ΣτΕ 2311/2017
Αριθμός 2311/2017
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Μαρτίου 2017, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Μ. Πικραμένος, Σ. Βιτάλη, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Β. Μόσχου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 9 Νοεμβρίου 2015 αίτηση: του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, ο οποίος παρέστη με τον Χρήστο Κοραντζάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά των :
1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "SPECIAL SYSTEM ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗ Α.Ε." και το διακριτικό τίτλο "SPECIAL SYSTEM Α.Ε.", που εδρεύει στους Αγίους Αναργύρους Αττικής (οδός Παλαιολόγου αρ. 17) και τελεί υπό πτώχευση και
2)...…., κατοίκου Αθηνών (…....), οριστικού συνδίκου πτωχεύσεως της ως άνω εταιρείας, οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Ευστάθιο Μπακάλη (Α.Μ. 27173), που τον διόρισαν με ειδικό πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 2972/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Κ. Λαζαράκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον εκπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο των αναιρεσιβλήτων, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε κατά τον νόμο χωρίς καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή,με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 2972/2015 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή, κατ’ αποδοχή προσφυγής του συνδίκου της πτώχευσης της εταιρείας «SPECIAL SYSTEM ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗ Α.Ε.» (βλ. επόμενη σκέψη), ακυρώθηκαν οι …... αποφάσεις επιβολής προστίμων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων διαχειριστικών περιόδων 2009, 2010, 2011 και 2012, αντιστοίχως, του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας ΦΑΕ Αθηνών και το …. πρακτικό της Επιτροπής Διοικητικής Επιλύσεως Φορολογικών Διαφορών, με το οποίο απορρίφθηκε η …αίτηση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς.
3. Επειδή, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι παραδεκτώς ασκήθηκε η ένδικη προσφυγή από την τελούσα σε πτώχευση ανώνυμη εταιρεία «SPECIAL SYSTEM ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» εκπροσωπούμενη από τον σύνδικο αυτής, ο οποίος διορίσθηκε με την 236/11-3-2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, παραπέμποντας συναφώς στην 1375/2013 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία κρίθηκε ότι μετά την έναρξη ισχύος του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας από την κήρυξη της πτώχευσης μέχρι την παύση των εργασιών της, ο πτωχεύσας, στις δίκες που αφορούν την πτωχευτική περιουσία, παύει κατ’ αρχήν να νομιμοποιείται ενεργητικώς και παθητικώς, εκπροσωπείται δε από τον σύνδικο, δυνάμενος μόνο κατ’ εξαίρεση να ασκήσει ένδικα βοηθήματα και μέσα υπό τους όρους του άρθρου 24 παρ. 4 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Υπό τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη αίτηση, η οποία, δίχως να πλήσσει την εν λόγω κρίση της αναιρεσιβαλλομένης, στρέφεται κατά
«1) της τελούσης υπό πτώχευση ανώνυμης εταιρείας υπό την επωνυμία «SPECIAL SYSTEM […]» […] όπως νομίμως εκπροσωπείται, ενόσω δε τελεί υπό πτώχευση, από τον οριστικό σύνδικο αυτής και
2) του .... […] οριστικού συνδίκου της πτωχεύσεως»,
πρέπει να θεωρηθεί ως παραδεκτώς στρεφόμενη κατά του συνδίκου της ως άνω τελούσας σε πτώχευση εταιρείας (πρβλ. ΣτΕ 3328/2015, 2233/2016).
4. Επειδή, το άρθρο 11 του κ.δ. της 26.6/10.7.1944 (Α' 139), όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 12 του ν. 3514/2006 (Α' 266), ορίζει ότι
«Σε όλες τις δίκες του Δημοσίου, κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, ουδεμία απολύτως τρέχει προθεσμία είτε εις βάρος του Δημοσίου είτε εις βάρος των άλλων διαδίκων, […] για την άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου μέσου […]».
Περαιτέρω, το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 1756/1988 (Α' 35) ορίζει ότι οι δικαστικές διακοπές αρχίζουν την 1η Ιουλίου και λήγουν στις 15 Σεπτεμβρίου, ενώ το άρθρο 25 παρ. 3 του ν. 3610/2007 (Α' 258), προσέθεσε εδάφιο στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 11 του κ.δ. της 26.6/10.7.1944, σύμφωνα με το οποίο «Εξαιρετικά, προκειμένου περί φορολογικών […] διαφορών στις προθεσμίες για την άσκηση προσφυγής ή ενδίκων μέσων ή άλλων ενδίκων βοηθημάτων οριζομένων από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας δεν υπολογίζεται το χρονικό διάστημα από πρώτης (1ης) έως τριακοστής πρώτης (31ης) του μηνός Αυγούστου». Η τελευταία αυτή διάταξη εφαρμόζεται, κατά τη ρητή διατύπωσή της, μόνο για τις προθεσμίες των ενδίκων βοηθημάτων και ενδίκων μέσων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και όχι για την αίτηση αναιρέσεως (πρβλ. ΣτΕ 1903/2012, 1808/2015, 1625/2016 7μ.). Εν προκειμένω, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στο αναιρεσείον Δημόσιο στις 4.9.2015 (βλ. έκθεση επίδοσης γραμματέα ΔΕΑ ….) και η υπό κρίση αίτηση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών στις 13-11-2015. Με τα δεδομένα αυτά η κρινόμενη αίτηση ασκείται εμπροθέσμως, μη συνυπολογιζομένου, κατά τα ανωτέρω, του χρονικού διαστήματος των δικαστικών διακοπών από 1-7 έως 15-9-2015. Είναι δε απορριπτέα ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με το υπόμνημα του αναιρεσιβλήτου που υποστηρίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως «αφετηριακώς» προβλέπεται στο άρθρο 81 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.. Αβασίμως, εξάλλου, γίνεται επίκληση της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 1 περ. α του ν. 2479/1997 περί αναστολής των προθεσμιών άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για το χρονικό διάστημα από 1 έως 31-8, η οποία κρίθηκε αντισυνταγματική με τις 2807-2808/2002 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά το μέρος που με αυτήν διαφοροποιείτο σε βάρος του ιδιώτη διαδίκου η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου μεταξύ του Δημοσίου και των ιδιωτών διαδίκων.
