ΣτΕ 15/2018
Αριθμός 15/2018
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Μαρτίου 2015, με την εξής σύνθεση: Ν. Σακελλαρίου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος, Π. Μπραΐμη, Σ. Βιτάλη, Σύμβουλοι, Δ. Εμμανουηλίδης, Στ. Κτιστάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Β. Ραφαηλάκη, Γραμματέας του Α΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 20 Ιουλίου 2009 αίτηση: του Γενικού Νοσοκομείου Νοσημάτων Θώρακος Αθηνών «Η ΣΩΤΗΡΙΑ», το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο Σταμάτη Διαμαντάτο (Α.Μ. 11207), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κατά των:
1) ..., κατοίκου Πειραιώς (...), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Γεώργιο Κοντοσέα (Α.Μ. 9235), που τον διόρισε στο ακροατήριο και
2) ..., κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής (...), ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Νοσοκομείο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 1231/2009 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Π. Μπραΐμη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος Νοσοκομείου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο των αναιρεσιβλήτων, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησετα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά νόμο καταβολή παραβόλου (άρθρο 28 παρ. 4 ν. 2579/1998, Α΄ 31), ζητείται η αναίρεση της 1231/2009 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκαν, κατόπιν συνεκδικάσεως, αντίθετες εφέσεις των διαδίκων κατά της 13600/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή αγωγή των αναιρεσιβλήτων και υποχρεώθηκε το αναιρεσείον νοσοκομείο να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς το χρηματικό ποσό των 40.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από τον θάνατο της αδελφής τους ..., ο οποίος επήλθε από παράνομες, κατά τους ισχυρισμούς τους, πράξεις και παραλείψεις των ιατρών του αναιρεσείοντος νοσοκομείου. Με την πρωτόδικη απόφαση αναγνωρίστηκε επίσης η υποχρέωση του αναιρεσείοντος να καταβάλει στον πρώτο από τους αναιρεσιβλήτους επιπλέον το χρηματικό ποσό των 962,58 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την καταβολή των εξόδων κηδείας της θανούσας.
2. Επειδή, ο Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικα (Εισ. Ν.Α.Κ., π.δ. 456/1984, Α΄ 164) στο άρθρο 105 ορίζει ότι:
«Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος…».
Η διάταξη δε του άρθρου αυτού εφαρμόζεται κατά το άρθρο 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα και
«… για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους».
Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, ευθύνη προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξεως ή από τη μη νόμιμη παράλειψη εκδόσεως τέτοιας πράξεως αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. ή από παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών. Εξάλλου, υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνον όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου του παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης (βλ. ΣτΕ 4133/2011 7μ., 424, 1219/2012, 1184, 1398, 1810/2013, 523, 2429, 3793/2014).
Ο κατά τα ανωτέρω παράνομος χαρακτήρας της ζημιογόνου πράξεως, παραλείψεως ή υλικής ενέργειας αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου του (βλ. ΣτΕ 4133/2011 7μ., 3595/2012, 1184, 1398, 1810/2013, 523, 2429/2014). Απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημιώσεως είναι, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξεως ή παραλείψεως ή υλικής ενέργειας ή παραλείψεως υλικής ενέργειας του δημοσίου οργάνου και της ζημίας που επήλθε. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί αντικειμενικά κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού να επιφέρει τη ζημία στη συγκεκριμένη περίπτωση. Και η μεν κρίση περί του αν τα ανελέγκτως και κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, γενικώς και αφηρημένως λαμβανόμενα, επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι η πράξη ή η παράλειψη μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικά ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος αποτελέσματος υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται με τη χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια του αιτιώδους συνδέσμου, η περαιτέρω όμως κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι στη συγκεκριμένη (ένδικη) περίπτωση η πράξη ή παράλειψη αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος, περί του ότι, δηλαδή, το ζημιογόνο γεγονός σε σχέση με τη ζημία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (ΣτΕ 3124/2011, 1219, 3595, 3736, 4100/2012, 1184/2013, 523, 2429/2014).
3. Επειδή, περαιτέρω, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί, κατά το άρθρο 932 του Α.Κ., να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή, σε περίπτωση θανατώσεως προσώπου, λόγω ψυχικής οδύνης, δηλαδή χρηματική ικανοποίηση ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Κατά τη θέσπιση της διατάξεως αυτής ο νομοθέτης έλαβε υπόψη τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδάφιο τέταρτο του Συντάγματος) και την εξειδίκευσε σε ό,τι αφορά το ζήτημα του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως.
Ειδικότερα, με το άρθρο 932 του Α.Κ. παρέχεται στο δικαστήριο της ουσίας η εξουσία, αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση και να καθορίσει το εύλογο ποσό αυτής, αν κρίνει ότι επήλθε ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη. Η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως, πραγματικών περιστατικών που δεν ήταν επιτρεπτό να συνεκτιμηθούν για τον σχηματισμό της κρίσεως αυτής ή η παράλειψή του να συνεκτιμήσει πραγματικά περιστατικά που είχαν τεθεί υπόψη του, τα οποία επιδρούν στον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως, ελέγχεται κατ’ αναίρεση. Αντιθέτως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι, στην συγκεκριμένη περίπτωση, επήλθε ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη καθώς και ο προσδιορισμός από αυτό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, δοθέντος ότι σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Κατ’ εξαίρεση, ο προσδιορισμός του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως που καθορίζεται από το δικαστήριο της ουσίας υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο για παράβαση της διατάξεως του άρθρου 932 του Α.Κ., μόνο αν κριθεί ότι το δικαστήριο αυτό υπερέβη τα άκρα όρια της διαγραφόμενης από την εν λόγω διάταξη εξουσίας του (ΣτΕ 4133/2011 7μ., 1219, 2273, 4100, 4714, 4989, 5001/2012, 1184, 1398, 1405, 1782/2013, 1481, 3329, 3793/2014).
4. Επειδή, στο άρθρο 300 του Αστικού Κώδικα, το οποίο έχει εφαρμογή σε κάθε αποζημίωση από οποιαδήποτε αιτία και αν προέρχεται, άρα και στην περίπτωση αποζημιώσεως κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, ορίζεται ότι:
«Αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνος που ζημιώθηκε παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία ή δεν επέστησε την προσοχή του οφειλέτη στον κίνδυνο ασυνήθιστα μεγάλης ζημίας, τον οποίο ο οφειλέτης ούτε γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει…».
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, αν, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από τα δικαστήρια της ουσίας, συντρέχει πταίσμα του ζημιωθέντος -η ύπαρξη του οποίου αποτελεί νομική έννοια που ελέγχεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας όταν δικάζει κατ’ αναίρεση-, απόκειται στην εξουσία του δικαστηρίου, αφού εκτιμήσει ελευθέρως τις περιστάσεις, μεταξύ των οποίων είναι και ο βαθμός του πταίσματος του ζημιωθέντος, να επιδικάσει ολόκληρη την αποζημίωση ή να μην επιδικάσει καθόλου αποζημίωση ή και να μειώσει μόνο το ποσό της αποζημιώσεως (βλ. ΣτΕ 1974/2009, 3124/2011, 3595/2012, 877/2013 7μ.). Πρέπει όμως η πράξη του ζημιωθέντος να έχει συντελέσει στην πρόκληση της ζημίας και να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος της υπαίτιας πράξεως του ζημιωθέντος με την πρόκληση ή την έκταση της ζημίας.
Επομένως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδρομή ή όχι συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος στην επέλευση της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το κατά πόσον τα πραγματικά περιστατικά, που το δικαστήριο της ουσίας δέχεται, ανελέγκτως, ως αποδειχθέντα, συγκροτούν ή όχι την έννοια του συντρέχοντος πταίσματος (ΣτΕ 3124/2011, 3595/2012, 877/2013 7μ.). Επίσης, υπόκειται στον έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, και μάλιστα από την άποψη της παραβιάσεως των διδαγμάτων της κοινής πείρας και της ορθής υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, κατά πόσον τα περιστατικά που συγκροτούν το πταίσμα του ζημιωθέντος, τα οποία δέχθηκε κυριαρχικώς ως αποδειχθέντα το δικαστήριο της ουσίας, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί αντικειμενικώς ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος (ΣτΕ 877/2013 7μ.). Η κρίση όμως σχετικά με τη βαρύτητα του πταίσματος και τον καθορισμό του ποσοστού κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, ως αφορώσα σε εκτίμηση πραγμάτων, δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (βλ. ΣτΕ 1219, 3595/2012).
