ΣτΕ 153/2018
Αριθμός 153/2018
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Ιουνίου 2017, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Ε. Νίκα, Σ. Βιτάλη, Σύμβουλοι, Αγ. Σδράκα, Κ. Λαζαράκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κ. Κεχρολόγου.
Για να δικάσει την από 2 Φεβρουαρίου 2015 αίτηση: του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιώς, ο οποίος παρέστη με τον Χρήστο Κοραντζάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά της αλλοδαπής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ALITALIA COMPAGNIA AEREA ITALIANA S.P.A." και ήδη αλλοδαπής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "COMPAGNIA AEREA ITALIANA S.P.A.", που εδρεύει στη Ρώμη της Ιταλίας και διατηρεί υποκατάστημα στην Ελλάδα (Λεωφ. Ποσειδώνος αρ. 80, ¶λιμος Αττικής), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Παναγιώτη Μαντζουράνη (Α.Μ. 4698), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 2688/2014 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ε. Νίκα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον εκπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Eπειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2688/2014 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία, κατ’ αποδοχήν προσφυγής της αναιρεσίβλητης εταιρίας, ακυρώθηκε το από 31.12.2010 εκκαθαριστικό σημείωμα, με το οποίο είχε επιβληθεί στην αναιρεσίβλητη αλλοδαπή αεροπορική εταιρία εισφορά του άρθρου πέμπτου του ν. 3845/2010, ύψους 1.282.693,66 ευρώ.
3. Επειδή, με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (ΦΕΚ Α΄ 213) αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ Α΄ 8) ως εξής :
«3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου.
4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από 40.000 χιλιάδες ευρώ ...».
4. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, η οποία ασκήθηκε στις 3.2.2015 και, επομένως, διέπεται από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 53 παρ. 3 και 4 του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 του ν. 3900/2010, άγεται κατ' αναίρεση διαφορά, το χρηματικό αντικείμενο της οποίας, σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. 51587/2014 σχετικό σημείωμα της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιώς, υπερβαίνει το προβλεπόμενο ελάχιστο όριο των 40.000 ευρώ. Περαιτέρω, με το εισαγωγικό δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου πέμπτου του ν. 3845/2010 έκρινε το δικάσαν δικαστήριο ότι νομικά πρόσωπα, τα οποία, για διαφόρους λόγους, όπως υπαγωγή σε διμερείς συμβάσεις αποφυγής διπλής φορολογίας, υποχρεούνται μεν να υποβάλλουν δήλωση φορολογίας εισοδήματος, πλην δεν υποχρεούνται στην συμπλήρωση των διαφόρων κωδικών του σχετικού εντύπου, απαλλάσσονται από την έκτακτη εισφορά κοινωνικής ευθύνης, διότι δεν είναι εφικτός ο υπολογισμός του ύψους αυτής χωρίς την υποβολή συμπληρωματικής δηλώσεως, η οποία όμως δεν προβλέπεται από τις διατάξεις του ν. 3845/2010. Για το νομικό αυτό ζήτημα δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπως βασίμως ισχυρίζεται το αναιρεσείον Δημόσιο, και, συνεπώς, ο ως άνω λόγος, παραδεκτώς προβαλλόμενος και κατ’ άρθρο 12 παρ.1 του ν. 3900/2010, είναι περαιτέρω εξεταστέος κατ’ ουσίαν.
