ΣτΕ 155/2018
Αριθμός 155/2018
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Ιανουαρίου 2018, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Μ. Πικραμένος, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Μ. Σκανδάλη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 8 Μαρτίου 2007 αίτηση: του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Αναστασία Βασιλείου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά των :
1) εταιρείας με την επωνυμία «ΤΕΧΝΟΠΡΕΣΣ Ε.Π.Ε.», που εδρεύει στο Περιστέρι Αττικής (οδός Χρ. Λαδά αρ. 23) και
2) ..., κατοίκου Γλυφάδας Αττικής (οδός ...), οι οποίοι δεν παρέστησαν.
Με την αίτηση αυτή ο Υπουργός επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 2874/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Μ. Πικραμένου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την εκπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης δεν απαιτείται κατά νόμο η καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 2874/2006 απόφασης του Διοικητικού Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του Δημοσίου κατά της 2054/2005 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει δεκτή προσφυγή των αναιρεσίβλητων και ακυρώθηκε η 1059275/12237/ΔΕ-Γ/21.7.2003 πράξη του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Ελέγχου του Υπουργείου Οικονομικών, καθώς και η σιωπηρή άρνηση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών να προβεί, ύστερα από αίτησή τους, στην άρση των μέτρων που είχαν ληφθεί σε βάρος τους κατά το άρθρο 14 του ν. 2523/1997.
3. Επειδή, νομίμως συζητείται η υπόθεση παρά την απουσία των αναιρεσίβλητων, διότι, όπως προκύπτει από τα αποδεικτικά 3257β/5.6.2008 και 3258β/5.6.2008 της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Σωτηρίας Μπακράτση, επιδόθηκαν εμπροθέσμως και εν γένει νομοτύπως στο δικηγόρο Παναγιώτη Κούτσικα που εκπροσώπησε τους αναιρεσίβλητους στο Διοικητικό Εφετείο, αντίγραφα τόσο της από 8.3.2007 αιτήσεως αναιρέσεως όσο και της από 20.11.2007 πράξης του Προέδρου του Β' Τμήματος περί ορισμού δικασίμου και εισηγητή.
4. Επειδή, κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 12 του ν. 2298/1995 (ΕτΚ Α', φ. 62), όπως αυτές αντικαταστάθηκαν, αντίστοιχα, με την παράγραφο 3 του άρθρου 28 του ν. 2579/1998 (ΕτΚ Α', φ. 31) και το άρθρο 42 του ν. 2721/1999 (ΕτΚ Α', φ. 112) και όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο της άσκησης της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως (8.3.2007), δηλαδή πριν από την κατάργησή τους με το άρθρο 13 παρ. 9 του ν. 3790/2009 (ΕτΚ Α', φ. 143/7.8.2009), αίτηση αναιρέσεως του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., του οποίου η νομική υπηρεσία διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, απευθυνόμενη προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, διαβιβάζεται σ’ αυτό μόνο αν συνοδεύεται από εμπρόθεσμη γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ., η οποία είναι θετική ως προς ένα τουλάχιστον λόγο αναιρέσεως. ¶λλως, η αίτηση τίθεται στο αρχείο του δικαστηρίου, στη γραμματεία του οποίου κατατέθηκε.
5. Επειδή, στις 4.6.2007 (αριθμ. πρωτ. 8481) κατατέθηκε στη Γραμματεία του δικάσαντος δικαστηρίου, εμπροθέσμως, η 778/2006 γνωμοδότηση του Β΄ Τμήματος ΝΣΚ, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 2298/1995, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο άσκησης της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως. Η γνωμοδότηση αυτή είναι θετική για το παραδεκτό της αιτήσεως, καθώς και για το παραδεκτό και το βάσιμο του λόγου αναιρέσεως και ως εκ τούτου η κρινόμενη αίτηση είναι περαιτέρω εξεταστέα.
6. Επειδή, η αίτηση ως εκ του χρόνου καταθέσεώς της (8.3.2007) στην Γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών διέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 53 π.δ. 18/1989 (ΕτΚ Α΄, φ. 8), όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 36 του ν. 2721/1999 και την τροποποίησή του με το άρθρο 5 του ν. 2944/2001, έχει δε ασκηθεί παραδεκτώς, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, δεδομένου ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα ποσού φορολογικής διαφοράς, αλλά ζήτημα νομιμότητας της λήψεως των μέτρων του άρθρου 14 του ν. 2523/1997 σε βάρος των αναιρεσίβλητων. Με τα δεδομένα αυτά η κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε παραδεκτώς και κατά τα λοιπά, είναι τύποις δεκτή και περαιτέρω εξεταστέα.
