Εκσυγχρονίστε και αναβαθμίστε τη ψηφιακή υποδομή του λογιστικού σας γραφείου!

Μάθετε περισσότερα

Ο φορολογικός σας σύμβουλος! Αποκτήστε πρόσβαση στη γνώση από €8,33/ μήνα.

Μάθετε περισσότερα

Νομολογία

ΣτΕ 1619/2017

Αριθμός 1619/2017 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ 

ΤΜΗΜΑ Β΄ 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Απριλίου 2017, με την εξής  σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Μ. Πικραμένος, Α.  Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Σύμβουλοι, Ειρ. Σταυρουλάκη, Ν. Σεκέρογλου, Πάρεδροι.  Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα. 

Για να δικάσει την από 27 Νοεμβρίου 2013 αίτηση: της εταιρείας με την επωνυμία "ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΣΕΡΡΩΝ Α.Ε. ΕΜΠΟΡΙΑΣ & ΔΙΑΘΕΣΗΣ  ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ", που εδρεύει στις Σέρρες (οδός Εδέσσης αρ. 6) και τελεί  υπό εκκαθάριση, η οποία παρέστη με την δικηγόρο Γλυκερία Σιούτη (Α.Μ. 8698),  που την διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο, κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Χρήστο Κοραντζάνη,  Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. 

Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 2580/2013 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ειρ.  Σταυρουλάκη. 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια της αναιρε-σείουσας εταιρείας, η  οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλό-μενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε  να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την  απόρριψή της. 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του  δικαστηρίου και 

Αφού μελέτησετα σχετικά έγγραφα 

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο 

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο  παράβολο (βλ. τα 3744428, 1325579-80/2013 ειδικά έντυπα παραβόλου σειράς Α΄).  

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 2580/2013 αποφάσεως του  Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη έφεση της ήδη  αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της 4014/2011 αποφάσεως του Διοικητικού  Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση απερρίφθη προσφυγή της ως άνω  εταιρείας κατά 

α) της 1096130/13660/ ΔΕ-Γ/15-10-2004 πράξεως του Προϊσταμένου  του Τμήματος Ποινών της Διευθύνσεως Ελέγχου του Υπουργείου Οικονομίας και  Οικονομικών περί επιβολής σε βάρος της εταιρείας των κατΆ άρθρο 14 του  ν.2523/1997 διασφαλιστικών των συμφερόντων του Δημοσίου μέτρων, 

β) της σιωπηρής απορρίψεως της από 7-12-2004 αιτήσεως της εταιρείας περί άρσεως των ως άνω  μέτρων και 

γ) της 1040419/12114/ΔΕ-Γ/28-4-2005 πράξεως του ως άνω Υπουργού περί ρητής απορρίψεως της προαναφερθείσης αιτήσεως.  

3. Επειδή, η παράγραφος 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή  αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και, περαιτέρω, με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016 – έναρξη  ισχύος του άρθρου 15 από τη δημοσίευση του νόμου 4446/2016 στην Εφημερίδα της  Κυβερνήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 32 του νόμου αυτού), ορίζει, στο εδάφιο α΄,  ότι

«Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με  συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν  υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της  προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή  άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού  δικαστηρίου...».

Επιπλέον, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 53 του π.δ.  18/1989, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010,

«Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται  ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες  ευρώ...».

Επομένως, για το παραδεκτό αιτήσεως αναιρέσεως χωρίς χρηματικό, ως εν προκειμένω, αντικείμενο, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού  απαραδέκτου της αιτήσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους  ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθέναν από τους  προβαλλομένους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα όχι  αιτιολογίας συνδεόμενο με το πραγματικό της κρινομένης υποθέσεως αλλά ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου,  δυναμένης να έχει γενικότερη εφαρμογή και κρίσιμης για την επίλυση της ενώπιον  του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, ανεξαρτήτως εάν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της  αναιρεσιβαλλομένης, και ότι επί του ζητήματος αυτού, μεταξύ άλλων, υπάρχει  αντίθετη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου  ή αντίθετη ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου ή δεν υπάρχει νομολογία  του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 429-431/2017). 

4. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν.2523/1997 (ΑΆ179), όπως ίσχυε κατά τον  κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο,

«1. Κάθε φορά που η φορολογική αρχή διαπιστώνει  φορολογικές παραβάσεις, από τις οποίες, βάσει ειδικής έκθεσης ελέγχου,  προκύπτει ότι δεν έχει αποδοθεί στο Δημόσιο ποσό πάνω από πενήντα εκατομμύρια  (50.000.000) δραχμές [150.000 ευρώ κατά το άρθρο 21 του ν. 2948/2001, Α΄ 242]  από ΦΠΑ, ΦΚΕ, παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, τέλη και εισφορές,  απαγορεύεται στις αρμόδιες δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες να παραλαμβάνουν  δηλώσεις ή να χορηγούν βεβαιώσεις ή πιστοποιητικά που απαιτούνται κατά τις  κείμενες διατάξεις και ζητούνται από τον παραβάτη, για την κατάρτιση  συμβολαιογραφικών πράξεων μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων. Στην περίπτωση  αυτή αναστέλλεται έναντι ταυ Δημοσίου και το απόρρητο των καταθέσεων, των  λογαριασμών, των κοινών λογαριασμών, των συμβάσεων και πράξεων επί παραγώγων  χρηματοοικονομικών προϊόντων και του περιεχομένου θυρίδων του φορολογουμένου σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα και δεσμεύεται το πενήντα τοις εκατό (50%)  αυτών… Επίσης οι ίδιες κυρώσεις επιβάλλονται και στους παραβάτες λήψης  και χρήσης εικονικών φορολογικών στοιχείων, έκδοσης εικονικών και πλαστών  φορολογικών στοιχείων και νόθευσης τέτοιων στοιχείων, εφόσον η αξία των  συναλλαγών που αναγράφονται σε αυτά, αθροιστικά λαμβανομένη κατά το χρόνο  διαπίστωσης των παραβάσεων, υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Για τον  προσδιορισμό του ορίου του προηγούμενου εδαφίου από παραβάσεις που διαπράχθηκαν μέχρι 31.12.2001 τα ποσά που εμφανίζονται στα πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα  φορολογικά στοιχεία σε δραχμές μετατρέπονται σε ευρώ με βάση την ισοτιμία  δραχμής και ευρώ, στρογγυλοποιούμενα στην πλησιέστερη προς τα κάτω μονάδα [όπως τα δύο τελευταία εδάφια προστέθηκαν με το άρθρο 16 παρ.6 του ν. 2992/2002, Α΄  54/20.3.2002] Τα παραπάνω μέτρα λαμβάνονται και για τα πρόσωπα που αναφέρονται  στις παραγράφους 1 έως και 4 του άρθρου 20 του παρόντος νόμου. 

2. Αντίγραφο της πιο πάνω ειδικής έκθεσης ελέγχου υποβάλλεται από την αρχή που τη συνέταξε στη  Διεύθυνση Σχεδιασμού και Συντονισμού Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου  Οικονομικών, η οποία υποχρεώνεται να ενημερώσει με οποιονδήποτε τρόπο όλες τις  δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες, τις τράπεζες και λοιπά πιστωτικά ιδρύματα. Οι  ανωτέρω υπηρεσίες και οι φορείς από της ενημερώσεώς τους υποχρεώνονται να  εφαρμόσουν αμέσως τις απαγορεύσεις και δεσμεύσεις της παραγράφου 1 αυτού του  άρθρου, χωρίς καμμία άλλη διαδικασία ή διατύπωση. 

3. Η ενέργεια αυτή της  Διεύθυνσης Σχεδιασμού και Συντονισμού Φορολογικών Ελέγχων κοινοποιείται  συγχρόνως και στο φορολογούμενο με αντίγραφο της σχετικής ειδικής έκθεσης  ελέγχου στη γνωστή κατοικία του ή στην έδρα της επιχείρησής του, ο οποίος  μπορεί μέσα σε ένα (1) μήνα από την ειδοποίησή του να ζητήσει με αίτηση στον  Υπουργό Οικονομικών την ολική ή μερική άρση των απαγορευτικών μέτρων. Ο  Υπουργός Οικονομικών αποφαίνεται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την υποβολή  της αίτησης. Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η κατά τον ΚΦΔ προσφυγή. 