5. Επειδή, με το άρθρο πέμπτο του ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη – μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (ΦΕΚ Α΄ 65) και προς αντιμετώπιση της οξύτατης οικονομικής κρίσεως στην οποία περιήλθε από το 2009 η χώρα, επιβλήθηκε, μεταξύ άλλων μέτρων, η επίδικη εισφορά. Ως προς την εισφορά αυτή οι διατάξεις του ως άνω άρθρου ορίζουν τα εξής:
«1. Επιβάλλεται έκτακτη, εφάπαξ εισφορά κοινωνικής ευθύνης, στο συνολικό καθαρό εισόδημα, οικονομικού έτους 2010, των νομικών προσώπων του άρθρου 2 παράγραφος 4 και 101 παράγραφος 1 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, ΦΕΚ 151/Α΄). Η έκτακτη εισφορά επιβάλλεται στο καθαρό εισόδημα, όπως αυτό προσδιορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 31 παράγραφος 19 και 105 παράγραφος 7 του ίδιου Κώδικα, εφόσον το εισόδημα αυτό υπερβαίνει τα εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ. Η εισφορά επιβάλλεται στο σύνολο του καθαρού εισοδήματος. Αν το καθαρό εισόδημα είναι ίσο ή μικρότερο των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, δεν επιβάλλεται εισφορά. …
2. Η έκτακτη εισφορά, που επιβάλλεται στο συνολικό καθαρό εισόδημα ή στα καθαρά κέρδη της προηγούμενης παραγράφου, υπολογίζεται ανά κλιμάκιο ως εξής:
α) Για συνολικό καθαρό εισόδημα ή καθαρά κέρδη από ένα (1) ευρώ έως και τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ, η έκτακτη εισφορά ισούται με το γινόμενό τους επί συντελεστή τέσσερα τοις εκατό (4%).
β) Για τη διαφορά του συνολικού καθαρού εισοδήματος ή των καθαρών κερδών από τριακόσιες χιλιάδες ένα (300.001) ευρώ έως και ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ, η έκτακτη εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή έξι τοις εκατό (6%) και
γ) Για τη διαφορά του συνολικού καθαρού εισοδήματος ή των καθαρών κερδών από ένα εκατομμύριο ένα (1.000.001) ευρώ έως και πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ, η έκτακτη εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή οκτώ τοις εκατό (8%).
δ) Για τη διαφορά του συνολικού καθαρού εισοδήματος ή των καθαρών κερδών από πέντε εκατομμύρια ένα (5.000.001) ευρώ και άνω, η έκτακτη εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%).Το ποσό της έκτακτης εισφοράς περιορίζεται αναλόγως, σε κάθε περίπτωση, ώστε το εναπομένον συνολικό καθαρό εισόδημα ή τα καθαρά κέρδη, που απετέλεσαν τη βάση προσδιορισμού της, να μην υπολείπεται του ποσού των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. …
5. Για τον υπολογισμό της έκτακτης εισφοράς εκδίδεται εκκαθαριστικό σημείωμα, αντίγραφο του οποίου αποστέλλεται στην επιχείρηση. Η έκτακτη εισφορά βεβαιώνεται οίκοθεν από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που είναι αρμόδιος για τη φορολογία της επιχείρησης κατά την οριζόμενη διαδικασία στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος …».
Όπως προκύπτει από την γραμματική διατύπωση των διατάξεων που παρατέθηκαν ανωτέρω, το άρθρο πέμπτο του ν. 3845/2010 για τον προσδιορισμό των υποκειμένων της ένδικης εισφοράς παραπέμπει στα πρόσωπα που απαριθμούνται στα άρθρα 2 παρ. 4 και 101 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε., ν. 2238/1994, ΦΕΚ Α΄ 151), όπως οι διατάξεις αυτές ίσχυαν κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο. Μεταξύ των προσώπων αυτών συγκαταλέγονται και «οι αλλοδαπές επιχειρήσεις που λειτουργούν με οποιονδήποτε τύπο εταιρίας, καθώς και οι κάθε είδους αλλοδαποί οργανισμοί που αποβλέπουν στην απόκτηση οικονομικών ωφελημάτων» (περ. δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 101 Κ.Φ.Ε.)
