ΣτΕ 2559/1994
Αριθμός 2559/1994
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Οκτωβρίου 1993 με την εξής σύνθεση : Η. Παπαγεωργίου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος που είχε κώλυμα, Ε. Γαλανού, Ν. Σκλίας, Σύμβουλοι, Κ. Βιολάρης, Σ. Μαρκάτης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Μουζάκη.
Για να δικάσει την από 17ης Δεκεμβρίου 1987 αίτηση:
Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΠΕΙΡΑΙΚΗ-ΠΑΤΡΑΙΚΗ" Βιομηχανία Βάμβακος Α.Ε., που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Δ. αρ. 8), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Νικ. Σταυρόπουλο (Α.Μ. 958), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο, κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Χρ. Τσεκούρα, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η 1439/1987 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητού, Παρέδρου Σ. Μαρκάτη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του Δικαστηρίου και ,
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως κατεβλήθησαν τα νόμιμα τέλη (υπ' αριθμ. 4381931-2/1987 διπλότυπα εισπράξεως του Δημοσίου Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών) και το παράβολο (υπ' αριθ. 4381933/1987 διπλότυπο εισπράξεως του Δημοσίου Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεσις της υπ' αριθ. 1439/1987 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία, αφού έγινε δεκτή έφεση του Δημοσίου κατά της υπ' αριθ. 5793/1986 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και εξαφανίσθηκε η απόφαση αυτή, με την οποία είχε γίνει δεκτή προσφυγή της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της υπ' αριθ. 8125/1984 αρνητικής απαντήσεως του Οικονομικού Εφόρου Φορολογίας Ανωνύμων Βιομηχανικών Εταιρειών επί επιφυλάξεως την οποία είχε διατυπώσει η εταιρεία σε δήλωση εκκαθαρίσεως και αποδόσεως στο Δημόσιο παρακρατουμένου φόρου εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίσες οικονομικού έτους 1984 και είχε ακυρωθή η αρνητική αυτή απάντησις, απερρίφθη η εν λόγω προσφυγή της αναιρεσειούσης.
3. Επειδή, κατά το άρθρο 40 παρ. 1 του Ν.Δ.3323/1955
"εισόδημα εκ μισθωτών υπηρεσιών είναι το καθ' έκαστον οικονομικόν έτος προκύπτον τοιούτον εκ μισθών, ημερομισθίων, επιχορηγήσεων, επιδομάτων, συντάξεων και εν γένει εκ πάσης παροχής περιοδικώς καταβαλλομένης δια παρούσαν ή παρωχημένην υπηρεσίαν ή δι' οιανδήποτε άλλην αιτίαν, το κτώμενον υπό μισθωτών εν γένει και συνταξιούχων".
Στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου 40 αναφέρονται οι παροχές οι οποίες δεν θεωρούνται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκεινται σε φόρο και στην παρ. 5 του ιδίου επίσης άρθρου, η οποία προσετέθη με το άρθρο 4 παρ. 4 του Ν. 1249/1982 (φ. 43 ΑΆ), ορίζονται τα εξής :
"Χρηματικά ποσά από τρεις (3) μηνιαίους μισθούς και πάνω που καταβάλλονται εφάπαξ από τον εργοδότη σε μισθωτό, ύστερα από τη συμπλήρωση δέκα (10) ετών απασχόλησής του σ' αυτόν, λογίζονται ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες. Τα εφάπαξ αυτά ποσά κατανέμονται για να φορολογηθούν σε τρία (3) ίσα μέρη, καθένα από τα οποία προσαυξάνει τις αποδοχές του έτους της καταβολής και των αμέσως δύο (2) προηγούμενων της καταβολής ετών. Η παρακράτηση του φόρου εισοδήματος ενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις της περιπτώσεως αΆ της παραγράφου 1 του άρθρου 43 του παρόντος".
Εξάλλου, κατά το άρθρο 43 παρ. 1 του ίδιου ως άνω νομοθετικού διατάγματος
"ο φόρος επί του εισοδήματος εκ μισθωτών υπηρεσιών παρακρατείται υπό παντός απασχολούντος κατά σύστημα έμμισθον ή ημερομίσθιον προσωπικόν είτε καταβάλλοντος συντάξεις, επιχορηγήσεις, μερίσματα και λοιπάς παροχάς . . .".
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, υποκείμενο σε φόρο τον οποίο παρακρατεί και αποδίδει στο Δημόσιο ο εργοδότης, αποτελεί κάθε παροχή του τελευταίου προς τον μισθωτό έστω και αν αυτή δεν δίδεται αμέσως ως αντάλλαγμα της προσφερομένης από τον μισθωτό εργασίας, αλλά χορηγείται σ' αυτόν οικειοθελώς από τον εργοδότη και εξ ελευθεριότητος αυτού, εξ αφορμής, πάντως, της σχέσεως εργασίας, η οποία συνδέει αμφοτέρους, και υπό την επιφύλαξη του δικαιώματος της μονομερούς διακοπής της από τον εργοδότη. Επομένως, αποτελεί εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και η οιουδήποτε ύψους χρηματική παροχή η οποία, καταβαλλομένη εφ' άπαξ εις τον μισθωτόν λόγω μακράς ευδοκίμου παραμονής του μισθωτού στην επιχείρηση, χορηγείται εξ ελευθεριότητος του εργοδότου με σκοπό την ενίσχυση του αισθήματος μονιμότητος του μισθωτού και την καλυτέρα απόδοσή του. Η προστεθείσα με το 4 παρ. 4 του Ν. 1249/1982 παράγραφος 5 στο άρθρο 40 του Ν.Δ. 3323/1955, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του νόμου, προβλέπει την ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση των πέραν ωρισμένους ύψους παροχών του είδους αυτού (συνισταμένη στην κατανομή τους σε τρία μέρη για να φορολογηθούν σε τρία έτη) ως φορολογικό κίνητρο για την αύξηση, κατά την αντίληψη του νομοθέτου, της παραγωγικότητος και δεν έχει την έννοια ότι οι ίδιες παροχές κάτω του ύψους που αναφέρεται στη διάταξη αυτή, ήτοι των τριών μηνιαίων μισθών, δεν αποτελούν εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες.
