ΣτΕ 2986/2017
Αριθμός 2986/2017
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Νοεμβρίου 2017, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Σ. Βιτάλη, Κ. Νικολάου, Σύμβουλοι, Ειρ. Σταυρουλάκη, Ν. Σεκέρογλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 8 Οκτωβρίου 2013 αίτηση: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "AUDIO BRAIN ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ - ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ - ΕΜΠΟΡΙΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ Α.Ε." και τον διακριτικό τίτλο «AUDIO BRAIN AE», που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής (οδός Μεταμορφώσεως και ¶ρεως αρ. 45), που τελεί υπό πτώχευση, η οποία παρέστη με την δικηγόρο ¶ννα-Όλγα Μήτσου (Α.Μ. 23241), σύνδικο πτωχεύσεως, στην οποία δόθηκε προθεσμία μέχρι και τις 14 Νοεμβρίου 2017 για τη νομιμοποίησή της, κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Δέσποινα Γάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 1270/2013 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ειρ. Σταυρουλάκη.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 3664558, 1321656-7/2013 ειδικά έντυπα παραβόλου σειράς Α΄).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 1270/2013 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη προσφυγή της υπό πτώχευση τελούσης από το έτος 2008 ανώνυμης εταιρείας “Audio Brain Βιοτεχνία-Αντιπροσωπείες-Εμπόριο Ηλεκτρονικών Εφαρμογών ΑΕ” (εφ’ εξής «Audio Brain”), εκπροσωπηθείσης ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας από την διορισθείσα ως νέο σύνδικο της εταιρείας με την 251/2012 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η ως άνω προσφυγή στρεφόταν κατά της … αποφάσεως του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ΦΑΒΕ Αθηνών, με την οποία είχε επιβληθεί σε βάρος της ως άνω εταιρείας πρόστιμο του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, ανερχόμενο συνολικώς στο ποσό των 2.052.925,10 ευρώ, λόγω λήψεως και καταχωρίσεως στα βιβλία της 91 εικονικών φορολογικών στοιχείων.
3. Επειδή, με τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8), όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και την παράγραφο 2 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), ορίζεται ότι
«3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου…
4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ…».
Επομένως, για το παραδεκτό αίτηση αναιρέσεως, το αντικείμενο της οποίας υπερβαίνει το τιθέμενο εκ του νόμου όριο ή η οποία δεν έχει χρηματικό αντικείμενο, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αιτήσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, περιλαμβανόμενους στο εισαγωγικό δικόγραφο και αναφερόμενους σε καθέναν από τους προβαλλομένους λόγους αναιρέσεως, είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, δηλαδή επί ζητήματος ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, είτε ότι οι παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για την διάγνωση της οικείας υπόθεσης, έρχονται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή, πάντως, μη ανατραπείσα νομολογία επί του αυτού νομικού ζητήματος, και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων, του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 2311/2017, 1676, 1195/2016, 1283/2015, 4095/2014).
4. Επειδή, ο Πτωχευτικός Κώδικας (εφ’ εξής «ΠτΚ»), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 3588/2007 (Α΄ 153/10.7.2007), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, όριζε στο άρθρο 1 ότι