4.  ΚατΆ εξαίρεση των όσων ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο τα μέτρα αίρονται  υποχρεωτικά, όταν ο υπόχρεος φορολογούμενος καταβάλλει ποσό πάνω από εβδομήντα  τοις εκατό (70%) των προς απόδοση στο Δημόσιο ποσών από ΦΠΑ, παρακρατούμενους  και επιρριπτόμενους φόρους, τέλη, εισφορές και των νόμιμων προσαυξήσεων αυτών  και προστίμων. Για την εφαρμογή της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου ο  υπόχρεος φορολογούμενος υποβάλει σχετική αίτηση στον προϊστάμενο της αρμόδιας  δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, ο οποίος υποχρεώνεται μέσα σε δύο (2) μήνες να  εκδώσει προσωρινή ή μερική καταλογιστική πράξη. Η άσκηση προσφυγής κατά της  πράξης αυτής δεν αίρει την ισχύ των μέτρων που έχουν ληφθεί. Αν μέσα στην  προθεσμία αυτή δεν έχουν εκδοθεί τα προσωρινά φύλλα ελέγχου ή οι προσωρινές  πράξεις, οι συνέπειες και απαγορεύσεις που καθορίζονται με αυτό το άρθρο  αίρονται αυτοδικαίως. Ειδικά για τις περιπτώσεις του πέμπτου εδαφίου της  παραγράφου 1 του άρθρου αυτού τα μέτρα αίρονται υποχρεωτικά, όταν ο υπόχρεος  φορολογούμενος καταβάλλει το 100% του τελικού ποσού του οικείου προστίμου που  επιβλήθηκε σε αυτόν κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 και 9 του Ν. 2523/1997  [όπως το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 16 παρ.7 του ν.2992/2002 και  τροποποιήθηκε με το άρθρο 40 παρ.8 του ν.3220/2004, Α΄ 15/28-1-2004, το οποίο  άρχισε να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 56 περ. δΆ του αυτού νόμου, από την  δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως]. 

5. Στις περιπτώσεις που  επιτυγχάνεται διοικητική επίλυση ή δικαστικός συμβιβασμός ή κατΆ άλλο τρόπο  διοικητική περαίωση της φορολογικής διαφοράς και αφορά το συνολικό ποσό των  οικείων φόρων, τελών και εισφορών, μετά των νομίμων προσαυξήσεων ή προστίμων  του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, αίρεται περιοριστικά και μόνον η δέσμευση του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1. Η άρση της δέσμευσης του προηγούμενου  εδαφίου παύει να ισχύει σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής δύο (2)  συνεχόμενων εκ των προβλεπόμενων δόσεων του ως άνω οφειλόμενου ποσού. Για την  εφαρμογή της διάταξης του πρώτου εδαφίου ο υπόχρεος φορολογούμενος υποβάλλει  σχετική αίτηση στον προϊστάμενο της αρμόδιας φορολογικής αρχής, ο οποίος  υποχρεούται μέσα σε δύο (2) μήνες να εκδώσει τις οικείες καταλογιστικές  πράξεις. Η άσκηση προσφυγής κατά των πράξεων αυτών δεν αίρει την ισχύ των  μέτρων που έχουν ληφθεί. Αν μέσα στην προθεσμία αυτή δεν έχουν εκδοθεί οι  οικείες καταλογιστικές πράξεις, οι συνέπειες και απαγορεύσεις που καθορίζονται  με αυτό το άρθρο αίρονται αυτοδικαίως. 

6. Τα μέτρα αίρονται υποχρεωτικά στο  σύνολό τους, εφόσον ο υπόχρεος φορολογούμενος καταβάλει ποσό πάνω από εβδομήντα τοις εκατό (70%) του συνόλου των οφειλόμενων οικείων ποσών φόρων, τελών και  εισφορών μετά των νομίμων προσαυξήσεων ή προστίμων. Σε κάθε περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου, καθώς και της παραγράφου 5 του άρθρου  αυτού η αρμόδια φορολογική αρχή υποχρεούται να ενημερώσει άμεσα με οποιονδήποτε τρόπο την Διεύθυνση Ελέγχου του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, όλες  τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες, τις τράπεζες και λοιπά πιστωτικά  ιδρύματα… [όπως οι παράγραφοι 5 και 6 τροποποιήθηκαν με το άρθρο 27 παρ.1 του ν. 3296/2004, ΑΆ 253/14-12-2004, το οποίο όρισε, στην επομένη παράγραφο,  ότι «2. Οι διατάξεις του άρθρου 14 του Ν. 2523/1997, όπως αντικαταστάθηκαν από  τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και για τις υποθέσεις  για τις οποίες έχουν συνταχθεί ειδικές εκθέσεις ελέγχου της παραγράφου 1 του  άρθρου αυτού μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου και δεν έχουν  ληφθεί τα μέτρα που προβλέπονται από το ίδιο άρθρο. Οι διατάξεις των παραγράφων 5 και 6 του ανωτέρω άρθρου και νόμου εφαρμόζονται και για τις υποθέσεις για  τις οποίες έχουν ήδη ληφθεί τα παραπάνω μέτρα»]». 