4. Επειδή, εν προκειμένω, κατά τα εκτιθέμενα στην προσβαλλομένη απόφαση, η αναιρεσείουσα εταιρεία κατά την διαχειριστική περίοδο 1.1-31.12.1983 κατέβαλε, υπό μορφή "δώρου αρχαιότητος", στους υπαλλήλους και εργάτες, οι οποίοι συμπλήρωσαν 25 και 35 έτη υπηρεσίας, αντιστοίχως, στην επιχείρησή της, εφ' άπαξ χρηματικά ποσά, μη υπερβαίνοντα, κατά τους ισχυρισμούς της, τους τρεις μηνιαίους μισθούς, για την ενθάρρυνση της επί μακρόν χρόνο παραμονής των μισθωτών στην επιχείρησή της. Τα ποσά αυτά, συνολικού ύψους 1.413.651 δραχμών ως προς τους υπαλλήλους και 181.481 δραχμών ως προς τους εργάτες, συμπεριέλαβε η εταιρεία στην δήλωση εκκαθαρίσεως παρακρατουμένου φόρου εισοδήματος εκ μισθωτών υπηρεσιών και απέδωσε τον αναλογούντα σ' αυτά φόρο υπό την επιφύλαξη ότι δεν αποτελούν εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, υποκείμενο σε φόρο, διότι καταβάλλονται άνευ νομίμου ή συμβατικής υποχρεώσεως του εργοδότου και στερούνται περιοδικού χαρακτήρος.
Η φορολογική αρχή απέρριψε την επιφύλαξη, την σχετική, όμως, υπ' αριθ. 8125/1984 αρνητική απάντηση του Οικονομικού Εφόρου Φορολογίας Ανωνύμων Βιομηχανικών Εταιρειών Αθηνών ακύρωσε το διοικητικό πρωτοδικείο κατόπιν προσφυγής της εταιρείας. Αντιθέτως, το διοικητικό εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση, αφού δέχθηκε ότι από της ενάρξεως ισχύος της νέας παραγράφου 5 του άρθρου 40 του Ν.Δ. 3323/1955 χρηματικά ποσά, οιουδήποτε ύψους, τα οποία καταβάλλονται εφ' άπαξ σε μισθωτό από τον εργοδότη ως επίδομα ευδοκίμου παραμονής του εργαζομένου στην επιχείρηση, θεωρούνται ως εισόδημα εκ μισθωτών υπηρεσιών, υποκείμενο σε φόρο, ανεξαρτήτως της συνδρομής ή μη του περιοδικού χαρακτήρος, έκρινε ότι οι ως άνω παροχές της αναιρεσείουσας εταιρείας προς τους μισθωτούς της υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος εκ μισθωτών υπηρεσιών, έστω και αν είναι κατώτερες των 3 μηνιαίων μισθών ανά δικαιούχο μισθωτό και κατεβλήθησαν εξ ελευθεριότητος του εργοδότου, και για τον λόγο αυτό δέχθηκε την έφεση του Δημοσίου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την προσφυγή της εταιρείας. Συμφώνως προς τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη ως προς την έννοια των διατάξεων των παρ. 1 και 5 του άρθρου 40 του Ν.Δ. 3323/1955, ορθώς, αν και εστηρίχθη σε εν μέρει διαφορετική ερμηνεία των διατάξεων αυτών έκρινε το διοικητικό εφετείο ότι τα καταβληθέντα εν προκειμένω ποσά στους μισθωτούς της αναιρεσείουσας εταιρείας αποτελούν εισόδημα εκ μισθωτών υπηρεσιών υποκείμενο σε φόρο, ο δε λόγος αναιρέσεως με τον οποίο η εταιρεία αυτή προβάλλει το αντίθετο, ισχυριζομένη ότι οι παροχές αυτές λόγω του ύψους των (κατωτέρου των τριών μηνιαίων μισθών ανά δικαιούχο) και της καταβολής των άνευ νομίμου ή συμβατικής υποχρεώσεως της δεν υπόκεινται σε φορολογία εισοδήματος εκ μισθωτών υπηρεσιών, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος διότι, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, ο χαρακτήρας των παροχών αυτών ως φορολογητέου εισοδήματος εκ μισθωτών υπηρεσιών δεν αίρεται ούτε από το ύψος αυτών, ούτε από την εξ ελευθεριότητος της εταιρείας καταβολή των.
5. Επειδή, συνεπώς, η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου, και
Επιβάλλει εις βάρος της αναιρεσείουσας εταιρείας την δικαστική δαπάνη του Δημοσίουΐη οποία ανέρχεται σε δέκα τέσσερις χιλιάδες (14.000) δραχμές.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 26 Οκτωβρίου 1993
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1994.
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας
Η. Παπαγεωργίου Δ. Μουζάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!