«Η πτώχευση αποσκοπεί στην συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του οφειλέτη με την ρευστοποίηση της περιουσίας του ή με άλλο τρόπο που προβλέπεται από σχέδιο αναδιοργάνωσης και ιδίως με την διατήρηση της επιχείρησής του», στο άρθρο 7 ότι «1. Με την απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση το πτωχευτικό δικαστήριο διορίζει εισηγητή δικαστή και σύνδικο της πτώχευσης και διατάσσει τη σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας. Ορίζει ημέρα, ώρα και τόπο όπου οι πιστωτές θα συνέλθουν ενώπιον του εισηγητή... Με την ίδια απόφαση το πτωχευτικό δικαστήριο ορίζει ημερομηνία σύγκλησης της συνέλευσης των πιστωτών, για να αποφασίσει με βάση την έκθεση του συνδίκου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 70…»,
στο άρθρο 16 ότι
«1. Η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας που ανήκει στον οφειλέτη κατά την κήρυξη της πτώχευσης, οπουδήποτε και αν βρίσκεται…
5. Στην πτωχευτική περιουσία δεν περιλαμβάνεται η περιουσία που αποκτά ο οφειλέτης μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Κατ’ εξαίρεση, τόκοι και άλλες περιοδικές παροχές, καθώς και παρεπόμενες αξιώσεις ή δικαιώματα και αν ακόμη γεννώνται ή αναπτύσσονται μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία, εφόσον προέρχονται από ενοχή ή κύριο δικαίωμα που υπήρχε πριν την κήρυξη της πτώχευσης»,
στο άρθρο 17 ότι
«1. Ο οφειλέτης από την κήρυξη της πτώχευσης στερείται αυτοδικαίως της διοίκησης (διαχείρισης και διάθεσης) της περιουσίας του (πτωχευτική απαλλοτρίωση), την οποία ασκεί μόνος ο σύνδικος. Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, πράξεις διαχείρισης ή διάθεσης στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, χωρίς την σύμπραξη του συνδίκου, είναι ανενεργείς…»,
στο άρθρο 21 ότι
«1. Πτωχευτικοί πιστωτές είναι εκείνοι που κατά την κήρυξη της πτώχευσης έχουν κατά του οφειλέτη γεννημένη και δικαστικώς επιδιώξιμη χρηματική ενοχική απαίτηση…
2. Ο πτωχευτικός πιστωτής μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση των απαιτήσεων του μόνο μέσω της πτωχευτικής διαδικασίας, εκτός εάν στον παρόντα κώδικα ορίζεται διαφορετικά.»,
στο άρθρο 25 («Αναστολή των ατομικών καταδιώξεων») ότι
«1. Με επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26 [που περιέχει ρυθμίσεις για τους ενέγγυους πιστωτές], από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεων τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, ή η εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας.
2. Πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες»,
στο άρθρο 70 ότι
«1. Ο σύνδικος υποχρεούται να υποβάλει στη συνέλευση των πιστωτών έκθεση σχετικά με την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη και των αιτίων της πτώχευσης, τις προοπτικές διατήρησης της επιχείρησης, εν όλω ή εν μέρει, τις δυνατότητες βιωσιμότητάς της και υπαγωγής του οφειλέτη σε σχέδιο αναδιοργάνωσης και τις κατά περίπτωση προβλεπόμενες συνέπειες ως προς την ικανοποίηση των πιστωτών…»,
στο άρθρο 89 ότι
«1. Ο οφειλέτης υποχρεούται να παραδώσει στον σύνδικο κατάλογο των πιστωτών του και του ύψους των απαιτήσεων τους....
2. Ο σύνδικος οφείλει αμέσως να ενημερώσει εγγράφως όλους τους πιστωτές… και τους καλεί να αναγγείλουν την απαίτησή τους…»,
στο άρθρο 90 ότι
«1…
3. Ο σύνδικος, μετά την παρέλευση της προθεσμίας αναγγελίας, οφείλει να καταρτίσει πίνακα όλων των αναγγελθέντων πιστωτών…», στο άρθρο 91 ότι «1. Η αναγγελία γίνεται εγγράφως στον γραμματέα των πτωχεύσεων…»,
στο άρθρο 93 ότι
«1. Η επαλήθευση των απαιτήσεων διενεργείται από τον σύνδικο ενώπιον του εισηγητή…», στο άρθρο 132 ότι «1. Μετά την ολοκλήρωση της εξέλεγξης των πιστώσεων και εφόσον δεν επιτεύχθηκε η αποδοχή ή η επικύρωση σχεδίου αναδιοργάνωσης της επιχείρησης του οφειλέτη ή αυτή ακυρώθηκε για οποιονδήποτε λόγο, η πτώχευση βρίσκεται στο στάδιο της ένωσης των πιστωτών.
