διαδικασία στρέφεται κατά νομικού προσώπου, ενώ η άλλη κατά του νόμιμου εκπρόσωπου αυτού, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ταυτότητα του προσώπου, έναντι του οποίου κινήθηκαν οι δύο διαδικασίες (βλ. ΕΔΔΑ 6.12.2007, 29829/05, Γιαννετάκη Ε.Π.Ε. και Γιαννετάκης κατά Ελλάδας, σκέψη 36, ΕΔΔΑ, 20.5.2014, 35232/11, Pirttimäki κατά Φινλανδίας, σκέψη 51 και ΔΕΕ 5.4.2017, C-217/15 & C-350/15, ECLI:EU:C:2017:264, Orsi & Baldetti, σκέψεις 17-27).
5. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του εδαφίου β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (όπως αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο, πριν από την αντικατάσταση της ανωτέρω παραγράφου με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016, Α΄ 240), όταν το διοικητικό δικαστήριο κρίνει επί υπόθεσης επιβολής προστίμου του Κ.Β.Σ. για έκδοση εικονικού φορολογικού στοιχείου, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, εκτός εάν πρόκειται για αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση (οπότε δεσμεύεται ως προς την ενοχή του δράστη), αλλά υποχρεούται να τη συνεκτιμήσει κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του [πρβλ. ΣτΕ 3076/2017, 434/2017 επταμ., 2403/2015, 1741/2015 Ολομ. κ.ά.). Εξάλλου, το ΕΔΔΑ, ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει το τεκμήριο αθωότητας, έχει δεχθεί ότι απόφαση διοικητικού δικαστηρίου που έπεται τελικής αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου για το ίδιο πρόσωπο δεν πρέπει να την παραβλέπει και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση, έστω και αν αυτή εχώρησε λόγω αμφιβολιών, ως “τελική” δε απόφαση, στο πλαίσιο της προαναφερόμενης νομολογίας, νοείται η αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Προκειμένου να ενεργοποιηθεί το τεκμήριο αθωότητας από την ανωτέρω άποψη, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να δείξει ότι η ποινική διαδικασία συνδέεται κατ’ ουσίαν προς την διοικητική διαδικασία και αντίστοιχη διοικητική δίκη (πρβλ. ΕΔΔΑ ευρ. συνθ. 12.7.2013, 25424/09, Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψεις 94, 103 και 104, ΕΔΔΑ 18.10.2016, 21107/07, Alkasi v. Turkey, σκέψεις 25-28, καθώς και ΣτΕ Ολομ. 4662/2012). Επομένως, δεν ανακύπτει ζήτημα παραβίασης του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, από την ανωτέρω άποψη, σε περίπτωση στην οποία το διοικητικό δικαστήριο αποφαίνεται επί υπόθεσης επιβολής προστίμου του Κ.Β.Σ. για παραβατική συμπεριφορά (όπως η έκδοση εικονικού φορολογικού στοιχείου), η οποία δεν (προκύπτει ότι) είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημη ή, έστω, συναφής με εκείνη στην οποία αφορά η αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, που επικαλείται ο προσφεύγων ως σχετική. Εξάλλου, δεν συνάγεται κάτι διαφορετικό από τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ στις υποθέσεις Διαμαντίδης κατά Ελλάδας (71563/01), Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας (35522/04), Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδας (3453/12, 42941/12, 9028/13) και Σισμανίδης και Σιταρίδης κατά Ελλάδας (66602/09, 71879/12).
6. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του (σκέψη 7), το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έκρινε τα ακόλουθα:
«[…] Κατόπιν των ανωτέρω, και συνεκτιμώντας τα στοιχεία που έλαβε υπόψη του το πρωτόδικο δικαστήριο, προκειμένου να αποφανθεί σχετικά με την πραγματοποίηση της ένδικης συναλλαγής (δηλαδή όσα παρατίθενται αναλυτικά στην έκθεση ελέγχου της φορολογικής αρχής, σε συνδυασμό με το πόρισμα της διεξαχθείσας πραγματογνωμοσύνης και με την άρνηση της εκκαλούσας να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με το ένδικο λογισμικό), το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι το λογισμικό, το οποίο φέρεται ότι εισήχθη από την Κύπρο δυνάμει της 68722/16-5-03 διασάφησης εισαγωγής, ουδέποτε εισήχθη, ούτε υπήρξε ποτέ στην κατοχή της εκκαλούσας [ήδη αναιρεσείουσας], ούτε, εν τέλει, παραδόθηκε στον τελικό παραλήπτη του (Γενικό Νοσοκομείο Σπάρτης). Συνεπώς, το εν συνεχεία εκδοθέν από την εκκαλούσα προς το επιστημονικό σωματείο με την επωνυμία ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΟΝΟΣ με αριθμό .../13-6-03 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής ήταν εικονικό, ως αφορών ανύπαρκτη συναλλαγή. […] Απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η πραγματοποίηση της ένδικης συναλλαγής έχει κριθεί με δύναμη αστικού και ποινικού δεδικασμένου, καθώς :
α) οι 2983 και 2985/04 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και οι 627 και 628/05 αποφάσεις του ως άνω Δικαστηρίου, οι οποίες επικυρώθηκαν με τις 826 και 827/07 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών […],
β) το 467/06 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο ο νόμιμος εκπρόσωπος της εκκαλούσας ... αθωώθηκε για τα αδικήματα της απάτης στο Δικαστήριο με περιουσιακό όφελος και προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουσα τις 73.000 ευρώ κατ’ εξακολούθηση και της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, εκδόθηκε έπειτα από μήνυση της εταιρείας ... ΕΠΕ και αφορά επίσης το ζήτημα της αποδοχής των επιταγών από τον ανωτέρω (χωρίς να περιέχει οποιαδήποτε κρίση, πέραν μιας παρεμπίπτουσας αναφοράς, για την ένδικη συναλλαγή), ενώ στο 156/07 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε η ασκηθείσα κατά του προαναφερομένου βουλεύματος έφεση του Προέδρου του επιστημονικού σωματείου ..., δεν περιέχεται καμία αναφορά στην εκκαλούσα και στην ένδικη εικονικότητα,
γ) η 917/15 απόφαση του Εφετείου Αθηνών […] και
δ) η (αμετάκλητη) 54712/15 απόφαση του Ζ΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία οι ... κηρύχθηκαν αθώοι για τις πράξεις της έκδοσης και αποδοχής εικονικού φορολογικού στοιχείου, πέραν του ότι από μόνο το διατακτικό της, το οποίο προσκομίζεται, δεν προκύπτει ότι αφορά την ένδικη παράβαση (αφού οι παραπάνω πράξεις, όπως αναφέρει, έγιναν στις 30-9-10, ενώ το κριθέν ως εικονικό τιμολόγιο εκδόθηκε στις 13-6-03), δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., όπως αυτό έχει ερμηνευθεί, το διοικητικό δικαστήριο, όταν κρίνει για διοικητική παράβαση, δεν δεσμεύεται από τυχόν προηγηθείσα αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, υποχρεούται όμως να εκτιμήσει αυτήν κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του (ΣτΕ 2069, 1714/2014, 1184, 1741, 2403/2015). Δεδομένου δε ότι η κύρωση που επιβλήθηκε στην εκκαλούσα με την 1289/09 απόφαση επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. έχει αμιγώς φορολογικό χαρακτήρα, δεν είναι εφαρμοστέα εν προκειμένω η αρχή ne bis in idem, που διαλαμβάνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και της οποίας γίνεται επίκληση στην έφεση. Και τούτο διότι, όπως έχει κριθεί (βλ. ΣτΕ 1741/2015), η εν λόγω αρχή δεν εμποδίζει την επιβολή, για την ίδια πράξη, διαδοχικώς μιας φορολογικής και μιας ποινικής κυρώσεως, στο βαθμό που η πρώτη κύρωση δεν έχει ποινικό χαρακτήρα.».
7. Επειδή, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η ως άνω τελευταία κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου ενέχει εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της αρχής ne bis in idem, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ. Συναφώς, διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι η κρίση αυτή είναι αντίθετη προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδας και Σισμανίδης και Σιταρίδης κατά Ελλάδας, στις οποίες έγινε δεκτό ότι διοικητική χρηματική κύρωση μεγάλου ύψους για φορολογική/τελωνειακή παράβαση, όπως το επίδικο πρόστιμο, έχει “ποινικό” χαρακτήρα. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 4, δεν συντρέχει, εν προκειμένω, περίπτωση εφαρμογής τoυ άρθρου 4 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ, διότι δεν υπάρχει ταυτότητα του προσώπου στο οποίο επιβλήθηκε το ένδικο πρόστιμο για παράβαση του Κ.Β.