ΣτΕ 539/2016
Αριθμός 539/2016
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Ιανουαρίου 2016, με την εξής σύνθεση: Αν. Γκότσης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος, Ο. Ζύγουρα, Τ. Κόμβου, Π. Μπραΐμη, Π. Χαμάκος, Σύμβουλοι, Κ. Κονιδιτσιώτου, Αικ. Ρωξάνα, Πάρεδροι. Γραμματέας Β. Ραφαηλάκη, Γραμματέας του Α΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 18 Ιανουαρίου 2007 αίτηση: του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.), που εδρεύει στην Αθήνα (Αγ. Κωνσταντίνου 8), το οποίο παρέστη με τον Βασίλειο Κουρούμαλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά της Ρ. Κ., χήρας Α., κατοίκου … (…), η οποία δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ίδρυμα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 588/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ο. Ζύγουρα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Ιδρύματος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, με την κρινομένη αίτηση, ασκουμένη κατά νόμον χωρίς καταβολή παραβόλου και φερομένη προς συζήτηση ενώπιον του Τμήματος υπό 7μελή σύνθεση κατόπιν παραπομπής της με την 3694/2015 αποφάσεως του Tμήματος υπό 5μελή σύνθεση λόγω σπουδαιότητος, ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 588/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη έφεση του αναιρεσείοντος Ιδρύματος και επεκυρώθη η 3218/2002 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία έγινε δεκτή προσφυγή της αναιρεσβλήτου και ακυρώθηκε η 178/22/12-3-2001 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Περιφερειακού Υποκαταστήματος ΙΚΑ Θεσσαλονίκης. Με την τελευταία αυτή πράξη είχε απορριφθή αίτημα της αναιρεσβλήτου περί απονομής σ’ αυτήν συντάξεως λόγω θανάτου του συζύγου της.
2. Επειδή, κατά γενική αρχή του δικαίου της κοινωνικής ασφαλίσεως, το συνταξιοδοτικό δικαίωμα, όταν δεν υπάρχει αντίθετη διάταξη, κρίνεται βάσει του νομικού καθεστώτος που ισχύει κατά το χρόνο επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου, ο οποίος, όταν πρόκειται για συνταξιοδότηση εμμέσως ασφαλισμένου, θεωρείται ότι επέρχεται κατά το χρόνο του θανάτου του αμέσως ασφαλισμένου, μέσω του οποίου αυτός συνδέεται με τον οικείο ασφαλιστικό φορέα. Το ισχύον δε κατά το χρόνο του θανάτου δίκαιο διέπει όχι μόνο τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του συνταξιοδοτικού δικαιώματος των μελών της οικογενείας του θανόντος, αλλά και τα της ενάρξεως της καταβολής της συντάξεως (ΣτΕ 3069/1992 7μ., πρβλ. ΣτΕ 267/2013 κ.ά.).
3. Επειδή, στις παρ. 6 και 7 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 «Περί κοινωνικών ασφαλίσεων» (Α΄ 179), όπως το πρώτο εδάφιο στοιχ. α΄ της παρ. 6 αυτού αντικατεστάθη τελικώς με το άρθρο 27 παρ. 1 του ν. 1902/1990 (Α΄ 138) και η παρ. 7 ετροποποιήθη με το άρθρο 5 παρ. 4 του ν.δ. 4104/1960 (Α΄ 147), ορίζονται τα εξής:
«1. …
6. Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου λόγω γήρατος ή αναπηρίας οποιασδήποτε βαθμίδας, ή επιδοματούχου λόγω αναπροσαρμογής ή ασφαλισμένου που έχει πραγματοποιήσει τουλάχιστον χίλιες πεντακόσιες (1.500) ημέρες εργασίας, από τις οποίες τριακόσιες (300) τουλάχιστον κατά τα πέντε έτη που προηγούνται του έτους που επήλθε ο θάνατος, ή ασφαλισμένου που έχει πραγματοποιήσει τον απαιτούμενο κατά περίπτωση από την παράγραφο 4 εδάφιο α΄ αριθμό ημερών εργασίας, έχουν δικαίωμα σε σύνταξη κατά τα επόμενα εδάφια:
α) Η χήρα ή ο χήρος, του οποίου η συντήρηση εβάρυνε κυρίως τη θανούσα και εφ’ όσον είναι ανάπηρος …
β) …
7. Η χήρα (χήρος) δεν δικαιούται συντάξεως Α΄ Εάν ο θάνατος του συζύγου … επήλθε προ της παρόδου εξ μηνών από της τελέσεως του γάμου, εκτός:
α) …
γ) … Β. Εάν, ο θανών … ελάμβανε κατά την τέλεσιν του γάμου σύνταξιν αναπηρίας ή γήρατος ή επίδομα αναπροσαρμογής, ο δε θάνατος επήλθε προ της παρόδου 24 μηνών από της τελέσεως του γάμου, εκτός αν …
8. …».