2. Κατά το στάδιο αυτό ο σύνδικος προβαίνει στη ρευστοποίηση του ενεργητικού της περιουσίας του οφειλέτη και στη διανομή του προϊόντος αυτής στους πιστωτές...»,
στο άρθρο 153 ότι
«1. Ο σύνδικος συντάσσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση πίνακα διανομής… με βάση τις επαληθευθείσες απαιτήσεις…»,
στο άρθρο 154 ότι
«Μετά από την αφαίρεση… οι πιστωτές κατατάσσονται με την ακόλουθη σειρά:
α)…
ε) Οι απαιτήσεις του Δημοσίου από φόρους που ορίστηκαν από την αξία της προσόδου ή από το είδος των πραγμάτων που πλειστηριάστηκαν και που αφορούν το έτος που έγινε ο πλειστηριασμός και το προηγούμενο…»,
στο άρθρο 164 ότι
«Η πτώχευση περατώνεται, με την επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης…, με την εκποίηση όλων των στοιχείων του ενεργητικού της, καθώς και με την παύση των εργασιών της, είτε για έλλειψη ενεργητικού είτε λόγω της παρόδου του χρόνου που ορίζεται στο άρθρο 166 παράγραφος 3»,
στο άρθρο 166 ότι
«1. Αν οι εργασίες της πτωχεύσεως δεν μπορούν να εξακολουθήσουν, λόγω έλλειψης των αναγκαίων χρημάτων ή ευχερώς ρευστοποιήσιμης περιουσίας, το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από έκθεση του εισηγητή και αφού ακούσει τον σύνδικο και την επιτροπή πιστωτών, μπορεί, μετά από αίτηση του οφειλέτη, πιστωτή ή του συνδίκου ή και αυτεπαγγέλτως, να κηρύξει την παύση των εργασιών της πτωχεύσεως.
2…. [οπότε] περατώνεται η πτώχευση, αίρεται η πτωχευτική απαλλοτρίωση και ο οφειλέτης αναλαμβάνει τη διοίκηση της περιουσίας του. Οι πιστωτές αναλαμβάνουν τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα και παύει το λειτούργημα του συνδίκου, καθώς και του εισηγητή…»,
στο άρθρο 181 ότι
«Με την επιφύλαξη της διάταξης του επόμενου άρθρου, από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, καταργούνται:
α) …
στ) οι διατάξεις του ΚΕΔΕ περί αναγκαστικής εκτέλεσης επί της περιουσίας του οφειλέτη κατά τη διάρκεια της πτώχευσης, … και
ι) κάθε άλλη διάταξη που αναφέρεται σε αντικείμενο που ρυθμίζεται από τον παρόντα κώδικα και αντιβαίνει στις διατάξεις αυτού» και στο άρθρο 182 ότι «1. Ο παρών κώδικας εφαρμόζεται επί των διαδικασιών που αρχίζουν μετά την έναρξη ισχύος του.
2…».
5. Επειδή, όπως συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις του ΠτΚ, η πτώχευση οργανώνεται σε δύο βασικά διαδικαστικά στάδια:
α) στο στάδιο της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, το οποίο αναφέρεται στην εξεύρεση, διασφάλιση και διοίκηση του ενεργητικού της πτωχεύσεως, και
β) στο στάδιο που αναφέρεται στην διαπίστωση του παθητικού της κατά τη διαδικασία εξελέγξεως των πτωχευτικών απαιτήσεων.