Εξ άλλου, για τον προσδιορισμό της βάσεως υπολογισμού της επίδικης εισφοράς οι διατάξεις του άρθρου πέμπτου του ν. 3845/2010 παραπέμπουν στα άρθρα 31 παρ. 19 και 105 παρ. 7 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος οι οποίες ορίζουν ότι το καθαρό εισόδημα των εμπορικών επιχειρήσεων και των νομικών προσώπων του άρθρου 101 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αντιστοίχως, προκύπτει μετά την αφαίρεση από τα ακαθάριστα έσοδα αυτών των προβλεπομένων εκπτώσεων. Ειδικότερα, στην παρ.7 του άρθρου 105 του Κώδικα ορίζεται ότι «Το ποσό που απομένει μετά τις εκπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3, 4, 5, και 6 αποτελεί το συνολικό καθαρό εισόδημα των νομικών προσώπων της παρ.1 του άρθρου 101», ενώ στην επόμενη παράγραφο 8 του ιδίου άρθρου διευκρινίζεται ότι «Ως καθαρό εισόδημα των αλλοδαπών επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται πλοία υπό ξένη σημαία και αεροσκάφη λαμβάνεται ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) στα ακαθάριστα έσοδα που πραγματοποιούνται από τη μεταφορά επιβατών, εμπορευμάτων και πραγμάτων γενικά, από ελληνικούς λιμένες και αερολιμένες και μέχρι το λιμένα προορισμού ή μέχρι τον αλλοδαπό λιμένα ή αερολιμένα επιβίβασης των επιβατών ή μεταφόρτωσης των εμπορευμάτων και λοιπών πραγμάτων σε πλοίο ή αεροσκάφος άλλης αλλοδαπής επιχείρησης».
6. Επειδή, περαιτέρω, με το άρθρο 41 του ν. 4465/2017 «Ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της Οδηγίας 2014/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014 για τη συγκρισιμότητα των τελών που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών, την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών και την πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 47/4.4.2017), με τίτλο “Έκτακτη εισφορά στις αλλοδαπές αεροπορικές εταιρείες”, προβλέφθηκε ότι:
«1. Κατά την αληθή έννοια των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3808/2009 (Α΄ 227) και της παρ. 1 του άρθρου πέμπτου του ν. 3845/2010 (Α΄ 65), ως καθαρό εισόδημα για την επιβολή της έκτακτης εισφοράς σε αλλοδαπές αεροπορικές εταιρείες νοείται αυτό που προκύπτει κατά την παρ. 8 του άρθρου 105 του ν. 2238/1994 (Α΄ 151).
2. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και στις κατά τη δημοσίευση του παρόντος εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον της Διοίκησης, των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή του Συμβουλίου της Επικρατείας».
7. Επειδή, εξ άλλου, η Σύμβαση μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας «για την αποφυγή της διπλής φορολογίας σε σχέση με τους φόρους του εισοδήματος και κεφαλαίου και την αποτροπή της φορολογικής διαφυγής», η οποία μαζί με το πρόσθετο σ’ αυτήν πρωτόκολλο κυρώθηκαν με το ν. 1927/1991 (ΦΕΚ Α΄ 17), ορίζει, στο άρθρο 2 αυτής, τιτλοφορούμενο “Φόροι που καλύπτονται”, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«1. Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται στους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου που επιβάλλονται για λογαριασμό του καθενός από τα συμβαλλόμενα κράτη ή των πολιτικών ή διοικητικών τους υποδιαιρέσεων ή τοπικών αρχών, ανεξάρτητα από τον τρόπο που επιβάλλονται.
2. …
3. …
4. Η Σύμβαση αυτή εφαρμόζεται επίσης σε οποιουσδήποτε ταυτόσημους ή ουσιωδώς παρόμοιους φόρους που επιβάλλονται μετά την ημερομηνία υπογραφής της παρούσας Σύμβασης»,
στο δε άρθρο 8 παρ. 3 ότι
«Το εισόδημα που αποκτά επιχείρηση αεροπορικών μεταφορών του ενός συμβαλλόμενου κράτους από την εκμετάλλευση αεροσκάφους σε διεθνείς μεταφορές φορολογείται μόνο στο συμβαλλόμενο κράτος, στο οποίο βρίσκεται η έδρα της πραγματικής διεύθυνσης της επιχείρησης».
