ΣτΕ 715/2003
Αριθμός 715/2003
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2002, με την εξής σύνθεση: Π. Χριστόφορος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, ελλείποντος Προέδρου του Τμήματος, Γ. Παναγιωτόπουλος, Ι. Μαντζουράνης, Σύμβουλοι, Ε. Τσούμπα, Δ. Σκαλτσούνης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Ιωαννίδου.
Για να δικάσει την από 4 Ιουνίου 1998 αίτηση: των :
1. Υπουργού Οικονομικών και
2. Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών
Ασφαλίσεων, οι οποίοι παρέστησαν με τον Ανδρέα Γραμματικό, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά των :
1. Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (Ι.Κ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αγ. Κων/νου αριθ. 8), το οποίο παρέστη με την Κουήν Χουρμουζιάν, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
2. Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο» (Ν.Α.Τ.), που εδρεύει στον Πειραιά (οδός Εθν. Αντιστάσεως αριθ. 1), το οποίο παρέστη με την δικηγόρο Αικ. Φραγκίδου (Α.Μ. 6270), που την διόρισε με πληρεξούσιο και
3. Ι. χας Β. Μ., κατοίκου Μύρικα Αιτωλοακαρνανίας, η οποία δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή οι Υπουργοί επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 4831/1997 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Δ. Σκαλτσούνη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο των Υπουργών, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, την αντιπρόσωπο του αναιρεσιβλήτου Ιδρύματος και την πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου Ταμείου, που ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκείται κατά το νόμο ατελώς και χωρίς την καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 4831/1997 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκαν εφέσεις του Ελληνικού Δημοσίου, της Ιωάννας Μαρούλη και του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.) κατά της 16198/1995 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση, η οποία εκδόθηκε μετά την 8878/1994 προδικαστική απόφαση του ίδιου διοικητικού πρωτοδικείου, είχε γίνει δεκτή προσφυγή του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.), είχε ακυρωθεί η Φ.61/422/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Εμπορικής Ναυτιλίας και είχε αναγνωρισθεί ότι αρμόδιος ασφαλιστικός οργανισμός για την κρίση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος της Ιωάννας Μαρούλη και την απονομή της σύνταξής της ήταν το Ν.Α.Τ.
2. Επειδή στη δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, εκκαλούντες και ηττηθέντες διάδικοι ήταν, εκτός από το Ελληνικό Δημόσιο, το Ν.Α.Τ. και η Ιωάννα Μαρούλη. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, οι δύο τελευταίοι είχαν το δικαίωμα να ασκήσουν αυτοτελώς αιτήσεις αναιρέσεως κατά της απόφασης αυτής, δεν νομιμοποιούνται στην παρούσα δίκη ως αναιρεσίβλητοι, το δε Ν.Α.Τ., το οποίο παρέστη κατά τη δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου ως αναιρεσίβλητος, πρέπει να αποβληθεί από αυτήν (πρβλ. Σ.τ.Ε. 764/2001).
3. Επειδή με την εφαρμοστέα εν προκειμένω παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 1405/1983 (Α΄ 180), με την οποία αντικαταστάθηκε το άρθρο 2 του ν.δ. 4202/1961 (Α΄ 175), ορίζεται ότι:
«1. Τα πρόσωπα τα οποία ασφαλίστηκαν διαδοχικά σε περισσότερους από έναν ασφαλιστικούς οργανισμούς δικαιούνται σύνταξη από τον τελευταίο οργανισμό στον οποίο ήταν ασφαλισμένα, όταν επαλήθευσε ο ασφαλιστικός κίνδυνος, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του οργανισμού αυτού, εφόσον πραγματοποίησαν χίλιες πεντακόσιες ημέρες εργασίας ή πέντε ολόκληρα έτη στην ασφάλισή του είτε την τελευταία χρονική περίοδο της απασχόλησής τους είτε σε προγενέστερη περίοδο οποτεδήποτε. Ως νομοθεσία του οργανισμού για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής καθώς και των επόμενων παραγράφων 2 και 3 νοούνται οι διατάξεις που ορίζουν τον απαιτούμενο για τη συνταξιοδότηση χρόνο, την ηλικία, την αναπηρία και το θάνατο. Ειδικές διατάξεις που αφορούν στην ύπαρξη ενεργού ασφαλιστικού δεσμού, στη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας σε δεδομένο χρόνο σε σχέση με το χρόνο διακοπής της εργασίας, στην παραγραφή κ.λπ. δεν ισχύουν για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
2. Αν ο ασφαλισμένος δεν πραγματοποίησε, όταν επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος, χίλιες πεντακόσιες ημέρες εργασίας ή πέντε έτη στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού, δικαιούται σύνταξη από τον οργανισμό στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας, εφόσον όμως συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία του.
3. Αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία του οργανισμού στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή έτη ασφάλισης, τότε το δικαίωμα του ασφαλισμένου κρίνεται από τους άλλους οργανισμούς στους οποίους ασφαλίστηκε, κατά φθίνουσα σειρά αριθμού ημερών εργασίας ή ετών ασφάλισης, εκτός από τον τελευταίο. Αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία όλων των οργανισμών στους οποίους ασφαλίστηκε πριν από τον τελευταίο, τότε ο τελευταίος οργανισμός είναι αρμόδιος για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω γήρατος και αναπηρίας, εφόσον ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε στην ασφάλισή του 1.000 ημέρες εργασίας και για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω θανάτου, εφόσον ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλισή του οποτεδήποτε 300 ημέρες εργασίας.
4. Ολόκληρος ο χρόνος της διαδοχικής ασφάλισης υπολογίζεται από τον αρμόδιο για την απονομή της σύνταξης οργανισμό ως χρόνος που διανύθηκε στην ασφάλισή του, τόσο για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, όσο και για τον καθορισμό του ποσού της σύνταξης.
5. …».
Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις, ο καθορισμός με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν.δ. 4202/1961 - όπως το άρθρο τούτο αντικαταστάθηκε από την παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 1405/1983 - του ασφαλιστικού οργανισμού που απονέμει κατ’ αρχήν τη σύνταξη, δηλαδή του οργανισμού στον οποίο ήταν ασφαλισμένος ο ενδιαφερόμενος όταν επαλήθευσε ο ασφαλιστικός κίνδυνος, δεν αποκλείει την απονομή σύνταξης, αν ο ασφαλισμένος δεν πληροί τις χρονικές προϋποθέσεις που απαιτεί η διάταξη αυτή, δηλαδή δεν έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλιση του οργανισμού αυτού χίλιες πεντακόσιες ημέρες εργασίας ή πέντε ολόκληρα έτη. Στην περίπτωση αυτή, ο κατ’ αρχήν υπόχρεος για την απονομή της σύνταξης ασφαλιστικός οργανισμός οφείλει, σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, να παραπέμψει την υπόθεση προς κρίση στον οργανισμό, στην ασφάλιση του οποίου ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας. Αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης του οργανισμού αυτού, το δικαίωμά του κρίνεται από τους άλλους οργανισμούς, στους οποίους ασφαλίστηκε, κατά φθίνουσα σειρά αριθμού ημερών εργασίας ή ετών ασφάλισης, εκτός από τον τελευταίο. Αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία όλων των οργανισμών, στους οποίους ασφαλίστηκε πριν από τον τελευταίο, αρμόδιος να απονείμει σύνταξη λόγω γήρατος ή αναπηρίας καθίσταται ο τελευταίος οργανισμός, υπό την προϋπόθεση ότι ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε στην ασφάλισή του 1.000 ημέρες εργασίας.
Εξ άλλου, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, η κρίση για την απονομή της σύνταξης από όλους τους ανωτέρω ασφαλιστικούς οργανισμούς ενεργείται με βάση τις διατάξεις της νομοθεσίας των οργανισμών αυτών, επομένως και με την συνδρομή των προβλεπομένων από αυτές προϋποθέσεων, όπως οι τελευταίες προσδιορίζονται ειδικότερα στο εδ. β΄ της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου 2 του ν.δ. 4202/1961. Πλην, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών δεν περιλαμβάνονται και ειδικές προϋποθέσεις οι οποίες είναι από τη φύση τους ασυμβίβαστες προς το θεσμό της διαδοχικής ασφάλισης, έτσι ώστε η αξίωση της συνδρομής τους να οδηγεί σε ματαίωση της εφαρμογής του θεσμού αυτού (πρβλ. Σ.τ.Ε. 4832/1998, 764/2001).