4. Επειδή, εξ άλλου, στην παρ. 1 του άρθρου 6 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο (πρβλ. Σ.τ.Ε. 267/2013, 927/1996, 1417/1993, βλ. και Σ.τ.Ε. 485/1999 7μ.) ν. 1975/1991 με τίτλο «Είσοδος - έξοδος, παραμονή, εργασία, απέλαση αλλοδαπών, διαδικασία αναγνώρισης αλλοδαπών προσφύγων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 184/4-12-1991) ορίζεται ότι:
«Κάθε αλλοδαπός δύναται να εισέλθει στο ελληνικό έδαφος όταν κατέχει κανονικό και ισχύον διαβατήριο ή άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο, αναγνωριζόμενο από διεθνείς συμβάσεις και φέρει, εφόσον απαιτείται, έγκυρη και ισχύουσα θεώρηση εισόδου (VISA)»,
δικαιούμενος να παραμείνη στη χώρα προσωρινώς έως τρείς μήνες με δυνατότητα παρατάσεως (άρθρο 7). Περαιτέρω, στα άρθρα 12-20 του ιδίου νόμου προβλέπονται τα της παραμονής αλλοδαπών στην Ελλάδα και τα της χορηγήσεως σχετικών αδειών, ενώ στα άρθρα 21 επομ. προβλέπεται η χορήγηση αδειών εργασίας. Στην παρ. 2 του άρθρου 31 του ιδίου νόμου ορίζεται: ότι:
«Οι υπηρεσίες του δημόσιου τομέα, καθώς και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, υποχρεούνται να μη δέχονται για εξέταση αίτημα αλλοδαπού που βρίσκεται στο ελληνικό έδαφος, αν δεν είναι κάτοχος άδειας παραμονής ή δεν είναι σε θέση να αποδείξει ότι παραμένει νόμιμα στην Ελλάδα. Από την ανωτέρω υποχρέωση εξαιρούνται …».
5. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ο αλλοδαπός ή η αλλοδαπή σύζυγος ασφαλισμένης/ασφαλισμένου του ΙΚΑ δικαιούται συντάξεως λόγω θανάτου της/του συζύγου του/ της, εφ’ όσον συντρέχουν οι κατά την ασφαλιστική νομοθεσία –και ειδικώτερα οι κατά την νομοθεσία περί του ΙΚΑπροϋποθέσεις και υπό τους εκεί οριζομένους όρους, μεταξύ των οποίων η ύπαρξη ελάχιστης διαρκείας του γάμου, η οποία προβλέπεται με τις διατάξεις αυτές προκειμένου να διασφαλίζωνται τα συμφέροντα του ΙΚΑ και, συνεπώς, του συνόλου των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του από την τέλεση γάμων που αποβλέπουν στην καταστρατήγηση του νόμου (ΣτΕ 3782/2012 κ.ά.). Η εφαρμογή δε του κανόνος τούτου δεν δύναται να θεωρηθή ότι κωλύεται από την τασσομένη με την (δημοσίας τάξεως) γενική διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 του ν. 1975/1991 υποχρέωση των υπηρεσιών του δημοσίου τομέως και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου να ερευνούν πριν από την εξέταση οποιουδήποτε αιτήματος αλλοδαπού, ευρισκομένου στην Ελληνική Επικράτεια, αν αυτός είναι κάτοχος αδείας παραμονής ή αν είναι σε θέση να αποδείξη ότι διαμένει νόμιμα στην Ελλάδα και, σε αρνητική περίπτωση να μη δέχωνται προς εξέταση το υποβληθέν αίτημα (πρβλ. ΣτΕ 21/2013, 1970/2011). Συνεπώς, τα ως άνω πρόσωπα (αλλοδαποί σύζυγοι ασφαλισμένων του ΙΚΑ) δικαιούνται να ζητήσουν και να λάβουν σύνταξη λόγω θανάτου του συζύγου τους, εφ’ όσον συντρέχουν οι κατά τις παρ. 6, και 7 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 προϋποθέσεις, ανεξαρτήτως αν έχουν εφοδιασθή με την προβλεπομένη από τις διατάξεις του ν. 1975/1991 άδεια παραμονής ή γενικότερα αποδεικνύουν τη νόμιμη παραμονή τους στη χώρα, ενόψει και του ότι η έλλειψη της προϋποθέσεως αυτής δεν επιδρά κατ’ αρχήν επί του κύρους της ασφαλιστικής σχέσεως με το ΙΚΑ (πρβλ. ΣτΕ 2715/2008 7μ., 2266/2009, 3085/2010, 1970/2011, 21, 267/2013 κ.ά.), ούτε επηρεάζει την υπαγωγή στην ασφάλιση του ΙΚΑ (πρβλ. ΣτΕ 3085/2010).
6. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και τα ληπτέα υπ’ όψιν διαδικαστικά έγγραφα, η αναιρεσίβλητη, Βουλγαρικής ιθαγενείας, συνήψε στην Ελλάδα, την 6-10-1992, πολιτικό γάμο με τον αποβιώσαντα την 23-10-1997 A. Κ., συνταξιούχο από 10-2-1966 του IKA λόγω γήρατος. Με την 186317/17-11-1997 αίτησή της, η αναιρεσίβλητη ζήτησε να της χορηγηθή σύνταξη λόγω θανάτου του συζύγου της. Με την 20089/11-11-1999 απόφαση του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Θεσσαλονίκης, η οποία συνεπληρώθη με την 28376/14-12-2000 όμοια απόφαση και αφού προηγουμένως είχε ενημερωθή η αναιρεσίβλητη ότι πρέπει να προσκομίση στο Ι.Κ.Α. ληξιαρχική πράξη θανάτου του συζύγου της και άδεια νόμιμης παραμονής στην Ελλάδα, απερρίφθη το αίτημά της για τον λόγο ότι δεν προσκόμισε τα ως άνω δικαιολογητικά. Η ανωτέρω προσεκόμισε αργότερα τη σχετική ληξιαρχική πράξη θανάτου. Κατά της πρώτης αποφάσεως του Διευθυντού η αναιρεσίβλητη άσκησε ένσταση ενώπιον της αρμοδίας Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής, η οποία απερρίφθη με την 178/22/12-3-2001 απόφαση της ΤΔΕ του Περιφερειακού Υποκαταστήματος ΙΚΑ Θεσσαλονίκης με την αιτιολογία ότι δεν προσκόμισε άδεια παραμονής ή άλλο στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται η νόμιμη παραμονή της στη χώρα. Κατόπιν προσφυγής της αναιρεσιβλήτου, από 14-5-2001, ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την 3218/2002 απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου, ακυρώθηκε η ως άνω απόφαση της ΤΔΕ. Έφεση δε του Ι.Κ.Α. - ΕΤΑΜ κατά της αποφάσεως αυτής απερρίφθη με την ήδη αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλομένη, έγινε δεκτό ότι, κατά την έννοια των άρθρων 28 παρ. 6α α.ν. 1846/1951 (5 παρ. 3 ν. δ. 4104/1960), 19 και 31 παρ. 2 ν. 1975/1991 σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος,
«η Διοίκηση, εφ’ όσον υφίσταται γάμος Ελληνίδας ή Έλληνα υπηκόου με αλλοδαπό ή αλλοδαπή και πραγματική συμβίωση των συζύγων στην Ελλάδα, υποχρεούται να ικανοποιήσει το υποβαλλόμενο από τον αλλοδαπό ή την αλλοδαπή σύζυγο αίτημα χορηγήσεως αδείας παραμονής, εκτός αν την απόρριψη του αιτήματος επιβάλλουν συγκεκριμένοι και επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι ιδίως οι συνδεόμενοι με την προστασία της κρατικής ασφάλειας…. Εξ άλλου, το γεγονός και μόνο ότι ο εν λόγω αλλοδαπός ή η αλλοδαπή κατά τη σύναψη του γάμου διαμένει στην Ελλάδα χωρίς να έχει εφοδιασθή με άδεια παραμονής, δεν συνιστά αυτό και μόνο, λόγο ικανό να αναιρέσει το, συνεπεία της συνάψεως του γάμου και της συνακόλουθης συμβιώσεως με σύζυγο ελληνικής υπηκοότητος, δικαίωμα στη χορήγηση αδείας παραμονής στη Χώρα … και, σε κάθε περίπτωση, η κατά τα ανωτέρω σύναψη νομίμου γάμου αλλοδαπού με Έλληνα πολίτη αποτελεί υπό την έννοια αυτή λόγο νόμιμης παραμονής του στη χώρα. Την άποψη αυτή προφανώς υιοθετεί και ο νομοθέτης, καθ’ όσον στον μεταγενέστερο νόμο 2910/2001 για τους αλλοδαπούς, που αντικατέστησε τον ανωτέρω ν. 1975/1991, στο άρθρο 33 αυτού ορίζει ότι
“1. Στον αλλοδαπό, σύζυγο ημεδαπού ή πολίτη χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης χορηγείται άδεια παραμονής, διάρκειας τουλάχιστον πέντε (5) ετών, χωρίς να απαιτείται άδεια εργασίας. Η άδεια αυτή ανανεώνεται, αυτοδικαίως, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε (5) ετών (…)”».