Σ. (αναιρεσείουσα εταιρεία) και κάποιου από τα (φυσικά) πρόσωπα κατά των οποίων κινήθηκε η ποινική διαδικασία που ολοκληρώθηκε με την 54712/2015 αμετάκλητη απόφαση του Ζ΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (ένα εκ των οποίων ήταν ο ..., νόμιμος εκπρόσωπος της αναιρεσείουσας). Συνεπώς, ο λόγος έφεσης περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem ήταν απορριπτέος, ως αβάσιμος, και, συνακόλουθα, ορθώς απορρίφθηκε, ανεξαρτήτως αιτιολογίας, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης, ανεξαρτήτως εάν προβάλλεται παραδεκτώς (δεδομένου ότι αναφέρεται σε παραβίαση του άρθρου 4 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ και σε αντίθεση προς σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, ενώ η προσβαλλόμενη κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης αφορά στην «[...] αρχή ne bis in idem, που διαλαμβάνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και της οποίας γίνεται επίκληση στην έφεση [...]»), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
8. Επειδή, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται επιπλέον ότι η προεκτεθείσα κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου σχετικά με την επιρροή της 54712/2015 αμετάκλητης απόφασης του Ζ΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. Συναφώς, διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι η εν λόγω κρίση είναι αντίθετη προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας, Διαμαντίδης κατά Ελλάδας, Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδας και Σισμανίδης και Σιταρίδης κατά Ελλάδας. Ωστόσο, ανεξάρτητα από το εάν ο λόγος προβάλλεται εκ συμφέροντος τρίτου (των φυσικών προσώπων που κηρύχθηκαν αθώα με την ανωτέρω ποινική απόφαση) ή εάν το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο είχε την υποχρέωση να συνεκτιμήσει την προαναφερόμενη αθωωτική απόφαση, με την οποία απαλλάχθηκε ποινικής κατηγορίας όχι η αναιρεσείουσα αλλά ο νόμιμος εκπρόσωπός της (πρβλ. ΣτΕ 479/2017, 3338/2013), πάντως η επίμαχη κρίση της αναιρεσιβαλλομένης στηρίζεται (αυτοτελώς) και στην (επάλληλη) αιτιολογία ότι από μόνο το προσκομισθέν διατακτικό της ανωτέρω αθωωτικής ποινικής απόφασης δεν προκύπτει ότι αυτή αφορά στην ένδικη παράβαση. Η αιτιολογία αυτή συνάδει προς όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 5 αναφορικά με την έννοια της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και ουδόλως έρχεται σε αντίθεση προς τα κριθέντα με τις ανωτέρω αποφάσεις του ΕΔΔΑ που επικαλείται η αναιρεσείουσα. Εξάλλου, ναι μεν η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι με την προαναφερόμενη ποινική απόφαση ο νόμιμος εκπρόσωπός της αθωώθηκε από την κατηγορία έκδοσης εικονικού τιμολογίου για την ίδια υπόθεση και ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα δέχθηκε ότι υφίσταται διαφοροποίηση μεταξύ του χρόνου τέλεσης της πράξης για την οποία έκρινε το ποινικό δικαστήριο και του χρόνου έκδοσης του επίμαχου τιμολογίου, αλλά ο εν λόγω ισχυρισμός πλήττει απαραδέκτως την εκ μέρους του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου εκτίμηση του περιεχομένου μη διαδικαστικού της δίκης εγγράφου. Τούτων έπεται ότι, όσον αφορά την ως άνω αυτοτελή/επάλληλη αιτιολογική βάση της επίδικης κρίσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στοιχειοθετείται (έμμεση) ερμηνευτική αντίθεσή της προς τις ανωτέρω αποφάσεις του ΕΔΔΑ, από τις οποίες, άλλωστε, δεν προκύπτει (και, δη, κατά τρόπο αρκούντως σαφή) ότι η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ έχει την έννοια ότι το διοικητικό δικαστήριο το οποίο κρίνει επί της τέλεσης από ορισμένο πρόσωπο παράβασης της φορολογικής νομοθεσίας δεσμεύεται από αμετάκλητη απαλλακτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, που αφορά στο ίδιο πρόσωπο και στην ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση που του απέδωσε η Διοίκηση (βλ. ΣτΕ 3076/2017, 434/2017 επταμ. 167-169/2017 επταμ., 1992/2016 επταμ., 2403/2015, 2069/2014, 1713/2014). Κατά συνέπεια, ο παραπάνω λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, βάσει της διάταξης του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989.
9. Επειδή, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης προβάλλεται ότι είναι πλημμελώς αιτιολογημένη η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης περί εικονικότητας του ένδικου φορολογικού στοιχείου. Ωστόσο, δεν διατυπώνεται συναφώς οποιοσδήποτε συγκεκριμένος ισχυρισμός με το περιεχόμενο που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989. Συνεπώς, ο λόγος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, κατ’ εφαρμογή της διάταξης αυτής.
10. Επειδή, τούτων έπεται ότι η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τη δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου 2018
Η Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος Η Γραμματέας
Ε. Σάρπ Α. Ζυγουρίτσα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 24ης Ιανουαρίου 2018.
Η Πρόεδρος του Β´ Τμήματος Ο Γραμματέας του Β´ Τμήματος
Ε. Σάρπ Ι. Μητροτάσιος
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!