Η διενέργεια του εν λόγω οικονομικού έργου, ήτοι της συγκεντρώσεως, διαχειρίσεως, αξιοποιήσεως και διανομής της πτωχευτικής περιουσίας, ανατίθεται από τον νόμο σε ένα πρόσωπο, τον σύνδικο, οι ενέργειες του οποίου πλαισιώνονται και ελέγχονται από το πτωχευτικό δικαστήριο και τον εισηγητή δικαστή. Μεταξύ των ρυθμίσεων που περιέχει για την επίτευξη των σκοπών του πρώτου σταδίου, ο ΠτΚ θεσπίζει την αρχή της άρσεως του δικαιώματος ατομικής διώξεως του οφειλέτη για όλους τους in abstracto (εν δυνάμει) πτωχευτικούς πιστωτές (εκτός από τους εμπραγμάτως ασφαλισμένους που ασκούν την εμπράγματη αξίωσή τους ή εκείνους που έχουν εμπράγματη αγωγή κατά του οφειλέτη), ήτοι όσους, κατά το χρονικό σημείο κηρύξεως της πτωχεύσεως, έχουν κατά του οφειλέτη γεννημένη και δικαστικώς επιδιώξιμη χρηματική ενοχή. Ο κανόνας δε αυτός καταλαμβάνει το σύνολο των πτωχευτικών πιστωτών (πλην των ως άνω εξαιρέσεων), επομένως και το Δημόσιο, ως προς το οποίο όχι μόνον δεν διατηρήθηκε επιφύλαξη, αλλ’ αντιθέτως, με το άρθρο 181 του ΠτΚ, καταργήθηκαν από την έναρξη της ισχύος του, οι διατάξεις του ΚΕΔΕ που προέβλεπαν την δυνατότητα του Δημοσίου να προβαίνει μετά την κήρυξη της πτωχεύσεως “σε αναγκαστική εκτέλεση της περιουσίας του πτωχεύσαντος, της πτωχευτικής και μεταπτωχευτικής, ανεξάρτητα από την ύπαρξη υπέρ αυτού γενικού ή ειδικού προνομίου επί της περιουσίας του οφειλέτη”. Για την επίτευξη, εξάλλου, των σκοπών του δευτέρου σταδίου (διαπίστωση του παθητικού της πτωχεύσεως), ο νόμος προβλέπει τη διαδικασία εξελέγξεως των πτωχευτικών απαιτήσεων, η οποία ανατίθεται στον σύνδικο και τον εισηγητή (ήτοι έχει δικαστικό χαρακτήρα) και περιλαμβάνει δύο ειδικότερα υποστάδια, αυτό της αναγγελίας και αυτό της επαληθεύσεως των πιστωτικών απαιτήσεων. Στην διαδικασία αυτή υπόκεινται οι πάσης φύσεως απαιτήσεις των πτωχευτικών πιστωτών (ήτοι όσων το δικαίωμα είχε γεννηθεί πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως), όπως άλλωστε και του Δημοσίου για κάθε είδους απαιτήσεις του, επομένως και αυτών από φόρους (βλ.ad hoc ΣτΕ 2311/2017 - πρβλ. ΣτΕ 1101/2017 επταμ.).
6. Επειδή, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ΠτΚ, οι οποίες, ως οργανωμένο και αυτοτελές σύστημα κανόνων δικαίου, ρυθμίζουν κατά τρόπο αυστηρό, λεπτομερειακό και εξαντλητικό τον τρόπο αντιδράσεως της έννομης τάξεως στο (νομικό) γεγονός της οικονομικής πτώσεως του οφειλέτη, εν όψει όχι μόνον της σημασίας του για την οικονομία αλλά και των πολλαπλών εμπλεκομένων συμφερόντων, η προάσπιση του συλλογικού συμφέροντος των πτωχευτικών πιστωτών αναδεικνύεται από τον νόμο σε κεντρικής σημασίας στόχο του πτωχευτικού δικαίου, αυτόν δε, μεταξύ άλλων, υπηρετεί και η κατ’ άρθρο 25 του ΠτΚ αρχή της στερήσεως του δικαιώματος ασκήσεως ατομικής διώξεως κατά του οφειλέτη, που αφορά (πλην των ανωτέρω εξαιρέσεων) όλους τους πτωχευτικούς πιστωτές και, επομένως, και το Δημόσιο (ΣτΕ 1101/2017 επταμ.). Η τελευταία αυτή «γενικής φύσεως αρχή» αποκλείει την έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως ή την εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας, ήτοι πράξεων που αντιστρατεύονται ευθέως την συλλογικότητα της δράσεως που χαρακτηρίζει την πτώχευση και οδηγούν εξ ορισμού σε παρεμπόδιση του έργου και των αρμοδιοτήτων των οργάνων της πτωχευτικής διαδικασίας (όπως τα προβλεπόμενα στο άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2523/1997 μέτρα - ΣτΕ 1101/2017 επταμ.).