5. Επειδή, με τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8), όπως αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), η δε παράγραφος 3 με την παράγραφο 2 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), ορίζεται ότι:
«3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου […]
4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ […]».
6. Επειδή, κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων, για το παραδεκτό της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως, υπό την ισχύ του ν. 3900/2010, επί διαφοράς, το αντικείμενο της οποίας υπερβαίνει το τιθέμενο εκ του νόμου όριο ή η οποία δεν έχει χρηματικό αντικείμενο, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αιτήσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, περιλαμβανόμενους στο εισαγωγικό δικόγραφο και αναφερόμενους σε καθέναν από τους προβαλλομένους λόγους αναιρέσεως, είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, δηλαδή επί ζητήματος ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, είτε ότι οι παραδοχές της αναιρεσι-βαλλόμενης απόφασης επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της οικείας υπόθεσης, έρχονται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή, πάντως, μη ανατραπείσα νομολογία επί του αυτού νομικού ζητήματος, και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων, του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 1676, 1195/2016, 1283/2015, 4095/2014 κ.ά.).
7. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου διαφορά, της οποίας το ύψος, λαμβανόμενο υπόψη αυτοτελώς για κάθε πράξη (ΣτΕ 1091/2017 7μ., 2811/2016, 693/2014 Ολομ. κ.ά.) υπερβαίνει το όριο των 40.000 ευρώ (βλ. κατωτέρω σκέψη 12). Προβάλλεται δε ότι έσφαλε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση που ακύρωσε τις ένδικες πράξεις ως εκδοθείσες, μετά την κήρυξη της πτώχευσης, κατά παράβαση του άρθρου 25 του Πτωχευτικού Κώδικα, το οποίο προβλέπει την αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση πτωχευτικών απαιτήσεων και απαγορεύει, μεταξύ άλλων, την έκδοση πράξεων φορολογικής φύσης, για τον λόγο ότι η διάταξη αυτή δεν αποκλείει την έκδοση των πράξεων βεβαίωσης φορολογικών επιβαρύνσεων και επιβολής προστίμων για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας που γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο πριν από την κήρυξη της πτώχευσης. Προβάλλεται ακόμη ότι, σε κάθε περίπτωση, από και με την έκδοση, μετά την κήρυξη της πτώχευσης, πράξης επιβολής προστίμου που συνιστά κύρωση, απορρέει ενοχή η οποία δεν καταλαμβάνεται από την αυτοδίκαιη αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων του άρθρου 25 του Πτωχευτικού Κώδικα, καθώς συγκαταλέγεται στο παθητικό της μεταπτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη. Προς θεμελίωση του παραδεκτού της αίτησης προβάλλεται ότι επί των εν λόγω νομικών ζητημάτων δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εν όψει του ότι, πράγματι, ως προς τα ζητήματα αυτά, δεν υφίστατο, κατά τον χρόνο άσκησης της κρινόμενης αίτησης, νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η εν λόγω αίτηση είναι τύποις δεκτή και εξεταστέα περαιτέρω.
8. Επειδή, ο Πτωχευτικός Κώδικας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 3588/2007 (Α΄ 153/10.7.2007), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζει στο άρθρο 1 [Σκοπός της πτώχευσης] ότι «Η πτώχευση αποσκοπεί στη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του οφειλέτη με τη ρευστοποίηση της περιουσίας του ή με άλλο τρόπο που προβλέπεται από σχέδιο αναδιοργάνωσης και ιδίως με τη διατήρηση της επιχείρησής του», στο άρθρο 7 [Απόφαση] ότι
«1. Με την απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση το πτωχευτικό δικαστήριο διορίζει εισηγητή δικαστή και σύνδικο της πτώχευσης και διατάσσει τη σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας. Ορίζει ημέρα, ώρα και τόπο όπου οι πιστωτές θα συνέλθουν ενώπιον του εισηγητή σε συνέλευση για σύνταξη πίνακα εικαζόμενων πιστωτών και εκλογή της επιτροπής πιστωτών και ορίζει τον τρόπο δημοσιότητας. Με την ίδια απόφαση το πτωχευτικό δικαστήριο ορίζει ημερομηνία σύγκλησης της συνέλευσης των πιστωτών για να αποφασίσει με βάση την έκθεση του συνδίκου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 70 […]»,
στο άρθρο 11, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α’ 51) [Σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας]
“1. [...] [Ε]ξαιρούνται από τη σφράγιση και παραδίδονται αμέσως στον σύνδικο […] τα εμπορικά βιβλία του οφειλέτη […] Τα εμπορικά βιβλία θεωρούνται από τον σύνδικο και βεβαιώνεται με συνοπτική έκθεση η κατάστασή τους […]”, στο άρθρο 16 [Πτωχευτική περιουσία] ότι «1. Η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας που ανήκει στον οφειλέτη κατά την κήρυξη της πτώχευσης, οπουδήποτε και αν βρίσκεται.
2. [...]
3. Στην πτωχευτική περιουσία ανήκουν τα εμπορικά βιβλία και στοιχεία του οφειλέτη που αφορούν την επιχείρησή του. Η υποχρέωση διατήρησής τους, σύμφωνα με το νόμο, δεν θίγεται.
4. [...]
5. Στην πτωχευτική περιουσία δεν περιλαμβάνεται η περιουσία που αποκτά ο οφειλέτης μετά την κήρυξη της πτώχευσης.
Κατ’ εξαίρεση, τόκοι και άλλες περιοδικές παροχές, καθώς και παρεπόμενες αξιώσεις ή δικαιώματα και αν ακόμη γεννώνται ή αναπτύσσονται μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία, εφόσον προέρχονται από ενοχή ή κύριο δικαίωμα που υπήρχε πριν την κήρυξη της πτώχευσης.», στο άρθρο 17 [Πτωχευτική απαλλοτρίωση] ότι
«1. Ο οφειλέτης από την κήρυξη της πτώχευσης στερείται αυτοδικαίως της διοίκησης (διαχείρισης και διάθεσης) της περιουσίας του (πτωχευτική απαλλοτρίωση), την οποία ασκεί μόνος ο σύνδικος. Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, πράξεις διαχείρισης ή διάθεσης στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, χωρίς τη σύμπραξη του συνδίκου, είναι ανενεργείς και απαγορεύεται να καταχωρηθούν σε δημόσια βιβλία οποιασδήποτε φύσεως, χωρίς τη γραπτή έγκριση του συνδίκου.