5. Επειδή, με το προπαρατεθέν άρθρο 14 του ν. 2523/1997, με το οποίο κατΆ  ουσίαν επαναλαμβάνονται οι διατάξεις των άρθρων 44 του ν.2065/1992 (Α΄ 113), 33 του ν. 2214/1994 (Α΄ 75) και 92 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν.  2238/1994 (Α΄ 151) Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ορίζεται ότι επί διαπιστώσεως από την φορολογική αρχή, βάσει ειδικής εκθέσεως ελέγχου, συγκεκριμένων  φορολογικών παραβάσεων επιβάλλονται στον παραβάτη τα προβλεπόμενα στην εν λόγω  διάταξη μέτρα. Όπως έχει ήδη κριθεί (ΣτΕ 399, 1567, 2297/2015, 1372/2014,  2199/2013 επταμ., 1159/2012), τα μέτρα αυτά υπαγορεύονται από επείγοντες και  επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, διότι σκοπούν στην διασφάλιση των  συμφερόντων του Δημοσίου, εφ΄ όσον λαμβάνονται προς διατήρηση των περιουσιακών  στοιχείων του υποπέσαντος σε παράβαση φορολογικών διατάξεων και, ειδικότερα,  προκειμένου αυτός να μην προλάβει, πριν οριστικοποιηθούν οι εις βάρος του  φορολογικές εγγραφές, να μεταβιβάσει τα περιουσιακά του στοιχεία και να  αποσύρει τις καταθέσεις του, ώστε να είναι δυνατή η ικανοποίηση των φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου κατΆ αυτού σε περίπτωση που τελικώς διαπιστωθεί με την  έκδοση, βάσει της ειδικής εκθέσεως ελέγχου, σχετικής καταλογιστικής πράξεως και την επικύρωσή της από τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια (επί δικαστικής  αμφισβητήσεως της νομιμότητάς της) η εκ μέρους του τέλεση της πιθανολογηθείσης  με την έκθεση ελέγχου παραβάσεως. Οι θεσπίζουσες, όμως, τα ανωτέρω μέτρα  διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται στενώς, λαμβανομένης υπΆ όψιν και της αρχής  της αναλογικότητας. Και τούτο, διότι ναι μεν οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν,  κατά τα αμέσως ανωτέρω εκτεθέντα, στην διασφάλιση, από την προεκτεθείσα άποψη,  των συμφερόντων του Δημοσίου, τα θεσπιζόμενα, όμως, με αυτές μέτρα επιφέρουν  πράγματι σοβαρούς περιορισμούς στα περιουσιακά δικαιώματα και στην οικονομική  ελευθερία των φορολογουμένων, εις βάρος των οποίων λαμβάνονται, ενώ η λήψη  αυτών στηρίζεται στα πορίσματα ελέγχου, πριν τα πορίσματα αυτά υιοθετηθούν από  το αρμόδιο για την έκδοση καταλογιστικής πράξεως διοικητικό όργανο.

¶λλωστε, το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει όχι μόνον την διασφάλιση της μελλοντικής εισπράξεως φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου, σε περίπτωση που αυτές τελικώς κριθούν  βάσιμες, αλλά και της συνεχίσεως της οικονομικής δραστηριότητας των  φορολογουμένων, ακόμη και εκείνων που έχουν υποπέσει σε φορολογικές παραβάσεις, ώστε να είναι αυτοί σε θέση να εκπληρώσουν όχι μόνον τις φορολογικές, αλλά και τις άλλες, οικονομικής φύσεως, υποχρεώσεις τους, και, συγχρόνως, να συμβάλλουν στην παραγωγή νέας φορολογητέας ύλης, από την οποία θα προκύψουν νέα  φορολογικά έσοδα για την κάλυψη των δημοσίων δαπανών και στο μέλλον. Ενόψει  τούτων, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του ν. 2523/1997, σε  περίπτωση διαπιστώσεως με περισσότερες ειδικές εκθέσεις ελέγχου διαδοχικώς  περισσοτέρων παραβάσεων σχετικών με εικονικά φορολογικά στοιχεία από τον ίδιο  φορολογούμενο, το μέτρο της δεσμεύσεως του πενήντα τοις εκατό των τραπεζικών  λογαριασμών του, κ.λπ. άπαξ μόνον μπορεί να επιβληθεί εις βάρος του. Και τούτο, διότι η επιβολή του εν λόγω μέτρου για κάθε παράβαση που θα διαπιστωνόταν με  διαφορετική έκθεση ελέγχου – η δέσμευση, δηλαδή, του υπάρχοντος κατά τον  χρόνο της κάθε δεσμεύσεως ποσοστού πενήντα τοις εκατό των τραπεζικών του  λογαριασμών, κ.λπ. – θα είχε ως συνέπεια ότι τελικώς θα δεσμευόταν  μεγαλύτερο ποσοστό από το κατά νόμο επιτρεπόμενο (50%), το οποίο, προφανώς,  καθορίσθηκε, προκειμένου να μην καταστεί αδύνατη ή σχεδόν αδύνατη η συνέχιση  οποιασδήποτε οικονομικής δραστηριότητας του φορολογουμένου, έως ότου εκδοθεί η  σχετική καταλογιστική πράξη και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως της νομιμότητάς της δικαστικώς, επιλυθεί τελεσιδίκως η σχετική διαφορά.