5. Επειδή, εξάλλου, ο α.ν. 1565/1939 «Περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος» (Α΄ 16) ορίζει
στο άρθρο 13 ότι:
«Ο ιατρός οφείλει να ασκή ευσυνειδήτως το επάγγελμα αυτού και να συμπεριφέρηται τόσον εν τη ασκήσει του επαγγέλματος, όσον και εκτός αυτής κατά τρόπον αντάξιον της αξιοπρεπείας και εμπιστοσύνης τας οποίας απαιτεί το ιατρικόν επάγγελμα»
και στο άρθρο 24 ότι:
«Ο ιατρός οφείλει να παρέχη μετά ζήλου, ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρικήν αυτού συνδρομήν, συμφώνως προς τας θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης, και της κτηθείσης πείρας, τηρών τας ισχυούσας διατάξεις περί διαφυλάξεως των ασθενών και προστασίας των υγιών».
Από το τελευταίο αυτό άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κατά το άρθρο 47 του Εισαγωγικού του Νόμου, σε συνδυασμό με τα άρθρα 330, 652 και 914 του Α.Κ., προκύπτει ότι ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη ασθενής του από κάθε αμέλεια αυτού, ακόμη και ελαφριά, αν, κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων, παρέβη την υποχρέωσή του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, δηλαδή αυτήν που αναμένεται από τον μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του (ΣτΕ 572/2013, 2224/2014 Α.Π. 1362/2007,181/2011).
6. Επειδή με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα:
Η ..., αδελφή των αναιρεσιβλήτων, που γεννήθηκε το έτος 1943 και ήταν, όσο ζούσε, κάτοικος Καλυβίων Αττικής, τις πρώτες νυχτερινές ώρες της 24.9.2001, ημέρας γενικής εφημερίας του αναιρεσείοντος νοσοκομείου, εξετάστηκε στα εξωτερικά ιατρεία του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) αυτού, λόγω κοιλιακού άλγους και νευροφυτικών διαταραχών, όπως αναφέρεται στην από 26.6.2003 βεβαίωση του παθολόγου ιατρού, αναπληρωτή Διευθυντή της Παθολογικής Κλινικής του νοσοκομείου αυτού, .... Κατά την εξέταση αυτή (αντικειμενική), που διενεργήθηκε από ιατρό άγνωστων, στους αναιρεσιβλήτους, στοιχείων, ο οποίος, κατά το αναιρεσείον νοσοκομείο, ήταν πιθανότατα ο τότε ειδικευόμενος στην παθολογία ..., δεν διαπιστώθηκε κάποιο παθολογικό πρόβλημα, χορηγήθηκε δε ενδοφλεβίως στην εξετασθείσα μισή ένεση Stedon και μία ένεση Buscopan, δηλαδή δόση φαρμάκου ηρεμιστικού και σπασμολυτικού, αντίστοιχα, και παραπέμφθηκε αυτή προς ψυχιατρική εκτίμηση στο οικείο Ψυχιατρικό Τμήμα (βλ. την ίδια ως άνω βεβαίωση). Ο ψυχίατρος, αναπληρωτής Διευθυντής του Τμήματος αυτού, ..., διέγνωσε αγχώδη διαταραχή και σωματοποίηση του άγχους, επανέλαβε τη χορήγηση του ηρεμιστικού φαρμάκου Stedon και συνταγογράφησε δισκία του αγχολυτικού φαρμάκου Xanax (βλ. φωτοαντίγραφο ψυχιατρικής εξέτασης που επισυνάπτεται στο 11491/27.6.2003 έγγραφο της επιστημονικής Διευθύντριας του εν λόγω Τμήματος, ..., καθώς και την 2066/24.9.2001 συνταγή του ν. 1729/1987). Κατόπιν αυτού, η αδελφή των αναιρεσιβλήτων έφυγε ή μεταφέρθηκε από το αναιρεσείον νοσοκομείο, όμως στις 26.9.2001 και ώρα 7:00 απεβίωσε, κατά τη διάρκεια της διακομιδής της από την οδό ... στον Πειραιά, όπου βρίσκεται η κατοικία του ... (πρώτου αναιρεσιβλήτου), προς το Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Νίκαιας (βλ. την 169/2001 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιάρχου Κερατσινίου), ο θάνατος δε αυτής επήλθε από περιτονίτιδα επί εδάφους διατρήσεως του δωδεκαδακτύλου (βλ. την 2040/2001 έκθεση νεκροψίας - νεκροτομής του ιατροδικαστή Πειραιώς ...).
Κατόπιν αυτών οι αναιρεσίβλητοι άσκησαν αγωγή υποστηρίζοντας ότι η αδελφή τους κατά τις νυχτερινές ώρες της 19.9.2001 αισθάνθηκε για πρώτη φορά έντονο άλγος στην κοιλιακή χώρα, συνοδευόμενο από χαμηλό πυρετό και μεγάλη καταβολή δυνάμεων, συμπτώματα που οξύνθηκαν τις επόμενες ημέρες και την ανάγκασαν να επισκεφθεί το Νοσοκομείο «Ασκληπιείο» Βούλας στις 20 και 23.9.2001 καθώς και στις 24.9.2001, οπότε της χορηγήθηκαν παραπεμπτικά σημειώματα για εξετάσεις (αιματολογικές, echo ήπατος και χοληφόρου σωλήνος, α/α βαριούχου υποκλισμού), οι οποίες όμως προγραμματίστηκαν να γίνουν σε μελλοντικό χρόνο, ότι κατά την ως άνω τελευταία ημερομηνία και ενώ είχε επιστρέψει στην οικία της από το ανωτέρω νοσοκομείο η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε και οι πόνοι στην κοιλιακή χώρα έγιναν αφόρητοι, γι' αυτό και διακομίστηκε εσπευμένα με ασθενοφόρο στο αναιρεσείον νοσοκομείο, όπου μετέβησαν και οι ίδιοι αμέσως, ότι στο νοσοκομείο αυτό η αδελφή τους, που «σφάδαζε» πλέον από τους πόνους, εξετάστηκε μόνο επιφανειακά από ιατρό αγνώστου ονόματος, ο οποίος συνέστησε την εισαγωγή της στο τμήμα βραχείας νοσηλείας, της χορήγησε τα φάρμακα που αναφέρονται στην από 26.6.2003 βεβαίωση του νοσοκομείου και ζήτησε την εξέτασή της από ψυχίατρο, ότι ο ψυχίατρος του εν λόγω νοσοκομείου ..., μετά από εξέταση της αδελφής τους, γνωμάτευσε ότι αυτή πάσχει από αγχώδη διαταραχή, της χορήγησε φάρμακα ανάλογα για την πάθηση αυτή και συνέστησε την μεταφορά στην οικία της, ότι την ίδια νύχτα της 24.9.2001 η αδελφή τους, προκειμένου να τύχει φροντίδας και στοργής, οδηγήθηκε από τους διάδικους αδελφούς της στην οικία του πρώτου από αυτούς στον Πειραιά, όπου παρέμεινε με αμετάβλητη την κατάστασή της μέχρι το πρωί της 26.9.2001, οπότε περί ώρα 6.20’ βρέθηκε πεσμένη στο δάπεδο του υπνοδωματίου της να κάνει εμετό και να αισθάνεται έντονη τάση κενώσεως ενώ λίγα λεπτά αργότερα εξέπνευσε εντός του ασθενοφόρου που κλήθηκε για την διακομιδή της σε νοσοκομείο.