2. […]
3. Η πτωχευτική απαλλοτρίωση αίρεται σε όσες περιπτώσεις ο παρών κώδικας προβλέπει.
4. Ο οφειλέτης δεν νομιμοποιείται μετά την κήρυξη της πτώχευσης σε δίκες που αφορούν την πτωχευτική περιουσία. Μόνο σε περίπτωση κατεπείγοντος και αδράνειας του συνδίκου νομιμοποιείται, κατ’ εξαίρεση, στη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της πτωχευτικής περιουσίας. Σε κάθε περίπτωση, ο οφειλέτης έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει προσθέτως στις δίκες που διεξάγει ο σύνδικος.»,
στο άρθρο 20 [Υποχρέωση ενημέρωσης και συνεργασίας]
”1. Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να ενημερώνει τον σύνδικο και να συνεργάζεται μαζί του για οποιοδήποτε θέμα σχετίζεται με την πτώχευση. […]
2. Ο οφειλέτης υποχρεούται να θέσει στη διάθεση του συνδίκου τα τηρούμενα από αυτόν εμπορικά βιβλία και στοιχεία, υποχρεωτικά και μη, που αφορούν την επιχείρησή του.”,
στο άρθρο 21 [Πτωχευτικός πιστωτής] ότι
«1. Πτωχευτικοί πιστωτές είναι εκείνοι που κατά την κήρυξη της πτώχευσης έχουν κατά του οφειλέτη γεννημένη και δικαστικώς επιδιώξιμη χρηματική ενοχική απαίτηση και ειδικότερα εκείνοι των οποίων:
α. [...]
β. η απαίτηση ικανοποιείται προνομιακά από το σύνολο της πτωχευτικής περιουσίας (γενικοί προνομιούχοι πιστωτές)
δ. […].
2. Ο πτωχευτικός πιστωτής μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση των απαιτήσεων του μόνο μέσω της πτωχευτικής διαδικασίας, εκτός εάν στον παρόντα κώδικα ορίζεται διαφορετικά.»,
στο άρθρο 25 [Αναστολή των ατομικών καταδιώξεων] ότι
«1. Με επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26 [που περιέχει ρυθμίσεις για τους ενέγγυους πιστωτές], από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεων τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, ή η εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας.
2. Πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες»,
στο άρθρο 52 [Τα όργανα της πτώχευσης] ότι
«Τα όργανα της πτώχευσης είναι: το πτωχευτικό δικαστήριο, ο εισηγητής, ο σύνδικος, η συνέλευση των πιστωτών και η επιτροπή πιστωτών»,
στο άρθρο 68, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 παρ. 2 του ν. 4055/2012 [Αποσφράγιση – απογραφή]
“1. Ο σύνδικος μέσα σε τρεις (3) ημέρες από το διορισμό του και εφόσον έχει ολοκληρωθεί η σφράγιση, ζητεί από τον ειρηνοδίκη την αποσφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας και προβαίνει στην απογραφή της. […]
3. Μόλις περατωθεί η απογραφή, τα βιβλία και τα λοιπά έγγραφα, τα χρεόγραφα, εμπορεύματα, τα χρήματα και όλα τα πράγματα γενικά της πτώχευσης παραδίδονται στον σύνδικο, ο οποίος βεβαιώνει την παράδοση επί του εγγράφου της εκθέσεως απογραφής, […]”,
στο άρθρο 70 [Έκθεση του συνδίκου] ότι
«1. Ο σύνδικος υποχρεούται να υποβάλει στη συνέλευση των πιστωτών έκθεση σχετικά με την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη και των αιτίων της πτώχευσης, τις προοπτικές διατήρησης της επιχείρησης, εν όλω ή εν μέρει, τις δυνατότητες βιωσιμότητάς της και υπαγωγής του οφειλέτη σε σχέδιο αναδιοργάνωσης και τις κατά περίπτωση προβλεπόμενες συνέπειες ως προς την ικανοποίηση των πιστωτών.
2. […]»,
στο άρθρο 76 [Εξέταση εμπορικών βιβλίων – Ισολογισμός]
«1. Ο σύνδικος εξετάζει τα εμπορικά βιβλία και λοιπά στοιχεία του οφειλέτη και προσκαλεί αυτόν να αναγνωρίσει το περιεχόμενό τους, να βεβαιώσει την κατάστασή τους, να δώσει οποιαδήποτε χρήσιμη πληροφορία και να παρίσταται κατά το κλείσιμο βιβλίων. […]»,
στο άρθρο 89 [Πρόσκληση για αναγγελία] ότι
«1. Ο οφειλέτης υποχρεούται να παραδώσει στον σύνδικο κατάλογο των πιστωτών του και του ύψους των απαιτήσεων τους, με κάθε στοιχείο που έχει στη διάθεση του.
2. Ο σύνδικος οφείλει αμέσως να ενημερώσει εγγράφως όλους τους πιστωτές που είναι γνωστής διαμονής, κατοικίας ή έδρας από τα στοιχεία της πτώχευσης και τους καλεί να αναγγείλουν την απαίτησή τους και να καταθέσουν […] τα έγγραφά τους στον γραμματέα των πτωχεύσεων και τις προθεσμίες εντός των οποίων υποχρεούνται σε αναγγελία και επαλήθευση των απαιτήσεών τους, και επισημαίνει τις συνέπειες από την παράλειψη ή το εκπρόθεσμο της αναγγελίας της κατάθεσης των εγγράφων ή της επαλήθευσης των απαιτήσεων […]»,
στο άρθρο 90 [Προθεσμία αναγγελίας] ότι
«1. […]
3. Ο σύνδικος, μετά την παρέλευση της προθεσμίας αναγγελίας, οφείλει να καταρτίσει πίνακα όλων των αναγγελθέντων πιστωτών, […] σημειώνοντας το ύψος της κάθε απαίτησης, αν αυτή συνοδεύεται από κάποιο προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια και τη σειρά κατάταξης της [...]»,
στο άρθρο 91 [Τύπος και περιεχόμενο της αναγγελίας] ότι
«1. Η αναγγελία γίνεται εγγράφως στον γραμματέα των πτωχεύσεων.