4. Επειδή, εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 3α του κωδικοποιημένου νόμου 792/1978 που προσετέθη με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1085/1980 (Α΄ 255) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 1711/1987 (Α΄ 109)
«Εις περίπτωσιν ισοβίου ανικανότητος ή θανάτου ναυτικού, επιφυλαττομένης της διατάξεως της παραγράφου 4 του άρθρου 25 του Κ.Ν. 792/1978, χορηγείται από του επομένου μηνός της υποβολής της σχετικής αιτήσεως ή του θανάτου, σύνταξις ως ελαχίστη ασφαλιστική προστασία, εφ’ όσον συντρέχουν αι κάτωθι προϋποθέσεις:
α) Να έχη ο ναυτικός συμπεπληρωμένην πενταετή τουλάχιστον "πραγματικήν ναυτικήν υπηρεσίαν" μόνον ως μέλος συγκεκροτημένου πληρώματος, επί πλοίων υπό Ελληνικήν σημαίαν ή ξένην, συμβεβλημένων μετά του Ν.Α.Τ. αποκλειομένου του υπολογισμού υπηρεσίας λογιζομένης ή εξομοιουμένης εξ οιασδήποτε ετέρας διατάξεως προς "πραγματικήν ναυτικήν υπηρεσίαν".
β) Να έχη πραγματοποιηθή η ανωτέρω πραγματική ναυτική υπηρεσία επί πλοίων καθαράς χωρητικότητος δέκα τουλάχιστον κόρων εις χρονικόν διάστημα ουχί μείζον του τριπλασίου αυτής. Για την παραπάνω πενταετή υπηρεσία, απαιτείται να έχουν πληρωθεί ή βεβαιωθεί οι ασφαλιστικές εισφορές και η τελευταία ναυτολόγηση, διάρκειας τουλάχιστον επτάμισι μηνών, να έγινε μέσα στα τελευταία πέντε χρόνια προτού επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος. …».
Από τις προϋποθέσεις που τάσσει η πιο πάνω διάταξη για την απονομή σύνταξης ως ελαχίστης ασφαλιστικής προστασίας, αυτή που απαιτεί να έχει γίνει η τελευταία ναυτολόγηση διάρκειας τουλάχιστον επτάμισι μηνών μέσα στην τελευταία πενταετία πριν από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, είναι ειδική προϋπόθεση, ασυμβίβαστη προς το θεσμό της διαδοχικής ασφάλισης, η δε αξίωση της συνδρομής της οδηγεί σε ματαίωση της εφαρμογής του θεσμού αυτού, όταν το Ν.Α.Τ. δεν είναι ο τελευταίος οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης, στον οποίο υπήχθη ο ασφαλισμένος (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2130/1990, 2547/1998).
5. Επειδή με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Ο Βασίλειος Μαρούλης, αποβιώσας σύζυγος της Ιωάννας Μαρούλη υπήχθη διαδοχικώς στην ασφάλιση
α) του Ν.Α.Τ. από 7-5-1965 μέχρι 27-5-1982 με θαλάσσια υπηρεσία 9 ετών, 4 μηνών, 14 ημερών και χρόνο άδειας 180 ημέρες και
β) του Ι.Κ.Α. από 1-7-1984 μέχρι 31-8-1988 με 408 ημέρες εργασίας. Ο συνολικός χρόνος ασφάλισής του ανήλθε σε 3782 ημέρες εργασίας. Με αίτηση που υπέβαλε στο Ι.Κ.Α. στις 21-6-1989 η σύζυγός του ζήτησε να συνταξιοδοτηθεί λόγω θανάτου του συζύγου της (ημερομηνία θανάτου 16-4-1989) σύμφωνα με τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης. Ο αρμόδιος Διευθυντής του Ι.Κ.Α. με απόφασή του (19966/1989) απέρριψε το αίτημα και το διαβίβασε στο Ν.Α.Τ., διότι, ναι μεν στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. είχε επαληθευτεί ο ασφαλιστικός κίνδυνος, πλην ο ασφαλισμένος δεν είχε πραγματοποιήσει στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. τουλάχιστον 1500 ημέρες εργασίας.