7. Επειδή, αρχικώς, στο άρθρο 14 του ν. 2523/1997 (ΕτΚ Α΄,φ. 179), το οποίο επιγράφεται «Διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου σε περίπτωση φοροδιαφυγής», ορίζονταν τα εξής:
«1. Κάθε φορά που η φορολογική αρχή διαπιστώνει φορολογικές παραβάσεις, από τις οποίες βάσει ειδικής έκθεσης ελέγχου, προκύπτει ότι δεν έχει αποδοθεί στο Δημόσιο ποσό πάνω από πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) δραχμές από Φ.Π.Α., Φ.Κ.Ε., παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, τέλη και εισφορές, απαγορεύεται στις αρμόδιες δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες να παραλαμβάνουν δηλώσεις ή να χορηγούν βεβαιώσεις ή πιστοποιητικά που απαιτούνται κατά τις κείμενες διατάξεις και ζητούνται από τον παραβάτη, για την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων. Στην περίπτωση αυτή αναστέλλεται έναντι του Δημοσίου και το απόρρητο των καταθέσεων, των λογαριασμών, των κοινών λογαριασμών, των συμβάσεων και πράξεων επί παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων και του περιεχομένου θυρίδων του φορολογουμένου σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα και δεσμεύεται το πενήντα τοις εκατό (50%) αυτών. Το παραπάνω ποσό μπορεί να αυξομειώνεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που εκδίδονται το βραδύτερο μέχρι 15 Φεβρουαρίου κάθε έτους. Οι κυρώσεις αυτής της παραγράφου επιβάλλονται και στους φορολογούμενους στους οποίους έχουν επιβληθεί τα πρόστιμα των τρίτου και τέταρτου εδαφίων της παραγράφου 1 του άρθρου 4. Τα παραπάνω μέτρα λαμβάνονται και για τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 4 του άρθρου 20 του παρόντος νόμου.
2. Αντίγραφο της πιο πάνω ειδικής έκθεσης ελέγχου υποβάλλεται από την αρχή που τη συνέταξε στη Διεύθυνση Σχεδιασμού και Συντονισμού Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών, η οποία υποχρεώνεται να ενημερώσει με οποιονδήποτε τρόπο όλες τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες, τις τράπεζες και λοιπά πιστωτικά ιδρύματα. Οι ανωτέρω υπηρεσίες και οι φορείς από της ενημερώσεώς τους υποχρεώνονται να εφαρμόσουν αμέσως τις απαγορεύσεις και δεσμεύσεις της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου, χωρίς καμία άλλη διαδικασία ή διατύπωση.
3. Η ενέργεια αυτή της Διεύθυνσης Σχεδιασμού και Συντονισμού Φορολογικών Ελέγχων κοινοποιείται συγχρόνως και στο φορολογούμενο με αντίγραφο της σχετικής ειδικής έκθεσης ελέγχου στη γνωστή κατοικία του ή στην έδρα της επιχείρησής του, ο οποίος μπορεί μέσα σε ένα (1) μήνα από την ειδοποίησή του να ζητήσει με αίτηση στον Υπουργό Οικονομικών την ολική ή μερική άρση των απαγορευτικών μέτρων. Ο Υπουργός Οικονομικών αποφαίνεται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την υποβολή της αίτησης. Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η κατά τον Κ.Φ.Δ. προσφυγή.
4. Κατ’ εξαίρεση των όσων ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο, τα μέτρα αίρονται υποχρεωτικά, όταν ο υπόχρεος φορολογούμενος καταβάλλει ποσό πάνω από εβδομήντα τοις εκατό (70%) των προς απόδοση στο Δημόσιο ποσών από Φ.Π.Α., παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, τέλη, εισφορές και των νόμιμων προσαυξήσεων αυτών και προστίμων. Για την εφαρμογή της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου ο υπόχρεος φορολογούμενος υποβάλει σχετική αίτηση στον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, ο οποίος υποχρεώνεται μέσα σε δύο (2) μήνες να εκδώσει προσωρινή ή μερική καταλογιστική πράξη. Η άσκηση προσφυγής κατά της πράξης αυτής δεν αίρει την ισχύ των μέτρων που έχουν ληφθεί. Αν μέσα στην προθεσμία αυτή δεν έχουν εκδοθεί τα προσωρινά φύλλα ελέγχου ή οι προσωρινές πράξεις, οι συνέπειες και απαγορεύσεις που καθορίζονται με αυτό το άρθρο αίρονται αυτοδικαίως».
Περαιτέρω, στο άρθρο 20 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι :
«1. Στα νομικά πρόσωπα ως αυτουργοί του αδικήματος της φοροδιαφυγής θεωρούνται:
α) …
β) … στις περιορισμένης ευθύνης εταιρείες, οι διαχειριστές αυτών και όταν ελλείπουν ή απουσιάζουν αυτοί, ο κάθε εταίρος.
γ) …».