2. [...]»,
στο άρθρο 93 [Πώς γίνεται η επαλήθευση] ότι
«1. Η επαλήθευση των απαιτήσεων διενεργείται από τον σύνδικο ενώπιον του εισηγητή [...]»,
στο άρθρο 132 [Γενική διάταξη] ότι
«1. Μετά την ολοκλήρωση της εξέλεγξης των πιστώσεων και εφόσον δεν επιτεύχθηκε η αποδοχή ή η επικύρωση σχεδίου αναδιοργάνωσης της επιχείρησης του οφειλέτη ή αυτή ακυρώθηκε για οποιονδήποτε λόγο, η πτώχευση βρίσκεται στο στάδιο της ένωσης των πιστωτών.
2. Κατά το στάδιο αυτό ο σύνδικος προβαίνει στη ρευστοποίηση του ενεργητικού της περιουσίας του οφειλέτη και στη διανομή του προϊόντος αυτής στους πιστωτές είτε με την εκποίηση της επιχείρησης ως συνόλου είτε με την εκποίηση των επί μέρους στοιχείων αυτής, καθενός χωριστά ή ομαδικά, σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις.»,
στο άρθρο 153 [Πίνακας διανομής] ότι
«1. Ο σύνδικος συντάσσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση πίνακα διανομής [...]. Ο πίνακας συντάσσεται με βάση τις επαληθευθείσες απαιτήσεις […]»,
στο άρθρο 154 [Γενικά προνόμια] ότι
«Μετά από την αφαίρεση […] οι πιστωτές κατατάσσονται με την ακόλουθη σειρά: […]
ε) Οι απαιτήσεις του Δημοσίου από φόρους που ορίστηκαν από την αξία της προσόδου ή από το είδος των πραγμάτων που πλειστηριάστηκαν και που αφορούν το έτος που έγινε ο πλειστηριασμός και το προηγούμενο […]»,
στο άρθρο 164 [Γενικά] ότι
«Η πτώχευση περατώνεται, με την επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης (άρθρο 125 παράγραφος 2), με την εκποίηση όλων των στοιχείων του ενεργητικού της, καθώς και με την παύση των εργασιών της, είτε για έλλειψη ενεργητικού είτε λόγω της παρόδου του χρόνου που ορίζεται στο άρθρο 166 παράγραφος 3»,
στο άρθρο 166 [Παύση των εργασιών της πτωχεύσεως] ότι
«1. Αν οι εργασίες της πτωχεύσεως δεν μπορούν να εξακολουθήσουν, λόγω έλλειψης των αναγκαίων χρημάτων ή ευχερώς ρευστοποιήσιμης περιουσίας, το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από έκθεση του εισηγητή και αφού ακούσει τον σύνδικο και την επιτροπή πιστωτών, μπορεί, μετά από αίτηση του οφειλέτη, πιστωτή ή του συνδίκου ή και αυτεπαγγέλτως, να κηρύξει την παύση των εργασιών της πτωχεύσεως.
2. Στην περίπτωση της παραγράφου 1 περατώνεται η πτώχευση, αίρεται η πτωχευτική απαλλοτρίωση και ο οφειλέτης αναλαμβάνει τη διοίκηση της περιουσίας του. Οι πιστωτές αναλαμβάνουν τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα και παύει το λειτούργημα του συνδίκου, καθώς και του εισηγητή. Τα αποτελέσματα αυτά επέρχονται μετά πάροδο μηνός από τη δημοσίευση της απόφασης της παραγράφου 1.
3. Μετά παρέλευση δέκα (10) ετών από την έναρξη της ένωσης των πιστωτών και σε κάθε περίπτωση μετά παρέλευση δεκαπέντε (15) ετών από την κήρυξη της πτώχευσης επέρχονται αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διατύπωση τα αποτελέσματα της παραγράφου 2»,
στο άρθρο 181 [Καταργούμενες διατάξεις] ότι
«Με την επιφύλαξη της διάταξης του επόμενου άρθρου, από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, καταργούνται:
α) …
στ) οι διατάξεις του ΚΕΔΕ περί αναγκαστικής εκτέλεσης επί της περιουσίας του οφειλέτη κατά τη διάρκεια της πτώχευσης, … και
ι) κάθε άλλη διάταξη που αναφέρεται σε αντικείμενο που ρυθμίζεται από τον παρόντα κώδικα και αντιβαίνει στις διατάξεις αυτού»
και στο άρθρο 182 [Μεταβατικό δίκαιο] ότι
«1. Ο παρών κώδικας εφαρμόζεται επί των διαδικασιών που αρχίζουν μετά την έναρξη ισχύος του.
2. […]».
Εξάλλου, στην εισηγητική έκθεση επί του σχεδίου νόμου, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«[…]
2. Ο Πτωχευτικός Κώδικας εισάγει νέες ρυθμίσεις […]. Ως σύστημα ρυθμίσεων επιδιώκει :
α) […]
γ) την ισότιμη μεταχείριση των πιστωτών που έχουν την ίδια θέση […]
3. Δύο είναι οι βασικοί πυλώνες των ρυθμίσεων του νέου Πτωχευτικού Κώδικα: Πρώτος, η εισαγωγή ενός «ενιαίου συστήματος» εκκαθάρισης και αναδιοργάνωσης με υπαγωγή τους ενιαίως στον θεσμό της πτώχευσης […] Δεύτερος, η αυτορρύθμιση της πτώχευσης κατά το διαδικαστικό και ουσιαστικό της περιεχόμενο, με αναβάθμιση της αυτονομίας των πιστωτών και των άλλων εμπλεκομένων […] Η λεγόμενη συλλογικότητα της άσκησης και εφαρμογής των δικαιωμάτων στην πτώχευση από τους πιστωτές δεν περιορίζει, όμως, την εποπτεία, ως προς τη νομιμότητα της διαδικασίας, της δικαστικής αρχής. Ουσιαστικό και διαδικαστικό δίκαιο της πτώχευσης συνδέονται λειτουργικά. Και τα δύο δομούνται και διαμορφώνονται πάνω στην ίδια κατάσταση, την αδυναμία του οφειλέτη να ικανοποιήσει τους πιστωτές του. Και τα δύο κυριαρχούνται από την αρχή της “αυτονομίας των πιστωτών”. Η πτώχευση, ως θεσμός του εμπορικού δικαίου και όχι του δικονομικού δικαίου, με φύση αναγκαστικού δικαίου, αν και εποπτευόμενος από την Πολιτεία, λόγω των πολλαπλών εμπλεκόμενων συμφερόντων και της σημασίας του για την οικονομία καθόλου, χαρακτηρίζεται από συλλογικότητα δράσης των πιστωτών κατά την πραγμάτωση του δικαίου της πτώχευσης και την ικανοποίησή τους με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης και της σύμπραξής τους σε κοινωνία ζημίας [...]».