Εξάλλου, κατά την έννοια  των διατάξεων του άρθρου 14 του ν. 2523/1997, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1  μέτρα αίρονται προδήλως όχι μόνον στις περιπτώσεις των παραγράφων 5 και 6 του  εν λόγω άρθρου αλλά και στην περίπτωση, και κυρίως σε αυτήν, που ακυρώνεται  τελεσιδίκως με δικαστική απόφαση η καταλογιστική πράξη, η οποία ερείδεται στις  παραβάσεις, που οδήγησαν στην λήψη των μέτρων, και η οποία (πράξη) πρέπει,  ανεξαρτήτως εάν ζητήσει ή όχι τούτο ο φορολογούμενος, να εκδίδεται εντός  ευλόγου χρόνου από την διαπίστωση της παραβάσεως, ενόψει του ότι έχει ήδη  διενεργηθεί φορολογικός έλεγχος και έχει συνταχθεί σχετική έκθεση, με συνέπεια  να μην δικαιολογείται η καθυστέρηση εκδόσεως της πράξεως. Περαιτέρω, θα  μπορούσε να υποστηριχθεί ότι τα προβλεπόμενα στην ανωτέρω διάταξη μέτρα  αίρονται, όταν ακυρωθεί με δικαστική απόφαση η σχετική καταλογιστική πράξη,  μόνον σε περίπτωση που η ακύρωση χωρήσει για ουσιαστικό και όχι απλώς για  τυπικό λόγο. Και τούτο, ενόψει του ότι στην περίπτωση αυτή η αρμόδια φορολογική αρχή μπορεί να επανέλθει και να εκδώσει νέα, απηλλαγμένη από την διαπιστωθείσα τυπική πλημμέλεια, καταλογιστική πράξη εντός ευλόγου χρόνου – που δεν  μπορεί, πάντως, να υπερβεί το έτος από την κοινοποίηση της σχετικής δικαστικής  αποφάσεως στην ανωτέρω φορολογική αρχή (βλ. άρθρο 84 παρ. 6 του προαναφερθέντος Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος) – και, συνεπώς, είναι αναγκαίο να  εξασφαλισθεί ότι θα είναι δυνατή η ικανοποίηση της απαιτήσεως του Δημοσίου εάν  διαπιστωθεί τελικώς, ότι η απαίτηση αυτή είναι πράγματι βάσιμη.

Θα μπορούσε,  ωστόσο, να υποστηριχθεί ότι, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, τα  προβλεπόμενα με αυτές μέτρα αίρονται, όταν η σχετική καταλογιστική πράξη  ακυρωθεί τελεσιδίκως με δικαστική απόφαση ανεξαρτήτως για ποιο λόγο, τυπικό ή  ουσιαστικό, καθώς και αν η φορολογική αρχή μπορεί να επανέλθει και να εκδώσει  νέα καταλογιστική πράξη. Τούτο δε, προκειμένου να μην καθίσταται αδύνατη ή εν  πάση περιπτώσει ιδιαιτέρως δυσχερής για μεγάλο, και μάλιστα απροσδιόριστο,  χρονικό διάστημα [η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων της αναιρεσείουσας  φαίνεται ότι έχει ήδη διαρκέσει 13 έτη και συνεχίζεται] η άσκηση οποιασδήποτε  νόμιμης οικονομικής δραστηριότητας από τον φορολογούμενο και να μην δεσμεύονται για το χρονικό αυτό διάστημα και να παραμένουν αναξιοποίητα τα περιουσιακά  στοιχεία του, σε βλάβη όχι μόνον δική του, αλλά και της εθνικής οικονομίας  γενικότερα και, επομένως, και του δημοσίου συμφέροντος. Και τούτο, δοθέντος ότι τα δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία δεν μπορεί να αξιοποιήσει ούτε ο  φορολογούμενος αλλά ούτε το Δημόσιο, καθΆ όσον η δέσμευση δεν ισοδυναμεί με  είσπραξη – η οποία, άλλωστε, δεν θα ήταν δυνατή πριν από την έκδοση της  καταλογιστικής πράξεως και την επικύρωσή της από τα αρμόδια διοικητικά  δικαστήρια, σε περίπτωση δικαστικής αμφισβητήσεως της νομιμότητάς της –  αλλά απλώς με συντηρητική κατάσχεση προς διασφάλιση ότι, οψέποτε στο μέλλον  επιλυθεί η σχετική διαφορά υπέρ του Δημοσίου, θα μπορέσει αυτό να ικανοποιήσει  την απαίτησή του από τα δεσμευθέντα περιουσιακά στοιχεία, υπό την προϋπόθεση  ότι αυτά, κατά τον χρόνο εκείνο, ως εκ της φύσεώς τους και της εξελίξεως της  οικονομικής καταστάσεως γενικότερα (π.χ. προκειμένου περί χρηματοοικονομικών  προϊόντων), και χωρίς υπαιτιότητα του φορολογουμένου, θα εξακολουθούν να  υπάρχουν και να διατηρούν την αξία που είχαν κατά τον χρόνο της επιβολής της  δεσμεύσεως ή, εν πάση περιπτώσει, να έχουν κάποια αξία. Σε περίπτωση δε που  ακυρωθεί τελεσιδίκως καταλογιστική πράξη, η οποία ερείδεται σε παραβάσεις, η  διαπίστωση των οποίων από τον φορολογικό έλεγχο οδήγησε στην επιβολή των μέτρων του άρθρου 14 παρ. 1 του ν. 2523/1997, η πράξη επιβολής αυτών χάνει πλέον το  νόμιμο έρεισμά της και τα μέτρα πρέπει να αρθούν από την αρμόδια φορολογική  αρχή ή, εάν εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου ένδικο βοήθημα κατά της πράξεως  επιβολής των ή κατά πράξεως απορριπτικής αιτήματος άρσεως αυτών, η πράξη αυτή  πρέπει να ακυρωθεί. 

