ΣτΕ 1965/1990
Αριθμός 1965/1990
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β'
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Μαρτίου 1990, με την εξής σύνθεση: Σ. Γιάγκας, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β' Τμήματος, Χ. Μακρίδης, Ι. Μαρή, Σύμβουλοι, Α. Γκότσης, Ε. Σαρπ, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Οικονομίδου, Γραμματέας του Β' Τμήματος.
Για να δικάσει την από 24 Δεκεμβρίου 1986 αίτηση: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΠΕΙΡΑΪΚΗ-ΠΑΤΡΑΪΚΗ" Βιομηχανία Βάμβακος Α.Ε., που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Δ. αριθμός 8, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Νικ. Σταυρόπουλο (Α.Μ. 958/90), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο, κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Γ. Πουλάκο, Πάρεδρο της Διοικήσεως.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η 2300/1986 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθήνας.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Ε. Σαρπ.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (διπλότυπα Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών 5572704, 5572705/1987 και ειδικά γραμμάτια παραβόλου Α' σειράς 1493005, 1493006/1987).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της υπ' αριθ. 2300/1986 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή έφεση του Δημοσίου και εξαφανίσθηκε η υπ' αριθ. 9405/1983 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, στη συνέχεια δε απερρίφθη προσφυγή της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά του υπ' αριθ. 28057/1981 εγγράφου του Οικονομικού Εφόρου Φορολογίας Ανωνύμων Βιομηχανικών Εταιρειών Αθηνών, με το οποίο είχε απορριφθεί επιφύλαξή της διατυπωθείσα στην οριστική δήλωση εκκαθαρίσεως παρακρατηθέντος φόρου εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες οικονομικού έτους 1981.
3. Επειδή, κατά το άρθρο 40 παρ. 1 του Ν.Δ. 3323/1955
"εισόδημα εκ μισθωτών υπηρεσιών είναι το καθ' έκαστον οικονομικόν έτος προκύπτον τοιούτον εκ μισθών, ημερομισθίων, επιχορηγήσεων, επιδομάτων, συντάξεων και εν γένει εκ πάσης παροχής περιοδικώς καταβαλλομένης δια παρούσαν ή παρωχημένην υπηρεσίαν ή δι' οιανδήποτε άλλην αιτίαν, το κτώμενον υπό μισθωτών εν γένει και συνταξιούχων".
Στη παρ. 3 του ίδιου άρθρου 40 αναφέρονται οι παροχές που δεν θεωρούνται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκεινται σε φόρο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 43 παρ. 1 του ίδιου ως άνω νομοθετικού διατάγματος
"ο φόρος επί του εισοδήματος εκ μισθωτών υπηρεσιών παρακρατείται υπό παντός απασχολούντος κατά σύστημα έμμισθον ή ημερομίσθιον προσωπικόν είτε καταβάλλοντος συντάξεις, επιχορηγήσεις, μερίσματα και λοιπάς παροχάς ...".
4. Επειδή, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσείουσα εταιρεία καταβάλλει στους εργατοϋπαλλήλους της που συμπληρώνουν 25ετή, 35ετή και 40ετή συνεχή υπηρεσία στην επιχείρηση ένα χρηματικό ποσό ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας (ένα μηνιαίο μισθό για κάθε χρόνο), υπό μορφή δώρου αρχαιότητας και για την ενίσχυση του αισθήματος της μονιμότητας. Το ποσό αυτό ανήλθε συνολικά κατά την κρινόμενη χρήση σε 2.808.570 δραχμές. Στην οριστική δήλωση εκκαθαρίσεως παρακρατηθέντος φόρου εισοδήματος ΣΤ' πηγής που υπέβαλε η αναιρεσείουσα για τη χρήση αυτή συμπεριέλαβε και το ανωτέρω κονδύλιο, διατύπωσε όμως την επιφύλαξη ότι τούτο δεν υπόκειται σε φόρο, διότι δεν αποτελεί εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, αφού καταβάλλεται χωρίς νόμιμη ή συμβατική υποχρέωση και δεν έχει το χαρακτήρα της περιοδικότητας. Ο οικονομικός έφορος απέρριψε την επιφύλαξη, τη σχετική όμως αρνητική απάντησή του ακύρωσε