ΣτΕ 162/2018
Αριθμός 162/2018
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Σεπτεμβρίου 2016, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Μ. Πικραμένος, Σ. Βιτάλη, Σύμβουλοι, Αγ. Σδράκα, Ν. Σεκέρογλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 3 Απριλίου 2006 αίτηση: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ".... Α.Ε.Β.Ε." Εμπόριο Γαλακτοκομικών Προϊόντων - Αλλαντικά - Τρόφιμα - Ποτά, η οποία τελεί σε πτώχευση και εδρεύει στην Κατερίνη (... χλμ. Π.Ε.Ο. Κατερίνης-Θεσσαλονίκης), η οποία δεν παρέστη, αλλά νομιμοποιήθηκε με την κατάθεση ειδικού συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου σε άλλον από τον υπογράφοντα δικηγόρο, κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Δέσποινα Γάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 2404/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Σ. Βιτάλη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την εκπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Eπειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 2029840, 2029851-2/2006 ειδικά γραμμάτια παραβόλου Α΄ σειράς).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία εισάγεται προς συζήτηση μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 3333/2015 προδικαστικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2404/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απερρίφθη έφεση της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της υπ’ αριθμ. 1061/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί προσφυγή, η οποία είχε ασκηθεί από τη σύνδικο πτωχεύσεως της ανώνυμης εταιρείας «ΑΘ. ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Α.Ε.Β.Ε.», και στρεφόταν κατά της υπ’ αριθμ. 1750/12.5.2000 αρνητικής απαντήσεως του Προϊσταμένου του Περιφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου (Π.Ε.Κ.) Θεσσαλονίκης επί αιτημάτων διοικητικής επίλυσης της διαφοράς που είχε διατυπώσει η εν λόγω, τελούσα σε πτώχευση, εταιρεία «σε δώδεκα προσφυγές της κατά ανάλογων, εκδοθεισών εις βάρος της, καταλογιστικών πράξεων φόρου προστιθεμένης αξίας, φόρου μισθωτών υπηρεσιών, τελών χαρτοσήμου και προστίμων Φ.Π.Α.».
3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως δέχεται η προσβαλλομένη απόφαση, σε βάρος της αναιρεσείουσας εταιρείας, η οποία τελούσε σε πτώχευση, είχε εκδοθεί από τον Προϊστάμενο του Περιφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου (ΠΕΚ) Θεσσαλονίκης η υπ’ αριθμ. 1750/12.5.2000 αρνητική απάντηση επί αιτημάτων διοικητικής επίλυσης της διαφοράς που είχαν διατυπωθεί «σε δώδεκα προσφυγές της κατά ανάλογων, εκδοθεισών σε βάρος της, καταλογιστικών πράξεων φόρου προστιθεμένης αξίας, φόρου μισθωτών υπηρεσιών, τελών χαρτοσήμου και προστίμων Φ.Π.