6. Επειδή, εν προκειμένω, όπως δέχεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, η  αναιρεσείουσα, η οποία από 20.6.2001 τελεί υπό εκκαθά-ριση, είχε, κατά τα έτη  1996 και 1997, αντικείμενο εργασιών την εμπορία και διάθεση αγροτικών  προϊόντων. Στα πλαίσια του από 22-7-2003 τακτικού ελέγχου της φορολογικής αρχής διαπιστώθηκε ότι, κατά την διαχειριστική περίοδο 9.7.1996-31.12.1997 έλαβε και καταχώρισε στα βιβλία της το 43/31.12.1997 εικονικό, ως προς την συναλλαγή,  τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών εκδόσεως της μονοπρόσωπης εταιρείας «… και  ΣΙΑ ΕΠΕ» καθαρής αξίας 106.000.000 δραχμών πλέον ΦΠΑ ύψους 19.800.000 δραχμών,  ήτοι συνολικής αξίας 125.800.000 δραχμών (369.185,60 ευρώ).

Με βάση τις  διαπιστώσεις αυτές και ενόψει του ύψους της αξίας του ως άνω τιμολογίου, ως  υπερβαίνουσας το προαναφερθέν όριο του άρθρου 14 του ν.2523/1997, συντάχθηκε η  από 16-10-2003 ειδική έκθεση ελέγχου, ακολούθως δε, εκδόθηκε η  …/…/ΔΕ-Γ/15-10-2004 πράξη του Προϊσταμένου του Τμήματος Ποινών της  Διευθύνσεως Ελέγχου του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία  ελήφθησαν, σε βάρος τόσο της αναιρεσείουσας όσο και των Προέδρων και  Διευθυνόντων Συμβούλων της, τα κατΆ άρθρο 14 του ν. 2523/1997 μέτρα, ήτοι 

α)  της απαγορεύσεως, στις αρμόδιες ΔΟΥ, να παραλαμβάνουν δηλώσεις ή να χορηγούν  βεβαιώσεις ή πιστοποιητικά που απαιτούνται για την κατάρτιση συμβολαιογραφικών  πράξεων μεταβιβάσεως περιουσιακών στοιχείων, 

β) της αναστολής, έναντι του  Δημοσίου, του απορρήτου των καταθέσεων, λογαριασμών, κοινών λογαριασμών,  συμβάσεων και πράξεων επί παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων και του  περιεχομένου των θυρίδων σε Τράπεζες ή άλλα Πιστωτικά Ιδρύματα και 