9. Επειδή, όπως συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, η πτώχευση οργανώνεται σε δύο βασικά διαδικαστικά στάδια:
α) στο στάδιο της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, το οποίο αναφέρεται στην εξεύρεση, διασφάλιση και διοίκηση του ενεργητικού της πτώχευσης, και
β) στο στάδιο που αναφέρεται στη διαπίστωση του παθητικού της κατά τη διαδικασία εξέλεγξης των πτωχευτικών απαιτήσεων.
Η διενέργεια του εν λόγω οικονομικού έργου, δηλαδή της συγκέντρωσης, διαχείρισης, αξιοποίησης και διανομής της πτωχευτικής περιουσίας, ανατίθεται από τον νόμο σε ένα πρόσωπο, τον σύνδικο, οι ενέργειες του οποίου πλαισιώνονται και ελέγχονται από το πτωχευτικό δικαστήριο και τον εισηγητή δικαστή. Μεταξύ των ρυθμίσεων που περιέχει ο Πτωχευτικός Κώδικας για την επίτευξη των σκοπών του πρώτου σταδίου, θεσπίζει την αρχή της άρσης του δικαιώματος ατομικής δίωξης του οφειλέτη για όλους τους in abstracto (εν δυνάμει) πτωχευτικούς πιστωτές (εκτός από τους εμπραγμάτως ασφαλισμένους που ασκούν την εμπράγματη αξίωσή τους ή εκείνους που έχουν εμπράγματη αγωγή κατά του οφειλέτη), αυτούς, δηλαδή, που, κατά το χρονικό σημείο κήρυξης της πτώχευσης, έχουν κατά του οφειλέτη γεννημένη και δικαστικώς επιδιώξιμη χρηματική ενοχή, οι οποίοι, μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ενώνονται αυτοδικαίως και οργανώνονται σε ομάδα (κοινωνία ιδιάζουσας νομικής σημασίας) και οι οποίοι, πλέον, ως μόνο τρόπο ικανοποίησης των ενοχικών αξιώσεών τους, έχουν το δικαίωμα να συμμετάσχουν στη διαδικασία εξέλεγξης των πιστώσεών τους.
Ο κανόνας δε αυτός καταλαμβάνει το σύνολο των πτωχευτικών πιστωτών (πλην των ως άνω εξαιρέσεων), επομένως και το Δημόσιο, ως προς το οποίο όχι μόνο δεν διατηρήθηκε επιφύλαξη, αλλ’ αντιθέτως, με τη διάταξη του άρθρου 181 του εν λόγω Κώδικα, καταργήθηκαν από την έναρξη της ισχύος του, οι διατάξεις του ΚΕΔΕ που προέβλεπαν τη δυνατότητα του Δημοσίου να προβαίνει μετά την κήρυξη της πτώχευσης “σε αναγκαστική εκτέλεση της περιουσίας του πτωχεύσαντος, της πτωχευτικής και μεταπτωχευτικής, ανεξάρτητα από την ύπαρξη υπέρ αυτού γενικού ή ειδικού προνομίου επί της περιουσίας του οφειλέτη” [βλ. ειδικότερα τη διάταξη του άρθρου 62 παράγραφος 4 του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974, Α΄ 90), όπως η παράγραφος αυτή είχε αντικατασταθεί με την παρ. 3 του άρθρου 37 του ν. 2214/1994, Α΄ 75]. Για την επίτευξη, εξάλλου, των σκοπών του δεύτερου σταδίου (διαπίστωση του παθητικού της πτώχευσης), ο νόμος προβλέπει τη διαδικασία εξέλεγξης των πτωχευτικών απαιτήσεων, η οποία ανατίθεται στον σύνδικο και τον εισηγητή (έχει, δηλαδή, δικαστικό χαρακτήρα) και περιλαμβάνει δύο ειδικότερα υποστάδια, αυτό της αναγγελίας και αυτό της επαλήθευσης των πιστωτικών απαιτήσεων. Στη διαδικασία αυτή υπόκεινται οι πάσης φύσεως απαιτήσεις των πτωχευτικών πιστωτών (δηλαδή εκείνων το δικαίωμα των οποίων είχε γεννηθεί πριν από την κήρυξη της πτώχευσης), όπως άλλωστε και του Δημοσίου (βλ. ειδικότερα τη διάταξη του άρθρου 62 του Κ.Ε.Δ.Ε.) για κάθε είδους απαιτήσεις του, επομένως και αυτών από φόρους (το οποίο, πάντως, κατατάσσεται στον Πίνακα Διανομής με γενικό προνόμιο) (πρβλ. ΣτΕ 1101/2017 7μ.).
10. Επειδή, ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του ανωτέρω άρθρου 62 του Κ.Ε.Δ.Ε. "Η ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου δήλωση παύσης πληρωμών του εμπόρου περιέχει και τον αριθμό του φορολογικού μητρώου. Εάν πρόκειται περί νομικού προσώπου, πέραν των στοιχείων του άρθρου 526 του Εμπορικού Νόμου και του αριθμού του φορολογικού μητρώου, δηλώνονται και οι αριθμοί φορολογικού μητρώου [...] επί ανώνυμης εταιρείας των μελών του διοικητικού συμβουλίου της και των τυχόν συμπραττόντων συμβούλων [...] Η αίτηση για κήρυξη φυσικού ή νομικού προσώπου σε κατάσταση πτώχευσης, η οποία υποβάλλεται από πιστωτή του στο αρμόδιο δικαστήριο, περιέχει και τον αριθμό φορολογικού μητρώου εκείνου του οποίου ζητείται η κήρυξη σε κατάσταση πτώχευσης. Μόλις εκδοθεί απόφαση κηρύττουσα πτώχευση, ο γραμματέας του αρμόδιου δικαστηρίου υποχρεούται να αποστείλει αντίγραφο αυτής στην αρμόδια Διεύθυνση Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, γνωστοποιώντας και τους κατά τα ανωτέρω αριθμούς φορολογικού μητρώου [...] O Διευθυντής του αρμοδίου Δημοσίου Ταμείου λαμβάνων γνώσιν της πτωχεύσεως αναγγέλλεται εις τον σύνδικον της πτωχεύσεως και εις τον Γραμματέα του αρμοδίου Δικαστηρίου, εις ους και αποστέλλει πίνακα των βεβαιωμένων εις βάρος του πτωχού οφειλέτου απαιτήσεων του Δημοσίου.