Περαιτέρω, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, έγινε δεκτό, ότι «η αλλοδαπή χήρα θανόντος συνταξιούχου του ΙΚΑ δικαιούται συντάξεως, εφ΄ όσον συντρέχουν οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, αν είναι κάτοχος άδειας παραμονής ή είναι σε θέση να αποδείξει ότι παραμένει μόνιμα στην Ελλάδα, καθώς και ότι ο γάμος και η συμβίωση με Έλληνα υπήκοο έχει ως επακόλουθο το δικαίωμα του αλλοδαπού για χορήγηση σ’ αυτόν άδειας παραμονής». Εκρίθη δε ότι εφ’ όσον η αναιρεσίβλητη «είχε συνάψει νομίμως γάμο και συμβιούσε περισσότερο από πέντε έτη με τον συνταξιούχο του ΙΚΑ Α. Κ., είχε γεννηθεί στο πρόσωπό της το δικαίωμα για χορήγηση σ’ αυτήν άδειας παραμονής και, παρά το γεγονός ότι αυτή δεν της είχε ακόμη χορηγηθεί κατά το χρόνο θανάτου του συζύγου της, ήταν σε θέση να αποδείξει ότι παρέμενε νόμιμα στη χώρα, καθ’ όσον εκ μόνου του λόγου της συνάψεως του γάμου της με τον Α. Κ. είχε γεννηθεί στο πρόσωπό της νόμιμο δικαίωμα προσδοκίας για χορήγηση σ’ αυτήν άδειας παραμονής. Συνεπώς, πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις του άρθρου 31 παρ. 2 του Ν. 1975/1991 και για το λόγο αυτό παρά το νόμο απερρίφθη το αίτημά της με τις προαναφερόμενες αποφάσεις του Διευθυντή του ΙΚΑ και της οικείας ΤΔΕ». Με τις σκέψεις δε αυτές εκρίθη περαιτέρω ότι νομίμως είχε κρίνει, αν και με άλλη αιτιολογία, η πρωτόδικη απόφαση και απερρίφθη η έφεση του αναιρεσείοντος.
7. Επειδή εν όψει όσων έγιναν ανωτέρω δεκτά στη σκέψη 5, εν σχέσει προς την έννοια των διατάξεων, που παρατίθενται στις σκέψεις 3 και 4, η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι μη νομίμως εν προκειμένω απερρίφθη το αίτημα της αναιρεσιβλήτου περί συνταξιοδοτήσεως της λόγω θανάτου του συζύγου της, κατ’ επίκληση της διατάξεως του άρθρου 31 παρ. 2 του ν. 1975/1991, με την ως άνω αιτιολογία, παρίσταται, ανεξαρτήτως των ειδικωτέρων αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλομένης, νόμιμη. Τούτο, διότι, κατά τα προεκτεθέντα, για την συνταξιοδότηση της αναιρεσιβλήτου εκ μέρους του αναιρεσείοντος Ιδρύματος λόγω του θανάτου του συζύγου της, δεν απαιτείτο -πέραν της πληρώσεως των κατά την νομοθεσία του ΙΚΑ προϋποθέσεων συνταξιοδοτήσεως της χήρας ασφαλισμένουκαι η προσκόμιση εκ μέρους της και αδείας παραμονής, ή άλλου στοιχείου αποδεικνύοντος τη νόμιμη παραμονή της στη χώρα, και, συνεπώς, δεν ήτο νόμιμη η απόρριψη του σχετικού αιτήματος από το ΙΚΑ με μόνη την αιτιολογία της μη υποβολής από αυτήν τέτοιων στοιχείων. Επομένως, είναι απορριπτέα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινομένη αίτηση καθώς και η αίτηση αυτή στο σύνολό της.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 11 Ιανουαρίου 2016
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 22ας Φεβρουαρίου του ίδιου έτους.
Ο Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Α΄ Τμήματος
Αν. Γκότσης Β. Ραφαηλάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!