γ) της  δεσμεύσεως του πενήντα τοις εκατό (50%) αυτών. Με την προσφυγή της η  αναιρεσείουσα είχε προβάλει, όπως, άλλωστε, προκύπτει και από τις 1372/2014 και 399/2015 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας μεταξύ των αυτών διαδίκων,  ότι το μέτρο της δεσμεύσεως του 50% των τραπεζικών λογαριασμών της  αναιρεσείουσας είχε ήδη διαδοχικώς επιβληθεί σε βάρος της, δυνάμει των από  11-4-2003 και 3-7-2003 ειδικών εκθέσεων ελέγχου, με τις  …/…/ΔΕ-ΓΆ/28-5-2003 και …/…/ΔΕ-ΓΆ/18-11-2003 πράξεις  του Προϊσταμένου του Τμήματος Ποινών της Διευθύνσεως Ελέγχου του Υπουργείου  Οικονομίας και Οικονομικών λόγω εκδόσεως, για την χρήση 2000, εικονικών, ως  προς το πρόσωπο του φερομένου ως εκδότη αυτών Πέτρου Βώκου, φορολογικών  στοιχείων αξίας 1.946.726,37 ευρώ και 270.213,85 ευρώ, αντιστοίχως, με συνέπεια (κατά την αναιρεσείουσα) να έχει πλέον, με την έκδοση της ένδικης πράξεως της  φορολογικής αρχής, καταστεί δεσμευμένο το 87,50% των ως άνω λογαριασμών της.  Αντίστοιχος λόγος εφέσεως, περί του ότι μη νομίμως επιβλήθηκαν σε βάρος της εκ  νέου τα ίδια μέτρα και, μάλιστα, για την ίδια αιτία, απερρίφθη με την  αναιρεσιβαλλομένη απόφαση με την αιτιολογία ότι, ανεξαρτήτως του ότι η  αναιρεσείουσα ούτε επικαλέσθηκε ούτε απέδειξε ότι τα επίμαχα μέτρα επιβλήθηκαν  σε βάρος της εκ νέου για την ίδια παράβαση, τα μέτρα αυτά επιβάλλονται, κατά  νόμο, κάθε φορά που η φορολογική αρχή διαπιστώνει φορολογικές παραβάσεις, από  τις οποίες, βάσει ειδικής εκθέσεως ελέγχου, προκύπτει μη απόδοση στο Δημόσιο  ποσού άνω των 150.000 ευρώ και, συνεπώς, η ένδικη πράξη της φορολογικής αρχής  περί επιβολής τους εκδόθηκε κατά δέσμια αρμοδιότητα της διοικήσεως, χωρίς  έδαφος εφαρμογής της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα  είχε προβάλει με την έφεση ότι, μετά την συζήτηση της προσφυγής, εξέλιπε η  αιτία επιβολής των επιδίκων μέτρων, διότι πράξεις της φορολογικής αρχής περί  επιβολής φόρου εισοδήματος, φόρου προστιθέμενης αξίας και προστίμου, οι οποίες, κατά την αναιρεσείουσα, ερείδονταν επί του επιμάχου, φερομένου ως εικονικού  και ληφθέντος από αυτήν, φορολογικού στοιχείου, ακυρώθηκαν, κατόπιν αποδοχής  αντιστοίχων προσφυγών της αναιρεσείουσας, με τις 19328-19330/2010 τελεσίδικες  αποφάσεις του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, λόγω μη τηρήσεως του τύπου της  προηγουμένης ακροάσεως, ότι, συνεπώς, έπαψε έκτοτε να υφίσταται η φορολογική  διαφορά, η οποία αποτέλεσε την βάση για την επιβολή των ως άνω μέτρων, και ότι, συνακολούθως, έπρεπε αυτά να αρθούν. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ο λόγος  αυτός απερρίφθη με την αιτιολογία ότι δεν επηρεάζει την νομιμότητα της επιβολής των ενδίκων μέτρων η ακύρωση των ανωτέρω πράξεων ούτε αποτελεί λόγο ακυρώσεως  ή άρσεως αυτών, εφΆ όσον κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από το άρθρο 14 του ν.  2523/1997, σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6 του οποίου τα μέτρα αυτά αίρονται μερικώς, στις περιπτώσεις που επιτυγχάνεται διοικητική επίλυση της διαφοράς, ή στο σύνολό τους, στην περίπτωση που ο υπόχρεος φορολογούμενος καταβάλει ποσό  άνω του 70% του συνόλου των οφειλομένων οικείων ποσών φόρων, τελών και εισφορών μετά των νομίμων προσαυξήσεων ή προστίμων.  