Ο σύνδικος μη αμφισβητών τας απαιτήσεις ταύτας αποδέχεται αυτάς εις τα χρέη της πτωχεύσεως ίνα εξοφληθούν κατά την ανήκουσαν αυταίς προνομιακήν τάξιν. Αμφισβητών όμως ταύτας ή το προνόμιον αυτών, οφείλει να ασκήση ανακοπήν, εκδικαζομένην κατά τα άρθρα 933 και επόμενα του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας» (παρ. 1, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 10 άρθρ. 9 ν. 2386/1996, Α' 43). Οι διατάξεις των τεσσάρων τελευταίων εδαφίων της εν λόγω παραγράφου 1 εφαρμόζονται αναλόγως και στις πτωχεύσεις που κηρύσσονται κατά τις διατάξεις του ν. 3588/2007, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παρ.6 περ. γ του ν. 3808/2009 (Α’ 227). Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της τελευταίας διάταξης «προτείνεται οι απαιτήσεις του Δημοσίου κατά πτωχών οφειλετών να μην επαληθεύονται, επειδή στηρίζονται σε εκτελεστούς νόμιμους τίτλους. Για τον λόγο αυτό, αρκεί η αναγγελία του Δημοσίου, η οποία γίνεται δια δημοσίου εγγράφου, που επιδίδεται στον Γραμματέα του αρμόδιου Δικαστηρίου και συνοδεύεται από πίνακα των βεβαιωμένων σε βάρος του πτωχού οφειλέτη απαιτήσεων του Δημοσίου». Εξάλλου, αναφορικά με την κατάταξη των απαιτήσεων του Δημοσίου, το άρθρο 61 του Κ.Ε.Δ.Ε. προβλέπει ότι «Το Δημόσιον κατατάσσεται εν αναγκαστική εκτελέσει κινητού ή ακινήτου διά τας ληξιπροθέσμους μέχρι της ημέρας του πλειστηριασμού απαιτήσεις αυτού εκ πάσης αιτίας, μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων και εν τη υπ' αριθ. 5 σειρά του άρθρου 975 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Διά τας μη ληξιπροθέσμους εκ πάσης αιτίας απαιτήσεις του, το Δημόσιον κατατάσσεται συμμέτρως μετά των λοιπών δανειστών. Ως ημέρα του πλειστηριασμού θεωρείται η ημέρα κατά την οποία διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός, ανεξάρτητα από την ημέρα του πλειστηριασμού που ορίσθηκε αρχικά” (παρ. 1, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του ν. 3483/2006, Α’ 169), “Σε περίπτωση πτώχευσης οφειλέτη του, το Δημόσιο κατατάσσεται στη σειρά της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου για όλες τις απαιτήσεις του που γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο πριν από την πτώχευση, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσής τους" (παρ. 5, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 41 παρ. 10 του ν. 2648/1998, Α' 238, στην αιτιολογική έκθεση του οποίου αναφέρεται ότι προς “διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, του οποίου η οφειλόμενη στις προβλεπόμενες διαδικασίες καθυστέρηση βεβαίωσης των κατ’ ουσίαν ληξιπρόθεσμων πτωχευτικών απαιτήσεων οδηγεί σε περιορισμό του προνομίου του με συνέπεια την απώλεια εσόδων” η εν λόγω ρύθμιση καλύπτει όλες τις πτωχευτικές απαιτήσεις του Δημοσίου από το προνόμιο των άρθρων 61 του ν.δ. 356/1974 και 975 ΚΠολΔ). Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τις πτωχευτικές διανομές που γίνονται κατά τις διατάξεις του ν. 3588/2007, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παρ. 6 περ. β του ν. 3808/2009 με σκοπό την αναβάθμιση των προνομίων επί των πτωχευτικών απαιτήσεων και την πληρέστερη ικανοποίηση αυτών από την πτωχευτική διαδικασία (βλ. αιτιολογική έκθεση).
11. Επειδή, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, οι οποίες, ως οργανωμένο και αυτοτελές σύστημα κανόνων δικαίου, ρυθμίζουν κατά τρόπο αυστηρό, λεπτομερειακό και εξαντλητικό τον τρόπο αντίδρασης της έννομης τάξης στο (νομικό) γεγονός της οικονομικής πτώσης του οφειλέτη, εν όψει όχι μόνο της σημασίας του για την οικονομία αλλά και των πολλαπλών εμπλεκομένων συμφερόντων, η προάσπιση του συλλογικού συμφέροντος των πτωχευτικών πιστωτών αναδεικνύεται από τον νόμο σε κεντρικής σημασίας στόχο του πτωχευτικού δικαίου, αυτόν δε, μεταξύ άλλων, υπηρετεί και η αρχή της στέρησης του δικαιώματος άσκησης ατομικής δίωξης κατά του οφειλέτη, που αφορά (πλην των ανωτέρω εξαιρέσεων) όλους τους πτωχευτικούς πιστωτές και, επομένως, και το Δημόσιο (ΣτΕ 1101/2017 7μ.).