το διοικητικό πρωτοδικείο. Το διοικητικό εφετείο έκρινε αντιθέτως ότι το ένδικο κονδύλιο αποτελεί εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, διότι δίδεται ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη από τους υπαλλήλους και εργάτες της αναιρεσείουσας εργασίας και επαυξάνει τις περιοδικά καταβαλλόμενες σ' αυτούς αποδοχές. Ειδικότερα το διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι το υπό τις ανωτέρω συνθήκες καταβαλλόμενο στους εργάτες και υπαλλήλους της αναιρεσείουσας ποσό παρέχεται ως επιβράβευση της πολυχρόνιας εργασίας τους στην επιχείρηση και αποβλέπει στην τόνωση του αισθήματος της μονιμότητας και στην καλύτερη απόδοσή τους, δεν αποτελεί δε παροχή επ' ευκαιρία εκτάκτου γεγονότος, αλλά παροχή, η οποία ναι μεν καταβάλλεται χωρίς νόμιμη ή συμβατική υποχρέωση, πλην επαναλαμβάνεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα, έστω και αραιά (25ετία, 35ετία, 40ετία). Κατόπιν αυτού δε το διοικητικό εφετείο εξαφάνισε, κατ' αποδοχή της εφέσεως του Δημοσίου, την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την προσφυγή της αναιρεσείουσας. Η κρίση αυτή της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι νόμιμη, διότι υπό τα γενόμενα δεκτά υπ' αυτής πραγματικά περιστατικά το ένδικο κονδύλιο αποτελεί εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, το χαρακτήρα δε αυτό του εν λόγων ποσού δεν αίρει το γεγονός ότι χορηγήθηκε οικειοθελώς από την αναιρεσείουσα στο προσωπικό της ούτε ότι καταβάλλεται κατά αραιά χρονικά διαστήματα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένως ερμήνευσε και εφήρμοσε το νόμο, διότι το ένδικο κονδύλιο δεν αποτελεί εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, αφού κατεβλήθη χωρίς νόμιμη ή συμβατική υποχρέωση, στερείται δε περιοδικότητος. Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο, το επίδικο ποσό δεν αποτελεί εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, διότι αποτελεί παροχή, η οποία δεν καταβάλλεται περιοδικά, αλλά το πολύ τρεις φορές σε διάστημα σαράντα ετών συνεχούς εργασίας. Συνεπώς, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, κατ' αποδοχή του προβαλλόμενου με την κρινόμενη αίτηση σχετικού λόγου αναιρέσεως.
5. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω με την κρινόμενη αίτηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που δέχεται ότι στους εργάτες και υπαλλήλους της αναιρεσείουσας που συμπλήρωναν 25ετή, 35ετή και 40ετή συνεχή υπηρεσία στην επιχείρηση κατεβάλλετο ως δώρο ένας μηνιαίος μισθός για κάθε χρόνο υπηρεσίας, είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι δεν αναφέρει από ποιο συγκεκριμένο στοιχείο του φακέλου της υποθέσεως προκύπτει τούτο, καθόσον από την προσφυγή και την επιφύλαξη προκύπτει ότι στους εργαζόμενους κατεβάλοντο 25.000 δρχ. για τη συμπλήρωση υπηρεσίας 25 ετών, 35.000 δρχ. για τη συμπλήρωση υπηρεσίας 35 ετών και 40.000 δρχ. για τη συμπλήρωση υπηρεσίας 40 ετών. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αλυσιτελής, διότι δεν ασκεί κατά νόμο καμία επιρροή, για το χαρακτήρα του ένδικου κονδυλίου ως εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες, το ζήτημα εάν τα συγκεκριμένα ποσά, που καταβλήθηκαν σε κάθε εργαζόμενο, αποτελούν ή όχι ένα μηνιαίο μισθό για κάθε χρόνο υπηρεσίας. Δια ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα εταιρεία τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, που ανέρχεται σε δεκατέσσερις χιλιάδες (14.000) δραχμές.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 1990
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 6ης Ιουνίου ίδιου έτους.
Ο Πρόεδρος του Β' Τμήματος Η Γραμματέας του Β' Τμήματος
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!