7. Επειδή, με το εισαγωγικό δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως, η οποία δεν έχει χρηματικό αντικείμενο, προβάλλεται, προς θεμελίωση του παραδεκτού, ότι η  αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έρχεται σε αντίθεση με την παραπεμπτική στην  Ολομέλεια 1032/2013 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, υπό την έννοια ότι  η εν προκειμένω εφαρμοστέα διάταξη του άρθρου 14 του ν.2523/1997 αντίκειται  στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ.1, 17 παρ.1 και 25 παρ.1 του Συντάγματος αλλά  και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Με την εν λόγω,  όμως, απόφαση, της οποίας γίνεται επίκληση, όπως και με την 3316/2014 σχετική  απόφαση της Ολομελείας, επιλύθηκε νομικό ζήτημα καθΆ ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 30 παρ. 5 περ. εΆ του ν. 3296/2004, με την οποία προβλέπεται το μέτρο  της δεσμεύσεως τραπεζικών λογαριασμών, και όχι της εφαρμοσθείσης εν προκειμένω  από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση διατάξεως του άρθρου 14 του ν. 2523/1997.  Επομένως, ο σχετικός, προς θεμελίωση του παραδεκτού του αντιστοίχου λόγου  αναιρέσεως, ισχυρισμός περί αντιθέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σε  νομολογία είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (ΣτΕ 399/2015 – βλ. και ΣτΕ  2954/2014, 3598-9/2012 σε συμβούλιο). Κατά την ειδικότερη γνώμη της Παρέδρου Ε. Σταυρουλάκη, ο λόγος αυτός είναι, εν πάση περιπτώσει, αόριστος, δεδομένου ότι  η αναιρεσείουσα δεν είχε θέσει ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας πραγματικά  περιστατικά σε σχέση με τις συντρέχουσες εν προκειμένω ειδικότερες προϋποθέσεις επιβολής των μέτρων του άρθρου 14 του ν. 2523/1997, σε ό,τι αφορά το ύψος των  δεσμευθεισών καταθέσεών της και του συνόλου αυτών, ούτως ώστε να δύναται να  διακριβωθεί εάν η επιβολή των μέτρων υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις έχει  οδηγήσει στην δέσμευση περιουσιακών στοιχείων της προδήλως δυσαναλόγου ύψους σε σχέση με το ύψος των αποδοθεισών σε αυτήν φορολογικών παραβάσεων (ΣτΕ  399/2015, 1372/2014).  

8. Επειδή, με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται, περαιτέρω, ότι, επί  διαπιστώσεως διαδοχικώς, με περισσότερες εκθέσεις ελέγχου, περισσοτέρων  παραβάσεων σχετικών με εικονικά φορολογικά στοιχεία από τον ίδιο φορολογούμενο, το μέτρο της δεσμεύσεως του 50% των τραπεζικών λογαριασμών του άπαξ μόνον  μπορεί να επιβληθεί εις βάρος του και ότι τα επίμαχα μέτρα αίρονται σε  περίπτωση ακυρώσεως με δικαστική απόφαση της καταλογιστικής πράξεως της  φορολογικής αρχής που ερείδεται επί των παραβάσεων αυτών. Προς θεμελίωση δε του παραδεκτού των λόγων αυτών η αναιρεσείουσα εταιρεία επικαλείται έλλειψη  νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας επί των τιθεμένων με αυτούς νομικών  ζητημάτων. Ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος και, συνεπώς, οι ανωτέρω λόγοι  προβάλλονται παραδεκτώς, θα ήταν δε, ενδεχομένως, και βάσιμοι, ενόψει των  εκτεθέντων στην σκέψη 5. Λόγω, όμως, της σπουδαιότητας των ανωτέρω ζητημάτων,  το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην επταμελή σύνθεση  αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ.τος 18/1989, να ορισθεί δε  εισηγητής ενώπιον αυτής η Πάρεδρος Ειρήνη Σταυρουλάκη και δικάσιμος η 11η  Οκτωβρίου 2017. 

Δια ταύτα 

Απέχει να αποφανθεί οριστικώς και παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση  του Β΄ Τμήματος, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό. 

Ορίζει εισηγητή ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως την Πάρεδρο Ειρήνη Σταυρουλάκη και δικάσιμο την 11η Οκτωβρίου 2017. 

Διατάσσει την κοινοποίηση της παρούσης αποφάσεως στους διαδίκους. 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 2017 

Η Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος Η Γραμματέας 

Ε. Σάρπ Α. Ζυγουρίτσα

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 14ης Ιουνίου 2017.  

Η Πρόεδρος του Β´ Τμήματος Η Γραμματέας  

Ε. Σάρπ Κ. Κεχρολόγου 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δεν θέλετε να συμπληρώνετε το κείμενο αυτό σε κάθε αναζήτηση σας; Αρκεί απλά να γραφτείτε δωρεάν στο Forin.gr πατώντας εδώ ή να συνδεθείτε με τον λογαριασμό σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!