Α.», με την αιτιολογία ότι, εφ’ όσον η εταιρεία αυτή είχε κηρυχθεί σε πτώχευση, δεν είχε η ίδια δικαίωμα υποβολής των αιτημάτων αυτών, αλλά ο σύνδικος πτωχεύσεως, ο οποίος δεν προέβη σε υποβολή σχετικού αιτήματος, και ότι, κατόπιν αυτού, τα εν λόγω αιτήματα, υποβληθέντα από μη νομιμοποιούμενο πρόσωπο, ήταν «ανενεργά» ως προς την επίτευξη διοικητικής επιλύσεως της διαφοράς και έπρεπε να παραπεμφθούν ως προσφυγές στο δικαστήριο. Οι προσφυγές αυτές, όπως αναφέρεται περαιτέρω στην πρωτόδικη απόφαση, εκδικάσθηκαν και εκδόθηκαν επ’ αυτών αποφάσεις του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης: άλλες παραπεμπτικές στο Μονομελές, λόγω ποσού κυρίου φόρου, και άλλες «αναπεμπτικές» στη φορολογική αρχή για να τηρηθεί η διαδικασία της διοικητικής επίλυσης, καθώς θεωρήθηκε ότι το σχετικό αίτημα είχε, καθ’ ερμηνεία, υποβληθεί από την σύνδικο. Υπό τα δεδομένα αυτά, κρίθηκε με την πρωτόδικη απόφαση ότι η επίδικη ως άνω πράξη του Προϊσταμένου δεν είχε εκτελεστό χαρακτήρα αλλά συνιστούσε πληροφοριακό έγγραφο, απαραδέκτως προσβαλλόμενο με προσφυγή. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε έφεση «της πτωχευσάσης Ανωνύμου Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΘ. ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Α.Ε.Β.Ε.» Εμπόριο Γαλακτοκομικών Προϊόντων - Αλλαντικά - Τρόφιμα - Ποτά που εδρεύει στην Κατερίνη ….και εκπροσωπείται νόμιμα από την οριστική σύνδικο πτώχευσής της, Αικατερίνης Γάκη, δικηγόρο Κατερίνης…», η οποία απερρίφθη με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι η ως άνω εταιρεία δεν ήταν διάδικος κατά την πρωτόδικη δίκη, δεδομένου ότι την προσφυγή είχε ασκήσει η σύνδικος υπό την ιδιότητά της αυτή και, ως εκ τούτου, η εταιρεία δεν είχε, σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως. Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως ασκήθηκε η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως από την ως άνω εταιρεία, εκπροσωπούμενη νόμιμα από την οριστική σύνδικο πτωχεύσεως Αικατερίνη Γάκη, με την οποία προεβλήθη ότι και η ίδια η πτωχή εταιρεία ενομιμοποιείτο στην άσκηση αιτήσεων διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, αφ’ ενός μεν βάσει του άρθρου 26 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, ισχύοντος και μετά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, αφ’ ετέρου δε διότι η στέρηση του πτωχού από τη σχετική νομιμοποίηση θα προσέκρουε στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, και, πάντως, διότι εν προκειμένω η σύνδικος δεν είχε υποβάλει σχετικές αιτήσεις κατά των φύλλων ελέγχου – αν και αυτά της είχαν κοινοποιηθεί – έτσι ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος για την πτωχευτική περιουσία.
4. Επειδή, με την υπ’ αριθμ. 3333/2015 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εκρίθη ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 23, 24 και 285 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και των άρθρων 2 του α.