Ενόψει των ανωτέρω οι αναιρεσίβλητοι με την αγωγή τους υποστήριξαν ότι τα ως άνω νοσοκομεία («Ασκληπιείο» Βούλας και ΓΝΝΘΑ «Η Σωτηρία») ενέχονται σε χρηματική ικανοποίηση και αποζημίωσή τους, αφού οι ιατροί αυτών, αν και διέθεταν τις απαιτούμενες ιατρικές γνώσεις, την επιστημονική εμπειρία και κατάρτιση και ενημερώθηκαν για τα συμπτώματα που εμφάνιζε η ασθενής, τόσο από την ίδια όσο και από τους αδελφούς της, δεν επέδειξαν την προσοχή και επιμέλεια, την οποία όφειλαν, λόγω του επαγγέλματος και των ειδικών γνώσεών τους, να επιδείξουν, αντιθέτως επέδειξαν βαρύτατη αμέλεια και εγκληματική αδιαφορία, με αποτέλεσμα να μην εκτιμήσουν ορθά και κατά τα διδάγματα της ιατρικής τα ως άνω συμπτώματα, τα οποία είχαν πλέον την μορφή «οξείας κοιλίας» (οξύτατο άλγος και συσπάσεις στην κοιλιακή χώρα, πυρετός), να μην υποβάλουν την ασθενή στις αναγκαίες εξετάσεις, όπως είναι ο απλός ακτινολογικός έλεγχος θώρακος και κοιλίας ή η αιματολογική εξέταση, περαιτέρω δε οι ιατροί του αναιρεσείοντος νοσοκομείου να οδηγηθούν στην εσφαλμένη διάγνωση της αγχώδους διαταραχής, να χορηγήσουν μη ενδεδειγμένη αγωγή με ψυχοφάρμακα και να μην διαγνώσουν το έλκος δωδεκαδακτύλου από το οποίο έπασχε η αδελφή τους, καθώς και τη διάτρηση αυτού, η οποία αποτελεί σοβαρή μεν, αλλά αναστρέψιμη κατάσταση, εάν αντιμετωπιστεί εγκαίρως. Για τους λόγους αυτούς, με την παραπάνω αγωγή τους, ζήτησαν να υποχρεωθούν τα προαναφερθέντα δύο νοσοκομεία να καταβάλουν σε καθέναν από αυτούς, ενόψει και των σχέσεων αγάπης, στοργής και αφοσιώσεως που τους συνέδεαν με τη θανούσα, αλλά και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως αυτών, το χρηματικό ποσό των 50.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους να καταβάλουν στον καθένα το επιπλέον χρηματικό ποσό των 150.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη τους από τον θάνατο της αδελφής τους, στον πρώτο δε από αυτούς επιπλέον και το χρηματικό ποσό των 962,58 ευρώ, ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την καταβολή των εξόδων κηδείας της θανούσας.
Αντίθετα, το αναιρεσείον νοσοκομείο υποστήριξε πρωτόδικα με τα υπομνήματά του ότι η εν γένει αντιμετώπιση του προβλήματος υγείας της ... κατά την επίσκεψή της στο νοσοκομείο αυτό στις 24.9.2001 υπήρξε καθ' όλα σύμφωνη με τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και τέχνης, μεταξύ δε της αντιμετωπίσεως αυτής και του θανάτου που επήλθε μεταγενέστερα στις 26.9.2001 δεν υπήρχε αιτιώδης σύνδεσμος καθώς και ότι τα γεγονότα είχαν όπως ακριβώς περιγράφονται στην από 31.8.2005 έκθεση - πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε με επιμέλεια του νοσοκομείου από τον Διευθυντή της Γ΄ Παθολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αναπληρωτή Καθηγητή .... Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την 16391/2005 απόφασή του, έκρινε ότι είναι αναρμόδιο κατά τόπο, κατά το μέρος της αγωγής με το οποίο οι αναιρεσίβλητοι στρέφονταν κατά του Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου «Ασκληπιείο» Βούλας, και παρέπεμψε την υπόθεση κατά το μέρος αυτό στο αρμόδιο κατά τόπο Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά.
Κατά τα λοιπά δίκασε την αγωγή και έλαβε ειδικότερα υπόψη του τα εξής:
α) ότι, όπως αναφέρεται στην προσκομισθείσα από τους ιδιώτες διαδίκους βεβαίωση του αναιρεσείοντος νοσοκομείου με ημερομηνία 26.6.2003, και γίνεται δεκτό από το τελευταίο, η αδελφή των αναιρεσιβλήτων προσήλθε προς εξέταση στο αναιρεσείον νοσοκομείο με κοιλιακό άλγος,
β) ότι, όπως προκύπτει από την 14677/2005 ένορκη βεβαίωση του ..., η οποία αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό στοιχείο και στην οποία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι ο εν λόγω μάρτυρας, μισθωτής από το έτος 1993 του ισογείου διαμερίσματος διώροφης οικοδομής που βρίσκεται στην περιοχή Λαγονησίου-Καλυβίων Αττικής, στον δεύτερο όροφο της οποίας κατοικούσε η ..., με την οποία η οικογένειά του είχε αναπτύξει στενή φιλία, ενημερώθηκε πρώτος από αυτήν για τα ενοχλήματα που αισθάνθηκε το βράδυ της 19.9.2001 (αδιαθεσία, πόνο στο στομάχι και καταβολή δυνάμεων), ότι την έβλεπε τις επόμενες ημέρες να υποφέρει από πόνους στην κοιλιακή χώρα, ότι ενημέρωνε τηλεφωνικώς για την κατάσταση της υγείας της, που επιδεινωνόταν, τον πρώτο από τους αναιρεσιβλήτους ή την σύζυγό του, ότι την είδε ζωντανή για τελευταία φορά στις 24.9.2001, μετά την επιστροφή της από το νοσοκομείο «Ασκληπιείο» Βούλας, όταν περί ώρα 18:00 άρχισε να ουρλιάζει από τους πόνους και έγινε κάτωχρη, οπότε κλήθηκε ασθενοφόρο μέσω του αριθμού τηλεφώνου 166 και ότι το κοιλιακό άλγος, για το οποίο αυτή προσήλθε προς εξέταση στο αναιρεσείον νοσοκομείο το βράδυ της 24.9.2001, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις 19.9.2001, εντάθηκε τις επόμενες ημέρες και οξύνθηκε σε τέτοιο βαθμό το απόγευμα της 24.9.2001, που την έκανε να ωρύεται και κατέστησε αναγκαία την κλήση ασθενοφόρου για τη διακομιδή της σε νοσοκομείο,
γ) ότι με το 16416/12.7.2005 έγγραφο του ΕΚΑΒ, που προσκόμισε και επικαλέστηκε το αναιρεσείον νοσοκομείο, βεβαιώνεται μεν ότι στις 24.9.2001 δεν υπήρχε καταγεγραμμένη κλήση για τη διακομιδή ασθενούς με το ονοματεπώνυμο «...», τούτο όμως, κατά την κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, δεν αποδεικνύει και τη μη διακομιδή της εν λόγω ασθενούς με τον τρόπο αυτό, αφού είναι δυνατή η εσφαλμένη καταγραφή κατά την τηλεφωνική κλήση των στοιχείων των διακομιζόμενων ασθενών, όπως προκύπτει δε από την προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση, στον τόπο κατοικίας της συγκεκριμένης ασθενούς κλήθηκε και προσήλθε ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ που την παρέλαβε για την διακομιδή της στο αναιρεσείον νοσοκομείο,