8. Επειδή, στην επίδικη εισφορά του άρθρου πέμπτου του ν. 3845/2010 υπόκεινται και οι αλλοδαπές επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται αεροσκάφη. Τούτο προκύπτει ιδίως από την ευρύτητα του κύκλου των νομικών προσώπων και επιχειρήσεων που υπόκεινται στην εισφορά. Από τον κύκλο αυτόν, που προσδιορίζεται από τα άρθρα 2 παρ. 4 και 101 παρ. 1 του Κ.Φ.Ε., στα οποία παραπέμπει το εν λόγω άρθρο πέμπτο παρ. 1 του ν. 3845/2010, δεν εξαιρούνται οι ως άνω αλλοδαπές επιχειρήσεις. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την παραπομπή του νόμου στις διατάξεις των άρθρων 31 παρ. 19 και 105 παρ. 7 του Κ.Φ.Ε. για τον προσδιορισμό του εισοδήματος που λαμβάνεται ως βάση υπολογισμού της εισφοράς. Τούτο δε διότι, ναι μεν η παρ. 7 του άρθρου 105 είναι η βασική διάταξη η καθορίζουσα τα του υπολογισμού του συνολικού καθαρού εισοδήματος των νομικών προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 101, όμως, για τις αλλοδαπές αεροπορικές εταιρίες, που περιλαμβάνονται στα υποκείμενα στη φορολογία νομικά πρόσωπα του άρθρου 101 παρ. 1 του Κ.Φ.Ε., το συνολικό καθαρό εισόδημα υπολογίζεται όχι κατά την παρ. 7 του άρθρου 105, αλλά σύμφωνα με τα ειδικότερον οριζόμενα στην αμέσως επομένη παράγραφο 8 του ιδίου άρθρου και, συνεπώς, αν και στην διάταξη του άρθρου πέμπτου παρ. 1 του ν. 3845/2010 γίνεται ρητώς παραπομπή μόνο στην βασική διάταξη υπολογισμού του συνολικού καθαρού εισοδήματος των νομικών προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 101, πρέπει να θεωρηθεί ότι η εν λόγω παραπομπή αφορά και την ειδικότερη περίπτωση υπολογισμού του συνολικού καθαρού εισοδήματος, αυτή των αλλοδαπών, μεταξύ άλλων, αεροπορικών εταιριών, ήτοι την παρ. 8 του άρθρου 105 του Κ.Φ.Ε. (πρβλ. ΣτΕ 99/2017 Ολομ., 1-3/2016 Ολομ.).
Ως εκ τούτου, η νεώτερη διάταξη του άρθρου 41 παρ. 1 του ν. 4465/2017, με την οποία ερμηνεύθηκαν οι διατάξεις του άρθρου πέμπτου του ν. 3845/2010 σε συμφωνία με τα ως άνω γενόμενα δεκτά ως προς το υποκείμενο (αλλοδαπές αεροπορικές εταιρίες) και την βάση υπολογισμού της επίδικης εισφοράς (το καθαρό εισόδημα που προκύπτει κατά την παρ. 8 του άρθρου 105 του Κ.Φ.Ε.), συνιστά γνησίως ερμηνευτική διάταξη, δεδομένου ότι, ως εκ της ελλειμματικής διατυπώσεως των διατάξεων του άρθρου πέμπτου του ν. 3845/2010, υφίστατο δυνατότητα αυθεντικής ερμηνείας, έχει δε συνακόλουθα αναδρομική ισχύ κατά το άρθρο 77 παρ. 2 του Συντάγματος και είναι ληπτέα υπ’ όψη κατ’ αναίρεση.