ν. 635/1937 και 534 του Εμπορικού Νόμου, οι οποίες καταλαμβάνουν διαδικασίες πτωχεύσεως που έχουν αρχίσει πριν από την έναρξη ισχύος του νέου Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/2007, Α΄ 153/10.7.2007), προκύπτει ότι, από την κήρυξη της πτωχεύσεως μέχρι την παύση των εργασιών της, ο πτωχεύσας, στις δίκες που αφορούν την πτωχευτική περιουσία, παύει κατ’ αρχήν, να νομιμοποιείται ενεργητικώς και παθητικώς, εκπροσωπείται δε από τον σύνδικο, μη δυνάμενος να ασκήσει ο ίδιος ένδικα βοηθήματα και μέσα παρά μόνο κατ’ εξαίρεση, προκειμένου να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος λόγω αδράνειας ή αδυναμίας του συνδίκου να ενεργήσει δικαστικώς. Με την απόφαση αυτή έγινε ειδικότερα δεκτό ότι τόσο η έφεση, όσο και η αίτηση αναιρέσεως, ανεξαρτήτως του αν στα οικεία δικόγραφα δηλώνεται ότι ασκούνται από την εταιρεία «Αθ. Γεροβασιλείου», θεωρούνται, κατά μετατροπή, ότι έχουν ασκηθεί από τη σύνδικο, από την οποία, άλλωστε, είχε ασκηθεί και η αρχική προσφυγή, και ότι, για τον λόγο αυτό, η σύνδικος της πτωχεύσεως, ως ηττηθείσα διάδικος στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, νομιμοποιείται κατ’ άρθρο 53 παρ. 1 του π.δ.τος 18/1989 στην άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, η οποία, από την άποψη αυτή, ασκείται παραδεκτώς. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου, η οποία κατά το μέρος αυτό είναι οριστική, στηρίχθηκε αφ’ ενός μεν στο γεγονός ότι σε όλα τα εισαγωγικά δικόγραφα (προσφυγή, έφεση, αίτηση αναιρέσεως) η τελούσα σε πτώχευση εταιρεία «ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΕΙΟΥ», εμφανίζεται να εκπροσωπείται από την οριστική σύνδικο πτωχεύσεως, η οποία, υπό την ιδιότητα αυτή, είχε προβεί στις σχετικές δικονομικές ενέργειες και, κυρίως, στην παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας προς τον εκάστοτε υπογράφοντα ή παριστάμενο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως δικηγόρο, αφ’ ετέρου δε στο γεγονός ότι σε περιπτώσεις, αντίστοιχες με την υπό εξέταση υπόθεση, μόνον στον σύνδικο παρέχει, κατ’ αρχήν, ο νόμος ενεργητική νομιμοποίηση. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση έγινε δεκτό ότι η παρούσα κατ’ αναίρεση διαφορά έχει, κατ’ αρχήν, χρηματικό αντικείμενο, συνιστάμενο στα ποσά κυρίων φόρων και κυρώσεων που καταλογίσθηκαν στην ως άνω εταιρεία με τις πράξεις για τις οποίες επιχειρήθηκε η επίδικη διοικητική επίλυση, όπως τα ποσά αυτά είχαν ενδεχομένως διαμορφωθεί κατά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως. Λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη ότι το ύψος των ποσών αυτών δεν προέκυπτε ούτε από το αποσταλέν στο Συμβούλιο της Επικρατείας σημείωμα της Προϊσταμένης του Π.Ε.Κ. Θεσσαλονίκης περί προσδιορισμού του ποσού της διαφοράς (αρ. πρωτ. ΣτΕ 4015/17.5.2006), όπου, χωρίς καμιά εξήγηση, αναφέρεται ότι το ποσό της διαφοράς είναι μηδενικό, ούτε από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, με την προδικαστική απόφαση έγινε δεκτό ότι, για να κριθεί το παραδεκτό της υπό κρίση αιτήσεως από της απόψεως αυτής, έπρεπε να αναβληθεί η υπόθεση, προκειμένου η αρμόδια φορολογική αρχή (ΠΕΚ Θεσ/νίκης) να αποστείλει στο Δικαστήριο νεότερο σημείωμα, στο οποίο να λαμβάνει αιτιολογημένα θέση επί του ζητήματος «τεκμηριώνοντας τη θέση της αυτή με την αποστολή των σχετικών στοιχείων (καταλογιστικών πράξεων, τυχόν δικαστικών επ’ αυτών αποφάσεων, ή πράξεων διοικητικής επιλύσεως κ.λ.π.)».