δ) ότι παρά την προσέλευση της ασθενούς με τον τρόπο αυτό, την προαναφερόμενη κατάστασή της και το ως άνω ιστορικό που, κατά το αναιρεσείον νοσοκομείο, ζήτησε και έλαβε ο εφημερεύων ιατρός των εξωτερικών ιατρείων, ο οποίος ανέλαβε να την εξετάσει, ο ιατρός αυτός περιορίστηκε στη διενέργεια αντικειμενικής εξετάσεως, δεν φαίνεται δε να ενημέρωσε, όπως δέχεται το αναιρεσείον νοσοκομείο με το υπόμνημά του, τον ειδικευμένο παθολόγο, Επιμελητή Α', ..., που επίσης εφημέρευε στον ίδιο τόπο και χρόνο, αν και πρότεινε την εισαγωγή της ασθενούς στο τμήμα βραχείας νοσηλείας προς παρακολούθηση, πρόταση που υποδηλώνει διαγνωστικές αμφιβολίες, δεν παρήγγειλε δε την διενέργεια ακτινολογικών ή άλλων συγκεκριμένων εξετάσεων ή την εκτίμηση από ιατρούς άλλων ειδικοτήτων, πλην της εκτιμήσεως ψυχιάτρου, θεωρώντας προφανώς και ο ίδιος ότι τα συμπτώματα της ασθενούς ήταν ψυχικής αιτιολογίας, αφού στην από 26.6.2003 βεβαίωση του αναιρεσείοντος νοσοκομείου, σύμφωνα με την οποία ο ιατρός υποδοχής δεν διαπίστωσε (μετά από αντικειμενική εξέταση) κάποιο παθολογικό πρόβλημα, γι' αυτό και ζήτησε ψυχιατρική εκτίμηση, δεν αναφέρονται τέτοιου είδους εξετάσεις, η παραγγελία εξάλλου των οποίων δεν προκύπτει από κάποιο άλλο στοιχείο,
ε) ότι ο ψυχίατρος του Ψυχιατρικού Τμήματος του νοσοκομείου, στο οποίο παραπέμφθηκε προς εξέταση η ..., διέγνωσε αγχώδη διαταραχή και σωματοποίηση του άγχους, απέδωσε δηλαδή τα σωματικά της συμπτώματα σε ψυχικά αίτια και, ως εκ τούτου, δημιουργήθηκε η εντύπωση πως δεν συνέτρεχε λόγος επανόδου της ασθενούς στους παθολόγους ή και στο τμήμα βραχείας νοσηλείας, η προηγούμενη εισαγωγή στο οποίο πάντως δεν προκύπτει από έγγραφα στοιχεία του χρόνου της εξετάσεως της ασθενούς, θεωρήθηκε δε ως γενομένη, με την από 31.8.2005 έκθεση του Αναπληρωτή Καθηγητή ..., ο οποίος μετά την από 14.7.2005 εντολή του νοσοκομείου, διεξήγαγε σχετική έρευνα και ήλθε σε επικοινωνία με τους κατά τον κρίσιμο χρόνο εφημερεύοντες ιατρούς, μεταξύ των οποίων και ο τότε ειδικευόμενος ..., ο οποίος όμως δεν θυμάται να εξέτασε την εν λόγω ασθενή, χωρίς να παρατίθενται τα στοιχεία που θεμελιώνουν το συμπέρασμα αυτό και
στ) ότι στο από 26.7.2005 έγγραφο του ανωτέρω ψυχιάτρου του αναιρεσείοντος νοσοκομείου, το οποίο συντάχθηκε μετά την έγερση της αγωγής των αναιρεσιβλήτων, στο πλαίσιο της ως άνω διεξαχθείσας έρευνας και μετά την πάροδο τεσσάρων (4) σχεδόν ετών από την εξέταση της ασθενούς, η οποία εξετάστηκε κατά τη διάρκεια γενικής εφημερίας, δεν νοσηλεύτηκε ούτε απεβίωσε μέσα στο νοσοκομείο, ώστε να θεωρηθεί ότι αποτυπώθηκε στην μνήμη του εν λόγω ιατρού, αναφέρεται ότι συνεστήθη σ’ αυτήν να επιστρέψει στους παθολόγους για την ολοκλήρωση του ελέγχου της, πλην, τέτοια σύσταση (προς την οποία εξάλλου η ... δεν είχε λόγο να μην συμμορφωθεί, αφού προσήλθε στο αναιρεσείον νοσοκομείο μετά από προηγούμενη επίσκεψη άλλου νοσοκομείου, υποφέροντας από κοιλιακό άλγος και αναζητώντας ιατρική συνδρομή) δεν αναγράφεται στο προσκομιζόμενο αντίγραφο της ψυχιατρικής εξετάσεως της 24.9.2001, όπως δε βεβαιώνεται με την 14677/2005 ένορκη βεβαίωση, οι ιατροί του αναιρεσείοντος νοσοκομείου δεν κράτησαν την ασθενή θεωρώντας ότι αυτή έπασχε «από τα νεύρα της».
Με βάση όσα προεκτέθηκαν, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι οι ιατροί του αναιρεσείοντος νοσοκομείου δεν διενήργησαν στην ..., η οποία είχε προσέλθει σ’ αυτό με τον προαναφερόμενο τρόπο και στην ως άνω κατάσταση, ούτε παρήγγειλαν τη διενέργεια άλλων εξετάσεων και ελέγχων πέραν των προαναφερομένων (αντικειμενικής και ψυχιατρικής εξετάσεως), από τις εξετάσεις δε αυτές εξήγαγαν το συμπέρασμα της ελλείψεως παθολογικού προβλήματος και της υπάρξεως της ως άνω ψυχικής παθήσεως, συμπέρασμα που είχε ως αποτέλεσμα την μη εισαγωγή της ασθενούς προς νοσηλεία και την αποχώρησή της από το νοσοκομείο, ως προς την οποία δεν προέκυψε ότι υπήρξε αντίθετη ιατρική οδηγία ή εντολή.
Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προέκυπτε αν η κατάσταση της ασθενούς κατά τον χρόνο προσελεύσεως και εξετάσεώς της στο αναιρεσείον νοσοκομείο το βράδυ της 24.9.2001 (περί ώρα 20:00-20:30') σχετίζεται με τον θάνατο αυτής που επήλθε το πρωί της 26.9.2001 (ώρα 7:00), δηλαδή 36 περίπου ώρες μετά, και, ειδικότερα, δεν προέκυπτε αν η προαναφερθείσα κατάστασή της οφειλόταν, καθιστούσε εμφανή ή μπορούσε να υποδηλώνει την διάτρηση του δωδεκαδακτύλου που βρέθηκε κατά τη νεκροψία - νεκροτομή (και προκάλεσε την περιτονίτιδα και τελικώς, το θάνατο αυτής) ή άλλη συναφή βλάβη που βρισκόταν σε εξέλιξη (όπως έλκος), ούτε προέκυπτε ποιες είναι οι ενδεδειγμένες ιατρικές ενέργειες και εξετάσεις για τη διερεύνηση ασθενούς που έχει ιστορικό και συμπτώματα ανάλογα με εκείνα της ... και τη διαπίστωση διατρήσεως δωδεκαδακτύλου ή άλλης συναφούς βλάβης, ούτε αν η χορήγηση των αναφερόμενων στην από 26.6.2003 βεβαίωση, το αντίγραφο ψυχιατρικής εξετάσεως που επισυνάπτεται στο 11491/27.6.2003 έγγραφο και τη 2066/24.9.2001 συνταγή φαρμάκων (δόσης Buscopan και Stedon, Xanax) επιδείνωσαν ή ήταν ικανά να επιδεινώσουν την κατάσταση της ασθενούς ή να καταστείλουν τα συμπτώματα, καθώς και ότι για τα ανωτέρω ανακύπτοντα ζητήματα απαιτούνται ειδικές γνώσεις ιατρικής, ανέβαλε με την ίδια απόφασή του (16391/2005) την έκδοση οριστικής αποφάσεως και διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Διορίστηκε δε πραγματογνώμονας ο ..., χειρούργος, ο οποίος υποχρεώθηκε να συντάξει, αφού λάβει υπόψη το ιστορικό της υποθέσεως, όπως εκτίθεται στην ανωτέρω προδικαστική απόφαση, όσα γίνονται δεκτά με αυτήν καθώς και τα στοιχεία της δικογραφίας, αιτιολογημένη έκθεση με την οποία να γνωμοδοτεί για τα ανωτέρω θέματα.