9. Επειδή, περαιτέρω, η επίδικη εισφορά αποτελεί, πράγματι, έκτακτη οικονομική επιβάρυνση των νομικών προσώπων, κυρίως εταιριών, για την αντιμετώπιση της οξυτάτης κρίσεως δημοσίου χρέους και ελλειμμάτων, που είχε καταστήσει αδύνατη την εξυπηρέτηση των δανειακών αναγκών της Χώρας και πιθανή την χρεοκοπία της (βλ. ΣτΕ 99/2017 Ολομ., 1/2016 Ολομ.). Με τα δεδομένα αυτά η εν λόγω εισφορά δεν αποτελεί φόρο «όμοιο ή ουσιωδώς παρόμοιο» με τον φόρο εισοδήματος κατά την έννοια του άρθρου 2 της Συμβάσεως μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και, ως εκ τούτου, νομίμως επιβάλλεται και σε επιχειρήσεις για την φορολογία του εισοδήματος και των κερδών των οποίων ισχύει η ανωτέρω σύμβαση αποφυγής διπλής φορολογίας (πρβλ. ΣτΕ 797/1986 και επίσης ΣτΕ 3189/1992, 3188/1992, 3032/1982).
10. Επειδή, από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προκύπτουν τα εξής: Η αναιρεσίβλητη αλλοδαπή εταιρία διατηρεί στην Ελλάδα υποκατάστημα με αντικείμενο δραστηριότητας τις αερομεταφορές. Για το οικονομικό έτος 2010 υπέβαλε την υπ’ αριθμ. .../03.05.2010 δήλωση φορολογίας εισοδήματος, στην οποία σημείωσε ότι απαλλάσσεται του φόρου βάσει της συμβάσεως μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας, αφήνοντας κενούς όλους τους κωδικούς – ενδείξεις του σχετικού εντύπου. Στη συνέχεια, μετά την δημοσίευση του ν. 3845/2010, υπέβαλε την υπ’ αριθμ. .../22.7.2010 τροποποιητική δήλωση, στην οποία, αναφερομένη και πάλι στην κατά τα ανωτέρω απαλλαγή της, δήλωσε ακαθάριστα έσοδα της οικείας χρήσεως συνολικού ποσού 20.205.104,09 ευρώ και καθαρά κέρδη ισολογισμού της χρήσεως συνολικού ποσού 14.086.936,61 ευρώ. Βάσει της τελευταίας αυτής δηλώσεως εκδόθηκε το από 31.12.2010 εκκαθαριστικό σημείωμα, με το οποίο επιβλήθηκε στην αναιρεσίβλητη “έκτακτη εισφορά κοινωνικής ευθύνης” του άρθρου πέμπτου του ν. 3845/2010, ύψους 1.282.693,66 ευρώ. Εν συνεχεία η αναιρεσίβλητη άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, ζητώντας την ακύρωση του προαναφερθέντος εκκαθαριστικού σημειώματος, λόγω της υποβολής της υπ’ αριθμ. 2252/227.2010 τροποποιητικής δηλώσεως από μέρους της «εκ νομικής πλάνης και χωρίς να έχ[ει] προς τούτο οιαδήποτε φορολογική ή άλλη νομική υποχρέωση», άλλως την μεταρρύθμιση του ως άνω σημειώματος λόγω υπολογισμού του ύψους της επιβληθείσης σ’ αυτήν εισφοράς επί εσφαλμένης βάσεως. Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του, το δικάσαν διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι «απαλλάσσονται από την ένδικη εισφορά τα νομικά πρόσωπα, για τα οποία, εν όψει του ότι αυτά για διάφορους λόγους (π.χ. απαλλαγή λόγω υπαγωγής σε διμερείς συμβάσεις αποφυγής διπλής φορολογίας) υποχρεούνται μεν να υποβάλλουν δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, όχι όμως και να συμπληρώνουν τους κωδικούς του σχετικού εντύπου, δεν είναι εφικτός ο υπολογισμός της εν λόγω εισφοράς χωρίς την υποβολή συμπληρωματικής δηλώσεως, το οποίο όμως δεν προβλέπεται από το ν. 3845/2010».