Η τελευταία αυτή «γενικής φύσεως αρχή», η οποία, όπως αποτυπώνεται στη διάταξη του άρθρου 25 του Πτωχευτικού Κώδικα, «αφορά τόσο την άσκηση αγωγών, τη συνέχιση δικών, όσο και την εκτέλεση σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη» (βλ. έκθεση ειδικής επιτροπής για τη σύνταξη του Πτωχευτικού Κώδικα), αποκλείει την έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσης ή την εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας, πράξεων δηλαδή που αντιστρατεύονται ευθέως τη συλλογικότητα της δράσης που χαρακτηρίζει την πτώχευση και οδηγούν εξ ορισμού σε παρεμπόδιση του έργου και των αρμοδιοτήτων των οργάνων της πτωχευτικής διαδικασίας (όπως τα προβλεπόμενα στο άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2523/1997 μέτρα, ΣΕ 1101/2017 7μ.). Δεν αποκλείει, ωστόσο, η ανωτέρω αρχή και η αποτυπώνουσα αυτήν διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 25 του Πτωχευτικού Κώδικα την έκδοση μετά την κήρυξη της πτώχευσης και κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας πράξεων της φορολογικής αρχής, με τις οποίες επιβάλλονται σε βάρος του οφειλέτη φόροι πάσης φύσεως ή κυρώσεις για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας που ανάγονται σε περίοδο πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, κατά την οποία η επιχείρηση του οφειλέτη λειτουργούσε και στην οποία ανατρέχουν τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τη σχετική υποχρέωση, ώστε να μετάσχει το Δημόσιο στην πτωχευτική διαδικασία, που καταλείπεται πλέον ως μοναδική οδός για την ικανοποίησή του για τις απαιτήσεις αυτές, που περιλαμβάνονται στα χρέη της πτωχεύσεως.
Διαφορετική ερμηνεία της ανωτέρω διατάξεως του Πτωχευτικού Κώδικα θα οδηγούσε, σε περίπτωση μη έκδοσης σχετικής πράξης μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης, σε αποκλεισμό του Δημοσίου ως πτωχευτικού πιστωτή για τις προαναφερόμενες αξιώσεις. Πράγματι, σε αντίθεση με τους λοιπούς πτωχευτικούς πιστωτές, οι οποίοι ναι μεν αποκλείονται από την άσκηση των αγωγών, πλην μπορούν να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους οι οποίες και επαληθεύονται από τον σύνδικο και τον εισηγητή κατά την πτωχευτική διαδικασία, οι προαναφερθείσες απαιτήσεις του Δημοσίου από φόρους ή κυρώσεις για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας που αναγγέλλονται δεν υπόκεινται σε επαλήθευση, παρά γίνονται υποχρεωτικά δεκτές από τον σύνδικο, αν δεν αμφισβητηθούν με ανακοπή (πρβλ. ΣτΕ 3405/2015, 458/1996 7μ.).
Η ρύθμιση αυτή υπαγορεύεται από τη φύση των εν λόγω απαιτήσεων, η βεβαίωση των οποίων αποτελεί αρμοδιότητα των κρατικών αρχών (πρβλ. ΣτΕ 1972/2012 Ολ., 3342/2013 Ολ.). Και ναι μεν η αναφορά στον νόμιμο τίτλο δεν συμπεριλαμβάνεται στα στοιχεία που απαιτούνται για την πληρότητα της αναγγελίας και του πίνακα του άρθρου 62 παρ. 1 ΚΕΔΕ (ΣτΕ 3405/2015), ωστόσο για τη σαφή και επαρκή τεκμηρίωση των απαιτήσεων του Δημοσίου που αναγγέλλονται πρέπει να περιέχεται στην αναγγελία, μεταξύ άλλων, το είδος, το ποσό των χρεών και το οικονομικό έτος στο οποίο ανήκουν (πρβλ. ΣτΕ 3405/2015, 458/1996 7μ.). Σε περίπτωση, λοιπόν, που μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης δεν έχουν εκδοθεί οι ανωτέρω πράξεις - νόμιμοι τίτλοι δυνάμει των οποίων, και τηρουμένων και των λοιπών κατά τον νόμο προϋποθέσεων, αναγγέλλεται το Δημόσιο, αποκλείεται η ικανοποίηση των πτωχευτικών απαιτήσεών του, η μετάθεση της οποίας, σε χρόνο κατά τον οποίο θα περατωθεί η πτώχευση, ενέχει τον κίνδυνο της εν τω μεταξύ συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής της αξίωσης του Δημοσίου προς βεβαίωση και επιβολή φόρων και κυρώσεων για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας ελλείψει προβλέψεως περί αναστολής ή διακοπής αυτής συνεπεία της κηρύξεως του οφειλέτη σε πτώχευση (πρβλ. ΑΠ 1823/1984 ΝοΒ 1985.1137).
Εξάλλου, ο σύνδικος, στον οποίο παραδίδονται τα εμπορικά βιβλία και στοιχεία του πτωχού (βλ. άρθρα 11 παρ. 4, 20 παρ. 2, 76 Πτωχευτικού Κώδικα) μπορεί να αμφισβητήσει λυσιτελώς, κατά τις κατά τον νόμο προβλεπόμενες διαδικασίες, τις ως άνω πράξεις (πρβλ. ΣτΕ 1375-1376/2013 Ολ. κ.ά.). Η άποψη αυτή ενισχύεται και από προβλέψεις κειμένων διατάξεων, όπως εκείνων των άρθρων 61 παρ. 3 περ. α, 68 παρ. 1 περ. γ, 69 εδ. δ του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, Α’ 151) [που εφαρμόζονται και για τις πράξεις προσδιορισμού φόρου προστιθέμενης αξίας (54 παρ. 1 ν. 1642/1986, Α’ 125)], οι οποίες, σε περίπτωση βεβαίωσης εν ευρεία εννοία φόρου εισοδήματος ή φόρου προστιθέμενης αξίας μετά την κήρυξη του οφειλέτη σε κατάσταση πτώχευσης (ΣτΕ 191/2013, 25/2015), προβλέπουν έκδοση καταλογιστικών πράξεων στο όνομα του πτωχού και κοινοποίηση αυτών στον σύνδικο και στον πτωχό. Κατά τη συγκλίνουσα γνώμη της Παρέδρου Κ. Λαζαράκη, σε περίπτωση επιβολής, μετά την κήρυξη της πτώχευσης, προστίμου ως κύρωσης για παραβάσεις των διατάξεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, η εξ αυτής απορρέουσα ενοχή συνιστά μεταπτωχευτική απαίτηση, δεδομένου ότι γεννιέται με την έκδοση της σχετικής (διαπλαστικού χαρακτήρα) καταλογιστικής διοικητικής πράξης (πρβλ. ΣτΕ 2021/2010). Ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 25 του Πτωχευτικού Κώδικα που επιτάσσει την αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεων ενώ δεν καταλαμβάνει εκείνα που τείνουν στην ικανοποίηση μεταπτωχευτικών απαιτήσεων. Συνεπώς, η έκδοση πράξης επιβολής προστίμου για παραβάσεις του Κ.Β.Σ. που ανάγονται σε χρόνο πριν από την κήρυξη της πτώχευσης δεν απαγορεύεται από τη διάταξη του άρθρου 25 του Πτωχευτικού Κώδικα.
12. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι η αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία, η οποία ως αντικείμενο εργασιών είχε τη διαφήμιση και έδρα επί της οδού Παλαιολόγου αρ. 17 στους Αγίους Αναργύρους, δυνάμει της 1244/23-10-2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (υπ’ αριθ. μητρώου πτωχεύσεων 29222) τελεί σε κατάσταση πτώχευσης. Με τις ένδικες καταλογιστικές πράξεις, οι οποίες εκδόθηκαν σε βάρος της στις 19/7/2013, καθ’ ον χρόνο τελούσε σε κατάσταση πτώχευσης, επιβλήθηκαν πρόστιμα του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, καθ’ όσον από τον διενεργηθέντα στην εταιρεία έλεγχο (από 16/7/2013 ειδική έκθεση ελέγχου Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος Π.Δ. Αττικής) της αποδόθηκε η λήψη για τις χρήσεις 2009, 2010, 2011 και 2012 εικονικών φορολογικών στοιχείων, καθαρής αξίας 4.133.395, 5.669.150, 10.633.320 και 194.480 ευρώ, αντιστοίχως, εκδοθέντων από την εταιρεία «MULTIVIEW ΑΕ» από 7/1/2010 έως 10/1/2012.
Ειδικότερα, εκδόθηκαν οι ακόλουθες αποφάσεις του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) ΦΑΕ Αθηνών περί επιβολής σε βάρος της προστίμων Κ.Β.Σ.
1)…., διαχειριστικής χρήσεως 2009, για συνολικό πρόστιμο 8.260.790 ευρώ,
2)…., διαχειριστικής χρήσεως 2010, για συνολικό πρόστιμο 11.388.300 ευρώ,
3)…., διαχειριστικής χρήσεως 2011, για συνολικό πρόστιμο ύψους 21.266.640,
4)…., διαχειριστικής χρήσεως 2012, για συνολικό πρόστιμο ύψους 388.960 ευρώ, λόγω λήψεως εικονικών φορολογικών στοιχείων.
Τέλος, με το …. πρακτικό της Ε.Δ.Ε.Φ.Δ. του άρθρου 70 Α του ν. 2238/1994 (Α΄ 151) απορρίφθηκε η …. αίτηση διοικητικής επίλυσης της ένδικης διαφοράς. Το δικάσαν διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι από τις διατάξεις του άρθρου 25 του Πτωχευτικού Κώδικα “προκύπτει ότι σε περίπτωση πτωχεύσεως, από την κήρυξη αυτής αναστέλλονται αυτοδικαίως τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτου, μεταξύ των οποίων ο νόμος ενδεικτικώς συμπεριλαμβάνει και την έκδοση πράξεως διοικητικής ή φορολογικής φύσεως ή την εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας, τυχόν δε εκδοθείσες τέτοιας φύσεως πράξεις, κατά παράβαση της ανωτέρω αναστολής είναι απολύτως άκυρες. Η ως άνω απαγόρευση τίθεται προκειμένου να λειτουργήσει η πτώχευση ως θεσμός και να επιτευχθεί ο σκοπός της, που είναι η αναγκαστική εκκαθάριση της πτωχευτικής περιουσίας και η ικανοποίηση των δανειστών αυτής. Η απαγόρευση, δε, αυτή ισχύει αποκλειστικώς για τον πτωχό και όχι για τυχόν τρίτους συνυπεύθυνους για τα χρέη του πτωχού”. Έτσι, έκρινε ότι η έκδοση των προαναφερθεισών καταλογιστικών πράξεων φορολογικής φύσεως, ήτοι επιβολής προστίμων του Κ.Β.Σ. σε βάρος της ανωτέρω ανώνυμης εταιρείας, η οποία διενεργήθηκε μετά την κήρυξη της εταιρείας σε κατάσταση πτώχευσης και πριν από την παύση των εργασιών της πτώχευσης, αντίκειται στο άρθρο 25 του Πτωχευτικού Κώδικα και ακύρωσε τις πράξεις, κατά τον κριθέντα ως βάσιμο σχετικό λόγο της προσφυγής.
13. Επειδή, ενόψει των εκτεθέντων στη σκέψη 11, η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης ότι η έκδοση των προαναφερθεισών καταλογιστικών πράξεων φορολογικής φύσης, ήτοι επιβολής προστίμων του Κ.Β.Σ. σε βάρος της ανωτέρω ανώνυμης εταιρείας, η οποία διενεργήθηκε μετά την κήρυξη της εταιρείας σε κατάσταση πτώχευσης και πριν από την παύση των εργασιών της πτώχευσης, αντίκειται στο άρθρο 25 του Πτωχευτικού Κώδικα, δεν αιτιολογείται νομίμως, σύμφωνα με τα προβαλλόμενα με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως. Η εν λόγω κρίση δεν αιτιολογείται νομίμως ούτε σύμφωνα με τη συγκλίνουσα γνώμη της Παρέδρου Κ. Λαζαράκη, κατά τα προβαλλόμενα με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως.
14. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση, η οποία χρήζει διευκρινίσεων κατά το πραγματικό μέρος, πρέπει να παραπεμφθεί στο δικάσαν δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση.
Διά ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την 2972/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Επιβάλλει στον αναιρεσίβλητο, ως σύνδικο της τελούσας υπό πτώχευση εταιρείας «SPECIAL SYSTEM ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗ Α.Ε.», τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2017
Η Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος Η Γραμματέας
Ε. Σάρπ Α. Ζυγουρίτσα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017.
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Ι. Γράβαρης Κ. Κεχρολόγου
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!