Με την από 27.4.2006 έκθεση πραγματογνωμοσύνης ο ως άνω πραγματογνώμονας αναφέρεται στα ευρήματα της νεκροτομής και ειδικότερα στις ψευδομεμβράνες που βρέθηκαν εντός του κύτους της κοιλίας, εύρημα που κατ’ αυτόν σήμαινε ότι η θανούσα είχε από ημέρες διάτρηση έλκους του δωδεκαδακτύλου, δηλαδή παραμελημένη διάτρηση, που δεν είχε διαγνωστεί από τους ιατρούς που την εξέτασαν, δεδομένου ότι για να δημιουργηθούν ψευδομεμβράνες σε διάτρηση έλκους 12/λου πρέπει, όπως αναφέρεται στην σχετική βιβλιογραφία, να παρέλθουν ορισμένες ημέρες, απαντώντας δε στα ερωτήματα που τέθηκαν με την προαναφερόμενη απόφαση, σημειώνει ότι η θανούσα είχε ίσως διάτρηση δωδεκαδακτύλου από την αρχή, όταν δηλαδή εμφανίστηκε για πρώτη φορά προς εξέταση (20.9.2001) στο πρώτο από τα δύο νοσοκομεία, στα οποία είχε προσέλθει με κοιλιακό άλγος, οπότε τα συμπτώματα ήταν πιθανόν αμβλυχρά, ότι ο ειδικευόμενος ιατρός του αναιρεσείοντος νοσοκομείου που την εξέτασε μπορεί να μην είχε την απαιτούμενη πείρα ώστε να διαγνώσει την διάτρηση, θα έπρεπε όμως να καλέσει «ανώτερό» του ιατρό για τις δέουσες ενέργειες, ότι στην περίπτωση διατρήσεως του δωδεκαδακτύλου, που όταν είναι συγκεκαλυμμένη δίδει συμπτώματα αμβλυχρά ή έλκους που θα ραγεί στην εξέλιξή του, είναι ενδεδειγμένος άμεσος έλεγχος του ασθενούς, όπως με γραστροσκόπηση - κολονοσκόπηση (για τον εντοπισμό της διατρήσεως ή του έλκους) και αξονική τομογραφία άνω και κάτω κοιλίας (για την ανεύρεση τυχόν ελεύθερου υγρού στο δουγλάσιο στις παρακολικές αύλακες ή και γενικότερα στην κοιλιακή κοιλότητα), καθώς και ότι τα φάρμακα που χορηγήθηκαν από τους ιατρούς του αναιρεσείοντος νοσοκομείου δεν ήταν ικανά να επιδεινώσουν ή να καταστείλουν τα συμπτώματα αυτής στην κοιλιακή της χώρα, σύμφωνα δε με τον πραγματογνώμονα η θανούσα είχε ρήξη του δωδεκαδακτύλου συνεπεία είτε υφέρποντος έλκους είτε οξέος έλκους δωδεκαδακτύλου το οποίο ερράγη, ότι είναι μεν δυνατόν αρχικώς τα ήπια ίσως συμπτώματα να οδήγησαν τους ιατρούς σε εσφαλμένη διάγνωση, θα έπρεπε όμως λόγω και του ιστορικού να την υποβάλουν επειγόντως στις προσήκουσες εξετάσεις, δηλαδή σε ακτινογραφία κοιλίας, σε γαστροσκόπηση-κολονοσκόπηση, αξονική τομογραφία καθώς και σε γενικές εξετάσεις, όπως ορίζει η βιβλιογραφία και η ιατρική επιστήμη, παραγγέλλοντας την εισαγωγή της στην προσήκουσα κλινική ή εφόσον το νοσοκομείο στο οποίο υπηρετούσαν δεν διέθετε την κατάλληλη τεχνική και υλική υποδομή, τη διακομιδή της σε άλλο νοσοκομείο.
Εξάλλου στην από 23.5.2007 έκθεση των τεχνικών συμβούλων του αναιρεσείοντος νοσοκομείου, στην οποία επαναλαμβάνεται η εκτίμηση ότι η ανεύρεση ψευδομεμβρανών κατά την νεκροτομή υποδηλώνει παραμελημένη περιτονίτιδα, αναφέρεται ότι δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός της χρονικής ενάρξεώς της, ότι το έλκος δωδεκαδακτύλου είναι μία πολύ συχνή νόσος που παρουσιάζει εξάρσεις των συμπτωμάτων κατά το φθινόπωρο και την άνοιξη και στην ένδικη περίπτωση είναι πολύ πιθανό να επρόκειτο για παροξυσμό του έλκους με έντονα συμπτώματα, κυρίως άλγους, τα οποία αντιμετωπίζονται με συντηρητική αγωγή, ότι όταν η ασθενής το πρώτον στις 19.9.2001 αισθάνθηκε πόνο και στις 20.9.2001 επισκέφθηκε το Νοσοκομείο Βούλας θεωρείται αδύνατον να είχε υποστεί διάτρηση έλκους 12/λου, διότι τα συμπτώματα είναι τόσο θορυβώδη που οδηγούν σε διάγνωση, όταν δε προσήλθε εκ νέου, λόγω εμμονής του πόνου, στις 23.9.2001 και 24.9.2001 στο ίδιο νοσοκομείο, δεν ακολουθήθηκε επείγουσα διαδικασία, ότι τα φάρμακα που της χορηγήθηκαν από ιατρούς του Νοσοκομείου «Η Σωτηρία» το βράδυ της 24.9.2001 επηρεάζουν ελάχιστα τον πόνο αλλά δεν αίρουν την κλινική εικόνα σε περίπτωση περιτοναϊσμού, δηλαδή διατρήσεως, ότι μετά την εξέταση από ψυχίατρο του δεύτερου αυτού νοσοκομείου η ασθενής αποχώρησε με δική της πρωτοβουλία συνοδευόμενη από τους οικείους της, η απόφασή της όμως αυτή απέβη μοιραία για την έκβαση της νόσου και τη ζωή της, καθώς και ότι, εφόσον θεωρείται αδύνατο ασθενής με διάτρηση 12/λου να αποχωρεί από νοσοκομείο και να μεταβαίνει στην οικία του, δεδομένου ότι σε περίπτωση περιτονίτιδας κάθε μετακίνηση του σώματος είναι επώδυνη, η όψη του ασθενούς είναι του βαρέως πάσχοντος και η λήψη τροφής ή υγρών αποκλείεται ενώ η ανάπτυξη ψευδομεμβρανών άρχεται μετά το πρώτο εξάωρο και εάν ο ασθενής δεν αντιμετωπιστεί χειρουργικά καταλήγει κατά το πρώτο μετά τη διάτρηση 24ωρο, η ... μέχρι τον χρόνο της αποχωρήσεώς της από το Νοσοκομείο «Η Σωτηρία» στις 24.9.2001 δεν είχε υποστεί διάτρηση και, κατά συνέπεια, η επακολουθήσασα διάτρηση έλκους 12/λου, συνεπεία της οποίας κατέληξε στις 26.9.2001, δεν συνδέεται αιτιωδώς με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη των ιατρών του νοσοκομείου αυτού.
Κατόπιν αυτών, με την 13600/2007 απόφασή του, το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, κρίνοντας ότι οι αναιρεσίβλητοι δικαιούντο να λάβουν από το αναιρεσείον νοσοκομείο το χρηματικό ποσό των 40.000 ευρώ ο καθένας, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από τον θάνατο της αδελφής τους, επιπλέον δε ο πρώτος από τους αναιρεσιβλήτους το ποσό των 962,58 ευρώ ως έξοδα κηδείας στα οποία υποβλήθηκε. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκαν ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών αντίθετες εφέσεις, οι οποίες απορρίφθηκαν ως αβάσιμες με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.
7. Επειδή, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των άρθρων 115 και επόμενα του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και 926 και 927 του Αστικού Κώδικα το δικάσαν δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο σχετικό λόγο εφέσεως του αναιρεσείοντος νοσοκομείου, κατά τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένως προέβη στον χωρισμό της διαφοράς με την παραπομπή της υποθέσεως στο κατά τόπον αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά κατά το μέρος που η ένδικη αγωγή στρεφόταν κατά του Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου «Ασκληπιείο» Βούλας. Και τούτο διότι, κατά τον σχετικό λόγο αναιρέσεως, εφόσον οι αναιρεσίβλητοι θεμελίωναν την αγωγή τους σε πράξεις και παραλείψεις των οργάνων και των δύο νοσοκομείων, θα έπρεπε η αγωγή να εκδικαστεί συνολικά από ένα δικαστήριο για το ενιαίο της κρίσεως, για την οικονομία της δίκης, για την αποφυγή εκδόσεως τυχόν αντιφατικών αποφάσεων και, ιδίως, για τον δίκαιο επιμερισμό του ποσοστού τυχόν υπαιτιότητας κάθε ενός από τα νοσοκομεία αυτά.