Δεν αποκλείει, ωστόσο, η ανωτέρω αρχή και η αποτυπώνουσα αυτήν διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 25 του ΠτΚ την έκδοση μετά την κήρυξη της πτωχεύσεως και κατά την διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας πράξεων της φορολογικής αρχής, με τις οποίες επιβάλλονται σε βάρος του οφειλέτη φόροι πάσης φύσεως ή κυρώσεις για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας που ανάγονται σε περίοδο πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως, κατά την οποία η επιχείρηση του οφειλέτη λειτουργούσε και στην οποία ανατρέχουν τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την σχετική υποχρέωση, ώστε να μετάσχει το Δημόσιο στην πτωχευτική διαδικασία, που καταλείπεται πλέον ως μοναδική οδός για την ικανοποίησή του για τις απαιτήσεις αυτές, που περιλαμβάνονται στα χρέη της πτωχεύσεως. Διαφορετική ερμηνεία της ανωτέρω διατάξεως του ΠτΚ θα οδηγούσε, επί μη εκδόσεως σχετικής πράξεως μέχρι την κήρυξη της πτωχεύσεως, σε αποκλεισμό του Δημοσίου ως πτωχευτικού πιστωτή για τις προαναφερόμενες αξιώσεις. Εάν, λοιπόν, μέχρι την κήρυξη της πτωχεύσεως δεν έχουν εκδοθεί οι ανωτέρω πράξεις - νόμιμοι τίτλοι δυνάμει των οποίων, και τηρουμένων και των λοιπών κατά τον νόμο προϋποθέσεων, αναγγέλλεται το Δημόσιο, αποκλείεται η ικανοποίηση των πτωχευτικών απαιτήσεών του, η μετάθεση της οποίας, σε χρόνο κατά τον οποίο θα περατωθεί η πτώχευση, ενέχει τον κίνδυνο της εν τω μεταξύ συμπληρώσεως του χρόνου παραγραφής της αξιώσεως του Δημοσίου προς βεβαίωση και επιβολή φόρων και κυρώσεων για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας ελλείψει προβλέψεως περί αναστολής ή διακοπής αυτής συνεπεία της κηρύξεως του οφειλέτη σε πτώχευση. Εξάλλου, ο σύνδικος, στον οποίο παραδίδονται τα εμπορικά βιβλία και στοιχεία του πτωχού (βλ. άρθρα 11 παρ. 4, 20 παρ. 2, 76 ΠτΚ) μπορεί να αμφισβητήσει λυσιτελώς, κατά τις κατά τον νόμο προβλεπόμενες διαδικασίες, τις ως άνω πράξεις. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τις διατάξεις των άρθρων 61 παρ. 3 περ. α’, 68 παρ. 1 περ. γ’, 69 εδ. δ’ του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, Α’ 151), οι οποίες, επί βεβαιώσεως εν ευρεία εννοία φόρου εισοδήματος ή φόρου προστιθέμενης αξίας μετά την κήρυξη του οφειλέτη σε κατάσταση πτωχεύσεως, προβλέπουν έκδοση καταλογιστικών πράξεων στο όνομα του πτωχού και κοινοποίηση αυτών στον σύνδικο και στον πτωχό (βλ. ad hoc ΣτΕ 2311/2017).
7. Επειδή, εν προκειμένω με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έγινε δεκτό ότι στην έδρα της προαναφερθείσης εταιρείας «Audio Brain», η οποία έχει αντικείμενο εργασίες σχετικές με οπτικοακουστικά μέσα και κατασκευή-εμπορία ηλεκτρονικών εφαρμογών στην συμβολή των οδών Μεταμορφώσεως και ¶ρεως στην Αθήνα, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν, στο πλαίσιο του από 23-6-2006, σχετικού με την χρήση 2004, ελέγχου του Σώματος Διώξεως Οικονομικού Εγκλήματος, 91 φορολογικά στοιχεία φερόμενα ως εκδοθέντα από την εταιρεία «…Μονοπρόσωπη ΕΠΕ» το έτος 2004 συνολικής αξίας 1.026.462,55 ευρώ πλέον ΦΠΑ 184.764,26 ευρώ, και ότι η φορολογική αρχή, θωρώντας ότι είχαν εκδοθεί για εικονικές συναλλαγές, εξέδωσε την ένδικη πράξη της περί επιβολής προστίμου για παράβαση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, λόγω λήψεως και καταχωρίσεώς τους στα βιβλία της εταιρείας «Audio Brain». Το δικαστήριο της ουσίας έκρινε, καθ’ ερμηνεία των προπαρατεθεισών διατάξεων των άρθρων 16 και 25 του ΠτΚ, ότι στην πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνονται και οι φορολογικές ενοχές του πτωχού που γεννήθηκαν πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως, ανεξαρτήτως του χρόνου διαπιστώσεως και βεβαιώσεως αυτών από την φορολογική αρχή, με την έκδοση σχετικής καταλογιστικής πράξεως, ενώ, επί επιβολής, μετά την κήρυξη της πτωχεύσεως, προστίμου ως κυρώσεως, η εξ αυτής απορρέουσα ενοχή ανήκει στην μεταπτωχευτική περιουσία, δεδομένου ότι γεννάται με την έκδοση της σχετικής, διαπλαστικού χαρακτήρα, καταλογιστικής διοικητικής πράξεως, καθώς και ότι η αυτοδίκαιη αναστολή, από την κήρυξη της πτωχεύσεως, όλων των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων των πιστωτών κατά του οφειλέτη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, παρέχεται μόνον εφ’ όσον επιδιώκεται η ικανοποίηση των πτωχευτικών απαιτήσεων και όχι των μεταπτωχευτικών.