Εξάλλου, στη συνέχεια, με το άρθρο 16 του ν. 2992/2002 (ΕτΚ Α΄, φ. 54) ορίσθηκε ότι
«1. …
6. Μετά το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του ν. 2523/1997 (…) προστίθενται δύο νέα εδάφια που έχουν ως εξής: "Επίσης οι ίδιες κυρώσεις επιβάλλονται και στους παραβάτες λήψης και χρήσης εικονικών φορολογικών στοιχείων, έκδοσης εικονικών και πλαστών φορολογικών στοιχείων και νόθευσης τέτοιων στοιχείων, εφόσον η αξία των συναλλαγών που αναγράφονται σε αυτά, αθροιστικά λαμβανομένη κατά το χρόνο διαπίστωσης των παραβάσεων, υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Για τον προσδιορισμό του ορίου του προηγούμενου εδαφίου από παραβάσεις που διαπράχθηκαν μέχρι 31.12.2001 τα ποσά που εμφανίζονται στα πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία σε δραχμές μετατρέπονται σε ευρώ με βάση την ισοτιμία δραχμής και ευρώ, στρογγυλοποιούμενα στην πλησιέστερη προς τα κάτω μονάδα.".
7. Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 14 του ν. 2523/1997 προστίθεται νέο εδάφιο, που έχει ως εξής: "Ειδικά για τις περιπτώσεις του πέμπτου εδαφίου [της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού] τα μέτρα αίρονται υποχρεωτικά όταν ο υπόχρεος φορολογούμενος καταβάλλει το 100% του τελικού ποσού του οικείου προστίμου που επιβλήθηκε σε αυτόν κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 και 9 του Ν. 2523/1997"».
8. Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 2523/1997, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, μετά, δηλαδή, την τροποποίησή τους με το άρθρο 16 παρ. 6 και 7 του ν. 2992/2002 και πριν από την αντικατάστασή τους με το άρθρο 27 παρ. 1 του ν. 3296/2004, συνάγεται ότι σε περίπτωση διαπίστωσης από τη φορολογική αρχή, βάσει ειδικής έκθεσης ελέγχου, φορολογικής παράβασης συνιστάμενης, μεταξύ άλλων, στη λήψη και χρήση εικονικών φορολογικών στοιχείων, εφόσον η αξία των συναλλαγών που αναγράφονται σε αυτά, αθροιστικά λαμβανόμενη κατά το χρόνο διαπίστωσης των παραβάσεων, υπερβαίνει το οριζόμενο στο νόμο ποσό, επιβάλλονται στους παραβάτες τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 14 μέτρα, δηλαδή αυτά της απαγόρευσης παραλαβής από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες δηλώσεων ή χορήγησης βεβαιώσεων ή πιστοποιητικών για την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, της αναστολής του απορρήτου των καταθέσεων, λογαριασμών κ.λπ. καθώς και της δέσμευσης του 50% αυτών, τα οποία αίρονται υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο ίδιο άρθρο. Περαιτέρω, όπως προκύπτει τόσο από τον τίτλο του ανωτέρω άρθρου 14, με το οποίο κατ’ ουσίαν επαναλαμβάνονται οι διατάξεις των άρθρων 44 του ν. 2065/1992 (ΕτΚ Α΄, φ. 113), 33 του ν. 2214/1994 (ΕτΚ Α΄, φ. 75) και 92 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2238/1994 (ΕτΚ Α΄, φ. 151), όσο και από το περιεχόμενο των μέτρων αυτών και τη δυνατότητα μερικής ή ολικής άρσης τους στις οριζόμενες στο νόμο περιπτώσεις, τα εν λόγω μέτρα σκοπούν στην εξασφάλιση της διατήρησης των περιουσιακών στοιχείων του παραβάτη, ώστε να είναι δυνατή η ικανοποίηση των αξιώσεων του Δημοσίου κατ’ αυτού από τις σχετικές πράξεις επιβολής φόρων, μετά των νομίμων προσαυξήσεων ή προστίμων. Ενόψει αυτού, τα ανωτέρω μέτρα, παρά το νομοθετικό τους χαρακτηρισμό και ως κυρώσεων, δεν έχουν γνήσιο κυρωτικό χαρακτήρα, ούτε, άλλωστε, προσλαμβάνουν τέτοιο χαρακτήρα εκ μόνου του λόγου ότι ενδέχεται να κατατείνουν και στη συμμόρφωση των παραβατών προς τις σχετικές καταλογιστικές πράξεις που εκδίδονται σε βάρος τους. Εφόσον δε δεν είναι δυσανάλογα προς τον προαναφερόμενο σκοπό τους, τα μέτρα αυτά περιορίζουν θεμιτά την οικονομική και επαγγελματική ελευθερία του καθ’ ου και επιτρεπτώς επιβάλλονται σε σχέση με αποδιδόμενες παραβάσεις που ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο της θέσπισης της ανωτέρω ρύθμισης, χωρίς να παραβιάζεται εντεύθεν η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η οποία δεν προστατεύει τους παραβάτες της φορολογικής νομοθεσίας από τη λήψη τέτοιων μέτρων εξασφάλισης της πληρωμής των οφειλών τους και του δημοσίου συμφέροντος (ΣτΕ 432/2017, 399/2015,1372/2014, 2199/2013, 1159/2012).
9. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: Μετά από έλεγχο, που διενεργήθηκε στην αναιρεσίβλητη εταιρεία με αντικείμενο εργασιών τις γραφικές τέχνες και έδρα στην οδό Λαδά αριθ. 23 στο Περιστέρι Αττικής, διαπιστώθηκε ότι η επιχείρηση αυτή, που τηρούσε βιβλία Γ ́ κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, έλαβε κατά τις χρήσεις 1993, 1994, 1995, 1996, 1997 και 1998 εικονικά φορολογικά στοιχεία συνολικής αξίας (προ Φ.Π.Α.) 291.196.000 δραχμών ή 854.573,73 ευρώ. Κατόπιν αυτών, με την 1059275/12237/ΔΕ-Γ΄/21.7.2003 πράξη του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Ελέγχου του Υπουργείου Οικονομικών λήφθηκαν σε βάρος της παραπάνω εταιρείας, καθώς και του διαχειριστή αυτής Νικηφόρου Καπετανάκη, τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2523/1997 για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, με την αιτιολογία ότι η συνολική καθαρή αξία των φορολογικών στοιχείων υπερέβαινε τα όρια που προβλέπονται από τις διατάξεις του εδαφίου ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2523/97, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με την παρ. 6 του άρθ. 16 του ν. 2992/2002. Οι αναιρεσίβλητοι με αίτησή τους στον Υπουργό Οικονομικών ζήτησαν την άρση των ως άνω μέτρων, η οποία απορρίφθηκε σιωπηρώς με την πάροδο άπρακτης της προβλεπόμενης δεκαπενθήμερης προθεσμίας. Ακολούθως οι αναιρεσίβλητοι άσκησαν προσφυγή τόσο κατά της σιωπηρής απόρριψης της αίτησής τους όσο και κατά της ως άνω πράξης, η οποία έγινε δεκτή από το πρωτοδίκως δικάσαν δικαστήριο, έφεση δε που άσκησε, στη συνέχεια, το Δημόσιο κατά της πρωτόδικης απόφασης απορρίφθηκε. Ειδικότερα, το δικάσαν Εφετείο δέχθηκε ότι τα εν λόγω μέτρα επεκτάθηκαν επί των παραβατών λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων το πρώτον με το ν. 2992/2002, καθώς και ότι «τα σχετικά απαγορευτικά και δεσμευτικά μέτρα ενέχουν το χαρακτήρα των διοικητικών κυρώσεων, δεδομένου ότι δεν αποσκοπούν μόνο στη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, αλλά και στη συμμόρφωση των παραβατών με το νόμο. Επομένως, η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 16 του νόμου αυτού που προσδίδει αναδρομική ισχύ στη διάταξη του άρθ. 14 παρ. 1 του ν. 2523/1997 είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική, δεδομένου ότι οι κυρώσεις αυτές, στο βαθμό που επιβάλλονται και για παραβάσεις που διαπράχθηκαν σε χρόνο προγενέστερο της έναρξης ισχύος των διατάξεων του άρθρου 16 του ν. 2992/2002 (20/3/2002), παραβιάζουν τη συναγόμενη από το Σύνταγμα αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη που αποτελεί κριτήριο για τη συνταγματικότητα των νομοθετικών ρυθμίσεων, διότι επιφέρει απρόβλεπτη ανατροπή καταστάσεων, εννόμων σχέσεων και δικαιολογημένων προσδοκιών του φορολογουμένου.
10. Επειδή, η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι, ενόψει όσων έχουν ήδη εκτεθεί ανωτέρω στην όγδοη σκέψη, εσφαλμένη, όπως βασίμως προβάλλεται με το μοναδικό λόγο αναιρέσεως. Κατόπιν τούτων, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση να παραπεμφθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για νέα νόμιμη κρίση.
Διά ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την 2874/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση σύμφωνα με το σκεπτικό.
Επιβάλλει στους αναιρεσιβλήτους τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 18 Ιανουαρίου 2018
Η Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος Η Γραμματέας
Ε. Σάρπ Α. Ζυγουρίτσα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 24ης Ιανουαρίου 2018.
Η Πρόεδρος του Β´ Τμήματος Ο Γραμματέας του Β´ Τμήματος
Ε. Σάρπ Ι. Μητροτάσιος
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!