8. Επειδή, στη διάταξη του άρθρου 926 του ΑΚ με τίτλο «Ζημία από περισσοτέρους» ορίζεται ότι:
«Αν από κοινή πράξη περισσοτέρων προήλθε ζημία ή αν για την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, ενέχονται όλοι εις ολόκληρον. Το ίδιο ισχύει και αν έχουν ενεργήσει περισσότεροι συγχρόνως ή διαδοχικά και δεν μπορεί να εξακριβωθεί τίνος η πράξη επέφερε τη ζημία.».
Περαιτέρω, στο άρθρο 927 με τίτλο «Αναγωγή μεταξύ τους» ορίζεται ότι:
«Εκείνος που κατά την προηγούμενη διάταξη κατέβαλε ολόκληρη την αποζημίωση έχει δικαίωμα αναγωγής κατά των λοιπών. Το δικαστήριο προσδιορίζει το μέτρο της μεταξύ τους ευθύνης ανάλογα με το βαθμό του πταίσματος καθενός. Αν δεν μπορεί να εξακριβωθεί ο βαθμός αυτός, η ζημία κατανέμεται μεταξύ όλων σε ίσα μέρη.».
Εξάλλου, στα άρθρα 481 και 482 του Α.Κ. ορίζονται τα εξής:
«¶ρθρο 481.
Παθητική ενοχή εις ολόκληρον. Οφειλή εις ολόκληρον υπάρχει όταν σε περίπτωση περισσότερων οφειλετών της ίδιας παροχής καθένας απ’ αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής όμως έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μια φορά.
¶ρθρο 482.
Δικαίωμα του δανειστή. Σε περίπτωση οφειλής εις ολόκληρον ο δανειστής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή κατά την προτίμησή του από οποιονδήποτε συνοφειλέτη είτε ολικά είτε μερικά. Έως την καταβολή ολόκληρης της παροχής παραμένουν υπόχρεοι όλοι οι οφειλέτες».
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του Αστικού Κώδικα συνάγεται ότι, αν ευθύνονται πολλοί για αποζημίωση από αδικοπραξία, έναντι του δικαιούχου της αποζημιώσεως ενέχονται όλοι εις ολόκληρον, ανεξαρτήτως του βαθμού πταίσματος του κάθε υποχρέου, αντιστοίχως δε ο δικαιούχος της αποζημιώσεως μπορεί να ζητήσει ολόκληρη την αποζημίωση από οποιονδήποτε των συνυπευθύνων εις ολόκληρον, ανεξαρτήτως του ποσοστού συμμετοχής (βαθμού πταίσματος) καθενός στην τέλεση της αδικοπραξίας. Στην δίκη επί της αγωγής του δικαιούχου, οι εις ολόκληρον συνυπεύθυνοι δεν δύνανται να ζητήσουν να προσδιοριστεί ο βαθμός του πταίσματός τους, εφόσον ο προσδιορισμός αυτός δεν ασκεί επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο προσδιορισμός του βαθμού του πταίσματος και του μέτρου της μεταξύ των υποχρέων ευθύνης μπορεί να γίνει μόνο στη δίκη επί της αναγωγής κατά των λοιπών υποχρέων αυτού, που κατέβαλε ολόκληρη την αποζημίωση (ΣτΕ 3055-6, 3196, 3343/2014).
9. Επειδή, κατά τα ήδη εκτεθέντα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την 16391/2005 αναβλητική απόφασή του, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο κατά τόπον, κατά το μέρος της αγωγής με το οποίο οι αναιρεσίβλητοι στρέφονταν κατά του Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου «Ασκληπιείο» Βούλας, και παρέπεμψε την υπόθεση κατά το μέρος αυτό στο αρμόδιο κατά τόπον Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά. Το αναιρεσείον νοσοκομείο με την έφεσή του προέβαλε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο διαχώρισε την επίδικη διαφορά κατά το μέρος της ένδικης αγωγής με το οποίο οι αναιρεσίβλητοι στρέφονταν κατά του Νοσοκομείου “Ασκηπιείο” Βούλας και παρέπεμψε προς εκδίκαση την ένδικη αγωγή τους στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά, ενώ για το ενιαίο της κρίσεως θα έπρεπε να την δικάσει και ως προς αυτό και δη για τον επιμερισμό του ποσοστού τυχόν υπαιτιότητας των δύο νοσοκομείων. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε ως αβάσιμος με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με την αιτιολογία ότι η αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατά το μέρος που στρεφόταν κατά του Νοσοκομείου «Ασκληπιείο» Βούλας, αποδίδοντας στους ιατρούς αυτού την παράλειψη να υποβάλουν άμεσα την αδελφή τους σε αναγκαίες εξετάσεις κατά την επίσκεψή της στα εξωτερικά ιατρεία στις 20, 23 και 24 Σεπτεμβρίου 2001, αφορούσε παράλειψη του συγκεκριμένου νοσοκομείου, διακριτή από τις παραλείψεις των ιατρών του Νοσοκομείου «Η Σωτηρία». Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, εφόσον οι αναιρεσίβλητοι στήριξαν την αγωγή τους σε πράξεις και παραλείψεις των οργάνων και των δύο ως άνω νοσοκομείων, τα τελευταία ενέχονται εις ολόκληρον, ανεξαρτήτως του ποσοστού ευθύνης του κάθε ενός από αυτά, δηλαδή η κρίση ως προς την ευθύνη κάθε νοσοκομείου είναι αυτοτελής, ο επιμερισμός δε της ευθύνης θα λάβει χώρα κατά τη δίκη της αναγωγής που δύναται να ακολουθήσει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προαναφερθέν άρθρο 927 του ΑΚ. Συνεπώς, ορθώς απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ο προαναφερθείς ισχυρισμός του αναιρεσείοντος και ο λόγος αναιρέσεως που παρατέθηκε ανωτέρω είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
10. Επειδή, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή του νόμου το δικάσαν δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο λόγο εφέσεως του αναιρεσείοντος νοσοκομείου, κατά τον οποίο η αγωγή των αναιρεσιβλήτων θα έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη, διότι σ’ αυτήν δεν προσδιορίζονταν οι παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του. Όπως μνημονεύεται και στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στο δικόγραφο της αγωγής των αναιρεσιβλήτων αναφέρονται συγκεκριμένες πράξεις και παραλείψεις των ιατρών του αναιρεσείοντος νοσοκομείου και ειδικότερα λανθασμένη αξιολόγηση των συμπτωμάτων που εμφάνιζε η ασθενής κατά τον χρόνο εξετάσεως (πόνοι στην κοιλιακή χώρα κ.λπ.), μη υποβολή της σε ακτινολογικές ή άλλες εξετάσεις για την ορθή διάγνωση του προβλήματος υγείας που αντιμετώπιζε, παρά μόνο σε επιφανειακή εξέταση από τον ιατρό υποδοχής και στη συνέχεια σε ψυχιατρική εξέταση από ψυχίατρο, εσφαλμένη διάγνωση από τον ψυχίατρο, χορήγηση μη ενδεδειγμένης φαρμακευτικής αγωγής, υπόδειξη των ιατρών για αναχώρηση της ασθενούς από το νοσοκομείο. Ενόψει αυτών, η ένδικη αγωγή δεν ήταν αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, όπως ορθώς έκρινε και το δικάσαν δικαστήριο, απορρίπτοντας ως αβάσιμο τον λόγο εφέσεως περί αοριστίας της αγωγής. Συνεπώς, ο ως άνω λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
11. Επειδή, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή του νόμου το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι οι πράξεις των οργάνων του αναιρεσείοντος νοσοκομείου υπήρξαν σύμφωνες με τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και τέχνης και ότι συνέτρεχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αντιμετωπίσεως της καταστάσεως της υγείας της ασθενούς και του επισυμβάντος θανάτου της. Ειδικότερα, το αναιρεσείον προβάλλει ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο θάνατος της αδελφής των αναιρεσιβλήτων οφειλόταν σε παραλείψεις ιατρών του και ότι υπήρχε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του θανάτου της και των παραλείψεων αυτών. Προς τούτο επικαλείται
α) την από 31.8.2005 ιατρική έκθεση – πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε με επιμέλειά του, από την οποία προκύπτει, κατά τους ισχυρισμούς του, ότι οι ιατροί του ενήργησαν σύμφωνα με τους διεθνώς παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και, επομένως, δεν φέρει καμία ευθύνη για τον θάνατο της αδελφής των αναιρεσιβλήτων, ο οποίος συνέβη μετά πάροδο 30 και πλέον ωρών από την αποχώρηση της ασθενούς από το νοσοκομείο «οικεία βουλήσει» (διότι δεν επέστρεψε στο τμήμα βραχείας νοσηλείας όπως της είχε συσταθεί),
β) την από 23.5.2007 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης των τεχνικών του συμβούλων (κατ’ άρθρο 167 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας), από την οποία προκύπτει ότι «η ασθενής μέχρι του χρόνου αποχώρησής της από το Νοσοκομείο «Η ΣΩΤΗΡΙΑ» (24/9/2001) δεν είχε υποστεί διάτρηση»,
γ) την από 27.4.2006 έκθεση της ιατρικής πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκε μετά την 16391/2005 προδικαστική απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, στην οποία διατυπώνεται η ασαφής άποψη ότι «Η άρρωστη είχε ίσως διάτρηση δωδεκαδακτύλου από την αρχή …» και
δ) το γεγονός ότι η ασθενής κατέληξε μετά την παρέλευση χρόνου πλέον των 30 ωρών από την επίσκεψή της στο νοσοκομείο καθιστά σαφές, κατά την άποψή του, ότι δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των αναιρεσιβλήτων ότι ο θάνατος της αδελφής τους οφειλόταν σε παραλείψεις των ιατρών του αναιρεσείοντος νοσοκομείου.
12. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε ότι, με βάση όσα προεκτέθηκαν στην σκέψη 6, οι ιατροί του αναιρεσείοντος νοσοκομείου, παρά το ότι η θανούσα ... είχε προσέλθει σε αυτό, μετά από επισκέψεις της σε άλλο νοσοκομείο, με κοιλιακό άλγος, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις 19.9.2001, εντάθηκε τις επόμενες ημέρες και έγινε τόσο οξύ το απόγευμα της 24.9.2001 (περί ώρα 18:00), που κατέστησε αναγκαία την κλήση ασθενοφόρου του ΕΚΑΒ με το οποίο και διακομίστηκε στο νοσοκομείο αυτό, περιορίστηκαν στην αντικειμενική και ψυχιατρική εξέταση αυτής, βάσει της οποίας απέδωσαν τα συμπτώματα που εμφάνιζε αποκλειστικώς σε ψυχικά αίτια, χωρίς να ζητήσουν την εκτίμηση της καταστάσεώς της από ειδικευμένο στην παθολογία ιατρό ή από ιατρούς άλλων ειδικοτήτων, όπως χειρουργό, και χωρίς να την υποβάλουν στις ενδεδειγμένες για τη διερεύνηση διατρήσεως ή έλκους δωδεκαδακτύλου εξετάσεις που, κατά την προαναφερόμενη έκθεση πραγματογνωμοσύνης, είναι η ακτινογραφία κοιλίας, η γαστροσκόπηση, η κολονοσκόπηση, η αξονική τομογραφία και η γενική εξέταση αίματος, με αποτέλεσμα να μη διαγνώσουν τη διάτρηση δωδεκαδακτύλου ή έστω το έλκος δωδεκαδακτύλου από το οποίο αυτή έπασχε κατά τον χρόνο της ως άνω εξετάσεώς της, με επακόλουθο την μη εισαγωγή της προς νοσηλεία και χειρουργική ή άλλη αντιμετώπιση, την αποχώρησή της από το νοσοκομείο (ως προς την οποία και παρά τους αντιθέτους ισχυρισμούς του νοσοκομείου περί αποχωρήσεώς της από το εν λόγω νοσοκομείο οικεία βουλήσει, δεν προκύπτει ότι υπήρξε αντίθετη οδηγία ή εντολή) και, τελικώς, τον θάνατό της το πρωί της 26.9.2001 από περιτονίτιδα, την οποία προκάλεσε η διάτρηση του έλκους του δωδεκαδακτύλου. Κατόπιν αυτών το δικαστήριο έκρινε ότι το διάδικο νοσοκομείο ενέχεται σε χρηματική ικανοποίηση και αποζημίωση των αναιρεσιβλήτων, αφού ο θάνατος της αδελφής τους βρίσκεται σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με τις ανωτέρω παράνομες παραλείψεις και ενέργειες των ιατρών αυτού, οι οποίοι δεν επέδειξαν, κατά την άσκηση των ιατρικών καθηκόντων τους, την απαιτούμενη επιμέλεια και δεν προσέφεραν στην ασθενή ιατρική συνδρομή σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, απέρριψε δε ως αβάσιμους τους αντίθετους ισχυρισμούς του νοσοκομείου.
13. Επειδή, όπως προκύπτει από τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, το διοικητικό εφετείο κατέληξε στις κρίσεις του ότι οι ιατροί του αναιρεσείοντος νοσοκομείου δεν επέδειξαν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, την απαιτούμενη επιμέλεια και δεν προσέφεραν στην ασθενή ιατρική συνδρομή σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης καθώς και ότι υπήρξε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των παράνομων ενεργειών και παραλείψεων των ιατρών του αναιρεσείοντος νοσοκομείου και του επισυμβάντος θανάτου της αδελφής των αναιρεσιβλήτων, αφού έλαβε υπόψη του όλα τα στοιχεία του φακέλου, μεταξύ των οποίων και αυτά που επικαλείται το αναιρεσείον με τον προαναφερθέντα λόγο αναιρέσεως, η εκτίμηση δε των στοιχείων αυτών από το δικαστήριο της ουσίας δεν ελέγχεται κατ’ αναίρεση. Περαιτέρω, οι ανωτέρω κρίσεις παρίστανται, κατ’ αρχήν, νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένες. Εξάλλου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικάσαν δικαστήριο οδηγούν στο συμπέρασμα, γενικά και αφηρημένα λαμβανόμενα, ότι υπήρχε εν προκειμένω ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος, η περαιτέρω δε κρίση του δικαστηρίου ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση οι φερόμενες ως ζημιογόνες ενέργειες των ιατρών του νοσοκομείου βρίσκονται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος με τη ζημία (θάνατο) δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, κατά τα ήδη εκτεθέντα στην σκέψη 2. Επίσης, η ειδικότερη κρίση περί του ότι η ασθενής είχε υποστεί διάτρηση δωδεκαδακτύλου κατά τον χρόνο της εξετάσεώς της από τους ιατρούς του νοσοκομείου, ως κρίση περί πραγμάτων, απαραδέκτως πλήσσεται κατ’ αναίρεση. Ενόψει αυτών είναι απορριπτέος ο ως άνω λόγος αναιρέσεως.
14. Επειδή, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή του νόμου, άλλως με πλημμελή αιτιολογία, το δικάσαν δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμη την ένσταση του αναιρεσείοντος νοσοκομείου περί συντρέχοντος πταίσματος των αναιρεσιβλήτων και της αδελφής τους. Και τούτο διότι, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, παρά το γεγονός ότι οι ιατροί του νοσοκομείου είχαν υποδείξει στην ασθενή, μετά την εξέτασή της από τον ψυχίατρο, να επιστρέψει στο τμήμα βραχείας νοσηλείας για την ολοκλήρωση του ελέγχου από τους παθολόγους, αυτή αποχώρησε με τη θέλησή της από το νοσοκομείο, χωρίς να έχει προς τούτο τη συναίνεση των ιατρών του, στη συνέχεια δε, ενώ οι αναιρεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι δεν υπήρξε βελτίωση της κλινικής εικόνας της, δεν επισκέφθηκαν το ίδιο ή άλλο νοσοκομείο μέχρι τον χρόνο του θανάτου της.