Ο Διευθυντής Παροχών του Ν.Α.Τ. με απόφασή του (3440/1989) απέρριψε το αίτημα με την αιτιολογία ότι ο ασφαλισμένος δεν συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις της νομοθεσίας του Ν.Α.Τ. και ειδικότερα
α) την προϋπόθεση του άρθρου 38 του ν. 1085/1980, δηλαδή της δεκαπενταετούς συνολικής υπηρεσίας και
β) την προϋπόθεση του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 1711/1987, σύμφωνα με την οποία απαιτείται ναυτολόγηση διάρκειας επτάμισι μηνών κατά την τελευταία πενταετία πριν από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου. Κατόπιν τούτου το Ν.Α.Τ. διαβίβασε την αίτηση στο Ι.Κ.Α. Ο αρμόδιος Διευθυντής του Ι.Κ.Α. απέρριψε το αίτημα με απόφασή του (992/1990), με την αιτιολογία ότι το Ι.Κ.Α. δεν ήταν αρμόδιο να κρίνει επ’ αυτού, γιατί η απόρριψη του αιτήματος από το Ν.Α.Τ. με την ανωτέρω αιτιολογία αποτελεί απαίτηση συνδρομής ειδικής προϋπόθεσης, που είναι ασυμβίβαστη με το θεσμό της διαδοχικής ασφάλισης, ο δε λόγος απόρριψής του από το Ν.Α.Τ. ήταν τυπικός και όχι ουσιαστικός. Κατόπιν τούτων, εκδόθηκε η Φ.61/422/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Εμπορικής Ναυτιλίας, με την οποία επιλύθηκε κατά το άρθρο 11 του ν.δ. 4202/1961 η αμφισβήτηση μεταξύ των δύο ασφαλιστικών φορέων και αναγνωρίστηκε ότι αρμόδιος ασφαλιστικός οργανισμός για την κρίση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος της Ιωάννας Μαρούλη και την απονομή της σύνταξής της ήταν το Ι.Κ.Α. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε προσφυγή το Ι.Κ.Α., με την οποία ζήτησε την ακύρωσή της και την αναγνώριση του Ν.Α.Τ. ως αρμόδιου ασφαλιστικού οργανισμού για τη συνταξιοδότηση της ως άνω χήρας του ασφαλισμένου. Η προσφυγή αυτή έγινε δεκτή με την 16198/1995 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατά της πρωτόδικης αυτής απόφασης άσκησαν τέσσερις εφέσεις το Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπούμενο από τους Υπουργούς Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας, το Ν.Α.Τ. και η Ιωάννα Μαρούλη. Το διοικητικό εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση συνεκδίκασε τις εφέσεις και αφού έλαβε υπ’ όψη ότι ο αποβιώσας ασφαλισμένος είχε συμπληρώσει πενταετή πραγματική υπηρεσία, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 1085/1980, έκρινε ότι επληρούντο οι χρονικές προϋποθέσεις που απαιτούσε η νομοθεσία του Ν.Α.Τ. για την κρίση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος της χήρας του.
Ειδικότερα, το διοικητικό εφετείο δεν έκρινε αναγκαίο να πληρούται και η προϋπόθεση κατά την οποία η τελευταία ναυτολόγηση, διάρκειας τουλάχιστον επτάμισι μηνών, θα έπρεπε να είχε γίνει μέσα στην τελευταία πενταετία πριν από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου. Τούτο διότι θεώρησε ότι η προϋπόθεση αυτή φαλκιδεύει το θεσμό της διαδοχικής ασφάλισης και, ως εκ τούτου, είναι ασυμβίβαστη προς το θεσμό αυτό, η δε αξίωση της συνδρομής της οδηγεί σε ματαίωση της εφαρμογής του θεσμού αυτού.
6. Επειδή με την κρινόμενη αίτηση το αναιρεσείον Δημόσιο προβάλλει ότι κακώς κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ότι η ανωτέρω προϋπόθεση είναι ειδική, ματαιώνει το θεσμό της διαδοχικής ασφάλισης και άρα δεν είναι ληπτέα υπ’ όψη στην προκειμένη περίπτωση. Ο λόγος όμως αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις τρεις προηγούμενες σκέψεις, δεδομένου ότι εν προκειμένω το Ν.Α.Τ. δεν είναι ο τελευταίος οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης, στον οποίο υπήχθη ο ασφαλισμένος. Κατόπιν τούτων, και δεδομένου ότι δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
Διά ταύτα
Αποβάλλει από τη δίκη το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο.
Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως και
Επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που ανέρχεται σε τριακόσια ογδόντα (380) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 8 Απριλίου και στις 31 Οκτωβρίου 2002
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας
Π. Χριστόφορος Μ. Ιωαννίδου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 17ης Μαρτίου 2003. Ο Πρόεδρος του Α' Τμήματος Η Γραμματέας του Α' Τμήματος
Γ. Ανεμογιάννης Ε. Κουμεντέρη
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!