Κατόπιν τούτων, το δικάσαν διοικητικό εφετείο δέχθηκε την ανάκληση της ως άνω τροποποιητικής δηλώσεως φορολογίας εισοδήματος της αναιρεσίβλητης και ακύρωσε το προσβληθέν εκκαθαριστικό σημείωμα του άρθρου πέμπτου του ν. 3845/2010, με την αιτιολογία ότι η αναιρεσίβλητη απαλλασσόταν της ένδικης εισφοράς, διότι βάσει της αρχικής δηλώσεως δεν ήταν εφικτός ο υπολογισμός αυτής, αφού νομίμως δεν είχε περιληφθεί σ’ αυτήν κανένα στοιχείο για τα ακαθάριστα έσοδα και τα καθαρά κέρδη αυτής κατά το επίμαχο οικονομικό έτος 2010. Οι κρίσεις, όμως, αυτές της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι νόμιμες, διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στις σκέψεις 8 και 9, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου πέμπτου του ν. 3845/2010 και εν όψει της ερμηνευτικής διατάξεως του άρθρου 41 του ν. 4465/2017, η επίδικη έκτακτη φορολογική επιβάρυνση-εισφορά, καθ’ ό μέρος βαρύνει τις αλλοδαπές αεροπορικές εταιρίες, συμπεριλαμβανομένων και όσων εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμβάσεως μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας, υπολογίζεται επί του καθαρού εισοδήματός τους, προσδιοριζομένου σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 105 του Κ.Φ.Ε. (ήτοι επί του 10% των ακαθαρίστων εσόδων τους που πραγματοποιούνται από την μεταφορά επιβατών, εμπορευμάτων και πραγμάτων γενικά, από ελληνικούς αερολιμένες και μέχρι τον αερολιμένα προορισμού ή μέχρι τον αλλοδαπό αερολιμένα επιβίβασης των επιβατών ή μεταφόρτωσης των εμπορευμάτων και λοιπών πραγμάτων σε αεροσκάφος άλλης αλλοδαπής επιχειρήσεως). Συνεπώς, το δικάσαν δικαστήριο, υπολαμβάνοντας εν πρώτοις ότι οι αλλοδαπές επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω συμβάσεως απαλλάσσονται της ένδικης εισφοράς και, συνακόλουθα, της υποχρεώσεως υποβολής στοιχείων προς υπολογισμό αυτής, αποκλειομένης της υποβολής σχετικής συμπληρωματικής δηλώσεως, και περαιτέρω ότι η επιβολή της επίδικης εισφοράς έχει ως γενεσιουργό αιτία την αναγραφή του εισοδήματος των βαρυνομένων σε σχετική δήλωση και όχι την πρόβλεψή του στο νόμο ως αντικειμένου της εισφοράς, έσφαλε και για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, η κρινομένη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και η προσβαλλομένη απόφαση να αναιρεθεί, οπότε παρέλκει η εξέταση του παραδεκτού και του βασίμου των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Στη συνέχεια δε, δοθέντος ότι η υπόθεση χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στο δικάσαν δικαστήριο για νόμιμη κρίση και, ειδικότερα, προς υπολογισμό της οφειλομένης από την αναιρεσίβλητη επίμαχης εισφοράς επί τη βάσει των οριζομένων στην ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 41 παρ. 1 του ν. 4465/2017. Δια ταύτα
Δέχεται την υπό κρίση αίτηση.
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 2688/2014 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Επιβάλλει στην αναιρεσίβλητη την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου που ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2017
Η Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος Η Γραμματέας Ε. Σάρπ Κ. Κεχρολόγου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 24ης Ιανουαρίου 2018.
Η Πρόεδρος του Β´ Τμήματος Ο Γραμματέας του Β´ Τμήματος
Ε. Σάρπ Ι. Μητροτάσιος
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!