15. Επειδή, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με τον οποίο δεν πρέπει να επιδικαστεί στους ενάγοντες οποιαδήποτε αποζημίωση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 300 του Αστικού Κώδικα, αφενός μεν διότι η αδελφή τους, αλλά και οι ίδιοι, μετά την εξέταση της πρώτης από ψυχίατρο του νοσοκομείου και παρά τη σύσταση αυτού να επανέλθει στους παθολόγους για την ολοκλήρωση του ελέγχου της, αποχώρησαν αυτοβούλως από το νοσοκομείο, αφετέρου δε διότι στη συνέχεια, ενώ φέρεται να μην υπήρξε βελτίωση της κλινικής εικόνας της ασθενούς, δεν επισκέφθηκαν το ίδιο ή άλλο νοσοκομείο μέχρι τον χρόνο του θανάτου αυτής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος με την ακόλουθη αιτιολογία:
«Κατά το πρώτο μεν σκέλος του γιατί, όπως αναφέρεται σε προηγούμενη σκέψη της παρούσας, δεν προκύπτει, για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν, ότι υπήρξε ιατρική οδηγία ή εντολή για μη αποχώρηση της ασθενούς και παραμονή και νοσηλεία αυτής στο διάδικο νοσοκομείο, κατά το δεύτερο δε σκέλος του γιατί η μη ανεύρεση παθολογικού προβλήματος κατά την αντικειμενική εξέταση της ασθενούς, η διάγνωση από τον ψυχίατρο, στον οποίο και μόνον παραπέμφθηκε προς εκτίμηση, αγχώδους διαταραχής και σωματοποιήσεως του άγχους και η συνταγογράφηση ανάλογων φαρμάκων ήταν φυσικό να αποθαρρύνουν την ασθενή στην αναζήτηση νέας ιατρικής συνδρομής κατά το επόμενο διάστημα από την αποχώρησή της από το νοσοκομείο «Η Σωτηρία» μέχρι και τον θάνατό της, ενόψει και των προηγούμενων επισκέψεων που είχε ήδη κάνει σε άλλο νοσοκομείο, και να δημιουργήσουν την εντύπωση στους οικείους της ότι θα ήταν περιττή η εκ νέου διακομιδή της σε νοσοκομείο».
Με τα ανωτέρω δεδομένα, εφόσον δηλαδή το δικάσαν δικαστήριο έκρινε, κατ’ ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση και με επαρκή κατ’ αρχήν αιτιολογία, αφενός ότι δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε σύσταση στην ασθενή και τους οικείους της να επιστρέψουν, μετά την εξέταση του ψυχιάτρου, για περαιτέρω έλεγχο στους παθολόγους και αφετέρου ότι δεν υπήρξε πταίσμα αυτής και των αναιρεσιβλήτων για την μη διακομιδή της στο ίδιο ή σε άλλο νοσοκομείο μέχρι τον χρόνο του θανάτου της, κρίση που δεν πλήσσεται ειδικότερα με την κρινόμενη αίτηση, ο ανωτέρω προβαλλόμενος λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά το μέρος δε που μ’ αυτόν πλήσσεται η περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
16. Επειδή, το διοικητικό εφετείο, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες θανάτου της ..., την ηλικία αυτής (58 ετών κατά τον χρόνο του θανάτου), τη συγγένειά της με τους αναιρεσιβλήτους (αδελφή), οι οποίοι περιλαμβάνονται στην κατά το άρθρο 932 εδ. τρίτο του Α.Κ. οικογένεια του θύματος, ανεξαρτήτως του ότι δεν συζούσαν αλλά διέμεναν χωριστά από αυτήν και, τέλος, την οικονομική θέση των αναιρεσιβλήτων (συνταξιούχος πλοίαρχος Ε.Ν. ο πρώτος και ιδιωτικός υπάλληλος ο δεύτερος) σε σχέση με εκείνη του διάδικου νοσοκομείου, έκρινε ότι οι αναιρεσίβλητοι δικαιούνται να λάβουν το χρηματικό ποσό των 40.000 ευρώ ο καθένας ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από τον θάνατο της αδελφής τους.
17. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ, το ύψος της χρηματικής ικανοποιήσεως που καταλογίστηκε σε βάρος του αναιρεσείοντος νοσοκομείου με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν είναι, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες και περιστάσεις, ούτε δίκαιο ούτε εύλογο, σε κάθε δε περίπτωση είναι υπέρμετρο, ως υπερβαίνον πρόδηλα το προσήκον μέτρο, ενώ, το δικάσαν δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι το αναιρεσείον είναι νοσηλευτικό ίδρυμα που επιτελεί κοινωνικό έργο, για τη δραστηριότητά του δε αυτή δεν έχει αυτοτελείς πόρους αλλά λειτουργεί αποκλειστικά βάσει της κρατικής χρηματοδοτήσεως. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι η κρίση του εφετείου ως προς τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Τούτο, διότι, όπως εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται τα κρίσιμα στοιχεία που εκτιμήθηκαν από το εφετείο για τον καθορισμό του ύψους της, δεν προβάλλονται δε ειδικότερες αιτιάσεις κατά της ανωτέρω αιτιολογίας. Εξάλλου, το κοινωφελές έργο και η οικονομική κατάσταση του αναιρεσείοντος δεν αποτελούν, κατ’ αρχήν, νόμιμα στοιχεία μειωτικά του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως (Σ.τ.Ε. 2579/2006, 1243/2010, 868/2011, 1219/2012). Τέλος, το εφετείο κατά τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως δεν υπερέβη τα άκρα όρια της διαγραφόμενης από το άρθρο 932 του Α.Κ. εξουσίας του και, ως εκ τούτου, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη αυτή, για τη θέσπιση της οποίας ο νομοθέτης έλαβε υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, εξειδικεύοντάς την σε ό,τι αφορά το ζήτημα του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης.
18. Επειδή, προβάλλεται, τέλος, ότι το δικάσαν δικαστήριο άφησε αδίκαστο το αίτημα του αναιρεσείοντος νοσοκομείου για διεξαγωγή νέας ιατρικής πραγματογνωμοσύνης προς διελεύκανση του γεγονότος εάν η ασθενής, μέχρι τον χρόνο αποχωρήσεώς της από το νοσοκομείο, είχε ή δεν είχε υποστεί διάτρηση λόγω των αντίθετων επιστημονικών εκτιμήσεων επί του θέματος μεταξύ του διιορισθέντος από το δικαστήριο πραγματογνώμονα και των τεχνικών συμβούλων του αναιρεσείοντος νοσοκομείου. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι εναπόκειται στο δικαστήριο της ουσίας, το οποίο εκτιμά ελευθέρως την επάρκεια των αποδεικτικών στοιχείων, να διατάξει συμπληρωματική απόδειξη, εν προκειμένω δε το δικάσαν δικαστήριο, κρίνοντας τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ιατρού ... και την ιατρική έκθεση των ιατρών – τεχνικών συμβούλων του αναιρεσείοντος νοσοκομείου, ως επαρκή για την εξαγωγή του συμπεράσματός του ότι ο θάνατος της ασθενούς οφειλόταν σε πράξεις και παραλείψεις των ιατρών του αναιρεσείοντος νοσοκομείου, δεν είχε υποχρέωση να διατάξει τη διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης κατ’ άρθρο 159 ΚΔΔ (ν. 2717/1999, Α΄ 97) (βλ. ΣτΕ 1988/2008, 1818/2009, 3736/2012, 572, 3362/2013). Εξάλλου, ο ως άνω λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος που με αυτόν αμφισβητείται περαιτέρω η ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου ως προς την επάρκεια των αποδεικτικών στοιχείων, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
19. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Επιβάλλει στο αναιρεσείον νοσοκομείο τη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2015
Ο Πρόεδρος του Α´ Τμήματος Η Γραμματέας του Α´ Τμήματος
Ν. Σακελλαρίου Β. Ραφαηλάκη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 8ης Ιανουαρίου 2018.
Η Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος Η Γραμματέας Σπ. Χρυσικοπούλου Β. Κατσιώνη
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!