5. Επειδή, σε εκτέλεση της ως άνω προδικαστικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, διαβιβάσθηκε στο Δικαστήριο το υπ’ αριθμ. 53890/10.11.2015 έγγραφο του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Κατερίνης, το οποίο συνοδεύεται από όλα τα μνημονευόμενα σε αυτό στοιχεία (πράξεις προσδιορισμού φόρου, προσφυγές με αιτήματα συμβιβασμού, αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων κ.λ.π.) (αρ. πρωτ. εισερχ. ΣτΕ 3923/13.11.2015). Με το έγγραφο αυτό η διοίκηση εμμένει στην αρχική της άποψη ότι το χρηματικό αντικείμενο της διαφοράς είναι μηδενικό, με την αιτιολογία ότι «δεν υφίσταται φορολογική διαφορά κατά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως δεδομένου ότι το αίτημα διοικητικής επίλυσης των διαφορών που είχε διατυπωθεί στις με αριθμούς καταχώρησης βιβλίου προσφυγών του Π.Ε.Κ. Θεσσαλονίκης 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18 και 19/27.4.2000 της εταιρείας Γεροβασιλείου, ικανοποιήθηκε πλήρως, μετά την έκδοση των αντίστοιχων αναπεμπτικών αποφάσεων του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ήτοι των 3675/2002, 3676/2002, 3677/2002, 3653/2002, 2057/2003, 3660/2002, 2209/2003, 2168/2003, 2058/2003, 2169/2003, 388/2004 και 3658/2002 και την τήρηση της διαδικασίας, σε συμμόρφωση προς προαναφερθείσες αποφάσεις». Στο έγγραφο αυτό αναφέρεται, περαιτέρω, ότι «η διοικητική επίλυση ματαιώθηκε σε όλες τις υποθέσεις σύμφωνα με τα έγγραφα 7425/13.10.2003 και 3411/20.5.2004 του Προϊσταμένου του Π.Ε.Κ. Θεσσαλονίκης προς το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμούσαν οι ένδικες υποθέσεις», καθώς και ότι «μετά τη ματαίωση της διοικητικής επίλυσης, εκδόθηκαν από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης οι οριστικές αποφάσεις 1667/2005, 1668/2005, 1669/2005, 1655/2005, 1491/2005, 1656/2005, 1596/2005, 1712/2005, 1492/2005, 1713/2005, 1711/2005 και 1675/2005 με τις οποίες απερρίφθησαν οι προσφυγές και μετά τη κατάθεση εφέσεων από τον σύνδικο κατά των πρωτοδίκων αποφάσεων εκδόθηκαν οι 1528/2008, 1526/2008, 1527/2008, 1428/2008, 2199/2013 (με την 2677/2014 διορθωτική), 1429/2008, 2245/2012, 2246/2012, 2200/2013 (με την 2676/2014 διορθωτική), 2244/2012, 2247/2012 και 1430/2008 τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις».
6. Επειδή, όπως έγινε δεκτό και με την ως άνω 3333/2015 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η ένδικη έφεση θεωρείται ότι ασκήθηκε όχι από την ίδια την πτωχεύσασα εταιρεία, αλλά από την πιο πάνω σύνδικο της πτωχεύσεως, η οποία και ενομιμοποιούτο προς τούτο, τόσο από την άποψη του πτωχευτικού δικαίου όσο και κατά το άρθρο 93 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., ως ηττηθείς πρωτοδίκως διάδικος. Συνεπώς, έσφαλε το διοικητικό εφετείο που έκρινε αντιθέτως, για το λόγο δε αυτό, η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, και η υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο, προκειμένου το τελευταίο να κρίνει αν η επίδικη διαφορά εξακολουθεί να έχει αντικείμενο εν όψει του ως άνω εγγράφου του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Κατερίνης προς το Δικαστήριο περί ματαιώσεως της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς και επιλύσεως των διαφορών που αφορούσαν τις δώδεκα προσφυγές της αναιρεσείουσας κατά καταλογιστικών πράξεων Φ.Π.Α., φόρου μισθωτών υπηρεσιών, τελών χαρτοσήμου και προστίμων Φ.Π.Α., από τα δικαστήρια της ουσίας. Δια ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την 2404/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, στο οποίο και παραπέμπτει την υπόθεση, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Εκτιμώντας τις περιστάσεις, απαλλάσσει το Δημόσιο από τη δικαστική δαπάνη.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 22 Σεπτεμβρίου 2016
Η Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος Η Γραμματέας
Ε. Σάρπ Α. Ζυγουρίτσα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 24ης Ιανουαρίου 2018.
Η Πρόεδρος του Β´ Τμήματος Ο Γραμματέας του Β´ Τμήματος
Ε. Σάρπ Ι. Μητροτάσιος
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!