Ενόψει των ανωτέρω, κρίθηκε, περαιτέρω, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ότι νομίμως εκδόθηκε η ένδικη πράξη της φορολογικής αρχής, με την αιτιολογία ότι αφορά σε δημοσίου δικαίου ενοχή γεννηθείσα με την έκδοση της εν λόγω πράξεως το έτος 2010, ήτοι μετά την κήρυξη κατά το έτος 2008, με σχετική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,της εταιρείας «Audio Brain» σε πτώχευση, και ότι, συνεπώς, πρόκειται για υποχρέωση αποτελούσα στοιχείο του παθητικού της μεταπτωχευτικής της περιουσίας, για την οποία δεν ισχύει η προαναφερθείσα αυτοδίκαιη αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων και η απαγόρευση εκδόσεως πράξεων φορολογικής φύσεως.
8. Επειδή, με την κρινομένη αίτηση άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου διαφορά, της οποίας το ύψος υπερβαίνει το όριο των 40.000 ευρώ. Προβάλλεται, αντιθέτως προς τα κατά τα ανωτέρω κριθέντα με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ότι μη νομίμως εκδόθηκε η ένδικη πράξη της φορολογικής αρχής, υπό την έννοια ότι, κατά νόμον, απαγορεύεται η έκδοση πράξεως περί επιβολής προστίμου του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων λόγω παραβάσεων του πτωχού που τελέσθηκαν πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως, διότι, ανεξαρτήτως του χρόνου εκδόσεως της εν λόγω καταλογιστικής πράξεως, η σχετική φορολογική ενοχή περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία. Ως προς το νομικό αυτό ζήτημα πράγματι, όπως προβάλλεται προς θεμελίωση του παραδεκτού, δεν υπήρχε νομολογία κατά τον χρόνο ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως. Επομένως, η αίτηση αυτή είναι τύποις δεκτή και περαιτέρω εξεταστέα.
9. Επειδή, η προπαρατεθείσα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι, ανεξαρτήτως της ειδικότερης αιτιολογίας της, νόμιμη. Και τούτο, διότι, κατά τα εκτεθέντα στις προηγούμενες σκέψεις, η αρχή της στερήσεως του δικαιώματος ασκήσεως ατομικής διώξεως κατά του οφειλέτη, που αφορά και το Δημόσιο, δεν αποκλείει, ως εν προκειμένω, την έκδοση μετά την κήρυξη της πτωχεύσεως και κατά την διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας πράξεων της φορολογικής αρχής, με τις οποίες επιβάλλονται σε βάρος του οφειλέτη, μεταξύ άλλων, κυρώσεις για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας που ανάγονται σε περίοδο πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως, κατά την οποία η επιχείρηση του οφειλέτη λειτουργούσε και στην οποία ανατρέχουν τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την σχετική υποχρέωση, ώστε να μετάσχει το Δημόσιο στην πτωχευτική διαδικασία, που καταλείπεται πλέον ως μοναδική οδός για την ικανοποίησή του για τις απαιτήσεις αυτές, που περιλαμβάνονται στα χρέη της πτωχεύσεως. Επομένως, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, όπως και η κρινομένη αίτηση.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 15 Νοεμβρίου 2017
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 22ας Νοεμβρίου 2017.
Η Πρόεδρος του Β´ Τμήματος Η Γραμματέας
Ε. Σάρπ Α. Ζυγουρίτσα
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!